ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)
της 12ης Ιουλίου 2011 (*)
«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Ανταναίρεση – Ηθική παρενόχληση – Άρθρο 12α του ΚΥΚ – Ανακοίνωση για την πολιτική σχετικά με την ηθική παρενόχληση εντός της Επιτροπής – Καθήκον αρωγής της διοικήσεως – Άρθρο 24 ΚΥΚ – Περιεχόμενο – Αίτηση αρωγής – Προσωρινά μέτρα απομακρύνσεως – Καθήκον προνοίας – Ευθύνη – Αγωγή αποζημιώσεως – Πλήρης δικαιοδοσία – Προϋποθέσεις εφαρμογής – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον»
Στην υπόθεση T‑80/09 P,
με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 9ης Δεκεμβρίου 2008, F‑52/05, Q κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή),
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Joris, D. Martin και την B. Eggers,
αναιρεσείουσα,
όπου ο έτερος διάδικος είναι η
Q, πρώην υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Domsjö (Σουηδία), εκπροσωπούμενη από τους S. Rodrigues και Y. Minatchy, δικηγόρους,
προσφεύγουσα πρωτοδίκως,
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα),
συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, I. Pelikánová (εισηγήτρια) και A. Dittrich, δικαστές,
γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Ιανουαρίου 2011,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με την αίτησή της αναιρέσεως, δυνάμει του άρθρου 9 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 9ης Δεκεμβρίου 2008, F‑52/05, Q κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία αυτό ακύρωσε τη σιωπηρή απόφασή της περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής που υπέβαλε η Q, στις 3 Μαΐου 2004, βάσει του άρθρου 24 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής, αντιστοίχως: αίτηση αρωγής και ΚΥΚ), καθόσον η απόφαση αυτή απέρριψε το αίτημα περί λήψεως προσωρινού μέτρου απομακρύνσεως, και την καταδίκασε να καταβάλει στην Q το ποσό των 15 500 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης λόγω της ελλείψεως νομιμότητας της εν λόγω αποφάσεως και της παραβάσεως από τη διοίκηση του καθήκοντος προνοίας.
Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς
2 Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 18 έως 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
Η διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
3 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) στις 4 Ιουλίου 2005, η Q άσκησε προσφυγή-αγωγή ζητώντας κατ’ ουσίαν, πρώτον, να ακυρωθεί η σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής, δεύτερον, να ακυρωθούν οι εκθέσεις εξελίξεως της σταδιοδρομίας που την αφορούσαν και είχαν καταρτιστεί αντιστοίχως κατά τις χρονικές περιόδους από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Οκτωβρίου και από 1ης Νοεμβρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2003 (στο εξής: ΕΕΣ του 2003), τρίτον, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει αποζημίωση. Η προσφυγή-αγωγή πρωτοκολλήθηκε αρχικά στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου υπό τα στοιχεία T‑252/05.
4 Με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2005, το Πρωτοδικείο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 333, σ. 7), παρέπεμψε την υπό κρίση υπόθεση στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η προσφυγή-αγωγή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του τελευταίου υπό τα στοιχεία F‑52/05.
5 Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δέχτηκε εν μέρει την προσφυγή-αγωγή ακυρώνοντας τη σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής, καθό μέτρο απέρριψε το αίτημα περί λήψεως ενός προσωρινού μέτρου απομακρύνσεως, και υποχρεώνοντας την Επιτροπή να καταβάλει στην Q το ποσό των 18 000 ευρώ ως αποζημίωση. Κατά τα λοιπά, απέρριψε την προσφυγή-αγωγή.
Διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αιτήματα των διαδίκων
6 Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα αναίρεση.
7 Στις 9 Ιουνίου 2009, η Q κατέθεσε το υπόμνημά της αντικρούσεως με το οποίο άσκησε επίσης ανταναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Περαιτέρω, υπέβαλε αίτημα προκειμένου να μην αποκαλυφθούν τα στοιχεία της, αίτημα το οποίο δέχτηκε πάραυτα ο Γραμματέας.
8 Με έγγραφο που κατέθεσε στις 24 Ιουνίου 2009, η Επιτροπή ζήτησε να καταθέσει ένα σύντομο υπόμνημα απαντήσεως.
9 Με απόφαση της 3ης Ιουλίου 2009, ο πρόεδρος του αναιρετικού τμήματος δέχτηκε το αίτημα αυτό.
10 Στις 24 Αυγούστου 2009, η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως, με το οποίο απαντούσε επίσης στην ανταναίρεση, βάσει του άρθρου 143, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.
11 Με έγγραφο που κατατέθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2009, η Q ζήτησε να καταθέσει συμπληρωματικό υπόμνημα επί της ανταναιρέσεως.
12 Με απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, ο πρόεδρος του αναιρετικού τμήματος δέχτηκε το αίτημα αυτό.
13 Στις 15 Οκτωβρίου 2009, η Q κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως.
14 Στις 13 Νοεμβρίου 2008, η Q κατέθεσε συμπληρωματικό υπόμνημα επί της ανταναιρέσεως.
15 Στις 5 Ιανουαρίου 2010, η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως του συμπληρωματικού υπομνήματος επί της ανταναιρέσεως. Η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε αυθημερόν.
16 Με έγγραφο που κατατέθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2010, η Q υπέβαλε αιτιολογημένη αίτηση, βάσει του άρθρου 146 του Κανονισμού Διαδικασίας, προκειμένου να της επιτραπεί να ασκήσει το δικαίωμά της ακροάσεως κατά το προφορικό στάδιο της διαδικασίας.
17 Κατόπιν εισηγήσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (αναιρετικό τμήμα) αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο της λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, να υποβάλει γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους προκειμένου να απαντηθούν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.
18 Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις γραπτές και προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Ιανουαρίου 2011. Οι απαντήσεις στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου καταχωρίστηκαν στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.
19 Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
– να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον δέχτηκε τον δεύτερο λόγο της εκδικασθείσας πρωτοδίκως προσφυγής-αγωγής που στηριζόταν στην έλλειψη νομιμότητας της σιωπηρής αποφάσεως περί μη λήψεως ενός προσωρινού μέτρου απομακρύνσεως, καθώς και τα αιτήματα περί επιδικάσεως αποζημιώσεως για τη βλάβη που προκλήθηκε από την εν λόγω έλλειψη νομιμότητας και την παράβαση από τη διοίκηση του καθήκοντος προνοίας·
– να απορρίψει την ανταναίρεση·
– να απορρίψει την εκδικασθείσα πρωτοδίκως προσφυγή-αγωγή ή, επικουρικώς, να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης·
– να αποφανθεί κατά νόμον επί των δικαστικών εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης καθώς και της κύριας αιτήσεως αναιρέσεως ή, επικουρικώς, να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης καθώς και της κύριας αιτήσεως αναιρέσεως·
– να καταδικάσει την Q στα δικαστικά έξοδα της ανταναιρέσεως.
20 Η Q ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
– να απορρίψει την κύρια αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη·
– να κρίνει παραδεκτή την ανταναίρεση·
– να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·
– να δεχθεί τα αιτήματά της ακυρώσεως και επιδικάσεως αποζημιώσεως τα οποία προέβαλε με την πρωτοδίκως εκδικασθείσα προσφυγή-αγωγή της·
– να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.
Επί της κύριας αιτήσεως αναιρέσεως
21 Με την κύρια αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 9 του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ζητείται η αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως καθόσον ακύρωσε τη σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής, στον βαθμό που δεν έκανε δεκτό το αίτημα περί λήψεως ενός προσωρινού μέτρου απομακρύνσεως και καταδίκασε την Επιτροπή να καταβάλει στην Q το ποσό των 15 500 ευρώ προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε λόγω της ελλείψεως νομιμότητας της αποφάσεως αυτής καθώς και της παραβάσεως από τη διοίκηση του καθήκοντος προνοίας.
Επί του παραδεκτού
22 Η Q προβάλλει την ένσταση απαραδέκτου κατά της κύριας αιτήσεως αναιρέσεως, καθόσον, στο πλαίσιο των δύο λόγων αναιρέσεως που προβάλλει προς στήριξη της εν λόγω αιτήσεως, η Επιτροπή ζητεί από τον αναιρετικό δικαστή να αποφανθεί, εκ νέου, επί των πραγματικών περιστατικών που έχουν οριστικώς κριθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Αφενός, η Επιτροπή δεν μπορεί παραδεκτώς να ζητήσει από τον αναιρετικό δικαστή, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου της κύριας αιτήσεως αναιρέσεώς της, να ελέγξει τις εκτιμήσεις στις οποίες στηρίχθηκε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προκειμένου να αποφανθεί ότι έπρεπε να της καταβληθεί αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της παραβάσεως από την Επιτροπή του καθήκοντός της προνοίας η οποία αποκαλύφθηκε από ορισμένες ενέργειες που καταγγέλθηκαν με την αίτηση αρωγής. Αφετέρου, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου της κύριας αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί παραδεκτώς να αμφισβητεί εμμέσως ενώπιον του αναιρετικού δικαστή, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, τις εκτιμήσεις στις οποίες στηρίχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προκειμένου να αποφανθεί ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η σιωπηρή άρνηση της Επιτροπής να προβεί στη λήψη ενός προσωρινού μέτρου απομακρύνσεως μπορούσε να στοιχειοθετήσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας.
23 Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που πρόεβαλε η Q.
24 Κατά τα άρθρα 225 Α ΕΚ και 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως που ασκείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περιορίζεται σε νομικά ζητήματα, ενώ ως λόγοι αναιρέσεως επιτρέπεται να προβάλλονται η αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, οι πλημμέλειες κατά την ενώπιόν του διαδικασία και η παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να περιέχει τους προβαλλόμενους νομικούς λόγους και επιχειρήματα.
25 Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι η αίτηση αναιρέσεως μπορεί να στηρίζεται μόνο σε λόγους που αφορούν παράβαση νομικών κανόνων, αποκλειομένης οποιασδήποτε εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών Το επιλαμβανόμενο της υποθέσεως πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του υποβλήθηκαν, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Συνεπώς, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως της αλλοιώσεως των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του αναιρετικού δικαστή (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Μαρτίου 2008, T‑107/07 P, Rossi Ferreras κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
26 Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν ζητεί από τον αναιρετικό δικαστή, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, και κατά τα δυο αυτού σκέλη, και με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, να επανεκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έχουν ήδη εξακριβωθεί και εκτιμηθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
27 Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αγνόησε ότι πρέπει να συντρέχει η προϋπόθεση της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς προκειμένου να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, όπως η προϋπόθεση αυτή έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο στην απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, C‑352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I‑5291, σκέψεις 43 και 44), και από το Πρωτοδικείο με την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2008, T‑57/99, Nardone κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 162 έως 164).
28 Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως θέτει ένα νομικό ζήτημα και πρέπει, στον βαθμό αυτό, να θεωρηθεί ότι προβάλλεται παραδεκτώς.
29 Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως προβάλλονται κατ’ ουσίαν τρεις βασικές αιτιάσεις.
30 Με την πρώτη αιτίαση προβάλλεται ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρέβη τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, διότι επιδίκασε στην Q αποζημίωση στηριζόμενο σε μια νομική βάση η οποία δεν προβλήθηκε ούτε με την προσφυγή, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, ούτε με τη διοικητική ένσταση, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ούτε με την εκδικασθείσα πρωτοδίκως προσφυγή-αγωγή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι τούτο ισοδυναμεί με αιτίαση προς το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι έκρινε ultra petita, μεταβάλλοντας το αντικείμενο της διαφοράς.
31 Με τη δεύτερη αιτίαση προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των αποφάσεων στον βαθμό που το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους προέβη στον νομικό χαρακτηρισμό ορισμένων καταγγελλόμενων με την αίτηση αρωγής πραγματικών περιστατικών, εξεταζόμενων στο σύνολό τους, ως υπηρεσιακού πταίσματος δυνάμενου να στοιχειοθετήσει ευθύνη της Κοινότητας.
32 Τέλος, η τρίτη αιτίαση, η οποία προβάλλεται επικουρικώς σε σχέση με τη δεύτερη αιτίαση, στηρίζεται στον φερόμενο εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ορισμένων πραγματικών περιστατικών τα οποία καταγγέλλονται με την αίτηση αρωγής, δεδομένου ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι τα περιστατικά αυτά, εξεταζόμενα στο σύνολό τους, συνιστούσαν υπηρεσιακό πταίσμα δυνάμενο να στοιχειοθετήσει ευθύνη της Κοινότητας.
33 Έτσι, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως θέτει ορισμένα νομικά ζητήματα και πρέπει, στον βαθμό αυτό, να θεωρηθεί ότι προβάλλεται παραδεκτώς.
34 Τέλος, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι αγνόησε την προϋπόθεση της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς, η συνδρομή της οποίας στοιχειοθετεί εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, ότι παρέβη τα άρθρα 7 και 24 του ΚΥΚ και την υποχρέωση αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων, δεδομένου ότι, στο σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκανε εν μέρει δεκτά τα αιτήματα της Q περί επιδικάσεως αποζημιώσεως για τη βλάβη που προκλήθηκε από την έλλειψη νομιμότητας της σιωπηρής αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αρωγής, αφού έκρινε, με τις σκέψεις 250, 251 και 254 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι συνέτρεχε η προϋπόθεση της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς λόγω της ελλείψεως νομιμότητας της σιωπηρής αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα περί λήψεως ενός προσωρινού μέτρου απομακρύνσεως, όπως διαπιστώθηκε με τις σκέψεις 209 έως 214 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και λόγω της καθυστερήσεως με την οποία κινήθηκε η διοικητική έρευνα.
35 Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της κύριας αιτήσεως αναιρέσεως θέτει νομικά ζητήματα και πρέπει, στον βαθμό αυτόν, να θεωρηθεί ότι έχει προβληθεί παραδεκτώς.
36 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Q πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η ένσταση αυτή βάλλει κατά της κύριας αιτήσεως αναιρέσεως και κατά των λόγων αναιρέσεως ή κατά των σκελών των λόγων αναιρέσεως που προβάλλονται προς στήριξή της.
Επί της ουσίας
37 Από τις σκέψεις 27, 29 έως 32 και 34 ανωτέρω συνάγεται ότι, προς στήριξη της κύριας αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει έναν πρώτο λόγο αναιρέσεως ο οποίος στηρίζεται, κατά το πρώτο σκέλος του, στη μη συνεκτίμηση της προϋποθέσεως της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς προκειμένου να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας και, κατά το δεύτερο σκέλος του, στην παράβαση των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων και στη μη συνεκτίμηση της προϋποθέσεως της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς προκειμένου να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, καθώς και έναν δεύτερο λόγο αναιρέσεως ο οποίος στηρίζεται στη μη συνεκτίμηση της προϋποθέσεως της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς προκειμένου να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, στην παράβαση των άρθρων 7 και 24 του ΚΥΚ και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων.
Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται στην παράβαση της προϋποθέσεως περί υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς προκειμένου να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας
– Επιχειρήματα των διαδίκων
38 Η Επιτροπή προσάπτει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι έκρινε ότι η προϋπόθεση της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς, η συνδρομή της οποίας στοιχειοθετεί την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, επληρούτο, χωρίς να έχει διαπιστώσει την ύπαρξη κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, βάσει της εφαρμοστέας νομολογίας (αποφάσεις Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψεις 43 και 44, και Nardone κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψεις 162 έως 164).
39 Η Q ζητεί να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως στον βαθμό που αυτό στηρίζεται στη νομολογία που δημιούργησε η απόφαση Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, η οποία δεν εφαρμόζεται σε δημοσιοϋπαλληλικές διαφορές.
– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
40 Τυχόν διαφορά μεταξύ ενός υπαλλήλου και ενός θεσμικού οργάνου από το οποίο εξαρτάται ή εξηρτάτο αίτημα για επιδίκαση αποζημιώσεως, εμπίπτει, οσάκις αναφύεται στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσεως που συνδέει τον ενδιαφερόμενο προς το θεσμικό όργανο, στο πεδίο εφαρμογή του άρθρου 236 ΕΚ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ και κείται, ιδίως όσον αφορά το παραδεκτό του αιτήματος αυτού, εκτός του πεδίου εφαρμογής τόσο του άρθρου 235 ΕΚ και του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ όσο και του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 26ης Ιουνίου 2009, T‑114/08 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 12 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
41 Ο ίδιος ο ΚΥΚ αποτελεί ένα αυτοτελές νομοθέτημα που σκοπεί αποκλειστικά στη ρύθμιση των εννόμων σχέσεων μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους δημιουργώντας αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Φεβρουαρίου 2006, T‑342/04, Adam κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑23 και II‑A‑2‑107, σκέψη 34). Έτσι, ο ΚΥΚ έχει δημιουργήσει, στη σχέση μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους, μια ισορροπία αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων την οποία δεν πρέπει να διασαλεύουν ούτε τα θεσμικά όργανα ούτε οι υπάλληλοι (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαΐου 1988, 167/86, Rousseau κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1988, σ. 2705, σκέψη 13, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Απριλίου 1996, T‑13/95, Κυρίτσης κατά ΟΚΕ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑167 και II‑503, σκέψη 52). Σκοπός αυτής της ισορροπίας αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων είναι ουσιαστικά να διατηρηθεί η σχέση εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους προκειμένου να διασφαλιστεί για τους Ευρωπαίους πολίτες η ορθή εκτέλεση των αποστολών γενικού συμφέροντος που έχουν ανατεθεί στα θεσμικά όργανα (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 2001, C‑274/99 P, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑1611, σκέψεις 44 έως 47).
