Υπόθεση C-523/09

Rakvere Piim AS

και

Maag Piimatööstus AS

κατά

Veterinaar- ja Toiduamet

(αίτηση του Tartu ringkonnakohus
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Κοινή γεωργική πολιτική – Τέλη υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων στην παραγωγή γάλακτος»

Περίληψη της αποφάσεως

Προσέγγιση των νομοθεσιών – Επίσημος έλεγχος στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα – Χρηματοδότηση – Τέλη υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων στην παραγωγή γάλακτος

(Κανονισμός 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 27 §§ 3, 4 και 6, και παράρτημα IV, τμήμα B)

Το άρθρο 27, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού (ΕΚ) 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων, έχει την έννοια ότι παρέχει τη δυνατότητα σε κράτος μέλος να εισπράττει, χωρίς να πρέπει να λάβει μέτρο εφαρμογής σε εθνικό επίπεδο, τέλη στο ύψος των κατώτατων ποσών που προβλέπει το παράρτημα IV, τμήμα B, του κανονισμού αυτού, μολονότι το κόστος που επιβάρυνε τις αρμόδιες υπηρεσίες για τις επιθεωρήσεις και τους υγειονομικούς ελέγχους υπολείπεται των ποσών αυτών, εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται για την εφαρμογή του άρθρου 27, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού.

(βλ. σκέψη 29 και διατακτ.)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 7ης Ιουλίου 2011 (*)

«Κοινή γεωργική πολιτική – Τέλη υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων στην παραγωγή γάλακτος»

Στην υπόθεση C‑523/09,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tartu ringkonnakohus (Εσθονία) με απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2009, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Δεκεμβρίου 2009, στο πλαίσιο της δίκης

Rakvere Piim AS,

Maag Piimatööstus AS

κατά

Veterinaar- ja Toiduamet,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.‑J. Kasel (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Levits και M. Safjan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Linntam,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Μαρκουλλή και τον B. Schima, επικουρούμενους από τον C. Ginter, avocat,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 27, παράγραφοι 3, 4, στοιχείο α΄, και 6, του κανονισμού (ΕΚ) 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (ΕΕ L 165, σ. 1, και διορθωτικά ΕΕ L 191, σ. 1, καθώς και ΕΕ 2007, L 204, σ. 29).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Rakvere Piim AS (στο εξής: Rakvere Piim) και της Maag Piimatööstus AS (στο εξής: Maag), εταιριών εσθονικού δικαίου, με τη Veterinaar- ja Toiduamet (Υπηρεσία Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων), όσον αφορά τον υπολογισμό των τελών υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων στην παραγωγή γάλακτος.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης

3        Το άρθρο 26 του κανονισμού 882/2004 προβλέπει:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι επαρκείς οικονομικοί πόροι είναι διαθέσιμοι για την παροχή του απαραίτητου προσωπικού και άλλων πόρων για τη διεξαγωγή των επισήμων ελέγχων, με όλα τα μέσα που κρίνονται ενδεδειγμένα, συμπεριλαμβανομένης της γενικής φορολόγησης ή της καθιέρωσης τελών ή επιβαρύνσεων.»

4        Το άρθρο 27, παράγραφοι 3, 4 και 6, του κανονισμού 882/2004 ορίζει:

«3.      Με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 6, τα τέλη που εισπράττονται για τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα IV τμήμα Α και στο παράρτημα V τμήμα Α, δεν πρέπει να είναι χαμηλότερα από τα κατώτατα επίπεδα που ορίζονται στο παράρτημα IV τμήμα Β και στο παράρτημα V τμήμα Β. Ωστόσο, για μεταβατική περίοδο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2008, όσον αφορά τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα IV τμήμα Α, τα κράτη μέλη μπορούν να εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούν τα επίπεδα τελών που εφαρμόζονται επί του παρόντος σύμφωνα με την οδηγία 85/73/ΕΟΚ.

Τα επίπεδα του παραρτήματος IV τμήμα Β και του παραρτήματος V τμήμα Β ενημερώνονται τουλάχιστον ανά διετία, με τη διαδικασία του άρθρου 62 παράγραφος 3, ιδίως προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη ο πληθωρισμός.

