ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 19ης Απριλίου 2012 ( *1 )

«Οδηγία 2008/7/EK — Έμμεσοι φόροι επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων — Άρθρα 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ — Πεδίο εφαρμογής — Ετήσιο τέλος καταβαλλόμενο στα τοπικά Εμπορικά, Βιομηχανικά, Βιοτεχνικά και Γεωργικά Επιμελητήρια»

Στην υπόθεση C-443/09,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει των άρθρων 234 ΕΚ και 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale di Cosenza (Ιταλία) με αποφάσεις της 5ης Νοεμβρίου 2009 και της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 13 Νοεμβρίου 2009 και στις 20 Σεπτεμβρίου 2010 αντίστοιχα, στο πλαίσιο της δίκης

Camera di Commercio, Industria, Artigianato e Agricoltura (CCIAA) di Cosenza

κατά

Grillo Star Srl, εταιρίας σε πτώχευση,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský, R. Silva de Lapuerta, Γ. Αρέστη και D. Šváby (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: K. Sztranc-Sławiczek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Οκτωβρίου 2011,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

το Camera di Commercio, Industria, Artigianato e Agricoltura (CCIAA) di Cosenza, εκπροσωπούμενο από τους O. Morcavallo και F. Sciaudone, avvocati,

η Grillo Star Srl, εκπροσωπούμενη από τον R. Mastroianni, avvocato,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Fiorentino, avvocato dello Stato,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον N. Graf Vitzthum,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον A. Aresu και την M. Afonso,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 12ης Ιανουαρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία των άρθρων 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2008/7/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2008, περί των έμμεσων φόρων των επιβαλλόμενων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων (ΕΕ L 46, σ. 11).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας διαπίστωσης του παθητικού της Grillo Star Srl (στο εξής: Grillo Star), εταιρίας σε πτώχευση, από τον εισηγητή δικαστή της πτώχευσης που διόρισε το Tribunale di Cosenza και ο οποίος καλείται να δεχτεί την απαίτηση που ανήγγειλε το Camera di Commercio, Industria, Artigianato e Agricultora di Cosenza (Εμπορικό, Βιομηχανικό, Βιοτεχνικό και Γεωργικό Επιμελητήριο της Cosenza, στο εξής: CCIAA di Cosenza) σχετικά με τη μη καταβολή από την Grillo Star, για το 2009, του ετήσιου τέλους που οφείλει κάθε επιχείρηση εγγεγραμμένη ή καταχωρισμένη στο μητρώο επιχειρήσεων (στο εξής: ετήσιο τέλος).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το άρθρο 2 της οδηγίας 2008/7, που επιγράφεται «Κεφαλαιουχική εταιρία», ορίζει τα εξής:

«1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “κεφαλαιουχική εταιρία” θεωρείται:

α)

οιαδήποτε εταιρία που έχει μία από τις μορφές που παρατίθενται στο παράρτημα Ι,

β)

κάθε εταιρία, επιχείρηση, ένωση προσώπων ή νομικό πρόσωπο, των οποίων τα μερίδια, τα αντιπροσωπεύοντα κεφάλαιο ή εταιρική εισφορά, δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο,

γ)

κάθε εταιρία, επιχείρηση, ένωση προσώπων ή νομικό πρόσωπο που επιδιώκ[ει] σκοπούς κερδοσκοπικούς [και της οποίας/του οποίου] τα μέλη έχουν το δικαίωμα να εκχωρούν άνευ προηγούμενης έγκρισης τα εταιρικά τους μερίδια σε τρίτους και δεν ευθύνονται για τα χρέη της εταιρίας, της επιχείρησης, της ένωσης προσώπων ή του νομικού προσώπου, παρά μόνο κατά το μέτρο της εισφοράς τους.

2.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, εξομοιούται προς κεφαλαιουχική εταιρία κάθε άλλη εταιρία, επιχείρηση, ένωση προσώπων ή νομικό πρόσωπο που επιδιώκει σκοπούς κερδοσκοπικούς.»

