Υπόθεση C-464/09 P

Holland Malt BV

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας – Σημείο 4.2.5 – Αγορά της βύνης – Έλλειψη δυνατοτήτων ομαλής διαθέσεως στην αγορά – Μέτρο ενισχύσεως κηρυχθείσας ασύμβατης προς την κοινή αγορά»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγορεύεται – Παρεκκλίσεις – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Κριτήρια εκτιμήσεως – Αποτελέσματα των εκδοθεισών από την Επιτροπή κατευθυντήριων γραμμών

(Άρθρο 87 § 3 EΚ)

2.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγορεύεται – Παρεκκλίσεις – Ενισχύσεις επί των οποίων δύναται να έχει εφαρμογή η παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, EΚ – Ενισχύσεις επενδύσεων στον γεωργικό τομέα

(Άρθρα 33 EΚ, 36, εδ. 1, EΚ και 87 § 3, στοιχείο γ΄, EΚ· ανακοίνωση 2000/C 28/02 της Επιτροπής)

1.        Η Επιτροπή διαθέτει, για την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η άσκηση της οποίας προϋποθέτει σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται εντός κοινοτικού πλαισίου. Η Επιτροπή, θεσπίζοντας κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει πλέον στις περιπτώσεις που οι κανόνες αυτοί αφορούν, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως θα της επιβληθούν ενδεχομένως κυρώσεις λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Επομένως, στον συγκεκριμένο τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή δεσμεύεται από τα ρυθμιστικά πλαίσια που θεσπίζει και τις ανακοινώσεις που εκδίδει, στο μέτρο που δεν αποκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης.

(βλ. σκέψεις 46-47)

2.        Η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει ως ασύμβατο προς την κοινή αγορά μέτρο που προορίζεται για την ανάπτυξη περιοχής ή δραστηριότητας όταν χορηγείται σε έναν τομέα, όπως αυτός της μεταποιήσεως γεωργικών προϊόντων, στον οποίο κάθε αύξηση της παραγωγής ελλείψει δυνατοτήτων ομαλής διαθέσεως στην αγορά δύναται να αλλοιώσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο κατά τρόπο που θα αντέκειτο στο κοινό συμφέρον, ανεξαρτήτως των ευνοϊκών αποτελεσμάτων στην περιοχή της οικείας δραστηριότητας.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ έχει την έννοια ότι, κατ’ αρχήν, όταν χορηγείται ενίσχυση σε μια αγορά που χαρακτηρίζεται από πλεονάζουσα ικανότητα παραγωγής, δύνανται να αλλοιωθούν οι όροι του εμπορίου κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον.

Το γεγονός ότι η ενίσχυση έχει επίσης ευεργετικά αποτελέσματα για την περιοχή ή τον οικείο οικονομικό τομέα δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι πρέπει να θεωρηθεί ως συμβατή προς την κοινή αγορά. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ προκύπτει ότι, όταν το μέτρο ενισχύσεως αλλοιώνει τους όρους του εμπορίου κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον, δεν μπορεί να κριθεί συμβατή με την κοινή αγορά, ανεξαρτήτως των ενδεχομένως ευεργετικών αποτελεσμάτων που παράγει. Ωστόσο, κατά την εκτίμηση του επηρεασμού του εμπορίου, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη όλα τα χαρακτηριστικά του μέτρου και της οικείας αγοράς.

Η εν λόγω ερμηνεία του πρωτογενούς δικαίου ισχύει και για τις ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 36, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, το οποίο αναγνωρίζει την υπεροχή της γεωργικής πολιτικής έναντι των στόχων της Συνθήκης στον τομέα του ανταγωνισμού, προκύπτει ότι η ενδεχόμενη εφαρμογή, στον τομέα αυτό, διατάξεων της Συνθήκης περί ανταγωνισμού τελεί υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνονται υπόψη οι στόχοι του άρθρου 33 ΕΚ, δηλαδή οι στόχοι της κοινής γεωργικής πολιτικής. Επομένως, κατά την εκτίμηση του συμβατού των κρατικών ενισχύσεων στον τομέα αυτόν, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις της πολιτικής αυτής οι οποίες αντιστοιχούν στις απαιτήσεις της κοινής αγοράς στο σύνολό της. Μεταξύ των απαιτήσεων αυτών περιλαμβάνεται ο έλεγχος της παραγωγής.

Επομένως, οι κανόνες συμπεριφοράς οι οποίοι περιλαμβάνονται στο σημείο 4.2.5 των κατευθυντηρίων γραμμών της Κοινότητας για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας, σύμφωνα με τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ασύμβατη με την κοινή αγορά ενίσχυση για επένδυση συνδεόμενη με τη μεταποίηση και την εμπορία γεωργικών προϊόντων, η οποία χορηγείται ελλείψει δυνατοτήτων ομαλής διαθέσεως στην αγορά, είναι σύμφωνοι με τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου και ιδίως με το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, το οποίο εφαρμόζεται τηρώντας τους σκοπούς της κοινής γεωργικής πολιτικής.

(βλ. σκέψεις 48-53)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 2ης Δεκεμβρίου 2010 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας – Σημείο 4.2.5 – Αγορά της βύνης – Έλλειψη δυνατοτήτων ομαλής διαθέσεως στην αγορά – Μέτρο ενισχύσεως κηρυχθείσας ασύμβατης προς την κοινή αγορά»

Στην υπόθεση C‑464/09 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2009,

Holland Malt BV, με έδρα το Lieshout (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τους O. Brouwer, A. Stoffer και P. Schepens, advocaten,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον L. Flynn και την A. Stobiecka-Kuik, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από την C. Wissels και τον Y. de Vries,