4.      Τα τέλη που εισπράττονται για τους σκοπούς των επισήμων ελέγχων σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 2:

α)      δεν πρέπει να είναι υψηλότερα από τις δαπάνες των οικείων αρμόδιων αρχών για τα στοιχεία που σημειώνονται στο παράρτημα VI,

και

β)      μπορούν να καθορίζονται κατ’ αποκοπή βάσει των δαπανών των αρμόδιων αρχών κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου ή, ανάλογα με την περίπτωση, στο επίπεδο που ορίζεται στο παράρτημα IV τμήμα Β ή στο παράρτημα V τμήμα Β.

[...]

6.      Όταν, βάσει των συστημάτων αυτοελέγχου και ιχνηλασιμότητας που εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις καθώς και του επιπέδου συμμόρφωσης που διαπιστώνεται κατά τους επισήμους ελέγχους, για ορισμένους τύπους δραστηριοτήτων, οι επίσημοι έλεγχοι διενεργούνται με μειωμένη συχνότητα ή για να ληφθούν υπόψη τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 5, στοιχεία β΄ έως δ΄, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν το τέλος των επισήμων ελέγχων σε επίπεδο χαμηλότερο από τα κατώτατα επίπεδα που αναφέρονται στην παράγραφο 4, στοιχείο β΄, υπό τον όρο ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση στην οποία διευκρινίζει:

α)      τον τύπο της συγκεκριμένης δραστηριότητας·

β)      τους ελέγχους που διενεργούνται στη συγκεκριμένη επιχείρηση,

και

γ)      τη μέθοδο υπολογισμού της μείωσης του τέλους.»

5        Σύμφωνα με το παράρτημα IV, τμήμα B, του κανονισμού 882/2004, τα κατώτατα ποσά τελών ή επιβαρύνσεων που έχουν εφαρμογή στην παραγωγή γάλακτος ορίζονται σε «1 ευρώ ανά 30 τόνους και σε 0,5 ευρώ για κάθε τόνο που υπερβαίνει τους 30 τόνους».

6        Το παράρτημα VI του κανονισμού 882/2004 προβλέπει ότι τα κριτήρια που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό των τελών είναι τα εξής:

«1.      οι μισθοί του προσωπικού που συμμετέχει στους επισήμους ελέγχους.

2.      το κόστος του προσωπικού που συμμετέχει στους επισήμους ελέγχους, συμπεριλαμβανομένου του κόστους των εγκαταστάσεων, των εργαλείων, του εξοπλισμού, της κατάρτισης, των οδοιπορικών και των συναφών δαπανών.

3.      το κόστος εργαστηριακής ανάλυσης και δειγματοληψίας.»

 Η εθνική νομοθεσία

7        Κατά το άρθρο 35, παράγραφος 1, του νόμου περί οργανώσεως του κτηνιατρικού τομέα (veterinaarkorralduse seadus, RT I 1999, 58, 608), όπως δημοσιεύθηκε στο RT I 2008, 30, 191, εφαρμοστέου κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης:

«Το τέλος κτηνιατρικών ελέγχων (στο εξής: τέλος ελέγχων) είναι ποσό που καταβάλλεται, λαμβανομένων υπόψη των αρχών και των σκοπών που θέτουν τα άρθρα 27 έως 29 του κανονισμού [882/2004], στο καθοριζόμενο με αυτόν τον νόμο ύψος για τη διενέργεια πράξεων κτηνιατρικού ελέγχου ζώων και ζωικών προϊόντων, τη διεκπεραίωση σχετικών αιτήσεων και την έκδοση εγγράφων. Το τέλος ελέγχων καταβάλλεται στον λογαριασμό διακανονισμού της Veterinaar‑ ja Toiduamet στο πλαίσιο του συγκεντρωτικού λογαριασμού του δημοσίου ταμείου του υπουργείου οικονομικών. Οι δαπάνες για τη διενέργεια των δραστηριοτήτων κτηνιατρικών ελέγχων περιλαμβάνουν το κόστος της αποστολής υπαλλήλου της υπηρεσίας ελέγχου σε πλοίο εκμεταλλεύσεως για τη διενέργεια ελέγχου.»

