ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 12ης Ιουλίου 2011

Υπόθεση T-80/09 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Q

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Ανταναίρεση – Ηθική παρενόχληση – Άρθρο 12α του ΚΥΚ – Ανακοίνωση για την πολιτική σχετικά με την ηθική παρενόχληση εντός της Επιτροπής – Καθήκον αρωγής της διοικήσεως – Άρθρο 24 ΚΥΚ – Περιεχόμενο – Αίτηση αρωγής – Προσωρινά μέτρα απομακρύνσεως – Καθήκον προνοίας – Ευθύνη – Αγωγή αποζημιώσεως – Πλήρης δικαιοδοσία – Προϋποθέσεις εφαρμογής – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 9ης Δεκεμβρίου 2008, F-52/05, Q κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I-A-1-409 και II-A-1-2235).

Απόφαση:      H απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 9ης Δεκεμβρίου 2008, F-52/05, Q κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I-A-1-409 και II-A-1-2235), αναιρείται, καθόσον, με το σημείο 2 του διατακτικού, υποχρεώνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να καταβάλει στην Q αποζημίωση ύψους 500 ευρώ καθώς και το ποσό των 15 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη η Q λόγω της φερόμενης καθυστερήσεως στην κίνηση της διοικητικής έρευνας και καθόσον, προκειμένου να απορρίψει κατά τα λοιπά με το σημείο 3 του διατακτικού την πρωτοδίκως εκδικασθείσα προσφυγή-αγωγή, αποφαίνεται, με τις σκέψεις 147 έως 189 του σκεπτικού, επί της «αιτιάσεως περί ηθικής παρενοχλήσεως που [προέβαλε] η [Q]» και διαπιστώνει, με τη σκέψη 230 του σκεπτικού, ότι παρέλκει η δικαστική εκτίμηση των αιτημάτων περί ακυρώσεως των εκθέσεων εξελίξεως της σταδιοδρομίας οι οποίες την αφορούν και οι οποίες καταρτίστηκαν αντιστοίχως κατά τις περιόδους από 1ης Ιανουαρίου 2003 έως 31 Οκτωβρίου 2003 και από 1ης Νοεμβρίου 2003 έως 31 Δεκεμβρίου 2003. Κατά τα λοιπά η κύρια αίτηση αναιρέσεως και η ανταναίρεση απορρίπτεται. Η υπόθεση παραπέμπεται ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προκειμένου να αποφανθεί επί των αιτημάτων περί ακυρώσεως των προαναφερθεισών εκθέσεων εξελίξεως της σταδιοδρομίας καθώς και επί του ποσού το οποίο οφείλει η Επιτροπή στην Q βάσει της ηθικής βλάβης και μόνον που υπέστη λόγω της αρνήσεως της Επιτροπής να προβεί στη λήψη προσωρινού μέτρου απομακρύνσεως. Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Αναίρεση – Λόγοι – Παραδεκτό – Νομικά ζητήματα – Έλεγχος της στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης

(Άρθρο 225 A ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Δικονομικό πλαίσιο – Άρθρο 236 ΕΚ και άρθρο 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων

(Άρθρο 236 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι – ΚΥΚ – Σκοπός – Καθιέρωση μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων)

4.      Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Έννοια – Διάκριση μεταξύ των κανόνων περί ευθύνης της Ένωσης έναντι των υπαλλήλων της και των γενικών κανόνων περί ευθύνης της Ένωσης και των κρατών μελών σε περίπτωση παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

5.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Πλήρης δικαιοδοσία – Περιεχόμενο – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 24, 90 § 2, και 91 § 1)

6.      Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη διοίκηση – Προϋποθέσεις – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24, εδ. 1)

7.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Αγωγή βάσει της υποχρεώσεως της διοικήσεως να αποκαταστήσει ζημία που προκλήθηκε σε υπάλληλο από τρίτο – Παραδεκτό – Προϋπόθεση – Υποχρέωση προηγούμενης προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 12α, § 3, 24, εδ. 2, και 91)

8.      Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη διοίκηση – Πεδίο εφαρμογής – Περιεχόμενο – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24, εδ. 1)