παρεμβαίνον πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.‑C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, K. Schiemann, L. Bay Larsen, C. Toader (εισηγήτρια) και A. Prechal, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Σεπτεμβρίου 2010,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Holland Malt BV (στο εξής: Holland Malt) ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [νυν Γενικού Δικαστηρίου] της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑369/06, Holland Malt κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. ΙΙ-3313, στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή της περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/59/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησαν οι Κάτω Χώρες στην εταιρεία Holland Malt BV (ΕΕ 2007, L 32, σ. 76, στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το σημείο 3.2 των κατευθυντηρίων γραμμών της Κοινότητας για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας (ΕΕ 2000, C 28, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα το οποίο θεσπίζει τις «Γενικές αρχές», ορίζει:

«Αν και τα άρθρα 87 [ΕΚ] έως 89 [ΕΚ] εφαρμόζονται πλήρως στους τομείς που καλύπτονται από τις κοινές οργανώσεις αγοράς, εντούτοις η εφαρμογή τους εξακολουθεί να εξαρτάται από τις διατάξεις που θεσπίζονται με τους σχετικούς κανονισμούς. Με άλλους λόγους, η προσφυγή εκ μέρους ενός κράτους μέλους στις διατάξεις των άρθρων 87 [ΕΚ] έως 89 [ΕΚ] δεν μπορεί να έχει προτεραιότητα έναντι των διατάξεων του κανονισμού για την οργάνωση του τομέα αυτού της αγοράς […]. Έπεται ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί η Επιτροπή να εγκρίνει ενίσχυση, η οποία δεν συμβιβάζεται με τις διατάξεις που διέπουν μια κοινή οργάνωση αγοράς ή η οποία θα παρακώλυε την ομαλή λειτουργία της κοινής οργάνωσης.»

3        Το σημείο 4.2.5 των κατευθυντηρίων γραμμών, το οποίο περιλαμβάνεται στο σχετικό με τις «Ενισχύσεις για επενδύσεις» τμήμα, προβλέπει:

«Δεν επιτρέπεται να χορηγείται καμία ενίσχυση [για επενδύσεις συναφείς με τη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων], εκτός εάν προσκομίζονται επαρκείς αποδείξεις ότι μπορούν να βρεθούν κανονικές διέξοδοι στην αγορά για τα σχετικά προϊόντα. Αυτό αξιολογείται στο κατάλληλο επίπεδο σε σχέση με τα συγκεκριμένα προϊόντα, τα είδη των επενδύσεων και την υφιστάμενη και αναμενόμενη δυναμικότητα. Προς τούτο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι τυχόν περιορισμοί της παραγωγής ή τα όρια της κοινοτικής στήριξης στο πλαίσιο των κοινών οργανώσεων αγοράς. Ειδικότερα δεν επιτρέπεται να χορηγείται καμία ενίσχυση κατά παράβαση των τυχόν απαγορεύσεων ή περιορισμών που προβλέπονται στις κοινές οργανώσεις αγοράς [...]

[...]».

4        Τέλος, το σημείο 4.2.6 του πρώτου μέρους των κατευθυντηρίων γραμμών ορίζει:

«Οι ενισχύσεις για επενδύσεις με επιλέξιμες δαπάνες που υπερβαίνουν τα 25 εκατομμύρια ευρώ ή των οποίων το πραγματικό ποσό ενίσχυσης θα υπερβεί τα 12 εκατομμύρια ευρώ πρέπει να κοινοποιούνται ειδικά στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, της Συνθήκης.»

 Το ιστορικό της διαφοράς και η προσβαλλομένη απόφαση

5        Η Holland Malt BV είναι κοινοπραξία μεταξύ της ζυθοποιίας Bavaria NV, η οποία παράγει μπίρα και μη αλκοολούχα ποτά, και της Agrifirm, συνεταιρισμού παραγωγών δημητριακών στη Γερμανία και στον βορρά των Κάτω Χωρών. Η αναιρεσείουσα έλαβε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που της παρέχει τη δυνατότητα να παράγει και να πωλεί βύνη HTST («High Temperature, Short Time»).

6        Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών θέσπισε ένα περιφερειακό επενδυτικό πρόγραμμα που τιτλοφορείται «Regionale investeringsprojecten 2000». Η Επιτροπή, με απόφαση της 17ης Αυγούστου 2000, ενέκρινε το πρόγραμμα αυτό και, με απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2002, ενέκρινε επίσης την τροποποίησή του με την οποία επεκτάθηκε το πεδίο εφαρμογής του στους τομείς της μεταποιήσεως και της εμπορίας των γεωργικών προϊόντων που μνημονεύονται στο παράρτημα I της Συνθήκης ΕΚ.

7        Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών χορήγησε στη Holland Malt επενδυτική ενίσχυση ύψους 7 425 000 ευρώ στο πλαίσιο του περιφερειακού αυτού επενδυτικού προγράμματος. Η επιδότηση αυτή προοριζόταν για την κατασκευή βυνοποιείου στο Eemshaven (Κάτω Χώρες). Η επένδυση για το έργο αυτό έπρεπε να υλοποιηθεί πριν από την 1η Ιουλίου 2005, προκειμένου να επιτευχθεί η καταβολή της επιδοτήσεως. Εντούτοις, η πραγματική καταβολή της επιδοτήσεως ανεστάλη μέχρι την εκ μέρους της Επιτροπής έγκρισή της.

8        Με έγγραφο της 31ης Μαρτίου 2004, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών κοινοποίησε το εν λόγω μέτρο ενισχύσεως στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ και το σημείο 4.2.6 των κατευθυντηρίων γραμμών. Στις 5 Μαΐου 2005, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Δεδομένου ότι η εν λόγω διαδικασία καθυστέρησε την καταβολή της επιδοτήσεως πέραν της αρχικής προθεσμίας υλοποιήσεως την οποία έταξε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η αναιρεσείουσα ζήτησε παράταση της προθεσμίας αυτής μέχρι την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση αποφάσεως σχετικά με την επιδότηση.