8        Το άρθρο 35 του νόμου περί οργανώσεως του κτηνιατρικού τομέα, που αφορά τον καθορισμό του τέλους ελέγχων και το ύψος του τέλους ελέγχων, ορίζει:

«(1)      Το ύψος του τέλους ελέγχων υπολογίζεται με βάση το κόστος προσωπικού και υλικού για τη διενέργεια πράξεων κτηνιατρικού ελέγχου ζώων και ζωικών προϊόντων από τη Veterinaar- ja Toiduamet.

(2)      Το τέλος ελέγχων για τη διενέργεια των παρατιθέμενων στον κανονισμό [882/2004] πράξεων κτηνιατρικού ελέγχου εισπράττεται ως ακολούθως:

[...]

3)      στην περίπτωση μεταποιήσεως γάλακτος, ο μεταποιητής καταβάλλει το τέλος ελέγχου για τις δραστηριότητες κτηνιατρικού ελέγχου σε αντιστοιχία προς τη ποσότητα του γάλακτος μεταποιήσεως·

[...]

(3)      Για τη διενέργεια των αναφερόμενων στην παράγραφο 2, σημεία 1 έως 6, πράξεων κτηνιατρικού ελέγχου, το τέλος ελέγχων εισπράττεται σύμφωνα με τα κατώτατα ποσά που ορίζονται στο παράρτημα IV, τμήμα B, και στο παράρτημα V, τμήμα B, του κανονισμού [882/2004].

(4)      Επιχειρήσεις στον τομέα των ζώων και των ζωικών προϊόντων, πλην εκείνων που παράγουν μικρές ποσότητες προϊόντων, κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 3, του νόμου περί τροφίμων [toiduseadus], καταβάλλουν τέλος ελέγχων για τον καθορισμό του περιεχομένου βλαβερών ουσιών σε ζώα και ζωικά προϊόντα ως ακολούθως:

[...]

3)      Αγοραστές γάλακτος – 35 εκατοστά του ευρώ ανά 1 000 λίτρα γάλακτος·

[...]».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9        Μεταξύ Φεβρουαρίου 2008 και Ιανουαρίου 2009, η Veterinaar- ja Toiduamet εξέδωσε, κατά της Rakvere Piim και της Maag, διάφορες αποφάσεις που αφορούσαν την καταβολή τέλους ελέγχων στην παραγωγή γάλακτος.

10      Προς στήριξη των προσφυγών που άσκησαν η Rakvere Piim και η Maag κατά των αποφάσεων αυτών ενώπιον του Tartu halduskohus (Διοικητικό Πρωτοδικείο του Tartu), οι εν λόγω εταιρίες προέβαλαν ότι οι εθνικές διατάξεις για τα τέλη ελέγχων αντιβαίνουν, μεταξύ άλλων, στον κανονισμό 882/2004, εφόσον τα καταβαλλόμενα τέλη είναι υψηλότερα από το πραγματικό κόστος των ελέγχων.

11      Δεδομένου ότι οι προσφυγές αυτές απορρίφθηκαν, η Rakvere Piim και η Maag άσκησαν έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού προβάλλουν, ιδίως, ότι, κατ’ εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας, ο επιχειρηματίας στον οποίο επιδίδεται απόφαση περί καταβολής του τέλους ελέγχων, δεν έχει καμία δυνατότητα να ελέγξει αν η εν λόγω νομοθεσία προβλέπει πράγματι την έκδοση αποφάσεως σε βάρος του περί καταβολής του τέλους για τους διενεργηθέντες ελέγχους ούτε το ύψος του τέλους που του ζητήθηκε. Επιπροσθέτως, το εν λόγω ποσό προκύπτει από μη άμεσα εφαρμοστέο κανονισμό της Ένωσης, ο οποίος μπορεί να τροποποιηθεί ανεξάρτητα από τη βούληση του εθνικού νομοθέτη. Αν ο εν λόγω νομοθέτης όφειλε να καθορίσει ο ίδιος το ύψος του τέλους ελέγχων βάσει της εξουσίας εκτιμήσεως που του παρέχει το δίκαιο της Ένωσης, η παραπομπή απλώς στο «ελάχιστο ποσό» που προβλέπεται στον κανονισμό 882/2004 θα αντέβαινε στις απαιτήσεις του εσθονικού Συντάγματος.

