30.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 24/40


Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 η AceaElectrabel Produzione SpA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πρώτο τμήμα) στις 8 Σεπτεμβρίου 2009 στην υπόθεση T-303/05, AceaElectrabel Produzione SpA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-480/09 P)

2010/C 24/70

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: AceaElectrabel Produzione SpA (εκπρόσωποι: L. Radicati di Brozolo, M. Merola, T. Ubaldi e E. Marasà, δικηγόροι)

Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Electrabel, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

να κάνει δεκτά τα ήδη διατυπωθέντα με την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή αιτήματα ή, επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο βάσει του άρθρου 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1)

Παραμόρφωση των λόγων προσφυγής, πλάνη περί το δίκαιο και ανεπαρκής και αντιφατική αιτιολογία, όσον αφορά τον προσδιορισμό του αποδέκτη της ενίσχυσης και την αξιολόγηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής κατά τον καθορισμό των δικαιούχων της ενίσχυσης.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως η AceaElectrabel Produzione SpA («AEP» ή «αναιρεσείουσα»), υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει σοβαρά σφάλματα, στο σημείο που το Πρωτοδικείο απορρίπτει τον λόγο ακυρώσεως σχετικά με τον εσφαλμένο προσδιορισμό του αποδέκτη της ενίσχυσης, ο οποίος αποτελεί την υποκειμενική προϋπόθεση για την εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση της αρχής που απορρέει από τη νομολογία Deggendorf (σύμφωνα με την οποία η χορήγηση μιας νέας ενίσχυσης που κρίθηκε συμβατή μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να αναστέλλεται μέχρι την επιστροφή της προηγούμενης παράνομης ενίσχυσης προς την ίδια εταιρεία). Πρώτον, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί το μη παραδεκτό του λόγου αυτού, όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 88 (ΕΚ) και του κανονισμού 659/99 (1). Η AEP ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένα αυτό το σκέλος του λόγου ακυρώσεως, με το οποίο η αναιρεσείουσα αποσκοπούσε αποκλειστικά στο να προβάλει τον εσφαλμένο προσδιορισμό του δικαιούχου της ενίσχυσης ως τυπικό ελάττωμα της διοικητικής πράξης. Το Πρωτοδικείο, αποφαινόμενο ότι το θέμα της παραβίασης των κανόνων σχετικά με την ανάκτηση των ενισχύσεων δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση, παραμόρφωσε τα επιχειρήματα υπέρ αυτού του σκέλους του λόγου ακυρώσεως.

Η αναιρεσείουσα αμφισβητεί επίσης την απόφαση του Πρωτοδικείου καθόσον δεν ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής, παρά την ύπαρξη σοβαρού σφάλματος που συνίστατο στην ταύτιση της AEP (δικαιούχου της νέας ενισχύσεως) με τον όμιλο ACEA (δικαιούχου της μη επιστραφείσας ενισχύσεως), με βάση την εσφαλμένη, παράλογη και αντιφατική εφαρμογή της έννοιας της οικονομικής ενότητας ενός ομίλου επιχειρήσεων όπως απορρέει από τη νομολογία. Η αναιρεσείουσα αμφισβητεί ότι η έννοια αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση joint venture που ελέγχεται από κοινού από δύο χωριστούς ομίλους (όπως συμβαίνει με την AEP), εφόσον η πάγια νομολογία σε θέματα οικονομικής ενότητας επιχειρήσεων αναφέρεται μόνο στις περιπτώσεις εταιρειών που ελέγχονται αποκλειστικά μια ενιαία οντότητα. Το σφάλμα είναι ιδιαίτερα σοβαρό, διότι το Πρωτοδικείο έκρινε άνευ σημασίας το γεγονός ότι το κεφάλαιο της AEP ήταν συγκεντρωμένο κατά 70 % σε διαφορετικό οικονομικό όμιλο, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον αποδέκτη της μη ανακτηθείσας ενίσχυσης. Το Πρωτοδικείου υπέπεσε, επίσης, σε πλάνη κατά την εφαρμογή της έννοιας της λειτουργικά ανεξάρτητης εταιρείας, κρίνοντας ότι η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί λειτουργικά ανεξάρτητη, διότι υπόκειται στον από κοινού έλεγχο των δύο εταιρειών.

2)

Παραμόρφωση των λόγων προσφυγής, πλάνη περί το δίκαιο, και αντιφατική και ανεπαρκής αιτιολογία, σε σχέση με τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας για τη σημασία της νομολογίας Deggendorf κατά την εκδίκαση της παρούσας υποθέσεως.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υπογραμμίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη όσον αφορά την εφαρμογή της νομολογίας Deggendorf στον βαθμό που επιβεβαιώνει την εκτίμηση της Επιτροπής, ακόμη και ως προς την ύπαρξη της αντικειμενικής προϋπόθεσης για την εφαρμογή της νομολογίας Deggendorf. Η αναιρεσείουσα αμφισβητεί ειδικότερα τη συλλογιστική του Πρωτοδικείου στο μέτρο που επιβεβαιώνει ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να παράσχει ακριβή και λεπτομερή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η συσσώρευση της πρώτης και της δεύτερης ενίσχυσης θα δημιουργούσε αρνητικές επιπτώσεις στο κοινοτικό εμπόριο οι οποίες θα καθιστούσαν τη νέα ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά. Το βάρος αποδείξεως για την εκτίμηση του ασυμβίβαστου κοινοποιηθείσας ενίσχυσης δεν μπορεί να μετατεθεί κατά βούληση, ειδικά όταν η Επιτροπή δεν έχει κάνει χρήση των μέσων που θέτει στη διάθεσή της ο κανονισμός διαδικασίας. Το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και επικύρωσε άκριτα την απόφαση της Επιτροπής. Τέλος, το Πρωτοδικείο δεν κατανόησε ή δεν εξέτασε τον λόγο που προέβαλε η αναιρεσείουσα, κατά το μέρος που αναφέρεται στο ότι η θεωρία Deggendorf δεν αποσκοπεί στη δημιουργία ενός μέσου κυρώσεως των επιχειρήσεων που δεν έχουν επιστρέψει προηγούμενη ενίσχυση, αλλά αποσκοπεί απλώς στο να αποφευχθεί η σώρευση ενισχύσεων που χορηγούνται σε μία μόνον επιχείρηση να προκαλέσει τέτοια βλάβη στο κοινοτικό εμπόριο που να καταστήσει τη νέα ενίσχυση ασυμβίβαστη έως την επιστροφή της προηγούμενης ενίσχυσης.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1)