9        Στις 26 Σεπτεμβρίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση με την οποία συνήγαγε ότι το εν λόγω μέτρο, το οποίο αφορούσε επένδυση αποσκοπούσα στη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων της Holland Malt και στην αύξηση της παραγωγικής ικανότητάς της, αποτελούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Εν συνεχεία, η Επιτροπή εξέτασε αν το εν λόγω μέτρο μπορούσε, παρά ταύτα, να κριθεί συμβατό με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

10      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε χωριστή αγορά για τη βύνη HTST ή για τη βύνη υψηλής ποιότητας σε σχέση με τη συνήθη βύνη. Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας στην παγκόσμια και κοινοτική αγορά της βύνης, επισήμανε ότι δεν υπάρχουν στοιχεία προς απόδειξη της υπάρξεως δυνατοτήτων ομαλής διαθέσεως στην αγορά του εν λόγω προϊόντος, κατά την έννοια του σημείου 4.2.5 των κατευθυντηρίων γραμμών. Επομένως, η Επιτροπή, μολονότι αναγνώρισε, με το σημείο 93 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, τη σημασία της ενισχύσεως στο πλαίσιο της περιφερειακής αναπτύξεως, διαπίστωσε, στο σημείο 94 των αιτιολογικών σκέψεων της ίδιας αποφάσεως, ότι η εν λόγω ενίσχυση δεν πληρούσε μια σημαντική προϋπόθεση των κατευθυντηρίων γραμμών.

11      Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή διαπίστωσε, στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εν λόγω ενίσχυση είναι ασύμβατη με την κοινή αγορά. Δυνάμει του άρθρου 2 της ίδιας αποφάσεως, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών οφείλει να ανακαλέσει αυτή την κρατική ενίσχυση και δυνάμει του άρθρου 3 της ίδιας αποφάσεως οφείλει να ανακτήσει από τον δικαιούχο την ενίσχυση που τέθηκε παρανόμως στη διάθεσή του. Σύμφωνα με το άρθρο 4 της ίδιας αποφάσεως, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών οφείλει να ενημερώσει την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που έλαβε προκειμένου να συμμορφωθεί προς την εν λόγω απόφαση.

 Η ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

12      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 7 Δεκεμβρίου 2006, η Holland Malt άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

13      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6 Απριλίου 2007, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ζήτησε να παρέμβει στη διαδικασία υπέρ της αναιρεσείουσας. Με διάταξη της 12ης Ιουνίου 2007, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε την παρέμβαση αυτή.

14      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Holland Malt προέβαλε τέσσερις λόγους ακυρώσεως, που αφορούσαν, αντιστοίχως, παράβαση του άρθρου 87, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και αθέτηση της προβλεπομένης από το άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

15      Το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 87, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ αντλείται από έλλειψη προσήκουσας σταθμίσεως των ευεργετικών αποτελεσμάτων της ενισχύσεως και του αντικτύπου αυτής επί των όρων του ενδοκοινοτικού εμπορίου.

16      Με το δεύτερο αυτό σκέλος, η αναιρεσείουσα προσήψε, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, βασίστηκε αποκλειστικά στο σημείο 4.2.5 των κατευθυντηρίων γραμμών και δεν προέβη σε στάθμιση, αφενός, των ευεργετικών αποτελεσμάτων της επίδικης επιδοτήσεως και, αφετέρου, του τυχόν αρνητικού αντικτύπου της επί των όρων του εμπορίου εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, κατά πεπλανημένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

17      Η αναιρεσείουσα τόνισε ότι το γεγονός ότι οι κατευθυντήριες γραμμές στηρίζονται στο άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ, συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι η Επιτροπή δεν δύναται να περιορίζει την εξουσία εκτιμήσεώς της μόνον στα τεθέντα με τις κατευθυντήριες αυτές γραμμές κριτήρια. Ειδικότερα, το σημείο 4.2.5 των κατευθυντηρίων γραμμών πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του προβλεπομένου στη Συνθήκη γενικού κριτηρίου, ούτως ώστε να κριθούν ως ασύμβατες προς την κοινή αγορά μόνον οι ενισχύσεις που επηρεάζουν τους όρους του εμπορίου κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον.

18      Κατά τη Holland Malt, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή δεν εκτίμησε αν, υπό το πρίσμα των πλεονεκτημάτων που δημιουργούσε η σχεδιαζόμενη επιδότηση, ο αντίκτυπός της ήταν πράγματι αντίθετος προς το κοινό συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, αλλά απλώς απέκλεισε το συμβατό της επιδοτήσεως αυτής βάσει της προβαλλομένης ελλείψεως δυνατοτήτων ομαλής διαθέσεως του οικείου προϊόντος στην αγορά. Αντιθέτως, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη, αφενός, ότι εν λόγω επένδυση είχε σημαντικό ευεργετικό αντίκτυπο επί της υλοποιήσεως των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής, ιδίως δε επί της πολιτικής της γεωργικής αναπτύξεως της περιφέρειας την οποία αφορά η εν λόγω επιδότηση και, αφετέρου, ότι, κατόπιν της χορηγήσεως της επιδοτήσεως αυτής, η αναιρεσείουσα αποφάσισε να αναλάβει το κόστος του ανοίγματος του εργοστασίου της στο Eemshaven, σε περιοχή η οποία έπρεπε να αναπτυχθεί οικονομικώς, αντί σε προσφορότερο, από οικονομικής απόψεως, μέρος σε άλλη περιοχή των Κάτω Χωρών.

19      Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή και καταδίκασε την αναιρεσείουσα στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

20      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε, στις σκέψεις 166 έως 180 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφοι 1 και 3, ΕΚ, και των κατευθυντηρίων γραμμών, ιδίως του τμήματός τους 4.2.

21      Το Πρωτοδικείο υπενθύμισε ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, εφόσον η Επιτροπή έχει εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές την δεσμεύουν και ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να εξακριβώσει αν το θεσμικό αυτό όργανο τήρησε τους κανόνες με τους οποίους το ίδιο αυτοδεσμεύτηκε. Τόνισε ότι, εν προκειμένω, από το σημείο 3.7 των κατευθυντηρίων γραμμών προκύπτει ότι κάθε θετική πτυχή της εν λόγω ενισχύσεως μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνον εντός του πλαισίου της εφαρμογής των κριτηρίων που θέτουν οι κατευθυντήριες γραμμές.

