Υπόθεση T-8/09

Dredging International NV και

Ondernemingen Jan de Nul NV

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφάλειας της Ναυσιπλοΐας (EMSA)

«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων του EMSA – Επέμβαση σκαφών έκτακτης ανάγκης για την καταπολέμηση της ρύπανσης από τους υδρογονάνθρακες – Απόρριψη της προσφοράς – Προσφυγή ακυρώσεως – Μη συμμόρφωση της προσφοράς προς το αντικείμενο της συμβάσεως – Συνέπειες – Ίση μεταχείριση – Αναλογικότητα – Καθορισμός του αντικειμένου της συμβάσεως – Μη γνωστοποίηση των χαρακτηριστικών και των σχετικών πλεονεκτημάτων της επιλεγείσας προσφοράς – Αιτιολόγηση – Ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως – Έλλειψη εννόμου συμφέροντος – Αίτημα περί κηρύξεως ως άκυρης της συμβάσεως που συνήφθη με τον ανάδοχο – Αίτημα αποζημιώσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Δημόσιες συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία διαγωνισμού – Αντικείμενο της συμβάσεως – Καθορισμός με τα έγγραφα της προσκλήσεως υποβολής προσφορών – Συμμόρφωση της προσφοράς προς τον ως άνω καθορισμό

(Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρα 92, 97 και 98 § 4· κανονισμός 2342/2002 της Επιτροπής, άρθρα 138 και 146 § 3, εδ. 1)

2.      Δημόσιες συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία διαγωνισμού – Υποχρέωση γνωστοποιήσεως στους απορριφθέντες διαγωνιζομένους των στοιχείων που αφορούν την επιλεγείσα προσφορά – Έκταση

(Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρα 98 § 4 και 100 § 2)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Προσφυγή η οποία μπορεί να παράσχει όφελος στον προσφεύγοντα – Προσφυγή η οποία ασκείται από διαγωνιζόμενο, απορριφθέντα πριν το στάδιο της αναθέσεως, κατ’ αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως – Απαράδεκτο

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

1.      Στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως, οι περιστάσεις που αφορούν τη συμμόρφωση της προσφοράς προς την προβλεπόμενη διάρκεια της συμβάσεως και, κατά συνέπεια, προς ένα ανώτατο όριο προϋπολογισμού, οι οποίες εκτίθενται στην προκήρυξη της συμβάσεως και στα λοιπά έγγραφα της προσκλήσεως υποβολής προσφορών, αντιστοιχούν στις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί μια προσφορά για να ικανοποιήσει τις ανάγκες της αναθέτουσας αρχής. Εμπίπτουν στον καθορισμό του αντικειμένου της συμβάσεως, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 92 του κανονισμού 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, από την οποία διάταξη προκύπτει ότι ο καθορισμός αυτός είναι διαφορετικός από τα κριτήρια αποκλεισμού, επιλογής και αναθέσεως. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω περιστάσεις δεν συνιστούν κριτήρια αναθέσεως κατά την έννοια του άρθρου 97 του ως άνω κανονισμού και του άρθρου 138 του κανονισμού 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού.

Η συμμόρφωση της προσφοράς προς το αντικείμενο της συμβάσεως, όπως αυτό περιγράφεται στα εν λόγω έγγραφα, αποτελεί έτσι προαπαιτούμενο το οποίο πρέπει να πληροί οποιαδήποτε προσφορά ώστε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως. Η μη τήρηση της προϋποθέσεως αυτής οδηγεί στον αποκλεισμό της εν λόγω προσφοράς από την αναθέτουσα αρχή, χωρίς σύγκρισή της με τις λοιπές υποβαλλόμενες προσφορές, όπως προβλέπει το άρθρο 146, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2342/2002.

Συναφώς, αν η αναθέτουσα αρχή αποδεχόταν προσφορές μη ανταποκρινόμενες στο αντικείμενο της συμβάσεως, όπως αυτό καθορίζεται στα έγγραφα της προσκλήσεως υποβολής προσφορών, αφενός, τούτο θα ήταν ασυμβίβαστο προς τις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχειρίσεως και, αφετέρου, θα καθιστούσε αδύνατη τη σύγκριση των εν λόγω προσφορών προς τις λοιπές υποβαλλόμενες προσφορές.

(βλ. σκέψεις 57, 62-63, 66-67, 70-72, 79)

2.      Στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως, όταν η απόρριψη της προσφοράς επέρχεται πριν το στάδιο της αναθέσεως, εξ ορισμού δεν αποτελεί συνέπεια της συγκρίσεως με την προσφορά που επελέγη. Επομένως, για την επαλήθευση του βασίμου της απορρίψεως δεν απαιτείται η γνωστοποίηση στοιχείων για την επιλεγείσα προσφορά.

Συναφώς, η υποχρέωση γνωστοποιήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 100, παράγραφος 2, του κανονισμού 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δεν αποβλέπει στο να παράσχει στον διαγωνιζόμενο τη δυνατότητα να επαληθεύσει τη συμμόρφωση όλων των άλλων προσφορών προς τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής και προς το αντικείμενο της συμβάσεως. Ειδικότερα, αν συνέβαινε αυτό, η ως άνω διάταξη δεν θα προέβλεπε τη γνωστοποίηση μόνο των στοιχείων που αφορούν την επιλεγείσα προσφορά.

(βλ. σκέψεις 107-108)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως που έχει ασκηθεί από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στο μέτρο που ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως είναι ικανή αφ’ εαυτής να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε.

Όταν όμως η προσφορά ενός διαγωνιζομένου απορρίπτεται από την αναθέτουσα αρχή πριν από το στάδιο που προηγείται της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως, οπότε δεν συγκρίνεται προς τις λοιπές προσφορές, το έννομο συμφέρον του εν λόγω διαγωνιζομένου να προσβάλει την απόφαση περί αναθέσεως προϋποθέτει την ακύρωση της αποφάσεως που απορρίπτει την προσφορά του. Ειδικότερα, μόνον αν ακυρωθεί η απόφαση περί απορρίψεως είναι ενδεχομένως δυνατό η ακύρωση της αποφάσεως περί αναθέσεως να επάγεται έννομες συνέπειες για τον διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά απορρίφθηκε πριν το στάδιο που προηγείται της αποφάσεως περί αναθέσεως και να του παράσχει όφελος, ακυρώνοντας μια απόφαση που εκδόθηκε κατόπιν συγκρίσεως στην οποία εσφαλμένως δεν συμπεριλήφθηκε η προσφορά του.

Αντιθέτως, στην περίπτωση που απορρίπτεται το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως που απορρίπτει την προσφορά, η ακύρωση της αποφάσεως περί αναθέσεως δεν μπορεί να επάγεται έννομες συνέπειες για τον διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά απορρίφθηκε πριν το στάδιο που προηγείται της αποφάσεως περί αναθέσεως. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που απορρίπτει την προσφορά δεν επιτρέπει να επηρεαστεί ο εν λόγω διαγωνιζόμενος από τη μεταγενέστερη απόφαση περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως σε άλλο διαγωνιζόμενο.

(βλ. σκέψεις 133-135)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 13ης Σεπτεμβρίου 2011 (*)

«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων του EMSA – Επέμβαση σκαφών έκτακτης ανάγκης για την καταπολέμηση της ρύπανσης από τους υδρογονάνθρακες – Απόρριψη της προσφοράς – Προσφυγή ακυρώσεως – Μη συμμόρφωση της προσφοράς προς το αντικείμενο της συμβάσεως – Συνέπειες – Ίση μεταχείριση – Αναλογικότητα – Καθορισμός του αντικειμένου της συμβάσεως – Μη γνωστοποίηση των χαρακτηριστικών και των σχετικών πλεονεκτημάτων της επιλεγείσας προσφοράς – Αιτιολόγηση – Ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως – Έλλειψη εννόμου συμφέροντος – Αίτημα περί κηρύξεως ως άκυρης της συμβάσεως που συνήφθη με τον ανάδοχο – Αίτημα αποζημιώσεως»

Στην υπόθεση T‑8/09,

Dredging International NV, με έδρα το Zwijndrecht (Βέλγιο),

Ondernemingen Jan de Nul NV, με έδρα το Hofstade-Aalst (Βέλγιο),

εκπροσωπούμενες από τους R. Martens και A. Van Vaerenbergh, δικηγόρους,

προσφεύγουσες-ενάγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα (EMSA), εκπροσωπούμενου από τον J. Menze, επικουρούμενο από τους J. Stuyck και A.‑M. Vandromme, δικηγόρους,

καθού-εναγομένου,

με αντικείμενο, καταρχάς, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως του EMSA της 29ης Οκτωβρίου 2008, με την οποία απορρίφθηκε η προσφορά που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες (στο εξής: προσφεύγουσες) στο πλαίσιο της διαδικασίας με διαπραγμάτευση EMSA/NEG/3/2008, περί συνάψεως συμβάσεων υπηρεσιών όσον αφορά την επέμβαση σκαφών έκτακτης ανάγκης για την καταπολέμηση της ρύπανσης από τους υδρογονάνθρακες (παρτίδα 2: Βόρεια Θάλασσα), και ανατέθηκε το αντικείμενο της συμβάσεως στην DC International, εν συνεχεία, αίτημα περί κηρύξεως ως άκυρης της συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ του EMSA και της DC International και, τέλος, αίτημα αποζημιώσεως,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Jürimäe και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Δεκεμβρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1.     Η σύμβαση

1        Με προκήρυξη διαγωνισμού που δημοσιεύθηκε στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 8 Μαρτίου 2008 (ΕΕ 2008, σ. 48), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα (EMSA) κίνησε, με αριθμό αναφοράς EMSA/NEG/3/2008, διαδικασία με διαπραγμάτευση όσον αφορά σύμβαση υπηρεσιών με αντικείμενο την επέμβαση σκαφών έκτακτης ανάγκης για την καταπολέμηση της ρύπανσης από τους υδρογονάνθρακες. Ταυτόχρονα με την προκήρυξη του διαγωνισμού, ο EMSA δημοσίευσε στον δικτυακό τόπο του πρόσκληση για συμμετοχή στη διαδικασία, στην οποία προσαρτώνταν οι όροι συμμετοχής και το σχέδιο της συγγραφής υποχρεώσεων. Το σημείο VI, παράγραφος 3, της προκηρύξεως του διαγωνισμού παρέπεμπε για περαιτέρω πληροφορίες στη δημοσίευση αυτή.

2        Η παρτίδα 2 της συμβάσεως υπηρεσιών αφορούσε την παροχή τέτοιων υπηρεσιών στη Βόρεια Θάλασσα.

