Υπόθεση C-304/09

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας

«Παράβαση κράτους μέλους – Κρατικές ενισχύσεις – Ενισχύσεις υπέρ επιχειρήσεων που έχουν εισαχθεί πρόσφατα στο χρηματιστήριο – Αναζήτηση»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Μη τήρηση της υποχρεώσεως ανακτήσεως των παράνομων ενισχύσεων – Μέσα άμυνας – Απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως

(Άρθρα 10 ΕΚ, 88 § 2 ΕΚ και 249 ΕΚ)

2.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Αναζήτηση παράνομης ενισχύσεως – Εφαρμογή του εθνικού δικαίου – Λήψη προσωρινών μέτρων αναστολής – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 14 § 3)

1.        Το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης αποφάσεως η οποία το υποχρεώνει να ανακτήσει παράνομες ενισχύσεις οφείλει, δυνάμει του άρθρου 249 ΕΚ, να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής. Το κράτος μέλος πρέπει να φθάσει στην πραγματική είσπραξη των οφειλομένων ποσών. Οποιαδήποτε καθυστερημένη ανάκτηση, ήτοι κατόπιν της λήξεως της ταχθείσας προθεσμίας, καθώς και νομικά μέτρα που σκοπούν να εξασφαλίσουν την εκτέλεση, από τα εθνικά δικαστήρια, αποφάσεως της Επιτροπής που υποχρεώνει το κράτος μέλος να ανακτήσει την παράνομη ενίσχυση, τα οποία λαμβάνονται με καθυστέρηση ή αποδεικνύονται ανεπαρκή, δεν ανταποκρίνονται στις επιταγές της Συνθήκης.

Συγκεκριμένα, κράτος μέλος το οποίο παραλείπει να λάβει, εντός των ταχθεισών προθεσμιών, όλα τα αναγκαία μέτρα για την κατάργηση καθεστώτος ενισχύσεων το οποίο κρίθηκε παράνομο και ασύμβατο προς την κοινή αγορά με απόφαση της Επιτροπής και για την ανάκτηση από τους δικαιούχους των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν βάσει του καθεστώτος αυτού παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω απόφαση.

Ο μοναδικός αμυντικός ισχυρισμός τον οποίο μπορεί να επικαλεστεί ένα κράτος μέλος κατά προσφυγής λόγω παραβάσεως, την οποία έχει ασκήσει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, είναι αυτός που βασίζεται σε απόλυτη αδυναμία ορθής εκτελέσεως της οικείας αποφάσεως.

Η προϋπόθεση της απόλυτης αδυναμίας εκτελέσεως δεν πληρούται οσάκις το καθού κράτος μέλος περιορίζεται να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή τις δυσκολίες νομικής, πολιτικής και πρακτικής φύσεως που παρουσιάζει η εκτέλεση της αποφάσεως, χωρίς να προβεί σε καμία ουσιαστική ενέργεια προς τις οικείες επιχειρήσεις, προκειμένου να ανακτήσει την ενίσχυση, και χωρίς να προτείνει στην Επιτροπή εναλλακτικούς τρόπους εκτελέσεως της αποφάσεως που θα καθιστούσαν δυνατή την υπερνίκηση των δυσκολιών.

Κράτος μέλος το οποίο, κατά την εκτέλεση αποφάσεως της Επιτροπής περί κρατικών ενισχύσεων, συναντά δυσχέρειες που δεν είχαν προβλεφθεί και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν ή αντιλαμβάνεται ότι θα υπάρξουν συνέπειες που δεν είχε υπολογίσει η Επιτροπή, οφείλει να θέσει τα προβλήματα αυτά στην κρίση της Επιτροπής, προτείνοντας κατάλληλες τροποποιήσεις της επίμαχης αποφάσεως. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τον κανόνα ο οποίος επιβάλλει στα κράτη μέλη και στα όργανα της Ένωσης αμοιβαίο καθήκον αγαστής συνεργασίας, έκφραση του οποίου αποτελεί μεταξύ άλλων το άρθρο 10 ΕΚ, η Επιτροπή και το κράτος μέλος οφείλουν να συνεργαστούν καλόπιστα για να υπερνικήσουν τις δυσκολίες, τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης και ιδίως εκείνων που αφορούν τις ενισχύσεις.

(βλ. σκέψεις 31-32, 35-37, 42, 58 και διατακτ.)

2.        Τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της αποφάσεως που διατάσσει την ανάκτηση της παράνομης ενισχύσεως και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η απόφαση αυτή.

Όσον αφορά τα προσωρινά μέτρα αναστολής που διατάσσονται από τα εθνικά δικαστήρια, τέτοια μέτρα μπορούν να χορηγηθούν υπό τον όρον ότι πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις και συγκεκριμένα: πρώτον, εφόσον το εθνικό δικαστήριο έχει σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κύρος της πράξεως της Ένωσης και εφόσον, στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν έχει ήδη επιληφθεί ερωτήματος σχετικού με το κύρος της αμφισβητούμενης πράξεως, του υποβάλλει σχετικό ερώτημα· δεύτερον, εφόσον συντρέχει περίπτωση επείγοντος υπό την έννοια ότι τα προσωρινά μέτρα είναι αναγκαία προκειμένου να μην υποστεί ο αιτών σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία· τρίτον, εφόσον το εθνικό δικαστήριο λαμβάνει δεόντως υπόψη το συμφέρον της Ένωσης· τέταρτον, εφόσον, κατά την εκτίμηση όλων αυτών των προϋποθέσεων, το εθνικό δικαστήριο σέβεται τις αποφάσεις του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου επί της νομιμότητας πράξεως της Ένωσης ή διάταξη εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων για τη λήψη, στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρομοίων προσωρινών μέτρων. Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι το εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να περιοριστεί στην υποβολή στο Δικαστήριο αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως περί του κύρους πράξεως της Ένωσης, αλλά πρέπει να εκθέσει, κατά τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι το Δικαστήριο θα αχθεί στη διαπίστωση της ακυρότητας της πράξεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 44-46)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 22ας Δεκεμβρίου 2010 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Κρατικές ενισχύσεις – Ενισχύσεις υπέρ επιχειρήσεων που έχουν εισαχθεί πρόσφατα στο χρηματιστήριο – Αναζήτηση»

