1. Αναίρεση – Λόγοι – Αναίρεση κατά αποφάσεως επί συνεκδικασθεισών υποθέσεων – Δυνατότητα κάθε διαδίκου να προβάλει λόγο αναιρέσεως κατά κάθε συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως των λόγων που προέβαλε ο διάδικος αυτός ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου
(Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)
2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Διατάξεις της Συνθήκης – Πεδίο εφαρμογής ratione temporis – Προσχώρηση της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Πρωτόκολλο 8 για την αναδιάρθρωση της πολωνικής χαλυβουργικής βιομηχανίας, προσαρτηθέν στην Πράξη Προσχωρήσεως του 2003
(Άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ· Πράξη Προσχωρήσεως του 2003, πρωτόκολλο 8)
3. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Όρια
1. Στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, δεδομένου ότι ένας διάδικος δύναται να αμφισβητήσει όλο το σκεπτικό βλαπτικής γι’ αυτόν αποφάσεως, όταν το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο] ένωσε δύο υποθέσεις και εξέδωσε ενιαία απόφαση η οποία απαντά στο σύνολο των ισχυρισμών που προέβαλαν οι ενώπιον του Πρωτοδικείου διάδικοι, καθένας από αυτούς δύναται, χωρίς να μπορεί να του αντιταχθεί ότι προβάλλει νέον ισχυρισμό, να επικρίνει τη συλλογιστική που αφορά τους ισχυρισμούς οι οποίοι, ενώπιον του Πρωτοδικείου, προβλήθηκαν από την προσφεύγουσα στην άλλη συνεκδικασθείσα υπόθεση. Επομένως, δεν πρόκειται για νέον ισχυρισμό, ακόμα και αν ο ισχυρισμός αυτός δεν προβλήθηκε από την προσφεύγουσα πρωτοδίκως, αλλά από την άλλη προσφεύγουσα στη συνεκδικασθείσα υπόθεση.
(βλ. σκέψη 85)
2. Προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, οι ουσιαστικοί κανόνες του κοινοτικού δικαίου πρέπει να ερμηνεύονται ως έχοντες εφαρμογή επί καταστάσεων που έχουν ήδη διαμορφωθεί προ της ενάρξεως της ισχύος τους, μόνον εφόσον προκύπτει σαφώς από τη διατύπωσή τους, τους σκοπούς ή την οικονομία τους ότι πρέπει να τους αναγνωριστεί τέτοια ισχύς.
Από τη διατύπωση του πρωτοκόλλου 8, για την αναδιάρθρωση της πολωνικής χαλυβουργικής βιομηχανίας, προσαρτημένο στην πράξη περί των όρων προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας, και των προσαρμογών των συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, προκύπτει ότι προβλέπει αναδρομική ισχύ αποσκοπώντας ρητώς σε περίοδο η οποία είχε πλήρως ολοκληρωθεί κατά τη χρονική στιγμή ενάρξεως ισχύος του την 1η Μαΐου 2004.
Η θέσπιση καθεστώτος παρέχοντος στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκεί τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων δυνάμει της Συνθήκης επί κάθε ενισχύσεως χορηγηθείσας για την αναδιάρθρωση της πολωνικής χαλυβουργίας, πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Ένωση, ήταν η λογική συνέπεια της ουσιαστικής συνέχειας μεταξύ της συμφωνίας συνδέσεως με την Πολωνία που προηγήθηκε της προσχωρήσεως της Πολωνίας και της Συνθήκης όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις, και εκφράζει τον σκοπό της εφαρμογής ενός μόνον καθεστώτος ελέγχου πριν και μετά την προσχώρηση. Συγκεκριμένα, ο σκοπός του πρωτοκόλλου 8 ήταν η θέσπιση ενός κατανοητού καθεστώτος για την έγκριση των ενισχύσεων που προορίζονταν για την αναδιάρθρωση της πολωνικής χαλυβουργικής βιομηχανίας και όχι μόνον η αποτροπή σωρεύσεως των ενισχύσεων από τις δικαιούχους εταιρίες. Το πρωτόκολλο 8 αντιπροσωπεύει ένα lex specialis σε σχέση με τα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, ο οποίος επέκτεινε την αρμοδιότητα της Επιτροπής προς έλεγχο των ενισχύσεων που χορηγούνται για την αναδιάρθρωση της πολωνικής χαλυβουργικής βιομηχανίας κατά την περίοδο από το 1997 έως το 2003.
(βλ. σκέψεις 98-101, 103)
3. Κάθε ιδιώτης δικαιούται να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εφόσον βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η κοινοτική διοίκηση, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, όσον αφορά την προϋπόθεση υπάρξεως συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων, πρόταση της Επιτροπής, η οποία υποβάλλεται στο Συμβούλιο, δεν μπορεί να δημιουργήσει οποιαδήποτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για το ότι οι επίμαχες ενισχύσεις συνάδουν με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης.
(βλ. σκέψεις 123-124)