22      Συναφώς, έκρινε ότι, σύμφωνα με το σημείο 4.2.5 των κατευθυντηρίων γραμμών, αφού η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εν λόγω ενίσχυση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους, το θεσμικό αυτό όργανο όφειλε, ευθύς εξ αρχής, να εξετάσει αν είχε αποδειχθεί επαρκώς ότι μπορούσαν να ανευρεθούν τρόποι ομαλής διαθέσεως στην αγορά των σχετικών προϊόντων. Κατά το Πρωτοδικείο, καθόσον, η προκαταρκτική αυτή προϋπόθεση δεν πληρούνταν εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν μπορούσε να εγκρίνει την επίδικη ενίσχυση χωρίς να παραβεί τις κατευθυντήριες γραμμές που η ίδια έχει θεσπίσει, οπότε η εξέταση των εν λόγω στόχων και των ευεργετικών αποτελεσμάτων ήταν περιττή.

23      Το Πρωτοδικείο έκρινε επιπλέον ότι, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι η μη εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών και η απευθείας εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ συνεπάγονται ότι λαμβάνονται υπόψη οι στόχοι και τα ευεργετικά αποτελέσματα της επίδικης ενισχύσεως για τη διαπίστωση του συμβατού της προς την κοινή αγορά. Συναφώς, υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με την απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1987, 310/85, Deufil κατά Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 901, σκέψη 18), το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ απονέμει στην Επιτροπή διακριτική εξουσία της οποίας η άσκηση συνεπάγεται εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως που πρέπει να γίνονται σε κοινοτικό πλαίσιο και ότι η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η χορήγηση μιας επενδυτικής ενισχύσεως αυξάνουσας τις ικανότητες παραγωγής σε έναν τομέα ήδη πλεονασματικό θίγει το εμπόριο κατά τρόπο που αντίκειται στο κοινό συμφέρον και ότι μια τέτοια ενίσχυση δεν είναι ικανή να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη της οικείας περιοχής, δεν υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεώς της.

24      Το Πρωτοδικείο πρόσθεσε ότι το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να κλονισθεί από το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι η επίδικη ενίσχυση απλώς και μόνον προέβη σε αντιστάθμιση των οικονομικών μειονεκτημάτων που προέκυψαν από την επιλογή της να ανοίξει εργοστάσιο σε περιοχή λιγότερο αναπτυγμένη οικονομικά.

 Αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

25      Η Holland Malt ζητεί από το Δικαστήριο:

–      να αναιρέσει τις σκέψεις 168 έως 180 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως·

–        να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–      να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, και

–        να καταδικάσει τη Holland Malt στα δικαστικά έξοδα.

27      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ζητεί, όπως και η αναιρεσείουσα, να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

28      Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Holland Malt προβάλλει δύο λόγους που αφορούν την εκτίμηση του Πρωτοδικείου ως προς το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής.

29      Ο πρώτος λόγος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο καθώς και αντιφατική και ελλιπή αιτιολογία ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και των κατευθυντηρίων γραμμών. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από διαδικαστική πλημμέλεια λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και διαστρεβλώσεως των προβληθέντων από την αναιρεσείουσα επιχειρημάτων.

 Επί του πρώτου λόγου, ο οποίος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο καθώς και αντιφατική και ελλιπή αιτιολογία ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και των κατευθυντηρίων γραμμών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

30      Προς στήριξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Holland Malt προβάλλει τρία σκέλη που αντλούνται αντίστοιχα από πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, από πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών καθώς και από αντιφατική και ελλιπή αιτιολογία ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή τους.

–       Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

31      Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ συνάγοντας από την προπαρατεθείσα απόφαση Deufil κατά Επιτροπής ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να λάβει υπόψη τα ευεργετικά αποτελέσματα μιας επιδοτήσεως κατά την εκτίμηση του συμβατού ενισχύσεως προς την κοινή αγορά, εφόσον η επιδότηση αυτή οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικής ικανότητας σε τομέα ο οποίος παρουσιάζει ήδη πλεονάσματα στην αγορά.

32      Συναφώς, η αναιρεσείουσα τονίζει ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά διαφορετικό μέτρο από αυτό για το οποίο επρόκειτο στην υπόθεση που οδήγησε στην προπαρατεθείσα απόφαση Deufil κατά Επιτροπής. Πράγματι, στην υπόθεση εκείνη, η χορηγηθείσα επιδότηση δεν ήταν γενικού συμφέροντος, ενώ στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή αναγνώρισε τη σημασία του σχεδίου της Holland Malt για την ανάπτυξη της περιοχής. Εξάλλου, στην υπόθεση που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως εκείνης, ο τομέας παρουσίαζε ήδη μεγάλα πλεονάσματα στην αγορά, οι δε συντελεστές χρησιμοποιήσεως της παραγωγικής ικανότητας ήσαν 72 % και 64 %, ενώ, εν προκειμένω, ο συντελεστής χρησιμοποιήσεως της παραγωγικής ικανότητας υπερβαίνει το 90 %.

33      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών συντάσσεται με την άποψη της αναιρεσείουσας ότι το Πρωτοδικείο έκρινε εσφαλμένως ότι η Επιτροπή, μη λαμβάνοντας υπόψη τα ευεργετικά αποτελέσματα της επίδικης ενισχύσεως, δεν παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ. Συντάσσεται επίσης με τις επικρίσεις σχετικά με την εκ μέρους του Πρωτοδικείου ερμηνεία της προπαρατεθείσας αποφάσεως Deufil κατά Επιτροπής. Το εν λόγω κράτος μέλος εκτιμά ότι η Επιτροπή, μεριμνώντας για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και του πλήρους αποτελέσματός της, όφειλε να προβεί σε στάθμιση των ευεργετικών και των αρνητικών αποτελεσμάτων της επίδικης ενισχύσεως, και δεν μπορούσε να διαπιστώσει απλώς ότι δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη δυνατοτήτων ομαλής διαθέσεως στην αγορά της βύνης.

