ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 3ης Ιουνίου 2010 (1)

Υπόθεση C‑242/09

Albron Catering BV

κατά

FNV Bondgenoten,

John Roest

[αίτηση του Gerechtshof te Amsterdam (Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινωνική πολιτική – Μεταβίβαση επιχειρήσεως – Όμιλος εταιριών στο πλαίσιο του οποίου οι μισθωτοί απασχολούνται από μια “εργοδότρια” εταιρία και υπηρετούν μονίμως με απόσπαση σε εταιρία ασκούσα δραστηριότητα “εκμεταλλεύσεως” – Μεταβίβαση εταιρίας ασκούσας δραστηριότητα εκμεταλλεύσεως – Εφαρμογή της οδηγίας 2001/23/ΕΚ»





1.        Η οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου (2) έχει ως σκοπό να προστατεύσει τα δικαιώματα των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως στην οποία εργάζονται διασφαλίζοντας, ιδίως, τη συνέχεια των σχέσεων εργασίας. Προβλέπει, στο πλαίσιο αυτό, ότι οι συμβάσεις εργασίας που είναι σε ισχύ κατά το χρόνο που μεταβιβάζεται η επιχείρηση περιέρχονται αυτοδικαίως από τον μεταβιβάζοντα στον αποκτώντα την επιχείρηση.

2.        Εν προκειμένω, το ζητούμενο είναι αν είναι εφαρμοστέα η οδηγία 2001/23 στην περίπτωση που μεταβιβάζεται εταιρία ανήκουσα σε όμιλο, εφόσον οι εργαζόμενοι οι οποίοι παρέχουν μονίμως την εργασία τους στην εν λόγω εταιρία απασχολούνται τύποις από άλλη εταιρία του ιδίου ομίλου.

3.        Στις προτάσεις που αναπτύσσονται στη συνέχεια θα ταχθώ υπέρ της απόψεως ότι η οδηγία 2001/23, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της και της νομολογίας, είναι εφαρμοστέα υπό τις περιστάσεις αυτές.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α –      Το δίκαιο της Ένωσης

4.        Με την οδηγία 2001/23 κωδικοποιήθηκε η οδηγία 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου (3), η οποία είχε τροποποιηθεί με την οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου (4). Η νέα οδηγία κατήργησε τις δύο κωδικοποιηθείσες οδηγίες.

5.        Κατά την τρίτη αιτιολογική της σκέψη, σκοπός της οδηγίας 2001/23 είναι να προστατεύονται οι εργαζόμενοι σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα, και ιδιαίτερα να εξασφαλίζεται η διατήρηση των δικαιωμάτων τους.

6.        Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2001/23, η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως σε άλλον εργοδότη, η οποία χωρεί ως αποτέλεσμα νομικής μεταβιβάσεως ή συγχωνεύσεως. Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας, ως μεταβίβαση θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων, με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.

7.        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 περιέχει τους ακόλουθους ορισμούς:

«α)      “εκχωρητής”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λόγω μιας μεταβιβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως·

β)      “εκδοχέας”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, λόγω μεταβιβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως·

[…]

δ)      “εργαζόμενος”: πρόσωπο το οποίο, στο οικείο κράτος μέλος, προστατεύεται ως εργαζόμενος δυνάμει της εθνικής εργατικής νομοθεσίας.»

8.        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, αυτής, η οδηγία 2001/23 δεν θίγει την εθνική νομοθεσία όσον αφορά τον ορισμό της συμβάσεως εργασίας ή της εργασιακής σχέσεως.

9.        Στο άρθρο 3 της οδηγίας ορίζονται τα εξής:

«1.      Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του εκχωρητή, που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον εκδοχέα.

Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι, μετά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, ο εκχωρητής και ο εκδοχέας εξακολουθούν να ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, ως προς υποχρεώσεις που γεννήθηκαν πριν από τη μεταβίβαση και απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή εργασιακή σχέση, οι οποίες υφίσταντο κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως.