42 Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, στις διαφορές που αναφύονται στις σχέσεις μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους αναγνωρίζεται δικαίωμα αποζημιώσεως εάν συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις, ήτοι εάν η προσαπτόμενη στα θεσμικά όργανα συμπεριφορά είναι παράνομη, εάν υφίσταται ζημία και εάν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Φεβρουαρίου 1994, T‑82/91, Latham κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑15 και II‑61, σκέψη 72· διάταξη του Πρωτοδικείου της 24ης Απριλίου 2001, T‑172/00, Pierard κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑91 και II‑429, σκέψη 34, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑249/04, Combescot κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 49).
43 Η λύση αυτή δεν ανατρέπεται από την απόφαση Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, η οποία απαιτεί, όσον αφορά την προϋπόθεση του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα και με γνώμονα την εναρμόνιση των διαφόρων καθεστώτων ευθύνης, να διαπιστώνεται η ύπαρξη κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου που έχει ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Πράγματι, από τις σκέψεις 39 έως 43 της αποφάσεως Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, συνάγεται ότι αυτή η ιδιαίτερη απαίτηση καθώς και ο σκοπός εναρμονίσεως που τη δικαιολογεί δεν αφορούν παρά μόνον την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, βάσει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, και την ευθύνη των κρατών μελών λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου.
44 Περαιτέρω, η διαφοροποίηση μεταξύ, αφενός, των προϋποθέσεων που στοιχειοθετούν ευθύνη της Κοινότητας για τις ζημίες που προκλήθηκαν στους νυν και πρώην υπαλλήλους της λόγω παραβάσεως των διατάξεων του ΚΥΚ και, αφετέρου, των προϋποθέσεων που διέπουν την ευθύνη την Κοινότητας έναντι τρίτων λόγω παραβάσεως άλλων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου δικαιολογείται, υπό το πρίσμα της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων την οποία έχει ειδικώς δημιουργήσει ο ΚΥΚ στις σχέσεις μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους, προκειμένου να διασφαλίσει στους Ευρωπαίους πολίτες την ορθή εκτέλεση των αποστολών γενικού συμφέροντος που έχουν ανατεθεί στα θεσμικά όργανα.
45 Μολονότι με την απόφαση Nardone κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω (σκέψεις 162 έως 173), ο κοινοτικός δικαστής ερεύνησε εάν η προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητας συνιστούσε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου έχοντος ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, εντούτοις μια τέτοια έρευνα δεν επιβαλλόταν, δεδομένου ότι, στις διαφορές που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους, έχει κριθεί με πάγια νομολογία ότι μόνη η διαπίστωση της ελλείψεως νομιμότητας αρκεί προκειμένου να θεωρηθεί ότι πληρούται η πρώτη από τις τρεις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της Κοινότητας για τις ζημίες που υπέστησαν οι νυν και πρώην υπάλληλοί της λόγω της παραβάσεως του κοινοτικού δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω).
46 Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως ως αβάσιμο.
Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται στην παράβαση των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων και της προϋποθέσεως της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς προκειμένου να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας
– Επιχειρήματα των διαδίκων
47 Η Επιτροπή προσάπτει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, παρέβη τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, την υποχρέωση αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων και αγνόησε, καθόσον επιδίκασε στην Q αποζημίωση προς ικανοποίηση της ζημίας που υπέστη λόγω παραβάσεως του καθήκοντος προνοίας με ορισμένες ενέργειες που καταγγέλλονταν με την αίτηση αρωγής, ότι πρέπει να συντρέχει η προϋπόθεση της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς προκειμένου να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας.
48 Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρέβη τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, καθόσον, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, επιδίκασε στην Q αποζημίωση λόγω υπηρεσιακού πταίσματος το οποίο δεν επικαλέστηκε ούτε με την αίτηση αποζημιώσεως που άσκησε στις 3 Μαΐου 2004, από κοινού με την αίτηση αρωγής (στο εξής: αίτηση αποζημιώσεως), ούτε με τη διοικητική ένσταση της 26ης Νοεμβρίου 2004 ούτε με την πρωτοδίκως εκδικασθείσα προσφυγή-αγωγή.
49 Δεύτερον, η Επιτροπή φρονεί ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων, δεδομένου ότι δεν εξέθεσε τους λόγους που το οδήγησαν να αποφανθεί, με τις σκέψεις 236 και 237 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι ορισμένες από τις ενέργειες που καταγγέλλονταν με την αίτηση αρωγής, εξεταζόμενες στο σύνολό τους, μπορούσαν να χαρακτηριστούν νομικά ως υπηρεσιακό πταίσμα δυνάμενο να θεμελιώσει αξίωση αποζημιώσεως στο πλαίσιο της προσφυγής-αγωγής της οποίας είχε επιληφθεί. Συγκεκριμένα, η διαπίστωση ότι υπήρξε «κάποια παράβαση […] του καθήκοντός της προνοίας» δεν ισοδυναμούσε με διαπίστωση κατάφωρης παραβάσεως του καθήκοντος προνοίας. Περαιτέρω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε αντιφάσεις αποφαινόμενο ότι κανένα από τα καταγγελλόμενα με την αίτηση αρωγής πραγματικά περιστατικά δεν είχε θίξει την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή την σωματική ή ψυχολογική ακεραιτότητα της Q.
50 Τρίτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αγνόησε ότι πρέπει να συντρέχει η προϋπόθεση της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της Κοινότητας, δεδομένου ότι δέχθηκε εν προκειμένω ότι στοιχειοθετείται ευθύνη της Κοινότητας αποκλειστικά και μόνο λόγω παραβάσεως του καθήκοντος προνοίας.
51 Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα πραγματικά περιστατικά ή οι ενέργειες τις οποίες το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έλαβε υπόψη του, στη σκέψη 236 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ως ενδεικτικά, εξεταζόμενα στο σύνολό τους, μιας κάποιας παραβάσεως από τη διοίκηση του καθήκοντος προνοίας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως υπηρεσιακό πταίσμα δυνάμενο να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας.
52 Η Q ζητεί να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως.
53 Κατ’ αρχάς, η Q ζητεί να απορριφθεί η αιτίαση που στηρίζεται στην παράβαση των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, για τον λόγο ότι επικαλέστηκε, κατ’ ουσίαν, προς στήριξη της αιτήσεώς της αποζημιώσεως, ζημία προερχόμενη από την επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας της λόγω παραβάσεως από τη διοίκηση του καθήκοντός της προνοίας, τόσο με την αίτηση αποζημιώσεως, με τη διοικητική ένσταση της 24ης Νοεμβρίου 2004 όσο και, ρητώς, με την εκδικασθείσα πρωτοδίκως προσφυγή-αγωγή. Κατά τα λοιπά, κατά τη νομολογία, οι αιτιάσεις μπορούν να αναπτυχθούν, ενώπιον του δικαστή της Ενώσεως, διά της εκθέσεως των ισχυρισμών και των επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονται στη διοικητική ένσταση, αλλά συνδέονται στενά προς αυτήν.
54 Η Q ζητεί, εν συνεχεία, να απορριφθεί η αιτίαση που στηρίζεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων. Κατά την άποψή της, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εξέθεσε, στη σκέψη 236 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους υπήρχε, εν προκειμένω, παράβαση από τη διοίκηση του καθήκοντός της προνοίας. Με τον τρόπο αυτόν, ο πρωτοβάθμιος δικαστής διαπίστωσε την ύπαρξη υπηρεσιακού πταίσματος δυνάμενου να στοιχειοθετήσει ευθύνη της Κοινότητας.
55 Τέλος, η Q ζητεί να μη γίνει δεκτή η προϋπόθεση της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της Κοινότητας. Ο υπάλληλος μπορεί να επικαλεστεί την παράβαση του καθήκοντος προνοίας ανεξαρτήτως της παραβάσεως συγκεκριμένης διατάξεως του ΚΥΚ σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η διοίκηση απεφάνθη περί της καταστάσεώς του χωρίς να λάβει υπόψη της τα δικαιώματα και τα συμφέροντά του.
– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
56 Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 236 ΕΚ, του άρθρου 1 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι αρμόδιο σε πρώτον βαθμό για την εκδίκαση των διαφορών μεταξύ των Κοινοτήτων και των προσώπων που ορίζει ο ΚΥΚ και αποφαίνεται επί της νομιμότητας πράξεως βλαπτικής για το πρόσωπο αυτό.
57 Κατά τη δεύτερη περίοδο του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έχει πλήρη δικαιοδοσία στις χρηματικές διαφορές. Η δικαιοδοσία αυτή παρέχει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης την εξουσία να δίνει στις διαφορές που άγονται ενώπιόν του πλήρη λύση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑135/06 P, Weißenfels κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑12041, σκέψη 67, και της 17ης Δεκεμβρίου 2009, C‑197/09 RX-II, Επανεξέταση M κατά EMEA, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 56). Η δικαιοδοσία αυτή αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στο να διασφαλίσει την πρακτική αποτελεσματικότητα των αποφάσεων που εκδίδει επί δημοσιοϋπαλληλικών υποθέσεων ούτως ώστε αυτό να μπορεί αυτεπαγγέλτως να επιδικάζει αποζημίωση σε πρόσωπο που ορίζει ο ΚΥΚ, εάν κρίνει ότι η ακύρωση της βλαπτικής πράξεως, η οποία πάσχει έλλειψη νομιμότητας, δεν αρκεί για να εξασφαλίσει την κατίσχυση των δικαιωμάτων του ή για να διαφυλάξει αποτελεσματικά τα συμφέροντά του ή εάν κρίνει ότι η ακύρωση της πράξεως αυτής συνιστά υπέρμετρα επαχθή κύρωση για τη διαπραχθείσα παρανομία και ότι η επιδίκαση αποζημιώσεως στον ενδιαφερόμενο συνιστά τη μορφή επανορθώσεως που ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο τόσο στα συμφέροντα του προσώπου αυτού όσο και στις απαιτήσεις της υπηρεσίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 1980, 24/79, Oberthür κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 229, σκέψεις 13 και 14, και της 20ής Μαΐου 2010, Γκόγκος κατά Επιτροπής, C‑583/08 P, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 50· απόφαση του Πρωτοδικείου της 31ης Μαρτίου 2004, T‑10/02, Girardot κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑109 και II‑483, σκέψεις 86, 87 και 89 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Στην περίπτωση αυτή, εναπόκειται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να εκτιμήσει ex aequo et bono, αφού λάβει υπόψη του όλες τις περιστάσεις της υποθέσεως, τη ζημία που υπέστη ο ενδιαφερόμενος (αποφάσεις Oberthür κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 14, και Γκόγκος κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 44).
58 Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, η πρώτη περίοδος του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ υπερισχύει της δεύτερης περιόδου και, ως εκ τούτου, η εν λόγω διάταξη παρέχει στον δικαστή πλήρη δικαιοδοσία μόνο στην περίπτωση που η διαφορά αφορά τη νομιμότητα βλαπτικής πράξεως κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 1ης Δεκεμβρίου 1994, T‑54/92, Schneider κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑281 και II‑887, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Ditterich κατά Επιτροπής, T‑79/92, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑289 και II‑907, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
59 Εξάλλου, κατά το άρθρο 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, προσφυγή μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης μόνον εάν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) έχει επιληφθεί προηγουμένως διοικητικής ενστάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, εντός της προβλεπόμενης στη διάταξη αυτή προθεσμίας, και εάν η ένσταση αυτή έχει αποτελέσει αντικείμενο ρητής ή σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως. Το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προβλέπει ότι η ΑΔΑ μπορεί να επιληφθεί διοικητικής ενστάσεως κατά πράξεως βλαπτικής για πρόσωπο μνημονευόμενο στον ΚΥΚ, είτε η ΑΔΑ έχει λάβει απόφαση είτε απόσχε από τη λήψη μέτρου που επιβάλλει ο ΚΥΚ. Μια βλαπτική πράξη μπορεί να συνίσταται, μεταξύ άλλων, στη ρητή ή σιωπηρή απόρριψη προηγούμενης αιτήσεως που υπέβαλε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην ΑΔΑ, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.
60 Εάν το οριζόμενο στον ΚΥΚ πρόσωπο προτίθεται να αμφισβητήσει τη νομιμότητα βλαπτικής για αυτόν πράξεως, μπορεί να καταθέσει απευθείας ενώπιον της ΑΔΑ διοικητική ένσταση και, εν συνεχεία, να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης εάν η διοικητική ένστασή του απορριφθεί. Κατά πάγια νομολογία, κατόπιν της απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως κατά βλαπτικής πράξεως, το πρόσωπο που ορίζεται στον ΚΥΚ μπορεί να ασκήσει προσφυγή με την οποία να ζητεί την ακύρωση της βλαπτικής πράξεως, την επιδίκαση αποζημιώσεως ή και τα δύο (βλ. αποφάσεις Schneider κατά Επιτροπής, σκέψη 58 ανωτέρω, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Ditterich κατά Επιτροπής, σκέψη 58 ανωτέρω, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
61 Αντιθέτως, εάν η προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητας, την οποία επικαλείται πρόσωπο οριζόμενο στον ΚΥΚ, δεν συνιστά βλαπτική πράξη κατά την έννοια του ΚΥΚ, αλλά υπηρεσιακό πταίσμα στο οποίο υπέπεσε η διοίκηση, το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να κινήσει τη διαδικασία μόνο διά της υποβολής αιτήσεως ενώπιον της ΑΔΑ, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, τυχόν απόρριψη της οποίας συνιστά βλαπτική απόφαση την οποία μπορεί να προσβάλει με διοικητική ένσταση και εν συνεχεία, εφόσον παρίσταται ανάγκη, με προσφυγή (βλ. αποφάσεις Schneider κατά Επιτροπής, σκέψη 58 ανωτέρω, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Ditterich κατά Επιτροπής, σκέψη 58 ανωτέρω, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
62 Συνεπώς, όταν κάποιο από τα πρόσωπα που ορίζει ο ΚΥΚ ζητεί να αποζημιωθεί λόγω ζημίας την οποία θεωρεί ότι υπέστη ελλείψει βλαπτικής πράξεως, πρέπει, κατ’ αρχήν, να ακολουθήσει πριν από την κίνηση της ένδικης διαδικασίας μια διοικητική διαδικασία σε δύο στάδια, ήτοι να υποβάλει αίτηση και εν συνεχεία διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την αίτησή του αποζημιώσεως, συμφώνως προς το άρθρο 90, παράγραφοι 1 και 2, του ΚΥΚ.
63 Έτσι, από τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ συνάγεται ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν μπορεί, ούτε αυτεπαγγέλτως, οσάκις επιλαμβάνεται προσφυγής η οποία αφορά τη νομιμότητα πράξεως βλαπτικής για κάποιο από τα πρόσωπα που ορίζει ο ΚΥΚ, να επιδικάσει αποζημίωση στο πρόσωπο αυτό, δυνάμει της πλήρους δικαιοδοσίας που αντλεί από τη δεύτερη περίοδο του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, παρά μόνον εάν με την εν λόγω αποζημίωση ζητείται η ικανοποίηση της ζημίας που το πρόσωπο αυτό υπέστη λόγω του παράνομου χαρακτήρα της βλαπτικής πράξεως που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής ή, τουλάχιστον, της ζημίας που απορρέει από την έλλειψη νομιμότητας η οποία συνδέεται στενά προς την εν λόγω πράξη (βλ. συναφώς και κατ’ αναλογία, διάταξη του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C‑12/05 P, Meister κατά ΓΕΕΑ, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 112 έως 116, και απόφαση Γκόγκος κατά Επιτροπής, σκέψη 57 ανωτέρω, σκέψεις 49 έως 53).
64 Εν προκειμένω, από τις σκέψεις 232 έως 242 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως συνάγεται ότι, βάσει των «αιτημάτων περί επιδικάσεως αποζημιώσεως για τη βλάβη που προκάλεσε η φερόμενη ηθική παρενόχληση», το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επιδίκασε στην Q το ποσό των 500 ευρώ προς ικανοποίηση της «ηθικής βλάβης» που αυτή υπέστη λόγω υπηρεσιακού πταίσματος στο οποίο υπέπεσε η Επιτροπή η οποία «συνέβαλ[ε] στο να απομονωθεί η [Q] εντός της μονάδας της». Το υπηρεσιακό πταίσμα που επισημάνθηκε συναφώς συνίσταται σε «παράβαση από την Επιτροπή του καθήκοντός της προνοίας» ή, όπως τονίζεται στη σκέψη 236 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, σε «κάποια παράβαση από την Επιτροπή του καθήκοντός της προνοίας» που αποκαλύφθηκε από «ορισμένα πραγματικά περιστατικά που η [Q] επικαλέστηκε προς στήριξη του αιτήματός της αποζημιώσεως […], λαμβανόμενα στο σύνολό τους». Η παράβαση αυτή εκτίθεται στις σκέψεις 156 έως 160, 164, 171 και 180 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και συνίσταται για την Επιτροπή, πρώτον και καθόσον αφορά την παράταση της περιόδου δοκιμασίας της Q, στο ότι δεν της απηύθυνε προηγουμένως αιτιάσεις και δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να ακουστεί, αυτή και τα πρόσωπα που αυτή ήθελε να ακουστούν, από την επιτροπή εκθέσεων, δεύτερον, ότι παρέσχε στην Q απομονωμένα γραφεία μέχρι το καλοκαίρι του 2004, τρίτον, ότι δεν ανέθεσε κανένα καθήκον στην Q κατά το διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου 2003 και, τέταρτον, ότι καθυστέρησε να απαντήσει στην αίτηση της Q για λήψη ετήσιας αδείας κατά το χρονικό διάστημα από 19 Ιουλίου έως 27 Αυγούστου 2004 και ότι, εν τέλει, αφαίρεσε τις ημέρες που αντιστοιχούσαν στην αίτηση αυτή από το υπόλοιπο της ετήσιας αδείας της, ενώ η Q είχε καταθέσει, από τις 5 Ιουλίου 2004, ιατρική γνωμάτευση για την περίοδο από 17 Ιουλίου έως 27 Αυγούστου 2004, η οποία δεν είχε αμφισβητηθεί από τη διοίκηση.