4

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν στις κεφαλαιουχικές εταιρίες έμμεσο φόρο οποιασδήποτε μορφής για τις ακόλουθες πράξεις:

[…]

γ)

καταχώριση ή οποιαδήποτε άλλη διατύπωση η οποία απαιτείται πριν από την έναρξη δραστηριοτήτων [και] στην οποία μια κεφαλαιουχική εταιρία μπορεί να υπόκειται λόγω της νομικής της μορφής,

[…]».

5

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

«Παρά το άρθρο 5, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν τους ακόλουθους φόρους και τέλη:

[…]

ε)

φόρους οι οποίοι έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα,

[…]».

Η εθνική νομοθεσία

6

Οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που έχουν εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, όπως ίσχυαν πριν από την αναμόρφωση που επέφερε το άρθρο 1, παράγραφος 19, του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 23, για τη μεταρρύθμιση του συστήματος που αφορά τα Εμπορικά, Βιομηχανικά, Βιοτεχνικά και Γεωργικά Επιμελητήρια, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 53 του νόμου 99 της 23ης Ιουλίου 2009 (decreto legislativo n. 23 — Riforma dell’ordinamento relativo alle camere di commercio, industria, artigianato e agricoltura, in attuazione dell’articolo 53 della legge 23 luglio 2009, n. 99), της 15ης Φεβρουαρίου 2010 (GURI [Εφημερίδα της Κυβέρνησης της Ιταλίας] αριθ. φύλλου 46, της 25ης Φεβρουαρίου 2010, σ. 1), που άρχισε να ισχύει στις 12 Μαρτίου 2010, είναι οι ακόλουθες.

Ο Αστικός Κώδικας

7

Με το άρθρο 2188, παράγραφος 1, του ιταλικού Αστικού Κώδικα (στο εξής: Αστικός Κώδικας) προβλέφθηκε ένα μητρώο επιχειρήσεων, στο οποίο, κατά το άρθρο 2195 του εν λόγω κώδικα, είναι υποχρεωμένες να εγγράφονται όλες οι βιομηχανικές, οι εμπορικές και οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το αν ανήκουν σε φυσικό πρόσωπο ή σε εταιρία, και, ειδικότερα, κατά το άρθρο 2200 του ίδιου κώδικα, τόσο οι εταιρίες όσο και οι συνεταιρισμοί, ακόμη και αν δεν ασκούν δραστηριότητα εμπορικής φύσης.

Ο νόμος 580/1993 και οι διατάξεις για την εφαρμογή του

8

Το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου 580, περί αναδιοργανώσεως των Εμπορικών, Βιομηχανικών, Βιοτεχνικών και Γεωργικών Επιμελητηρίων (legge 580 — Recante Riordinamento delle camere di commercio, industria, artigianato e agricoltura), της 29ης Δεκεμβρίου 1993 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 7, της 11ης Ιανουαρίου 1994, στο εξής: νόμος 580/1993), προβλέπει ότι η τήρηση των μητρώων επιχειρήσεων ανατίθεται στα Εμπορικά, Βιομηχανικά, Βιοτεχνικά και Γεωργικά Επιμελητήρια.

9

Το άρθρο 18, παράγραφοι 3 έως 5, του νόμου 580/1993 καθορίζει τον τρόπο υπολογισμού του ετήσιου τέλους.

10

Με την απόφαση του Υπουργού Οικονομικής Ανάπτυξης περί καθορισμού του ποσού του ετήσιου τέλους που οφείλουν οι επιχειρήσεις στα επιμελητήρια για το 2009 (decreto del ministro dello Sviluppo economico — Determinazione delle misure del diritto annuale dovuto per l’anno 2009 dalle imprese alle camere di commercio), της 30ής Απριλίου 2009 (GURI αριθ. φύλλου 114, της 19ης Μαΐου 2009, σ. 37), καθορίστηκε το ύψος του ετήσιου τέλους για το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης έτος. Το τέλος αυτό ανέρχεται σε κατ’ αποκοπή ποσό 200 ευρώ για τις επιχειρήσεις των οποίων ο κύκλος εργασιών είναι κατώτερος των 100000 ευρώ, ενώ, όταν ο κύκλος εργασιών υπερβαίνει το όριο αυτό, το ύψος του τέλους καθορίζεται σε ποσοστό του κύκλου εργασιών της οικείας επιχείρησης.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11

