ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

VERICA TRSTENJAK

της 26ης Οκτωβρίου 2010 (1)

Υπόθεση C‑463/09

CLECE SA

[αίτηση του Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La Mancha (Ισπανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2001/23/ΕΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄ – Μεταβίβαση επιχειρήσεως – Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια της “μεταβιβάσεως” – Ύπαρξη “οικονομικής οντότητας” – Ανάληψη υπηρεσιών καθαρισμού δημοσίων κτηρίων από έναν δήμο υπό την ιδιότητά του ως δημόσια αρχή»





I –    Εισαγωγή

1.        Το Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La Mancha (στο εξής: αιτούν δικαστήριο) υπέβαλε στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ (2), προδικαστικό ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, για τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (3).

2.        Η αίτηση αυτή για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο εκδικάσεως διαφοράς μεταξύ της María Socorro Martin (στο εξής: ενάγουσα της κύριας δίκης), μιας μέχρι τούδε παρέχουσας εργασία για λογαριασμό της επιχειρήσεως καθαρισμού CLECE SA (στο εξής: CLECE), και του Ayuntamiento de Cobisa (Δήμου Cobisa), που αφορά αξιώσεις από τη μέχρι τούδε σχέση εργασίας με την CLECE. Με την αγωγή της αμύνεται κατά της, κατά την άποψή της, παράνομης απολύσεώς της, επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματα που παρέχει η οδηγία 2001/23 στους εργαζομένους στην περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως.

3.        Με το προδικαστικό ερώτημα ζητείται κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η οδηγία 2001/23 έχει εφαρμογή όταν δημοτική αρχή, η οποία προηγουμένως είχε αναθέσει σε μια ιδιωτική επιχείρηση τον καθαρισμό των εγκαταστάσεών της και κατήγγειλε αργότερα τη σχετική σύμβαση, προκειμένου να διενεργεί η ίδια αυτή την υπηρεσία καθαρισμού, προσλαμβάνει προς τον σκοπό αυτόν αποκλειστικώς νέο προσωπικό. Από νομικής απόψεως, τίθεται το ζήτημα της εκτάσεως του πεδίου εφαρμογής αυτής της νομικής πράξεως της Ενώσεως, όπου το Δικαστήριο θα πρέπει πρωτίστως να εξετάσει αν πληρούται επίσης η απαραίτητη για μεταβίβαση επιχειρήσεως προϋπόθεση της διατηρήσεως μιας οικονομικής οντότητας, όταν ούτε μεταβιβάζονται στοιχεία ενεργητικού ούτε αναλαμβάνονται κάποιοι εργαζόμενοι, η δε καθεαυτή «μεταβίβαση» συνίσταται αποκλειστικώς στη συνέχιση της λειτουργίας της.

II – Κανονιστικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ενώσεως (4)

4.        Η οδηγία 2001/23 κωδικοποιεί την οδηγία 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (5), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998 (6).

5.        Σύμφωνα με την τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/23 «[ε]ίναι απαραίτητη η θέσπιση διατάξεων για την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα, και ιδιαίτερα προς εξασφάλιση της διατηρήσεως των δικαιωμάτων τους».

6.        Στην όγδοη αιτιολογική σκέψη αυτής της οδηγίας εκτίθενται τα ακόλουθα:

«Η ασφάλεια και η διαφάνεια του δικαίου απαίτησαν να διευκρινιστεί η έννοια της μεταβίβασης με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου. Η διευκρίνιση αυτή δεν τροποποίησε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, σύμφωνα με την ερμηνεία του Δικαστηρίου.»

7.        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«α) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα [συμβατικής] μεταβίβασης ή συγχώνευσης.

β) Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) και των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, θεωρείται ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.

γ) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες ασκούν κερδοσκοπικές ή μη οικονομικές δραστηριότητες. Η διοικητική αναδιοργάνωση δημοσίων διοικητικών αρχών ή η μεταβίβαση διοικητικών καθηκόντων μεταξύ δημοσίων διοικητικών αρχών δεν θεωρείται ως μεταβίβαση κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.»

8.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας έχει ως ακολούθως:

«Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του εκχωρητή, που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον εκδοχέα.»

9.        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, μιας εγκατάστασης, ή ενός τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, δεν συνιστά αυτή καθεαυτή λόγο απολύσεως για τον εκχωρητή ή τον εκδοχέα. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει απολύσεις για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού.»

 Το εθνικό δίκαιο

1.      Η νομοθεσία

10.      Το άρθρο 44 του Ley del Estatuto de los Trabajadores της 24ης Μαρτίου 1995 (στο εξής: νόμος περί της καταστάσεως των εργαζομένων), με τον οποίο μεταφέρθηκε η οδηγία 2001/23 στο εσωτερικό δίκαιο, προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Η μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή αυτοτελούς μονάδας παραγωγής μιας επιχειρήσεως δεν λύει, καθεαυτή, τη σχέση εργασίας· ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του απερχόμενου εργοδότη ως προς τη σύμβαση εργασίας και την κοινωνική ασφάλιση, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων που αφορούν τις συντάξεις, κατά τους όρους που προβλέπει η ισχύουσα ειδική νομοθεσία και, εν γένει, όλων των υποχρεώσεων επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως τις οποίες υπείχε ο εκχωρητής.»

11.      Η παράγραφος 2 αυτής της διατάξεως προβλέπει ότι «[γ]ια τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως μεταβίβαση επιχειρήσεως νοείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας»; ορισμός ο οποίος είναι ταυτόσημος με τον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/23.

2.      Η συλλογική σύμβαση

12.      Το άρθρο 14 της συλλογικής συμβάσεως για τα επαγγέλματα καθαρισμού κτηρίων και εγκαταστάσεων της επαρχίας του Τολέδο, δημοσιευθείσας στο Boletín Oficial de la Provincia de Toledo, αριθ. 269, της 22ας Νοεμβρίου 2005, ορίζει τα εξής:

«Επιχείρηση η οποία αναλαμβάνει απευθείας την εκτέλεση των εντός αυτής υπηρεσιών καθαρισμού οι οποίες προηγουμένως παρείχοντο από συμβαλλόμενο, δεν υποχρεούται να διατηρήσει το προσωπικό που παρείχε τις υπηρεσίες αυτές για λογαριασμό του απερχόμενου συμβαλλομένου, αν απασχολεί δικό της προσωπικό για την παροχή υπηρεσιών καθαρισμού. Αντιθέτως, οφείλει να αναπροσλάβει τους εργαζόμενους που απασχολούσε ο απερχόμενος εργοδότης αν επιθυμεί να προσλάβει νέο προσωπικό για την εξασφάλιση της παροχής της εν λόγω υπηρεσίας καθαρισμού.»

III – Τα περιστατικά, η διαδικασία της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

13.      Η ενάγουσα της κύριας δίκης παρείχε τις υπηρεσίες της ως καθαρίστρια για την CLECE από της 25ης Μαρτίου 2004. Εκτελούσε τα καθήκοντά της στις εγκαταστάσεις του Ayuntamiento de Cobisa [δημαρχείου της Cobisa] (Τολέδο), δυνάμει συμβάσεως παροχής υπηρεσιών καθαρισμού σχολείων και κτηρίων του δήμου, συναφθείσας στις 27 Μαΐου 2003 μεταξύ των δύο εναγομένων. Από τη διάταξη περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι η εν λόγω εργασία απαιτούσε τη χρήση ειδικών υλικών.

14.      Στις 9 Νοεμβρίου 2007, ο Ayuntamiento, κατόπιν παρατάσεως της συμβάσεως, ενημέρωσε τη συνεναγόμενη CLECE περί της καταγγελίας της εν λόγω συμβάσεως παροχής υπηρεσιών καθαρισμού με ισχύ από 31ης Δεκεμβρίου 2007. Στις 2 Ιανουαρίου 2008, η επιχείρηση αυτή γνωστοποίησε στην εργαζομένη ότι από 1ης Ιανουαρίου 2008 θα συμπεριλαμβάνεται στο προσωπικό του Ayuntamiento, δεδομένου ότι στον εν λόγω οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως κατακυρώθηκε η παροχή των υπηρεσιών καθαρισμού των εγκαταστάσεων του Ayuntamiento. Ο οργανισμός αυτός τοπικής αυτοδιοικήσεως θα υπεισέλθει σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που μέχρι τούδε διείπαν τη σχέση εργασίας, συμφώνως προς την ισχύουσα συλλογική σύμβαση για τα επαγγέλματα καθαρισμού κτηρίων και εγκαταστάσεων του Τολέδου.

15.      Στις 2 Ιανουαρίου 2008, η ενάγουσα της κύριας δίκης εμφανίσθηκε προς εργασία, στις εγκαταστάσεις του Ayuntamiento, όπου όμως δεν της επιτράπηκε να παράσχει τις υπηρεσίες της. Η CLECE δεν επανατοποθέτησε την εργαζομένη σε άλλη θέση εργασίας. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει περαιτέρω ότι ο συνεναγόμενος Ayuntamiento προσέλαβε στις 10 Ιανουαρίου 2008 πέντε εργαζόμενες για τον καθαρισμό των εγκαταστάσεών του, μέσω ενός γραφείου προμήθειας προσωπικού, ιδρυθέντος στις 21 Ιανουαρίου 2007.

16.      Κατόπιν αγωγής λόγω παράνομης απολύσεως που άσκησε η ενάγουσα της κύριας δίκης κατά της CLECE και κατά του Ayuntamiento de Cobisa, εκδόθηκε απόφαση από το Juzgado de lo Social N° 2 de Toledo, με την οποία κρίθηκε ότι ο δεύτερος δεν νομιμοποιείται παθητικώς, ενώ έγινε δεκτή η αγωγή κατά της συνεναγομένης CLECE, κηρύχθηκε παράνομη η απόλυση και υποχρεώθηκε η CLECE, κατά την επιλογή της, είτε να αναπροσλάβει την ενάγουσα της κύριας δίκης υπό τις ίδιες συνθήκες που ίσχυαν προ της απολύσεως είτε να της καταβάλει αποζημίωση ύψους 507,10 ευρώ, καταβάλλοντάς της παράλληλα και στις δύο περιπτώσεις τους οφειλόμενους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μισθούς.

17.      Η εν λόγω επιχείρηση άσκησε ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου στις 26 Δεκεμβρίου 2008. Με αυτό το ένδικο μέσο, η CLECE προβάλλει ουσιαστικώς ότι ο Ayuntamiento την υποκατέστησε στο πλαίσιο της σχέσεως της εργασίας με την ενάγουσα της κύριας δίκης, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14 της συλλογικής συμβάσεως για τα επαγγέλματα καθαρισμού κτηρίων και εγκαταστάσεων του Τολέδου, σε συνδυασμό με το άρθρο 44 του νόμου περί νομικής καταστάσεως των εργαζομένων και με την παρατεθείσα από αυτή νομολογία.

18.      Το αιτούν δικαστήριο εξέφρασε με τη διάταξή του αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2001/23 στην περίπτωση που αφορά η κύρια δίκη. Ως εκ τούτου, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως το ακόλουθο ερώτημα:

«Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/23, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, η περίπτωση κατά την οποία δήμος αναλαμβάνει εκ νέου ή αναλαμβάνει υπ’ ευθύνη του υπηρεσία καθαρισμού των διαφόρων εγκαταστάσεών του, η οποία στο παρελθόν παρεχόταν από συμβαλλόμενη με αυτόν επιχείρηση, προσλαμβάνοντας προς τούτο νέο προσωπικό;»

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

19.      Η διάταξη περί παραπομπής, με ημερομηνία 20 Οκτωβρίου 2009, περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Νοεμβρίου 2009.

20.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσε η Ισπανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, εντός της οριζομένης στο άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προθεσμίας.