Στην υπόθεση C‑304/09,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 30 Ιουλίου 2009,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους L. Flynn και V. Di Bucci, καθώς και από την E. Righini, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, J.-J. Kasel, A. Borg Barthet, E. Levits και M. Safjan (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: V. Trstenjak

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Σεπτεμβρίου 2010,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Mε το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει, εντός των ταχθεισών προθεσμιών, όλα τα αναγκαία μέτρα για την κατάργηση του καθεστώτος ενισχύσεων το οποίο κρίθηκε παράνομο και ασύμβατο προς την κοινή αγορά με την απόφαση 2006/261/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Μαρτίου 2005, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων C 8/2004 (πρώην NN 164/2003) που η Ιταλία έθεσε σε εφαρμογή υπέρ επιχειρήσεων που έχουν εισαχθεί πρόσφατα στο χρηματιστήριο (ΕΕ 2006 L 94, σ. 42), και για την ανάκτηση από τους δικαιούχους των χορηγηθεισών βάσει του καθεστώτος αυτού ενισχύσεων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ και από τις διατάξεις των άρθρων 2 έως 4 της ίδιας αποφάσεως.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), έχει ως εξής:

«[εκτιμώντας] ότι, στις περιπτώσεις παράνομων ενισχύσεων που δεν είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, θα πρέπει να αποκαθίσταται αποτελεσματικός ανταγωνισμός· ότι, για τον σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να ανακτάται αμελλητί η ενίσχυση, περιλαμβανομένων και των τόκων· ότι είναι σκόπιμο η ανάκτηση να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας· ότι η εφαρμογή των διαδικασιών αυτών δεν θα πρέπει να εμποδίζει την αποκατάσταση αποτελεσματικού ανταγωνισμού, εμποδίζοντας την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής· ότι, για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της απόφασης της Επιτροπής».

3        Το άρθρο 14 του κανονισμού 659/1999, το οποίο τιτλοφορείται «Ανάκτηση της ενίσχυσης», ορίζει:

«1. Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο (εφεξής αποκαλούμενη““απόφαση ανάκτησης”). Η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.

2. Το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί δυνάμει απόφασης ανάκτησης περιλαμβάνει και τους σχετικούς τόκους, υπολογιζόμενους με το δέον επιτόκιο που ορίζει η Επιτροπή. Οι τόκοι πρέπει να καταβληθούν από την ημερομηνία κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση ετέθη στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την ημερομηνία της ανάκτησής της.

3. Με την επιφύλαξη απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατ’ εφαρμογή του άρθρου [242 ΕΚ], η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής. Για τον σκοπό αυτό και σε περίπτωση κινήσεως διαδικασίας ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που διαθέτουν στα αντίστοιχα νομικά τους συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των προσωρινών μέτρων, με την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας.»

4        Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού:

«Εφόσον το οικείο κράτος μέλος δεν συμμορφώνεται με μια υπό όρους ή αρνητική απόφαση, και ιδίως στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 14, η Επιτροπή μπορεί να προσφεύγει απευθείας στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο [88, παράγραφος 2, ΕΚ].»

 Τα πραγματικά περιστατικά και η απόφαση 2006/261

5        Με το άρθρο 1 της αποφάσεως 2006/261, η Επιτροπή κήρυξε ασύμβατο προς την κοινή αγορά το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων, υπό μορφή φορολογικών κινήτρων υπέρ επιχειρήσεων εισηγμένων σε ευρωπαϊκό εποπτευόμενο χρηματιστήριο, που εφάρμοσε η Ιταλική Δημοκρατία.

6        Όπως προκύπτει από την εν λόγω απόφαση, το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων χορηγούσε δύο μορφές οικονομικών πλεονεκτημάτων. Κατ’ αρχάς προέβλεπε υπέρ των εισηγμένων σε εποπτευόμενο χρηματιστήριο εταιριών μειωμένο συντελεστή 20 % όσον αφορά τον φόρο εισοδήματος των εταιριών, αυξάνοντας έτσι για μια τριετία το καθαρό εισόδημα που πραγματοποιούν από την άσκηση οποιασδήποτε οικονομικής δραστηριότητας. Δεύτερον, προέβλεπε μείωση του φορολογητέου εισοδήματος κατά τη φορολογική περίοδο στην οποία λάμβανε χώρα η πράξη έγκρισης εισαγωγής στο χρηματιστήριο. Επιπλέον, αυτές οι μειώσεις μεταφράζονταν στην εφαρμογή ενός χαμηλότερου πραγματικού φορολογικού συντελεστή εισοδήματος κατά το 2004.

7        Κατόπιν της κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας εκ μέρους της Επιτροπής, οι ιταλικές αρχές προειδοποίησαν δημοσίως τους εν δυνάμει δικαιούχους του καθεστώτος σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις της διαπιστώσεως, εκ μέρους του οικείου θεσμικού οργάνου, ότι το εν λόγω καθεστώς συνιστούσε ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά. Η Επιτροπή θεώρησε δε ότι, εν πάση περιπτώσει, ήταν αναγκαία η ανάκτηση των ενισχύσεων που ενδεχομένως είχαν τεθεί στη διάθεση των δικαιούχων.

8        Συγκεκριμένα, τα άρθρα 2 έως 4 της αποφάσεως 2006/261 ορίζουν τα εξής:

«Άρθρο 2

Η Ιταλία καταργεί το καθεστώς ενισχύσεων […] αρχής γενομένης από το φορολογικό οικονομικό έτος στο οποίο εμπίπτει η ημερομηνία γνωστοποίησης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 3

1. Η Ιταλία λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να ανακτήσει από τους δικαιούχους τις ενισχύσεις […] που τέθηκαν παράνομα στη διάθεσή τους.