2.      Τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί ότι ο εκχωρητής γνωστοποιεί στον εκδοχέα όλα τα μεταβιβαζόμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις, δυνάμει του παρόντος άρθρου, στο βαθμό που αυτά είναι ή έπρεπε να είναι γνωστά στον εκχωρητή κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως. Παράλειψη του εκχωρητή να ενημερώσει τον εκδοχέα για τα εν λόγω δικαιώματα και υποχρεώσεις δεν θίγει τη μεταβίβαση αυτών των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ούτε τα δικαιώματα των εργαζομένων κατά του εκδοχέα ή/και του εκχωρητή όσον αφορά αυτά τα δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

3.      Μετά τη μεταβίβαση, ο εκδοχέας εξακολουθεί να τηρεί τους συμφωνηθέντες με συλλογική σύμβαση όρους εργασίας, ως αυτοί εφαρμόζονται και έναντι του εκχωρητή, σύμφωνα με τη σύμβαση, μέχρι την ημερομηνία της καταγγελίας ή λήξεως της συλλογικής συμβάσεως ή της ενάρξεως της ισχύος ή εφαρμογής άλλης συλλογικής συμβάσεως.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την περίοδο τηρήσεως των εν λόγω όρων εργασίας, υπό την αίρεση ότι η περίοδος αυτή δεν θα είναι κατώτερη του έτους.

[…]»

10.      Το άρθρο 4 της οδηγίας 2001/23 ορίζει ότι:

«1.      Η μεταβίβαση μιας επιχειρήσεως, μιας εγκαταστάσεως, ή ενός τμήματος επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως δεν συνιστά, αυτή καθεαυτή, λόγο απολύσεως για τον εκχωρητή ή τον εκδοχέα. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει απολύσεις για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού.

Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε ορισμένες ειδικές κατηγορίες εργαζομένων που δεν καλύπτονται από τη νομοθεσία ή την πρακτική των κρατών μελών ως προς την προστασία τους έναντι της απολύσεως.

2.      Αν η σύμβαση εργασίας ή η εργασιακή σχέση καταγγελθεί λόγω του ότι η μεταβίβαση συνεπάγεται ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος του εργαζομένου, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ή της εργασιακής σχέσεως θεωρείται ότι επήλθε εξαιτίας του εργοδότη.»

 Β –      Το εθνικό δίκαιο

11.      Το άρθρο 610, παράγραφος 1, του κεφαλαίου 7 του ολλανδικού αστικού κώδικα (Burgerlijk Wetboek) περιέχει τον ορισμό της συμβάσεως εργασίας κατά το ολλανδικό δίκαιο, που έχει ως εξής:

«Συνιστά σύμβαση εργασίας η σύμβαση με βάση την οποία ένας συμβαλλόμενος, ο εργαζόμενος, υποχρεούται, για ορισμένο χρόνο και έναντι μισθού, να παρέχει εργασία στον έτερο συμβαλλόμενο, που είναι ο εργοδότης.»

12.      Το άρθρο 663 του κεφαλαίου 7 του ολλανδικού αστικού κώδικα ορίζει ότι:

«Κατά τη μεταβίβαση επιχειρήσεως, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του εργοδότη που απορρέουν, κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, από σύμβαση εργασίας που έχει συναφθεί μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου ο οποίος παρέχει την εργασία του στην εν λόγω επιχείρηση μεταφέρονται αυτοδικαίως στον αποκτώντα την επιχείρηση. Για διάστημα ενός έτους μετά τη μεταβίβαση, ο εν λόγω εργοδότης εξακολουθεί επίσης να ευθύνεται αλληλεγγύως με τον εκδοχέα για την τήρηση των απορρεουσών από τη σύμβαση εργασίας υποχρεώσεων οι οποίες γεννήθηκαν προ της μεταβιβάσεως.»

II – Η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

13.      Εντός του ομίλου Heineken, το σύνολο του προσωπικού απασχολείται από την Heineken Nederlands Beheer BV (5). Επομένως, η HNB λειτουργεί ως κεντρικός εργοδότης και τοποθετεί με απόσπαση τα μέλη του προσωπικού στις διάφορες εταιρίες εκμεταλλεύσεως του ομίλου Heineken στις Κάτω Χώρες.