12      Το Veterinaar- ja Toiduamet υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι η εθνική νομοθεσία καθορίζει όλα τα στοιχεία του τέλους ελέγχων, είτε ευθέως είτε με παραπομπή στις διατάξεις του κανονισμού 882/2004. Όλα τα στοιχεία του τέλους ελέγχων προβλέπονται από τη νομοθεσία και από τον κανονισμό 882/2004, δεδομένου ότι κανένα από αυτά δεν καθορίζεται από τη διοικητική πρακτική. Οι περιεχόμενες στον νόμο παραπομπές στον κανονισμό δεν έχουν ως συνέπεια ότι η σχετική νομοθεσία αντιβαίνει προς το εσθονικό Σύνταγμα, δεδομένου ότι οι κανονισμοί της Ένωσης αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της εσθονικής έννομης τάξεως.

13      Στις 18 Σεπτεμβρίου 2009, η Maag επισήμανε στο αιτούν δικαστήριο ότι η Rakvere Piim δεν υφίστατο πλέον λόγω συγχωνεύσεως με την ίδια. Με απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2009, το Tartu ringkonnakohus επέτρεψε στη Maag να παραστεί κατά τη διαδικασία στη θέση της Rakvere Piim.

14      Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το Tartu ringkonnakohus διερωτάται, αφενός, κατά πόσον ο νόμος περί οργανώσεως του κτηνιατρικού τομέα, ως εκτελεστικό μέτρο, συνάδει με τον κανονισμό 882/2004 και, αφετέρου, ως προς την έκταση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν οι εθνικοί νομοθέτες κατά την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού. Διερωτάται εξάλλου αν, εν προκειμένω, τηρήθηκαν τα όρια της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας και αν ο εθνικός νομοθέτης έχει δυνατότητα να λάβει ως βάση τα κατώτατα ποσά που προβλέπει ο κανονισμός 882/2004, μολονότι αυτά είναι υψηλότερα από το πραγματικό κόστος των ελέγχων.

15      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tartu Ringkonnakohus αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 27, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του κανονισμού [882/2004] την έννοια ότι δεν απαγορεύει την είσπραξη τέλους από μια επιχείρηση, στο ύψος των καθοριζόμενων στο παράρτημα IV, τμήμα B, αυτού του κανονισμού κατώτατων ποσών, για τις αναφερόμενες στο παράρτημα IV, τμήμα Α, δραστηριότητες, ακόμη και όταν το κόστος που βαρύνει τις αρμόδιες αρχές σε σχέση με τις δαπάνες που απαριθμούνται στο παράρτημα VI αυτού του κανονισμού υπολείπεται των ανωτέρω κατώτατων ποσών;

2)      Δικαιούται κράτος μέλος, υπό τις ανωτέρω στο πρώτο ερώτημα προϋποθέσεις, να καθορίζει για τις αναφερόμενες στο παράρτημα ΙV, τμήμα Α, [του κανονισμού 882/2004] δραστηριότητες τέλη, τα οποία είναι χαμηλότερα από τα οριζόμενα στο παράρτημα IV, τμήμα B, του κανονισμού κατώτατα ποσά, όταν το κόστος που βαρύνει τις αρμόδιες αρχές σε σχέση με τις δαπάνες που απαριθμούνται στο παράρτημα VI αυτού του κανονισμού υπολείπεται των ανωτέρω κατώτατων ποσών, χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 27, παράγραφος 6, του κανονισμού;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

16      Με τα δύο ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν το άρθρο 27, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 882/2004 έχει την έννοια ότι παρέχει τη δυνατότητα σε κράτος μέλος να εισπράττει, χωρίς να πρέπει να λάβει μέτρο εφαρμογής σε εθνικό επίπεδο, τέλη στο ύψος των κατώτατων ποσών που προβλέπει το παράρτημα IV, τμήμα B, του εν λόγω κανονισμού, μολονότι το κόστος που βαρύνει τις αρμόδιες υπηρεσίες για τις επιθεωρήσεις και τους υγειονομικούς ελέγχους υπολείπεται των ποσών αυτών, εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται για την εφαρμογή του άρθρου 27, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού.