34      Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι η αφετηρία κάθε αναλύσεως των εφαρμοστέων σε θέματα ενισχύσεων κανόνων είναι ότι το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ προβλέπει εξαιρέσεις από τον γενικό κανόνα της απαγορεύσεως του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς. Ωστόσο, οι κατευθυντήριες γραμμές καθορίζουν απλώς απόλυτους ελάχιστους κανόνες οι οποίοι πρέπει να τηρούνται ώστε η ενίσχυση στον γεωργικό τομέα να θεωρηθεί συμβατή προς την κοινή αγορά. Η Επιτροπή παρατηρεί επιπλέον ότι, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας της εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση των βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, ενισχύσεων, έχει την εξουσία περιορισμού του εν λόγω περιθωρίου εκδίδοντας κατευθυντήριες γραμμές περί του τρόπου με τον οποίο σκοπεί να εφαρμόσει τη διάταξη αυτή σε έναν τομέα ή σε ένα συγκεκριμένο είδος ενισχύσεως, εφόσον οι γραμμές αυτές δεν αποκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης. Επομένως, η Επιτροπή θεωρεί ότι, εφόσον θέσπισε τέτοιες κατευθυντήριες γραμμές για έναν τομέα ή ένα είδος ενισχύσεως, δεν μπορεί πλέον να αποκλίνει από αυτές. Ο λόγος είναι ότι, με τη θέσπισή τους, περιορίζει τη διακριτική εξουσία της, η οποία, κατά συνέπεια, συνίσταται μόνον στην εκτίμηση των καθοριζομένων με τις κατευθυντήριες γραμμές προϋποθέσεις.

35      Εν προκειμένω, η Επιτροπή εκτιμά ότι όφειλε να εφαρμόσει το σημείο 4.2.5 των κατευθυντηρίων γραμμών, εφόσον δεν αποδείχθηκε επαρκώς ότι υφίστανται δυνατότητες ομαλής διαθέσεως στην αγορά της βύνης.

36      Όσον αφορά την επιχειρηματολογία που αντλείται από την εσφαλμένη ερμηνεία της προπαρατεθείσας αποφάσεως Deufil κατά Επιτροπής, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, στην εν λόγω απόφαση, το συμβατό του μέτρου ενισχύσεως αξιολογήθηκε άμεσα βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, εφόσον, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν υπήρχε κανένα άλλο νομοθέτημα εφαρμοστέο στο προϊόν για το οποίο προοριζόταν η ενίσχυση. Επιπλέον, όσον αφορά τις ουσιαστικές διαφορές τις οποίες επικαλείται η αναιρεσείουσα σε σχέση με την υπόθεση που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως εκείνης, η Επιτροπή διατείνεται ότι οι διαφορές αυτές είναι αλυσιτελείς εφόσον, εν προκειμένω, οι κατευθυντήριες γραμμές δεν αναφέρουν την ανάγκη να αποδειχθεί ότι ο τομέας έχει μεγάλα πλεονάσματα, αλλά μόνον ότι υφίστανται δυνατότητες ομαλής διαθέσεως στην αγορά.

–       Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

37      Κατά τη Holland Malt, η εκ μέρους του Πρωτοδικείου ερμηνεία των κατευθυντηρίων γραμμών δεν είναι ορθή καθόσον εισάγει προϋπόθεση στην εκτίμηση της Επιτροπής περί του συμβατού ενισχύσεως με την κοινή αγορά. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ενίσχυση εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών δεν δύναται να εγκριθεί βάσει του κριτηρίου της σταθμίσεως των ευεργετικών και των αρνητικών αποτελεσμάτων της, όπως προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, εφόσον δεν πληρούται η προϋπόθεση που τίθεται με το σημείο 4.2.5 αυτών. Αντιθέτως, το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ δεν περιλαμβάνει προϋπόθεση ότι πρέπει να είναι διαθέσιμοι τρόποι ομαλής διαθέσεως στην αγορά ώστε η Επιτροπή να μπορεί να λάβει υπόψη τα θετικά αποτελέσματα μιας ενισχύσεως.

38      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών συντάσσεται με την άποψη της αναιρεσείουσας. Ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο, ακόμη και αν έκρινε ότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν πρέπει να γίνονται αντιληπτές μόνον κατά γράμμα αλλά πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του άρθρου 87 ΕΚ και του σκοπού για τον οποίο γίνεται λόγος στη διάταξη αυτή, εξέτασε στην πραγματικότητα τις κατευθυντήριες αυτές γραμμές μόνον κατά γράμμα. Η εκ μέρους του Πρωτοδικείου ερμηνεία των κατευθυντηρίων γραμμών είχε ως συνέπεια τον περιορισμό της εκτιμήσεως του άρθρου 87 ΕΚ μόνο στο ζήτημα αν υφίστανται δυνατότητες ομαλής διαθέσεως στην αγορά. Μια τόσο περιορισμένη ερμηνεία, βάσει μόνον της κατά γράμμα ερμηνείας των κατευθυντηρίων γραμμών, είναι εσφαλμένη και θίγει την ορθή εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και το πλήρες αποτέλεσμά τους.