9.      Υπάλληλοι – Οργάνωση των υπηρεσιών – Υπηρεσιακή τοποθέτηση των υπαλλήλων – Αποκατάσταση – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως – Όρια – Συμφέρον της υπηρεσίας – Τήρηση της αντιστοιχίας μεταξύ θέσεως εργασίας και βαθμού

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 7 § 1, και 24, εδ. 1)

10.    Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη διοίκηση – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24, εδ. 1)

11.    Διαδικασία – Ένσταση απαραδέκτου για λόγους δημοσίας τάξεως – Αυτεπάγγελτη εξέταση από τον δικαστή – Τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 113· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

12.    Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Αποφάσεις ληφθείσες βάσει εκθέσεως έρευνας κατόπιν διαδικασίας διεξαχθείσας δυνάμει του άρθρου 86 του ΚΥΚ – Προπαρασκευαστική πράξη – Αποκλείεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 24, 86 § 3· παράρτημα IX, άρθρο 3)

13.    Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης – Εξέταση των προϋποθέσεων παραδεκτού

14.    Υπάλληλοι – Προσφυγή – Έννομο συμφέρον – Εκτίμηση κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής – Περίπτωση στην οποία παύει πλέον να υφίσταται το έννομο συμφέρον – Κατάργηση της δίκης

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

15.    Υπάλληλοι – Προσφυγή – Έννομο συμφέρον – Προσφυγή ακυρώσεως της εκθέσεως για την εξέλιξη της σταδιοδρομίας – Υπάλληλος που συνταξιοδοτήθηκε λόγω μόνιμης και ολικής αναπηρίας κατά τη διάρκεια της δίκης – Διατήρηση του εννόμου συμφέροντος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 53, 78, 90 και 91· παράρτημα VIII, άρθρα 13 έως 15)

16.    Δικαστήριο – Αποφάσεις – Ερμηνεία των κανόνων δικαίου

1.      Από το άρθρο 225 Α της Συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως μπορεί να στηρίζεται μόνο σε λόγους που αφορούν την παράβαση νομικών κανόνων, αποκλειομένης οποιασδήποτε εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών.

Επομένως παραδεκτώς προβάλλεται κατ’ αναίρεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου η μη τήρηση της προϋποθέσεως στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφορώσα την ύπαρξη μη σύννομης συμπεριφοράς.

(βλ. σκέψεις 24, 25, 27 και 28)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 4 Ιουλίου 2000, C-352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-5291, σκέψεις 43 και 44· ΓΔΕΕ: 12 Μαρτίου 2008, T-107/07 P, Rossi Ferreras κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I-B-1-5 και II-B-1-31, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 10 Δεκεμβρίου 2008, T-57/99, Nardone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I-A-2-83 και II-A-2-505, σκέψεις 162 έως 164

2.      Τυχόν διαφορά μεταξύ ενός υπαλλήλου και ενός θεσμικού οργάνου από το οποίο εξαρτάται ή εξηρτάτο αίτημα για επιδίκαση αποζημιώσεως εμπίπτει, οσάκις αναφύεται στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσεως που συνδέει τον ενδιαφερόμενο προς το θεσμικό όργανο, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 236 ΕΚ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ και κείται, ιδίως όσον αφορά το παραδεκτό του αιτήματος αυτού, εκτός του πεδίου εφαρμογής τόσο του άρθρου 235 ΕΚ και του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ όσο και του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

(βλ. σκέψη 40)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 26 Ιουνίου 2009, T-114/08 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I-B-1-53 και II-B-1-313, σκέψη 12 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Ο ΚΥΚ αποτελεί αυτοτελές νομοθέτημα που σκοπεί αποκλειστικά στη ρύθμιση των εννόμων σχέσεων μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους δημιουργώντας αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις. Έτσι, ο ΚΥΚ έχει δημιουργήσει, στη σχέση μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους, μια ισορροπία αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων την οποία δεν πρέπει να διασαλεύουν ούτε τα θεσμικά όργανα ούτε οι υπάλληλοι. Σκοπός αυτής της ισορροπίας αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων είναι ουσιαστικά να διατηρηθεί η σχέση εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους προκειμένου να διασφαλιστεί για τους Ευρωπαίους πολίτες η ορθή εκτέλεση των αποστολών γενικού συμφέροντος που έχουν ανατεθεί στα θεσμικά όργανα.