21.      Δεδομένου ότι κανένας από τους μετέχοντες της διαδικασίας δεν ζήτησε τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, οι προτάσεις στην παρούσα υπόθεση καταρτίσθηκαν μετά τη διοικητική ολομέλεια του Δικαστηρίου της 31ης Αυγούστου 2010.

V –    Κύρια επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

22.      Η Ισπανική Κυβέρνηση έχει τη γνώμη ότι περίπτωση, όπως αυτή της κύριας δίκης, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/23, μολονότι η συνέχιση ή η ανάληψη της δραστηριότητας καθαρισμού, κατ’ αυστηρή θεώρηση, δεν μπορεί να εξομοιώνεται με τον σχεδιασμό μιας μεταβιβάσεως κατά την έννοια του εμπορικού δικαίου.

23.      Στην περίπτωση της κύριας δίκης, ο Ayuntamiento δεν διέθετε το αναγκαίο προσωπικό για την εκτέλεση των εργασιών καθαρισμού στις εγκαταστάσεις του και, ως εκ τούτου, έπρεπε να προσλάβει νέο προσωπικό. Σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει κατά μείζονα λόγο να έχει εφαρμογή η νομολογία του Δικαστηρίου, διότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πραγματοποιήθηκε μια από λειτουργικής απόψεως μεταβίβαση από τη CLECE στον Ayuntamiento και επιδιώκεται ο ίδιος σκοπός, δηλαδή η παροχή υπηρεσιών καθαρισμού, ότι ο Ayuntamiento εμφανίζει μια σταθερή και αυτοτελή οργανωτική δομή, μολονότι οι σκοποί του είναι ευρύτεροι από την απλώς υπηρεσία καθαρισμού και παρεπόμενοι έναντι των κύριων καθηκόντων μιας δημοτικής αρχής, και, τέλος, ότι ο αριθμός των υπαλλήλων του εκχωρητή περιορίζεται στο δικό του προσωπικό.

24.      Η Επιτροπή υποστηρίζει αντιθέτως την άποψη ότι η οδηγία 2001/23 δεν έχει εφαρμογή σε μια περίπτωση, όπου ο Ayuntamiento, ο οποίος παραχώρησε αρχικώς τον καθαρισμό των εγκαταστάσεών του σε μια ιδιωτική επιχείρηση, καταγγέλλει τη σύμβαση και αναλαμβάνει κατόπιν ο ίδιος το έργο του καθαρισμού, εφόσον δεν αναπροσλαμβάνει ένα σημαντικό τμήμα των εργαζομένων, σε σχέση με τον αριθμό και τις ικανότητες, που διέθεσε η ιδιωτική επιχείρηση για την εκτέλεση της συμβάσεως.

25.      Πράγματι, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει πλειστάκις ότι μπορεί να υφίσταται μεταβίβαση στον τομέα του καθαρισμού, όταν ο νέος εργοδότης δεν συνεχίζει απλώς την υπηρεσία καθαρισμού, αλλά αναπροσλαμβάνει ένα τμήμα του προσωπικού της υπεργολαβικώς εργαζομένης επιχειρήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι η αναπρόσληψη του προσωπικού αφορά σημαντικό τμήμα, ως προς τον αριθμό και τα προσόντα, του προσωπικού το οποίο χρησιμοποιούσε η υπεργολαβικώς εργαζομένη επιχείρηση για την εκτέλεση της υπεργολαβίας(7).

26.      Η Επιτροπή προβάλλει ότι από τη διάταξη περί παραπομπής δεν προκύπτει επακριβώς αν η ενάγουσα της κύριας δίκης ήταν η μόνη παρέχουσα εργασία που χρησιμοποιούσε η CLECE στις εγκαταστάσεις του Ayuntamiento. Δεδομένου ότι αυτός προσέλαβε πέντε εργαζομένες για τη συνέχιση της δραστηριότητας που μέχρι τότε εκτελούσε η υπεργολαβικώς εργαζομένη επιχείρηση, είναι πιθανόν να χρησιμοποιούσε η CLECE παρόμοιο αριθμό εργαζομένων. Εν πάση περιπτώσει, μπορεί να συναχθεί από τη διάταξη περί παραπομπής ότι κανένας από τους τότε εργαζομένους δεν συνέχισε να χρησιμοποιείται και ότι αντιθέτως ο Ayuntamiento προσέλαβε μέσω ενός γραφείου προμήθειας προσωπικού πέντε νέες εργαζομένες για τον καθαρισμό των εγκαταστάσεών του. Υπ’ αυτή τη θεώρηση, δεν μεταβιβάσθηκε «οικονομική οντότητα», οπότε δεν υφίσταται «μεταβίβαση» υπό την έννοια της οδηγίας 2001/23.

VI – Νομική εκτίμηση

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

27.      Με την οδηγία 77/187 – πρόδρομο της οδηγίας 2001/23 – διαμορφώθηκε για πρώτη φορά σε υπερεθνικό επίπεδο ένα πλήρες σχέδιο προστασίας για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, των οποίων οι σχέσεις εργασίας θίγονται από μια μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως. Η οδηγία, η οποία επιφέρει μερική εναρμόνιση του διέποντος την ατομική σχέση εργασίας εργατικού δικαίου, προβλέπει κατ’ ουσίαν ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του εκχωρητή από υφιστάμενη κατά το χρονικό σημείο της μεταβιβάσεως σύμβαση εργασίας ή σχέση εργασίας πρέπει λόγω της μεταβιβάσεως να μεταβιβάζονται στον εκδοχέα. Ο σκοπός επομένως που επιδιώκει είναι να εξασφαλίζεται κατά το δυνατόν η άνευ μεταβολής συνέχιση της σχέσεως εργασίας με τον εκδοχέα, προκειμένου να αποτρέπεται το ενδεχόμενο να περιέρχονται οι θιγόμενοι από τη μεταβίβαση επιχειρήσεως εργαζόμενοι σε δυσμενέστερη θέση συνεπεία αποκλειστικώς της μεταβιβάσεως (8). Παράλληλα με αυτή την οφειλόμενη σε λόγους κοινωνικής πολιτικής προστασία των εργαζομένων, η στηριζόμενη στο άρθρο 94 ΕΚ οδηγία 77/187 έταξε ως σκοπό τη διασφάλιση της λειτουργίας της κοινής αγοράς, δεδομένου ότι κατά την εκτίμηση του εκδόσαντος την οδηγία κοινοτικού νομοθέτη ένα διαφορετικό επίπεδο προστασίας των εργαζομένων εντός των κρατών μελών μπορεί στην περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως επιχειρήσεως να προκαλεί εμπόδια στο εμπόριο.

28.      Η οδηγία 77/187 έχει συχνά ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Λόγω ιδίως του μεγάλου αριθμού αποφάσεων του Δικαστηρίου, ο κοινοτικός νομοθέτης τροποποίησε και συμπλήρωσε σε σημαντικό βαθμό την οδηγία αυτή με την οδηγία 98/50, προσαρμόζοντάς την σ’ αυτή τη νομολογία. Για λόγους, τέλος, σαφήνειας, η οδηγία 77/187 κωδικοποιήθηκε εξ υπαρχής με την οδηγία 2001/23 χωρίς ουσιαστικές μεταβολές. Ακριβώς λόγω αυτής της εποικοδομητικής συμπράξεως του νομοθέτη της Ενώσεως με το Δικαστήριο κατά τη διαμόρφωση του διέποντος την ατομική σχέση εργασίας εργατικού δικαίου, στο πλαίσιο των αντίστοιχων συντεταγμένων τους αρμοδιοτήτων, η μέχρι τούδε νομολογία για την αρχική οδηγία αποδεικνύεται πολύτιμη αρωγή για τον εφαρμοστή του δικαίου, προκειμένου να εξακριβωθεί το πνεύμα και ο σκοπός των επί μέρους διατάξεων της οδηγίας 2001/23. Αυτό ισχύει ιδίως για τις διατάξεις που καθορίζουν το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και για την ερμηνεία τους, την οποία αφορά η εν προκειμένω διαδικασία για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

 Εξέταση του προδικαστικού ερωτήματος

1.      Γενικώς

29.      Με το προδικαστικό ερώτημα ζητείται από το Δικαστήριο να εξακριβώσει αν τα περιστατικά της περιπτώσεως της κύριας δίκης πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, και επομένως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/23. Κατ’ εγγύτερη θεώρηση, όμως, το αιτούν δικαστήριο δεν ζητεί τελικώς με το ερώτημά του τίποτε άλλο από το να διευκρινισθεί αν στην περίπτωση της κύριας δίκης υπήρξε «μεταβίβαση επιχειρήσεως» κατά την έννοια της οδηγίας. Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι σύμφωνα με τη σχέση συνεργασίας, η οποία χαρακτηρίζει τη διαδικασία για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, εναπόκειται κατ’ αρχήν αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο να εξετάζει κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και των εθνικών διατάξεων μεταφοράς του στο εθνικό δίκαιο αν πληρούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις μιας μεταβιβάσεως. Ως εκ τούτου, ευλόγως, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει με τη νομολογία του (9) ότι κατά την εξέταση αυτή στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να λάβει υπόψη του το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν την επίμαχη πράξη και να προβεί σε συνολική αξιολόγηση όλων των επί μέρους πτυχών της.

30.      Το Δικαστήριο, εξάλλου, είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο μέσω της ερμηνείας όλα τα σχετικά κριτήρια, προκειμένου να το διευκολύνει σ’ αυτή την εκτίμηση. Όπως πάντως δείχνει η μέχρι τούδε νομολογία, το Δικαστήριο, προκειμένου να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση για τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης, δεν εμποδίζεται να κάνει εκτεταμένη χρήση της ερμηνευτικής του αρμοδιότητας, προβαίνοντας, παραδείγματος χάριν, σε συνδεόμενη με τη συγκεκριμένη περίπτωση ερμηνεία τέτοιων ακριβώς κριτηρίων και κατ’ αυτόν τον τρόπο εξετάζοντας επί μέρους πτυχές των πραγματικών περιστατικών που του έχουν εκτεθεί (10).

31.      Στη συνέχεια, μετά από αυτές τις γενικές παρατηρήσεις, στρέφομαι στο καθεαυτό ερώτημα της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2001/23 σε μια πραγματική κατάσταση, όπως αυτή που περιγράφεται στο προδικαστικό ερώτημα.

2.      Δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2001/23

32.      Όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, η εφαρμογή της εξαρτάται από τρεις προϋποθέσεις: Η μεταβίβαση πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα αλλαγή του εργοδότη, πρέπει να αφορά επιχείρηση, εγκαταστάσεις ή τμήμα εγκαταστάσεων και να προκύπτει από σύμβαση (11).

 Προκύπτουσα από σύμβαση αλλαγή του εργοδότη

i)      Ιδιότητα του εντολέα ως φορέα δημόσιας εξουσίας

33.      Πρέπει εκ προοιμίου να εκτεθεί συνοπτικώς η νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία η μεταβίβαση μιας οικονομικής δραστηριότητας από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου εμπίπτει κατ’ αρχήν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 77/187 (12). Παρόμοιο συμπέρασμα επιβάλλεται, όπως επιβεβαίωσε πρόσφατα το Δικαστήριο με την απόφαση UGT-FSP (13) της 29ης Ιουλίου 2010, και υπό το καθεστώς της οδηγίας 2001/23.