65 Από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις σκέψεις 112, 115 και 232 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, των οποίων την ορθότητα δεν αμφισβητεί η Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας αναιρέσεως, συνάγεται ότι, με την αίτηση της αποζημιώσεως, η Q ζήτησε την ικανοποίηση της υλικής ζημίας που υπέστη λόγω της σοβαρής επιδεινώσεως της καταστάσεως της υγείας της, όπως αυτή αποδεικνύεται από πλειάδα ιατρικών βεβαιώσεων και γνωματεύσεων και από την ανικανότητα να ασκήσει κανονικά τα καθήκοντά της εντός της μονάδας της λόγω της ηθικής παρενοχλήσεως κατά την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, η οποία καταγγέλθηκε με την αίτησή της αρωγής, καθώς και ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν απάντησε στην εν λόγω αίτηση εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών, η παράλειψη απαντήσεως συνιστά, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, απόφαση απορριπτική της εν λόγω αιτήσεως. Περαιτέρω, από τις ανωτέρω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, καθώς και από τις διαπιστώσεις που παρατίθενται στη σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως συνάγεται ότι αίτημα της εκδικασθείσας πρωτοδίκως προσφυγής-αγωγής ήταν, κατ’ ουσίαν, να ακυρωθεί η σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως των αιτήσεων αρωγής και αποζημιώσεως, βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, και, συνεπεία της ακυρώσεως αυτής, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει στην Q την αιτούμενη αποζημίωση προς ικανοποίηση της «ζημίας που απέρρευσε από τη φερόμενη ηθική παρενόχληση».
66 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το καθήκον προνοίας που θεσπίζει το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ αποβλέπει στην εκ μέρους του θεσμικού οργάνου προστασία των υπαλλήλων κατά των ενεργειών τρίτων καθώς και έναντι των συναδέλφων και των ιεραρχικώς ανωτέρων του και όχι κατά πράξεων του ίδιου του οργάνου, των οποίων ο έλεγχος διέπεται από άλλες διατάξεις του ΚΥΚ (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1981, 178/80, Bellardi-Ricci κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 3187, σκέψη 23, και της 25ης Μαρτίου 1982, 98/81, Munk κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 1155, σκέψη 21). Μολονότι το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ σκοπεί πρωτίστως να προστατεύσει τους υπαλλήλους από επιθέσεις και επιλήψιμες συμπεριφορές τρίτων, το άρθρο αυτό επιβάλλει επίσης στη διοίκηση το καθήκον προνοίας στην περίπτωση που ο δράστης των πράξεων που περιγράφει η διάταξη αυτή είναι ένας άλλος υπάλληλος (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουνίου 1979, 18/78, V. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979, σ. 47, σκέψη 15, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Μαρτίου 2005, T‑254/02, L κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑63 και II‑277, σκέψη 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
67 Αντικείμενο του άρθρου 24, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ είναι η ικανοποίηση της ζημίας που υπέστη κάποιος υπάλληλος από τις περιγραφόμενες στο πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου ενέργειες τρίτων ή άλλων υπαλλήλων, υπό την επιφύλαξη ότι δεν έχει δυνηθεί να επιτύχει ικανοποίηση από τους δράστες (βλ., συναφώς, διάταξη του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 2006, C‑365/05 P, Schmidt-Brown κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 78). Έτσι, το παραδεκτό της αιτήσεως αποζημιώσεως που υποβάλλει υπάλληλος βάσει του άρθρου 24, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ εξαρτάται από την εξάντληση των ένδικων βοηθημάτων της εθνικής έννομης τάξεως, εφόσον τα βοηθήματα αυτά διασφαλίζουν την παροχή αποτελεσματικής προστασίας στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και μπορούν να εξασφαλίσουν την ικανοποίηση της φερόμενης ζημίας (βλ. απόφαση L κατά Επιτροπής, σκέψη 66 ανωτέρω, σκέψη 148 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
68 Το ειδικό καθεστώς ευθύνης που θεσπίζει το άρθρο 24, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ στηρίζεται στο καθήκον της διοικήσεως να προστατεύει την υγεία και την ασφάλεια των μόνιμων και προσωρινών υπαλλήλων της από τις επιθέσεις ή τις επιλήψιμες συμπεριφορές τρίτων ή άλλων υπαλλήλων, τις οποίες ενδέχεται να υποστούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως υπό τη μορφή ηθικής παρενοχλήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ. Πρόκειται για ένα καθεστώς ευθύνης άνευ πταίσματος, το οποίο διαφοροποιείται από το καθεστώς του κοινού δικαίου ευθύνης της Κοινότητας στον δημοσιοϋπαλληλικό τομέα, όπως αυτό εκτίθεται στη σκέψη 234 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως καθώς και στη σκέψη 42 ανωτέρω, το οποίο απαιτεί από τον υπάλληλο ο οποίος ζητεί ικανοποίηση από την Κοινότητα να αποδείξει ότι υπέστη ζημία συνεπεία πλημμελούς συμπεριφοράς ενός θεσμικού οργάνου (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 26ης Οκτωβρίου 1993, T‑59/92, Caronna κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑1129, σκέψεις 25 και 68, και L κατά Επιτροπής, σκέψη 66 ανωτέρω, σκέψεις 143 έως 146 και 147 έως 153). Περαιτέρω, αυτό το ειδικό καθεστώς της ευθύνης άνευ πταίσματος πρέπει να διακρίνεται από το καθεστώς αποζημιώσεως των υπαλλήλων για τις ασθένειες από τις οποίες προσβλήθηκαν ή από τα ατυχήματα τα οποία υπέστησαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή για την επιδείνωση τέτοιων ασθενειών, δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ και της κοινών ρυθμίσεων σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθενείας των υπαλλήλων που εκδόθηκαν βάσει του άρθρου αυτού. Πράγματι, από την έλλειψη οποιασδήποτε ρητής διατάξεως με ένα τέτοιο περιεχόμενο στις ρυθμίσεις σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας των υπαλλήλων δεν μπορεί να συναχθεί ότι αυτές αποκλείουν το δικαίωμα του υπαλλήλου και των ελκόντων εξ αυτού δικαίωμα να ζητήσουν συμπληρωματική αποζημίωση οσάκις το θεσμικό όργανο είναι υποχρεωμένο να προβεί σε ικανοποίηση, είτε κατά το κοινό δίκαιο, στην περίπτωση που υπέχει ευθύνη για το ατύχημα ή την ασθένεια του εν λόγω υπαλλήλου, είτε βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, στην περίπτωση που το ατύχημα αυτό ή η ασθένεια αυτή οφείλονται σε επιθέσεις τρίτων ή άλλων υπαλλήλων στο πλαίσιο της ασκήσεως από τον εν λόγω υπάλληλο των καθηκόντων του στην υπηρεσία των Κοινοτήτων, οι δε παροχές του καθεστώτος του ΚΥΚ δεν επαρκούν προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 1986, 169/83 και 136/84, Leussink κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2801, σκέψεις 11 έως 12).
69 Από τις διαπιστώσεις του ίδιου του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως αυτές υπομιμνήσκονται στις σκέψεις 64 και 65 ανωτέρω, συνάγεται ότι η αίτηση αποζημιώσεως στηριζόταν αποκλειστικά στην ικανοποίηση της υλικής ζημίας την οποία φέρεται ότι υπέστη η Q λόγω της ηθικής παρενοχλήσεως που καταγγέλθηκε με την αίτηση αρωγής και προερχόταν από διάφορα μέλη της ιεραρχίας της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Προσωπικό και Διοίκηση» της Επιτροπής, ήτοι λόγω πράξεων ατομικά καταλογιστέων σε άλλους υπαλλήλους, και όχι λόγω υπηρεσιακού πταίσματος της Επιτροπής, του οποίου ο έλεγχος διέπεται από άλλες διατάξεις του ΚΥΚ, βάσει της προπαρατεθείσας στις σκέψεις 42 και 66 ανωτέρω νομολογίας.
70 Συνεπώς, η εκδικασθείσα πρωτοδίκως προσφυγή-αγωγή δεν είχε άλλο αντικείμενο, ως προς τα αιτήματα για την επιδίκαση αποζημιώσεως για τη ζημία που φέρεται ότι υπέστη η Q, πέραν αυτού που υποβλήθηκε με την αίτηση αποζημιώσεως, δυνάμει του άρθρου 24, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, με τα οποία εζητείτο περαιτέρω, λόγω της απορρίψεως αυτής της τελευταίας αιτήσεως, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει την αιτούμενη αποζημίωση ύψους 100 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ζημίας που υπέστη λόγω του παράνομου χαρακτήρα αυτής της αποφάσεως. Αντιθέτως, αυτές οι ίδιες διαπιστώσεις δεν παρέχουν τη δυνατότητα να συναχθεί ότι, με την αίτησή της αποζημιώσεως, η Q ζήτησε να της καταβληθεί αποζημίωση για ηθική βλάβη λόγω υπηρεσιακού πταίσματος της Επιτροπής συνισταμένου σε παράβαση από αυτήν του καθήκοντος προνοίας λόγω ορισμένων πραγματικών περιστατικών που καταγγέλθηκαν με την αίτηση αρωγής.
71 Περαιτέρω, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το υπηρεσιακό πταίσμα που καταλογίζεται εν προκειμένω στην Επιτροπή, όπως περιγράφεται στη σκέψη 64 ανωτέρω, συνδέεται στενά με τη σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως αποζημιώσεως, με την οποία εζητείτο, δυνάμει του άρθρου 24, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, η ικανοποίηση της υλικής ζημίας την οποία φέρεται ότι υπέστη η Q λόγω της ηθικής παρενοχλήσεως που καταγγέλθηκε με την αίτηση αρωγής. Πράγματι, μολονότι τα πραγματικά περιστατικά που καταγγέλλονται με την αίτηση αρωγής ως συνιστώντα ηθική παρενόχληση, κατά την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, πρέπει να θεωρηθούν ως πράξεις καταλογιστέες στους δράστες τους, ήτοι στα μέλη της ιεραρχίας της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση» στα οποία ονομαστικώς επιρρίπτονται ευθύνες, εντούτοις τούτο δεν συμβαίνει με τη σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως των αιτήσεων αρωγής και αποζημιώσεως η οποία είναι μια πράξη καταλογιστή στην Επιτροπή. Εν πάση περιπτώσει, οι πράξεις τις οποίες έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη υπηρεσιακού πταίσματος της Επιτροπής (βλ. σκέψη 64 ανωτέρω) είναι προγενέστερες της 3ης Σεπτεμβρίου 2004, ημερομηνία της σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως των αιτήσεων αρωγής και αποζημιώσεως. Το εν λόγω πταίσμα, το οποίο προϋφίστατο έτσι της σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέεται στενά με αυτήν την τελευταία, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 63 ανωτέρω.
72 Έτσι, μολονότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης νομίμως επιλήφθηκε, δυνάμει των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, προσφυγής σχετικά με τη νομιμότητα, υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 24, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, της σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως αποζημιώσεως, δεν μπορούσε, χωρίς να παραβεί τα ανωτέρω άρθρα, να αποφανθεί κατά πόσον ορισμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία καταγγέλθηκαν με την αίτηση αρωγής μπορούσαν, εξεταζόμενα στο σύνολό τους, να χαρακτηριστούν ως υπηρεσιακό πταίσμα της Επιτροπής το οποίο προκάλεσε στην Q ηθική βλάβη η οποία έπρεπε να επανορθωθεί.
73 Συνεπώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρέβη τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ και απεφάνθη ultra petita, τροποποιώντας το αντικείμενο της διαφοράς, καθόσον, όπως απορρέει από τη σκέψη 242 του σκεπτικού και το σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, υποχρέωσε την Επιτροπή να επανορθώσει την ηθική βλάβη από υπηρεσιακό πταίσμα το οποίο συνέβαλε στην απομόνωση της Q εντός της μονάδας της, συνιστάμενο σε παράβαση από την Επιτροπή του καθήκοντος προνοίας, όπως προκύπτει από ορισμένες ενέργειες που καταγγέλθηκαν με την αίτηση αρωγής.
74 Συνεπώς, και χωρίς να χρήζουν εξετάσεως οι λοιπές αιτιάσεις ή τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος αυτός και να αναιρεθεί το σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως καθόσον υποχρεώνει την Επιτροπή να καταβάλει στην Q αποζημίωση ύψους 500 ευρώ.
Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται στη μη συνεκτίμηση της προϋποθέσεως της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς προκειμένου να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, στην παράβαση των άρθρων 7 και 24 του ΚΥΚ, καθώς και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων
Επιχειρήματα των διαδίκων
75 Η Επιτροπή προσάπτει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι αγνόησε ότι πρέπει να συντρέχει η προϋπόθεση της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς προκειμένου να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, ότι παρέβη τα άρθρα 7 και 24 του ΚΥΚ καθώς και την υποχρέωση αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων, καθόσον, στο σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, έκανε δεκτά εν μέρει τα αιτήματα της Q περί επιδικάσεως αποζημιώσεως για τη βλάβη από την έλλειψη νομιμότητας της σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής, αφού απεφάνθη, με τις σκέψεις 250, 251 και 254 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η προϋπόθεση της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς επληρούτο, εν προκειμένω, λόγω της ελλείψεως νομιμότητας της σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως του αιτήματος λήψεως ενός προσωρινού μέτρου απομακρύνσεως, όπως διαπιστώθηκε με τις σκέψεις 209 έως 212 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, καθώς και λόγω της καθυστερήσεως με την οποία κινήθηκε η διοικητική έρευνα.
76 Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αγνόησε ότι πρέπει να συντρέχει η προϋπόθεση της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς προκειμένου να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, ότι παρέβη τα άρθρα 7 και 24 του ΚΥΚ και την υποχρέωση αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων, με τις σκέψεις 209 έως 212, 250, 251 και 254 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, καθόσον απεφάνθη, χωρίς καν να διαπιστώσει την ύπαρξη πρόδηλης και σοβαρής υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλονται εν προκειμένω στην εξουσία της εκτιμήσεως, συμφώνως προς τη νομολογία (απόφαση Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω), ότι εστοιχειοθετείτο εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας στον βαθμό που αρνήθηκε να λάβει κάποιο προσωρινό μέτρο απομακρύνσεως. Στην περίπτωση προσωρινού μέτρου απομακρύνσεως ενός υπαλλήλου που φέρεται να υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως, τα θεσμικά όργανα απολαύουν, δυνάμει του άρθρου 7 του ΚΥΚ, ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως, την οποία αναγνωρίζει η νομολογία (απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2000, T‑136/98, Campogrande κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑267 και II‑1225, σκέψη 42) και η ανακοίνωση της 22ας Οκτωβρίου 2003 για την πολιτική σχετικά με την ηθική παρενόχληση στην Επιτροπή [C(2003) 3644] (στο εξής: ανακοίνωση σχετικά με την ηθική παρενόχληση). Συνεπώς, η διοίκηση δεν υπέχει κάποια γενική και απόλυτη υποχρέωση να λαμβάνει αυτομάτως κάποιο προληπτικό μέτρο, όπως είναι η τοποθέτηση σε άλλη θέση ή η μετάταξη, στην ελάχιστη υποψία ηθικής παρενοχλήσεως. Εν πάση περιπτώσει, τέτοιες αυτομάτως αποφασιζόμενες τοποθετήσεις σε άλλη θέση ή μετατάξεις θα αντέβαιναν στο άρθρο 7 του ΚΥΚ, κατά το οποίο όλες οι τοποθετήσεις πρέπει να γίνονται με γνώμονα το συμφέρον της υπηρεσίας.
77 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι σκέψεις 250, 251 και 254 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως πάσχουν επίσης έλλειψη αιτιολογίας, δεδομένου ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρέλειψε να ερευνήσει, όπως απαιτεί η νομολογία, εάν η Επιτροπή είχε υποπέσει εν προκειμένω σε πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία της εκτιμήσεως (απόφαση Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψεις 43 και 44).
78 Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή φρονεί ότι, ενόψει των ενεργειών που καταγγέλθηκαν με την αίτηση αρωγής, των απουσιών της Q για ιατρικούς ή άλλους λόγους κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2004, του χρόνιου και μη μεμονωμένου χαρακτήρα των τιθέμενων προβλημάτων, της απορρίψεως από την Q ορισμένων προτάσεων για τοποθέτησή της σε άλλη θέση και των συζητήσεων που διεξάγονταν με την Q προκειμένου να βρεθεί η κατάλληλη θέση σε κάποια από τις ΓΔ που είχε επιλέξει, η απόφαση να μην προχωρήσει σε τοποθέτηση της Q σε άλλη θέση χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της, αλλά να την εμπλέξει στην αναζήτηση εποικοδομητικής λύσεως, ήταν και πρόσφορη για την επανεκκίνηση της σταδιοδρομίας της και προς το συμφέρον της υπηρεσίας.