(βλ. σκέψη 41)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 31 Μαΐου 1988, 167/86, Rousseau κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1988, σ. 2705, σκέψη 13· 6 Μαρτίου 2001, C-274/99 P, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-1611, σκέψεις 44 έως 47· ΓΔΕΕ: 18 Απριλίου 1996, T-13/95, Κυρπίτσης κατά ΟΚΕ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I-A-167 και ΙΙ-503, σκέψη 52· 22 Φεβρουαρίου 2006, T-342/04, Adam κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I-A-2-23 και II-A-2-107, σκέψη 34

4.       Στις διαφορές που αναφύονται στις σχέσεις μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους αναγνωρίζεται δικαίωμα αποζημιώσεως εάν συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις, ήτοι εάν η προσαπτόμενη στα θεσμικά όργανα συμπεριφορά είναι παράνομη, εάν υφίσταται ζημία και εάν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας.

Όσον αφορά την προϋπόθεση του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς, δεν απαιτείται να αποδεικνύεται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που έχει ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Πράγματι, αυτή η ιδιαίτερη απαίτηση καθώς και ο σκοπός εναρμονίσεως που τη δικαιολογεί δεν αφορούν παρά μόνον την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, βάσει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, και την ευθύνη των κρατών μελών λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου. Αντιθέτως, στις διαφορές που άπτονται των σχέσεων μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους, η διαπίστωση και μόνον ελλείψεως νομιμότητας αρκεί για να θεωρηθεί ότι πληρούται η πρώτη από τις εν λόγω τρεις προϋποθέσεις.

Συγκεκριμένα, η διαφοροποίηση μεταξύ, αφενός, των προϋποθέσεων που στοιχειοθετούν ευθύνη της Κοινότητας για τις ζημίες που προκλήθηκαν στους νυν και πρώην υπαλλήλους της λόγω παραβάσεως των διατάξεων του ΚΥΚ και, αφετέρου, των προϋποθέσεων που διέπουν την ευθύνη την Κοινότητας έναντι τρίτων λόγω παραβάσεως άλλων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου δικαιολογείται, υπό το πρίσμα της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων την οποία έχει ειδικώς δημιουργήσει ο ΚΥΚ στις σχέσεις μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους, προκειμένου να διασφαλίσει στους Ευρωπαίους πολίτες την ορθή εκτέλεση των αποστολών γενικού συμφέροντος που έχουν ανατεθεί στα θεσμικά όργανα.

(βλ. σκέψεις 42 έως 45)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 9 Φεβρουαρίου 1994, T-82/91, Latham κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I-A-15 και II-61, σκέψη 72· 24 Απριλίου 2001, T-172/00, Pierard κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I-A-91 και II-429, σκέψη 34· 12 Σεπτεμβρίου 2007, T-249/04, Combescot κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. . I-A-2-181 και II-A-2-1219, σκέψη 49

5.      Η πρώτη περίοδος του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ υπερισχύει της δεύτερης περιόδου και, ως εκ τούτου, η εν λόγω διάταξη παρέχει στον δικαστή πλήρη δικαιοδοσία μόνο στην περίπτωση που η διαφορά αφορά τη νομιμότητα βλαπτικής πράξεως κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

Συνεπώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν μπορεί, ούτε αυτεπαγγέλτως, οσάκις επιλαμβάνεται προσφυγής η οποία αφορά τη νομιμότητα πράξεως βλαπτικής για κάποιο από τα πρόσωπα που ορίζει ο ΚΥΚ, να επιδικάσει αποζημίωση στο πρόσωπο αυτό, δυνάμει της πλήρους δικαιοδοσίας, παρά μόνον εάν με την εν λόγω αποζημίωση ζητείται η ικανοποίηση της ζημίας που το πρόσωπο αυτό υπέστη λόγω του παράνομου χαρακτήρα της βλαπτικής πράξεως που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής ή, τουλάχιστον, της ζημίας που απορρέει από την έλλειψη νομιμότητας η οποία συνδέεται στενά προς την εν λόγω πράξη.