39      Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι κρίσεις του Πρωτοδικείου δεν ενέχουν καμία πλάνη περί το δίκαιο. Συγκεκριμένα, η προβλεπόμενη στο άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, στάθμιση περιλαμβάνεται στις κατευθυντήριες γραμμές και, επομένως, δεν απαιτείται να ληφθούν υπόψη λοιπά κριτήρια όταν η οικεία ενίσχυση υπάγεται στους θεσπισθέντες με τις κατευθυντήριες γραμμές κανόνες. Η Επιτροπή δεν μπορεί να λαμβάνει υπόψη άλλους σκοπούς από τους προβλεπόμενους με τις κατευθυντήριες γραμμές, εάν βαίνουν πέραν αυτού που το εν λόγω θεσμικό όργανο θέσπισε με αυτές. Εν προκειμένω, το σημείο 4.2.5 των κατευθυντηρίων γραμμών στοιχειοθετεί αναμφίβολα ότι καμία ενίσχυση δεν χορηγείται για επενδύσεις συνδεόμενες με τη μεταποίηση των γεωργικών προϊόντων αν δεν αποδεικνύεται επαρκώς ότι δύνανται να ανευρεθούν στην εν λόγω αγορά δυνατότητες ομαλής διαθέσεως. Επομένως, κατά την Επιτροπή, εάν η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται, δεν υπάρχει δυνατότητα σταθμίσεως των υποτιθεμένων ευεργετικών αποτελεσμάτων της επίδικης ενισχύσεως και του αντικτύπου της επί των όρων του εμπορίου.

–       Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

40      Κατά την αναιρεσείουσα, η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι αντιφατική και ελλιπής όσον αφορά την ερμηνεία των κατευθυντηρίων γραμμών. Συγκεκριμένα, στις σκέψεις 132 και 133 της εν λόγω αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν πρέπει να γίνονται αντιληπτές μόνον κατά γράμμα ούτε να ερμηνεύονται ούτως ώστε να περιορίζεται το περιεχόμενο των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ ή να μην τηρούνται οι σκοποί για τους οποίους γίνεται λόγος στις διατάξεις αυτές. Αντιθέτως, στις σκέψεις 170 έως 172 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τα τιθέμενα στο σημείο 4.2.5 των κατευθυντηρίων γραμμών κριτήρια χωρίς να τα ερμηνεύσει υπό το πρίσμα του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και επομένως χωρίς να εκτιμήσει αν αλλοιώνονται οι όροι του εμπορίου από την επίδικη ενίσχυση κατά τρόπο που αντίκειται στο κοινό συμφέρον.

41      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών συντάσσεται με την άποψη της αναιρεσείουσας και διατείνεται ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση βασίζεται σε ελλιπή αιτιολογία όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών.

42      Η Επιτροπή εκτιμά ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ουδόλως είναι ελλιπής ή αντιφατική. Τονίζει, ειδικότερα, ότι το Πρωτοδικείο ορθώς υπενθύμισε, στη σκέψη 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι κατευθυντήριες γραμμές πρέπει πάντοτε να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του σκοπού του ανόθευτου ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς και εξήγησε σαφώς, στις σκέψεις 173 έως 177 της εν λόγω αποφάσεως, γιατί η άμεση εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ δεν συνεπάγεται τον συνυπολογισμό των σκοπών και των ευεργετικών αποτελεσμάτων της ενισχύσεως την οποία ζήτησε η αναιρεσείουσα. Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε, στη σκέψη 176 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το κριτήριο που τίθεται στο σημείο 4.2.5 των κατευθυντηρίων γραμμών αντικατοπτρίζει την προϋπόθεση που προκύπτει από το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, κατά την οποία καμία ενίσχυση που αλλοιώνει τους όρους του εμπορίου κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον δεν μπορεί να είναι συμβατή με την κοινή αγορά.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

43      Τα τρία σκέλη του πρώτου λόγου αναιρέσεως αφορούν το περιεχόμενο και την ερμηνεία των κατευθυντηρίων γραμμών και αποσκοπούν στην εκτίμηση του Πρωτοδικείου ως προς το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής. Επομένως, πρέπει να εξετασθούν από κοινού.

44      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή, εφαρμόζοντας το σημείο 4.2.5 των κατευθυντηρίων γραμμών, έκρινε ότι η προοριζόμενη για τη Holland Malt ενίσχυση δεν είναι συμβατή με την κοινή αγορά, στον βαθμό που η επίδικη αγορά χαρακτηρίζεται από έλλειψη δυνατοτήτων ομαλής διαθέσεως του προϊόντος στην αγορά. Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο έκρινε, αφενός, ότι, στον βαθμό που η προβλεπόμενη στο σημείο 4.2.5 των κατευθυντηρίων γραμμών προϋπόθεση δεν πληρούται, η Επιτροπή δεν μπορούσε να εγκρίνει την επίδικη ενίσχυση. Αφετέρου, επικαλούμενο την προπαρατεθείσα απόφαση Deufil κατά Επιτροπής, έκρινε ότι η μη εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών και η εφαρμογή μόνον του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ δεν συνεπάγονται εν προκειμένω, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η αναιρεσείουσα, την υποχρέωση της Επιτροπής να συνυπολογίσει τα ευεργετικά αποτελέσματα της επίδικης ενισχύσεως στην οικεία περιοχή.

45      Οι δύο αυτές θεωρήσεις δεν ενέχουν καμία πλάνη περί το δίκαιο.

46      Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, η Επιτροπή διαθέτει, για την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η άσκηση της οποίας προϋποθέτει σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται εντός κοινοτικού πλαισίου (βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑75/05 P και C‑80/05 P, Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, Συλλογή 2008, σ. I‑6619, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η Επιτροπή, θεσπίζοντας κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει πλέον στις περιπτώσεις που οι κανόνες αυτοί αφορούν, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως θα της επιβληθούν ενδεχομένως κυρώσεις λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Επομένως, κατά τη νομολογία αυτή, στον συγκεκριμένο τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή δεσμεύεται από τα ρυθμιστικά πλαίσια που θεσπίζει και τις ανακοινώσεις που εκδίδει, στο μέτρο που δεν αποκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης (βλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2000, C‑288/96, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑8237, σκέψη 62, και προπαρατεθείσα απόφαση Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, σκέψη 61).

48      Συναφώς, τονίζεται ότι, όπως προκύπτει από την προπαρατεθείσα απόφαση Deufil κατά Επιτροπής, το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ έχει την έννοια ότι, κατ’ αρχήν, όταν χορηγείται ενίσχυση σε μια αγορά που χαρακτηρίζεται από πλεονάζουσα ικανότητα παραγωγής, δύνανται να αλλοιωθούν οι όροι του εμπορίου κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον.