2. Η ανάκτηση εκτελείται χωρίς καθυστέρηση και σύμφωνα με τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου, υπό τον όρο ότι αυτές επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της παρούσας απόφασης.

3. Η ανάκτηση ολοκληρώνεται το συντομότερο. Ιδίως, σε περίπτωση που η ενίσχυση έχει ήδη χορηγηθεί μέσω μείωσης των πληρωμών των φόρων που οφείλονται κατά τη διάρκεια του τρέχοντος φορολογικού έτους, η Ιταλία πρέπει να εισπράξει στο ακέραιο τον οφειλόμενο φόρο με την τελευταία πληρωμή που προβλέπεται για το 2004. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η Ιταλία ανακτά τον οφειλόμενο φόρο το αργότερο στο τέλος της φορολογικής περιόδου στην οποία εμπίπτει η ημερομηνία γνωστοποίησης της παρούσας απόφασης.

4. Στις προς ανάκτηση ενισχύσεις συμπεριλαμβάνονται οι τόκοι που υπολογίζονται από την ημερομηνία κατά την οποία οι ενισχύσεις διατέθηκαν στους δικαιούχους μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής ανάκτησης.

5. Οι τόκοι υπολογίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004.

6. Εντός δύο μηνών από τη γνωστοποίηση της παρούσας απόφασης, η Ιταλία εντέλλεται τους δικαιούχους των ενισχύσεων του άρθρου 1 να επιστρέψουν τις παράνομες ενισχύσεις μαζί με τους τόκους.

Άρθρο 4

Η Ιταλία πληροφορεί την Επιτροπή, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της παρούσας απόφασης, σχετικά με τα μέτρα που έχει λάβει για να συμμορφωθεί με την απόφαση αυτή. Αυτές οι πληροφορίες θα διαβιβαστούν μέσω του ερωτηματολογίου του παραρτήματος 1 στην παρούσα απόφαση. Η Ιταλία υποβάλλει εντός της ίδιας προθεσμίας όλα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την έναρξη της διαδικασίας ανάκτησης των παρανόμων ενισχύσεων από τους δικαιούχους.»

 Η ασκηθείσα προσφυγή κατά της αποφάσεως 2006/261

9        Στις 26 Μαΐου 2005, η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [νυν Γενικού Δικαστηρίου] προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως 2006/261. Η Ιταλική Δημοκρατία δεν ζήτησε τη λήψη προσωρινών μέτρων.

10      Με απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑211/05, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. II‑2777), το Πρωτοδικείο απέρριψε την εν λόγω προσφυγή. Στις 16 Νοεμβρίου 2009, η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής. Η αίτηση αυτή, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό C‑458/09 P, εκκρεμεί επί του παρόντος ενώπιον του Δικαστηρίου.

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

11      Στις 17 Μαρτίου 2005, κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία η απόφαση 2006/261.

12      Προς εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως, οι ιταλικές αρχές έλαβαν ορισμένα μέτρα και πληροφόρησαν την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα αυτά. Στο πλαίσιο αυτό, ειδικότερα, η διαδικασία εκτελέσεως διεξήχθη ως ακολούθως:

–        σχέδιο νόμου καταρτίστηκε προς εκτέλεση της αποφάσεως 2006/261·

–        ενόψει των δυσχερειών κατά τη νομοθετική διαδικασία της εκδόσεως νόμου, οι ιταλικές αρχές επέλεξαν, τον Ιούλιο του 2006, την ανάκτηση των παρανόμων ενισχύσεων διά της διοικητικής οδού·

–        η Agenzia delle Entrate (στο εξής: Agenzia) απέστειλε προηγουμένως στους οικείους φορολογούμενους ειδοποίηση διατάσσουσα την επιστροφή των οφειλομένων ποσών εντός προθεσμίας 60 ημερών και καθόρισε κατάλληλους κωδικούς προκειμένου να παράσχει στους δικαιούχους τη δυνατότητα να επιστρέψουν αυτοβούλως τη ληφθείσα ενίσχυση και τους τόκους· τέλος, απέστειλε ειδικά υπηρεσιακά σημειώματα στις διευθύνσεις και στα γραφεία στα οποία ανατέθηκε η εκτέλεση των συναφών διαδικασιών ελέγχου και ανακτήσεως πριν τις 30 Σεπτεμβρίου 2006·

–        κατά των πράξεων περί ανακτήσεως των ενισχύσεων άσκησαν προσφυγή, ενώπιον των ιταλικών φορολογικών δικαστηρίων, δύο εταιρίες · η μία από τις εταιρίες ηττήθηκε σε πρώτο βαθμό και, εν συνεχεία, επέστρεψε στο ακέραιο τα οφειλόμενα ποσά την 1η Απριλίου 2009· στην περίπτωση της άλλης εταιρίας, που ήταν η βασική δικαιούχος της ενισχύσεως, η Commissione tributaria provinciale di Modena ανέστειλε την εκτέλεση της πράξεως περί επιστροφής, με την αιτιολογία ότι η εν λόγω πράξη στερούνταν νομικής βάσεως· η Commissione tributaria regionale di Bologna, αποφαινόμενη επί εφέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου αυτού δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε η εν λόγω πράξη περί επιστροφής, διέταξε την αναστολή της διαδικασίας, στηριζόμενη ιδίως στο ότι η προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως 2006/261 εκκρεμούσε ενώπιον του Πρωτοδικείου (υπόθεση T‑211/05, προπαρατεθείσα)·

–        ο ιταλός νομοθέτης προσπάθησε να αντιμετωπίσει διά της νομοθετικής οδού το διαδικαστικό πρόβλημα που δημιουργούσε η αναστολή εκτελέσεως, εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων, των πράξεων περί ανακτήσεως των ενισχύσεων, με την έκδοση του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 59 της 8ης Απριλίου 2008 (GURI αριθ. 84, της 9ης Απριλίου 2008, σ. 3, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 59/2008), που μετατράπηκε σε νόμο με τον νόμο αριθ. 101 της 6ης Ιουνίου 2008 (GURI αριθ. 132, της 7ης Ιουνίου 2008, σ. 4).