14.      Ο John Roest απασχολήθηκε από την HNB από τις 17 Ιουλίου 1985 μέχρι την 1η Μαρτίου 2005 ως συνεργάτης του τμήματος τροφοδοσίας. Η HNB τον είχε τοποθετήσει με απόσπαση, μαζί με άλλους 70 περίπου συνεργάτες του ιδίου τμήματος, στην εταιρία Heineken Nederland BV (6), η οποία, μέχρι την 1η Μαρτίου 2005, παρείχε υπηρεσίες τροφοδοσίας και εστιάσεως για το προσωπικό του ομίλου Heineken σε διάφορες εγκαταστάσεις. Στην ανωτέρω σύμβαση εξηρτημένης εργασίας είχε εφαρμογή η συλλογική σύμβαση εργασίας που είχε συναφθεί στο πλαίσιο της ΗΝΒ.

15.      Ο J. Roest είναι μέλος της FNV Bondgenoten (7), συνδικαλιστικής οργανώσεως η οποία έχει, μεταξύ άλλων, ως σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων των μελών της όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας και τους μισθούς, ιδίως μέσω της συνάψεως συλλογικών συμβάσεων.

16.      Η Heineken Nederland αποφάσισε να αναθέσει, από την 1η Μαρτίου 2005, τις δραστηριότητές της τροφοδοσίας και εστιάσεως στην Albron Catering BV (8).

17.      Η Albron αποτελεί επιχείρηση που αναπτύσσει δραστηριότητα σε ολόκληρη τη χώρα και η οποία ασχολείται, ιδίως, με την τροφοδοσία, ήτοι, τη διαχείριση και εκμετάλλευση υπηρεσιών εστιάσεως, κυρίως σε εστιατόρια για το προσωπικό τόσο ιδιωτικών επιχειρήσεων όσο και δημοσίων υπηρεσιών, δυνάμει σχετικής συμβάσεως με τον εργοδότη.

18.      Ο J. Roest προσλήφθηκε στην Albron από την 1η Μαρτίου 2005, με την ιδιότητα του συνεργάτη στο τμήμα «εστιατόρια προσωπικού επιχειρήσεων».

19.      Η FNV και ο J. Roest άσκησαν ενώπιον του Kantonrechter (πρωτοβάθμιο δικαστήριο) αγωγή κατά της Albron με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστεί ότι η ανάθεση των δραστηριοτήτων τροφοδοσίας και εστιάσεως που χώρησε με τη συμφωνία μεταξύ της Heineken Nederland και της Albron συνιστά μεταβίβαση επιχειρήσεως κατά την έννοια της οδηγίας 2001/23 και ότι οι απασχολούμενοι από την HNB εργαζόμενοι οι οποίοι ήταν αποσπασμένοι στην υπηρεσία της Heineken Nederland ανέλαβαν υπηρεσία αυτοδικαίως στην Albron από την ημερομηνία αυτή.

20.      Με την αγωγή τους, η FNV και ο J. Roest ζήτησαν επίσης να υποχρεωθεί η Αlbron να εφαρμόσει στη σύμβαση εργασίας που συνήψε με τον J. Roest, αναδρομικά από 1ης Μαρτίου 2005, τους όρους που χαρακτήριζαν τη σύμβαση μεταξύ της HNB και του J. Roest μέχρι την ημερομηνία αυτή και, επιπλέον, όσον αφορά τις αναδρομικά οφειλόμενες αποδοχές που οφείλονταν από 1ης Μαρτίου 2005, να χρεωθεί στην Albron η νόμιμη αύξηση 50 %, καθώς και οι νόμιμοι τόκοι από της γενέσεως της οφειλής. Τέλος, η FNV και ο J. Roest ζήτησαν να καταδικαστεί η Albron στα δικαστικά έξοδα.

21.      Με την από 15 Μαρτίου 2006 απόφασή του, το kantonrechter έκανε δεκτά τα αιτήματα αυτά, εξαιρουμένης της νόμιμης αυξήσεως κατά 50 %. Η Albron άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής.