Ήδη από την περίοδο της δοκιμαστικής υπηρεσίας της, η Q είχε ήδη «απομακρυνθεί» αρκετές φορές κατόπιν δικού της αιτήματος και η διοίκηση είχε αντιδράσει, εν προκειμένω, με ταχύτητα προτείνοντάς της να την τοποθετήσει σε άλλη θέση σε κάποια από τις ΓΔ της επιλογής της.
79 Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αγνόησε επίσης ότι πρέπει να συντρέχει η προϋπόθεση της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς προκειμένου να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, καθόσον έκρινε, με τη σκέψη 251 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η διοίκηση είχε επιδείξει παράνομη συμπεριφορά καθυστερώντας να κινήσει τη διοικητική έρευνα για τις καταγγελθείσες με την αίτηση αρωγής ενέργειες. Αφενός, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν έλαβε υπόψη του την άμεση σχέση μεταξύ της τύχης των ακυρωτικών αιτημάτων και αυτής των αιτημάτων περί αποζημιώσεως. Στον βαθμό που, με της σκέψη 200 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε ως απαράδεκτα τα αιτήματα περί ακυρώσεως της σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής, καθόσον η εν λόγω απόφαση απέρριπτε το αίτημα περί κινήσεως διοικητικής έρευνας, έπρεπε επίσης να απορρίψει ως απαράδεκτα τα αιτήματα περί επιδικάσεως αποζημιώσεως που συνδέονταν στενά με τα προηγούμενα αιτήματα. Αφετέρου, η νομολογία δέχεται μια κάποια καθυστέρηση για την κίνηση διοικητικής έρευνας, εάν η καθυστέρηση αυτή είναι δικαιολογημένη βάσει των συγκεκριμένων περιστάσεων (απόφαση Campogrande κατά Επιτροπής, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψη 54). Εν προκειμένω, η καθυστέρηση περίπου τεσσάρων μηνών για την κίνηση της διοικητικής έρευνας ήταν δικαιολογημένη εκ του λόγου ότι η έρευνα αυτή έπρεπε να ανατεθεί σε ανεξάρτητο σύμβουλο ακροάσεων της Υπηρεσίας ερευνών και πειθαρχικών κυρώσεων (στο εξής: ΥΕΠΚ), ενός οργανισμού που τελεί υπό την αιγίδα του γενικού διευθυντή της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση».
80 Η Q ζητεί, πρώτον, να απορριφθεί η αιτίαση που στηρίζεται στη μη συνεκτίμηση της προϋποθέσεως της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, στη παράβαση των άρθρων 7 και 24 του ΚΥΚ καθώς και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων. Η νομολογία Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής (σκέψη 27 ανωτέρω) δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο πλαίσιο δημοσιοϋπαλληλικής διαφοράς. Με την ανακοίνωση σχετικά με την ηθική παρενόχληση, η Επιτροπή ανέλαβε τη δέσμευση να «απαγορεύσει την επιβολή αντιποίνων έναντι μέλους του προσωπικού το οποίο παραπονείται ότι παρενοχλήθηκε» και, προς τούτο και «λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις», να λάβει προσωρινά μέτρα απομακρύνσεως που «σκοπό έχουν να χωρίσουν τις δύο πλευρές» και «να δώσουν στο πρόσωπο που τεκμαίρεται ότι είναι ο παθών τη δυνατότητα να ανασυγκροτηθεί βοηθώντας το να μείνει σε απόσταση». Εν προκειμένω, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της όχι μόνον τον διαρκή και επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα των καταγγελλόμενων με την αίτηση αρωγής ενεργειών, αλλά και τα πορίσματα πολλών ιατρών και ειδικών οι οποίοι άπαντες συνέστησαν την απομάκρυνσή της από τη ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση». Περαιτέρω, το προσωρινό μέτρο της απομακρύνσεως του φερόμενου ως θύματος ηθικής παρενοχλήσεως θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τοποθέτηση που αποφασίζεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας, κατά την έννοια του άρθρου 7 του ΚΥΚ. Η απόφαση C(2006) 1264/3 της Επιτροπής, της 26ης Απριλίου 2006, σχετικά με την πολιτική για την προστασία της προσωπικής αξιοπρέπειας και για την καταπολέμηση της ηθικής και της σεξουαλικής παρενοχλήσεως εντός της Επιτροπής, η οποία ακύρωσε και αντικατέστησε την ανακοίνωση σχετικά με την ηθική παρενόχληση, επιβεβαιώνει ότι ένα «μέτρο απομακρύνσεως […] είχε τη μορφή επανατοποθετήσεως προς το συμφέρον της υπηρεσίας». Βάσει των κριτηρίων που διατυπώνει η απόφαση Campogrande κατά Επιτροπής, σκέψη 76 ανωτέρω, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν πάσχει πλάνη περί το δίκαιο λόγω της εκτιμήσεως ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε υπηρεσιακό πταίσμα παραλείποντας να μεσολαβήσει με όλη την απαιτούμενη αποφασιστικότητα καθώς και να απαντήσει στην αίτηση αρωγής με την ταχύτητα και τη φροντίδα που απαιτούσαν οι περιστάσεις εν προκειμένω.
81 Δεύτερον, η Q ζητεί να απορριφθεί η αιτίαση ότι εμφιλοχώρησε πολλαπλώς πλάνη περί το δίκαιο στην εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ότι θα μπορούσε να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι καθυστέρησε να κινήσει τη διοικητική έρευνα σχετικά με τις καταγγελθείσες στην αίτηση αρωγής ενέργειες. Η σκέψη 54 της αποφάσεως Campogrande κατά Επιτροπής, σκέψη 76 ανωτέρω, δεν επέτρεπε στην Επιτροπή να θεωρήσει ότι μια κάποια καθυστέρηση για την κίνηση διοικητικής έρευνας θα μπορούσε να δικαιολογηθεί. Η εν λόγω απόφαση έδιδε, αντιθέτως, ιδιαίτερη έμφαση στις απαιτήσεις της προνοίας, της ταχύτητας και της επιμέλειας που είναι συμφυείς προς την υποχρέωση αρωγής δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ.
Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
82 Πρώτον, πρέπει να εξεταστούν οι αιτιάσεις της Επιτροπής που αφορούν τη μη συνεκτίμηση της προϋποθέσεως της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς προκειμένου να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας και την παράβαση των άρθρων 7 και 24 του ΚΥΚ, καθόσον το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι στοιχειοθετείται εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας στον βαθμό που, συνεπεία της σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής, η ΑΔΑ αρνήθηκε τη λήψη μέτρου απομακρύνσεως, ενώ, όπως επισημαίνεται με τη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, «η σημασία και η σοβαρότητα των πραγματικών περιστατικών που η [Q] προέβαλε με την αίτησή της αρωγής δικαιολογούσαν […] μια “υποψία ηθικής παρενοχλήσεως” υπό την έννοια της ανακοινώσεως […] σχετικά με την ηθική παρενόχληση».
83 Κατ’ αρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 24 του ΚΥΚ, το οποίο επιβάλλει στις Κοινότητες το καθήκον αρωγής έναντι των υπαλλήλων τους, περιλαμβάνεται στον τίτλο ΙΙ σχετικά με τα «δικαιώματα και [τις] υποχρεώσεις του υπαλλήλου». Παρέπεται ότι, σε κάθε κατάσταση που συγκεντρώνει τις απαιτούμενες πραγματικές προϋποθέσεις, το καθήκον αυτό ανταποκρίνεται σε κατοχυρούμενο από τον ΚΥΚ δικαίωμα του οικείου υπαλλήλου (απόφαση Caronna κατά Επιτροπής, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 58).
84 Κατά πάγια νομολογία, βάσει του καθήκοντος αρωγής που κατοχυρώνει το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, η διοίκηση οφείλει, όταν πρόκειται για επεισόδιο ασύμβατο με την τάξη και τη γαλήνη της υπηρεσίας, να επέμβει με όλη την αναγκαία ενεργητικότητα και να απαντήσει με την ταχύτητα και τη φροντίδα που απαιτούνται από τις περιστάσεις για να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά και, με γνώση του θέματος, να συναγάγει τις κατάλληλες συνέπειες. Προς τούτο, αρκεί όπως ο υπάλληλος ο οποίος ζητεί την προστασία του θεσμικού οργάνου στο οποίο εργάζεται να προσκομίσει αρχή αποδείξεως του υποστατού των επιθέσεων τις οποίες ισχυρίζεται ότι υπέστη. Όταν υφίστανται τέτοια στοιχεία οφείλει η Επιτροπή να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, προβαίνοντας ιδίως σε διοικητική έρευνα προκειμένου να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που έδωσαν λαβή στην καταγγελία, σε συνεργασία με τον καταγγείλαντα (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Ιανουαρίου 1989, 224/87, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 99, σκέψεις 15 κα 16, και απόφαση L κατά Επιτροπής, σκέψη 66 ανωτέρω, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), σε αντίθετη δε περίπτωση δεν μπορεί να λάβει μια τελική θέση, μεταξύ άλλων, σε σχέση με το εάν η καταγγελία πρέπει να τεθεί στο αρχείο ή εάν πρέπει να κινηθεί πειθαρχική διαδικασία και, εφόσον τούτο παρίσταται αναγκαίο, εάν πρέπει να επιβληθούν πειθαρχικές κυρώσεις (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1974, 53/72, Guillot κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 407, σκέψεις 3, 12 και 21, και της 9ης Νοεμβρίου 1989, 55/88, Κατσούφρος κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1989, σ. 3579, σκέψη 16).
85 Περαιτέρω, οσάκις υπάλληλος υποβάλλει στη διοίκηση αίτηση αρωγής, δυνάμει του άρθρου 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, η διοίκηση έχει επίσης την υποχρέωση, δυνάμει του καθήκοντος προστασίας που της επιβάλλει το άρθρο αυτό (απόφαση V. κατά Επιτροπής, σκέψη 66 ανωτέρω, σκέψη 16), να λάβει τα ενδεδειγμένα αποτρεπτικά μέτρα, όπως είναι η προσωρινή τοποθέτηση σε άλλη θέση ή μετάταξη του παθόντος, προκειμένου να προστατευθεί αυτός από την επανάληψη της καταγγελλόμενης συμπεριφοράς καθ’ όλη τη διάρκεια που απαιτείται για τη διοικητική έρευνα (βλ., συναφώς, απόφαση Campogrande κατά Επιτροπής, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψη 55).
86 Η διοίκηση διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η οποία τελεί υπό τον έλεγχο του δικαστή της Ενώσεως, όσον αφορά την επιλογή των μέτρων, τόσο των προσωρινών όσο και των οριστικών, που πρέπει να ληφθούν δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Ο έλεγχος του δικαστή της Ενώσεως περιορίζεται στο κατά πόσον το οικείο θεσμικό όργανο κινήθηκε εντός εύλογων ορίων και δεν έκανε χρήση της εξουσίας του εκτιμήσεως κατά τρόπο προδήλως πεπλανημένο (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2007, T‑154/05, Lo Giudice κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 137 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
87 Εντούτοις, πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η ανακοίνωση σχετικά με την ηθική παρενόχληση είχε ήδη εκδοθεί κατά τον χρόνο κατά τον οποίον μεσολάβησε η σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως της υποβληθείσας στις 3 Μαΐου 2004 αιτήσεως αρωγής και ότι, τόσο από τη διατύπωση και τη μορφή της όσο και από το περιεχόμενό της, η ανακοίνωση αυτή ισοδυναμούσε με εσωτερικές κατευθυντήριες γραμμές, με τις οποίες αυτοδεσμευόταν η Επιτροπή, δεδομένου ότι δεν είχε εκδηλώσει σαφώς τη βούλησή της να αποστεί από αυτές με μια αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη απόφαση (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Ιανουαρίου 1974, 148/73, Louwage κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 63, σκέψη 12, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Φεβρουαρίου 2007, T‑246/04 και T‑71/05, Wunenburger κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 127).
88 Κατά το σημείο 4.1.1 της ανακοινώσεως σχετικά με την ηθική παρενόχληση, το οποίο αφορά τα «[μ]έτρα που πρέπει να λαμβάνονται μετά τον εντοπισμό της παρενοχλήσεως», η πολιτική για την καταπολέμηση της ηθικής παρενοχλήσεως έπρεπε να είναι ένα νέο εργαλείο προστασίας των εργαζομένων που απασχολούνται εντός του θεσμικού οργάνου και να διασφαλίζει στους φερομένους ως παθόντες και στους τυχόν μάρτυρες την προστασία του θεσμικού οργάνου. Με γνώμονα αυτόν τον προστατευτικό σκοπό, το σημείο 4.1.1, σημείο i, της ανακοινώσεως σχετικά με την ηθική παρενόχληση προέβλεπε, ως «[ε]πείγοντα μέτρα», ότι, «[μ]ε την παραμικρή υποψία ηθικής παρενοχλήσεως, μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο να ληφθούν μέτρα απομακρύνσεως», ότι «[τ]α μέτρα αυτά σκοπό έχουν να χωρίσουν τις δύο πλευρές και δεν πρέπει να συγχέονται με την πολιτική μετακινήσεως του προσωπικού, ότι «μπορούν να προταθούν στην ΑΔΑ, εγγράφως, από τα πρόσωπα εμπιστοσύνης ή από τον μεσολαβητή» και ότι, «όσον αφορά τα προσωρινά μέτρα, η απομάκρυνση αυτή δεν εξαρτάται από την ύπαρξη κενής θέσεως». Περαιτέρω, αυτή η διάταξη προέβλεπε ότι «τα μέτρα απομακρύνσεως που [έπρεπε] να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες καταστάσεις [μπορούσαν] να είναι άμεσα και, εν ανάγκη, οριστικά» και ότι «[σ]κοπό [είχαν] να δώσουν στο πρόσωπο που τεκμαίρεται ότι είναι ο παθών τη δυνατότητα να ανασυγκροτηθεί βοηθώντας το να μείνει σε απόσταση».
89 Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η ανακοίνωση σχετικά με την ηθική παρενόχληση, η οποία εν συνεχεία ακυρώθηκε και αντικαταστάθηκε με την απόφαση C(2006) 1264/3, στηριζόταν στην προσέγγιση ότι η διοίκηση δεν έπρεπε να αφήνει την κατάσταση συγκρούσεως να διαιωνίζεται, αλλά έπρεπε, αντιθέτως, να παρεμβαίνει με όλη την αναγκαία ενεργητικότητα και να απαντά με την ταχύτητα και τη φροντίδα που απαιτούν οι περιστάσεις εν προκειμένω λαμβάνοντας, προληπτικώς, οποιοδήποτε αναγκαίο μέτρο απομακρύνσεως. Συναφώς, η Επιτροπή αβασίμως επικαλείται τη χρήση του ρήματος «μπορώ» στην ανακοίνωση σχετικά με την ηθική παρενόχληση προκειμένου να υποστηρίξει ότι, εν πάση περιπτώσει, διέθετε ελευθερία εκτιμήσεως σχετικά με το εάν ένα προσωρινό μέτρο απομακρύνσεως ήταν επιβεβλημένο υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων περιστατικών. Πράγματι, στο πλαίσιο της ανακοινώσεως αυτής, το ρήμα «μπορώ» έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διοίκηση είχε την εξουσία να λάβει, προληπτικώς, κάποιο μέτρο απομακρύνσεως, καθ’ όλη τη διάρκεια που θα απαιτούσε η διοικητική έρευνα, η οποία έπρεπε να της παράσχει τη δυνατότητα να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά και να λάβει οριστική θέση επ’ αυτών. Αντιθέτως, η εξουσία αυτή δεν προδίκαζε ότι η ανάγκη να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του καθήκοντος προστασίας, που απορρέει από το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, συνεπαγόταν ότι η διοίκηση μπορούσε να έχει την υποχρέωση, οσάκις συνέτρεχαν ορισμένες πραγματικές προϋποθέσεις, να σταθεί αρωγός στον υπάλληλο λαμβάνοντας, προληπτικώς, κάποιο μέτρο απομακρύνσεως.
90 Έτσι, βάσει του άρθρου 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ και της ανακοινώσεως σχετικά με την ηθική παρενόχληση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά την ημερομηνία κατά την οποία μεσολάβησε η σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής, η διοίκηση είχε την υποχρέωση να σταθεί αρωγός σε κάθε υπάλληλο ο οποίος ζητούσε την αρωγή της, βάσει του άρθρου 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, λαμβάνοντας, προληπτικώς, κάποιο προσωρινό μέτρο απομακρύνσεως, οσάκις, αφενός, είχε στη διάθεσή της στοιχεία τα οποία της δημιουργούσαν ή έπρεπε ευλόγως να της δημιουργούν υπόνοιες ότι ο υπάλληλος αυτός υπήρξε θύμα πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο του άρθρου 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, όπως είναι η ηθική παρενόχληση, κατά την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ (βλ., συναφώς, απόφαση Lo Giudice κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, σκέψη 153), και οσάκις, αφετέρου, διαπιστώνεται ότι το μέτρο αυτό ήταν αναγκαίο προκειμένου να προστατευθεί η υγεία και η ασφάλεια του οικείου προσώπου, ιδίως ενόψει του κινδύνου επαναλήψεως των ύποπτων πράξεων (βλ., συναφώς, απόφαση Campogrande κατά Επιτροπής, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψη 55· βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Μαρτίου 2004, T‑48/01, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑51 και II‑197, σκέψεις 92 και 93).