13      Καθ’ όλη τη διάρκεια της προς της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, η Επιτροπή επέμεινε στην άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της αποφάσεως 2006/261. Επιπλέον, η Επιτροπή ζήτησε επανειλημμένως πρόσθετες πληροφορίες και διευκρινίσεις σχετικά με τους δικαιούχους και τις λεπτομέρειες εκδόσεως των κανονιστικών διατάξεων περί ανακτήσεως. Η Επιτροπή αιτιολόγησε την υποβολή των σχετικών αιτήσεων επικαλούμενη αφενός, την κατά την άποψή της ανεπάρκεια των παρασχεθέντων από τις ιταλικές αρχές στοιχείων και, αφετέρου, την ανάγκη επικαιροποιήσεως των δεδομένων που αφορούσαν την πρόοδο της ανακτήσεως της ενισχύσεως. Ο ιταλικές αρχές, με πλείονα διαδοχικά έγγραφα, ενημέρωσαν την Επιτροπή σχετικά με την κατάσταση και τις λεπτομέρειες εκτελέσεως της αποφάσεως 2006/261.

14      Η Επιτροπή επέστησε την προσοχή της Ιταλικής Δημοκρατίας στον ανεπαρκή χαρακτήρα των μέτρων που ελήφθησαν προς ανάκτηση της παράνομης ενισχύσεως, καθόσον το ύψος των παρανόμως ληφθεισών και μη εισέτι επιστραφεισών ενισχύσεων ανερχόταν συνολικά, τον Οκτώβριο του 2008, σε 4 365 265,04 ευρώ (ενισχύσεις και τόκοι). Επομένως, κατά την άποψη της Επιτροπής, η ανάκτηση των ενισχύσεων δεν σημείωσε πρόοδο, παρά τις νομοθετικές παρεμβάσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

 Επί της προσφυγής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

15      Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης αποφάσεως η οποία το υποχρεώνει να ανακτήσει παράνομες ενισχύσεις οφείλει, βάσει του άρθρου 249 ΕΚ, να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής.

16      Κατά την άποψη της Επιτροπής, η υποχρέωση ανακτήσεως συνιστά πραγματική υποχρέωση επίτευξης συγκεκριμένου αποτελέσματος. Επιπλέον, η ανάκτηση πρέπει να είναι όχι μόνον αποτελεσματική, αλλά και άμεση.

17      Όσον αφορά το αρχικό σχέδιο νόμου που η Ιταλική Δημοκρατία σκόπευε να καταρτίσει προς εκτέλεση της αποφάσεως 2006/261, η Επιτροπή τόνισε επανειλημμένως ότι η έκδοση νομοθετικής πράξεως δεν συνιστούσε το πλέον κατάλληλο μέσο για την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της οικείας αποφάσεως.

18      Εντούτοις, η εφαρμογή των εθνικών διαδικασιών δεν πρέπει να εμποδίζει την αποκατάσταση αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Αντιθέτως, οι οικείες διαδικασίες θα πρέπει να σκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της αποφάσεως 2006/261.

19      Εν συνεχεία, η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο μοναδικός αμυντικός ισχυρισμός τον οποίο μπορεί να επικαλεστεί η Ιταλική Δημοκρατία στην υπό κρίση υπόθεση είναι αυτός που βασίζεται σε απόλυτη αδυναμία ορθής εκτελέσεως της αποφάσεως 2006/261. Εντούτοις, οι ιταλικές αρχές ουδέποτε επικαλέστηκαν απόλυτη αδυναμία συναφώς.

20      Η προϋπόθεση που αναφέρεται στην απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως δεν πληρούται οσάκις το καθού κράτος μέλος περιορίζεται να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, τις δυσκολίες νομικής, πολιτικής και πρακτικής φύσεως που παρουσιάζει η εκτέλεση της αποφάσεως 2006/261, χωρίς να προβεί σε καμία ουσιαστική ενέργεια προς τις οικείες επιχειρήσεις, προκειμένου να ανακτήσει την ενίσχυση, και χωρίς να προτείνει στην Επιτροπή εναλλακτικούς τρόπους εκτελέσεως της οικείας αποφάσεως που θα καθιστούσαν δυνατή την υπερνίκηση των δυσκολιών αυτών.

21      Όσον αφορά τις αποφάσεις των εθνικών αρχών με τις οποίες διατάσσονται τα μέτρα αναστολής, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας πρέπει να διέπει τη δράση και των εθνικών δικαστηρίων. Εξετάζοντας τυχόν αίτηση του δικαιούχου περί αναστολής εκτελέσεως του μέτρου ανακτήσεως, ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να εφαρμόσει τις προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία, προς αποτροπή του ενδεχομένου να καταστεί η απόφαση περί ανακτήσεως άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας. Εντούτοις, στην υπό κρίση υπόθεση, τα μέτρα αναστολής που έλαβαν οι εθνικές αρχές δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της εν λόγω νομολογίας.

22      Μολονότι, δυνάμει του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 59/2008, που αναφέρεται στη σκέψη 12 της παρούσας αποφάσεως, σε περίπτωση αναστολής εκτελέσεως στηριζόμενης σε λόγους που ανάγονται στον παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως ανακτήσεως, ο εθνικός δικαστής οφείλει, καταρχήν, να παραπέμψει άμεσα το ζήτημα στο Δικαστήριο, εντούτοις, η Επιτροπή φρονεί ότι η εθνική αυτή νομοθεσία δεν έχει προφανώς επηρεάσει σημαντικά τη δικονομική πρακτική των εθνικών δικαστηρίων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι τέσσερα και πλέον έτη μετά την έκδοση της αποφάσεως 2006/261, οι ιταλικές αρχές είχαν ανακτήσει μόλις 25,91 % των ενισχύσεων για τις οποίες εκδόθηκε πράξη περί επιστροφής.