49      Στη συνέχεια, το γεγονός ότι ενίσχυση έχει επίσης ευεργετικά αποτελέσματα για την περιοχή ή τον οικείο οικονομικό τομέα δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι πρέπει να θεωρηθεί ως συμβατή προς την κοινή αγορά. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ προκύπτει ότι, όταν το μέτρο ενισχύσεως αλλοιώνει τους όρους του εμπορίου κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον, δεν μπορεί να κριθεί συμβατή με την κοινή αγορά, ανεξαρτήτως των ενδεχομένως ευεργετικών αποτελεσμάτων που παράγει. Ωστόσο, κατά την εκτίμηση του επηρεασμού του εμπορίου, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη όλα τα χαρακτηριστικά του μέτρου και της οικείας αγοράς (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 1970, 47/69, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 341, σκέψεις 7 έως 9).

50      Δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί ότι η εν λόγω ερμηνεία του πρωτογενούς δικαίου δεν ισχύει και για τις ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 36, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, το οποίο αναγνωρίζει την υπεροχή της γεωργικής πολιτικής έναντι των στόχων της Συνθήκης στον τομέα του ανταγωνισμού, προκύπτει ότι η ενδεχόμενη εφαρμογή, στον τομέα αυτό, διατάξεων της Συνθήκης περί ανταγωνισμού τελεί υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνονται υπόψη οι στόχοι του άρθρου 33 ΕΚ, δηλαδή οι στόχοι της κοινής γεωργικής πολιτικής (βλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1996, C‑311/94, IJssel-Vliet, Συλλογή 1996, σ. I‑5023, σκέψη 31).

51      Επομένως, κατά την εκτίμηση του συμβατού των κρατικών ενισχύσεων στον τομέα αυτόν, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις της πολιτικής αυτής οι οποίες αντιστοιχούν στις απαιτήσεις της κοινής αγοράς στο σύνολό της (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση IJssel-Vliet, σκέψη 33). Μεταξύ των απαιτήσεων αυτών περιλαμβάνεται ο έλεγχος της παραγωγής. Επομένως, μεταξύ άλλων, στον τομέα της κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής, ο κανονισμός (ΕΚ) 1257/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων κανονισμών (ΕΕ L 160, σ. 80), απαγορεύει, στο άρθρο του 6, τη χορήγηση ενισχύσεως για επενδύσεις που έχουν ως στόχο την αύξηση της παραγωγής προϊόντων, τα οποία δεν μπορούν να βρουν κανονικές διεξόδους στην αγορά.

52      Εν προκειμένω, στο σημείο 4.2.5 των κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή αναφέρει ότι θεωρεί ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά ενίσχυση σχετική με τη μεταποίηση και την εμπορία γεωργικών προϊόντων χορηγηθείσα ελλείψει δυνατοτήτων ομαλής διαθέσεως στην αγορά. Από το σημείο αυτό προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, το μέτρο αυτό θεωρείται αντίθετο προς το κοινό συμφέρον, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του τομέα εντός του οποίου παράγει τα αποτελέσματά του. Εξάλλου, το θεσμικό αυτό όργανο προέβλεψε, στο ίδιο σημείο 4.2.5, ότι, κατά την εκτίμηση του εν λόγω μέτρου, πρέπει να λαμβάνει υπόψη το επίπεδο της προσφοράς στην αγορά του επιδίκου προϊόντος και επίσης κάθε περιορισμό σε θέματα παραγωγής ή κοινοτικής στηρίξεως τον οποίο τυχόν προβλέπουν οι κοινές οργανώσεις αγορών. Επομένως, η Επιτροπή, πρέπει να προβεί σε εμπεριστατωμένη ανάλυση της εν λόγω αγοράς.

53      Τέτοιοι κανόνες συμπεριφοράς είναι σύμφωνοι με τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου και ιδίως με το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, το οποίο εφαρμόζεται τηρώντας τους σκοπούς της κοινής γεωργικής πολιτικής. Συγκεκριμένα, ενίσχυση χορηγηθείσα σε αγορά που χαρακτηρίζεται από πλεονάζουσα ικανότητα παραγωγής, δύναται να αλλοιώσει τους όρους του εμπορίου κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον. Επομένως, η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει ως ασύμβατο προς την κοινή αγορά μέτρο που προορίζεται για την ανάπτυξη περιοχής ή δραστηριότητας όταν χορηγείται σε έναν τομέα, όπως αυτός της μεταποιήσεως γεωργικών προϊόντων, στον οποίο κάθε αύξηση της παραγωγής ελλείψει δυνατοτήτων ομαλής διαθέσεως στην αγορά δύναται να αλλοιώσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο κατά τρόπο που θα αντέκειτο στο κοινό συμφέρον, ανεξαρτήτως των ευνοϊκών αποτελεσμάτων στην περιοχή της οικείας δραστηριότητας.

54      Επομένως, το Πρωτοδικείο δικαίως έκρινε ότι η Επιτροπή, στην προσβαλλομένη απόφαση, εφάρμοσε ορθώς τόσο το σημείο 4.2.5 των κατευθυντηρίων γραμμών όσο και το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ. Συγκεκριμένα, διαπιστώνοντας την έλλειψη δυνατοτήτων ομαλής διαθέσεως στην αγορά της βύνης βάσει λεπτομερέστατης αναλύσεως της αγοράς αυτής, η Επιτροπή υποχρεούνταν να κρίνει ότι το επίδικο μέτρο ήταν ασύμβατο προς την κοινή αγορά.