Με απόφαση της 29ης Απριλίου 2009, το τμήμα πτωχεύσεων του Tribunale di Cosenza κήρυξε την πτώχευση της Grillo Star και αποφάσισε την κίνηση της διαδικασίας επαλήθευσης των απαιτήσεων των πιστωτών σύμφωνα με το άρθρο 93 του ιταλικού νόμου περί πτωχεύσεων.

12

Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, το CCIAA di Cosenza ανήγγειλε στις 4 Ιουνίου 2009 έναντι της πτωχεύσασας Grillo Star την απαίτησή της για το οφειλόμενο για το 2009 ετήσιο τέλος, ύψους 200 ευρώ, καθώς και για τους σχετικούς τόκους, ύψους 113,39 ευρώ.

13

Ο εισηγητής δικαστής που διόρισε το Tribunale di Cosenza και ο οποίος καλείται να κάνει δεκτή την απαίτηση αυτή και την ικανοποίησή της από την πτωχευτική περιουσία της Grillo Star έχει αμφιβολίες για το αν η ιταλική ρύθμιση σχετικά με τον καθορισμό του ετήσιου τέλους είναι συμβατή με την οδηγία 2008/7.

14

Συναφώς, ο δικαστής αυτός παραπέμπει στη νομολογία του Δικαστηρίου, και ειδικότερα στις αποφάσεις της 20ής Απριλίου 1993, C-71/91 και C-178/91, Ponente Carni και Cispadana Costruzioni (Συλλογή 1993, σ. I-1915), της 2ας Δεκεμβρίου 1997, C-188/95, Fantask κ.λπ. (Συλλογή 1997, σ. I-6783), και της 10ης Σεπτεμβρίου 2002, C-216/99 και C-222/99, Prisco και CASER (Συλλογή 2002, σ. I-6761), οι οποίες τονίζουν τον ανταποδοτικό χαρακτήρα που πρέπει να έχουν τα τέλη που μπορούν να επιβάλλουν τα κράτη μέλη δυνάμει της εξαίρεσης την οποία προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 1969, περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 20), και η οποία έχει ουσιαστικά περιληφθεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2008/7. Κατά τον εν λόγω δικαστή πάντως, το ετήσιο τέλος δεν έχει τέτοιο ανταποδοτικό χαρακτήρα, αφού ο υπολογισμός του δεν συναρτάται προς το κόστος της υπηρεσίας που παρέχεται στις επιχειρήσεις σχετικά με τη διατήρηση της εγγραφής τους στο μητρώο που τηρούν τα Εμπορικά, Βιομηχανικά, Βιοτεχνικά και Γεωργικά Επιμελητήρια.

15

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο εισηγητής δικαστής που διόρισε το Tribunale di Cosenza αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Είναι τα κριτήρια καθορισμού του ετήσιου τέλους κατά το άρθρο 18, στοιχείο b, του [νόμου 580/1993], όπως καθορίζονται στις παραγράφους 3, 4, 5 και 6 του εν λόγω άρθρου, αντίθετα προς την [οδηγία 2008/7/ΕΚ], καθόσον αποκλείουν τη δυνατότητα να εμπίπτει το εν λόγω τέλος στην εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 6, [παράγραφος 1,] στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας;

2)

Ειδικότερα:

Έχει “ανταποδοτικό” χαρακτήρα το ετήσιο τέλος για τον καθορισμό του οποίου γίνεται αναφορά στα “αναγκαία χρηματικά ποσά για την παροχή των υπηρεσιών που το σύστημα των Εμπορικών Επιμελητηρίων οφείλει να παρέχει σε ολόκληρο το εθνικό έδαφος”;