Συναφώς, δεν μπορεί να υφίσταται στενή σχέση μεταξύ, αφενός, αιτήσεως αρωγής δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ με την οποία καταγγέλλεται ηθική παρενόχληση εκ μέρους των ιεραρχικώς ανωτέρων του ενδιαφερομένου και, αφετέρου, σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως των αιτήσεων αρωγής και αποζημιώσεως λόγω του ότι το οικείο θεσμικό όργανο δεν εκπλήρωσε το καθήκον αρωγής που υπέχει. Συγκεκριμένα, το υπηρεσιακό πταίσμα που καταλογίζεται στο θεσμικό όργανο προϋφίστατο της σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως και, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέεται στενά με αυτήν την τελευταία.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν μπορούσε, χωρίς να παραβεί τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, να αποφανθεί κατά πόσον ορισμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία καταγγέλθηκαν με την αίτηση αρωγής μπορούσαν, εξεταζόμενα στο σύνολό τους, να χαρακτηριστούν ως υπηρεσιακό πταίσμα του θεσμικού οργάνου το οποίο προκάλεσε ηθική βλάβη η οποία έπρεπε να επανορθωθεί.

(βλ. σκέψεις 58, 63, 71 έως 73)

Παραπομπή:

ΔΕE: 14 Δεκεμβρίου 2006, C-12/05 P, Meister κατά ΓΕΕΑ, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 112 έως 116· 20 Μαΐου 2010, C-583/08 P, Γκόγκος κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I-4469, σκέψεις 49 έως 53· ΓΔΕΕ: 1 Δεκεμβρίου 1994, T-54/92, Schneider κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I-A-281 και II-887, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και T-79/92, Ditterich κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I-A-289 και ΙΙ-907, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

6.       Το καθήκον αρωγής που θεσπίζει το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ αποβλέπει στην εκ μέρους του θεσμικού οργάνου προστασία των υπαλλήλων κατά των ενεργειών τρίτων καθώς και έναντι των συναδέλφων και των ιεραρχικώς ανωτέρων του και όχι κατά πράξεων του ίδιου του οργάνου, των οποίων ο έλεγχος διέπεται από άλλες διατάξεις του ΚΥΚ. Μολονότι το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ σκοπεί πρωτίστως να προστατεύσει τους υπαλλήλους από επιθέσεις και επιλήψιμες συμπεριφορές τρίτων, το άρθρο αυτό επιβάλλει επίσης στη διοίκηση το καθήκον αρωγής στην περίπτωση που ο δράστης των πράξεων που περιγράφει η διάταξη αυτή είναι ένας άλλος υπάλληλος.

(βλ. σκέψη 66)

Παραπομπή:

ΔΕE: 14 Ιουνίου 1979, 18/78, V. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 47, σκέψη 15· 17 Δεκεμβρίου 1981, 178/80, Bellardi-Ricci κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 3187, σκέψη 23· 25 Μαρτίου 1982, 98/81, Munk κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 1155, σκέψη 21· ΓΔΕΕ: 9 Μαρτίου 2005, T-254/02, L κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I-A-63 και II-277, σκέψη 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

7.      Το παραδεκτό της αιτήσεως αποζημιώσεως την οποία υποβάλλει υπάλληλος βάσει του άρθρου 24, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ εξαρτάται από την εξάντληση των ένδικων βοηθημάτων της εθνικής έννομης τάξεως, εφόσον τα βοηθήματα αυτά διασφαλίζουν την παροχή αποτελεσματικής προστασίας στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και μπορούν να εξασφαλίσουν την ικανοποίηση της προβαλλομένης ζημίας.