22.      Το Gerechtshof te Amsterdam (δευτεροβάθμιο δικαστήριο) (Κάτω Χώρες) επισημαίνει ότι, κατά την κρατούσα νομολογία, η εφαρμογή του άρθρου 633 του κεφαλαίου 7 του ολλανδικού αστικού κώδικα προϋποθέτει ότι ο μεταβιβάζων την επιχείρηση είναι ο εργοδότης των εργαζομένων για τους οποίους πρόκειται.

23.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Gerechtshof te Amsterdam αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει η οδηγία 2001/23 [...] την έννοια ότι η κατ’ άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, μεταβίβαση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στον εκδοχέα χωρεί αποκλειστικώς και μόνον εφόσον ο εκχωρητής της προς μεταβίβαση επιχειρήσεως είναι και τύποις ο εργοδότης των οικείων εργαζομένων ή μήπως συνεπάγεται η σκοπούμενη από την οδηγία προστασία ότι, κατά τη μεταβίβαση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μιας εταιρίας που ανήκει σε όμιλο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις έναντι των εργαζομένων που απασχολούνται προς εκπλήρωση αυτών των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μεταβιβάζονται στον εκδοχέα, εφόσον όλο το απασχολούμενο εντός του ομίλου προσωπικό εργάζεται σε μια (επίσης ανήκουσα στον όμιλο αυτόν) εταιρία διαχειρίσεως προσωπικού η οποία λειτουργεί ως κεντρική εργοδότρια;

2)      Ποια είναι η απάντηση στο δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος στην περίπτωση που οι εργαζόμενοι στους οποίους αναφέρεται το σκέλος αυτό εργάζονται, για λογαριασμό μιας ανήκουσας στον όμιλο επιχειρήσεως, σε μια επίσης ανήκουσα στον όμιλο εταιρία, η οποία όμως δεν αποτελεί εταιρία διαχειρίσεως προσωπικού, όπως περιγράφηκε στο πρώτο ερώτημα;»

III – Ανάλυση

24.      Με τα προδικαστικά αυτά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν οι διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 εφαρμόζονται σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως που ανήκει σε όμιλο, όταν οι εργαζόμενοι που υπηρετούν μονίμως στην εταιρία αυτή απασχολούνταν τύποις από άλλη εταιρία του ομίλου.

25.      Προκαταρκτικά, είναι ίσως χρήσιμο να διευκρινιστεί ότι η οδηγία 2001/23, καθόσον στην ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαφορά αντιπαρατίθενται δύο ιδιώτες, δεν μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα από το εθνικό δικαστήριο στο πλαίσιο της ενώπιόν του διαδικασίας. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, μια οδηγία, αυτή καθεαυτή, δεν μπορεί να γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιωτών και, συνεπώς, δεν έχει «οριζόντιο άμεσο» αποτέλεσμα, ακόμη και αν οι διατάξεις της είναι σαφείς και ακριβείς (9).

26.      Ωστόσο, τα υποβληθέντα ερωτήματα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως στερούμενα σημασίας, καθότι γίνεται επίσης παγίως δεκτό ότι, υπό τέτοιες περιστάσεις, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει (10). Γίνεται επίσης παγίως δεκτό στη νομολογία ότι, οσάκις το προβλεπόμενο από μια οδηγία αποτέλεσμα, εφόσον αυτή παρέχει δικαιώματα στους ιδιώτες, δεν μπορεί να επιτευχθεί διά της ερμηνευτικής οδού, το κοινοτικό δίκαιο υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες λόγω μη μεταφοράς της οικείας οδηγίας στο εσωτερικό τους δίκαιο (11).

27.      Επομένως, το ερώτημα αν είναι εφαρμοστέες στην ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαφορά οι διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 σκοπεί να διευκρινίσει αν το ολλανδικό δίκαιο, και ιδίως το άρθρο 663 του κεφαλαίου 7 του ολλανδικού αστικού κώδικα, πρέπει να εφαρμοστεί στην παρούσα υπόθεση κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την επίτευξη του επιδιωκομένου από την οδηγία αποτελέσματος.