34.      Στην αλληλουχία αυτή, πρέπει να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η οδηγία 77/187 έχει επίσης εφαρμογή σε περίπτωση αναλήψεως από ένα δήμο, δηλαδή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που ενεργεί στο πλαίσιο των ειδικών κανόνων του διοικητικού δικαίου, κάποιων δραστηριοτήτων, τις οποίες μέχρι τότε ασκούσε, προς το συμφέρον του δήμου αυτού, μη κερδοσκοπική ένωση, αποτελούσα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, εφόσον η μεταβιβασθείσα μονάδα διατηρεί την ταυτότητά της (14). Συνεπώς, το γεγονός και μόνον ότι οι υπηρεσίες καθαρισμού, οι οποίες παρέχονταν μέχρι τούδε από τους προσληφθέντες από τη CLECE εργαζομένους προς τον Ayuntamiento –φορέα δημόσιας εξουσίας–, ανελήφθησαν από αυτόν δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η εφαρμογή της οδηγίας 2001/23. Ούτε, εξάλλου, υφίστανται στην περίπτωση της κύριας δίκης οι ειδικές περιστάσεις που περιγράφονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

ii)    Μεταβίβαση συνεπεία της καταγγελίας της συμβάσεως για υπηρεσίες καθαρισμού

35.      Όσον αφορά τους τρόπους μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας, διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι το Δικαστήριο ερμηνεύει με τη νομολογία του ελαστικά την έννοια της «[συμβατικής] μεταβίβασης», προκειμένου να ανταποκριθεί στον σκοπό της οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στην προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως της επιχειρήσεώς τους. Συναφώς, έκρινε ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις μεταβολής, στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων, του έχοντος την ευθύνη της εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως ή του νομικού προσώπου που συνομολογεί τις υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι των μισθωτών της επιχειρήσεως (15).

36.      Ευλόγως το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας εμπίπτει η περίπτωση κατά την οποία επιχείρηση αναθέτει, βάσει συμφωνίας, την ευθύνη για την εκτέλεση των εργασιών καθαριότητας σε άλλη επιχείρηση, στην οποία προέβαινε προηγουμένως άμεσα (16), καθώς και η περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης, ο οποίος είχε αναθέσει τον καθαρισμό των εγκαταστάσεών του σε επιχειρηματία, καταγγέλλει τη σύμβαση με αυτόν τον επιχειρηματία και συνάπτει στη συνέχεια με άλλον επιχειρηματία νέα σύμβαση για την εκτέλεση παρόμοιων εργασιών (17).

37.      Μεγαλύτερη σημασία για τη νομική εκτίμηση της υπό εξέταση υποθέσεως έχει, όμως, η απόφαση Hernández Vidal (18), που έχει πολλές ομοιότητες με την περίπτωση της κύριας δίκης και με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία πρέπει να έχει δυνατότητα εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία μια επιχείρηση έχει αναθέσει τον καθαρισμό των εγκαταστάσεών της ή ενός μέρους των σε άλλη επιχείρηση και αποφασίζει να μην ανανεώσει τη σύμβαση που τη συνέδεε με την πρώτη και να αναλάβει εφεξής η ίδια τις σχετικές εργασίες. Δεδομένου ότι αυτή ακριβώς η συγκυρία υφίσταται στην περίπτωση της κύριας δίκης, τα κατά την ως άνω απόφαση συμπεράσματα του Δικαστηρίου μπορούν άνευ ετέρου, κατ’ εμέ, να έχουν ανάλογη εφαρμογή. Συνεπώς, η έννοια της «συμβατικής μεταβιβάσεως», όπως, εξάλλου, ορθώς διαπίστωσε ο γενικός εισαγγελέας Geelhoed με τις προτάσεις του στην υπόθεση Abler κ.λπ. (19), σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να σημαίνει ότι μια μεταβίβαση πρέπει να πραγματοποιείται αποκλειστικώς «λόγω» συμβάσεως. Αντιθέτως, μια νομική πράξη, όπως η καταγγελία μιας συμβάσεως για την υπηρεσία καθαρισμού, πραγματοποιείται επίσης στο πλαίσιο μιας συμβάσεως και, επομένως, μπορεί να διέπεται από την οδηγία.

38.      Η καταγγελία από τον Ayuntamiento της μέχρι τότε υφιστάμενης συμβάσεως με την CLECE και η συνακόλουθη ανάληψη των μέχρι τότε παρεχομένων από τους εργαζομένους της υπηρεσιών καθαρισμού αρκούν με βάση αυτά τα δεδομένα για να θεωρηθεί ότι υφίσταται «[συμβατική] μεταβίβαση» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας. Δεδομένου, επομένως, ότι υφίσταται αλλαγή εργοδότη προκύπτουσα από σύμβαση, πληρούνται δύο από τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες για να θεωρηθεί ότι υπάρχει μεταβίβαση επιχειρήσεως.

 Μεταβίβαση οικονομικής οντότητας

i)      Η έννοια της οικονομικής οντότητας

39.      Όπως μνημονεύθηκε προεισαγωγικώς, η οδηγία αποσκοπεί στη διασφάλιση της συνέχισης των εργασιακών σχέσεων που υφίστανται στο πλαίσιο μιας οικονομικής οντότητας, ανεξαρτήτως της αλλαγής του κυρίου, οπότε το αποφασιστικό κριτήριο για την απάντηση στο ερώτημα αν πρόκειται για μεταβίβαση, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, είναι το εάν η εν λόγω οντότητα διατηρεί την ταυτότητά της (20). Επομένως, η μεταβίβαση πρέπει να αφορά οικονομική οντότητα οργανωμένη επί μονίμου βάσεως, η δραστηριότητα της οποίας δεν περιορίζεται σε εκτέλεση συγκεκριμένου έργου (21). Η έννοια της «οντότητας» αναφέρεται επομένως σε οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστά δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και επιδιώκει ίδιο σκοπό (22).

40.      Η διατύπωση αυτή προστέθηκε εκ των υστέρων και σχεδόν επί λέξει, με βάση τον διαμορφωθέντα από το Δικαστήριο ορισμό, με την οδηγία 98/50 στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας για τη μεταβίβαση επιχειρήσεων, χωρίς πάντως να έχει ως εκ τούτου τροποποιηθεί το πεδίο εφαρμογής της αρχικής οδηγίας 77/187, σύμφωνα με την ερμηνεία του Δικαστηρίου (23). Το τελευταίο αυτό σημείο διασαφηνίζεται με την όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/23. Κατ’ αυτήν, η μεταβίβαση πρέπει να αφορά «μια οικονομική οντότητα [...], η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας», και η οποία διατηρεί μετά τη μεταβίβαση την «ταυτότητά» της.

ii)    Γενικά κριτήρια για να εκτιμηθεί αν υπάρχει οικονομική οντότητα

–       Επί των επί μέρους κριτηρίων

41.      Κατά την εξέταση του ζητήματος αν μεταβιβάσθηκε μια οντότητα κατά την έννοια του ανωτέρω νομικού ορισμού, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν την επίμαχη πράξη. Συναφώς, το Δικαστήριο, κατά πάγια νομολογία, ανατρέχει σε ένα κατάλογο επτά κριτηρίων εκτιμήσεως. Στα σχετικά κριτήρια περιλαμβάνονται ιδίως (1) το είδος της επιχειρήσεως ή της εγκαταστάσεως περί της οποίας πρόκειται, (2) η μεταβίβαση ή όχι των υλικών μέσων εκμεταλλεύσεως, όπως κτηρίων και κινητών πραγμάτων, (3) η αξία των άυλων στοιχείων του ενεργητικού κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, (4) η αναπρόσληψη ή όχι του μεγαλύτερου τμήματος του προσωπικού από τον νέο επικεφαλής της επιχειρήσεως, (5) η μεταβίβαση ή όχι της πελατείας, καθώς και (6) ο βαθμός ομοιότητας των ασκουμένων δραστηριοτήτων πριν και μετά τη μεταβίβαση και (7) η διάρκεια πιθανής αναστολής των δραστηριοτήτων αυτών. Εντούτοις, τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν παρά επί μέρους πτυχές της συνολικής αξιολογήσεως που επιβάλλεται και, επομένως, δεν μπορούν να συνεκτιμώνται μεμονωμένα (24).

42.      Το Δικαστήριο επισήμανε επί πλέον με τη νομολογία του την αναγκαιότητα να λαμβάνει ιδίως υπόψη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν τη σχετική πράξη το είδος της επιχειρήσεως ή της εγκαταστάσεως περί της οποίας πρόκειται. Κατά το Δικαστήριο, η σημασία που πρέπει να δοθεί αντιστοίχως στα διάφορα κριτήρια για την ύπαρξη μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας ποικίλλει κατ’ ανάγκη ανάλογα με την ασκούμενη δραστηριότητα, μάλιστα δε με τις μεθόδους παραγωγής ή εκμεταλλεύσεως που χρησιμοποιούνται στην εν λόγω επιχείρηση, εγκατάσταση ή τμήμα εγκαταστάσεως. Ειδικότερα, εφόσον μια οικονομική μονάδα μπορεί, σε ορισμένους τομείς, να λειτουργεί χωρίς σημαντικά ενσώματα ή άυλα περιουσιακά στοιχεία, η διατήρηση της ταυτότητας μιας τέτοιας μονάδας πέρα από τα όρια των εργασιών που αποτελούν το αντικείμενο των δραστηριοτήτων της δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να εξαρτάται από την εκχώρηση τέτοιων στοιχείων (25).

43.      Η τελευταία αυτή επισήμανση αφορά ιδιαιτέρως ορισμένους οικονομικούς τομείς, όπως του καθαρισμού, όπου ενσώματα ή άυλα στοιχεία ενεργητικού, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Hernández Vidal κ.λπ. (26), συχνά είναι μειωμένα στο ελάχιστο και η δραστηριότητα στηρίζεται ουσιαστικά στο εργατικό δυναμικό (27). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε επίσης με αυτή την απόφαση σε σχέση με μια επιχείρηση καθαρισμού ότι ένα οργανωμένο σύνολο εργαζομένων οι οποίοι έχουν ταχθεί ειδικά και σταθερά σε μια κοινή δραστηριότητα μπορεί, ελλείψει άλλων συντελεστών παραγωγής, να αντιστοιχεί σε μια οικονομική μονάδα.

44.      Το Δικαστήριο συνόψισε με αυτή την απόφαση τη νομολογία του σε μία και μόνο, αλλά με τη σαφήνεια και απλότητά της θέλγουσα, διατύπωση. Κατ’ αυτή, μια οικονομική οντότητα «μολονότι πρέπει να είναι επαρκώς οργανωμένη και αυτοτελής, δεν περιλαμβάνει κατ’ ανάγκη σημαντικά ενσώματα ή άυλα στοιχεία ενεργητικού» (28). Από αυτή τη φράση μπορούν να συναχθούν τα ουσιώδη για τη νομική εξέταση της εν προκειμένω υποθέσεως συμπεράσματα: μπορούν μεν –ανάλογα με τον εκάστοτε οικονομικό τομέα– να γίνονται αποδεκτοί περιορισμοί ως προς την απαίτηση της υπάρξεως ενσώματων ή άυλων στοιχείων ενεργητικού, παραμένουν όμως άθικτες οι επιτακτικές απαιτήσεις της «οργανώσεως» και της «αυτοτέλειας» της οντότητας περί της οποίας πρόκειται (29).

45.      Επομένως, το ίδιο το Δικαστήριο λαμβάνει ως βάση ότι τα ως άνω επτά κριτήρια που έθεσε για τις μεταβιβάσεις επιχειρήσεων ουδόλως πρέπει να υφίστανται σωρευτικώς. Αντιθέτως, πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη οι εκάστοτε ιδιομορφίες της συγκεκριμένης επιχειρήσεως και του οικονομικού τομέα περί του οποίου πρόκειται. Με αυτά τα δεδομένα, θα εξετασθούν στη συνέχεια σε βάθος μόνο τα κριτήρια που έχουν σημασία για την εν προκειμένω προδικαστική διαδικασία και η ύπαρξη καθενός από τα οποία φαίνεται προβληματική.

46.      Τα κριτήρια αυτά πρέπει τώρα να εφαρμοσθούν στην περίπτωση της κύριας δίκης.