23      Όσον αφορά την ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως 2006/261, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η Ιταλική Δημοκρατία προσέβαλε την οικεία απόφαση, χωρίς πάντως να ζητήσει την αναστολή εκτελέσεώς της. Εντούτοις, η διάταξη της Commissione tributaria provinciale di Modena ουδόλως αναφέρεται στο γεγονός ότι εκκρεμεί διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου ούτε σε τυχόν ελαττώματα της αποφάσεως της Επιτροπής, αλλά στηρίζεται αποκλειστικώς στην προβαλλόμενη έλλειψη νομικής βάσεως της εκδοθείσας από τις ιταλικές αρχές εντολής περί ανακτήσεως.

24      Τέλος, όσον αφορά τις δύο εταιρίες δικαιούχους της ενισχύσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, από τις 31 Οκτωβρίου 2008 και έπειτα, δεν της γνωστοποιήθηκε κανένα στοιχείο σχετικά με την εξέλιξη της εκκρεμούς δευτεροβάθμιας διαδικασίας ή της ανακτήσεως. Το γεγονός αυτό συνιστά παράβαση της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως που υπέχουν οι ιταλικές αρχές από το άρθρο 4 της αποφάσεως 2006/261 καθώς και από το άρθρο 10 ΕΚ.

25      Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει την τήρηση κάποιας ειδικής διαδικασίας για την ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων, αλλά απαιτεί απλώς η εφαρμογή των εθνικών διαδικασιών να εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι οι διαδικασίες αυτές καθιστούν δυνατή την άμεση και πραγματική εκτέλεση της αποφάσεως 2006/261.

26      Κατά το ιταλικό σύνταγμα, μόνον ένα μέτρο κανονιστικής φύσεως θα μπορούσε να ρυθμίσει τη διοικητική δραστηριότητα της ανακτήσεως και τα επιστρεπτέα, στο πλαίσιο αυτό, ποσά. Επιπλέον, το σχέδιο νόμου, που αναφέρεται στη σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως, ευνοεί την αυτόβουλη επιστροφή της ενισχύσεως, με σκοπό ακριβώς να επισπεύσει τη διαδικασία της ανακτήσεως.

27      Η Ιταλική Δημοκρατία επισημαίνει επίσης ότι το γεγονός ότι το κράτος μέλος αποδέκτης της αποφάσεως δεν μπορεί να προβάλει άλλους λόγους παρά μόνον την απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως, δεν εμποδίζει κράτος μέλος το οποίο, κατά την εκτέλεση αποφάσεως όπως αυτή περί της οποίας πρόκειται στην υπό κρίση υπόθεση συναντά δυσχέρειες που δεν είχαν προβλεφθεί και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν ή αντιλαμβάνεται ότι θα υπάρξουν συνέπειες που δεν είχε υπολογίσει η Επιτροπή, να θέσει τα προβλήματα αυτά στην κρίση της Επιτροπής, προτείνοντας κατάλληλες τροποποιήσεις της επίμαχης αποφάσεως.

28      Πάντως, στην ογκώδη αλληλογραφία που αντηλλάγη μεταξύ της Επιτροπής και των ιταλικών αρχών, οι ιταλικές αρχές εξέθεσαν τόσο τους λόγους για τους οποίους φρονούσαν ότι έπρεπε να προβούν στη θέσπιση ειδικού κανόνα, όσο και τις απρόβλεπτες περιστάσεις οι οποίες, μεταγενέστερα, οδήγησαν στη θέσπιση διαδικασίας ανακτήσεως διαφορετικής από την αρχικώς προβλεφθείσα, ήτοι διαδικασίας τιθέμενης σε εφαρμογή διά της διοικητικής οδού.

29      Όσον αφορά τα διαταχθέντα από τα δικαστήρια μέτρα αναστολής εκτελέσεως, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η απόφαση της Commissione tributaria provinciale di Modena περί αναστολής εκτελέσεως της πράξεως περί επιστροφής εκδόθηκε παρά το γεγονός ότι η Agenzia επέμεινε στον νόμιμο χαρακτήρα της ανακτήσεως και στη δυνατότητα άμεσης εφαρμογής της αποφάσεως 2006/261 στην ιταλική έννομη τάξη. Όσον αφορά τη διαδικασία ενώπιον της Commissione tributaria regionale di Bologna, η Agenzia υπέβαλε ενώπιον του εν λόγω δικαιοδοτικού οργάνου αίτηση ανακλήσεως της διατάξεως περί αναστολής που είχε εκδώσει το δικαιοδοτικό αυτό όργανο. Κατόπιν της εκδόσεως της προμνησθείσας αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 4ης Σεπτεμβρίου 2009, Ιταλία κατά Επιτροπής, με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την ασκηθείσα κατά της αποφάσεως 2006/261 προσφυγή, η Agenzia ζήτησε εκ νέου την ανάκληση της επίμαχης διατάξεως περί αναστολής.

30      Τέλος, όσον αφορά τον προβαλλόμενο από την Επιτροπή λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως, η Ιταλική Δημοκρατία παραθέτει, στο υπόμνημα αντικρούσεως, πρόσθετη περιγραφή της καταστάσεως των εισπραχθέντων ποσών καθώς και των εκκρεμών συναφώς διαφορών.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

31      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης αποφάσεως η οποία το υποχρεώνει να ανακτήσει παράνομες ενισχύσεις οφείλει, δυνάμει του άρθρου 249 ΕΚ, να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής (βλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2006, C‑232/05, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2006, σ. I‑10071, σκέψη 42, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Το κράτος μέλος πρέπει να φθάσει στην πραγματική είσπραξη των οφειλομένων ποσών (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, προπαρατεθείσα, σκέψη 42). Οποιαδήποτε καθυστερημένη ανάκτηση, ήτοι κατόπιν της λήξεως της ταχθείσας προθεσμίας, δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές της Συνθήκης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, C‑419/06, Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψεις 38 και 61).

