1. Προδικαστικά ερωτήματα – Εκτίμηση του κύρους – Παραδεκτό – Ανάγκη παροχής στο Δικαστήριο επαρκών διευκρινίσεων σχετικά με το πραγματικό και το νομοθετικό πλαίσιο της υποθέσεως
(Άρθρο 234 ΕΚ)
2. Γεωργία – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά – Οδηγία 91/414
(Οδηγία 91/414 του Συμβουλίου, άρθρο 19 και παράρτημα Ι· οδηγία 2006/134 της Επιτροπής)
3. Γεωργία – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά – Οδηγία 91/414
(Οδηγία 91/414 του Συμβουλίου, άρθρο 19 και παράρτημα Ι· οδηγία 2006/134 της Επιτροπής)
4. Γεωργία – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά – Οδηγία 91/414
(Άρθρα 168 ΣΛΕΕ και 191 §§ 1 και 2 ΣΛΕΕ· οδηγία 91/414 του Συμβουλίου, παράρτημα Ι· οδηγία 2006/134 της Επιτροπής)
5. Γεωργία – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά – Οδηγία 91/414
(Οδηγία 91/414 του Συμβουλίου, άρθρο 5 § 5 και παράρτημα Ι· οδηγία 2006/134 της Επιτροπής)
1. Άρνηση του Δικαστηρίου να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου είναι δυνατή μόνον, ιδίως, όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία ή η εκτίμηση του κύρους κανόνα του δικαίου της Ένωσης, τις οποίες ζητεί το εθνικό δικαστήριο, δεν έχουν καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να απαντήσει λυσιτελώς στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν.
Δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση οσάκις, αφενός, δεν αμφισβητείται ενώπιον του Δικαστηρίου ότι το υποβληθέν ερώτημα περί του κύρους οδηγίας είναι κρίσιμο προς επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης και, αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο έχει εξηγήσει ότι αμφιβάλλει ως προς το κύρος της οδηγίας ουσιαστικά λόγω της ανακολουθίας που θεωρεί ότι υφίσταται μεταξύ των περιορισμών της χρήσεως μιας ουσίας τους οποίους θεσπίζει η οδηγία και των τεχνικών και επιστημονικών εκτιμήσεων της ουσίας αυτής, που ήταν συνολικά θετικές, οπότε το Δικαστήριο διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να είναι σε θέση να εξετάσει το κύρος της οδηγίας σε συνάρτηση προς την κατάσταση που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.
(βλ. σκέψεις 25-27)
2. Όπως προκύπτει από την πέμπτη, την έκτη και την ένατη αιτιολογική σκέψη της, η οδηγία 91/414, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων, αποσκοπεί στην εξάλειψη των εμποδίων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο φυτοπροστατευτικών προϊόντων, διατηρώντας παράλληλα ένα υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας των ανθρώπων και των ζώων. Η Επιτροπή, για να είναι σε θέση να επιδιώξει αποτελεσματικά τον σκοπό που της έχει ανατεθεί, λαμβανομένων υπόψη των περίπλοκων επιστημονικών αξιολογήσεων τις οποίες οφείλει να πραγματοποιεί οσάκις, στο πλαίσιο της εξετάσεως των αιτήσεων καταχωρίσεως δραστικών ουσιών στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414, προβαίνει στην αξιολόγηση των κινδύνων που συνεπάγεται η χρήση των ουσιών αυτών, διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως.
Εντούτοις, η άσκηση της εξουσίας αυτής δεν εξαιρείται του δικαστικού ελέγχου. Πράγματι, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξακριβώνει την τήρηση των διαδικαστικών κανόνων, το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή, την απουσία πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των πραγματικών αυτών περιστατικών καθώς και την απουσία καταχρήσεως εξουσίας. Ειδικότερα, προκειμένου να εξακριβωθεί μήπως το αρμόδιο θεσμικό όργανο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να ελέγχει κατά πόσον το όργανο αυτό εξέτασε, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως, στοιχεία επί των οποίων στηρίζονται τα συναχθέντα συμπεράσματα.
(βλ. σκέψεις 54-57)
3. Στο πλαίσιο της οδηγίας 91/414, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων, η Επιτροπή υποχρεούται μεν να λαμβάνει υπόψη της την επιστημονική αξιολόγηση την οποία έχει ετοιμάσει το εισηγούμενο κράτος μέλος, πλην όμως η αξιολόγηση αυτή δεν δεσμεύει την Επιτροπή ούτε, ενδεχομένως, το Συμβούλιο, τα οποία διατηρούν, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 19 της οδηγίας αυτής, το δικαίωμα να θεσπίσουν μέτρα διαχειρίσεως του κινδύνου διαφορετικά από αυτά που προτείνει το εισηγούμενο κράτος μέλος.
Όσον αφορά την οδηγία 2006/134, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414 ώστε να καταχωριστεί η ουσία fenarimol ως δραστική ουσία, εφόσον, αφενός, τα στοιχεία που παρέσχε ο κοινοποιών φορέας επικύρωσαν την αρχική αξιολόγηση του εισηγούμενου κράτους μέλους ως προς την απουσία μη αποδεκτού κινδύνου και έγιναν δεκτά από την ομάδα εργασίας «αξιολόγηση» και, αφετέρου, η εν λόγω οδηγία 2006/134 δεν ανατρέπει τα αποτελέσματα της επιστημονικής αξιολογήσεως των κινδύνων από τη χρήση της δραστικής αυτής ουσίας, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή οδηγία επιτρέπει τη χρήση της ουσίας στα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι η οδηγία 2006/134 πάσχει από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής.