Συναφώς, το ειδικό καθεστώς ευθύνης, το οποίο είναι ένα καθεστώς ευθύνης άνευ πταίσματος, θεσπισθέν με την εν λόγω διάταξη, στηρίζεται στο καθήκον της διοικήσεως να προστατεύει την υγεία και την ασφάλεια των μόνιμων και προσωρινών υπαλλήλων της από τις επιθέσεις ή τις επιλήψιμες συμπεριφορές τρίτων ή άλλων υπαλλήλων, τις οποίες ενδέχεται να υποστούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως υπό τη μορφή ηθικής παρενοχλήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 67 και 68)

Παραπομπή:

ΔΕE: 5 Οκτωβρίου 2006, C-365/05 P, Schmidt-Brown κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 78· ΓΔΕΕ: 26 Οκτωβρίου 1993, T-59/92, Caronna κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II-1129, σκέψεις 25 και 68· L κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 148 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία και σκέψεις 143 έως 146 και 147 έως 153

8.      Βάσει του κατά το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ καθήκοντος αρωγής, η διοίκηση οφείλει, όταν πρόκειται για επεισόδιο ασύμβατο με την τάξη και τη γαλήνη της υπηρεσίας, να επέμβει με όλη την αναγκαία ενεργητικότητα και να απαντήσει με την ταχύτητα και τη φροντίδα που απαιτούνται από τις περιστάσεις για να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά και, με γνώση του θέματος, να συναγάγει τις κατάλληλες συνέπειες. Προς τούτο, αρκεί όπως ο υπάλληλος ο οποίος ζητεί την προστασία του θεσμικού οργάνου στο οποίο εργάζεται να προσκομίσει αρχή αποδείξεως του υποστατού των επιθέσεων τις οποίες ισχυρίζεται ότι υπέστη. Όταν υφίστανται τέτοια στοιχεία, στο οικείο θεσμικό όργανο απόκειται να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, προβαίνοντας ιδίως σε διοικητική έρευνα προκειμένου να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που έδωσαν λαβή στην καταγγελία, σε συνεργασία με τον καταγγείλαντα, σε αντίθετη δε περίπτωση δεν μπορεί να λάβει μια τελική θέση, μεταξύ άλλων, σε σχέση με το εάν η καταγγελία πρέπει να τεθεί στο αρχείο ή εάν πρέπει να κινηθεί πειθαρχική διαδικασία και, εφόσον τούτο παρίσταται αναγκαίο, εάν πρέπει να επιβληθούν πειθαρχικές κυρώσεις.

Περαιτέρω, οσάκις υπάλληλος υποβάλλει στη διοίκηση αίτηση αρωγής, δυνάμει του άρθρου 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, η διοίκηση έχει επίσης την υποχρέωση, δυνάμει του καθήκοντος προστασίας που της επιβάλλει το άρθρο αυτό, να λάβει τα ενδεδειγμένα αποτρεπτικά μέτρα, όπως είναι η προσωρινή τοποθέτηση σε άλλη θέση ή μετάταξη του παθόντος, προκειμένου να προστατευθεί αυτός από την επανάληψη της καταγγελλόμενης συμπεριφοράς καθ’ όλη τη διάρκεια που απαιτείται για τη διοικητική έρευνα. Βάσει του επιδιωκόμενου σκοπού προστασίας του παθόντος, τα εν λόγω μέτρα δεν μπορούν να εξαρτώνται από την ύπαρξη κενής θέσεως εντός των υπηρεσιών.

Συγκεκριμένα, η διοίκηση διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η οποία τελεί υπό τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης, όσον αφορά την επιλογή των μέτρων, τόσο των προσωρινών όσο και των οριστικών, που πρέπει να ληφθούν δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στο κατά πόσον το οικείο θεσμικό όργανο κινήθηκε εντός εύλογων ορίων και δεν έκανε χρήση της εξουσίας του εκτιμήσεως κατά τρόπο προδήλως πεπλανημένο.