28.      Η Albron και η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η οδηγία 2001/23 δεν είναι εφαρμοστέα στην εξεταζόμενη εν προκειμένω υπόθεση για πλείονες λόγους οι οποίοι μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

29.      Από το συνδυασμό του άρθρου 2, παράγραφος 1, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, προκύπτει ότι ένας εργαζόμενος μπορεί να τύχει του ευεργετήματος των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας μόνον εφόσον υφίσταται σύμβαση εργασίας μεταξύ αυτού και της μεταβιβαζόμενης επιχειρήσεως και εφόσον ασκεί τις δραστηριότητές του εντός της επιχειρήσεως αυτής. Η νομολογία έχει επικυρώσει τις προϋποθέσεις αυτές.

30.      Το εργασιακό καθεστώς των εργαζομένων που είναι αποσπασμένοι στο πλαίσιο ομίλου εταιριών μοιάζει με το καθεστώς των πρόσκαιρα απασχολουμένων, οι οποίοι αποτελούν μέρος του οικονομικού φορέα που αντιστοιχεί στην εταιρία πρόσκαιρης απασχολήσεως και οι οποίοι δεν υπάγονται στις διατάξεις τις οδηγίας 2001/23 παρά μόνο σε περίπτωση μεταβιβάσεως της εν λόγω επιχειρήσεως και όχι σε περίπτωση μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως που κάνει χρήση των υπηρεσιών τους. Σύμφωνα με τη λογική αυτή, η Ολλανδική Κυβέρνηση εκφράζει αμφιβολίες σχετικά με το αν υπηρετούντες με απόσπαση εργαζόμενοι είναι δυνατό να θεωρηθούν ως υπαγόμενοι στον μακράς διαρκείας οικονομικό φορέα που πρέπει να συνιστά η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση.

31.      Περαιτέρω, διάφορες εταιρίες ανήκουσες στον αυτό όμιλο δεν μπορούν να εξομοιωθούν προς έναν και μόνον εργοδότη, καθότι, όπως κρίθηκε στην απόφαση Allen κ.λπ. (12), η οδηγία 2001/23 είναι εφαρμοστέα σε περίπτωση μεταβιβάσεως εντός του ιδίου ομίλου εταιριών.

32.      Τέλος, διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2001/23 ώστε να καλύπτει τις περιπτώσεις αποσπάσεων εργαζομένων θα δημιουργούσε σοβαρή νομική αβεβαιότητα, αφού θα ετίθετο το ζήτημα αν η λύση αυτή ισχύει μόνο για τις αποσπάσεις εντός του αυτού ομίλου ή όχι και από ποια διάρκεια και πέρα μια απόσπαση μπορεί να συνεπάγεται τη μεταβίβαση υποχρεώσεων στον αποκτώντα.

33.      Η Ολλανδική Κυβέρνηση τονίζει ότι η διεύρυνση αυτή του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας θα περιόριζε πολύ την ελκυστικότητα της προοπτικής της αποκτήσεως μιας επιχειρήσεως για τον εκδοχέα. Επιπλέον, θα παρείχε τελικώς διπλή προστασία στους υπηρετούντες με απόσπαση εργαζομένους, αφού θα καλύπτονταν από την οδηγία 2001/23 και σε περίπτωση μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως που τους απασχολεί μόνο τύποις.

34.      Δεν συμμερίζομαι τις ενστάσεις αυτές. Φρονώ, όπως και οι εφεσίβλητοι της κυρίας δίκης και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ότι η οδηγία 2001/23 είναι εφαρμοστέα στην εξεταζόμενη κατάσταση και τούτο για τους ακόλουθους λόγους.

35.      Στο εξεταζόμενο ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί σαφής και επακριβής απάντηση με βάση το γράμμα των διατάξεων της οδηγίας 2001/23, και ειδικότερα με βάση τον διδόμενο στο άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο α΄, της οδηγίας ορισμό της εννοίας του «εκχωρούντος» την επιχείρηση ούτε με βάση το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, που αναφέρεται στη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία, το αν η οδηγία μπορεί ή όχι να εφαρμοστεί στην υπό εξέταση περίπτωση θα πρέπει να εκτιμηθεί λαμβανομένης υπόψη της οικονομίας της οδηγίας 2001/23 καθώς και του σκοπού της (13).