55      Εξάλλου, οι ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των επιδίκων ενισχύσεων στην υπόθεση που οδήγησε στην προπαρατεθείσα απόφαση Deufil κατά Επιτροπής, και των επιδίκων στην υπό κρίση υπόθεση ενισχύσεων, όπως τις προέβαλε η αναιρεσείουσα, δεν ασκούν επιρροή στην ερμηνεία των κανόνων σχετικά με τις προϋποθέσεις του συμβατού των ενισχύσεων του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

56      Ειδικότερα, το προβληθέν από τη Holland Malt γεγονός ότι η αγορά της βύνης δεν έχει μεγάλα πλεονάσματα όπως η σχετική αγορά στην υπόθεση που οδήγησε στην προπαρατεθείσα απόφαση Deufil κατά Επιτροπής, δεν συνεπάγεται ότι η Επιτροπή έπρεπε να αποκλίνει από την εφαρμογή του σημείου 4.2.5 των κατευθυντηρίων γραμμών. Συγκεκριμένα, από το εν λόγω σημείο προκύπτει ότι, για τον τομέα της μεταποιήσεως των γεωργικών προϊόντων, μέτρο ενισχύσεως, το οποίο περιλαμβάνει έστω και αμελητέα αύξηση της παραγωγής, θεωρείται, δυνάμει των χαρακτηριστικών του εν λόγω οικονομικού τομέα και των επιταγών της γεωργικής πολιτικής, ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά. Κατά συνέπεια, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν βασίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των εφαρμοστέων κανόνων όπως τους ερμήνευσε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Deufil κατά Επιτροπής.

57      Τέλος, όσον αφορά την φερομένη αντίφαση της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία προβλήθηκε στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να τονιστεί ότι, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο, αφού ανέφερε, στις σκέψεις 170 έως 172 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την υποχρέωση της Επιτροπής να τηρεί όσα ορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές, εκτίμησε την προσβαλλομένη απόφαση υπό το πρίσμα των διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου.

58      Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η προσβαλλομένη απόφαση, εκδοθείσα βάσει του σημείου 4.2.5 των κατευθυντηρίων γραμμών, δεν αντίκειται στους σχετικούς κανόνες της Συνθήκης. Επομένως, άνευ αντιφατικής αιτιολογίας, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η εν λόγω απόφαση, που είναι σύμφωνη προς τις κατευθυντήριες γραμμές, δεν αποκλίνει της ορθής εφαρμογής των κανόνων της Συνθήκης.

59      Δεδομένου ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι αντιφατική, ούτε το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι βάσιμο.

60      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η αναιρεσείουσα προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από διαδικαστική πλημμέλεια λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και διαστρεβλώσεως των προβληθέντων από την αναιρεσείουσα επιχειρημάτων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

61      Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 168 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε εσφαλμένως ότι, με τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως, δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση τον δεσμευτικό χαρακτήρα των κατευθυντηρίων γραμμών ούτε τη συμβατότητά τους προς τις διατάξεις της Συνθήκης. Αντιθέτως, με τις εν λόγω παρατηρήσεις της, υποστήριξε ότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, εάν ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβεί στη στάθμιση των αποτελεσμάτων της ενισχύσεως. Συναφώς, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι «εφαρμόζοντας τις διατάξεις των κατευθυντηρίων γραμμών της αυστηρώς και συσταλτικώς, η Επιτροπή υπερέβη σαφώς τα όρια της διακριτικής ευχέρειας που της παρέχει το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, κατά την ερμηνεία της νομολογίας των κοινοτικών δικαστηρίων».

62      Η αναιρεσείουσα συνάγει εξ αυτών ότι η διαδικαστική αυτή πλημμέλεια έβλαψε τα συμφέροντά της, εφόσον το Πρωτοδικείο όφειλε να εξετάσει τα επιχειρήματά της για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή έπρεπε να εφαρμόσει άμεσα το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, EΚ.

63      Η Επιτροπή παρατηρεί, προκαταρκτικώς, ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, ακόμη και αν ήταν βάσιμος, δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση της συλλογιστικής του Πρωτοδικείου ή στις κρίσεις τις οποίες διατύπωσε το Πρωτοδικείο. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο εξέτασε το ζήτημα αν η άμεση εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, υποχρέωνε την Επιτροπή να προβεί σε διαφορετική ανάλυση από την ακολουθηθείσα στην προσβαλλομένη απόφαση βάσει του σημείου 4.2.5 των κατευθυντηρίων γραμμών.

64      Επί της ουσίας, η Επιτροπή τονίζει ότι η αναιρεσείουσα ρητώς δήλωσε, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ότι δεν αμφισβητεί ότι, θεσπίζοντας τις κατευθυντήριες γραμμές της, η Επιτροπή περιόρισε τη διακριτική εξουσία της.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

65      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στη σκέψη 168 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε πράγματι ότι, με τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως, η αναιρεσείουσα δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση τον δεσμευτικό χαρακτήρα των κατευθυντηρίων γραμμών ούτε τη συμβατότητά τους προς τις διατάξεις της Συνθήκης.

66      Εντούτοις, στις σκέψεις 169 έως 177 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο εξέτασε αν η προσβαλλομένη απόφαση ήταν σύμφωνη με τις κατευθυντήριες γραμμές και αν παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ. Με άλλα λόγια, εξέτασε αν η προσβαλλομένη απόφαση, αποκλείοντας τη συμβατότητα με την κοινή αγορά της χορηγηθείσας στη Holland Malt ενισχύσεως βάσει μόνον των χαρακτηριστικών της οικείας αγοράς, αντίκειται στις κατευθυντήριες γραμμές και στην εν λόγω διάταξη της Συνθήκης.

67      Επομένως, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε την επιχειρηματολογία της ότι η Επιτροπή, βασιζόμενη στις κατευθυντήριες γραμμές, δεν εφάρμοσε επακριβώς την εν λόγω διάταξη της Συνθήκης.

68      Επομένως, ο δεύτερος λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

69      Από τα προεκτεθέντα έπεται ότι κανένας από τους λόγους αναιρέσεως τους οποίους προβάλλει η αναιρεσείουσα προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός και, ως εκ τούτου, η αίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

70      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή υπέβαλε σχετικό αίτημα και η αναιρεσείουσα ηττήθηκε, η τελευταία πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει τη Holland Malt BV στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.