33      Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2006/261, η Ιταλική Δημοκρατία όφειλε να καταργήσει το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων χωρίς καθυστέρηση. Ιδίως, σε περίπτωση που η ενίσχυση είχε ήδη χορηγηθεί μέσω μείωσης των φόρων που οφείλονται κατά τη διάρκεια του τρέχοντος φορολογικού έτους, το οικείο κράτος μέλος όφειλε να εισπράξει στο ακέραιο τον οφειλόμενο φόρο με την τελευταία πληρωμή που προβλεπόταν για το 2004. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όφειλε να ανακτήσει τον οφειλόμενο φόρο το αργότερο στο τέλος της φορολογικής περιόδου στην οποία ενέπιπτε η ημερομηνία γνωστοποιήσεως της παρούσας αποφάσεως, που ήταν η 17η Μαρτίου 2005.

34      Πάντως, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν αμφισβητείται ότι αρκετά έτη μετά την κοινοποίηση στην Ιταλική Δημοκρατία της αποφάσεως 2006/261 και τη λήξη όλων των ταχθεισών με αυτή προθεσμιών σημαντικό τμήμα των παρανόμων ενισχύσεων εξακολουθεί να μην έχει ανακτηθεί από το οικείο κράτος μέλος. Μια τέτοια κατάσταση προφανώς δεν συμβιβάζεται με την υποχρέωση των κρατών μελών να φθάσουν στην πραγματική είσπραξη των οφειλομένων ποσών και συνιστά παράβαση της υποχρεώσεως άμεσης και αποτελεσματικής εκτελέσεως της αποφάσεως 2006/261.

35      Όσον αφορά τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ιταλική Δημοκρατία για να στηρίξει την άμυνά της, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ο μοναδικός αμυντικός ισχυρισμός τον οποίο μπορεί να επικαλεστεί ένα κράτος μέλος κατά προσφυγής λόγω παραβάσεως, την οποία έχει ασκήσει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, είναι αυτός που βασίζεται σε απόλυτη αδυναμία ορθής εκτελέσεως της οικείας αποφάσεως (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C‑177/06, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2007, σ. I‑7689, σκέψη 46, και της 13ης Νοεμβρίου 2008, C‑214/07, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2008, σ. I‑8357, σκέψη 44).

36      Η προϋπόθεση της απόλυτης αδυναμίας εκτελέσεως δεν πληρούται οσάκις το καθού κράτος μέλος περιορίζεται να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή τις δυσκολίες νομικής, πολιτικής και πρακτικής φύσεως που παρουσίαζε η εκτέλεση της αποφάσεως, χωρίς να προβεί σε καμία ουσιαστική ενέργεια προς τις οικείες επιχειρήσεις, προκειμένου να ανακτήσει την ενίσχυση, και χωρίς να προτείνει στην Επιτροπή εναλλακτικούς τρόπους εκτελέσεως της αποφάσεως που θα καθιστούσαν δυνατή την υπερνίκηση των δυσκολιών (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C‑485/03 έως C-490/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2006, σ. I-11887, σκέψη 74, και της 13ης Νοεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Γαλλίας, προπαρατεθείσα, σκέψη 46).

37      Το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι κράτος μέλος το οποίο, κατά την εκτέλεση αποφάσεως της Επιτροπής περί κρατικών ενισχύσεων, συναντά δυσχέρειες που δεν είχαν προβλεφθεί και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν ή αντιλαμβάνεται ότι θα υπάρξουν συνέπειες που δεν είχε υπολογίσει η Επιτροπή, οφείλει να θέσει τα προβλήματα αυτά στην κρίση της Επιτροπής, προτείνοντας κατάλληλες τροποποιήσεις της επίμαχης αποφάσεως. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τον κανόνα ο οποίος επιβάλλει στα κράτη μέλη και στα όργανα της Ένωσης αμοιβαίο καθήκον αγαστής συνεργασίας, έκφραση του οποίου αποτελεί μεταξύ άλλων το άρθρο 10 ΕΚ, η Επιτροπή και το κράτος μέλος οφείλουν να συνεργαστούν καλόπιστα για να υπερνικήσουν τις δυσκολίες, τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης και ιδίως εκείνων που αφορούν τις ενισχύσεις (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 4ης Απριλίου 1995, C‑348/93, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1995, σ. I‑673, σκέψη 17· της 1ης Απριλίου 2004, C‑99/02, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2004, σ. I‑3353, σκέψη 17· της 1ης Ιουνίου 2006, C‑207/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 47, και της 6ης Δεκεμβρίου 2007, C‑280/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 20).

38      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι στις επαφές της με την Επιτροπή καθώς και στο πλαίσιο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, η Ιταλική Δημοκρατία δεν επικαλέστηκε απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως της αποφάσεως 2006/261, ήτοι τον μοναδικό αμυντικό ισχυρισμό τον οποίο μπορούσε να επικαλεστεί σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως.

39      Στην πραγματικότητα, η Ιταλική Κυβέρνηση περιορίστηκε να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή τις δυσκολίες νομικής, πολιτικής και πρακτικής φύσεως που παρουσιάζει η εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως.

40      Είναι αληθές ότι, κατά την ανάκτηση των ενισχύσεων, ο ιταλός νομοθέτης προέβη σε ένα σημαντικό διάβημα, προκειμένου να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα της ανακτήσεως αυτής, εκδίδοντας το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 59/2008. Ειδικότερα, από τη δικογραφία προκύπτει ότι το νομοθετικό αυτό διάταγμα, το οποίο εκδόθηκε για την αντιμετώπιση του διαδικαστικού προβλήματος της αναστολής εκτελέσεως, εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων, των πράξεων περί ανακτήσεως των ενισχύσεων, σκοπούσε να επιταχύνει τη διευθέτηση των ήδη εκκρεμών ενδίκων διαφορών.