36.      Υπενθυμίζω ότι η οδηγία 2001/23 έχει ως σκοπό να προστατεύσει τα δικαιώματα των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως. Κατά πάγια νομολογία, αποσκοπεί στη διασφάλιση της συνεχίσεως των εργασιακών σχέσεων που υφίστανται στο πλαίσιο μιας οικονομικής οντότητας, και τούτο ανεξαρτήτως της αλλαγής του κυρίου (14). Με γνώμονα τον σκοπό αυτόν, το Δικαστήριο προσδιόρισε συστηματικά, αφής κλήθηκε να ερμηνεύσει την οδηγία 77/187, τις προϋποθέσεις εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου που αφορά τις μεταβιβάσεις επιχειρήσεων (15).

37.      Η μελέτη της νομολογίας που αφορά τις εν λόγω προϋποθέσεις εφαρμογής επιτρέπει τη συναγωγή των ακολούθων συμπερασμάτων, τα οποία είναι χρήσιμα για την επίλυση του εδώ εξεταζομένου ζητήματος.

38.      Πρώτον, η οδηγία 2001/23 προορίζεται να εφαρμόζεται σε κάθε μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας, ήτοι ενός σταθερά οργανωμένου συνόλου προσώπων και στοιχείων που επιτρέπει την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας με την οποία επιδιώκεται ίδιος στόχος (16).

39.      Επομένως, το στοιχείο που επιτρέπει στον εργαζόμενο να τύχει του ευεργετήματος των δικαιωμάτων που παρέχει η εν λόγω οδηγία είναι το ότι υπάγεται στην μεταβιβαζόμενη οντότητα. Στην απόφαση Botzen κ.λπ. (17), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, σε περίπτωση μερικής μεταβιβάσεως μιας επιχειρήσεως, μόνον οι εργαζόμενοι που ανήκουν στο μεταβιβαζόμενο τμήμα της επιχειρήσεως μπορούν να επικαλεστούν τις εγγυήσεις που απορρέουν από την οδηγία 77/187. Κατά το Δικαστήριο, το μόνο καθοριστικό κριτήριο για τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων συνίσταται στο ερώτημα κατά πόσο μεταβιβάζεται ή όχι η υπηρεσία στην οποία ήταν τοποθετημένοι οι εργαζόμενοι και στο πλαίσιο της οποίας συγκεκριμενοποιήθηκε από οργανωτική άποψη η εργασιακή τους σχέση (18).

40.      Δεύτερον, οι κανόνες που περιέχονται στην οδηγία 2001/23 έχουν επιτακτικό χαρακτήρα, οπότε δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από αυτούς που είναι δυσμενής για τους εργαζομένους (19). Οι σχέσεις εργασίας που υφίστανται στο πλαίσιο της μεταβιβαζομένης οντότητας μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στον εκδοχέα από την ημέρα της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως. Επομένως, η μεταβίβαση των συμβάσεων εργασίας δεν μπορεί να εξαρτάται από τη βούληση του μεταβιβάζοντος την επιχείρηση ή του προς ον η μεταβίβαση και, ειδικότερα, ο προς ον η μεταβίβαση δεν μπορεί να αντιταχθεί στη μεταβίβαση αυτή αρνούμενος να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του (20).

41.      Αν εξετάσουμε τις περιστάσεις της παρούσης υποθέσεως έχοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, μπορούμε να συναγάγουμε τα ακόλουθα συμπεράσματα.

42.      Κατ’ αρχάς, ένας μισθωτός ο οποίος, στο πλαίσιο σχέσεων μεταξύ εταιριών του αυτού ομίλου, απασχολείται από νομικής απόψεως από μια εταιρία του εν λόγω ομίλου και υπηρετεί μονίμως σε άλλη εταιρία του ομίλου αυτού έχει σαφώς με τη δεύτερη εταιρία μια σταθερή σχέση, η οποία σε μεγάλο βαθμό είναι όμοια με τη σχέση που θα υπήρχε αν είχε προσληφθεί απευθείας από την εν λόγω εταιρία.