Αποκλείει το γεγονός ότι προβλέπεται ένα “κεφάλαιο συμψηφισμού”, που αποσκοπεί στο να καταστήσει ομοιογενή στο σύνολο του εθνικού εδάφους την επιτέλεση όλων των διοικητικών λειτουργιών που ο νόμος αναθέτει στα Εμπορικά Επιμελητήρια, τον ανταποδοτικό χαρακτήρα του ετήσιου τέλους;

Είναι συμβατή προς τον ανταποδοτικό χαρακτήρα του τέλους αυτού η ευχέρεια που παρέχεται σε κάθε Εμπορικό Επιμελητήριο να αυξάνει μέχρι και 20 % το ύψος του ετήσιου τέλους, με σκοπό τη συγχρηματοδότηση πρωτοβουλιών που αποσκοπούν στην αύξηση της παραγωγής και στη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών της εδαφικής περιφέρειας που εμπίπτει στην αρμοδιότητά του;

Αποκλείει το γεγονός ότι δεν προβλέπεται σαφώς ο τρόπος προσδιορισμού των χρηματικών ποσών που είναι αναγκαία για την τήρηση και την ενημέρωση των εγγραφών και των σημειώσεων στο μητρώο επιχειρήσεων εκ μέρους των Εμπορικών Επιμελητηρίων την αναγνώριση του ανταποδοτικού χαρακτήρα του ετήσιου τέλους;

Είναι ο κατ’ αποκοπή καθορισμός του ετήσιου τέλους συμβατός προς τον ανταποδοτικό χαρακτήρα του τέλους αυτού, εφόσον δεν υφίσταται καμία διάταξη που να προβλέπει τον έλεγχο σε “τακτά διαστήματα” του αν το εν λόγω τέλος αντιστοιχεί στο μέσο κόστος της υπηρεσίας;»

16

Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2008/7 στο ετήσιο τέλος, ο εισηγητής δικαστής που διόρισε το Tribunale di Cosenza υπέβαλε, με σκοπό να συμπληρώσει την αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης που είχε υποβάλει στις 5 Νοεμβρίου 2009, τα ακόλουθα ερωτήματα:

«1)   Είναι η υποχρέωση καταβολής του [ετήσιου τέλους] που επιβάλλεται σε κεφαλαιουχική εταιρία η οποία δεν ασκεί και ουδέποτε άσκησε οικονομική δραστηριότητα, αλλά είναι αντιθέτως “αδρανής”, αντίθετη προς την [οδηγία 2008/7];

2)   Αντιβαίνουν προς την [οδηγία 2008/7] ο συστατικός χαρακτήρας της εγγραφής στο μητρώο επιχειρήσεων, η οποία στην ιταλική έννομη τάξη συνδέεται αναπόσπαστα με την απόκτηση της νομικής προσωπικότητας των κεφαλαιουχικών εταιριών, και συνεπώς η καταβολή του συνδεόμενου με την εγγραφή αυτή “ετήσιου τέλους”;»

17

Κατόπιν αυτής της συμπληρωματικής αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε, με διάταξη της 20ής Οκτωβρίου 2010, την επανάληψη της έγγραφης διαδικασίας.

Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

18

Το CCIAA di Cosenza ισχυρίζεται κατ’ ουσία ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στις υπό εξέταση αιτήσεις προδικαστικής απόφασης, διότι ο εισηγητής δικαστής που διόρισε το Tribunale di Cosenza δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Συναφώς το CCIAA υποστηρίζει ότι η διαδικασία ενώπιον του δικαστή αυτού δεν οδηγεί στη λήψη απόφασης με δικαιοδοτικό χαρακτήρα. Επισημαίνει ότι ο εν λόγω δικαστής ασκεί κυρίως καθήκοντα επίβλεψης και ελέγχου της νομιμότητας της διαδικασίας καθορισμού του παθητικού της πτώχευσης δεχόμενος εν όλω ή εν μέρει ή απορρίπτοντας για τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους τις απαιτήσεις που αναγγέλλουν οι πιστωτές. Το CCIAA ισχυρίζεται επίσης ότι στη διαδικασία αυτή η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως υπόκειται σε πολλούς περιορισμούς.