47.      Συναφώς, η υφιστάμενη πριν από τη μεταβίβαση οργανωμένη οντότητα πρέπει καθεαυτή να εξακολουθεί να υπάρχει ουσιαστικώς αμετάβλητη και μετά τη μεταβίβαση. Επομένως, αποφασιστικής σημασίας είναι κατ’ αρχάς το αν πριν από τη μεταβίβαση υφίστατο καν μια αυτοτελής οικονομική οντότητα. Αντικείμενο επομένως της εξετάσεως στην περίπτωση της κύριας δίκης πρέπει να είναι αποκλειστικώς η ομάδα των παρεχόντων εργασία καθαρισμού που χρησιμοποιούσε η CLECE στον Ayuntamiento. Με βάση αυτό το δεδομένο, και σε αντίθεση προς την άποψη της Ισπανικής Κυβερνήσεως (30), στερείται παντελώς σημασίας το αν ο Ayuntamiento ανταποκρίνεται ως δημοτική αρχή στις προϋποθέσεις μιας αυτοτελούς οργανωμένης οντότητας.

–       Ανυπαρξία μεταβιβάσεως ενσωμάτων και άυλων στοιχείων ενεργητικού

Ενσώματα στοιχεία ενεργητικού

48.      Όσον αφορά συγκεκριμένα την υπό εξέταση περίπτωση της κύριας δίκης, από τα στοιχεία της δικογραφίας συνάγεται ότι η ενάγουσα της κύριας δίκης εργάσθηκε προφανώς ως μέλος προσωπικού αποτελούμενου από περίπου τέσσερις παρέχοντες εργασία καθαρισμού (31) κατ’ εντολή του Ayuntamiento, όπου πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχει το αιτούν δικαστήριο, δεν χρησιμοποιούνταν ιδιαίτερα υλικά γι’ αυτή την εργασία. Από αυτό μπορεί να συναχθεί ότι αυτοί οι προσληφθέντες εργαζόμενοι έπρεπε κατά την άσκηση της δραστηριότητάς τους να χρησιμοποιούν πρωτίστως τις προσωπικές εργατικές τους δυνάμεις και ως εκ τούτου δεν αφέθηκαν ενδεχομένως στον Ayuntamiento ενσώματα στοιχεία ενεργητικού, όπως για παράδειγμα εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως, μηχανές ή εξοπλισμός καθαρισμού (32), κατά την καταγγελία της συμβάσεως για υπηρεσίες καθαρισμού.

Άυλα στοιχεία ενεργητικού

49.      Για να κριθεί το ζήτημα αν μεταβιβάσθηκε οικονομική οντότητα κατά την έννοια της οδηγίας σημασία έχουν, εκτός από τα ενσώματα στοιχεία ενεργητικού, ενδεχομένως διατεθέντα από τον αρχικό εργοδότη άυλα στοιχεία ενεργητικού για την άσκηση της δραστηριότητας.

50.      Από τη νομολογία προκύπτει ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ορισμένες πτυχές, όπως η ταυτότητα του προσωπικού, της στελεχώσεως, της οργανώσεως των εργασιών και των μεθόδων εκμεταλλεύσεως, οι οποίες, κατά το Δικαστήριο, προσδίδουν σε μια επιχείρηση ή σε τμήμα επιχειρήσεως τον χαρακτήρα οικονομικής οντότητας (33). Ως προς τις τρεις πρώτες πτυχές, οι οποίες αφορούν από κοινού την εσωτερική οργάνωση μιας επιχειρήσεως, διαπιστώνεται εξαρχής ότι τίποτε δεν υποδηλώνει ότι το αποτελούμενο από μόνο τέσσερις εργαζόμενες προσωπικό, στο οποίο ανήκε η ενάγουσα της κύριας δίκης, εμφάνιζε στοιχεία στελεχώσεως, πολλώ δε μάλλον κάποιας οργανωτικής δομής.

51.      Όπως συνάγεται από την απόφαση Klarenberg (34), το Δικαστήριο απαιτεί πράγματι ορισμένο βαθμό ελάχιστης εσωτερικής οργανώσεως της επιχειρήσεως, μάλιστα δε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε μεταξύ των επί μέρους συντελεστών της παραγωγής να πρέπει να υφίσταται αμοιβαία συμπληρωματικότητα και αλληλεξάρτηση που τους συνδέει και έχει ως αποτέλεσμα ότι κατά την άσκηση ορισμένης οικονομικής δραστηριότητας αυτοί αλληλοεμπλέκονται (35).

52.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει πάντως ότι η ενάγουσα της κύριας δίκης άσκησε τη δραστηριότητά της καθαρισμού σε σχολεία και κτήρια της δημοτικής αρχής. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι κάθε εργαζόμενος εργαζόταν κατ’ ουσίαν ανεξάρτητα από τους άλλους, ενώ του ανετίθεντο ορισμένοι χώροι που έπρεπε να καθαρίσει εντός επακριβώς καθορισμένου χρόνου. Επομένως, είναι αμφίβολο αν πληρούνται στην περίπτωση της κύριας δίκης τα τεθέντα από το Δικαστήριο κριτήρια της «δομήσεως» και της «αυτοτέλειας» της οντότητας περί της οποίας πρόκειται (36), αν η δραστηριότητα της ενάγουσας της κύριας δίκης δεν ταυτίζεται κατ’ ουσίαν με αυτή των άλλων εργαζομένων και αν δεν υπάρχει σύμπραξη μεταξύ τους στο πλαίσιο μιας από κοινού εκτελέσεως εργασιών –πράγμα που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως στοιχείο υπέρ της υπάρξεως μιας πλήρους οργανωτικής δομής.

53.      Εξάλλου, δεν πρέπει να αγνοηθεί ότι ο σχεδιασμός και η οργάνωση, καθώς και η ειδίκευση και οι γνώσεις, έχουν κατά κανόνα πολλή μικρότερη σημασία στις δραστηριότητες καθαρισμού απ’ ό,τι σε άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες (37). Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι επιχειρήσεις καθαρισμού χρησιμοποιούν όχι σπάνια και ανειδίκευτο προσωπικό. Το συμπέρασμα αυτό δεν ισχύει ομολογουμένως για τις εξειδικευμένες υπηρεσίες καθαρισμού, στις οποίες υφίσταται ιδιαίτερος εξοπλισμός, καθώς και ιδιαίτερες μέθοδοι εργασίας. Σημαντικά άυλα στοιχεία ενεργητικού για μια εξειδικευμένη υπηρεσία καθαρισμού θα ήταν, παραδείγματος χάριν, η οργάνωση της ροής της εργασίας, υπολογισμοί, η γνώση ορισμένων μεθόδων καθαρισμού, μέθοδοι εργασίας, κτηθείσες ικανότητες κατά την επαφή με βλαβερές για την υγεία ή ακόμη και επικίνδυνες για τη ζωή ύλες, για να αναφερθούν μόνο μερικά από αυτά τα στοιχεία.

54.      Ελλείψει περί του αντιθέτου ενδείξεων από τη δικογραφία, πρέπει να ληφθεί ως βάση ότι κανένα από τα παρατεθέντα είδη άυλων στοιχείων ενεργητικού δεν περιήλθε στον Ayuntamiento. Ανεξαρτήτως αυτού, τίποτε δεν υποδηλώνει ότι το προσωπικό, στο οποίο ανήκε η ενάγουσα της κύριας δίκης, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως εξειδικευμένη υπηρεσία καθαρισμού υπό την ανωτέρω έννοια. Με βάση αυτά τα δεδομένα, πρέπει μάλλον να γίνει δεκτό ότι για την άσκηση αυτής της δραστηριότητας δεν είναι αναγκαίες ιδιαίτερες δεξιότητες ή μέθοδοι εργασίας. Ούτε υφίσταται εν προκειμένω ανάληψη άυλων στοιχείων ενεργητικού.

–       Οριοθέτηση σε σχέση με τη διαδοχή από λειτουργικής απόψεως

55.      Λαμβανομένου υπόψη ότι δεν υφίσταται μεταβίβαση ενσώματων και άυλων στοιχείων ενεργητικού, θα έπρεπε ήδη κατ’ αυτό το στάδιο της εξετάσεως να γίνει κατ’ αρχήν δεκτό ότι στην περίπτωση της κύριας δίκης δεν υπάρχει οικονομική οντότητα. Καθόσον ο Ayuntamiento συνέχισε απλώς το έργο του καθαρισμού, χωρίς πάντως να αναπροσλάβει τους εργαζομένους, οι οποίοι ασκούσαν μέχρι τότε αυτή τη δραστηριότητα, θα μπορούσε να θεωρηθεί κατ’ αρχήν ότι στην περίπτωση της κύριας δίκης υπήρξε απλώς και μόνο «διαδοχή από λειτουργικής απόψεως», η οποία, κατά την νεότερη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν εμπίπτει κατ’ αρχήν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/23 (38).

56.      Όπως ορθώς διέγνωσε το Δικαστήριο, το περιεχόμενο της έννοιας της μεταβιβάσεως επιχειρήσεων δεν είναι απεριόριστο (39). Το Δικαστήριο έθεσε τα άκρα όρια αυτής της ευρείας ερμηνείας με την απόφαση Süzen (40), διευκρινίζοντας ότι το γεγονός και μόνον ότι η παρεχομένη από τον πρώην και τον νέο εργολήπτη υπηρεσία είναι ομοειδής δεν επιτρέπει εκ του λόγου αυτού να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει μεταβίβαση οικονομικής οντότητας. Πράγματι, κατά το Δικαστήριο, μια οντότητα δεν μπορεί να ταυτίζεται αποκλειστικά με τη δραστηριότητα την οποία επιτελεί.

57.      Η νομολογία αυτή επιβεβαιώθηκε με την απόφαση στην υπόθεση Hernández Vidal κ.λπ., η οποία, όπως μνημονεύθηκε ανωτέρω, εμφανίζει πολυάριθμες παραλληλίες με την υπό εξέταση υπόθεση. Τα περιστατικά ήταν όμοια σ’ αυτή την υπόθεση κατά το ότι –όπως στην περίπτωση της κύριας δίκης– επρόκειτο για το ζήτημα αν μια επιχείρηση, η οποία είχε καταγγείλει μια υφιστάμενη μεταξύ αυτής και μιας επιχειρήσεως καθαρισμού σύμβαση καθαρισμού για να αναλάβει εφεξής η ίδια τον καθαρισμό των εγκαταστάσεών της, υποχρεούνταν νομικώς βάσει της οδηγίας για τη μεταβίβαση επιχειρήσεων να αναπροσλάβει τους προσληφθέντες από την επιχείρηση καθαρισμού εργαζομένους. Με την απόφασή του, το Δικαστήριο προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις:

«Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι οι εργασίες συντηρήσεως που εκτελούσαν η επιχείρηση καθαρισμού και εν συνεχεία η ίδια η ιδιοκτήτρια επιχείρηση των εγκαταστάσεων είναι ομοειδείς δεν επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει μεταβίβαση οικονομικής μονάδας από την πρώτη στη δεύτερη επιχείρηση. Πράγματι, μια τέτοια μονάδα δεν μπορεί να ταυτίζεται αποκλειστικά με τη δραστηριότητα την οποία επιτελεί» (41).

58.      Λαμβανομένης υπόψη της σαφούς ομοιότητας των στοιχείων του πραγματικού, νομίζω ότι η νομολογία αυτή μπορεί να έχει κατ’ αναλογία εφαρμογή στην υπό εξέταση υπόθεση. Η συνέχιση των εργασιών καθαρισμού δεν αποτελεί καθεαυτή καθοριστικό παράγοντα που καθιστά δυνατό να συναχθεί μεταβίβαση οικονομικής οντότητας, αλλά, σε αντιστοιχία προς τη νομολογία του Δικαστηρίου, απλώς μια από διάφορες ενδείξεις.