3        Κατά το σημείο II, παράγραφος 2, αριθμός 1, της προκηρύξεως του διαγωνισμού, το σημείο 3, παράγραφος 4, των όρων συμμετοχής και το σημείο 5 του σχεδίου της συγγραφής υποχρεώσεων, η μέγιστη συνολική αξία της παρτίδας 2 ήταν 4 000 000 ευρώ.

4        Κατά το σημείο II, παράγραφος 3, της προκηρύξεως του διαγωνισμού, το σημείο 3, παράγραφος 3, των όρων συμμετοχής και το σημείο 3, παράγραφος 3, του σχεδίου της συγγραφής υποχρεώσεων, η διάρκεια της συμβάσεως ήταν 36 μήνες από της αναθέσεώς της. Οι όροι συμμετοχής και το σχέδιο της συγγραφής υποχρεώσεων διευκρίνιζαν ότι υπήρχε δυνατότητα ανανεώσεως της συμβάσεως μία φορά για τρία έτη κατ’ ανώτατο όριο.

5        Κατά το σημείο 12, παράγραφος 2, του σχεδίου της συγγραφής υποχρεώσεων, η υποβολή προσφοράς υπερβαίνουσας το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού που είχε καθοριστεί για την κάθε παρτίδα συνιστούσε λόγο αποκλεισμού από τη διαδικασία συνάψεως της συμβάσεως.

2.     Συμμετοχή των προσφευγουσών στη διαδικασία με διαπραγμάτευση

6        Οι προσφεύγουσες Dredging International NV και Ondernemingen Jan de Nul NV συνέστησαν την κοινοπραξία Joint Venture Oil Combat (στο εξής: JVOC) και υπέβαλαν την υποψηφιότητά τους για την παρτίδα 2 στις 29 Απριλίου 2008.

7        Μετά την ολοκλήρωση του σταδίου της προσκλήσεως για υποβολή υποψηφιοτήτων, ο EMSA απηύθυνε στις προσφεύγουσες, στις 30 Μαΐου 2008, πρόσκληση υποβολής προσφορών στην οποία επισυναπτόταν η οριστική συγγραφή υποχρεώσεων.

8        Στις 18 Ιουνίου 2008 έλαβε χώρα συνάντηση μεταξύ των προσφευγουσών και του EMSA για την παροχή διευκρινίσεων. Κατά τη συνάντηση αυτή, αφενός, ο EMSA διευκρίνισε ότι, αν οι συμβατικές υποχρεώσεις εκπληρώνονταν κατά ικανοποιητικό τρόπο, θα προσφερόταν στους αντισυμβαλλομένους τριετής παράταση της συμβάσεως. Αφετέρου, ο EMSA υπογράμμισε τη σημασία της τηρήσεως των ανωτάτων ορίων του προϋπολογισμού.

9        Η JVOC υπέβαλε την προσφορά της στις 15 Ιουλίου 2008.

10      Με έγγραφο της 14ης Αυγούστου 2008, ο EMSA διατύπωσε προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της προσφοράς των προσφευγουσών. Μεταξύ άλλων υπογράμμισε ότι, κατά το μέτρο που η προσφορά της JVOC υπερέβαινε το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού που είχε προβλεφθεί για την παρτίδα 2, έπρεπε να τροποποιηθεί ώστε να μην αποκλειστεί από τη διαδικασία συνάψεως της συμβάσεως.

11      Με έγγραφο της 1ης Σεπτεμβρίου 2008, οι προσφεύγουσες επέστησαν την προσοχή του EMSA στο γεγονός ότι η προσφορά τους αναφερόταν σε χρονικό διάστημα έξι ετών, σύμφωνα με την ευχέρεια που παρείχε, κατά τη γνώμη τους, η συγγραφή υποχρεώσεων. Επομένως, κατά τις προσφεύγουσες, το μέσο κόστος για διάρκεια τριών ετών ήταν χαμηλότερο από το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού που προβλέφθηκε για την παρτίδα 2. Οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ακόμη, συναφώς, ότι μια προσφορά για έξι έτη αποτελούσε αμοιβαίως επωφελή λύση.

12      Με έγγραφο το οποίο οι προσφεύγουσες αναφέρουν ότι έλαβαν στις 12 Σεπτεμβρίου 2008, ο EMSA επισήμανε ότι, κατά τη συγγραφή υποχρεώσεων, οι υποβαλλόμενες προσφορές έπρεπε να βασίζονται σε διάρκεια τριών ετών. Ο EMSA κάλεσε έτσι τις προσφεύγουσες να προτείνουν τίμημα σύμφωνο προς την απαίτηση αυτή.

13      Με έγγραφο της 29ης Σεπτεμβρίου 2008, οι προσφεύγουσες αμφισβήτησαν την πραγματοποιηθείσα από τον EMSA ερμηνεία της συγγραφής υποχρεώσεων. Ενέμειναν στην προσφορά τους, η οποία βασιζόταν σε εξαετή διάρκεια της συμβάσεως, επαναλαμβάνοντας ότι η διάρκεια αυτή αποτελούσε εν προκειμένω τη βέλτιστη λύση.

3.     Αποφάσεις του EMSA και μετέπειτα κοινοποιήσεις

14      Με έγγραφο της 29ης Οκτωβρίου 2008, ο EMSA ενημέρωσε τις προσφεύγουσες ότι, στον βαθμό που δεν είχαν τηρήσει ένα κριτήριο του οποίου η παραβίαση συνεπαγόταν αποκλεισμό από τη διαδικασία συνάψεως της συμβάσεως, η προσφορά τους δεν είχε γίνει δεκτή. Ο EMSA διευκρίνισε ότι οι προσφεύγουσες μπορούσαν να ζητήσουν να πληροφορηθούν το όνομα του αναδόχου καθώς και συμπληρωματικά στοιχεία για τους λόγους απορρίψεως της προσφοράς τους, πράγμα που έπραξαν οι προσφεύγουσες με έγγραφο της 3ης Νοεμβρίου 2008.

15      Με έγγραφο της 6ης Νοεμβρίου 2008, ο EMSA απάντησε στο αίτημα των προσφευγουσών δηλώνοντας ότι η σύμβαση είχε ανατεθεί στην DC International (στο εξής: DCI) και ότι ο λόγος της απορρίψεως της προσφοράς της JVOC ήταν η μη τήρηση του ανωτάτου ορίου του προϋπολογισμού που είχε προβλεφθεί για την παρτίδα 2.

16      Με έγγραφα της 7ης και της 13ης Νοεμβρίου 2008, οι προσφεύγουσες προέβαλαν αντιρρήσεις κατά της απορρίψεως της προσφοράς τους, ζήτησαν να τους κοινοποιηθεί αντίγραφο της εκθέσεως της επιτροπής αξιολογήσεως και εξέφρασαν αμφιβολίες για τη συμμόρφωση της DCI σε έναν εκ των λόγων αποκλεισμού που προβλέπονταν στη συγγραφή υποχρεώσεων καθώς και στις τεχνικές προδιαγραφές που διατυπώνονταν σε αυτήν. Με επιστολή της 13ης Νοεμβρίου 2008, οι προσφεύγουσες ζήτησαν εξάλλου από τον EMSA να τηρήσει ένα χρονικό διάστημα αναμονής και να μην υπογράψει τη σύμβαση με την DCI μέχρι οι προσφεύγουσες να λάβουν τα στοιχεία για τη διαδικασία αξιολογήσεως των προσφορών. Επανέλαβαν τα αιτήματα αυτά στην από 21 Νοεμβρίου 2008 επιστολή τους.

17      Με έγγραφο της 19ης Νοεμβρίου 2008, το οποίο οι προσφεύγουσες αναφέρουν ότι έλαβαν στις 24 Νοεμβρίου 2008, ο EMSA απάντησε ότι μόνον οι διαγωνιζόμενοι των οποίων η προσφορά ήταν παραδεκτή είχαν δικαίωμα να λάβουν πληροφορίες για τα σχετικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς. Η δε προσφορά της JVOC ήταν κατά τον EMSA απαράδεκτη κατά το μέτρο που δεν συμμορφωνόταν σε έναν λόγο αποκλεισμού, ήτοι στο ανώτατο όριο του προϋπολογισμού της παρτίδας 2. Σε απάντηση των αμφιβολιών που είχαν εκφράσει οι προσφεύγουσες, ο EMSA πρόσθεσε ότι τα πλοία που είχαν προσφερθεί από την DCI τηρούσαν όντως τον λόγο αποκλεισμού που επικαλούνταν οι προσφεύγουσες.

18      Με έγγραφο της 27ης Νοεμβρίου 2008, οι προσφεύγουσες αμφισβήτησαν την εκτίμηση περί απαραδέκτου της προσφοράς της JVOC και επανέλαβαν το αίτημά τους να τους χορηγηθεί αντίγραφο της εκθέσεως της επιτροπής αξιολογήσεως.

19      Με έγγραφο της 28ης Νοεμβρίου 2008, ο EMSA απάντησε ότι θα εξέταζε το αίτημα των προσφευγουσών. Στις 16 Δεκεμβρίου 2008, απέστειλε σε αυτές νέο έγγραφο, στο οποίο επαναλάμβανε ότι η προσφορά της JVOC υπερέβαινε το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού της παρτίδας 2 και ότι έπρεπε συνεπώς να απορριφθεί κατά το στάδιο της αξιολογήσεως. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, κατά τον EMSA, οι προσφεύγουσες μπορούσαν να λάβουν μόνο πληροφορίες για τους λόγους απορρίψεως της προσφοράς τους και όχι επιμέρους στοιχεία για την επιλεγείσα προσφορά.

20      Επειδή οι προσφεύγουσες δεν έλαβαν το έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2008 παρά μόνο στις 5 Ιανουαρίου 2009, επανέλαβαν εν τω μεταξύ τα αιτήματά τους σε επιστολή της 17ης Δεκεμβρίου 2008.

4.     Υπογραφή της συμβάσεως με την DCI

21      Ο EMSA υπέγραψε τη σύμβαση με την DCI στις 17 Νοεμβρίου 2008.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

22      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) στις 6 Ιανουαρίου 2009, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή).

23      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, η εισηγήτρια δικαστής τοποθετήθηκε στο τέταρτο τμήμα, στο οποίο κατά συνέπεια ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

24      Κατόπιν εκθέσεως της εισηγήτριας δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε στις 19 Οκτωβρίου 2009 να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε εγγράφως ερωτήσεις στους διαδίκους και τους κάλεσε να απαντήσουν γραπτώς, όπως και έπραξαν.

25      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Δεκεμβρίου 2010.

26      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση του EMSA της 29ης Οκτωβρίου 2008 «να απορρίψει την προσφορά της JVOC και να αναθέσει το αντικείμενο της συμβάσεως στην DCI»·

–        να κηρύξει άκυρη την υπογραφείσα μεταξύ του EMSA και της DCI σύμβαση·

–        να επιδικάσει στη JVOC αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την εν λόγω απόφαση, εκτιμώμενη σε 725 500 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας·

–        να καταδικάσει τον EMSA στα δικαστικά έξοδα.