19

Η Grillo Star υποστηρίζει, αντίθετα, ότι η διαδικασία που εφαρμόζει ο εισηγητής δικαστής έχει δικαιοδοτικό χαρακτήρα, διότι η ιταλική νομοθεσία αναθέτει στον δικαστή αυτό το έργο της λήψης αιτιολογημένων αποφάσεων επί όλων των αναγγελλόμενων απαιτήσεων και οι αποφάσεις αυτές έχουν ισχύ δεδικασμένου, αφού δεν μπορούν να προσβληθούν, και δεσμεύουν τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η εν λόγω εταιρία τονίζει επίσης το γεγονός ότι η απόφαση του εισηγητή δικαστή λαμβάνεται κατόπιν δημόσιας συνεδρίασης, στην οποία καλούνται επίσημα και έχουν δικαίωμα να μετάσχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη.

20

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει αν το αιτούν όργανο είναι «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, πράγμα που αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στο δίκαιο της Ένωσης, λαμβάνει υπόψη μια σειρά στοιχείων, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, το ζήτημα αν η διαδικασία διέπεται από την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή των κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του (βλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2011, C-196/09, Miles κ.λπ., Συλλογή 2011, σ. Ι-5105, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21

Επιπλέον, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο μόνον εφόσον εκκρεμεί ενώπιόν τους διαφορά και εφόσον καλούνται να αποφανθούν στο πλαίσιο διαδικασίας που πρόκειται να καταλήξει στην έκδοση απόφασης με δικαιοδοτικό χαρακτήρα (διάταξη της 24ης Μαρτίου 2011, C-344/09, Bengtsson, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

22

Έτσι, οσάκις το αιτούν όργανο ενεργεί ως διοικητική αρχή, χωρίς να καλείται συγχρόνως να επιλύσει διαφορά, υπό την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, το όργανο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιτελεί δικαιοδοτική λειτουργία (προαναφερθείσα διάταξη Bengtsson, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23

Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που προσκόμισε το CCIAA di Cosenza και τα οποία επιβεβαίωσε η Grillo Star προκύπτει ότι ο εισηγητής δικαστής της πτώχευσης έχει ως έργο, βασιζόμενος στο αναλυτικό σχέδιο που καταρτίζει ο σύνδικος ως προς το παθητικό της πτώχευσης, να αποφασίσει ποιες από τις απαιτήσεις που έχουν αναγγείλει οι πιστωτές θα γίνουν δεκτές. Από τον νόμο περί πτωχεύσεων προκύπτει επίσης ότι τόσο ο σύνδικος όσο και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι έχουν την ευχέρεια να προβάλουν αντιρρήσεις ενώπιον του εισηγητή δικαστή κατά της αποδοχής απαίτησης που έχει αναγγείλει ένας πιστωτής. Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι, αν δεν ασκηθεί ανακοπή, η απόφαση του εν λόγω εισηγητή δικαστή να μην κάνει δεκτή ορισμένη απαίτηση παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

24

Εξάλλου, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 19 των προτάσεών της, ο σύνδικος και οι πιστωτές έχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους ενώπιον του εισηγητή δικαστή της πτώχευσης τόσο εγγράφως όσο και προφορικώς.

25

Αν ληφθούν υπόψη όλα αυτά τα στοιχεία, δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός ότι ο εισηγητής δικαστής που διόρισε το Tribunale di Cosenza δεν καλείται, υπό την έννοια του δικαίου της Ένωσης, να εκδώσει απόφαση με δικαιοδοτικό χαρακτήρα που αποσκοπεί στην επίλυση διαφοράς στο πλαίσιο διαδικασίας διεπόμενης από την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως.