41      Εντούτοις, το νομοθετικό διάταγμα 59/2008 δεν επέτρεψε να αντιμετωπισθεί η καθυστέρηση στην ανάκτηση των ενισχύσεων τις οποίες αφορά η απόφαση 2006/261. Συγκεκριμένα, το προαναφερθέν νομοθετικό διάταγμα εκδόθηκε μόλις στις 8 Απριλίου 2008, ήτοι μετά την 7η Φεβρουαρίου 2007 που ήταν η ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως της Commissione tributaria provinciale di Modena περί αναστολής εκτελέσεως της πράξεως περί επιστροφής που είχε αποσταλεί στον βασικό δικαιούχο της παράνομης ενισχύσεως. Επιπλέον, παρά τη θέση σε ισχύ του νομοθετικού αυτού διατάγματος, η διαδικασία που αφορούσε τον βασικό δικαιούχο της ενισχύσεως ανεστάλη, εν συνεχεία, από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

42      Πάντως, επισημαίνεται ότι τα νομικά μέτρα που σκοπούν να εξασφαλίσουν την εκτέλεση, από τα εθνικά δικαστήρια, αποφάσεως της Επιτροπής η οποία υποχρεώνει το κράτος μέλος να ανακτήσει την παράνομη ενίσχυση, τα οποία λαμβάνονται με καθυστέρηση ή αποδεικνύονται ανεπαρκή, δεν ανταποκρίνονται στις επιταγές που απορρέουν από τη νομολογία η οποία παρατίθεται στις σκέψεις 31 και 32 της παρούσας αποφάσεως.

43      Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, οι ιταλικές αρχές δεν ζήτησαν την τροποποίηση ή την ανάκληση της αποφάσεως της Commissione tributaria provinciale di Modena της 7ης Φεβρουαρίου 2007, περί αναστολής εκτελέσεως της πράξεως περί επιστροφής, παρά το γεγονός ότι, όπως παραδέχθηκε η Ιταλική Δημοκρατία κατά την προφορική διαδικασία, μια τέτοια αίτηση μπορούσε να υποβληθεί στο πλαίσιο αυτού του είδους διαδικασίας. Τέλος, μέχρι το χρονικό σημείο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στην υπό κρίση υπόθεση, η Ιταλική Δημοκρατία δεν είχε λάβει μέτρα προς άρση της αναστολής της δευτεροβάθμιας διαδικασίας, την οποία διέταξε η Commissione tributaria regionale di Bologna, στις 21 Ιανουαρίου 2010.

44      Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής σχετικά με την ευχέρεια των εθνικών δικαστηρίων να εκδίδουν αποφάσεις περί αναστολής στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακτήσεως της ενισχύσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα εν λόγω δικαστήρια οφείλουν, μεταξύ άλλων, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της αποφάσεως που διατάσσει την ανάκτηση της παράνομης ενισχύσεως και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η απόφαση αυτή (βλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2010, C‑210/09, Scott και Kimberly Clark, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 29).

45      Όσον αφορά τα προσωρινά μέτρα αναστολής που διατάχθηκαν από τα ιταλικά δικαστήρια, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία [βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 1991, C‑143/88 και C‑92/89, Zuckerfabrik Süderdithmarschen και Zuckerfabrik Soest, Συλλογή 1991, σ. I‑415, καθώς και της 9ης Νοεμβρίου 1995, C‑465/93, Atlanta Fruchthandelsgesellschaft κ.λπ. (Ι), Συλλογή 1995, σ. I‑3761], τέτοια μέτρα μπορούν να χορηγηθούν υπό τον όρον ότι πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις και συγκεκριμένα:

–        εφόσον το δικαστήριο αυτό έχει σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κύρος της πράξεως της Ένωσης και εφόσον, στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν έχει ήδη επιληφθεί ερωτήματος σχετικού με το κύρος της αμφισβητούμενης πράξεως, του υποβάλλει σχετικό ερώτημα·

–        εφόσον συντρέχει περίπτωση επείγοντος υπό την έννοια ότι τα προσωρινά μέτρα είναι αναγκαία προκειμένου να μην υποστεί ο αιτών σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία·

–        εφόσον το εν λόγω δικαστήριο λαμβάνει δεόντως υπόψη το συμφέρον της Ένωσης·

–        εφόσον, κατά την εκτίμηση όλων αυτών των προϋποθέσεων, το εθνικό δικαστήριο σέβεται τις αποφάσεις του Δικαστηρίου ή του Πρωτοδικείου επί της νομιμότητας πράξεως της Ένωσης ή διάταξη εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων για τη λήψη, στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρομοίων προσωρινών μέτρων.

46      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι το εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να περιοριστεί στην υποβολή στο Δικαστήριο αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως περί του κύρους πράξεως της Ένωσης, αλλά πρέπει να εκθέσει, κατά τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι το Δικαστήριο θα αχθεί στη διαπίστωση της ακυρότητας της πράξεως αυτής [απόφαση Atlanta Fruchthandelsgesellschaft κ.λπ. (Ι), προπαρατεθείσα, σκέψη 36].

47      Οι προϋποθέσεις στις οποίες αναφορά έγινε με τις δυο προηγούμενες σκέψεις ισχύουν επίσης για κάθε ένδικο βοήθημα με το οποίο διώκεται η αναστολή της δευτεροβάθμιας διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας αμφισβητείται η ακύρωση σε πρώτο βαθμό της εθνικής πράξεως με την οποία διατάσσεται η ανάκτηση της παράνομης ενισχύσεως.

48      Πρέπει να εξεταστεί αν, στην υπό κρίση υπόθεση, οι αποφάσεις των ιταλικών δικαστηρίων πληρούν τις εν λόγω προϋποθέσεις.

49      Στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακτήσεως που αφορούσε τον βασικό δικαιούχο της παράνομης ενισχύσεως, τα ιταλικά δικαστήρια διέταξαν την αναστολή για δύο λόγους. Πρώτον, με απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2007, η Commissione tributaria provinciale di Modena διέταξε την αναστολή εκτελέσεως της πράξεως περί επιστροφής της ενισχύσεως για τον λόγο κυρίως ότι η εν λόγω πράξη στερούνταν νομίμου βάσεως. Δεύτερον, με αποφάσεις της 26ης Μαΐου 2009 και της 21ης Ιανουαρίου 2010, η Commissione tributaria regionale di Bologna, ανέστειλε τη δευτεροβάθμια διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας είχε αμφισβητηθεί η ακύρωση σε πρώτο βαθμό της εν λόγω πράξεως περί επιστροφής για τον λόγο ότι η προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως 2006/261 εκκρεμούσε ενώπιον του Πρωτοδικείου (υπόθεση T‑211/05, προπαρατεθείσα).