27      Ο EMSA ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή ακυρώσεως αβάσιμη·

–        να κρίνει το αίτημα αποζημιώσεως απαράδεκτο ή τουλάχιστον αβάσιμο·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

1.     Επί του αιτήματος ακυρώσεως

28      Οι προσφεύγουσες ζητούν την ακύρωση της αποφάσεως του EMSA της 29ης Οκτωβρίου 2008, με την οποία απορρίφθηκε η προσφορά της JVOC και το αντικείμενο της συμβάσεως ανατέθηκε στην DCI. Προς στήριξη του αιτήματός τους, επικαλούνται τέσσερις λόγους.

29      Ο πρώτος λόγος περιλαμβάνει δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αντλείται από παράβαση του άρθρου 100, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1, στο εξής: γενικός δημοσιονομικός κανονισμός), του άρθρου 135, παράγραφος 2, του κανονισμού του EMSA της 9ης Δεκεμβρίου 2003, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού του EMSA (στο εξής: κανόνες εφαρμογής του EMSA), της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, λόγω μη κοινοποιήσεως ορισμένων εγγράφων στις προσφεύγουσες και ανεπαρκούς αιτιολογίας της απορρίψεως της προσφοράς της JVOC.

30      Το δεύτερο σκέλος που επικαλούνται οι προσφεύγουσες αντλείται από παράβαση του άρθρου 105, παράγραφος 2, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, του άρθρου 158α, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού (ΕΕ L 357, σ. 1, στο εξής: γενικοί κανόνες εφαρμογής), και της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Η παράβαση αυτή έγκειται στην άρνηση του EMSA να αναβάλει την υπογραφή της συμβάσεως με την DCI μέχρι την κοινοποίηση στις προσφεύγουσες των εγγράφων που ζήτησαν.

31      Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση της προσφοράς της DCI.

32      Ο τρίτος λόγος αντλείται από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση της προσφοράς της JVOC.

33      Ο τέταρτος λόγος αντλείται από τον προδήλως ακατάλληλο και παράλογο χαρακτήρα του ανωτάτου ορίου του προϋπολογισμού της παρτίδας 2.

34      Επισημαίνεται εντούτοις ότι η απόρριψη της προσφοράς της JVOC δεν εχώρησε κατά το ίδιο στάδιο της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως με την ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως αυτής στην DCI. Ειδικότερα, η προσφορά της JVOC απορρίφθηκε πριν από το στάδιο της συγκρίσεως των υπολοίπων προσφορών που παρέμειναν στη διαδικασία, η δε ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως στην DCI είναι το αποτέλεσμα της εν λόγω συγκρίσεως.

35      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, παρά το γράμμα του δικογράφου της προσφυγής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόρριψη της προσφοράς της JVOC και η ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως στην DCI αποτελούν δύο χωριστές αποφάσεις (στο εξής, αντιστοίχως: απόφαση περί απορρίψεως και απόφαση περί αναθέσεως) και ότι οι αιτήσεις ακυρώσεως για την καθεμία από αυτές πρέπει να εξεταστούν χωριστά.

36      Συναφώς, από τους λόγους που προβάλλουν οι προσφεύγουσες, την απόφαση περί απορρίψεως αφορούν το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου, καθώς και ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος. Αντιθέτως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου και ο δεύτερος λόγος αφορούν τη νομιμότητα της αποφάσεως περί αναθέσεως και την εκτέλεσή της.

37      Εξάλλου, καταρχάς πρέπει να εξεταστεί το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως περί απορρίψεως. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή απέρριψε ο EMSA την προσφορά που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες προκειμένου να τους ανατεθεί το αντικείμενο της επίδικης συμβάσεως. Έτσι, η απόφαση αυτή ήταν που έθεσε τέρμα στις ελπίδες τους να επιτύχουν την ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως για το οποίο είχαν υποβάλει προσφορά.

38      Στη συνέχεια, πρέπει να εξετασθεί το παραδεκτό και, ενδεχομένως, το βάσιμο του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως περί αναθέσεως.

 Επί της αποφάσεως περί απορρίψεως

39      Στο πλαίσιο της εξετάσεως της νομιμότητας της αποφάσεως περί απορρίψεως, το Γενικό Δικαστήριο θα πραγματευθεί, καταρχάς, το ζήτημα της συμμορφώσεως της προσφοράς της JVOC προς το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού της παρτίδας 2, το οποίο αφορούν ο τρίτος λόγος και μέρος των επιχειρημάτων που παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου. Εν συνεχεία, θα αναλυθεί ο τέταρτος λόγος, που αφορά την ορθότητα του εν λόγω ανωτάτου ορίου του προϋπολογισμού. Τέλος, θα πρέπει να εξετασθούν τα επιχειρήματα που παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου, σχετικά με τη μη κοινοποίηση ορισμένων εγγράφων στις προσφεύγουσες και την ανεπαρκή αιτιολογία της απορρίψεως της προσφοράς της JVOC.

 Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση της προσφοράς της JVOC, και επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου, κατά το μέτρο που αφορά τη συμμόρφωση της προσφοράς της JVOC προς το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού της παρτίδας 2

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

40      Προεισαγωγικώς, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι επιφυλάσσονταν του δικαιώματός τους να διευρύνουν και να συμπληρώσουν την επιχειρηματολογία τους ανάλογα με τα στοιχεία του φακέλου του EMSA στα οποία, ενδεχομένως, θα αποκτούσαν πρόσβαση δυνάμει των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας.

41      Επί της ουσίας, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι ο EMSA υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και, επομένως, παρέβη τις αρχές της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, θεωρώντας ότι η προσφορά της JVOC έπρεπε να απορριφθεί ως μη συμμορφούμενη προς το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού της παρτίδας 2.

42      Συναφώς, πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού της παρτίδας 2 δεν αποτελεί κριτήριο αποκλεισμού κατά την έννοια των άρθρων 93 και 94 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, εφόσον δεν αφορά την αξιοπιστία ή την επάρκεια των προσφερόντων εν γένει, αλλά μια ουσιώδη πτυχή της προσφοράς τους. Επομένως, η μη τήρηση του ανωτάτου αυτού ορίου δεν καθιστά την εν λόγω προσφορά απαράδεκτη.

43      Δεύτερον, το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού της παρτίδας 2 δεν καθορίστηκε ως κριτήριο αποκλεισμού στην προκήρυξη ή στους όρους συμμετοχής, όπως επιτάσσει το άρθρο 116, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, των κανόνων εφαρμογής του EMSA και το άρθρο 130, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, των γενικών κανόνων εφαρμογής. Συναφώς, η απλή αναφορά του ανωτάτου ορίου του προϋπολογισμού στα εν λόγω έγγραφα δεν αρκεί. Ομοίως, το σχέδιο της συγγραφής υποχρεώσεων αποσκοπούσε, κατά το γράμμα αυτού, στο να δώσει απλώς έναν γενικό προσανατολισμό για τα έγγραφα που έπρεπε να υποβληθούν από τους υποψηφίους.

44      Τρίτον, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι τήρησαν το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού της παρτίδας 2. Διευκρινίζουν συναφώς ότι, προκειμένου να προσφέρουν την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως λύση, επέλεξαν περίοδο εκμεταλλεύσεως έξι ετών, επιτρέπουσα την απόσβεση του κόστους της επενδύσεως σε μεγάλο χρονικό διάστημα και, ως εκ τούτου, τη μείωση της τιμής μονάδος. Κατά τις προσφεύγουσες, η εξαετής διάρκεια ισχύος της συμβάσεως ανταποκρινόταν στις προσδοκίες του EMSA, δεδομένου ότι το σημείο 3, παράγραφος 3, της συγγραφής υποχρεώσεων προέβλεπε ρητώς την ανανέωση της συμβάσεως για τρία έτη και ότι ο EMSA επιβεβαίωσε, κατά τη συνάντηση για την παροχή διευκρινίσεων, ότι επιζητούσε μια μακροπρόθεσμη σύμπραξη.

45      Κατά τις προσφεύγουσες όμως, όταν το προταθέν από τη JVOC συνολικό τίμημα της συμβάσεως διαιρεθεί διά του δύο, ώστε να αναχθεί σε διάρκεια τριών ετών, είναι χαμηλότερο από το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού της παρτίδας 2.

46      Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι, σε περίπτωση που ο EMSA ανανεώσει την αρχική τριετή σύμβαση που συνήψε με την DCI, θα έχει παραβεί την υποχρέωσή του να επιλέξει την πλέον συμφέρουσα προσφορά και θα έχει παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, εφόσον απέρριψε την προσφορά της JVOC που κάλυπτε όλο το χρονικό διάστημα των έξι ετών. Πράγματι, για μια τέτοια διάρκεια η προσφορά της JVOC είναι η πλέον συμφέρουσα.

47      Τέταρτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η απόρριψη της προσφοράς της JVOC συνεπάγεται δυσμενή διάκριση και έχει δυσανάλογο χαρακτήρα. Ειδικότερα, κατά τις προσφεύγουσες, ο EMSA δεν είχε την υποχρέωση να αποκλείσει οποιαδήποτε προσφορά υπερέβαινε το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού της παρτίδας 2, αλλά όφειλε να εξετάσει αν συνέτρεχαν λόγοι που επέτρεπαν να μην αποκλειστεί αμέσως η προσφορά και, ιδίως να εξετάσει τα τυχόν πλεονεκτήματα της προτεινόμενης συγκεκριμένης ρυθμίσεως.

48      Ο EMSA αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων των προσφευγουσών.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

49      Προεισαγωγικώς, επισημαίνεται ότι η πρόσβαση στον φάκελο του EMSA την οποία αξιώνουν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του αιτήματός τους για τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας δεν έχει ως αντικείμενο τα στοιχεία που αφορούν την απόρριψη της προσφοράς της JVOC, αλλά μόνον εκείνα που συνδέονται με την προσφορά της DCI και την αξιολόγησή της από την επιτροπή αξιολογήσεως. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, τυχόν πρόσβαση στα ως άνω στοιχεία δεν μπορεί να ασκήσει επιρροή στους λόγους ακυρώσεως και τα επιχειρήματα που αφορούν την απόφαση περί απορρίψεως, μεταξύ των οποίων ο τρίτος λόγος και το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου.

50      Επί της ουσίας, παρατηρείται, καταρχάς, ότι στην απόφαση περί απορρίψεως ο EMSA θεώρησε τη μη συμμόρφωση της προσφοράς της JVOC προς το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού της παρτίδας 2 ως τον σαφή λόγο της απορρίψεως της προσφοράς αυτής.