26

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να απαντήσει στα ερωτήματα που έχει υποβάλει το αιτούν δικαστήριο.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

27

Το αιτούν δικαστήριο θέτει με τα ερωτήματά του, που πρέπει να συνεξεταστούν, κατ’ ουσία το ζήτημα αν η οδηγία 2008/7, και ειδικότερα τα άρθρα της 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν την επιβολή ετήσιου τέλους όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, το οποίο καταβάλλει στα ιταλικά Εμπορικά, Βιομηχανικά, Βιοτεχνικά και Γεωργικά Επιμελητήρια κάθε επιχείρηση εγγεγραμμένη ή καταχωρισμένη στο μητρώο που τηρούν τα εν λόγω επιμελητήρια.

28

Πρέπει να υπομνησθεί ευθύς εξαρχής ότι το Δικαστήριο είχε στο παρελθόν την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι το άρθρο 12 της οδηγίας 69/335, η διατύπωση του οποίου συνέπιπτε κατ’ ουσία με τη διατύπωση του άρθρου 6 της οδηγίας 2008/7, αποτελεί εξαίρεση από την καταρχήν απαγόρευση των επιβαρύνσεων που εμφανίζουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τον φόρο εισφοράς που πρόβλεπε το άρθρο 10 της οδηγίας 69/335, του οποίου το περιεχόμενο έχει ουσιαστικά περιληφθεί στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/7 (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, προαναφερθείσα απόφαση Fantask κ.λπ., σκέψη 20).

29

Επομένως πρέπει να εξεταστεί καταρχάς αν ένα ετήσιο τέλος όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη ανήκει στην ίδια κατηγορία με έναν από τους φόρους που απαγορεύονται από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/7.

30

Το εν λόγω άρθρο απαγορεύει συγκεκριμένα, με την παράγραφο 1, στοιχείο γʹ, τους έμμεσους φόρους, οι οποίοι ανεξάρτητα από τη μορφή τους, καταβάλλονται για την καταχώριση ή οποιαδήποτε άλλη διατύπωση η οποία απαιτείται πριν από την έναρξη δραστηριοτήτων και στην οποία μια κεφαλαιουχική εταιρία μπορεί να υπόκειται λόγω της νομικής της μορφής.

31

Ο δικαιολογητικός λόγος για την απαγόρευση αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι, ναι μεν οι εν λόγω φόροι δεν πλήττουν τις εισφορές κεφαλαίου καθαυτές, πλην όμως επιβάλλονται λόγω των διατυπώσεων που συνδέονται με τη νομική μορφή της εταιρίας, δηλαδή λόγω του μέσου που χρησιμοποιείται για τη συγκέντρωση των κεφαλαίων, οπότε η διατήρησή τους θα ενείχε επίσης τον κίνδυνο διακύβευσης των σκοπών της οδηγίας 2008/7 (βλ. συναφώς απόφαση της 28ης Ιουνίου 2007, C-466/03, Albert Reiss Beteiligungsgesellschaft, Συλλογή 2007, σ. I-5357, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2008/7 πρέπει καταρχήν να ερμηνεύεται ευρέως, υπό την έννοια ότι καλύπτει όχι μόνον τις τυπικές προκαταρκτικές διαδικασίες για την άσκηση της δραστηριότητας μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας, αλλά και τις διατυπώσεις που αποτελούν προϋπόθεση για την άσκηση και τη συνέχιση της δραστηριότητας μιας τέτοιας εταιρίας (βλ. συναφώς προαναφερθείσα απόφαση Albert Reiss Beteiligungsgesellschaft, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33

Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το άρθρο αυτό δεν απαγορεύει τον φόρο που επιβάλλεται κατ’ έτος λόγω της καταχώρισης ή εγγραφής μιας επιχείρησης στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, αν, πρώτον, η γενεσιουργός αιτία του φόρου αυτού δεν συνίσταται στην καταχώριση της εταιρίας ή του νομικού προσώπου που έχει την κυριότητα μιας επιχείρησης, αλλά στην καταχώριση της ίδιας της επιχείρησης, δεύτερον, η επιβολή του φόρου αυτού είναι ανεξάρτητη από τη νομική μορφή που έχει ο φορέας στον οποίο ανήκει η επιχείρηση και, τρίτον, δεν συνδέεται συνεπώς με τις διατυπώσεις στις οποίες μπορούν να υπόκεινται οι κεφαλαιουχικές εταιρίες λόγω της νομικής μορφής τους (βλ. συναφώς απόφαση της 11ης Ιουνίου 1996, C-2/94, Denkavit Internationaal κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I-2827, σκέψεις 24 έως 26).