91 Εν προκειμένω, έστω και εάν, για τους λόγους που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 40 έως 45 ανωτέρω, η Επιτροπή υποπίπτει σε πλάνη, υποστηρίζοντας ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έπρεπε να ερευνήσει εάν παρέβη κατά τρόπο πρόδηλο και σοβαρό τα όρια που επιβάλλονταν στην εξουσία της εκτιμήσεως, εντούτοις, με τις αιτιάσεις της, προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων ακυρώνοντας τη σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής καθόσον δεν έκανε δεκτό το αίτημα περί λήψεως κάποιου προσωρινού μέτρου απομακρύνσεως, χωρίς να λάβει υπόψη του την εξουσία εκτιμήσεως την οποία διέθετε για τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου.
92 Επιβάλλεται η εισαγωγική παρατήρηση ότι τα προσωρινά μέτρα απομακρύνσεως που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ σκοπούν να προστατεύσουν, προληπτικώς, την υγεία και την ασφάλεια του υπαλλήλου που φέρεται ότι είναι θύμα κάποιας από τις πράξεις που μνημονεύει η διάταξη αυτή. Βάσει αυτού του προστατευτικού σκοπού, αυτά τα μέτρα δεν μπορούν να εξαρτώνται από την ύπαρξη κενής θέσεως εντός των υπηρεσιών, όπως ορθώς διευκρινίζει η ανακοίνωση σχετικά με την ηθική παρενόχληση. Έτσι, αυτά τα μέτρα αρωγής δεν πρέπει να συγχέονται με τις αποφάσεις μεταθέσεως προς το συμφέρον της υπηρεσίας, οι οποίες λαμβάνονται βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Οι τελευταίες αυτές αποφάσεις αφορούν την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, έστω και όταν δικαιολογούνται από τις δυσχέρειες που ανακύπτουν στο πλαίσιο των εσωτερικών σχέσεων, και εμπίπτουν, ως εκ τούτου, στην ευρεία εξουσία εκτιμήσεως την οποία η νομολογία του Δικαστηρίου έχει αναγνωρίσει στα θεσμικά όργανα για την οργάνωση των υπηρεσιών τους σε συνάρτηση με την αποστολή που τους έχει ανατεθεί και για την τοποθέτηση του προσωπικού που διαθέτουν προς εκπλήρωση της αποστολής αυτής, υπό τον όρο ότι η τοποθέτηση αυτή πραγματοποιείται τηρουμένης της αντιστοιχίας μεταξύ θέσεως και βαθμού (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Νοεμβρίου 1996, C‑294/95 P, Ojha κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑5863, σκέψεις 40 και 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
93 Επομένως, απομένει να εξεταστεί, βάσει της προπαρατεθείσας στη σκέψη 86 ανωτέρω νομολογίας, εάν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εξακρίβωσε ότι η Επιτροπή δεν κινήθηκε εντός εύλογων ορίων και χρησιμοποίησε την εξουσία της εκτιμήσεως κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο απέχοντας από τη λήψη προσωρινού μέτρου απομακρύνσεως, στον βαθμό που συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις που επιβάλλουν στην Επιτροπή τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου, όπως αυτές εκτίθενται στη σκέψη 90 ανωτέρω.
94 Αφού συνόψισε, με τη σκέψη 208 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, τα καταγγελλόμενα με την αίτηση αρωγής πραγματικά περιστατικά και αφού κατέδειξε ότι «στα πολυάριθμα έγγραφα που η προσφεύγουσα [είχε επισυνάψει] στην αίτησή της αρωγής περιλαμβανόταν κατάλογος προσώπων τα οποία, κατά την προσφεύγουσα, μπορούσαν να βεβαιώσουν την ύπαρξη της προβαλλόμενης ηθικής παρενοχλήσεως», το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε, με τη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι «η σημασία και η σοβαρότητα [αυτών] των πραγματικών περιστατικών […] δικαιολογούσαν, αν όχι την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως, τουλάχιστον μια “υποψία ηθικής παρενοχλήσεως” υπό την έννοια της ανακοινώσεως […] σχετικά με την ηθική παρενόχληση και επέβαλλαν στην Επιτροπή να λάβει “μέτρα απομακρύνσεως” πριν καν προβεί σε έρευνα και εξακριβώσει τις αιτιάσεις της ενδιαφερομένης». Ως εκ τούτου, έκρινε, με τη σκέψη 214 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η σιωπηρή απόφαση με την οποία η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα περί λήψεως μέτρων απομακρύνσεως έπασχε από έλλειψη νομιμότητας και έπρεπε να ακυρωθεί. Η διαπίστωση αυτή απηχεί τις εκτιμήσεις που παρατίθενται στη σκέψη 196 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως από τις οποίες συνάγεται ότι «η Επιτροπή, ακόμη και πριν λάβει οριστικά θέση επί της αιτήσεως [αρωγής], όφειλε να εκδώσει ορισμένες πράξεις, τουλάχιστον ως συντηρητικά μέτρα». Με τις σκέψεις 250 και 253 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι εστοιχειοθετείτο εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας λόγω, μεταξύ άλλων, της «αρνήσ[εως] της Επιτροπής να λάβει προσωρινά μέτρα, καθώς και της καθυστερήσ[εως] με την οποία κινήθηκε η διοικητική έρευνα», συμπεριφορές οι οποίες προκάλεσαν «ηθική βλάβη» που συνίστατο σε μια «κατάσταση αβεβαιότητας και ανησυχίας [στην οποία περιήλθε η Q], καθόσον ευλόγως είχε τον φόβο ότι η Επιτροπή δεν θα λάβει υπόψη την αίτησή της αρωγής και ότι δύναται να παραταθεί η πταισματική συμπεριφορά που μέχρι τότε είχε επιδείξει το θεσμικό όργανο». Με τη σκέψη 254 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης περιέλαβε αυτή την ηθική βλάβη σε αυτήν η οποία, κατά την εκτίμησή του, είχε δικαίως ικανοποιηθεί με το να «υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει στην [Q] το ποσό των 15 000 ευρώ».
95 Από τη σκέψη 250 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως συνάγεται σαφώς ότι ο μόνος λόγος στον οποίον στηρίχθηκε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προκειμένου να καταλήξει ότι η Επιτροπή είχε εν προκειμένω την υποχρέωση να προβεί στη λήψη προσωρινού μέτρου απομακρύνσεως ήταν η ύπαρξη «υποψία[ς] ηθικής παρενοχλήσεως», κατά την έννοια της ανακοινώσεως σχετικά με την ηθική παρενόχληση.
96 Εντούτοις, από τις σκέψεις 207 έως 214 και 250 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως δεν συνάγεται ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ερεύνησε, όπως είχε συναφώς την υποχρέωση δυνάμει του κανόνα που παρατίθεται στη σκέψη 98 κατωτέρω, εάν ήταν αναγκαία η λήψη προσωρινού μέτρου απομακρύνσεως προκειμένου να προστατευθεί η υγεία και η ασφάλεια της Q καθ’ όλη τη διάρκεια της διοικητικής έρευνας.
97 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο, με τις σκέψεις 209 και 211 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να προβεί στη λήψη προσωρινού μέτρου απομακρύνσεως χωρίς να ερευνήσει εάν, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, το μέτρο αυτό ήταν αναγκαίο προκειμένου να προστατευθεί η υγεία και η ασφάλεια της Q καθ’ όλη τη διάρκεια της διοικητικής έρευνας.
98 Εντούτοις, βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, τυχόν πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε ο πρωτοβάθμιος δικαστής δεν μπορεί να καταστήσει αναιρετέα την απόφαση που εξέδωσε εάν το διατακτικό της αποφάσεως αυτής είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C‑312/00 P, Επιτροπή κατά Camar και Tico, Συλλογή 2002, σ. I‑11355, σκέψη 57, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑93/02 P, Biret International κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑10497, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Στο πλαίσιο αυτής της αντικαταστάσεως του σκεπτικού, ο αναιρετικός δικαστής μπορεί να λάβει υπόψη του τα πραγματικά περιστατικά όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί από τον πρωτοβάθμιο δικαστή (προπαρατεθείσα απόφαση Biret International κατά Συμβουλίου, σκέψεις 60 έως 66).
99 Συναφώς, προκύπτει, κατ’ αρχάς, από τη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι, κατόπιν ιατρικού ελέγχου, ο ιατρός-σύμβουλος του θεσμικού οργάνου εκτίμησε, με γνωμάτευσή του της 7ης Μαΐου 2004, ότι η Q ήταν «100 % ικανή για εργασία από τις 10 [Μαΐου] 2004» αλλά ότι η «αλλαγή της θέσεως είναι επιθυμητή για την υγεία της [Q]». Ακολούθως, από τη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως συνάγεται ότι «[σ]τις 18 Μαΐου 2004, ο ψυχίατρος, στον οποίον η ιατρική υπηρεσία είχε αναθέσει να προβεί σε ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη σχετικά με την [Q], υπογράμμισε, στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ότι, “[ε]φόσον το πρόβλημα είναι κοινωνικής τάξεως (σύγκρουση εντός του [ο]ργάνου στο οποίο υπηρετεί), η λύση πρέπει να δοθεί σε κοινωνικό επίπεδο (επανένταξη σε άλλη [γ]ενική [δ]ιεύθυνση)”». Επιπλέον, η σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως διαλαμβάνει ότι στις «6 Σεπτεμβρίου 2004 ο ιατρικός έλεγχος, στον οποίον η [Q] υποβλήθηκε μετά την κατάθεση του ιατρικού πιστοποιητικού για το χρονικό διάστημα από τις 28 Αυγούστου μέχρι τις 25 Σεπτεμβρίου 2004, κατέληγε ότι η προσφεύγουσα είναι “100 % ικανή για εργασία σήμερα”, εντούτοις επανέλαβε την παρατήρηση, την οποία ο ψυχίατρος είχε διατυπώσει στις 18 Μαΐου 2004 όταν είχε εξετάσει την [Q], ότι “αλλαγή της θέσεως εργασίας είναι επιθυμητή για την υγεία της […]”». Τέλος, από τη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως συνάγεται ότι «[ω]ς πόρισμα της από 6 Οκτωβρίου 2004 εκθέσεώς του ιατρικοψυχολογικής εξετάσεως, ο ανεξάρτητος ιατρός που επελέγη μετά από την αίτηση της [Q] […] διαπίστωσε ότι “η ενδιαφερόμενη έχει την ικανότητα να ξαναεργαστεί, αλλά σε άλλη γενική διεύθυνση” και διευκρίνισε ότι “η επανατοποθέτηση της ενδιαφερόμενης στην προηγούμενη θέση της δεν μπορεί παρά να αναζωπυρώσει το βίωμα ηθικής παρενοχλήσεως και να [την] αποσταθεροποιήσει”». Έτσι, από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, συνάγεται ότι πολλές γνωματεύσεις και ιατρικές βεβαιώσεις κατέληγαν στην ανάγκη λήψεως μέτρου απομακρύνσεως προκειμένου να προστατευθεί η κατάσταση της υγείας της Q και τούτο μάλιστα προτού η διοίκηση προβεί στη διοικητική έρευνα για τη διαπίστωση του υποστατού της ηθικής παρενοχλήσεως που βίωνε η Q και, ως εκ τούτου, προτού καταστεί δυνατή η λήψη οριστικών μέτρων για τον κολασμό των δραστών της εν λόγω παρενοχλήσεως και επανορθωθούν, επικουρικώς, οι επιβλαβείς συνέπειες των πράξεών τους.
100 Βάσει των γνωματεύσεων και των πιστοποιητικών τα οποία εξέδωσαν πρόσωπα που έχουν την αρμοδιότητα να δεσμεύουν, με τις ιατρικές εκτιμήσεις τους, την εξουσία λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, πρέπει να θεωρηθεί ότι, τουλάχιστον από τις 6 Οκτωβρίου 2004, επιβαλλόταν η λήψη προσωρινού μέτρου απομακρύνσεως προκειμένου να διασφαλιστεί η άμεση προστασία της καταστάσεως της υγείας της Q. Έτσι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις προκειμένου να θεωρηθεί ότι, κατά την ημερομηνία λήψεως της σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής, η διοίκηση είχε την υποχρέωση να λάβει, προληπτικώς, κάποιο μέτρο απομακρύνσεως, όπως αυτό το οποίο μνημονεύεται στη σκέψη 98 ανωτέρω. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν κινήθηκε εντός εύλογων ορίων και χρησιμοποίησε την εξουσία της εκτιμήσεως κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο παραλείποντας να απομακρύνει προσωρινώς την Q από τη ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση» ή από τη μονάδα D 2 της εν λόγω ΓΔ, στην οποία υπηρετούσε, μολονότι είχε διαπιστωθεί ότι η λήψη ενός τέτοιου μέτρου ήταν αναγκαία προκειμένου να προστατευθεί η κατάσταση της υγείας της.
101 Επομένως, παρά την πλάνη περί το δίκαιο που πάσχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως προς το σημείο αυτό, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ορθώς έκρινε, με τα σημεία 1 και 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής έπρεπε να ακυρωθεί, καθόσον δεν έκανε δεκτό το αίτημα περί λήψεως προσωρινού μέτρου απομακρύνσεως, καθώς και ότι η Επιτροπή έπρεπε να αποζημιώσει την Q για τις επιβλαβείς συνέπειες που είχε αυτή η απόρριψη της αιτήσεώς της.
102 Στον ίδιο βαθμό, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως και στηρίζονται στη μη συνεκτίμηση της προϋποθέσεως της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς προκειμένου να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, καθώς και σε παράβαση των άρθρων 7 και 24 του ΚΥΚ.
103 Δεύτερον, πρέπει να εξεταστούν οι αιτιάσεις, που προβάλλονται στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως και στηρίζονται στο γεγονός ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν έλαβε υπόψη του, με τη σκέψη 251 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι πρέπει να συντρέχει η προϋπόθεση της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς προκειμένου να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, καθόσον έκρινε ότι η διοίκηση είχε επιδείξει παράνομη συμπεριφορά καθυστερώντας να κινήσει τη διοικητική έρευνα, χωρίς να λάβει υπόψη του ότι αυτή η καθυστέρηση στην κίνηση της εν λόγω έρευνας ήταν δικαιολογημένη από την ανάγκη να διασφαλιστεί η αμεροληψία της.
104 Με τη σκέψη 251 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισήμανε ότι «την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη η σιωπηρή απόφαση απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής δεν είχε ακόμη κινηθεί η διοικητική έρευνα, καθόσον μόλις στις 8 Σεπτεμβρίου 2004 ο σύμβουλος ακροάσεων έλαβε εντολή από τον γενικό γραμματέα της Επιτροπής να διεξαγάγει τέτοια έρευνα και οι πρώτες ακροάσεις από τον σύμβουλο ακροάσεων άρχισαν μόλις τον Οκτώβριο του 2004». Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε, με τη σκέψη 253 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι για την ηθική βλάβη λόγω της καθυστερήσεως αυτής έπρεπε να καταβληθεί αποζημίωση, πράγμα που συνεκτιμήθηκε στην ηθική βλάβη η οποία έτυχε, κατά το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, της δέουσας επανορθώσεως «υποχρεώνοντας την Επιτροπή να καταβάλει στην [Q] το ποσό των 15 000 ευρώ».
105 Το καθήκον αρωγής, δυνάμει του άρθρου 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, επιβάλλει στη διοίκηση να απαντά με την ταχύτητα που απαιτούν οι συγκεκριμένες περιστάσεις, ιδίως διά της κινήσεως διοικητικής έρευνας προκειμένου να διαπιστωθούν τα πραγματικά περιστατικά της καταγγελίας σε συνεργασία με τον καταγγείλαντα (απόφαση Campogrande κατά Επιτροπής, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψεις 42 και 53). Εντούτοις, η νομολογία αυτή δεν αποκλείει ότι αντικειμενικοί λόγοι, οι οποίοι μπορούν μεταξύ άλλων να αφορούν τις ανάγκες οργανώσεως της έρευνας, ενδέχεται να δικαιολογούν κάποια καθυστέρηση στην κίνησή της (βλ., συναφώς, απόφαση Campogrande κατά Επιτροπής, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψη 56).