51      Όπως όμως προκύπτει από την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών και τα στοιχεία της δικογραφίας, η φερόμενη υπέρβαση του εν λόγω ανωτάτου ορίου του προϋπολογισμού δεν είναι παρά η συνέπεια του γεγονότος ότι η προσφορά της JVOC βασιζόταν σε εξαετή διάρκεια της συμβάσεως.

52      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να εξετασθεί, εκτός από το ζήτημα της τηρήσεως του ανωτάτου ορίου του προϋπολογισμού της παρτίδας 2, και το ζήτημα της τηρήσεως της διάρκειας της συμβάσεως που προβλεπόταν στα έγγραφα της προσκλήσεως υποβολής προσφορών. Επομένως, πρέπει να εκτιμηθεί αν οι προσφεύγουσες ορθώς υπέβαλαν προσφορά και πρότειναν τίμημα με βάση εξαετή διάρκεια της συμβάσεως.

53      Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 4, το σημείο II, παράγραφος 3, της προκηρύξεως του διαγωνισμού, το σημείο 3, παράγραφος 3, των όρων συμμετοχής και το σημείο 3, παράγραφος 3, του σχεδίου της συγγραφής υποχρεώσεων προέβλεπαν ότι η διάρκεια της συμβάσεως ανερχόταν σε 36 μήνες από της αναθέσεώς της. Οι όροι συμμετοχής και το σχέδιο της συγγραφής υποχρεώσεων διευκρίνιζαν, συναφώς, ότι υπήρχε δυνατότητα ανανεώσεως της συμβάσεως μία φορά για τρία έτη κατ’ ανώτατο όριο. Εξάλλου, το σχέδιο συμβάσεως για τη διάθεση των σκαφών, το οποίο προσαρτώνταν στο σχέδιο της συγγραφής υποχρεώσεων, διευκρίνιζε, στο άρθρο του V, παράγραφος 2, ότι για την ανανέωση απαιτούνταν ρητή έγγραφη συμφωνία των μερών.

54      Είναι μεν αληθές, στο πλαίσιο αυτό, ότι το σχέδιο της συγγραφής υποχρεώσεων διευκρίνιζε, στο σημείο 4 της εισαγωγής, ότι τα στοιχεία που περιείχε γνωστοποιούνταν στους προσφέροντες μόνο για να τους βοηθήσουν κατά την προετοιμασία της ενδεχόμενης συμμετοχής τους στο στάδιο της υποβολής προσφορών. Εντούτοις, στο σημείο 5 της εισαγωγής, ο EMSA ανέφερε ότι, έστω και αν η συγγραφή υποχρεώσεων γνωστοποιούνταν υπό τη μορφή σχεδίου, εντούτοις δεν αναμένονταν σημαντικές τροποποιήσεις. Άλλωστε, η οριστική συγγραφή υποχρεώσεων επανέλαβε το περιεχόμενο του σχεδίου της συγγραφής υποχρεώσεων όσον αφορά την προβλεπόμενη διάρκεια της συμβάσεως.

55      Όσον αφορά τη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε με τις προσφεύγουσες για την παροχή διευκρινίσεων, από το πρακτικό που συντάχθηκε κατά τη συνάντηση αυτή προκύπτει ότι ο EMSA δήλωσε ότι επιζητούσε μακροπρόθεσμη σύμπραξη. Εντούτοις, οι εκπρόσωποί του ρητώς έθεσαν ως προϋπόθεση για την ανανέωση της συμβάσεως την ικανοποιητική εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων, υπογραμμίζοντας έτσι σαφώς ότι η εν λόγω ανανέωση εξαρτώνταν από τη βούληση των μερών, και ιδίως του EMSA, και δεν ήταν αυτοδίκαιη.

56      Επιπλέον, στην επιστολή που έλαβαν οι προσφεύγουσες στις 12 Σεπτεμβρίου 2008, ο EMSA επέστησε ειδικά την προσοχή τους στο γεγονός ότι η προβλεπόμενη διάρκεια της συμβάσεως ήταν τριετής και τους υπέδειξε ότι όλες οι υποβαλλόμενες προσφορές έπρεπε να έχουν ως βάση τους τη διάρκεια αυτή, ώστε να μπορέσει να γίνει σύγκριση σύμφωνη προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Ο EMSA ρητώς ζήτησε από τις προσφεύγουσες να επανεξετάσουν την οικονομική προσφορά τους με βάση τριετή διάρκεια της συμβάσεως και λαμβανομένου υπόψη του ανωτάτου ορίου του προϋπολογισμού της παρτίδας 2.

57      Κατόπιν των ανωτέρω, συνάγεται ότι, όπως προκύπτει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο από την προκήρυξη του διαγωνισμού, από τα ταυτοχρόνως δημοσιευθέντα έγγραφα στα οποία παρέπεμπε η προκήρυξη αυτή, καθώς και από τις μεταγενέστερες δηλώσεις του EMSA, η σκοπούμενη διάρκεια της συμβάσεως ήταν 36 μήνες και η ανανέωση της εν λόγω συμβάσεως, που συνεπαγόταν διπλασιασμό της διάρκειας αυτής, δεν ήταν αυτοδίκαιη, αλλ’ αντιθέτως προϋπέθετε τη συμφωνία του EMSA.

58      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι προσφεύγουσες δεν μπορούσαν να υποβάλουν προσφορά και να προτείνουν τίμημα με βάση εξαετή διάρκεια, πράγμα που σημαίνει ότι η προσφορά της JVOC δεν ήταν σύμφωνη προς τα έγγραφα της προσκλήσεως υποβολής προσφορών όσον αφορά τη διάρκεια της συμβάσεως.

59      Όσον αφορά τις συνέπειες της διαπιστώσεως αυτής, όπως ορθώς υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ούτε η μη συμμόρφωση της προσφοράς της JVOC προς την προβλεπόμενη διάρκεια της συμβάσεως ούτε η εξ αυτής απορρέουσα υπέρβαση του ανωτάτου ορίου του προϋπολογισμού της παρτίδας 2 αποτελούν λόγους αποκλεισμού κατά την έννοια των άρθρων 93 έως 96 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού. Ειδικότερα, οι ως άνω περιστάσεις είναι άσχετες προς τον σκοπό των εν λόγω διατάξεων, που είναι η επαλήθευση της γενικής αξιοπιστίας των προσφερόντων, του ήθους τους και της μη υπάρξεως συγκρούσεως συμφερόντων.

60      Ομοίως, οι εν λόγω περιστάσεις δεν αποτελούν κριτήρια επιλογής κατά την έννοια του άρθρου 97, παράγραφος 1, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού και των άρθρων 135 έως 137 των γενικών κανόνων εφαρμογής, εφόσον δεν άπτονται άμεσα της χρηματοοικονομικής, οικονομικής, τεχνικής και επαγγελματικής επάρκειας των προσφευγουσών.

61      Οι διαπιστώσεις αυτές επιβεβαιώνονται από το γεγονός ότι, μετά την ολοκλήρωση του σταδίου της προσκλήσεως για υποβολή υποψηφιοτήτων, που συνίστατο στην επαλήθευση μεταξύ άλλων της τηρήσεως των κριτηρίων αποκλεισμού και επιλογής, ο EMSA απέστειλε στις προσφεύγουσες πρόσκληση υποβολής προσφορών.

62      Αντιστρόφως, το ερώτημα κατά πόσον μια προσφορά είναι σύμφωνη προς την προβλεπόμενη διάρκεια της συμβάσεως και, επομένως, προς το ανώτατο όριο προϋπολογισμού δεν αποβλέπει στη σύγκριση με τις λοιπές υποβληθείσες προσφορές και δεν παρέχει έτσι τη δυνατότητα να καθοριστεί ποια εκ των προσφορών αυτών είναι, ανάλογα με την περίπτωση, η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως ή η μειοδοτούσα. Επομένως, οι εν λόγω περιστάσεις δεν αποτελούν κριτήρια αναθέσεως κατά την έννοια του άρθρου 97 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 138 των γενικών κανόνων εφαρμογής.

63      Ειδικότερα, οι επίμαχες περιστάσεις αντιστοιχούν στις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί μια προσφορά για να ικανοποιήσει τις ανάγκες της αναθέτουσας αρχής. Εμπίπτουν, επομένως, στον καθορισμό του αντικειμένου της συμβάσεως.

64      Έτσι, η προβλεπόμενη διάρκεια μιας συμβάσεως παροχής υπηρεσιών συγκαθορίζει το αντικείμενο της συμβάσεως για τις υπηρεσίες αυτές, κατά το μέτρο που αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό των τιμών και, ιδίως, της αποσβέσεως των αρχικών επενδύσεων.

65      Ομοίως, καθορίζοντας ανώτατο όριο προϋπολογισμού, ήτοι απόλυτη παράμετρο τιμών, η αναθέτουσα αρχή ορίζει μια προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται η υλοποίηση του αντικειμένου της συμβάσεως, προσδιορίζοντας έτσι το αντικείμενο αυτό.

66      Στον καθορισμό του αντικειμένου της συμβάσεως αναφέρεται το άρθρο 92 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, κατά το οποίο «[τ]α έγγραφα που σχετίζονται με την πρόσκληση υποβολής προσφορών πρέπει να παρέχουν πλήρη, σαφή και επακριβή περιγραφή του αντικειμένου και να προσδιορίζουν τα εφαρμοστέα κριτήρια αποκλεισμού, επιλογής και ανάθεσης της σύμβασης». Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι ο καθορισμός του αντικειμένου της συμβάσεως είναι χωριστός από τα κριτήρια αποκλεισμού, επιλογής και αναθέσεως.

67      Ως προς τις συνέπειες της ελλείψεως συμμορφώσεως της προσφοράς προς το αντικείμενο της συμβάσεως, το άρθρο 146, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, των γενικών κανόνων εφαρμογής προβλέπει ότι «[ο]ι αιτήσεις συμμετοχής και οι προσφορές που δεν περιέχουν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που απαιτούνται στα έγγραφα του διαγωνισμού ή που δεν ανταποκρίνονται στις ειδικές απαιτήσεις που καθορίζονται σ’ αυτά απορρίπτονται».

68      Πρέπει να προστεθεί, συναφώς, ότι ο σκοπός της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως είναι να ικανοποιηθούν υπό τους καλύτερους δυνατούς όρους οι ανάγκες της αναθέτουσας αρχής. Επομένως, η αναθέτουσα αρχή πρέπει να μπορεί να καθορίσει ελεύθερα το αντικείμενο μιας δημόσιας συμβάσεως ανάλογα με τις ανάγκες της, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί να υποχρεωθεί να λάβει υπόψη της προσφορά αφορώσα αντικείμενο άλλο από εκείνο που αναζητεί, όπως αυτό δηλώνεται στα έγγραφα της προσκλήσεως υποβολής προσφορών.