–       Το κριτήριο της αναπροσλήψεως σημαντικού τμήματος του προσωπικού

Επί της νομολογίας του Δικαστηρίου

59.      Κατ’ εμέ, θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί ότι δεν υφίσταται διαδοχή από λειτουργικής απόψεως, αν το εθνικό δικαστήριο, στο πλαίσιο της εκ μέρους του συνολικής αξιολογήσεως των περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, καταλήξει ότι εν προκειμένω πληρούνται άλλα κριτήρια που σαφέστατα συνηγορούν υπέρ της υπάρξεως οικονομικής οντότητας.

60.      Σ’ αυτό θα μπορούσε όμως να αντιταχθεί εν προκειμένω ότι προφανώς κανένας από τους μέχρι τότε τέσσερις έως πέντε παρέχοντες εργασία για την CLECE –μεταξύ των οποίων η ενάγουσα της κύριας δίκης– αναπροσελήφθη. Το γεγονός της αναπροσλήψεως αποτελεί πράγματι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, σημαντική ένδειξη για την ύπαρξη οικονομικής οντότητας. Το Δικαστήριο δέχεται από της αποφάσεως Süzen (42) ότι «[κ]αθόσον όμως, σε ορισμένους τομείς στους οποίους η δραστηριότητα στηρίζεται κυρίως στο εργατικό δυναμικό, ένα σύνολο εργαζομένων τους οποίους ενώνει σταθερά μια κοινή δραστηριότητα μπορεί να αντιστοιχεί σε οικονομική μονάδα, επιβάλλεται να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια μονάδα μπορεί να διατηρεί την ταυτότητά της και πέρα της μεταβιβάσεώς της, όταν ο νέος επικεφαλής της επιχειρήσεως δεν αρκείται στη συνέχιση της εν λόγω δραστηριότητας, αλλά αναπροσλαμβάνει επίσης σημαντικό τμήμα, από άποψη αριθμού και ικανοτήτων, του προσωπικού στο οποίο ο προκάτοχός του ανέθετε ειδικά το έργο αυτό». Θεμελιώνει τη νομική του εκτίμηση με τη σκέψη ότι «[σ]την περίπτωση αυτή, [...] ο νέος επικεφαλής της επιχειρήσεως αποκτά συγκεκριμένα το οργανωμένο σύνολο στοιχείων το οποίο θα του παράσχει τη δυνατότητα να συνεχίσει κατά τρόπο σταθερό τις δραστηριότητες ή ορισμένες δραστηριότητες της εκχωρούσας επιχειρήσεως».

61.      Μολονότι η νομολογία αυτή, όπως και προηγουμένως η εξέταση των προπαρατεθέντων κριτηρίων, έχει ως συνέπεια στην περίπτωση της κύριας δίκης την άρνηση υπάρξεως μεταβιβάσεως μιας οικονομικής οντότητας κατά την έννοια της οδηγίας 2001/23, επιθυμώ στη συνέχεια να διατυπώσω με συντομία τις απόψεις μου ως προς τις σκέψεις του Δικαστηρίου με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις. Προκειμένου να διευκρινισθεί επακριβώς η νομολογία αυτή του Δικαστηρίου, οι παρατηρήσεις μου αφορούν ουσιαστικώς το ζήτημα κατά πόσον το κριτήριο της αναπροσλήψεως σημαντικού τμήματος του προσωπικού καθιστά καν δυνατή τη συναγωγή αξιόπιστων συμπερασμάτων, από τα οποία να προκύπτει η ύπαρξη μεταβιβάσεως επιχειρήσεως.

Τα μειονεκτήματα ενός τέτοιου κριτηρίου

62.      Κατ’ αρχάς πρέπει να υπομνησθεί ότι η αναπρόσληψη «σημαντικού τμήματος του προσωπικού» συνιστά βασικά την αποφασιστικής σημασίας έννομη συνέπεια της οδηγίας 2001/23 ή –κατ’ ακριβέστερη διατύπωση– της εκδοθείσας για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο εθνικής νομικής πράξεως. Πράγματι, κατ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο θα διασφαλίζεται η επιδιωκόμενη από τον νομοθέτη της Ενώσεως συνέχεια στις υφιστάμενες σχέσεις εργασίας στις περιπτώσεις αναλήψεως επιχειρήσεως (43). Το γεγονός ότι το Δικαστήριο φαίνεται συγχρόνως να ανυψώνει την έννομη αυτή συνέπεια στο επίπεδο επίσης του στοιχείου του πραγματικού της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως δημιουργεί επομένως εκ πρώτης όψεως αμφιβολίες από μεθοδολογικής απόψεως. Πράγματι, ένα και το αυτό στοιχείο δεν μπορεί από νομοτεχνικής απόψεως να είναι συγχρόνως στοιχείο του πραγματικού και έννομη συνέπεια της οδηγίας 2001/23, χωρίς –όπως επισήμανε επικριτικά ο γενικός εισαγγελέας Κοσμάς με τις προτάσεις του στην υπόθεση Hernández Vidal κ.λπ. (44)– να καταλήγει σε άλογα αποτελέσματα. Πράγματι, το ότι ένα σημαντικό τμήμα του προσωπικού αναπροσλαμβάνεται κατόπιν μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, μόνον αν προηγουμένως έχει αναληφθεί ένα σημαντικό τμήμα του προσωπικού αγγίζει στην πραγματικότητα τα όρια ενός φαύλου κύκλου (45) και, επιπλέον, ελάχιστα μπορεί να ανταποκρίνεται στην πρόθεση του εκδότη της οδηγίας.

63.      Η κατά τον ανωτέρω τρόπο αντίληψη της νομολογίας του Δικαστηρίου εγκυμονεί επιπροσθέτως τον δικαιολογημένα επικριθέντα από τον γενικό εισαγγελέα Geelhoed με τις προτάσεις του στην υπόθεση Abler κ.λπ. (46) κίνδυνο για «έλλειψη συνοχής μεταξύ νομοθεσίας και νομολογίας» και ενθαρρύνει καταχρήσεις. Πράγματι, καθόσον με βάση τη νομολογιακή αυτή τάση θεωρείται ότι, μεταξύ άλλων, αποφασιστική σημασία έχει η αναπρόσληψη «σημαντικού τμήματος του προσωπικού», η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας θα εξαρτάται τελικώς εν τοις πράγμασι από τις εκτιμήσεις και μόνο του νέου εργοδότη. Πράγματι, αυτός μπορεί σε τομείς ιδίως εντατικής εργασίας να καταστρατηγεί τις σχετικές με τη μεταβίβαση επιχειρήσεως ρυθμίσεις του δικαίου της Ενώσεως, μη αναπροσλαμβάνοντας απλώς το προσωπικό του παλαιού εργοδότη. Είναι προφανές ότι αυτό είναι αντίθετο προς τη βούληση του νομοθέτη της Ενώσεως να προστατεύονται οι εργαζόμενοι στην περίπτωση κατά την οποία η επιχείρηση αλλάζει κύριο, επιπλέον δε μάλιστα δημιουργεί παραλόγως κίνητρα για τον αναλαμβάνοντα την επιχείρηση εργοδότη να απαλλαγεί με αυτόν τον τρόπο από όσο το δυνατόν περισσότερους –αν όχι μάλιστα από όλους– τους εργαζομένους (47).

64.      Εντούτοις, κατ’ εμέ, η κατά τα ανωτέρω θεώρηση δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τα όσα έχει εκθέσει το Δικαστήριο ως προς αυτό το κριτήριο και, επομένως, είναι αποτέλεσμα μιας συντομευμένης εξετάσεως αυτής της νομολογίας. Πράγματι, ήδη από τη διατύπωση των καθοριστικών χωρίων των σχετικών αποφάσεων προκύπτει ότι το Δικαστήριο εκτιμά σαφώς ως αποφασιστικής σημασίας μόνο την αναπρόσληψη του «σημαντικ[ού] τμήμα[τος], από άποψη αριθμού και ικανοτήτων, του προσωπικού». Από αυτό έπεται ότι πρόκειται όχι για απλώς αριθμητικά μεγέθη, αλλά αντιθέτως και σαφώς για ποιοτικούς επίσης και, ιδίως, οργανωτικής φύσεως παράγοντες. Θα το εξετάσω αυτό εξονυχιστικά αμέσως στη συνέχεια στο πλαίσιο μιας προσπάθειας για μια πρόσφορη ερμηνεία της νομολογίας.

65.      Προηγουμένως, όμως, ενδείκνυται η επισήμανση ότι ουδόλως υποχρεούται ο εργοδότης κατά την οδηγία 2001/23 να αναπροσλαμβάνει πάντοτε και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες όλους τους εργαζομένους (48). Αντιθέτως, η οδηγία λαμβάνει υπόψη με το διαφοροποιημένο κανονιστικό της σύστημα την υφιστάμενη επίσης στην έννομη τάξη της Ενώσεως βασική αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως. Το γεγονός αυτό πρέπει πάντοτε κατά την ερμηνεία αυτής της νομικής πράξεως του παραγώγου δικαίου να λαμβάνεται επίσης υπόψη ως κατευθυντήρια γραμμή και ως άκρο όριο. Πράγματι, μια κατά υπερβολικώς ευρεία αντίληψη ερμηνεία της έννοιας της «οικονομικής οντότητας», όταν για παράδειγμα δίνεται αποκλειστικώς σημασία στον αριθμό των συγκεκριμένα στην περίπτωση της κύριας δίκης αναπροσληφθέντων εργαζομένων, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα δυσανάλογο περιορισμό της αυτονομίας της βουλήσεως του εργοδότη, αν αυτός εμποδίζεται να διαμορφώσει τις εργασιακές του σχέσεις σε αρμονία με τα δικαιολογημένα του συμφέροντα. Σ’ αυτή την αλληλουχία πρέπει να εκτιμάται η κριτική που ασκεί ο γενικός εισαγγελέας Geelhoed (49), ο οποίος εκθέτει πειστικά ότι μια άνευ όρων υποχρέωση του εργοδότη να αναπροσλάβει το μέχρι τούδε προσωπικό θα αντέβαινε προς τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, ειδικά σε τομείς, όπου η ικανότητα των εργαζομένων είναι σημαντικός παράγων για την ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών. Αν, παραδείγματος χάριν, ο νέος εργοδότης προσελάμβανε ευχαρίστως εν μέρει νέο προσωπικό για συγκεκριμένη δραστηριότητα, διότι η απόδοση του μέχρι τούδε προσωπικού είναι ανεπαρκής, μια υπερβολικά ευρεία ερμηνεία του όρου «οικονομική οντότητα» θα εμπόδιζε ενδεχομένως τον νέο εργοδότη να προσλάβει καλύτερους εργαζομένους και αντιθέτως θα είχε ως συνέπεια μια από οικονομικής απόψεως ελάχιστα εύλογη προνομιακή μεταχείριση λιγότερο καλών εργαζομένων.

66.      Ως προσωρινό συμπέρασμα, μπορεί εδώ να γίνει δεκτό, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ότι εν πάση περιπτώσει σε συγκυρίες όπως της εν προκειμένω υποθέσεως το κριτήριο της αναπροσλήψεως του προσωπικού δεν μπορεί να αποτελεί τον αποφασιστικό παράγοντα. Αντιθέτως, πρέπει κατ’ αρχάς να καταβάλλεται προσπάθεια για μια πρόσφορη ερμηνεία αυτού του κριτηρίου, προκειμένου να μπορεί αυτό κατόπιν να ληφθεί καταλλήλως υπόψη στο πλαίσιο της επιβαλλόμενης συνολικής εκτιμήσεως.

Προσπάθεια για μια πρόσφορη ερμηνεία της νομολογίας

67.      Στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο θα εξακολουθούσε να θεωρεί σημαντικό αυτό το κριτήριο, θα ήταν ενδεδειγμένη, χάριν της ασφάλειας δικαίου, μια διευκρίνιση της σχετικής με το κριτήριο της αναπροσλήψεως «σημαντικού τμήματος του προσωπικού» νομολογίας του Δικαστηρίου. Αφετηρία των εν προκειμένω σκέψεων αποτελούν το πνεύμα και ο σκοπός της οδηγίας για τη μεταβίβαση επιχειρήσεων.