50      Συναφώς, παρατηρείται ότι ο πρώτος από τους προπαρατεθέντες λόγους δεν μπορεί να δικαιολογήσει, υπό το πρίσμα της νομολογίας που διαμορφώθηκε με τις αποφάσεις Zuckerfabrik Süderdithmarschen και Zuckerfabrik Soest, καθώς και Atlanta Fruchthandelsgesellschaft κ.λπ. (Ι), την αναστολή εκτελέσεως της πράξεως περί ανακτήσεως της παράνομης ενισχύσεως.

51      Όσον αφορά τον δεύτερο από τους προπαρατεθέντες λόγους, διαπιστώνεται ότι απόφαση εθνικού δικαστηρίου περί αναστολής της διαδικασίας που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική εκτέλεση αποφάσεως της Επιτροπής η οποία υποχρεώνει το κράτος μέλος να ανακτήσει την παράνομη ενίσχυση, για τον λόγο ότι η νομιμότητα της οικείας αποφάσεως της Επιτροπής αμφισβητήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου, πρέπει να δικαιολογεί την αναστολή αυτή εκθέτοντας, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 46 της παρούσας, τα επιχειρήματα που θεμελιώνουν την ακυρότητα της επίμαχης αποφάσεως.

52      Η απαίτηση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου κατά αποφάσεως με την οποία διατάσσεται η ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς την υποχρέωση εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής (βλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2007, C‑280/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, προπαρατεθείσα, σκέψη 21). Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση που κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, που εκδόθηκε στο πλαίσιο της οικείας προσφυγής, ασκείται αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, εν προκειμένω, η Ιταλική Δημοκρατία δεν ζήτησε τη λήψη προσωρινών μέτρων στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής ακυρώσεως.

53      Πάντως, εν προκειμένω, τα ιταλικά δικαστήρια, στις αποφάσεις τους, δεν εκθέτουν, τους λόγους για τους οποίους τα δικαιοδοτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσαν να αχθούν στη διαπίστωση της ακυρότητας της αποφάσεως 2006/261. Επιπλέον, με την απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2010, διατάχθηκε η αναστολή της διαδικασίας λόγω του ότι ενώπιον του Πρωτοδικείου είχε ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως 2006/261, παρά το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο είχε απορρίψει την προσφυγή αυτή με απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2009.

54      Τέλος, όσον αφορά τις λοιπές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι οι επίμαχες εθνικές αποφάσεις δεν περιέχουν αναφορά στο συμφέρον της Ένωσης και ότι η Commissione tributaria regionale di Bologna δεν εξέτασε, με τις αποφάσεις της 26ης Μαΐου 2009 και της 21ης Ιανουαρίου 2010, το κατά πόσον συντρέχει περίπτωση επείγοντος που να καθιστά αναγκαία τη λήψη των διαταχθέντων μέτρων.

55      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αποφάσεις των ιταλικών δικαστηρίων περί αναστολής εκτελέσεως εκδόθηκαν κατά πρόδηλη παράβαση των επιταγών του δικαίου της Ένωσης στον τομέα της ανακτήσεως των κρατικών ενισχύσεων.

56      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η υπό κρίση προσφυγή, κατά το μέρος που η Επιτροπή προσάπτει στην Ιταλική Δημοκρατία ότι δεν έλαβε, εντός των ταχθεισών προθεσμιών, όλα τα αναγκαία μέτρα για την κατάργηση του καθεστώτος ενισχύσεων το οποίο κρίθηκε παράνομο και ασύμβατο προς την κοινή αγορά με την απόφαση 2006/261 και για την ανάκτηση από τους δικαιούχους των χορηγηθεισών βάσει του καθεστώτος αυτού ενισχύσεων, είναι βάσιμη.

57      Λαμβανομένου υπόψη του συμπεράσματος που διατυπώνεται στην προηγούμενη σκέψη, το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να εξετάσει το αίτημα της Επιτροπής με το οποίο ζητείται η καταδίκη της Ιταλικής Δημοκρατίας διότι δεν ενημέρωσε την Επιτροπή για τα μέτρα που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, δεδομένου ακριβώς ότι το κράτος μέλος αυτό δεν προέβη στην εκτέλεση της αποφάσεως 2006/261 εντός των ταχθεισών προθεσμιών (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις της 4ης Απριλίου 1995, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 31· της 14ης Δεκεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 82· της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 54· της 6ης Δεκεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 30, και της 13ης Νοεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 67).

58      Επομένως, η επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ιταλική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει, εντός των ταχθεισών προθεσμιών, όλα τα αναγκαία μέτρα για την κατάργηση του καθεστώτος ενισχύσεων το οποίο κρίθηκε παράνομο και ασύμβατο προς την κοινή αγορά με την απόφαση 2006/261 και για την ανάκτηση από τους δικαιούχους των χορηγηθεισών βάσει του καθεστώτος αυτού ενισχύσεων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 και 3 της αποφάσεως αυτής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

59      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Ιταλική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει, εντός των ταχθεισών προθεσμιών, όλα τα αναγκαία μέτρα για την κατάργηση του καθεστώτος ενισχύσεων το οποίο κρίθηκε παράνομο και ασύμβατο προς την κοινή αγορά με την απόφαση 2006/261/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Μαρτίου 2005, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων C 8/2004 (πρώην NN 164/2003) που η Ιταλία έθεσε σε εφαρμογή υπέρ επιχειρήσεων που έχουν εισαχθεί πρόσφατα στο χρηματιστήριο, και για την ανάκτηση από τους δικαιούχους των χορηγηθεισών βάσει του καθεστώτος αυτού ενισχύσεων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 και 3 της αποφάσεως αυτής.

2)      Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.