17      Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ακριβώς λόγω της φύσεώς τους και της λειτουργίας τους εντός του συστήματος των πηγών του δικαίου της Ένωσης, οι διατάξεις του κανονισμού παράγουν, κατ’ αρχήν, άμεσο αποτέλεσμα στις εθνικές έννομες τάξεις, χωρίς να απαιτείται από τις εθνικές αρχές να λάβουν μέτρα εφαρμογής (βλ. αποφάσεις της 17ης Μαΐου 1972, 93/71, Leonesio, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 41, σκέψη 5, και της 24ης Ιουνίου 2004, C‑278/02, Handlbauer, Συλλογή 2004, σ. I‑6171, σκέψη 25).

18      Ωστόσο, είναι αληθές ότι για τη θέση σε εφαρμογή ορισμένων διατάξεων κανονισμών ενδέχεται να απαιτείται η λήψη μέτρων εφαρμογής από τα κράτη μέλη (προπαρατεθείσα απόφαση Handlbauer, σκέψη 26).

19      Πρέπει, επομένως, να καθοριστεί, αν το άρθρο 27, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 882/2004 καθώς και το παράρτημα IV, τμήμα B, του εν λόγω κανονισμού αφήνουν, όσον αφορά τον καθορισμό των κατώτατων ποσών που ορίζονται με τις διατάξεις αυτές, περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη ή απαιτούν τη λήψη εκ μέρους τους πρόσθετων μέτρων εφαρμογής.

20      Συναφώς, πρέπει, αφενός, να υπομνησθεί ότι το άρθρο 27, παράγραφος 3, του κανονισμού 882/2004 ορίζει ότι τα τέλη που εισπράττουν τα κράτη μέλη κατ’ εφαρμογή του κανονισμού αυτού δεν πρέπει να είναι χαμηλότερα από τα κατώτατα επίπεδα που ορίζονται, ιδίως, στο παράρτημα IV, τμήμα B, του εν λόγω κανονισμού.

21      Επιβάλλεται, αφετέρου, η διαπίστωση ότι ο κανονισμός 882/2004 προβλέπει, στο παράρτημά του IV, τμήμα B, κατώτατα ποσά εφαρμοστέα στα διάφορα είδη ζώων τα οποία, λόγω της ακρίβειας και της πληρότητάς τους, δεν απαιτούν τη λήψη κανενός πρόσθετου μέτρου εκ μέρους των κρατών μελών.

22      Κατά συνέπεια τα κατώτατα ποσά που ορίζονται με τον τρόπο αυτό πρέπει να θεωρηθούν ως κατώτατα όρια από τα οποία τα κράτη μέλη δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να αποκλίνουν.

23      Το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 27, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του κανονισμού 882/2004, τα τέλη που εισπράττουν τα κράτη μέλη δεν πρέπει να είναι υψηλότερα από το κόστος στο οποίο υποβλήθηκαν οι αρμόδιες αρχές για τη διενέργεια των ελέγχων, δεν αναιρεί την ως άνω ερμηνεία, στον βαθμό που η εν λόγω διάταξη πρέπει να νοηθεί ως ορίζουσα το ανώτατο όριο μόνον των κατ’ αποκοπή τελών τα οποία τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εισπράξουν.

24      Αντιθέτως, όσον αφορά τα τέλη που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του κανονισμού 882/2004, δηλαδή βάσει κατ’ αποκοπήν ποσού, το ανώτατο αυτό ποσό δεν έχει εφαρμογή.

25      Συγκεκριμένα, όσον αφορά, πρώτον, τα τέλη των οποίων τα κατ’ αποκοπή ποσά ορίζονται βάσει του κόστους που βαρύνει τις αρμόδιες αρχές σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, πρέπει να τονιστεί ότι το ύψος του εν λόγω κόστους έχει ήδη ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό των ποσών αυτών. Επιπλέον, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, έγκειται στην ίδια τη φύση του κατ’ αποκοπή καθοριζόμενου τέλους το ότι το εν λόγω τέλος μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να υπερβαίνει το πραγματικό κόστος των μέτρων στη χρηματοδότηση των οποίων αποσκοπεί και σε άλλες περιπτώσεις να υπολείπεται του κόστους αυτού (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2009, C‑270/07, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2009, σ. I‑1983, σκέψη 32).