106 Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, με την αίτησή της αρωγής, η Q ζήτησε να κινηθεί η διοικητική έρευνα από ένα «ουδέτερο όργανο», άσχετο προς τη ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση» και, ως εκ τούτου, ανεξάρτητο από την ΥΕΠΚ. Περαιτέρω, από τη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως συνάγεται ότι, με επιστολή της 11ης Ιουνίου 2004, ο διευθυντής της ΥΕΠΚ ανέφερε στον γενικό γραμματέα της Επιτροπής ότι, «λαμβανομένου υπόψη του ότι η προσφεύγουσα εγκαλεί όλους τους ανωτέρους της στην ιεραρχία της ΓΔ “Προσωπικό και Διοίκηση”, περιλαμβανομένου του γενικού διευθυντή, του φαι[νόταν] σκόπιμο να ενεργήσει ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής ως ΑΔΑ στο πλαίσιο της διοικητικής έρευνας και να οριστεί, για την έρευνα αυτή ως “σύμβουλος ακροάσεων” πρόσωπο που δεν έχει σχέση με τη ΓΔ “Προσωπικό και Διοίκηση”». Εν συνεχεία, από τη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι «[τ]ην 1η Ιουλίου 2004 ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής πληροφόρησε τον διευθυντή της ΥΕΠΚ ότι δέχεται να ενεργήσει ως ΑΔΑ στο πλαίσιο της σχεδιαζόμενης διοικητικής έρευνας και κατονόμασε τον σύμβουλο ακροάσεων που επέλεξε για να διεξαγάγει την έρευνα αυτή». Τέλος, από τη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως συνάγεται ότι «[μ]ε σημείωμα της 8ης Σεπτεμβρίου 2004, ο σύμβουλος ακροάσεων, που ορίστηκε από τον γενικό γραμματέα της Επιτροπής στο πλαίσιο της διοικητικής έρευνας που είχε ζητήσει η προσφεύγουσα, έλαβε εντολή από τον γενικό γραμματέα “να καθορίσ[ει] το υποστατό των προβαλλόμενων ισχυρισμών, ιδίως όσον αφορά τη συμπεριφορά του υπαλλήλου ή των υπαλλήλων που κατονομάζονται στον φάκελο, και έτσι να καταστήσ[ει] δυνατό να εκτιμηθεί αν είναι υπαρκτή η κατάσταση και ποιες συνέπειες πρέπει ενδεχομένως να συναχθούν εντεύθεν”».
107 Εντούτοις, εν προκειμένω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν εξέτασε εάν η ανάγκη να οργανωθεί μια διοικητική έρευνα από ένα «ουδέτερο όργανο», βάσει της επιθυμίας που εξέφρασε η Q με την αίτησή της αρωγής, και να ανατεθεί η έρευνα αυτή όχι στην ΥΕΠΚ, όπως τούτο είναι το σύνηθες, αλλά, κατ’ εξαίρεση, σε σύμβουλο ακροάσεων εκτός της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση», δεν δικαιολογούσαν την εν λόγω καθυστέρηση.
108 Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, παραλείποντας να προβεί σε όλους τους ελέγχους οι οποίοι επιβάλλονταν εκ του νόμου, δεν θεμελίωσε νομικώς από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθόσον υποχρέωσε την Επιτροπή να καταβάλει στην Q αποζημίωση λόγω της καθυστερήσεως, τεσσάρων περίπου μηνών, που σημειώθηκε μέχρι την κίνηση της διοικητικής έρευνας.
109 Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως και να ακυρωθεί το σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, στον βαθμό που υποχρεώνει την Επιτροπή να καταβάλει στην Q αποζημίωση λόγω της καθυστερήσεως στην κίνηση της διοικητικής έρευνας. Δεδομένου ότι, όπως απορρέει από τις σκέψεις 250 έως 254 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν προέβη σε διάκριση μεταξύ της αποζημιώσεως που οφειλόταν στην Q για τον λόγο αυτόν από την αποζημίωση που οφειλόταν λόγω της αρνήσεως της Επιτροπής να προβεί στη λήψη προσωρινού μέτρου απομακρύνσεως, πρέπει να ακυρωθεί το σημείο 2 του διατακτικού, καθόσον υποχρεώνει την Επιτροπή να καταβάλει στην Q το ποσό των 15 000 ευρώ ως ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη η Q λόγω της φερόμενης καθυστερήσεως στην κίνηση της διοικητικής έρευνας.
110 Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κύρια αίτηση αναιρέσεως και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.
Επί της ανταναιρέσεως
111 Με την ανταναίρεση, που ασκήθηκε βάσει του άρθρου 142, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ζητείται η αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως καθόσον απορρίπτει τα αιτήματα της πρωτοδίκως εκδικασθείσας προσφυγής-αγωγής περί ακυρώσεως των ΕΕΣ του 2003 και επιδικάσεως αποζημιώσεως για την περαιτέρω βλάβη από τη σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως για τη λήψη των ενδεδειγμένων οριστικών μέτρων με σκοπό τον κολασμό των δραστών της φερόμενης ηθικής παρενοχλήσεως και την ικανοποίηση, επικουρικώς, των επιζήμιων συνεπειών των πράξεών τους.
112 Προς στήριξη της ανταναιρέσεως, η Q προβάλλει εννέα λόγους. Οι οκτώ πρώτοι λόγοι της ανταναιρέσεως βάλλουν κατά της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, καθόσον απορρίπτει τα αιτήματα της πρωτοδίκως εκδικασθείσας προσφυγής-αγωγής περί επιδικάσεως αποζημιώσεως για την περαιτέρω ζημία που υπέστη από τη σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως του αιτήματος για τη λήψη των ενδεδειγμένων οριστικών μέτρων με σκοπό τον κολασμό των δραστών της φερόμενης ηθικής παρενοχλήσεως και την ικανοποίηση, επικουρικώς, των επιζήμιων συνεπειών των πράξεών τους. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ. Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται στον εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που καταγγέλθηκαν με την αίτηση αρωγής, υπό το πρίσμα του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ. Ο τρίτος λόγος στηρίζεται σε ουσιαστική ανακρίβεια των πραγματικών περιστατικών, αιτία πλάνης περί το δίκαιο στον ορισμό του αντικειμένου της διαφοράς. Ο τέταρτος λόγος στηρίζεται στην παραμόρφωση ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν πρωτοδίκως, ο πέμπτος λόγος στηρίζεται σε παράβαση από την Επιτροπή της ανακοινώσεως σχετικά με την ηθική παρενόχληση. Ο έκτος λόγος στηρίζεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων. Ο έβδομος λόγος στηρίζεται σε παράβαση της απαγορεύσεως εκφοράς δικανικής κρίσεως ultra petita και, ως εκ τούτου, σε παράβαση των ορίων που επιβάλλονται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Ο όγδοος λόγος στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία δύο διοικητικών σημειωμάτων. Ο ένατος λόγος βάλλει κατά της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, καθόσον απορρίπτει τα αιτήματα της πρωτοδίκως εκδικασθείσας προσφυγής-αγωγής περί ακυρώσεως των ΕΕΣ του 2003. Ο λόγος αυτός στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με την ύπαρξη έννομου συμφέροντος για την ακύρωση των ΕΕΣ του 2003.
113 Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, προκειμένου να απαντήσει στην ανταναίρεση, πρέπει να λάβει θέση σχετικά με την ερμηνεία της εννοίας της ηθικής παρενοχλήσεως του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, την οποία δέχτηκε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Υποστηρίζει ότι σε πολλά σημεία της ερμηνείας αυτής έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη περί το δίκαιο. Η Q αντικρούει ως προς το σημείο αυτό τις παρατηρήσεις της Επιτροπής.
114 Για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως, δεύτερον, ο όγδοος λόγος αναιρέσεως, τρίτον, από κοινού, ο πρώτος, ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος και ο έκτος λόγος αναιρέσεως, καθώς και οι παρατηρήσεις της Επιτροπής και της Q σχετικά με την έννοια της ηθικής παρενοχλήσεως του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, τέταρτον, ο έβδομος λόγος αναιρέσεως και, τέλος, ο ένατος λόγος αναιρέσεως.
Επί του πέμπτου λόγου της ανταναιρέσεως ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση από την Επιτροπή της ανακοινώσεως σχετικά με την ηθική παρενόχληση
Επιχειρήματα των διαδίκων
115 Η Q υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη τα σημεία 2.2 και 4.1 της ανακοινώσεως σχετικά με την ηθική παρενόχληση, καθόσον ουδείς εκ των ιεραρχικώς ανωτέρων της δεν αντέδρασε προκειμένου να παύσει η ηθική παρενόχληση την οποία κατήγγειλε με την αίτησή της αρωγής.
116 Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του πέμπτου λόγου αναιρέσεως ως προδήλως απαραδέκτου. Κατά την άποψή της, η Q δεν εντόπισε καμία πλάνη περί το δίκαιο στην οποία να έχει υποπέσει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αλλά περιορίστηκε να επαναλάβει τα επιχειρήματα που είχε αναπτύξει προς στήριξη της πρωτοδίκως εκδικασθείσας προσφυγής-αγωγής της. Εν πάση περιπτώσει, η ερμηνεία της ανακοινώσεως σχετικά με την ηθική παρενόχληση την οποία δέχθηκε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υπήρξε ευνοϊκή για τα συμφέροντα της Q.
117 Η Q ζητεί την απόρριψη της ενστάσεως απαραδέκτου που πρότεινε η Επιτροπή κατά του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, για τον λόγο ότι η πλάνη περί το δίκαιο που εμφιλοχώρησε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιγράφεται επαρκώς στην ανταναίρεση.
Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
118 Από τις προπαρατεθείσες στη σκέψη 24 ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 2008, T‑233/07 P, Lebedef-Caponi κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
119 Δεν ικανοποιεί την επιταγή αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία, περιορίζεται να επαναλάβει κατά γράμμα ή κατ’ ουσίαν τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, περιλαμβανομένων εκείνων που στηρίζονται σε πραγματικά περιστατικά τα οποία ρητώς απορρίφθηκαν από το δικαστήριο αυτό. Πράγματι, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτημα απλώς και μόνον επανεξετάσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου που κατατέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, πράγμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του αναιρετικού δικαστή (βλ. διάταξη Lebedef-Caponi κατά Επιτροπής, σκέψη 118 ανωτέρω, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
120 Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η Q επικαλείται πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή και όχι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, δεδομένου ότι υποστηρίζει ότι «η Επιτροπή παρέβη το σημείο 2.2 της ανακοινώσεως σχετικά με την ηθική παρενόχληση» ή ότι «η Επιτροπή παρέβη επίσης [το σημείο 4.1 της ιδίας αυτής ανακοινώσεως]».
121 Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση απαραδέκτου που πρότεινε η Επιτροπή και, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως ως απαράδεκτος.
Επί του όγδοου λόγου της ανταναιρέσεως που στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία δύο διοικητικών σημειωμάτων
Επιχειρήματα των διαδίκων
122 Η Q υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, ερμηνεύοντας κατά τρόπο εσφαλμένο δύο υπηρεσιακά σημειώματα που περιλαμβάνονται στη δικογραφία, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Αφενός, στο σημείο 64 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ερμήνευσε εσφαλμένα το από 1ης Ιουλίου 2004 σημείωμα του γενικού γραμματέα του διευθυντή της ΥΕΠΚ, διαπιστώνοντας ότι, στο σημείωμα αυτό, ο πρώτος είχε ενημερώσει τον δεύτερο για το γεγονός ότι αποδεχόταν να ασκήσει τα καθήκοντα της ΑΔΑ στο πλαίσιο της διοικητικής έρευνας. Στην πραγματικότητα, ο γενικός γραμματέας είχε τονίσει, με το σημείωμα αυτό, ότι αποδεχόταν να ασκήσει τα καθήκοντα της ΑΔΑ όσον αφορά την απάντηση του θεσμικού οργάνου στην αίτηση συνδρομής, δεδομένου ότι το διάβημα αυτό σκοπούσε να προλάβει οποιαδήποτε μομφή μεροληψίας εντός της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση». Αφετέρου, στο σημείο 86 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ερμήνευσε εσφαλμένα το σημείωμα της 16ης Σεπτεμβρίου 2005, το οποίο της απηύθυνε ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση», επισημαίνοντας ότι τούτο περιελάμβανε μια ρητή απόφαση της ΑΔΑ περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής. Ωστόσο, το σημείωμα αυτό δεν προερχόταν από τον γενικό γραμματέα της Επιτροπής, τον μόνο που ασκούσε τα καθήκοντα της ΑΔΑ, και ουδεμία απόφαση αυτού του τελευταίου επισυναπτόταν στο σημείωμα αυτό και, ως εκ τούτου, ουδεμία ρητή απόφαση της ΑΔΑ είχε ληφθεί σε σχέση με την αίτηση αρωγής.
123 Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι οι σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, κατά των οποίων βάλλει ο όγδοος λόγος αναιρέσεως, περιλαμβάνονται στην έκθεση των πραγματικών περιστατικών και, ως εκ τούτου, δεν ανήκουν στο «Σκεπτικό» της αποφάσεως αυτής. Κατά τα λοιπά, αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος διότι δεν επισημαίνει ποια είναι ακριβώς η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται να έχει υποπέσει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.
124 Η Q ζητεί την απόρριψη της ενστάσεως απαραδέκτου που προτείνει η Επιτροπή κατά του όγδοου λόγου αναιρέσεως για τον λόγο ότι στην ανταναίρεση προσδιορίζεται επαρκώς η προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο.
Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
125 Όπως ήδη επισημάνθηκε στη σκέψη 118 ανωτέρω, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό.
126 Εν προκειμένω, η Q δεν προσδιόρισε, με τα υπομνήματά της, ποια είναι η πλάνη περί το δίκαιο που εμφιλοχώρησε στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως λόγω εσφαλμένης ερμηνείας του περιεχομένου των δύο προαναφερθέντων διοικητικών σημειωμάτων καθιστώντας αναιρετέες τις σκέψεις 64 και 86 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως στις οποίες εκτίθεται συνοπτικώς το «[ι]στορικό της διαφοράς», συμφώνως προς το άρθρο 81, δέκατη περίπτωση, του Κανονισμού Διαδικασίας.
127 Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση απαραδέκτου που πρότεινε η Επιτροπή και, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ο όγδοος λόγος αναιρέσεως ως απαράδεκτος.
Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, του δεύτερου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που καταγγέλθηκαν με την αίτηση αρωγής υπό το πρίσμα του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, του τρίτου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται σε ουσιαστική ανακρίβεια των πραγματικών περιστατικών, εξαιτίας της οποίας εμφιλοχώρησε πλάνη περί το δίκαιο στον ορισμό του αντικειμένου της διαφοράς, του τέταρτου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται σε παραμόρφωση ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν πρωτοδίκως και του έκτου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων
128 Ο πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και έκτος λόγος αναιρέσεως, καθώς και οι παρατηρήσεις της Επιτροπής και της Q σχετικά με την έννοια της ηθικής παρενοχλήσεως του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ βάλλουν κατά του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ιδίως κατά των σκέψεων 189 και 236 αυτής, με τις οποίες το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εξέτασε, όπως διαλαμβάνει η σκέψη 147 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, την «αιτίαση περί ηθικής παρενοχλήσεως που προβάλλει η [Q]» αποφαινόμενο, με τη σκέψη 189 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η Q «αβάσιμα υποστηρίζει ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως» και ότι, ως εκ τούτου, δεν δικαιούται ούτε αποζημιώσεως για τον λόγο αυτόν. Τούτο ουδόλως επηρεάζεται από το γεγονός ότι, με τις σκέψεις 236 και 238 έως 242 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι ορισμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία επικαλέστηκε η Q προς στήριξη της αιτήσεώς της αρωγής, θεωρούμενα στο σύνολό τους, ήσαν ενδεικτικά της υπάρξεως υπηρεσιακού πταίσματος της Επιτροπής, συνισταμένου σε παράβαση του καθήκοντος προνοίας, επιδικάζοντας έτσι αποζημίωση στην Q για την ηθική βλάβη την οποία υπέστη λόγω του ανωτέρω πταίσματος, δεδομένου ότι τούτο συνέβαλε στην απομόνωση της Q εντός της μονάδας της, αλλά όχι για την υλική ζημία από την επαγγελματική ασθένεια η οποία προέκυψε εκ του ιδίου αυτού πταίσματος, στον βαθμό που μια τέτοια αποζημίωση θα ήταν πρόωρη ενόσω ήταν σε εξέλιξη η διαδικασία για την αναγνώριση της επαγγελματικής προελεύσεως των παθολογικών καταστάσεων από τις οποίες έπασχε η ενδιαφερόμενη και ενόσω δεν ήταν δυνατό να προσδιοριστεί εάν ολόκληρη η υλική ζημία την οποία υπέστη η Q δεν μπορούσε να αποκατασταθεί βάσει των ρυθμίσεων του ΚΥΚ σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων επαγγελματικών ασθενειών.
129 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως.
130 Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού προσφυγής που ασκείται δυνάμει των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ είναι δημοσίας τάξεως, εναπόκειται, εφόσον παρίσταται ανάγκη, στον δικαστή της Ενώσεως να τις εξετάσει αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουνίου 2009, T‑498/07 P, Krcova κατά Δικαστηρίου, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), υπό την επιφύλαξη ότι κάλεσε προηγουμένως τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (βλ., συναφώς, απόφαση Επανεξέταση M κατά EMEA, σκέψη 57 ανωτέρω, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
131 Η ύπαρξη βλαπτικής πράξεως κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, και του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε προσφυγής που ασκείται από υπαλλήλους κατά του οργάνου στο οποίο υπάγονται (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 1993, T‑20/92, Moat κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑799, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 25ης Μαρτίου 2003, T‑243/02, J κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑99 και II‑523, σκέψη 30).
132 Προκειμένου να αποφανθεί επί της υπάρξεως της ηθικής παρενοχλήσεως που καταγγέλθηκε με την αίτηση αρωγής, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έθεσε εμμέσως ως αναγκαία αφετηρία του την εκτίμηση, στις σκέψεις 118 και 119 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι επιλήφθηκε βλαπτικής αποφάσεως και δη αποφάσεως της ΑΔΑ περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής, έστω και σιωπηρής, καθόσον αρνήθηκε να διαπιστώσει την ύπαρξη της προβαλλόμενης ηθικής παρενοχλήσεως.