68.      Από μια εξέταση της οδηγίας 2001/23, καθώς και των εκτιμήσεων του νομοθέτη που είχαν ως κατάληξη την έκδοσή της καθίσταται φανερό ότι η συνέχιση της χρήσεως μιας δημιουργηθείσας από τον προκάτοχο οργανώσεως της επιχειρήσεως και του συνιστάμενου σ’ αυτή πλεονεκτήματος έναντι της ιδρύσεως ιδίας εγκαταστάσεως ή ιδίου τμήματος εγκαταστάσεως συνιστά τον πυρήνα και το έρεισμα νομιμοποιήσεως για την αναγκαστική υπεισέλευση του αποκτώντος τα στοιχεία ενεργητικού σε όλες τις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις (50). Κατά τη λογική που υπαγόρευσε αυτή τη ρύθμιση, μπορεί επίσης να ζητηθεί από τον νέο ιδιοκτήτη –εάν αντλεί όφελος από τις οικονομικώς σημαντικές αξίες που είχε ο παλαιός ιδιοκτήτης– να απασχολεί επίσης τους ανθρώπους που εργάζονται με αυτές. Η προστασία των εργαζομένων εξασφαλίζεται εξάλλου από το ότι αυτοί δεν αποκόπτονται μέσω στρατηγικών μεταβιβάσεως επιχειρήσεως από τη βάση της εργασίας τους, δηλαδή από αυτές τις οικονομικές αξίες (51).

69.      Από τη νομολογία προκύπτει ότι και το Δικαστήριο αντιλαμβάνεται κατά βάση με αυτόν τον τρόπο την οδηγία, όταν, παραδείγματος χάριν, εξαρτά την αποδοχή υπάρξεως μεταβιβάσεως επιχειρήσεως από την προϋπόθεση ότι στον δικαιοδόχο περιέρχεται ένα από λειτουργικής απόψεως πλέγμα των μεταβιβαζόμενων στοιχείων, το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να επιδοθεί σε μια ομοειδή οικονομική δραστηριότητα (52).

70.      Από τη μεταβίβαση ενός σημαντικού τμήματος του προσωπικού κατά την έννοια της ανωτέρω νομολογίας, καθεαυτή, δεν προκύπτουν ενδείξεις ως προς το αν υφίσταται ένα τέτοιο πλεονέκτημα για τον εκδοχέα. Το αν είναι επωφελής μια μεταβίβαση του προσωπικού θα εκτιμηθεί κατά κανόνα με βάση την ποιότητά του, δηλαδή τις ικανότητες και την πείρα του. Γι’ αυτόν ιδίως τον λόγο το Δικαστήριο τονίζει ότι μια οικονομική οντότητα διατηρεί την ταυτότητά της και πέρα της μεταβιβάσεώς της, όταν ο νέος επικεφαλής της επιχειρήσεως αναπροσλαμβάνει σημαντικό τμήμα, από άποψη αριθμού και ικανοτήτων, του προσωπικού στο οποίο ο προκάτοχός του ανέθετε ειδικά το έργο αυτό. Το κριτήριο του «αριθμού» των αναπροσλαμβανόμενων εργαζομένων αποκτά αυτοτελή σημασία λόγω της συνδέσεως με το κριτήριο των «ικανοτήτων» μέσω του συνδέσμου «και». Αμφότερα τα κριτήρια εμφανίζουν μια στενή αλληλοσύνδεση, καθόσον ο αριθμός των υφιστάμενων εργαζομένων μπορεί να υποδηλώνει τον βαθμό οργανώσεως. Οργάνωση πάλι χρειάζεται, όταν υπάρχει ανάγκη κατανομής της εργασίας, πράγμα εξάλλου που απαιτεί επαγγελματική ειδίκευση και, επομένως, ικανότητες. Το τελευταίο αυτό υποδηλώνεται με την προσθήκη που αφορά την ανάθεση στο προσωπικό ειδικά ορισμένου έργου («ανέθετε ειδικά το έργο αυτό»). Το ότι αποδίδεται σημασία στον αριθμό των αναπροσλαμβανόμενων εργαζομένων είναι καθ΄όλα τα φαινόμενα συνέπεια μιας καθαρά εκ των έξω εκτιμήσεως.

71.      Στην αναπρόσληψη εργαζομένων μπορεί το πολύ να αποδοθεί ο χαρακτήρας ενδείξεως, καθόσον ορισμένοι εργαζόμενοι, για παράδειγμα με το know-how τους ενσωματώνουν άυλα στοιχεία ενεργητικού (53). Το συμπέρασμα ότι για υπάρχουσες ικανότητες από τον αριθμό απλώς και μόνο των υφισταμένων και μεταβιβαζόμενων εργαζομένων δεν είναι πάντως δεσμευτικό, με τη συνέπεια ότι το κριτήριο της μεταβιβάσεως σημαντικού τμήματος του προσωπικού δεν θα πρέπει εν πάση περιπτώσει να θεωρηθεί αποφασιστικής σημασίας, προκειμένου να κριθεί αν πράγματι επήλθε μεταβίβαση επιχειρήσεως (54).

72.      Αν πάντως η νομολογία αυτή εφαρμοσθεί κατά την ανωτέρω αντίληψη, δηλαδή σε συνάρτηση με τον παράγοντα «ικανότητες», δεν μπορεί εν πάση περιπτώσει να γίνει δεκτό ότι υφίσταται οικονομική οντότητα, πολλώ δε μάλλον καθόσον, πρώτον, κανένας από τους μέχρι τότε απασχολούμενους εργαζομένους δεν αναπροσελήφθη και, δεύτερον, δεν υφίσταται κανένα στοιχείο για ιδιαίτερες γνώσεις του προσωπικού υπό τη μορφή ενδεχομένως ιδιαίτερων δεξιοτήτων ή μεθόδων εργασίας (55).

73.      Κατόπιν όλων αυτών, δεν υφίσταται στην περίπτωση της κύριας δίκης, ούτε κατά άμεση εφαρμογή ούτε κατά την εδώ υποστηριζόμενη, σύμφωνα με το πνεύμα και τον σκοπό της οδηγίας 2001/23, ερμηνεία αυτής της νομολογίας, «οικονομική οντότητα» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, που θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο μεταβιβάσεως επιχειρήσεως.

iii) Προσωρινό συμπέρασμα

74.      Ειδικότερα, δεν διαπιστώνεται κανένα αναγκαίο για την άσκηση της δραστηριότητας καθαρισμού ενσώματο ή άυλο στοιχείο ενεργητικού, από το οποίο θα μπορούσε να συναχθεί αν υφίσταται μια τέτοια οντότητα. Επομένως, δεν πληρούται η τρίτη προϋπόθεση για εφαρμογή της οδηγίας 2001/23 στην περίπτωση της κύριας δίκης.

 Η νομική σημασία της προσλήψεως νέου προσωπικού

75.      Η αξιολόγηση αυτή δεν μεταβάλλεται ούτε υπό το πρίσμα της τελευταίας πτυχής του προδικαστικού ερωτήματος. Το αιτούν δικαστήριο συμπεριέλαβε ρητώς στο ερώτημά του για τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2001/23 το γεγονός ότι ο Ayuntamiento προσέλαβε νέο προσωπικό μόνο για να μπορεί να εκτελεί μελλοντικώς ο ίδιος τις εργασίες καθαρισμού. Ούτε όμως η οδηγία 2001/23 ούτε η νομολογία του Δικαστηρίου αποδίδει σημασία στην ενδεχομένως ανάγκη της επιχειρήσεως για νέες προσλήψεις. Επομένως, αυτή η περίσταση δεν μπορεί καθεαυτή να δικαιολογήσει την αποδοχή υπάρξεως μεταβιβάσεως επιχειρήσεως. Αλλά ούτε επιπλέον το γεγονός και μόνον ότι πρέπει να προσληφθούν νέοι εργαζόμενοι καθιστά δυνατή τη συναγωγή αξιόπιστων συμπερασμάτων ως προς το ότι συντρέχουν τα άλλα διαμορφωθέντα από το Δικαστήριο κριτήρια που εξετάσθηκαν επισταμένως ανωτέρω. Πράγματι, η ανάγκη νέων προσλήψεων μπορεί κάλλιστα να υποδηλώνει απλώς μια διαδοχή από λειτουργικής απόψεως. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο, όταν ακριβώς –όπως εν προκειμένω– δεν αναπροσλαμβάνεται κανένας απολύτως εργαζόμενος και αντιθέτως ζητείται προς πρόσληψη αποκλειστικώς νέο εργατικό δυναμικό μέσω της αγοράς εργασίας για ίδιες από λειτουργικής απόψεως δραστηριότητες. Με βάση ακριβώς αυτά τα δεδομένα, επομένως, η Ισπανική Κυβέρνηση χαρακτηρίζει απολύτως ορθώς την επίμαχη πράξη ως «transferencia de funciones» (μεταβίβαση λειτουργιών) μεταξύ της CLECE και του Ayuntamiento (56).

76.      Η μνημονευόμενη από το αιτούν δικαστήριο ανάγκη προσλήψεως νέου εργατικού δυναμικού αποτελεί απλώς στοιχείο του πραγματικού ενός εθνικού κανόνα του ισπανικού δικαίου, δηλαδή του άρθρου 14 της συλλογικής συμβάσεως εργασίας. Σ’ αυτή την αλληλουχία πρέπει να υπομνησθεί ότι κατά το άρθρο 8 της οδηγίας 2001/23, καθώς και κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο εθνικός νομοθέτης παραμένει ελεύθερος να θεσπίζει πέραν των κατά την οδηγία 2001/23 απαιτήσεων διατάξεις εσωτερικού δικαίου, οι οποίες προστατεύουν πληρέστερα, σε περιπτώσεις όπως η εν προκειμένω, τον εργαζόμενο (57). Αυτό αποτελεί έκφραση της επιδιωκόμενης με την οδηγία μερικής εναρμονίσεως, η οποία θέλει εν προκειμένω όχι να δημιουργήσει ένα ομοιόμορφο, βάσει κοινών κριτηρίων, επίπεδο προστασίας για όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά να επεκτείνει την προστασία, η οποία παρέχεται ήδη στους εργαζομένους με τους κανόνες δικαίου των επί μέρους κρατών μελών, στην περίπτωση επίσης της μεταβιβάσεως επιχειρήσεων (58).

77.      Ο Ισπανός νομοθέτης έκανε χρήση αυτής της δυνατότητας με το άρθρο 14 της συλλογικής συμβάσεως. Κατ’ αυτή τη διάταξη, επιχείρηση, η οποία πραγματοποιεί η ίδια εργασίες καθαρισμού, πρέπει, αφού προηγουμένως είχε αναθέσει σε άλλη επιχείρηση την εκτέλεση αυτών των εργασιών, να αναπροσλάβει τους εργαζομένους της δεύτερης αυτής επιχειρήσεως, εφόσον θα έπρεπε εν πάση περιπτώσει να προσλάβει νέο προσωπικό για την υπηρεσία καθαρισμού. Το αν και κατά πόσον το άρθρο 14 της συλλογικής συμβάσεως έχει εφαρμογή στην εν προκειμένω περίπτωση πρέπει, εντούτοις, να κριθεί αποκλειστικώς από τα εθνικά δικαστήρια, δεδομένου ότι αυτή η ρύθμιση υπερβαίνει τους κανόνες της οδηγίας 2001/23 και η θέσπισή της δεν οφείλεται σε πρόβλεψη του δίκαιου της Ενώσεως.