69      Ομοίως, κατά γενικό κανόνα, η μη συμμόρφωση προς το αντικείμενο της συμβάσεως καθιστά αδύνατη την ουσιαστική σύγκριση των υποβαλλόμενων προσφορών, κατά το μέτρο που αναιρεί την κοινή βάση αναφοράς τους.

70      Εξάλλου, αν η αναθέτουσα αρχή παρέκκλινε από τα έγγραφα της προσκλήσεως υποβολής προσφορών, αποδεχόμενη προσφορές μη ανταποκρινόμενες στο αντικείμενο της συμβάσεως, όπως αυτό καθορίζεται στα εν λόγω έγγραφα, τούτο θα ήταν ασυμβίβαστο προς τις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχειρίσεως.

71      Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι είναι απαραίτητο η αναθέτουσα αρχή να είναι σε θέση να γνωρίζει με ακρίβεια το περιεχόμενο της προσφοράς και ιδίως το κατά πόσον αυτή είναι σύμφωνη προς τους όρους των εγγράφων της προσκλήσεως υποβολής προσφορών. Έτσι, όταν μια προσφορά δεν είναι σαφής και η αναθέτουσα αρχή δεν έχει τη δυνατότητα να διαπιστώσει, ταχέως και αποτελεσματικώς, σε τι πραγματικά αντιστοιχεί, δεν έχει άλλη επιλογή από το να απορρίψει την προσφορά αυτή (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2002, T‑211/02, Tideland Signal κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑3781, σκέψη 34). Η ίδια συνέπεια επέρχεται, κατά μείζονα λόγο, όταν, όπως εν προκειμένω, η προσφορά προδήλως δεν αντιστοιχεί στο αντικείμενο της συμβάσεως.

72      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να θεωρηθεί ότι η συμμόρφωση προς το αντικείμενο της συμβάσεως, όπως αυτό περιγράφεται στα έγγραφα της προσκλήσεως υποβολής προσφορών, αποτελεί προαπαιτούμενο το οποίο πρέπει να πληροί οποιαδήποτε προσφορά ώστε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως. Η μη τήρηση της προϋποθέσεως αυτής οδηγεί στον αποκλεισμό της εν λόγω προσφοράς από την αναθέτουσα αρχή, χωρίς σύγκρισή της με τις λοιπές υποβαλλόμενες προσφορές.

73      Εν προκειμένω, όμως, από τις σκέψεις 58 και 63 ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφορά της JVOC δεν ήταν σύμφωνη προς τα έγγραφα της προσκλήσεως υποβολής προσφορών όσον αφορά ένα στοιχείο του καθορισμού του αντικειμένου της συμβάσεως, ήτοι την προβλεπόμενη διάρκεια της συμβάσεως. Επομένως, ο EMSA δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως απορρίπτοντας την εν λόγω προσφορά χωρίς να τη συγκρίνει προς τις λοιπές προσφορές, πριν προβεί στην ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως.

74      Όσον αφορά το ζήτημα αν η προβλεπόμενη διάρκεια της συμβάσεως και το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού της παρτίδας 2 ορίστηκαν κατά τρόπο ορθό στα κρίσιμα έγγραφα, διαπιστώθηκε ανωτέρω ότι οι όροι αυτοί ενέπιπταν στον καθορισμό του αντικειμένου της συμβάσεως. Επομένως, πρέπει να εφαρμοσθεί το άρθρο 92 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι «[τ]α έγγραφα που σχετίζονται με την πρόσκληση υποβολής προσφορών πρέπει να παρέχουν πλήρη, σαφή και επακριβή περιγραφή του αντικειμένου». Αντιθέτως, το άρθρο 130, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, των γενικών κανόνων εφαρμογής, το οποίο επικαλέσθηκαν οι προσφεύγουσες, αναφέρεται μόνο στα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής, και έτσι δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

75      Συναφώς, όσον αφορά την προβλεπόμενη διάρκεια της συμβάσεως, αρκεί η παραπομπή στις σκέψεις 53 έως 57 ανωτέρω, όπου διαπιστώθηκε ότι από τα έγγραφα της προσκλήσεως υποβολής προσφορών προέκυπτε, κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, ότι η διάρκεια της συμβάσεως στην οποία απέβλεπε ο EMSA ήταν 36 μήνες και ότι η ανανέωση της εν λόγω συμβάσεως, που συνεπαγόταν διπλασιασμό της διάρκειας αυτής, δεν ήταν αυτοδίκαιη, αλλ’ αντιθέτως προϋπέθετε συμφωνία των μερών, μεταξύ των οποίων και του EMSA.

76      Όσον αφορά το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού της παρτίδας 2, στη σκέψη 3 ανωτέρω αναφέρθηκε ότι, κατά το σημείο II, παράγραφος 2, αριθμός 1, της προκηρύξεως του διαγωνισμού, το σημείο 3, παράγραφος 4, των όρων συμμετοχής και το σημείο 5 του σχεδίου της συγγραφής υποχρεώσεων, η μέγιστη συνολική αξία της παρτίδας 2 ήταν 4 000 000 ευρώ. Εξάλλου, κατά το σημείο 12, παράγραφος 2, του σχεδίου της συγγραφής υποχρεώσεων, η υποβολή προσφοράς υπερβαίνουσας το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού που είχε καθοριστεί για κάθε παρτίδα δικαιολογούσε τον αποκλεισμό από τη διαδικασία συνάψεως της συμβάσεως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 5 ανωτέρω.

77      Κατά το μέτρο που οι προσφεύγουσες προβάλλουν, συναφώς, ότι το σχέδιο της συγγραφής υποχρεώσεων προοριζόταν μόνο να βοηθήσει τους προσφέροντες, αρκεί η παραπομπή στη σκέψη 54 ανωτέρω. Όσον αφορά το ότι, κατά το σημείο 5 του μέρους της προκηρύξεως του διαγωνισμού που έχει ως αντικείμενο την περιγραφή της παρτίδας 2, το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού προσδιοριζόταν κατ’ εκτίμηση, πρέπει να επισημανθεί ότι το όριο αυτό καθορίστηκε κατά τρόπο βέβαιο τόσο στο σχέδιο της συγγραφής υποχρεώσεων όσο και στην οριστική συγγραφή υποχρεώσεων.

78      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τόσο η προβλεπόμενη διάρκεια της συμβάσεως όσο και το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού της παρτίδας 2 περιγράφηκαν κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο στα έγγραφα της προσκλήσεως υποβολής προσφορών, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 92 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού.

79      Εξάλλου, οι προσφεύγουσες δεν παρουσιάζουν συγκεκριμένα επιχειρήματα προς στήριξη της απόψεως που προβάλλουν ότι η απόρριψη της προσφοράς της JVOC με το αιτιολογικό ότι δεν συμμορφωνόταν προς το αντικείμενο της συμβάσεως συνεπάγεται δυσμενή διάκριση ή έχει δυσανάλογο χαρακτήρα. Αντιθέτως, από τα εκτεθέντα στις σκέψεις 68 έως 70 ανωτέρω προκύπτει ότι η συνέπεια αυτή ήταν η μόνη που συμβιβαζόταν με τον σκοπό της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως, καθώς και με τις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχειρίσεως, δεδομένου ότι, αφενός, η προσφορά της JVOC δεν ανταποκρινόταν στις ανάγκες του EMSA, όπως αυτές εκτίθεντο στα έγγραφα της προσκλήσεως υποβολής προσφορών, και, αφετέρου, η μη τήρηση της προβλεπόμενης διάρκειας της συμβάσεως καθιστούσε αδύνατη τη σύγκριση της εν λόγω προσφοράς προς τις λοιπές υποβαλλόμενες προσφορές.

80      Στο πλαίσιο αυτό, κατά το μέτρο που από τις σκέψεις 53 έως 57 ανωτέρω προκύπτει ότι η διάρκεια της συμβάσεως στην οποία απέβλεπε ο EMSA ήταν τριετής, το επιχείρημα ότι η προσφορά της JVOC ήταν πιο συμφέρουσα για εξαετή διάρκεια απ’ ό, τι η προσφορά της DCI είναι αλυσιτελές.

81      Τέλος, διαπιστώνεται ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Νοεμβρίου 2008, T‑406/06, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), την οποίο επικαλέσθηκαν οι προσφεύγουσες, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Ειδικότερα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, μια προσφορά η οποία ανταποκρινόταν στο αντικείμενο της συμβάσεως και μπορούσε επομένως να συγκριθεί προς τις λοιπές προσφορές, δεν είχε συγκεντρώσει, στο πλαίσιο της συγκρίσεως αυτής, τον ελάχιστο αριθμό μορίων που καθοριζόταν σε συνάρτηση με τα διάφορα κριτήρια αναθέσεως. Στην υπό κρίση υπόθεση, αντιθέτως, η προσφορά της JVOC απορρίφθηκε πριν το στάδιο της συγκρίσεως των προσφορών και, κατά συνέπεια, της αναθέσεως, λόγω μη συμμορφώσεώς της προς το αντικείμενο της συμβάσεως.

82      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος, καθώς και το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου κατά το μέτρο που αφορά τη συμμόρφωση της προσφοράς της JVOC προς το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού της παρτίδας 2.

 Επί του τέταρτου λόγου, που αντλείται από προδήλως ακατάλληλο και παράλογο χαρακτήρα του ανωτάτου ορίου του προϋπολογισμού της παρτίδας 2

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

83      Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού της παρτίδας 2 ήταν υπέρμετρα χαμηλό και δεν επέτρεπε έτσι στους διαγωνιζόμενους να υποβάλουν προσφορά ανταποκρινόμενη στο σύνολο των απαιτήσεων που έθετε ο EMSA. Εξ αυτού συνάγουν ότι οποιαδήποτε προσφορά τηρούσε το εν λόγω ανώτατο όριο προϋπολογισμού αντέβαινε εν λόγω απαιτήσεις. Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν, στο πλαίσιο αυτό, ότι οι τρεις από τις τέσσερις αρχικές προσφορές υπερέβαιναν το ανώτατο όριο προϋπολογισμού. Προσθέτουν ότι προέβαλαν δύο φορές αντιρρήσεις κατά της εφαρμογής του ανωτάτου ορίου του προϋπολογισμού της παρτίδας 2.

84      Ο EMSA αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων των προσφευγουσών.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

85      Διαπιστώνεται καταρχάς ότι οι προσφεύγουσες δεν υπέβαλαν εμπεριστατωμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν το βάσιμο των επιχειρημάτων τους. Ειδικότερα, το μόνο συγκεκριμένο στοιχείο που επικαλέσθηκαν είναι η υψηλή τιμή αγοράς του εξοπλισμού για την ανάκτηση πετρελαίου, που στην περίπτωσή τους ανέρχεται στα 1 960 000 ευρώ.