(βλ. σκέψεις 84 έως 86 και 92)

Παραπομπή:

ΔΕE, 11 Ιουλίου 1974, 53/72, Guillot κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 407, σκέψεις 3, 12 και 21· 26 Ιανουαρίου 1989, 224/87, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 99, σκέψεις 15 και 16· 9 Νοεμβρίου 1989, 55/88, Κατσούφρος κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1989, σ. 3579, σκέψη 16· 12 Νοεμβρίου 1996, C-294/95 P, Ojha κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. 5863, σκέψεις 40 και 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· ΓΔΕΕ: 5 Δεκεμβρίου 2000, T-136/98, Campogrande κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I-A-267 και II-1225, σκέψη 55· L κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

9.       Οι αποφάσεις μεταθέσεως προς το συμφέρον της υπηρεσίας, οι οποίες λαμβάνονται βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ΚΥΚ αφορούν την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, έστω και όταν δικαιολογούνται από τις δυσχέρειες που ανακύπτουν στο πλαίσιο των εσωτερικών σχέσεων, και εμπίπτουν, ως εκ τούτου, στην ευρεία εξουσία εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων για την οργάνωση των υπηρεσιών τους σε συνάρτηση με την αποστολή που τους έχει ανατεθεί και για την τοποθέτηση του προσωπικού που διαθέτουν προς εκπλήρωση της αποστολής αυτής, υπό τον όρο ότι η τοποθέτηση αυτή πραγματοποιείται τηρουμένης της αντιστοιχίας μεταξύ θέσεως και βαθμού.

(βλ. σκέψη 92)

Παραπομπή:

Ojha κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 40 και 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

10.    Το καθήκον αρωγής, δυνάμει του άρθρου 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, επιβάλλει στη διοίκηση να απαντά με την ταχύτητα που απαιτούν οι συγκεκριμένες περιστάσεις, ιδίως διά της κινήσεως διοικητικής έρευνας προκειμένου να διαπιστωθούν τα πραγματικά περιστατικά της καταγγελίας σε συνεργασία με τον καταγγείλαντα. Εντούτοις, τούτο δεν αποκλείει ότι αντικειμενικοί λόγοι, οι οποίοι μπορούν μεταξύ άλλων να αφορούν τις ανάγκες οργανώσεως της έρευνας, ενδέχεται να δικαιολογούν κάποια καθυστέρηση στην κίνηση της εν λόγω έρευνας.

(βλ. σκέψη 105)

Παραπομπή:

Campogrande κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 42, 53 και 56

11.    Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως.

Συναφώς, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού προσφυγής που ασκείται δυνάμει των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ είναι δημοσίας τάξεως, εναπόκειται, εφόσον παρίσταται ανάγκη, στον δικαστή της Ενώσεως να τις εξετάσει αυτεπαγγέλτως, υπό την επιφύλαξη ότι κάλεσε προηγουμένως τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

(βλ. σκέψεις 129 και 130)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 17 Δεκεμβρίου 2009, C-197/09 RX-II, Επανεξέταση M κατά EMEA, Συλλογή 2009, σ. I-12033, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· ΓΔΕΕ: 8 Ιουνίου 2009, T-498/07 P, Krcova κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I-B-1-35 και II-B-1-197, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

12.    Όσον αφορά τη διαδικασία έρευνας που κινείται βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, προκειμένου να είναι δυνατή η έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως αρωγής που έχει υποβάλει κάποιος υπάλληλος, δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, το πέρας της διαδικασίας αυτής είναι η οριστική απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, η οποία λαμβάνεται βάσει της εκθέσεως έρευνας, όπως προκύπτει από το άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ. Η νομική θέση του υπαλλήλου επηρεάζεται ακριβώς κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως αυτής.

Συναφώς, στον βαθμό που παραπέμπει στα πορίσματα της εκθέσεως διοικητικής έρευνας, η οποία περατώθηκε με τη σιωπηρή απόφαση και στο πλαίσιο της οποίας οι ισχυρισμοί του ενδιαφερομένου υπαλλήλου σχετικά με την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως εξετάστηκαν αναλυτικά, βάσει των εγγράφων και των καταθέσεων που προσκομίστηκαν ή συνελέγησαν στο πλαίσιο της έρευνας, η οριστική απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής δεν πρέπει να θεωρηθεί ως απόφαση αμιγώς επιβεβαιωτική της σιωπηρής αποφάσεως, αλλά ως απόφαση η οποία την υποκαθιστά κατόπιν επανεξετάσεως της καταστάσεως από τη διοίκηση.