78.      Μολονότι, επομένως, το άρθρο 14 της συλλογικής συμβάσεως δεν έχει καμία σημασία για την απάντηση στο εν προκειμένω προδικαστικό ερώτημα, ας επισημανθεί πάντως συμπληρωματικώς ότι το αιτούν δικαστήριο ρητώς δεν δέχεται με τη διάταξή του περί παραπομπής, παραπέμποντας στην απόφαση του Tribunal Supremo της 10ης Δεκεμβρίου 2008, τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 14 της συλλογικής συμβάσεως στην υπό εξέταση περίπτωση (59). Η διαπίστωση του εθνικού δικαστηρίου, η οποία αφορά αποκλειστικώς το εθνικό δίκαιο, είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο.

 Τελικό συμπέρασμα

79.      Κατόπιν όλων αυτών, καταλήγω ότι η οδηγία 2001/23 δεν έχει εφαρμογή σε μια κατάσταση όπως αυτή της κύριας δίκης.

VII – Πρόταση

80.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο υποβληθέν από το Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La Mancha προδικαστικό ερώτημα ως ακολούθως:

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων έχει την έννοια ότι η οδηγία δεν έχει εφαρμογή σε μια κατάσταση όπως αυτή της κύριας δίκης, όπου μια δημοτική αρχή, η οποία είχε προηγουμένως επιφορτίσει ιδιωτική επιχείρηση με τον καθαρισμό των εγκαταστάσεών της και καταγγέλλει αργότερα τη σχετική σύμβαση, προκειμένου να διενεργεί η ίδια την υπηρεσία καθαρισμού, δεν αναπροσλαμβάνει σημαντικό τμήμα, από άποψη αριθμού και ικανοτήτων, του προσωπικού, το οποίο και η ιδιωτική επιχείρηση χρησιμοποιούσε προηγουμένως σ’ αυτή τη δραστηριότητα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.


2 – Η διαδικασία για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ρυθμίζεται εφεξής, κατά τη Συνθήκη της Λισσαβώνας για την τροποποίηση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας της 13ης Δεκεμβρίου 2007 (ΕΕ C 306, σ. 1), στο άρθρο 267 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


3 – ΕΕ L 82, σ. 16.


4 – Στις χρησιμοποιούμενες στις Συνθήκες ΕΕ και ΠΕΕ ενδείξεις, ο όρος «δίκαιο της Ένωσης» χρησιμοποιείται ως έννοια γένους προς υποδήλωση τόσο του κοινοτικού δικαίου, όσο και του δικαίου της Ένωσης. Όπου κατωτέρω θα αναφέρονται διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου, θα παρατίθενται οι «ratione temporis» ισχύουσες διατάξεις.


5 – ΕΕ L 61, σ. 26.


6 – ΕΕ L 201, σ. 88.


7 – Αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1997, C-13/95, Suzen (Συλλογή 1997, σ. I-1259, σκέψη 23), της 10ης Δεκεμβρίου 1998, C-127/96, C-229/96 και C-74/97, Hernández Vidal κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I-8179, σκέψη 32), και της 24ης Ιανουαρίου 2002, C-51/00, Temco (Συλλογή 2002, σ. I-969, σκέψη 33).


8 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 1986, C-24/85, Spijkers (Συλλογή 1986, σ. 1119, σκέψεις 11 και 12), της 11ης Ιουλίου 1985, 105/84, Foreningen af Arbejdsledere i Danmark (Συλλογή 1985, σ. 2639, σκέψη 26), της 10ης Φεβρουαρίου 1988, 324/86, Daddy’s Dance Hall (Συλλογή 1988, σ. 739, σκέψη 9), της 25ης Ιουλίου 1991, C-362/89, D’Urso κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. I-4105, σκέψη 9), της 16ης Δεκεμβρίου 1992, C-132/91, C-138/91 και C-139/91, Κατσικάς κ.λπ. (Συλλογή 1992, σ. I-6577, σκέψη 21), της 12ης Νοεμβρίου 1998, C-399/96, Europièces (Συλλογή 1998, σ. I-6965, σκέψη 37), της 15ης Δεκεμβρίου 2005, C-232/04 και C-233/04, Güney-Görres και Demir (Συλλογή 2005, σ. I-11237, σκέψη 31), της 9ης Μαρτίου 2006, C-499/04, Werhof (Συλλογή 2006, σ. I-2397, σκέψη 25), της 27ης Νοεμβρίου 2008, C-396/07, Juuri (Συλλογή 2008, σ. I-8883, σκέψη 28), της 12ης Φεβρουαρίου 2009, C-466/07, Klarenberg (Συλλογή 2009, σ. I‑803, σκέψη 40), και της 29ης Ιουλίου 2010, C-151/09, UGT-FSP (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 40).


9 – Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, C-175/99, Mayeur (Συλλογή 2000, σ. I-7755, σκέψη 52).


10 – Το Δικαστήριο δεν περιορίζεται κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του στην απαρίθμηση των κριτηρίων για τον προσδιορισμό μιας μεταβιβάσεως εγκαταστάσεως επιχειρήσεως, αλλά ερμηνεύει αυτά τα κριτήρια με βάση μια έχουσα σχέση με τη συγκεκριμένη περίπτωση προσέγγιση. Αυτό επισημαίνουν ορθώς οι Moizard, N., «Directive transfert et changement de prestataires de services dans la restauration collective», Revuedejurisprudencesociale, 2004, σ. 261 και Loibner, G., «Betriebsübergang bei Auftrags- und Funktionsnachfolge», ZeitschriftfürArbeitsrechtundSozialrecht, 2004, σ. 135. Βλ., π.χ., την απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2003, C-340/01, Abler κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I-14023, σκέψη 36), με την οποία το Δικαστήριο προέβη στη διαπίστωση ότι στην περίπτωση λειτουργίας μιας κουζίνας νοσοκομείου δεν πρόκειται για δραστηριότητα που στην ουσία στηρίζεται στο εργατικό δυναμικό.


11 – Απόφαση Temco (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 21).


12 – Απόφαση Mayeur (παρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 29).


13 – Βλ. την απόφαση UGT-FSP (παρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 23).


14 – Απόφαση, Mayeur (παρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 57).


15 – Αποφάσεις της 7ης Μαρτίου 1996, C-171/94 και C-172/94, Merckx και Neuhuys (Συλλογή 1996, σ. I-1253, σκέψη 28), και Hernández Vidal κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 23).


16 – Απόφαση της 14ης Απριλίου 1994, C-392/92, Schmidt (Συλλογή 1994, σ.I-1311, σκέψη 14).


17 – Απόφαση Süzen (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψεις 11 επ.).


18 – Απόφαση Hernández Vidal κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 25).


19 – Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Geelhoed στν υπόθεση Abler κ.λπ. (απόφαση παρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σημείο 57).


20 – Βλ., ιδίως, την απόφαση Spijkers (παρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 11).


21 – Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1995, C-48/94, Rygaard (Συλλογή 1995, σ. I-2745, σκέψη 20).


22 – Απόφαση Süzen (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 13).


23 – Βλ. την απόφαση Klarenberg (παρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 40).


24 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις Spijkers (παρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 13), Süzen (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 14), Abler κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 33), και Güney-Görres και Demir (παρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψεις 33 και 34). Βλ., περαιτέρω, ως προς την αφορώσα τα κράτη ΕΖΕΣ/ΕΟΧ ερμηνεία της οδηγίας για τη μεταβίβαση επιχειρήσεων την (αντίστοιχη προς την επιταγή της ομοιογένειας που ισχύει στο δίκαιο του ΕΟΧ) νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ, ιδίως δε τις αποφάσεις της 25ης Σεπτεμβρίου 1996, Eidesund [E-2/95, (1995-1996) EFTA ECR 1, σκέψη 32], και της 19ης Δεκεμβρίου 1996, Ulstein [E-2/96, (1995-1996) EFTA ECR 65, σκέψη 28], καθώς και της 14ης Μαρτίου 1997, Ask [E-3/96, (1997) EFTA ECR 1, σκέψη 20]. Κατά το σημείο 32d του παραρτήματος XVIII της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, η οδηγία 2001/23 έχει επίσης εφαρμογή για τα κράτη ΕΖΕΣ/ΕΟΧ.


25 – Αποφάσεις Süzen (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 18), Hernández Vidal κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 31), της 10ης Δεκεμβρίου 1998, C-173/96 και C-247/96, Hidalgo κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I-8237, σκέψη 31), και UGT-FSP (παρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 28).


26 – Απόφαση Hernández Vidal κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 27). Βλ., επιπλέον, τις αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, C-458/05, Jouni κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I-7301, σκέψη 32), και UGT-FSP (παρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 29).


27 – Οι Diller, M./Grzyb N., «Kurzkommentar zum Urteil in der Rechtssache Abler u.a./Sodexho MM Catering Gesellschaft mbH», EntscheidungenzumWirtschaftsrecht, 2004, σ. 86, και Loibner, G., όπ.π. (υποσημείωση 9), σ. 135, συντάσσονται με την εκτίμηση του Δικαστηρίου ότι η δραστηριότητα καθαρισμού συνιστά δραστηριότητα με έντονα τα χαρακτηριστικά της χρησιμοποιήσεως του προσωπικού και του εργατικού δυναμικού.


28 – Απόφαση Hernández Vidal κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 27).


29 – Βλ. την απόφαση Jouni κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 31).


30 – Βλ. το σημείο 27 του υπομνήματος της Ισπανικής Κυβερνήσεως.


31 – Από την απόφαση του Juzgado de lo social N° 2 de Toledo (αρμόδιο για υποθέσεις κοινωνικής ασφαλίσεως δικαστήριο 2 του Τολέδου) της 13ης Μαΐου 2008, η οποία περιέχεται στη δικογραφία που διαβιβάσθηκε στο Δικαστήριο, προκύπτει ότι χρησιμοποιούνταν αρκετές εργαζόμενες για τη δραστηριότητα καθαρισμού (τίτλος «II. Αποδεδειγμένα περιστατικά», σημείο 4, σ. 2 του πρωτοτύπου της αποφάσεως), χωρίς πάντως να αναφέρεται ακριβής αριθμός. Από το δικόγραφο του ένδικου μέσου (Recurso de suplicación) της 1ης Ιουλίου 2008, που άσκησε η ενάγουσα της κύριας δίκης κατά της ανωτέρω αποφάσεως (σελίδα 8 από 15) μπορεί εξάλλου να συναχθεί ότι η CLECE διέθετε για την υπηρεσία καθαρισμού σχολείων και στις εγκαταστάσεις της δημοτικής αρχής τέσσερις εργαζόμενες και, επομένως, όχι μεγάλο προσωπικό.


32 – Βλ. την απόφαση UGT-FSP (παρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 31), καθώς και το σημείο 39 της γενικής εισαγγελέα Sharpston της 6ης Μαΐου 2010 στην ίδια υπόθεση. Ορθώς εκτίθεται στο σημείο αυτό ότι στον τομέα του καθαρισμού μπορεί ως υλικά στοιχεία ενεργητικού να θεωρηθούν εγκαταστάσεις, μηχανές ή ο εξοπλισμός.


33 – Βλ. την απόφαση Süzen (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 15).


34 – Απόφαση Klarenberg (παρατεθείσα στην υποσημείωση 7).