86      Οι προσφεύγουσες όμως δεν υπέβαλαν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι το κόστος αυτό ήταν απαραίτητο ώστε να τηρηθεί το σύνολο των απαιτήσεων που είχε καθορίσει ο EMSA ή ακόμη ότι το κόστος αυτό, από μόνο του, καθιστούσε αδύνατη την τήρηση του ανωτάτου ορίου του προϋπολογισμού της παρτίδας 2.

87      Ομοίως, το γεγονός ότι τρεις από τις τέσσερις αρχικώς υποβληθείσες προσφορές δεν τηρούσαν το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού της παρτίδας 2 δεν αποδεικνύει, από μόνο του, ότι το όριο αυτό ήταν υπέρμετρα χαμηλό ή ότι η μόνη προσφορά που τηρούσε το εν λόγω όριο δεν ανταποκρινόταν στο σύνολο των απαιτήσεων που είχε καθορίσει ο EMSA. Ειδικότερα, είναι εξίσου δυνατόν η τελευταία αυτή προσφορά να ήταν η μόνη που τηρούσε τόσο το ανώτατο όριο προϋπολογισμού όσο και τις λοιπές προβλεπόμενες απαιτήσεις.

88      Εξάλλου, εν πάση περιπτώσει, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 68 ανωτέρω, η αναθέτουσα αρχή πρέπει να μπορεί να καθορίσει ελεύθερα το αντικείμενο της συμβάσεως και, ως εκ τούτου, να επιλέξει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι υποβαλλόμενες προσφορές. Έτσι, μπορεί μεταξύ άλλων να καθορίσει τη διάρκεια της συμβάσεως που θα συναφθεί και να θέσει τα ανώτατα όρια του προϋπολογισμού στα οποία πρέπει να συμμορφώνονται οι προσφορές, με βάση τους περιορισμούς του προϋπολογισμού της. Συναφώς, δεν υποχρεούται σε διαβούλευση με τους εν δυνάμει προσφέροντες όσον αφορά την καταλληλότητα των προϋποθέσεων που καθορίζει.

89      Αν η αναθέτουσα αρχή καθορίσει πράγματι υπέρμετρα χαμηλό ανώτατο όριο προϋπολογισμού, διατρέχει τον κίνδυνο να μην υποβληθεί καμία ικανοποιητική προσφορά, οπότε θα πρέπει να επαναληφθεί η διαδικασία συνάψεως της συμβάσεως με τροποποιημένους όρους. Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει ότι υποχρεούται να λάβει υπόψη τις παρατηρήσεις των προσφερόντων ούτε, κατά μείζονα λόγο, να συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις τους.

90      Συνεπεία της διαπιστώσεως αυτής, το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες επικαλέσθηκαν ενώπιον του EMSA ακαταλληλότητα του ανωτάτου ορίου του προϋπολογισμού της παρτίδας 2 δεν ασκεί επιρροή.

91      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο τέταρτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου, κατά το μέτρο που αφορά τη μη κοινοποίηση ορισμένων εγγράφων στις προσφεύγουσες και την αιτιολόγηση της απορρίψεως της προσφοράς της JVOC

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

92      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι ο EMSA παρέβη το άρθρο 100, παράγραφος 2, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, το άρθρο 135, παράγραφος 2, των κανόνων εφαρμογής του EMSA, την υποχρέωση αιτιολογήσεως, την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία καθόσον, αφενός, δεν τους κοινοποίησε ορισμένα έγγραφα και, αφετέρου, δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο την απόρριψη της προσφοράς της JVOC.

93      Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι, παρά τις διάφορες σχετικές αιτήσεις τους, ο EMSA αρνήθηκε να τους κοινοποιήσει την έκθεση της επιτροπής αξιολογήσεως και την προσφορά της DCI ή κρίσιμα αποσπάσματα των εγγράφων αυτών. Ωστόσο, από το άρθρο 135, παράγραφος 2, των κανόνων εφαρμογής του EMSA, σε συνδυασμό με το άρθρο 100, παράγραφος 2, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού και το άρθρο 149 των γενικών κανόνων εφαρμογής προκύπτει ότι ο EMSA υποχρεούτο να παράσχει πληροφορίες ως προς τα χαρακτηριστικά και τα σχετικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς στον διαγωνιζόμενο που είχε υποβάλει παραδεκτή προσφορά και είχε διατυπώσει σχετικό αίτημα.

94      Κατά τις προσφεύγουσες, σκοπός αυτής της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως είναι να παρασχεθεί στον απορριφθέντα διαγωνιζόμενο η δυνατότητα να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η προσφορά του και να βεβαιωθεί ότι δεν υπέστη δυσμενή διάκριση σε σύγκριση με άλλους διαγωνιζομένους. Ειδικότερα, ο διαγωνιζόμενος του οποίου η προσφορά απορρίφθηκε λόγω μη τηρήσεως της συγγραφής υποχρεώσεων έχει το δικαίωμα να λάβει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες που του επιτρέπουν να αποδείξει ότι οι προσφορές των άλλων διαγωνιζομένων επίσης δεν ήταν σύμφωνες προς τη συγγραφή υποχρεώσεων και έπρεπε και αυτές να απορριφθούν.

95      Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι, έστω και αν η προσφορά της JVOC δεν συγκρίθηκε πράγματι προς την προσφορά της DCI, οπότε δεν υπάρχουν στοιχεία όσον αφορά τα σχετικά πλεονεκτήματα της δεύτερης, εντούτοις πρέπει να γνωστοποιηθούν τα χαρακτηριστικά της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και η εκτίμησή τους εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής.

96      Όσον αφορά την αιτιολόγηση της απορρίψεως της προσφοράς της JVOC, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι ο EMSA δεν δήλωσε στην απόφαση περί απορρίψεως τον λόγο για τον οποίο απορρίφθηκε η εν λόγω προσφορά ούτε αναφέρθηκε στα διαθέσιμα ένδικα βοηθήματα κατά της εν λόγω αποφάσεως.

97      Οι προσφεύγουσες εκθέτουν, στο πλαίσιο αυτό, ότι η απλή μνεία, στην απόφαση περί απορρίψεως, της μη τηρήσεως ενός κριτηρίου αποκλεισμού δεν αποτελεί προσήκουσα αιτιολογία, καθόσον δεν τους επέτρεψε να εκτιμήσουν τον λόγο για τον οποίο απορρίφθηκε η προσφορά της JVOC. Συγκεκριμένα, ο ειδικός λόγος στον οποίο στηρίζεται η απόφαση περί απορρίψεως εκτέθηκε μόλις στο έγγραφο της 6ης Νοεμβρίου 2008.

98      Τέλος, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η παραβίαση της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως των σχετικών πληροφοριών και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως συνιστά επίσης προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας και του δικαιώματός τους σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

99      Ο EMSA αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων των προσφευγουσών.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

100    Κατά το άρθρο 100, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, «[η] αναθέτουσα αρχή γνωστοποιεί σε κάθε απορριφθέντα υποψήφιο ή προσφέροντα τους λόγους απόρριψης της υποψηφιότητας ή της προσφοράς του και σε κάθε προσφέροντα, του οποίου η προσφορά κρίθηκε παραδεκτή και ο οποίος υποβάλλει εγγράφως αίτηση προς τούτο, τα σχετικά χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του αναδόχου».

101    Το άρθρο 149 των γενικών κανόνων εφαρμογής, το οποίο έχει ταυτόσημο περιεχόμενο με το άρθρο 135 των κανόνων εφαρμογής του EMSA, παρέχει τις ακόλουθες διευκρινίσεις:

«1.      Οι αναθέτουσες αρχές γνωστοποιούν το ταχύτερο δυνατόν στους υποψήφιους και στους προσφέροντες τις αποφάσεις που λαμβάνονται σχετικά με την ανάθεση της σύμβασης […]

2.      Η αναθέτουσα αρχή γνωστοποιεί, εντός το πολύ δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών από την παραλαβή σχετικής γραπτής αίτησης, τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 100, παράγραφος 2, του [γενικού] δημοσιονομικού κανονισμού.

3.      Στην περίπτωση των συμβάσεων που ανατίθενται από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα για ίδιο λογαριασμό, […] η αναθέτουσα αρχή γνωστοποιεί σε όλους τους απορριφθέντες υποψήφιους και προσφέροντες, ταυτόχρονα και ατομικά, με το ταχυδρομείο, με φαξ ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ότι η αίτησή τους ή η προσφορά τους δεν έγιναν αποδεκτές […]

Σε καθεμιά περίπτωση, η αναθέτουσα αρχή αναφέρει τους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η προσφορά ή η αίτηση, μαζί με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής κατά των σχετικών αποφάσεων.

[…]

Οι απορριφθέντες υποψήφιοι ή προσφέροντες μπορούν να λάβουν επιπλέον πληροφορίες για τους λόγους της απόρριψής τους, υποβάλλοντας γραπτώς σχετικό αίτημα […], καθώς και, για κάθε προκριθείσα προσφορά, πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τα σχετικά πλεονεκτήματα της προσφοράς, όπως και το όνομα του αναδόχου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 100, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του [γενικού] δημοσιονομικού κανονισμού. Οι αναθέτουσες αρχές απαντούν στα υποβαλλόμενα αιτήματα εντός το πολύ δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της σχετικής αίτησης.»

102    Έτσι, προκειμένου να καθοριστεί η έκταση των υποχρεώσεων που υπείχε ο EMSA έναντι των προσφευγουσών δυνάμει του άρθρου 100, παράγραφος 2, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, του άρθρου 149 των γενικών κανόνων εφαρμογής και του άρθρου 135 των κανόνων εφαρμογής του EMSA, πρέπει να εξακριβωθεί αν η προσφορά της JVOC ήταν παραδεκτή κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων.

103    Συναφώς, το άρθρο 146, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, των γενικών κανόνων εφαρμογής ορίζει ότι «[κ]ρίνονται παραδεκτές οι προσφορές των [υποψηφίων ή των] προσφερόντων που δεν έχουν αποκλεισθεί και που πληρούν τα κριτήρια επιλογής».

104    Η διάταξη όμως αυτή, από τη στιγμή που αναφέρεται μόνο στα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής, παραβλέπει το γεγονός, που περιγράφηκε στις σκέψεις 59 έως 72 ανωτέρω, ότι η συμμόρφωση προς το αντικείμενο της συμβάσεως συνιστά προαπαιτούμενο η μη τήρηση του οποίου δικαιολογεί απόρριψη της οικείας προσφοράς χωρίς να συγκριθεί με τις λοιπές υποβαλλόμενες προσφορές.