(βλ. σκέψεις 137 και 138)

Παραπομπή:

Guillot κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 21, 22 και 36· ΔΕΕ: 1 Ιουνίου 1983, 36/81, 37/81 και 218/81, Seton κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1789, σκέψεις 29 έως 31· L κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 123· ΓΔΕΕ: 25 Οκτωβρίου 2007, T-154/05, Lo Giudice κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I-A-2-203 και II-A-2-1309, σκέψεις 47 και 48

13.    Δεν μπορεί να προσαφθεί στον δικαστή της Ένωσης ότι προέβη σε διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης εξετάσεως των προϋποθέσεων του παραδεκτού αιτήματος αποζημιώσεως το οποίο υποβλήθηκε ενώπιόν του στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, δεδομένου ότι οι διαπιστώσεις αυτές απορρέουν από τα έγγραφα της δικογραφίας που υποβλήθηκαν ενώπιόν του από τους διαδίκους προκειμένου να αποφανθεί επί των αιτημάτων τους.

(βλ. σκέψη 150)

14.    Προκειμένου ένα πρόσωπο, το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΚΥΚ, να μπορεί να ζητήσει παραδεκτώς, στο πλαίσιο προσφυγής ασκούμενης βάσει των άρθρων 90 και 91 του εν λόγω ΚΥΚ, την ακύρωση βλαπτικής για αυτόν πράξεως, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, το πρόσωπο αυτό πρέπει να έχει, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, γεγενημένο και ενεστώς συμφέρον αρκούντως συγκεκριμένο για την ακύρωση της πράξεως αυτής, ένα δε τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι το αίτημα μπορεί, εκ του αποτελέσματός του, να του παράσχει κάποιο όφελος. Ως προϋπόθεση του παραδεκτού, το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να εκτιμάται κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής. Εντούτοις, προκειμένου ένα πρόσωπο το οποίο μνημονεύεται στον ΚΥΚ να μπορεί να ασκήσει προσφυγή περί ακυρώσεως μιας αποφάσεως της ΑΔΑ, πρέπει να διατηρεί προσωπικό συμφέρον για την ακύρωση της αποφάσεως αυτής. Συναφώς, ελλείψει ενεστώτος έννομου συμφέροντος, παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής.

(βλ. σκέψη 156)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 24 Απριλίου 2001, T-159/98, Torre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I-A-83 και ΙΙ-395, σκέψεις 30 και 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 28 Ιουνίου 2005, T-147/04, Ross κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I-A-171 και II-771, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 29 Νοεμβρίου 2006, T-35/05, T-61/05, T-107/05, T-108/05 και T-139/05, Agne-Dapper κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I-A-2-291 και II-A-2-1497, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

15.    Ως προς το έννομο συμφέρον νυν ή πρώην υπαλλήλου να ζητήσει την ακύρωση εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας η οποία τον αφορά, πρέπει πρώτον να τονιστεί ότι η εν λόγω έκθεση αποτελεί αξιολογική κρίση των ιεραρχικώς ανωτέρων του σχετικά με τον τρόπο με τον οποίον ο αξιολογούμενος υπάλληλος εκτέλεσε τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί και σχετικά με τη συμπεριφορά του εντός της υπηρεσίας κατά την οικεία περίοδο και ότι, ανεξαρτήτως της μελλοντικής χρησιμότητάς της, συνιστά γραπτή και επίσημη απόδειξη ως προς την ποιότητα της εργασίας που παρέσχε ο υπάλληλος. Μια τέτοια αξιολόγηση δεν είναι αμιγώς περιγραφική των εργασιών που πραγματοποίησε κατά την οικεία περίοδο, αλλά περιλαμβάνει επίσης την εκτίμηση των ανθρώπινων προσόντων που επέδειξε ο κρινόμενος κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Επομένως, κάθε υπάλληλος δικαιούται να απαιτήσει δίκαιη και ορθή αξιολόγηση της εργασίας του. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, ο υπάλληλος πρέπει οπωσδήποτε να έχει το δικαίωμα να αμφισβητεί την έκθεση περί της εξελίξεως της σταδιοδρομίας που τον αφορά λόγω του περιεχομένου της ή διότι δεν καταρτίστηκε συμφώνως προς τους προβλεπόμενους από τον ΚΥΚ κανόνες.