34

Δεν αμφισβητείται ότι η γενεσιουργός αιτία ενός ετήσιου τέλους όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν συνίσταται, σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, στην καταχώριση της εταιρίας ή του νομικού προσώπου που έχει την κυριότητα της επιχείρησης, αλλά στην καταχώριση της ίδιας της επιχείρησης. Πρόκειται για τέλος που επιβαρύνει όλους τους φορείς που επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό, και μάλιστα σε συνάρτηση με τον κύκλο εργασιών τους.

35

Το εν λόγω τέλος είναι, όπως επιβεβαίωσε η Grillo Star κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ανεξάρτητο από τη νομική μορφή που έχει ο φορέας στον οποίο ανήκει η επιχείρηση, καθόσον πλήττει τόσο τις επιχειρήσεις που έχουν τη μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2008/7, όσο και εκείνες που έχουν άλλη νομική μορφή, και ειδικότερα εκείνες που ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα ή τις οποίες διαχειρίζονται φυσικά πρόσωπα (βλ., κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα απόφαση Denkavit Internationaal κ.λπ., σκέψη 25).

36

Επιπλέον, όπως ορθά τονίζουν η Ιταλική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το γεγονός ότι το ετήσιο τέλος είναι ανάλογο προς τον κύκλο εργασιών της ενδιαφερόμενης επιχείρησης αποκλείει το ενδεχόμενο να συνιστά η καταβολή του επαχθέστερη διατύπωση για την επιχείρηση που έχει επιλέξει τη μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας από ό,τι για την επιχείρηση που έχει συσταθεί με άλλη νομική μορφή.

37

Είναι συνεπώς πρόδηλο ότι ένα ετήσιο τέλος όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν συνδέεται με τις διατυπώσεις στις οποίες μπορούν να υπόκεινται οι κεφαλαιουχικές εταιρίες λόγω της νομικής μορφής τους.

38

Το γεγονός ότι, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, η εγγραφή των κεφαλαιουχικών εταιριών στο μητρώο επιχειρήσεων έχει για τις κεφαλαιουχικές εταιρίες του εθνικού δικαίου, αντίθετα από ό,τι ισχύει για τις άλλες επιχειρήσεις, συστατικό χαρακτήρα δεν κλονίζει την ορθότητα της διαπίστωσης που διατυπώθηκε στην αμέσως προηγούμενη σκέψη. Συγκεκριμένα, μολονότι η εγγραφή στο μητρώο αυτό, άρα και η καταβολή του σχετικού ετήσιου τέλους, συνιστούν προϋπόθεση της νομικής υπόστασης των κεφαλαιουχικών εταιριών, το στοιχείο αυτό δεν αρκεί για να μεταβάλει τη γενεσιουργό αιτία του ετήσιου τέλους αυτού, η οποία προσδιορίστηκε παραπάνω στη σκέψη 34, και να μετατρέψει το τέλος αυτό σε τέλος οφειλόμενο λόγω της καταχώρισης της κεφαλαιουχικής εταιρίας στην οποία ανήκει η επιχείρηση (βλ., κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα απόφαση Denkavit Internationaal κ.λπ., σκέψη 28). Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι η μη καταβολή του τέλους αυτού από μια κεφαλαιουχική εταιρία δεν συνεπάγεται τη διαγραφή της από το μητρώο επιχειρήσεων.