105    Έτσι, το γράμμα του άρθρου 146, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, των γενικών κανόνων εφαρμογής δεν συμβιβάζεται προς τον σκοπό της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως των χαρακτηριστικών και των σχετικών πλεονεκτημάτων της επιλεγείσας προσφοράς, καθώς και του ονόματος του αναδόχου, την οποία προβλέπει το άρθρο 100, παράγραφος 2, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού.

106    Ο σκοπός αυτός έγκειται στο να παρασχεθεί η δυνατότητα στον διαγωνιζόμενο, του οποίου η προσφορά εισήλθε στο στάδιο που προηγείται της αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως, υποβλήθηκε σε σύγκριση προς τις λοιπές προσφορές και κρίθηκε ως λιγότερο συμφέρουσα, να επαληθεύσει αν η σύγκριση πραγματοποιήθηκε κατά τρόπο ορθό και ενδεχομένως να την αμφισβητήσει. Ειδικότερα, η επαλήθευση αυτή δεν μπορεί να γίνει χωρίς λήψη των σχετικών πληροφοριών για την επιλεγείσα προσφορά.

107    Αντιθέτως, όταν η απόρριψη της προσφοράς επέρχεται πριν το στάδιο της αναθέσεως, εξ ορισμού δεν αποτελεί συνέπεια της συγκρίσεως με την προσφορά που επελέγη. Επομένως, για την επαλήθευση του βασίμου της απορρίψεως δεν απαιτείται η γνωστοποίηση στοιχείων για την επιλεγείσα προσφορά.

108    Συναφώς, διαπιστώνεται ακόμη ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η υποχρέωση γνωστοποιήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 100, παράγραφος 2, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού δεν αποβλέπει στο να παράσχει στον προσφέροντα τη δυνατότητα να επαληθεύσει τη συμμόρφωση όλων των άλλων προσφορών προς τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής και προς το αντικείμενο της συμβάσεως. Ειδικότερα, αν συνέβαινε αυτό, η ως άνω διάταξη δεν θα πρόβλεπε τη γνωστοποίηση μόνο των στοιχείων που αφορούν την επιλεγείσα προσφορά.

109    Άλλωστε, ο διαγωνιζόμενος του οποίου η προσφορά απορρίφθηκε πριν το στάδιο που προηγείται της αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως έχει τη δυνατότητα να υποβάλει στην αναθέτουσα αρχή παρατηρήσεις όσον αφορά τις παρατυπίες τις οποίες εμφανίζουν κατά τη γνώμη του οι προσφορές των άλλων διαγωνιζομένων και οι οποίες δεν εντοπίστηκαν. Αν θεωρεί ότι η αναθέτουσα αρχή αγνόησε τις παρατηρήσεις που υπέβαλε και ότι η ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως είχε έτσι ως συνέπεια απάτη ή δημοσιονομική παρατυπία, μπορεί να ειδοποιήσει τα όργανα τα οποία έχουν σχετική αρμοδιότητα, ιδίως δε την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης.

110    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι προσφορά η οποία δεν είναι σύμφωνη προς το αντικείμενο της συμβάσεως δεν είναι παραδεκτή κατά την έννοια του άρθρου 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού, του άρθρου 149 των γενικών κανόνων εφαρμογής και του άρθρου 135 των κανόνων εφαρμογής του EMSA.

111    Εν προκειμένω, από τις σκέψεις 53 έως 73 ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφορά της JVOC δεν ήταν σύμφωνη προς το αντικείμενο της συμβάσεως όσον αφορά την προβλεπόμενη διάρκειά της.

112    Επομένως, ο EMSA όφειλε μόνο, δυνάμει της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 100, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, στο άρθρο 149 των γενικών κανόνων εφαρμογής και στο άρθρο 135 των κανόνων εφαρμογής του EMSA, να ενημερώσει τις προσφεύγουσες για τους λόγους απορρίψεως της προσφοράς τους και για τα διαθέσιμα ένδικα βοηθήματα.

113    Όσον αφορά, αφενός, τους λόγους της απορρίψεως της προσφοράς της JVOC, στην απόφαση περί απορρίψεως ο EMSA ανέφερε τα ακόλουθα:

«Η επιτροπή αξιολογήσεως εκτίμησε ότι η προσφορά σας, όπως υποβλήθηκε, δεν ήταν παραδεκτή ενόψει των όρων της συμβάσεως. Η επιτροπή είχε τη γνώμη ότι δεν επληρούτο ένα κριτήριο αποκλεισμού και ότι, επομένως, η προσφορά δεν τηρούσε τις απαιτήσεις που προβλέπονται για την παρούσα διαδικασία συνάψεως συμβάσεως.»

114    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, έτσι ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, για να είναι σε θέση να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους, ο δε δικαστής να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαΐου 2009, T‑89/07, VIP Car Solutions κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2009, σ. II‑1403, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

115    Επιπλέον, κατά τη νομολογία, η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της οικείας πράξεως και από το πλαίσιο στο οποίο εκδόθηκε (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Φεβρουαρίου 2006, T‑376/05 και T‑383/05, TEA-CEGOS και STG κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑205, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Έτσι, η απόφαση περί απορρίψεως πρέπει να τοποθετηθεί στο υπόβαθρο της προηγηθείσας επικοινωνίας μεταξύ του EMSA και των προσφευγουσών, η οποία έλαβε χώρα στο πλαίσιο της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως.

116    Η προβλεπόμενη όμως διάρκεια της συμβάσεως και η σημασία της τηρήσεως του ανωτάτου ορίου του προϋπολογισμού της παρτίδας 2 συζητήθηκαν από τις προσφεύγουσες και τον EMSA κατά τη συνάντηση για την παροχή διευκρινίσεων η οποία πραγματοποιήθηκε στις 18 Ιουνίου 2008. Η μη συμμόρφωση της προσφοράς της JVOC προς την εν λόγω διάρκεια και η μη τήρηση του ως άνω ανωτάτου ορίου του προϋπολογισμού το οποίο συνεπαγόταν η διάρκεια αυτή εθίγησαν, εν συνεχεία, στα έγγραφα της 14ης Αυγούστου και της 1ης, 12ης και 29ης Σεπτεμβρίου 2008.

117    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, διαβάζοντας την απόφαση περί απορρίψεως, οι προσφεύγουσες ήταν σε θέση να αντιληφθούν ότι η αναφορά στο ότι η προσφορά της JVOC ήταν απαράδεκτη ενόψει των όρων της συμβάσεως, ότι δεν πληρούτο ένα κριτήριο του οποίου η παραβίαση συνεπαγόταν αποκλεισμό από τη διαδικασία συνάψεως της συμβάσεως και ότι δεν τηρούνταν οι προβλεπόμενες απαιτήσεις παρέπεμπε ακριβώς στη μη τήρηση της προβλεπόμενης διάρκειας της συμβάσεως και του ανωτάτου ορίου του προϋπολογισμού της παρτίδας 2 το οποίο συνεπαγόταν η διάρκεια αυτή.

118    Επιπλέον, σε απάντηση του από 3 Νοεμβρίου 2008 αιτήματος των προσφευγουσών, ο EMSA απέστειλε σε αυτές το έγγραφο της 6ης Νοεμβρίου 2008, στο οποίο ρητώς ανέφερε ότι η απόρριψη της προσφοράς της JVOC ήταν απόρροια της μη τηρήσεως του ανωτάτου ορίου του προϋπολογισμού της παρτίδας 2, που αποτελούσε συνέπεια της μη τηρήσεως της προβλεπόμενης διάρκειας της συμβάσεως. Το έγγραφο του EMSA της 19ης Νοεμβρίου 2008 επαναλάμβανε τη διευκρίνιση αυτή.

119    Άλλωστε, η παρασχεθείσα αιτιολογία παρέσχε στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους, εφόσον, όπως προκύπτει από την υπό κρίση προσφυγή, προέβαλαν λόγους και επιχειρήματα σχετικά με το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού της παρτίδας 2 και το ευρισκόμενο στη βάση του ζήτημα της τηρήσεως της προβλεπόμενης διάρκειας της συμβάσεως. Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο είναι σε θέση να εκτιμήσει προσηκόντως τους ως άνω λόγους και τα επιχειρήματα βάσει της αιτιολογίας που παρασχέθηκε.

120    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, συνάγεται ότι ο EMSA δεν παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως όσον αφορά τη μνεία των λόγων της απορρίψεως της προσφοράς της JVOC.

121    Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι ο EMSA δεν υπέδειξε, ούτε στην απόφαση περί απορρίψεως ούτε στα μεταγενέστερα έγγραφά του, τα ένδικα βοηθήματα που διέθεταν οι προσφεύγουσες.

122    Το επιχείρημα που προέβαλε συναφώς ο EMSA ότι θεωρούσε ότι δεν υπήρχαν τέτοια βοηθήματα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Ειδικότερα, στην περίπτωση αυτή ο EMSA έπρεπε τουλάχιστον να αναφέρει τούτο στην αλληλογραφία που διατηρούσε με τις προσφεύγουσες.

123    Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι, κατά το μέτρο που η υπόδειξη των διαθέσιμων ενδίκων βοηθημάτων δεν έχει σχέση με το αντικείμενο της αποφάσεως περί απορρίψεως, η μη υπόδειξή τους δεν θίγει τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως. Τούτο θα μπορούσε να έχει σημασία, το πολύ, για την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής εκ μέρους των προσφευγουσών, ιδίως όσον αφορά την τήρηση της σχετικής προθεσμίας.

124    Διαπιστώνεται όμως ότι οι προσφεύγουσες άσκησαν εμπροθέσμως την υπό κρίση προσφυγή με αίτημα, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως και ότι δεν προβάλλουν κανένα επιχείρημα ή αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η μη υπόδειξη των διαθέσιμων ενδίκων βοηθημάτων στην εν λόγω απόφαση τις εμπόδισε να ασκήσουν πράγματι το δικαίωμά τους προσφυγής.

125    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, διαπιστώνεται ότι, έστω και αν ο EMSA παρέλειψε να αναφέρει τα διαθέσιμα ένδικα βοηθήματα στην απόφαση περί απορρίψεως, εν προκειμένω το γεγονός αυτό δεν έχει σημασία.

126    Τέλος, κατά το μέτρο που διαπιστώθηκε ανωτέρω ότι ο EMSA δεν υποχρεούτο να γνωστοποιήσει στις προσφεύγουσες στοιχεία όσον αφορά την προσφορά της DCI, ότι αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο την απόρριψη της προσφοράς της JVOC και ότι η μη υπόδειξη των διαθέσιμων ενδίκων βοηθημάτων δεν έχει σημασία εν προκειμένω, δεν προκύπτει το πώς ο EMSA προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών ή το δικαίωμά τους σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Τα όσα προβάλλουν σχετικώς οι προσφεύγουσες και τα οποία δεν τεκμηριώνονται με ακριβέστερα επιχειρήματα δεν μπορούν έτσι να γίνουν δεκτά.