Εξάλλου, ο υπάλληλος για τον οποίο η επιτροπή αναπηρίας αναγνώρισε ότι πάσχει από μόνιμη και ολική αναπηρία συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως, όπως προβλέπουν τα άρθρα 53 και 78 του ΚΥΚ· εφόσον υπάρχει πιθανότητα να επανενταχθεί σε κάποιο όργανο, έχει συμφέρον να ζητήσει να καταρτιστεί η έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας του κατά τρόπο δίκαιο, αντικειμενικό και σύμφωνο προς τους συνήθεις κανόνες αξιολογήσεως. Συναφώς, η γενική διάταξη του άρθρου 53 του ΚΥΚ πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό προς τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 13 έως 15 του παραρτήματος VIII του εν λόγω ΚΥΚ. Σε περίπτωση επανεντάξεως, η εν λόγω έκθεση είναι χρήσιμη για την εξέλιξη του υπάλληλου εντός της υπηρεσίας του ή των οργάνων της Ένωσης.

Άλλως ενδέχεται να έχουν τα πράγματα σε ορισμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις στις οποίες από την εξέταση της συγκεκριμένης καταστάσεως του υπαλλήλου που έχει κριθεί ανάπηρος καθίσταται σαφές ότι είναι πλέον ανίκανος να αναλάβει στο μέλλον εκ νέου τα καθήκοντά του, λαμβανομένων υπόψη, παραδείγματος χάρη, των πορισμάτων της επιτροπής αναπηρίας στην οποία έχει ανατεθεί ο έλεγχος της καταστάσεώς του αναπηρίας από τα οποία συνάγεται ότι η παθολογία που προκάλεσε την αναπηρία έχει μόνιμο χαρακτήρα και ότι, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται άλλη ιατρική επανεξέταση ή λαμβανόμενων υπόψη των δηλώσεων του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου από τις οποίες προκύπτει ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν θα αναλάβει πλέον τα καθήκοντά του εντός του οργάνου.

(βλ. σκέψεις 157 έως 159)

Παραπομπή:

Ross κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 9 και 32· ΔΕΕ: 22 Δεκεμβρίου 2008, C-198/07 P, Gordon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I-10701, σκέψεις 43 και 51· Combescot κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 27 και 29

16.    Η ερμηνεία ενός κανόνα του δικαίου της Ένωσης στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο διαφωτίζει και αποσαφηνίζει, όταν υφίσταται σχετική ανάγκη, την έννοια και το περιεχόμενο του σχετικού κανόνα, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να εννοηθεί και να εφαρμοστεί κατά τη χρονική στιγμή της θέσεώς του σε ισχύ. Συνέπεια αυτού είναι ότι ο κανόνας που ερμηνεύθηκε κατά τον τρόπο αυτόν μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται ακόμη και σε έννομες σχέσεις που γεννήθηκαν και διαπλάστηκαν πριν από την απόφαση του Δικαστηρίου, εφόσον συντρέχουν κατά τα λοιπά οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν να αχθεί ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων μια διαφορά σχετικά με την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω αρχών, μόνον κατ’ εξαίρεση μπορεί να υπάρξει περιορισμός των αποτελεσμάτων της δοθείσας από το Δικαστήριο ερμηνείας.

(βλ. σκέψη 164)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 27 Μαρτίου 1980, 61/79, Denkavit italiana, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 605, σκέψεις 16 και 17· 11 Αυγούστου 1995, C-367/93 έως C-377/93, Roders κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I-2229, σκέψεις 42 και 43