39

Δεν έχει άλλωστε σημασία ούτε το γεγονός ότι, όπως ισχυρίστηκε το CCIAA di Cosenza, η υποχρέωση καταβολής ετήσιου τέλους όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης βαρύνει μια κεφαλαιουχική εταιρία, όπως είναι η Grillo Star, ακόμη και για την περίοδο κατά την οποία η εταιρία αυτή δεν ασκεί καμία πραγματική οικονομική δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία, ο δικαιολογητικός λόγος για την επιβολή στις κεφαλαιουχικές εταιρίες της υποχρέωσης καταβολής του ετήσιου τέλους είναι το τεκμήριο ότι σε κάθε κεφαλαιουχική εταιρία ανήκει καταρχήν μια επιχείρηση. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει, πρώτον, ότι ο ορισμός της έννοιας της επιχείρησης εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού νομοθέτη, όταν πρόκειται για τομέα όπως αυτός τον οποίο καλύπτει η οδηγία 2008/7 (βλ. συναφώς προαναφερθείσα απόφαση Denkavit Internationaal κ.λπ., σκέψη 31), και, δεύτερον, ότι το τεκμήριο αυτό δεν έχει καμία επιρροή επί της διαπίστωσης ότι η γενεσιουργός αιτία ενός φόρου όπως το ετήσιο τέλος συνίσταται, όπως υπενθυμίστηκε παραπάνω στη σκέψη 34, στην καταχώριση της καθαυτό επιχείρησης, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή της (βλ. συναφώς προαναφερθείσα απόφαση Denkavit Internationaal κ.λπ., σκέψη 29).

40

Εξάλλου, από τη δικογραφία που διαθέτει το Δικαστήριο προκύπτει ότι μια εταιρία όπως η Grillo Star, η οποία έχει διενεργήσει τουλάχιστον προπαρασκευαστικές πράξεις ενόψει της άσκησης ξενοδοχειακής δραστηριότητας, π.χ. αγοράζοντας ορισμένα γήπεδα, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να εξομοιωθεί με «κενή εταιρία» υπό την έννοια της σκέψης 29 της προαναφερθείσας απόφασης Denkavit Internationaal κ.λπ., δηλαδή με εταιρία που δεν έχει ενεργητικό και δεν ασκεί επομένως καμία πλέον δραστηριότητα.

41

Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ένα ετήσιο τέλος όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν συνιστά φόρο απαγορευόμενο από το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2008/7.

42

Κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να εξεταστεί αν το εν λόγω τέλος εμπίπτει στην εξαίρεση που προβλέπει από το παραπάνω άρθρο το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2008/7.

43

Επομένως, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2008/7 έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει στη διάταξη αυτή ένα ετήσιο τέλος όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, το οποίο οφείλει να καταβάλλει ετησίως κάθε επιχείρηση λόγω της εγγραφής της στο μητρώο επιχειρήσεων, έστω και αν η εγγραφή αυτή έχει συστατικό χαρακτήρα για τις κεφαλαιουχικές εταιρίες και οι εταιρίες αυτές οφείλουν να το καταβάλλουν ακόμη και για την περίοδο κατά την οποία ασκούν απλώς προπαρασκευαστικές δραστηριότητες ενόψει της εκμετάλλευσης επιχείρησης.

Επί των δικαστικών εξόδων

44

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2008/7/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2008, περί των έμμεσων φόρων των επιβαλλόμενων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων, έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει στη διάταξη αυτή ένα ετήσιο τέλος όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, το οποίο οφείλει να καταβάλλει ετησίως κάθε επιχείρηση λόγω της εγγραφής της στο μητρώο επιχειρήσεων, έστω και αν η εγγραφή αυτή έχει συστατικό χαρακτήρα για τις κεφαλαιουχικές εταιρίες και οι εταιρίες αυτές οφείλουν να το καταβάλλουν ακόμη και για την περίοδο κατά την οποία ασκούν απλώς προπαρασκευαστικές δραστηριότητες ενόψει της εκμετάλλευσης επιχείρησης.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.