127    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου, κατά το μέτρο που αφορά τη μη κοινοποίηση στις προσφεύγουσες ορισμένων εγγράφων ή στοιχείων και την αιτιολόγηση της απορρίψεως της προσφοράς της JVOC.

128    Εφόσον απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι και τα επιχειρήματα που αφορούν την απόφαση περί απορρίψεως, το αίτημα περί ακυρώσεώς της πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της αποφάσεως περί αναθέσεως

129    Προεισαγωγικώς, πρέπει να εξετασθεί το έννομο συμφέρον των προσφευγουσών όσον αφορά το αίτημα για την ακύρωση της αποφάσεως περί αναθέσεως, δεδομένου ότι η έλλειψη εννόμου συμφέροντος συνιστά λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑310/00, MCI κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3253, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 Επιχειρήματα των διαδίκων

130    Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι, κατά το μέτρο που ζήτησαν την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως, έχουν επίσης έννομο συμφέρον να προσβάλουν την απόφαση περί αναθέσεως. Συναφώς, υποστηρίζουν ότι, χωρίς την ακύρωση της αποφάσεως περί αναθέσεως, η τυχόν ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως θα ήταν άσκοπη.

131    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι έχουν επίσης έννομο συμφέρον να αποδείξουν ότι όλες οι άλλες προσφορές έπρεπε να είχαν αποκλεισθεί από τον διαγωνισμό.

132    Κατά τον EMSA, ο διαγωνιζόμενος η προσφορά του οποίου αποκλείσθηκε πριν το στάδιο που προηγείται της αποφάσεως περί αναθέσεως δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση αυτής.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

133    Κατά τη νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως που έχει ασκηθεί από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στο μέτρο που ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως είναι ικανή αφ’ εαυτής να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2009, T‑195/08, Antwerpse Bouwwerken κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑4439, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

134    Όταν όμως η προσφορά ενός διαγωνιζομένου απορρίπτεται πριν από το στάδιο που προηγείται της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως, οπότε δεν συγκρίνεται προς τις λοιπές προσφορές, το έννομο συμφέρον του εν λόγω διαγωνιζομένου να προσβάλει την απόφαση περί αναθέσεως προϋποθέτει την ακύρωση της αποφάσεως που απορρίπτει την προσφορά του. Ειδικότερα, μόνον αν ακυρωθεί η απόφαση περί απορρίψεως είναι ενδεχομένως δυνατό η ακύρωση της αποφάσεως περί αναθέσεως να επάγεται έννομες συνέπειες για τον διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά απορρίφθηκε πριν το στάδιο που προηγείται της αποφάσεως περί αναθέσεως και να του παράσχει όφελος, ακυρώνοντας μια απόφαση που εκδόθηκε κατόπιν συγκρίσεως στην οποία εσφαλμένως δεν συμπεριλήφθηκε η προσφορά του.

135    Αντιθέτως, στην περίπτωση που απορρίπτεται το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως που απορρίπτει την προσφορά, η ακύρωση της αποφάσεως περί αναθέσεως δεν μπορεί να επάγεται έννομες συνέπειες για τον διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά απορρίφθηκε πριν το στάδιο που προηγείται της αποφάσεως περί αναθέσεως. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που απορρίπτει την προσφορά δεν επιτρέπει να επηρεαστεί ο εν λόγω διαγωνιζόμενος από τη μεταγενέστερη απόφαση περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως σε άλλο διαγωνιζόμενο.

136    Εξάλλου, από τις σκέψεις 108 και 109 ανωτέρω προκύπτει ότι, βάσει του συστήματος των διατάξεων του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού και των γενικών κανόνων εφαρμογής για τις δημόσιες συμβάσεις, δεν εναπόκειται στον διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά απορρίφθηκε πριν το στάδιο που προηγείται της αποφάσεως περί αναθέσεως να επαληθεύσει τη συμμόρφωση όλων των προσφορών που έγιναν δεκτές στο εν λόγω στάδιο προς τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής και προς το αντικείμενο της συμβάσεως. Επομένως, ο εν λόγω διαγωνιζόμενος δεν μπορεί να στηρίξει έννομο συμφέρον για την προσβολή της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως στην ανάγκη να γίνει μια τέτοια επαλήθευση.

137    Εν προκειμένω, το αίτημα για ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως απορρίφθηκε στη σκέψη 128 ανωτέρω. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, από τα εκτεθέντα στις σκέψεις 133 έως 136 ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την απόφαση περί αναθέσεως, οπότε είναι απαράδεκτο το αίτημά τους για ακύρωση της αποφάσεως αυτής.

2.     Επί του αιτήματος περί κηρύξεως ως άκυρης της συμβάσεως που συνήφθη με την DCI

138    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, συνεπεία των παρανομιών που επικαλέστηκαν στο πλαίσιο των δύο σκελών του πρώτου λόγου, η σύμβαση την οποία υπέγραψε ο EMSA με την DCI πρέπει να κηρυχθεί άκυρη.

139    Αφενός όμως, η εξέταση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου δεν αποκάλυψε καμία παρανομία της αποφάσεως περί απορρίψεως. Επομένως, ως προς το σκέλος αυτό, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών στηρίζεται σε εσφαλμένη προκείμενη.

140    Αφετέρου, επισημαίνεται ότι η υπογραφή της συμβάσεως με την DCI από τον EMSA ήταν το αποτέλεσμα της εφαρμογής της αποφάσεως περί αναθέσεως. Από τις σκέψεις 133 έως 137 ανωτέρω προκύπτει όμως ότι οι προσφεύγουσες δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την εν λόγω απόφαση. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν έχουν έννομο συμφέρον ούτε για την κήρυξη της ακυρότητας της συμβάσεως που υπογράφηκε μεταξύ του EMSA και της DCI με βάση επιχειρήματα σχετικά με τη νομιμότητα της αποφάσεως περί αναθέσεως, όπως αυτά τα οποία προβλήθηκαν στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω).

3.     Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

141    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η έκδοση της αποφάσεως περί απορρίψεως και της αποφάσεως περί αναθέσεως προκάλεσε σε αυτές ζημία που συνίστατο στην απώλεια μιας ουσιαστικής ευκαιρίας να τους ανατεθεί το αντικείμενο της συμβάσεως, στα έξοδα που υπέστησαν στο πλαίσιο της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου καθώς και στην απώλεια της φήμης τους.

142    Ο EMSA αμφισβητεί τόσο το παραδεκτό όσο και το βάσιμο του αιτήματος των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

143    Κατά πάγια νομολογία, το βάσιμο μιας αγωγής αποζημιώσεως που ασκείται δυνάμει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτομένης στα θεσμικά όργανα συμπεριφοράς, του υποστατού της ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1982, 26/81, Oleifici Mediterranei κατά ΕΟΚ, Συλλογή 1982, σ. 3057, σκέψη 16, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 1996, T‑175/94, International Procurement Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑729, σκέψη 44). Αν μία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούται, η αγωγή απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των λοιπών προϋποθέσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑146/91, ΚΥΔΕΠ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4199, σκέψεις 19 και 81, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Φεβρουαρίου 2002, T‑170/00, Förde-Reederei κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑515, σκέψη 37).

144    Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί προεισαγωγικώς ότι στις σκέψεις 34 και 35 ανωτέρω διαπιστώθηκε ότι αντικείμενο της προσφυγής ακυρώσεως ήταν δύο χωριστές αποφάσεις, ήτοι η απόφαση περί απορρίψεως και η απόφαση περί αναθέσεως.

145    Αφενός όμως, από την εξέταση των λόγων και των επιχειρημάτων των προσφευγουσών σχετικά με την απόφαση περί απορρίψεως δεν προέκυψε ότι η απόφαση αυτή έπασχε κάποια παρανομία. Επομένως, η προϋπόθεση του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτόμενης στον EMSA συμπεριφοράς δεν πληρούται ως προς την απόφαση αυτή.

146    Αφετέρου, το γεγονός που διαπιστώθηκε στις σκέψεις 133 έως 137 ανωτέρω, που συνίσταται στο ότι οι προσφεύγουσες δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την απόφαση περί αναθέσεως, σημαίνει ότι η ζημία που προβάλλουν ότι υπέστησαν, έστω και αν υποτεθεί ότι υπήρξε, δεν μπορεί να αποτελεί συνέπεια της εν λόγω αποφάσεως, αλλά της αποφάσεως περί απορρίψεως. Έτσι, σε ό,τι αφορά την απόφαση περί αναθέσεως δεν συντρέχει η προϋπόθεση της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας.

147    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, χωρίς να χρειάζεται το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί του παραδεκτού του αιτήματος αυτού.

4.     Επί του αιτήματος για τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας

148    Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να λάβει μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας για την προσκόμιση, αφενός, της εκθέσεως της επιτροπής αξιολογήσεως και ενός αντιγράφου της προσφοράς της DCI ή των κρίσιμων αποσπασμάτων των εγγράφων αυτών και, αφετέρου, στοιχείων για τυχόν αυξήσεις τιμών στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμβάσεως που συνήφθη με την DCI. Εντούτοις, στον βαθμό που τα εν λόγω έγγραφα εν πάση περιπτώσει δεν θα έθεταν υπό αμφισβήτηση τη διενεργηθείσα ανωτέρω εξέταση, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

149    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

150    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα του EMSA.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τις Dredging International NV και Ondernemingen Jan de Nul NV στα δικαστικά έξοδα.

Pelikánová

Jürimäe

van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Σεπτεμβρίου 2011.

Περιεχόμενα

Ιστορικό της διαφοράς

1.  Η σύμβαση

2.  Συμμετοχή των προσφευγουσών στη διαδικασία με διαπραγμάτευση

3.  Αποφάσεις του EMSA και μετέπειτα κοινοποιήσεις

4.  Υπογραφή της συμβάσεως με την DCI

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Επί του αιτήματος ακυρώσεως

Επί της αποφάσεως περί απορρίψεως

Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση της προσφοράς της JVOC, και επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου, κατά το μέτρο που αφορά τη συμμόρφωση της προσφοράς της JVOC προς το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού της παρτίδας 2

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τέταρτου λόγου, που αντλείται από προδήλως ακατάλληλο και παράλογο χαρακτήρα του ανωτάτου ορίου του προϋπολογισμού της παρτίδας 2

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου, κατά το μέτρο που αφορά τη μη κοινοποίηση ορισμένων εγγράφων στις προσφεύγουσες και την αιτιολόγηση της απορρίψεως της προσφοράς της JVOC

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της αποφάσεως περί αναθέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2.  Επί του αιτήματος περί κηρύξεως ως άκυρης της συμβάσεως που συνήφθη με την DCI

3.  Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

4.  Επί του αιτήματος για τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.