35 – Βλ. την απόφαση Klarenberg (παρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 47), με αναφορά στα σημεία 42 έως 44 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Mengozzi της 12ης Φεβρουαρίου 2009 σ’ εκείνη την υπόθεση. Βλ., επιπλέον, το σημείο 56 της γενικής εισαγγελέα Sharpston της 6ης Μαΐου 2010, UGT-FSP (απόφαση παρατεθείσα στην υποσημείωση 7). Έτσι, επίσης, Willemsen, H. J., «Mit oder an’ §613a BGB und der Wertschöpfungsgedanke», Festschrift für Reinhard Richardi zum 70. Geburtstag, Μόναχο 2007, σ. 477, κατά την άποψη του οποίου για την ταυτότητα μιας εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως χαρακτηριστική και απαραίτητη είναι η εκάστοτε οργάνωση, δηλαδή η προς ορισμένο στόχο σύζευξη των υφιστάμενων πόρων για την επίτευξη ορισμένου επιχειρηματικού σκοπού. Παρομοίως επίσης Müller-Bonanni, T., «Betriebsübergang – ja oder nein? – Die aktuelle Rechtsprechung zum Tatbestand des §613a BGB», NeueZeitschriftfürArbeitsrecht, Beilage 1/2009, σ. 14, ο οποίος υποστηρίζει την άποψη ότι μια μεταβίβαση επιχειρήσεως απαιτεί την ανάληψη ενός λειτουργικού πλαισίου υπό την έννοια μιας επακριβώς καθορισμένης οργανώσεως εργασίας. Ο συγγραφέας κάνει λόγο για την ανάληψη της «πηγής δημιουργίας αξίας» μιας εγκαταστάσεως από τον εκδοχέα.


36 – Βλ. το σημείο 44 των παρουσών προτάσεων.


37 – Βλ. τις προτάσεις στην υπόθεση Abler κ.λπ. (παρατεθείσες στην υποσημείωση 7, σημείο 71). Όπως εκθέτει, έχει την εντύπωση ότι ο παράγων εργατικό δυναμικό στον τομέα του catering για κλινικές έχει μικρότερη σημασία απ’ ό,τι στους τομείς του καθαρισμού και της ιδιωτικής αστυνομεύσεως και εν ουδεμιά περιπτώσει αποτελεί τον κύριο παράγοντα. Επιπλέον, το catering για κλινικές, ως δραστηριότητα, διακρίνεται διττώς από τις δραστηριότητες καθαρισμού και ιδιωτικής αστυνομεύσεως. Πρώτον, μεγαλύτερη σημασία από τον παράγοντα εργασία έχουν τα υλικά μέσα παραγωγής που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του catering για κλινικές. Δεύτερον, στον τομέα του catering για κλινικές, η ειδίκευση οι γνώσεις, ο προγραμματισμός και η οργάνωση έχουν σημαντικά μεγαλύτερο βάρος απ’ ό,τι για τις δραστηριότητες καθαρισμού και ιδιωτικής αστυνομεύσεως.


38 – Βλ. τις αποφάσεις Süzen (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 15), Hernández Vidal κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 30), και Hidalgo κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σκέψη 30). Έτσι, επίσης, στη νομική βιβλιογραφία. Βλ., σχετικώς, μεταξύ άλλων, Majoros, T., «Auftragnehmerwechsel bei Großküche als Betriebsübergang», DasRechtderArbeit, 2004, σ. 193, Jochums, D., «Betriebsübergang: Der EuGH auf Abwegen?», NeueJuristischeWochenschrift, 2005, τεύχος 36, σ. 2585, Davies, P., «Taken to the Cleaners? Contracting Out of Services Yet Again», OxfordJournals, Ιούνιος 1997, σ. 196, Willemsen, H. J., όπ.π. (υποσημείωση 34) σ. 477, και Thüsing, G., EuropäischesArbeitsrecht, Μόναχο 2008, σημείο 168, σ. 168, οι οποίοι την απλώς και μόνο διαδοχή από λειτουργικής απόψεως δεν θεωρούν ως μεταβίβαση επιχειρήσεως κατά την έννοια της οδηγίας 2001/23.


39 – Βλ. την εκτίμηση του γενικού εισαγγελέα Geelhoed στις προτάσεις του για την υπόθεση Abler κ.λπ. (παρατεθείσες στην υποσημείωση 18, σημείο 61).


40 – Βλ. τις αποφάσεις Süzen (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 15) και Hidalgo κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σκέψη 30).


41 –      Βλ. την απόφαση Hernández Vidal κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 30).


42 – Βλ. τις αποφάσεις Süzen (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 21), Hernández Vidal κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 32), Temco (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 33), και Hidalgo κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σκέψη 32).


43 – Βλ. το σημείο 27 των παρουσών προτάσεων.


44 – Βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Κοσμά της 24ης Σεπτεμβρίου 1998,στην υπόθεση Hernández Vidal κ.λπ. (C‑127/96, C-229/96 και C-74/97, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 1998, Συλλογή 1998, σ. I‑8179, σημείο 80). Οι Jochums, D., όπ.π. (υποσημείωση 37), σ. 2584, και Viala, Y., «Lε maintien des contrats de travail en cas de transfert d’entreprise en droit allemand», DroitSocial, 2/2005, σ. 203, επισημαίνουν ομοίως ότι η μεταβίβαση των σχέσεων εργασίας αποτελεί την έννομη συνέπεια και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτελεί συγχρόνως προϋπόθεση του πραγματικού. Κατά την άποψη του Loibner, G., όπ.π. (υποσημείωση 9), σ. 136, το Δικαστήριο απέφυγε με την απόφαση Abler να αντιμετωπίσει το ζήτημα αν η αναπρόσληψη του προσωπικού είναι στοιχείο του πραγματικού ή έννομη συνέπεια της αναλήψεως επιχειρήσεως, μη αποδίδοντας κανενός είδους από απόψεως θεμελιώσεως ταυτότητας σημασία στο εργατικό δυναμικό για την εκμετάλλευση του μαγειρείου και περιορίζοντας τον χαρακτήρα της οικονομικής οντότητας στα στοιχεία ενεργητικού.


45 – Βλ. και πάλι τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Κοσμά της 24ης Σεπτεμβρίου 1998 στην υπόθεση Hernández Vidal κ.λπ. (παρατεθείσες στην υποσημείωση 44, σημείο 80).


46 – Βλ. τις προτάσεις στην υπόθεση Abler κ.λπ. (παρατεθείσες στην υποσημείωση 18, σημείο 79).


47 – Ορθώς, ο Riesenhuber, K., EuropäischesArbeitsrecht, Χαϊδελβέργη 2009, 3ο μέρος, §24, σημείο 40, σ. 420, χαρακτηρίζει το κριτήριο της αναπροσλήψεως ενός σημαντικού τμήματος του προσωπικού παράλογο, διότι κατά κάποιο τρόπο θέτει τις κατά νόμο προϋποθέσεις της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως στη διάθεση του δικαιοδόχου, ο οποίος σε τέτοιες περιπτώσεις έχει κατ’ αντίθεση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό κίνητρο να μην αναπροσλάβει απολύτως κανέναν εργαζόμενο. Ομοίως, επίσης, ο Davies, P., όπ.π. (υποσημείωση 37), σ. 197, ο οποίος μάλιστα εκφράζει τον φόβο ότι η εφαρμογή αυτού του κριτηρίου θα μπορούσε να αποβεί σε βάρος των εργαζομένων. Ο ίδιος, «Transfers – The UK Will Have to Make Up Its Own Mind», IndustrialLawJournal, Ιούνιος 2001, σ. 234, διευκρινίζει ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες πρόκειται αποκλειστικώς για δραστηριότητες που στηρίζονται στο εργατικό δυναμικό ο εκδοχέας μπορεί να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία, μη προσλαμβάνοντας απλώς τους μέχρι τούδε εργαζομένους. Ο συγγραφέας επισημαίνει τον προβληματικό χαρακτήρα αυτής της καταστάσεως, ιδίως διότι ακριβώς εργαζόμενοι επιχειρήσεων καθαρισμού, οι οποίοι όχι σπάνια εργάζονται ως ανειδίκευτοι, χρήζουν μέγιστης προστασίας και θα έπρεπε να μπορούν να επικαλούνται την οδηγία.


48 – Βλ. τις προτάσεις στην υπόθεση Abler κ.λπ. (παρατεθείσες στην υποσημείωση 18, σημείο 81).


49 – Ομοίως, σημείο 81.


50 – Έτσι, Thüsing, G., όπ.π. (υποσημείωση 37), σημείο 168, σ. 168, Willemsen, J., «Erneute Wende im Recht des Betriebsübergangs – ein «Christel Schmidt II»-Urteil des EuGH», NeueZeitschriftfürArbeitsrecht, 2009, σ. 292, καθώς και Jochums, D., όπ.π. (υποσημείωση 37), σ. 2585. Ο Jochums θεωρεί ότι η ρύθμιση αυτή έχει την έννοια ότι το οικονομικό πλεονέκτημα –η υφιστάμενη οργάνωση– δικαιολογεί περιορισμό των επιχειρηματικών ελευθεριών του εκδοχέα μέσω των επιτασσομένων εννόμων συνεπειών. Ο Müller-Bonanni, T., όπ.π. (υποσημείωση 34), σ. 14, επισημαίνει ότι η αναγκαστική υπεισέλευση στις εργασιακές σχέσεις είναι η αντιπαροχή για το ότι ο δικαιοδόχος αναλαμβάνει μια προερχόμενη από άλλον οργάνωση της εργασίας και κατ’ αυτόν τον τρόπο απαλλάσσεται από τη δημιουργία μιας δικής του οργανώσεως.


51 – Επίσης, Reissner, G.-P., «Anmerkung zum Urteil in der Rechtssache C-340/01, Carlito Abler κ.λπ. κατά Sodexho MM Catering Gesellschaft mbH», ZESAR, 3/2004, σ. 141.


52 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις Klarenberg (παρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 48), Hernández Vidal κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 32), Süzen (παρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 21), Schmidt (παρατεθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 17), και Rygaard (παρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 21). Κατά την άποψη του Reissner, G.-P., όπ.π. (υποσημείωση 50), σ. 141, το Δικαστήριο προσέχει πάντοτε αν ο νέος ιδιοκτήτης εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τις οικονομικώς σημαντικές αξίες που είχε ο παλαιός ιδιοκτήτης, αναξαρτήτως του πως αυτές μπορεί να περιήλθαν σ’ αυτόν.


53 – Έτσι, προφανώς, και ο Jochums, D., όπ.π. (υποσημείωση 37), σ. 2585. Ομοίως, επίσης, το Δικαστήριο της ΕΖΕΣ, το οποίο αποδίδει στο κριτήριο της ποιότητας τον χαρακτήρα απλώς ενδείξεως, πάντως όμως μόνον αν η επιχείρηση χαρακτηρίζεται από σε υψηλό βαθμό εξειδικευμένων γνώσεων του προσωπικού της. Βλ. τις αποφάσεις της 25ης Σεπτεμβρίου 1996, Eidesund (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 43), Ulstein (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 36), και Ask (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 29) («in cases where a high percentage of the personnel is taken over, and where the business of the first service provider is characterised by a high degree of expertise of its personnel, the employment of that same personnel by the second service provider may support a finding of identity and continuity of the business. If the work to be performed does not require any particular expertise or knowledge, the taking-over of personnel becomes less indicative of the identity of the undertaking.»)


54 – Βλ. Thüsing, G., όπ.π. (υποσημείωση 37), σημείο 13, σ. 168, κατά την άποψη του οποίου η διατήρηση της ταυτότητας αποτελεί τυπολογική έννοια. Κανένα από αυτά τα κριτήρια δεν είναι αναγκαίο και κανένα δεν αποτελεί επαρκές χαρακτηριστικό στοιχείο μιας μεταβιβάσεως επιχειρήσεως.


55 – Βλ. το σημείο 54 των παρουσών προτάσεων.


56 – Βλ. το σημείο 27 του υπομνήματος της Ισπανικής Κυβερνήσεως.


57 – Βλ. τις αποφάσεις Foreningen af Arbejdsledere i Danmark (παρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 26), της 6ης Νοεμβρίου 2003, C-4/01, Martin κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I-12859, σκέψη 41), και Juuri (παρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 23).


58 – Βλ. το σημείο 27 των παρουσών προτάσεων.


59 – Βλ. τις σελίδες 5 και 6 της διατάξεως περί παραπομπής, καθώς και τα σημεία 15 και 16 του υπομνήματος της Επιτροπής.