26      Όσον αφορά, δεύτερον, τα τέλη που ορίζονται στο ύψος των ελάχιστων ορίων που προβλέπονται στο παράρτημα IV, τμήμα B, του κανονισμού 882/2004, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο νομοθέτης της Ένωσης καθόρισε τα ποσά αυτά χωρίς να αναφέρεται σε καμία περίπτωση στο πραγματικό κόστος που επιβάρυνε τις αρμόδιες αρχές. Επομένως, το κόστος αυτό δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να ληφθεί υπόψη από τα κράτη μέλη για να μειωθούν, γενικώς, τα τέλη αυτά σε επίπεδο χαμηλότερο από αυτό που προβλέπεται στο παράρτημα IV, τμήμα B, του κανονισμού 882/2004.

27      Η ερμηνεία κατά την οποία τα κράτη μέλη δεν έχουν, κατ’ αρχήν, τη δυνατότητα να αποκλίνουν γενικώς και κατά διακριτική ευχέρεια από τα κατώτατα ποσά που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV, τμήμα B, του κανονισμού 882/2004 ενισχύεται από το γεγονός ότι ακόμη και η άσκηση της δυνατότητας που προβλέπεται στο άρθρο 27, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού, βάσει της οποίας τα εν λόγω κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν, για συγκεκριμένη επιχείρηση, το ύψος του τέλους των επισήμων ελέγχων σε επίπεδο χαμηλότερο από τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο εν λόγω παράρτημα, υπόκειται σε ορισμένες προϋποθέσεις. Υπό τις περιστάσεις που αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 27, παράγραφος 6, του κανονισμού 882/2004 δεν παρέχει επομένως τη δυνατότητα σε κράτος μέλος να ορίσει τα επίμαχα τέλη σε επίπεδο χαμηλότερο από τα κατώτατα όρια που προβλέπονται στο παράρτημα IV, τμήμα B, του εν λόγω κανονισμού.

28      Κατά συνέπεια το άρθρο 27, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 882/2004 καθώς και το παράρτημα IV, τμήμα B, του εν λόγω κανονισμού δεν αφήνουν, όσον αφορά τον καθορισμό των ελάχιστων ποσών που προβλέπονται στις διατάξεις αυτές, κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη ούτε απαιτούν τη λήψη εκ μέρους τους πρόσθετων εκτελεστικών μέτρων.

29      Κατόπιν όλων των ανωτέρω παρατηρήσεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 27, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 882/2004 έχει την έννοια ότι παρέχει τη δυνατότητα σε κράτος μέλος να εισπράττει, χωρίς να πρέπει να λάβει μέτρο εφαρμογής σε εθνικό επίπεδο, τέλη στο ύψος των κατώτατων ποσών που προβλέπει το παράρτημα IV, τμήμα B, του εν λόγω κανονισμού, μολονότι το κόστος που βάρυνε τις αρμόδιες υπηρεσίες για τις επιθεωρήσεις και τους υγειονομικούς ελέγχους υπολείπεται των ποσών αυτών, εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται για την εφαρμογή του άρθρου 27, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού.

 Επί των δικαστικών εξόδων

30      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 27, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού (ΕΚ) 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων, έχει την έννοια ότι παρέχει τη δυνατότητα σε κράτος μέλος να εισπράττει, χωρίς να πρέπει να λάβει μέτρο εφαρμογής σε εθνικό επίπεδο, τέλη στο ύψος των κατώτατων ποσών που προβλέπει το παράρτημα IV, τμήμα B, του κανονισμού αυτού, μολονότι το κόστος που επιβάρυνε τις αρμόδιες υπηρεσίες για τις επιθεωρήσεις και τους υγειονομικούς ελέγχους υπολείπεται των ποσών αυτών, εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται για την εφαρμογή του άρθρου 27, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η εσθονική.