133 Ωστόσο, η εκτίμηση στην οποία κατ’ ανάγκην στηρίχθηκε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προκειμένου να αποφανθεί επί της υπάρξεως της προβαλλόμενης ηθικής παρενοχλήσεως είναι εσφαλμένη, όπως προκύπτει από τις δικές του διαπιστώσεις στη συνέχεια της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.
134 Πράγματι, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπίστωσε κατ’ αρχάς, με τη σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι έπρεπε να θεωρηθεί ότι με την πρωτοδίκως εκδικασθείσα προσφυγή-αγωγή εζητείτο «να ακυρωθεί η σιωπηρή απόφαση απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής», «να ακυρωθούν οι ΕΕΣ του 2003» και «να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει αποζημίωση στην [Q]».
135 Μεταξύ άλλων από τη σκέψη 196 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως συνάγεται ότι, με αυτήν, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έλαβε υπόψη του ως βλαπτική πράξη εις βάρος της Q μόνον τη σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής καθόσον αυτή απέρριψε το αίτημα «να εκδώσει [η Επιτροπή] ορισμένες πράξεις, τουλάχιστον ως συντηρητικά μέτρα [καθ’ όλη την αναγκαία διάρκεια της διοικητικής έρευνα]». Πράττοντας τούτο, δεν προσδιόρισε την ύπαρξη της βλαπτικής πράξεως με την οποία απορρίπτεται το αίτημα να διαπιστωθεί η ύπαρξη της καταγγελλόμενης με την αίτηση αρωγής ηθικής παρενοχλήσεως, την οποία θεώρησε, εμμέσως πλην σαφώς, ως υφιστάμενη, με τις σκέψεις 118 και 119 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, προκειμένου να αποφανθεί επί της «αιτιάσεως της ηθικής παρενοχλήσεως που προέβαλε η [Q]».
136 Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η ίδια η Q ζήτησε, με την αίτηση αρωγής, να κινηθεί η διοικητική έρευνα προκειμένου να διαπιστωθεί το υποστατό της καταγγελθείσας με την αίτησή της αρωγής ηθικής παρενοχλήσεως, καλώντας ταυτόχρονα την Επιτροπή να αναθέσει την έρευνα αυτή σε ένα «ουδέτερο όργανο», διαφορετικό από την ΥΕΠΚ, ήτοι τον φορέα που καλείται συνήθως να διεξαγάγει μια τέτοια έρευνα. Από τις σκέψεις 198, 199 και 251 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως συνάγεται ότι, πριν από την άσκηση της προσφυγής-αγωγής, στις 4 Ιουλίου 2005, η διοίκηση έκανε δεκτή την αίτηση αυτή, δεδομένου ότι κινήθηκε διοικητική έρευνα, στις 8 Σεπτεμβρίου 2004, η οποία διεξήχθη μεταξύ Οκτωβρίου 2004 και 21ης Μαρτίου 2005, βάσει των κανόνων που διέπουν τις διοικητικές έρευνες τις οποίες καθορίζει το παράρτημα IX του ΚΥΚ, κανόνες οι οποίοι έχουν εκδοθεί βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 3, του ΚΥΚ.
137 Όσον αφορά τη διαδικασία έρευνας που κινείται βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, προκειμένου να είναι δυνατή η έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως αρωγής που έχει υποβάλει κάποιος υπάλληλος, δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, το πέρας της διαδικασίας αυτής είναι η οριστική απόφαση της ΑΔΑ η οποία λαμβάνεται βάσει της εκθέσεως έρευνας, όπως το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισήμανε με τη σκέψη 196 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και όπως προκύπτει επίσης από το άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου, Guillot κατά Επιτροπής, σκέψη 84 ανωτέρω, σκέψεις 21, 22 και 36, και της 1ης Ιουνίου 1983, 36/81, 37/81 και 218/81, Seton κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1789, σκέψεις 29 έως 31). Η νομική θέση του υπαλλήλου επηρεάζεται ακριβώς κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως αυτής (βλ., επίσης, υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, σε σχέση με διαδικασία που κινήθηκε δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ, απόφαση L κατά Επιτροπής, σκέψη 66 ανωτέρω, σκέψη 123).
138 Στον βαθμό που παραπέμπει στα πορίσματα της εκθέσεως διοικητικής έρευνας, η οποία περατώθηκε με τη σιωπηρή απόφαση και στο πλαίσιο της οποίας οι ισχυρισμοί του ενδιαφερομένου υπαλλήλου σχετικά με την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως εξετάστηκαν αναλυτικά, βάσει των εγγράφων και των καταθέσεων που προσκομίστηκαν ή συνελέγησαν στο πλαίσιο της έρευνας, η οριστική απόφαση της ΑΔΑ δεν πρέπει να θεωρηθεί ως απόφαση αμιγώς επιβεβαιωτική της σιωπηρής αποφάσεως, αλλά ως απόφαση η οποία την υποκαθιστά κατόπιν επανεξετάσεως της καταστάσεως από τη διοίκηση (βλ., συναφώς, απόφαση Lo Giudice κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, σκέψεις 47 και 48).
139 Εν προκειμένω, από τη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως συνάγεται ότι, «[μ]ε επιστολή της 16ης Σεπτεμβρίου 2005 προς την [Q], η ΑΔΑ απέρριψε ρητώς την αίτησή της αρωγής εκτιμώντας, βάσει των πορισμάτων της διοικητικής έρευνας, ότι οι ισχυρισμοί περί ηθικής παρενοχλήσεως είναι αβάσιμοι ή αναπόδεικτοι». Βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 138 ανωτέρω, η ρητή απόφαση της ΑΔΑ περί οριστικής απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής, της οποίας το περιεχόμενο κοινοποιήθηκε στην Q με επιστολή της 16ης Σεπτεμβρίου 2005, υποκατέστησε, στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, τη σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής, κατόπιν επανεξετάσεως της καταστάσεως από την ΑΔΑ επί τη βάσει των πορισμάτων της διοικητικής έρευνας, συμφώνως προς το άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.
140 Πάντως, από τις σκέψεις 117, 196 και 197 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως δεν συνάγεται ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επιλήφθηκε, σε πρώτο βαθμό, της ρητής αποφάσεως της ΑΔΑ περί οριστικής απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής. Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν συνάγεται ούτε ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ήλεγξε τη νομιμότητα της τελευταίας αυτής αποφάσεως ή απλώς μόνον το σκεπτικό στο οποίο κατ’ ανάγκην αυτή στηριζόταν.
141 Ερωτηθείσα ως προς το σημείο αυτό κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Q επιβεβαίωσε ότι η διαφορά της οποίας επιλήφθηκε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είχε, μεταξύ άλλων, ως αντικείμενο τον έλεγχο της νομιμότητας της σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής και όχι της ρητής αποφάσεως της ΑΔΑ περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής, της οποίας το περιεχόμενο της κοινοποιήθηκε με επιστολή της 16ης Σεπτεμβρίου 2005. Η Q κατέθεσε ότι δεν υπέβαλε, στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας, αίτημα προκειμένου να της παρασχεθεί η δυνατότητα να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς της συνεπεία της αντικαταστάσεως αυτής της πρώτης αποφάσεως από τη δεύτερη (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Οκτωβρίου 2004, T‑55/03, Brendel κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑311 και II‑1437, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2001, T‑161/00, Τσαρνάβας κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑155 και II‑721, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η Επιτροπή υποστήριξε ότι μόνον η ρητή απόφαση της ΑΔΑ περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής αποτελούσε την πράξη που έβλαπτε την Q, καθόσον απέρριψε το αίτημά της περί διαπιστώσεως της ηθικής παρενοχλήσεως που κατήγγειλε με την αίτησή της αρωγής επί τη βάσει των πορισμάτων της διοικητικής έρευνας. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εξέφερε μια δικανική κρίση αυτοτελή σε σχέση με την απόφαση της ΑΔΑ σχετικά με την ύπαρξη της καταγγελθείσας ηθικής παρενοχλήσεως.
142 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, δεδομένου ότι δεν επιλήφθηκε διαφοράς έχουσας ως αντικείμενο την εκτίμηση της νομιμότητας της ρητής αποφάσεως της ΑΔΑ περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής, της οποίας το περιεχόμενο κοινοποιήθηκε στην Q με επιστολή της 16ης Σεπτεμβρίου 2005, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρέβη τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ και υπερέβη τα όρια του δικαιοδοτικού ελέγχου, υποκαθιστώντας στην πράξη τη διοίκηση, δεδομένου ότι απεφάνθη, με τις σκέψεις 147 και 189 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, επί της «αιτιάσεως περί ηθικής παρενοχλήσεως που [προέβαλε] η [Q]» (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Απριλίου 2003, C‑277/01 P, Κοινοβούλιο κατά Samper, Συλλογή 2003, σ. I‑3019, σκέψεις 44 και 50) και δεδομένου ότι έκρινε, με τη σκέψη 189 της ιδίας αυτής αποφάσεως, ότι η Q αβάσιμα υποστήριξε ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως κατά την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Μαΐου 2006, T‑73/05, Magone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑107 και II‑A‑2‑485, σκέψεις 14 έως 16, και Lo Giudice κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, σκέψεις 54 έως 56).
143 Συνεπώς, δεδομένου ότι παρέλκει η εξέταση του πρώτου, δεύτερου, τρίτου, τέταρτου και έκτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στον βαθμό που αποφαίνεται επί της «αιτιάσεως περί ηθικής παρενοχλήσεως που [προέβαλε] η [Q]» και στον βαθμό που κρίνει ότι αυτή αβάσιμα υποστήριξε ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως κατά την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ.
Επί του έβδομου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται σε παράβαση της απαγορεύσεως εκφοράς δικανικής κρίσεως ultra petita και, ως εκ τούτου, σε παράβαση των ορίων που επιβάλλονται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης
Επιχειρήματα των διαδίκων
144 Η Q προσάπτει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι απεφάνθη ultra petita και, ως εκ τούτου, ότι παρέβη τα όρια που επιβάλλονται στην δικαιοδοσία του, απορρίπτοντας, με τη σκέψη 241 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το αίτημά της αποζημιώσεως της υλικής ζημίας που υπέστη από την απώλεια των αποδοχών λόγω της συνταξιοδοτήσεώς της για αναπηρία συνεπεία της ηθικής παρενοχλήσεως που κατήγγειλε με την αίτηση αρωγής. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στήριξε την εν λόγω απόρριψη του αιτήματός της στο σημείωμα το οποίο υπέβαλε, στις 17 Οκτωβρίου 2005, ζητώντας να αναγνωριστεί ως επαγγελματική ασθένεια βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ το «αγχοκαταθλιπτικό σύνδρομο» από το οποίο θεωρούσε ότι έπασχε, μολονότι το σημείωμα αυτό προδήλως δεν είχε τεθεί στην εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης από τους διαδίκους και δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεως ενώπιόν του.
145 Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του εβδόμου λόγου αναιρέσεως ως προδήλως αβάσιμου.
Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
146 Εν προκειμένω, η Q δεν υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παραμόρφωσε, με τη σκέψη 241 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, τα έγγραφα της δικογραφίας της πρωτόδικης διαδικασίας.
147 Υποστηρίζει μόνον ότι έστω και αν από τα έγγραφα της δικογραφίας της πρωτόδικης διαδικασίας συναγόταν ότι είχε ζητήσει να κινηθεί η διαδικασία προκειμένου να αναγνωριστεί η επαγγελματική προέλευση της ασθενείας της, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν μπορούσε να λάβει υπόψη του αυτό το πραγματικό στοιχείο προκειμένου να απορρίψει ως απαράδεκτη την αγωγή της αποζημιώσεως καθόσον σκοπούσε στην αποκατάσταση της υλικής ζημίας που προκλήθηκε από την απώλεια των αποδοχών συνεπεία της συνταξιοδοτήσεώς της λόγω ασθενείας, δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλέστηκαν ειδικώς και δεν συζήτησαν ενώπιόν του σχετικά με αυτό το πραγματικό στοιχείο και τις εντεύθεν συνέπειες για το παραδεκτό της αγωγής αποζημιώσεως.
148 Από τις σκέψεις 232 και 233 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως συνάγεται ότι το ζήτημα του πρόωρου χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, του απαραδέκτου του επίδικου αιτήματος αποζημιώσεως δεν προβλήθηκε από την Επιτροπή ούτε αποτέλεσε αντικείμενο της πρωτόδικης συζητήσεως μεταξύ των διαδίκων.
149 Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει της προπαρατεθείσας στη σκέψη 130 ανωτέρω νομολογίας, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού προσφυγής που ασκείται βάσει των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ είναι δημοσίας τάξεως και, ως εκ τούτου, εναπόκειται, εφόσον παρίσταται ανάγκην, στον δικαστή της Ενώσεως να τις εξετάσει αυτεπαγγέλτως.
150 Περαιτέρω, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι προέβη σε διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης εξετάσεως των προϋποθέσεων του παραδεκτού αιτήματος αποζημιώσεως το οποίο υποβλήθηκε ενώπιόν του στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, δεδομένου ότι οι διαπιστώσεις αυτές απορρέουν από τα έγγραφα της δικογραφίας που υποβλήθηκαν ενώπιόν του από τους διαδίκους προκειμένου να αποφανθεί επί των αιτημάτων τους.
151 Συνεπώς, η Q αβασίμως προσάπτει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι απεφάνθη ultra petita και ότι υπερέβη τα όρια της δικαιοδοσίας του, διαπιστώνοντας αυτεπαγγέλτως, με τη σκέψη 241 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το απαράδεκτο του επίμαχου αιτήματος αποζημιώσεως αφού προηγουμένως προέβη σε ορισμένες πραγματικές διαπιστώσεις βάσει των στοιχείων της δικογραφίας.
152 Για τους λόγους αυτούς, πρέπει να απορριφθεί ο έβδομος λόγος αναιρέσεως ως αβάσιμος.
Επί του ένατου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με την ύπαρξη έννομου συμφέροντος για την ακύρωση των ΕΕΣ του 2003
Επιχειρήματα των διαδίκων
153 Η Q φρονεί ότι η απόρριψη από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, με τη σκέψη 227 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, των αιτημάτων της περί ακυρώσεως των ΕΕΣ του 2003 πάσχει πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον δεν λαμβάνει υπόψη του την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία υπάλληλος με μόνιμη ολική αναπηρία διατηρεί εντούτοις το συμφέρον να αμφισβητήσει τις εκθέσεις εξελίξεως της σταδιοδρομίας που τον αφορούν. Έτσι, θα πρέπει να γίνεται διάκριση, όπως έπραξε το Δικαστήριο, μεταξύ της καταστάσεως αυτοδικαίως συνταξιοδοτηθέντος υπαλλήλου, δυνάμει των άρθρων 53 και 78 του ΚΥΚ, από αυτήν υπαλλήλου ο οποίος συμπλήρωσε το όριο ηλικίας προς συνταξιοδότηση και παραιτήθηκε ή απολύθηκε. Περαιτέρω, το άρθρο 53 του ΚΥΚ πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με τα άρθρα 13 και 15 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, τα οποία ορίζουν ότι η δραστηριότητα του υπαλλήλου ο οποίος έχει κριθεί ότι βρίσκεται σε κατάσταση αναπηρίας αναστέλλεται μόνον και ότι η αναπηρία του μπορεί να ελέγχεται περιοδικά, εφόσον δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των 63 ετών. Περαιτέρω η Q φρονεί ότι διατηρεί βέβαιο και ενεστώς συμφέρον να ακυρωθούν οι ΕΕΣ του 2003 λόγω των αρνητικών εκτιμήσεων που διατυπώνονται εις βάρος της σε αυτές.
154 Με το συμπληρωματικό υπόμνημά της, η Q στηρίζεται σε ένα έγγραφο περί του οποίου δηλώνει ότι αγνοούσε την ύπαρξη, κατά τον χρόνο ασκήσεως της ανταναιρέσεώς της, ήτοι ένα έγγραφο το οποίο υπεγράφη στις 26 Ιουλίου 2005 από τον ιατρό-σύμβουλο της Επιτροπής, τον δρ. D, ως μέλος της επιτροπής αναπηρίας, στο οποίο δήλωνε ότι δεν συμφωνούσε ούτε με το να κριθεί ανάπηρη ούτε με την απόφαση που έλαβαν κατά πλειοψηφία τα λοιπά μέλη της επιτροπής, ήτοι οι δρ. R και S. Λόγω της διαφορετικής απόψεως που διατύπωσε ο ιατρός-σύμβουλος, στα πορίσματα της επιτροπής αναπηρίας καθώς και στην απόφαση με την οποία κρίθηκε ανάπηρη υπάρχει παρατυπία, της οποίας η βαρύτητα είναι πρόδηλη και της παρέχει το δικαίωμα να ζητήσει να θεωρηθούν οι πράξεις αυτές ως μη υφιστάμενες. Η αποκλίνουσα γνωμάτευση αποδεικνύει ότι είναι εφικτή η αποκατάσταση της υγείας της και ότι, ως εκ τούτου, δεν αποκλείεται η επανένταξη στην Επιτροπή. Θα μπορούσε επίσης να ζητήσει την επανένταξή της, εάν θεωρήσει ότι δεν πληροί πλέον τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την καταβολή επιδόματος αναπηρίας. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συνάγοντας ότι δεν διέθετε πλέον έννομο συμφέρον να στραφεί κατά των ΕΕΣ του 2003 και ότι, συνεπώς, δεν έπρεπε να αποφανθεί επί του αιτήματός της ακυρώσεως αυτών των τελευταίων.