Πράγματι, υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της με επιμέλεια και αμεροληψία τα επιστημονικά στοιχεία που παρουσίασε το εισηγούμενο κράτος μέλος κατά το στάδιο της αξιολογήσεως των κινδύνων τους οποίους ενέχει η χρήση του fenarimol.
(βλ. σκέψεις 60, 62-63, 65, 67)
4. Οσάκις αποδεικνύεται αδύνατο να προσδιοριστεί με βεβαιότητα η ύπαρξη ή η έκταση του προβαλλόμενου κινδύνου λόγω της ανεπαρκούς, αλυσιτελούς ή ανακριβούς φύσεως των αποτελεσμάτων των μελετών, αλλά η πιθανότητα προκλήσεως πραγματικής βλάβης στη δημόσια υγεία εξακολουθεί να υπάρχει στην υποθετική περίπτωση της επελεύσεως του κινδύνου αυτού, η αρχή της προφυλάξεως δικαιολογεί τη λήψη περιοριστικών μέτρων με την επιφύλαξη ότι τα μέτρα αυτά δεν δημιουργούν δυσμενείς διακρίσεις και είναι αντικειμενικά.
Όσον αφορά τη διαδικασία καταχωρίσεως του fenarimol στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων, κατά την κατάρτιση του σχεδίου αποφάσεως για την καταχώριση του fenarimol στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 φάνηκε ότι εξακολουθούσαν να υφίστανται ορισμένες ανησυχίες ως προς τις ενδογενείς τοξικές επιδράσεις της ουσίας fenarimol, και ιδίως τις δυνητικές της ιδιότητες διατάραξης της φυσιολογικής ενδοκρινικής λειτουργίας, που δικαιολογούσαν, συνεπώς, το να μην επιτρέπεται η απεριόριστη χρήση της. Όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι ανησυχίες αυτές στηρίζονται σε απλές θεωρήσεις καθαρά υποθετικής φύσεως.
Υπό τις συνθήκες αυτές, που αποδεικνύουν ότι υπήρχαν ακόμα ορισμένες επιστημονικές αβεβαιότητες ως προς την αξιολόγηση των επιδράσεων ουσιών όπως το fenarimol στο ενδοκρινικό σύστημα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή προέβη σε προδήλως εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως συνοδεύοντας την έγκριση της ουσίας αυτής με περιορισμούς στη χρήση της.
(βλ. σκέψεις 76-79)
5. Επιβάλλεται να αναγνωριστεί στην Επιτροπή ευρεία διακριτική ευχέρεια όταν αυτή θεσπίζει, στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχωρίσεως μιας ουσίας στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων, μέτρα διαχειρίσεως των κινδύνων.
Όσον αφορά το κατά πόσον τα μέτρα περιορισμού της χρήσεως του fenarimol είναι πρόσφορα για την επίτευξη των σκοπών της οδηγίας 91/414, από τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της οδηγίας 2006/134, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414 ώστε να καταχωριστεί η ουσία fenarimol ως δραστική ουσία, καθώς και από τις αιτιολογικές σκέψεις αυτής της οδηγίας προκύπτει ότι η Επιτροπή προσπάθησε να επιτύχει ισορροπία μεταξύ, αφενός, των σκοπών της οδηγίας 91/414 σχετικά με τη βελτίωση της παραγωγής φυτικών προϊόντων και την προστασία της υγείας των ανθρώπων και των ζώων, των υπογείων υδάτων και του περιβάλλοντος και, αφετέρου, του συμφέροντος του κοινοποιούντος για την καταχώριση του fenarimol στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 κατά το πέρας της επιστημονικής αξιολογήσεως των κινδύνων που ενέχει η ουσία αυτή. Λαμβανομένων υπόψη των ανησυχιών όσον αφορά τις συνιστάμενες σε διατάραξη του ενδοκρινικού συστήματος δυνητικές επιδράσεις του fenarimol και των συναφών επιστημονικών αβεβαιοτήτων που δικαιολόγησαν την εκ μέρους της Επιτροπής προσφυγή στην αρχή της προφυλάξεως, οι περιορισμοί από τους οποίους η οδηγία 2006/134 εξαρτά τη χρήση της ουσίας αυτής δεν φαίνονται απρόσφοροι προς επίτευξη των σκοπών αυτών.
Όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, ναι μεν η ισχύς της καταχωρίσεως του fenarimol στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 περιορίστηκε στους 18 μήνες, πλην όμως από την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2006/134 προκύπτει ότι ο χρονικός αυτός περιορισμός δεν εμποδίζει τυχόν ανανέωση της καταχωρίσεως αυτής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 91/414. Ομοίως, από την έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2006/134 προκύπτει ρητώς ότι το γεγονός ότι η έγκριση του fenarimol ισχύει μόνο για τις χρήσεις που έχουν πράγματι αξιολογηθεί και έχουν κριθεί ως πληρούσες τους όρους της οδηγίας 91/414 δεν εμποδίζει την καταχώριση και άλλων χρήσεων στο παράρτημα Ι της οδηγίας αυτής, μετά από ολοκληρωμένη αξιολόγησή τους.
Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα συνιστάμενα σε περιορισμούς της χρήσεως του fenarimol μέτρα υπερβαίνουν το δυνάμενο να θεωρηθεί ως αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκομένων σκοπών μέτρο. Επομένως, η οδηγία 2006/134 δεν είναι ανίσχυρη λόγω παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας.
(βλ. σκέψεις 82-87)