155 Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ο ένατος λόγος αναιρέσεως ως αβάσιμος.
Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
156 Κατά πάγια νομολογία, προκειμένου ένα πρόσωπο, το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΚΥΚ, να μπορεί να ζητήσει παραδεκτώς, στο πλαίσιο προσφυγής ασκούμενης βάσει των άρθρων 90 και 91 του εν λόγω ΚΥΚ, την ακύρωση βλαπτικής για αυτόν πράξεως, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, το πρόσωπο αυτό πρέπει να έχει, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, γεγενημένο και ενεστώς συμφέρον αρκούντως συγκεκριμένο για την ακύρωση της πράξεως αυτής, ένα δε τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι το αίτημα μπορεί, εκ του αποτελέσματός του, να του παράσχει κάποιο όφελος (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Νοεμβρίου 2006, T‑35/05, T‑61/05, T‑107/05, T‑108/05 και T‑139/05, Agne-Dapper κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑291 και II‑A‑2‑1497, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ως προϋπόθεση του παραδεκτού, το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να εκτιμάται κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής (βλ., συναφώς, διάταξη του Πρωτοδικείου της 28ης Ιουνίου 2005, T‑147/04, Ross κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑171 και II‑771, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εντούτοις, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, προκειμένου ένα πρόσωπο το οποίο μνημονεύεται στον ΚΥΚ να μπορεί να ασκήσει προσφυγή περί ακυρώσεως μιας αποφάσεως της ΑΔΑ, πρέπει να διατηρεί προσωπικό συμφέρον για την ακύρωση της αποφάσεως αυτής (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Απριλίου 2001, T‑159/98, Torre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑83 και II‑395, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συναφώς, ελλείψει ενεστώτος έννομου συμφέροντος, παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Torre κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 31, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
157 Ως προς το έννομο συμφέρον νυν ή πρώην υπαλλήλου να ζητήσει την ακύρωση εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας η οποία τον αφορά πρέπει πρώτον να τονιστεί ότι η εν λόγω έκθεση αποτελεί αξιολογική κρίση των ιεραρχικώς ανωτέρων του σχετικά με τον τρόπο με τον οποίον ο αξιολογούμενος υπάλληλος εκτέλεσε τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί και σχετικά με τη συμπεριφορά του εντός της υπηρεσίας κατά την οικεία περίοδο και ότι, ανεξαρτήτως της μελλοντικής χρησιμότητάς της, συνιστά γραπτή και επίσημη απόδειξη ως προς την ποιότητα της εργασίας που παρέσχε ο υπάλληλος. Μια τέτοια αξιολόγηση δεν είναι αμιγώς περιγραφική των εργασιών που πραγματοποίησε κατά την οικεία περίοδο, αλλά περιλαμβάνει επίσης την εκτίμηση των ανθρώπινων προσόντων που επέδειξε ο κρινόμενος κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Επομένως, κάθε υπάλληλος δικαιούται να απαιτήσει δίκαιη και ορθή αξιολόγηση της εργασίας του. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, ο υπάλληλος πρέπει οπωσδήποτε να έχει το δικαίωμα να αμφισβητεί την ΕΕΣ που τον αφορά λόγω του περιεχομένου της ή διότι δεν καταρτίστηκε συμφώνως προς τους προβλεπόμενους από τον ΚΥΚ κανόνες (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑198/07 P, Gordon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑10701, σκέψεις 43 έως 45).
158 Δεύτερον, μολονότι ο υπάλληλος για τον οποίο η επιτροπή αναπηρίας αναγνώρισε ότι πάσχει από μόνιμη και ολική αναπηρία συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως, όπως προβλέπουν τα άρθρα 53 και 78 του ΚΥΚ, η κατάσταση αυτή διαφοροποιείται από την κατάσταση του υπαλλήλου που φθάνει σε ηλικία συνταξιοδοτήσεως, που παραιτείται ή που απολύεται, διότι πρόκειται για κατάσταση αναστρέψιμη (απόφαση Gordon κατά Επιτροπής, σκέψη 157 ανωτέρω, σκέψη 46). Πράγματι, ο υπάλληλος που έχει καταστεί ανάπηρος ενδέχεται στο μέλλον να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του σε κάποιο όργανο της Ενώσεως. Συναφώς, η γενική διάταξη του άρθρου 53 του ΚΥΚ πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό προς τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 13 έως 15 του παραρτήματος VIII του εν λόγω ΚΥΚ. Η δραστηριότητα του υπαλλήλου που έχει κριθεί ανάπηρος τελεί απλώς υπό αναστολή, η δε εξέλιξη της καταστάσεώς του στα κοινοτικά όργανα εξαρτάται από το αν εξακολουθούν να υφίστανται οι συνθήκες που δικαιολογούσαν την αναπηρία αυτή, η οποία μπορεί να ελέγχεται σε τακτά διαστήματα (απόφαση Gordon κατά Επιτροπής, σκέψη 157 ανωτέρω, σκέψη 47). Περαιτέρω, υπάλληλος που κρίθηκε ότι έχει υποστεί μόνιμη αναπηρία, θεωρούμενη ως ολική, εφόσον υπάρχει πιθανότητα να επανενταχθεί σε κάποιο όργανο, έχει συμφέρον κατά την έννοια της παρατιθέμενης στη σκέψη 156 ανωτέρω νομολογίας, να ζητήσει να καταρτιστεί η έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας του κατά τρόπο δίκαιο, αντικειμενικό και σύμφωνο προς τους συνήθεις κανόνες αξιολογήσεως. Σε περίπτωση επανεντάξεως, η εν λόγω έκθεση είναι χρήσιμη για την εξέλιξη του υπάλληλου εντός της υπηρεσίας του ή των οργάνων της Ενώσεως (απόφαση Gordon κατά Επιτροπής, σκέψη 157 ανωτέρω, σκέψεις 46 έως 51).
159 Άλλως ενδέχεται να έχουν τα πράγματα σε ορισμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις στις οποίες από την εξέταση της συγκεκριμένης καταστάσεως του υπαλλήλου που έχει κριθεί ανάπηρος καθίσταται σαφές ότι είναι πλέον ανίκανος να αναλάβει στο μέλλον εκ νέου τα καθήκοντά του, λαμβανομένων υπόψη π.χ. των πορισμάτων της επιτροπής αναπηρίας στην οποία έχει ανατεθεί ο έλεγχος της καταστάσεώς του αναπηρίας από τα οποία συνάγεται ότι η παθολογία που προκάλεσε την αναπηρία έχει μόνιμο χαρακτήρα και ότι, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται άλλη ιατρική επανεξέταση (βλ., συναφώς, διάταξη Ross κατά Επιτροπής, σκέψη 156 ανωτέρω, σκέψεις 9 και 32) ή λαμβανόμενων υπόψη των δηλώσεων του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου από τις οποίες προκύπτει ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν θα αναλάβει πλέον τα καθήκοντά του εντός του οργάνου (βλ., συναφώς, απόφαση Combescot κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψεις 27 και 29).
160 Εν προκειμένω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε, με τη σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, την ορθότητα της οποίας δεν αμφισβητεί η Q στο πλαίσιο της ανταναιρέσεώς της, ότι η προσφυγή που άσκησε η Q δυνάμει των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ είχε, μεταξύ άλλων, ως αντικείμενο την ακύρωση των ΕΕΣ του 2003. Στις σκέψεις 218 έως 224 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι τα αιτήματα περί ακυρώσεως των ΕΕΣ του 2003 είχαν προβληθεί παραδεκτώς κατά την ημερομηνία ασκήσεως της πρωτοδίκως εκδικασθείσας προσφυγής. Εντούτοις, έκρινε, με τις σκέψεις 225 έως 230 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι δεν υπήρχε πλέον λόγος να αποφανθεί επί των εν λόγω αιτημάτων, στον βαθμό που η Q είχε απολέσει το έννομο συμφέρον της να ζητήσει την ακύρωση των ΕΕΣ του 2003. Προκειμένου να αρνηθεί, εν προκειμένω, οποιοδήποτε έννομο συμφέρον της Q, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισήμανε ότι η Q «τέθηκε σε σύνταξη και λαμβάνει επίδομα αναπηρίας με απόφαση της ΑΔΑ της 23ης Αυγούστου 2005 η οποία άρχισε να ισχύει στις 31 Αυγούστου 2005», ότι, «[ε]πιπλέον, η επιτροπή αναπηρίας εκτίμησε, “λαμβανομένου υπόψη του μόνιμου χαρακτήρα των παθολογικών χαρακτηριστικών που προκάλεσαν την αναπηρία, ότι δεν είναι αναγκαία ιατρική επανεξέταση”» ότι «[έ]τσι, η τροποποίηση των ΕΕΣ για το 2003 δεν θα μπορούσε να έχει καμία συνέπεια για τη σταδιοδρομία της [Q]» και ότι, «[ε]πιπλέον, η [Q] δεν αποδεικνύει, ούτε καν επικαλείται, την ύπαρξη ιδιαίτερης περιστάσεως που να δικαιολογεί το ότι εξακολουθεί να έχει προσωπικό και ενεστώς συμφέρον για την ακύρωση [των ΕΕΣ του 2003]».
161 Στο πλαίσιο εκτιμήσεως του έννομου συμφέροντος της Q, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ορθώς βασίστηκε στα πορίσματα της επιτροπής αναπηρίας από τα οποία συναγόταν, βάσει των δικών της διαπιστώσεων, ότι μπορούσε να θεωρηθεί ως δεδομένο ότι συνέτρεχε το σύνολο των προϋποθέσεων που απαιτούνται προκειμένου να δικαιολογηθεί η αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση της Q, λόγω μόνιμης και ολικής αναπηρίας, βάσει του άρθρου 13 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, δεδομένου ότι, αφενός, η εν λόγω επιτροπή είχε αρμοδιότητα, δυνάμει των άρθρων 53 και 78 του ΚΥΚ, να αποφανθεί σχετικά με την κατάσταση αναπηρίας της Q και ότι, αφετέρου, τα πορίσματα της επιτροπής αυτής δεν έπασχαν έλλειψη νομιμότητας εκ του λόγου και μόνον ότι, όπως προκύπτει από το έγγραφο που προσκόμισε η Επιτροπή, στα πορίσματα αυτά είχε καταλήξει μόνον η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής, ένα δε εκ των μελών αυτών είχε διατυπώσει διαφορετική άποψη. Πράγματι, οι αποφάσεις της επιτροπής αναπηρίας είναι συλλογικές και λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των μελών της.
162 Εντούτοις, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρέλειψε να λάβει υπόψη του, όπως είχε νόμιμη υποχρέωση, το συμφέρον το οποίο η Q μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να διατηρεί προκειμένου να αμφισβητήσει τις ΕΕΣ του 2003 λόγω του περιεχομένου τους και, μεταξύ άλλων, λόγω του γεγονότος, όπως διαπιστωνόταν με τη σκέψη 273 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι οι εκθέσεις αυτές «περιε[ίχαν] ρητώς αρνητικές αξιολογήσεις των ικανοτήτων της [Q]», συμφώνως προς την ερμηνεία της εννοίας του έννομου συμφέροντος νυν ή πρώην υπαλλήλου να ζητήσει την ακύρωση της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας που τον αφορά την οποία δέχθηκε το Δικαστήριο με την απόφαση Gordon κατά Επιτροπής, σκέψη 157 ανωτέρω (σκέψεις 43 έως 45).
163 Βεβαίως, η απόφαση Gordon κατά Επιτροπής, σκέψη 157 ανωτέρω, είναι μεταγενέστερη, κατά ορισμένες ημέρες, της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Εντούτοις, τούτο δεν δικαιολογεί τον έλεγχο από το Γενικό Δικαστήριο του βασίμου της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως με γνώμονα την έννοια του έννομου συμφέροντος προς ακύρωση εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας, χωρίς να λάβει υπόψη του την ερμηνεία που έχει δώσει το Δικαστήριο στην έννοια αυτή με την απόφασή του Gordon κατά Επιτροπής, σκέψη 157 ανωτέρω.
164 Πράγματι, η ερμηνεία ενός κανόνα του δικαίου της Ενώσεως στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο διαφωτίζει και αποσαφηνίζει, όταν υφίσταται σχετική ανάγκη, την έννοια και το περιεχόμενο του σχετικού κανόνα, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να εννοηθεί και εφαρμοστεί κατά τη χρονική στιγμή της θέσεώς του σε ισχύ. Συνέπεια αυτού είναι ότι ο κανόνας που ερμηνεύθηκε κατά τον τρόπο αυτόν μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται ακόμη και σε έννομες σχέσεις που γεννήθηκαν και διαπλάστηκαν πριν από την απόφαση του Δικαστηρίου, εφόσον συντρέχουν κατά τα λοιπά οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν να αχθεί ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων μια διαφορά σχετικά με την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, όσον αφορά τα διαχρονικά αποτελέσματα των ερμηνειών που έχει δώσει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της ασκήσεως της αρμοδιότητας που του αναθέτει το άρθρο 234 ΕΚ, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Μαρτίου 1980, 61/79, Denkavit italiana, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 605, σκέψη 16, και της 11ης Αυγούστου 1995, C‑367/93 έως C‑377/93, Roders κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I‑2229, σκέψη 42). Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω αρχών, μόνον κατ’ εξαίρεση μπορεί να υπάρξει περιορισμός των αποτελεσμάτων της δοθείσας από το Δικαστήριο ερμηνείας (προπαρατεθείσες αποφάσεις Denkavit italiana, σκέψη 17, και Roders κ.λπ., σκέψη 43).
165 Εν προκειμένω, από την απόφαση Gordon κατά Επιτροπής, σκέψη 157 ανωτέρω, δεν συνάγεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την εξαίρεση από την αρχή της αναδρομικότητας της ερμηνείας την οποία έχει δώσει το Δικαστήριο, με την ανωτέρω απόφασή του, στην έννοια του έννομου συμφέροντος προς ακύρωση εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας.
166 Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ο ένατος λόγος αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθόσον αποφαίνεται ότι δεν συντρέχει λόγος να εκφέρει δικανική κρίση επί των αιτημάτων περί ακυρώσεως των ΕΕΣ του 2003.
167 Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, η ανταναίρεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.
Επί της παραπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης
168 Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος I, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, εάν η αίτηση αναιρέσεως κριθεί βάσιμη, το Γενικό Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και αποφαίνεται το ίδιο επί της διαφοράς. Ωστόσο, παραπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, όταν η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση.
169 Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν απεφάνθη, όπως προκύπτει από τη σκέψη 230 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, επί των αιτημάτων περί ακυρώσεως των ΕΕΣ του 2003, η παρούσα διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση ως προς το σημείο αυτό και πρέπει να παραπεμφθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί των εν λόγω αιτημάτων.
170 Περαιτέρω, δεδομένου ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν απεφάνθη, όπως προκύπτει από το σημείο 2 της διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, εξεταζόμενο υπό το φως των σκέψεων 250 έως 254 της ιδίας αυτής αποφάσεως, επί του ποσού που οφείλει η Επιτροπή στην Q βάσει της ηθικής βλάβης και μόνον η οποία απορρέει από την άρνησή της να προβεί στη λήψη προσωρινού μέτρου απομακρύνσεως, η παρούσα διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση, ως προς το σημείο αυτό, και πρέπει να παραπεμφθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προκειμένου να αποφανθεί επί του εν λόγω ποσού.
Επί των δικαστικών εξόδων
171 Δεδομένου ότι η υπόθεση παραπέμπεται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα)
αποφασίζει:
1) Αναιρεί την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 9ης Δεκεμβρίου 2008, F‑52/05, Q κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), καθόσον, με το σημείο 2 του διατακτικού, υποχρεώνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να καταβάλει στην Q αποζημίωση ύψους 500 ευρώ καθώς και το ποσό των 15 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη η Q λόγω της φερόμενης καθυστερήσεως στην κίνηση της διοικητικής έρευνας, και καθόσον, προκειμένου να απορρίψει κατά τα λοιπά με το σημείο 3 του διατακτικού την πρωτοδίκως εκδικασθείσα προσφυγή-αγωγή, αποφαίνεται, με τις σκέψεις 147 έως 189 του σκεπτικού, επί της «αιτιάσεως περί ηθικής παρενοχλήσεως που [προέβαλε] η [Q]» και διαπιστώνει, με τη σκέψη 230 του σκεπτικού, ότι παρέλκει η δικαστική εκτίμηση των αιτημάτων περί ακυρώσεως των εκθέσεων εξελίξεως της σταδιοδρομίας οι οποίες την αφορούν και οι οποίες καταρτίστηκαν αντιστοίχως κατά τις περιόδους από 1ης Ιανουαρίου 2003 έως 31 Οκτωβρίου 2003 και από 1ης Νοεμβρίου 2003 έως 31 Δεκεμβρίου 2003.
2) Απορρίπτει κατά τα λοιπά την κύρια αίτηση αναιρέσεως και την ανταναίρεση.
3) Παραπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προκειμένου να αποφανθεί επί των αιτημάτων περί ακυρώσεως των προαναφερθεισών εκθέσεων εξελίξεως της σταδιοδρομίας καθώς και επί του ποσού το οποίο οφείλει η Επιτροπή στην Q βάσει της ηθικής βλάβης και μόνον που υπέστη λόγω της αρνήσεως της Επιτροπής να προβεί στη λήψη προσωρινού μέτρου απομακρύνσεως.
4) Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.
Jaeger |
Pelikánová |
Dittrich |
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Ιουλίου 2011.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.