43.      Πράγματι, αφενός, ο εργαζόμενος είναι υπό τις συνθήκες αυτές ενσωματωμένος στην οργάνωση της εταιρίας όπου υπηρετεί και συμβάλλει στην άσκηση της οικονομικής της δραστηριότητας. Αφετέρου, ο μόνιμος χαρακτήρας της αποσπάσεώς του προσδίδει στη σχέση εργασίας που τον συνδέει με την εν λόγω εταιρία την ίδια διάρκεια με αυτήν που χαρακτηρίζει τη σύμβαση εργασίας που τον συνδέει με την εταιρία που είναι ο τύποις εργοδότης. Η εταιρία όπου υπηρετεί ο εργαζόμενος μπορεί έτσι να έχει για απεριόριστη διάρκεια στη διάθεσή της έναν εργαζόμενο, τον οποίο μπορεί να εκπαιδεύει ανάλογα με τις ανάγκες της. Αντλεί επίσης οφέλη από την πείρα που αποκτά ο εργαζόμενος ασκώντας τα καθήκοντά του στην υπηρεσία της, και μάλιστα, σε μερικές περιπτώσεις, για όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, όπως θα επωφελείτο αν ήταν ο τύποις εργοδότης του.

44.      Επομένως, μια τέτοια σχέση εργασίας είναι σαφώς διαφορετική από τη σχέση που θα είχε η εν λόγω εταιρία με έναν εργαζόμενο πρόσκαιρης απασχολήσεως. Πράγματι, ένας εργαζόμενος πρόσκαιρης απασχολήσεως τίθεται στη διάθεση μιας χρήστριας εταιρίας μόνον προσωρινά (21). Δεν επιλέγεται προσωπικά από την εν λόγω εταιρία, αλλά από την εταιρία πρόσκαιρης απασχολήσεως, η οποία τον επιλέγει μεταξύ όλων των εργαζομένων της με κριτήριο την ικανότητά του να καλύψει τις ανάγκες που περιέγραψε ο έμμεσος εργοδότης στην παραγγελία του.

45.      Επομένως, η συλλογιστική που υιοθέτησε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Jouini κ.λπ., κατά την οποία ένας εργαζόμενος πρόσκαιρης απασχολήσεως, όσον αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής της οδηγίας 2001/23, υπάγεται οργανικά στην επιχείρηση πρόσκαιρης απασχολήσεως η οποία τον απασχολεί, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση ενός εργαζομένου ο οποίος υπηρετεί με απόσπαση στο εσωτερικό ομίλου εταιριών, όπως συμβαίνει εν προκειμένω.

46.      Συνεπώς, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού και της οικονομίας της οδηγίας 2001/23, το σύστημα οργανώσεως των σχέσεων εργασίας εντός ενός ομίλου εταιριών το οποίο εξετάζεται εν προκειμένω, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να εξομοιωθεί προς μια κατάσταση όπου η εταιρία που είναι ο άμεσος εργοδότης συνάπτει τις συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων του ομίλου για λογαριασμό καθεμιάς από τις ασκούσες τις δραστηριότητες εκμεταλλεύσεως εταιρίες όπου αυτοί υπηρετούν.

47.      Επομένως, το γεγονός ότι οι συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων που υπηρετούν με απόσπαση στη μεταβιβαζόμενη επιχείρηση έχουν συναφθεί με άλλη εταιρία του ομίλου δεν πρέπει να αποτελεί εμπόδιο στη μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις συμβάσεις αυτές στον αποκτώντα την εν λόγω επιχείρηση. Εις επίρρωσιν του συμπεράσματος αυτού, επισημαίνεται ότι, στην παρούσα υπόθεση, οι συμβάσεις των εργαζομένων καταγγέλθηκαν από την εργοδότρια εταιρία από την ημερομηνία της μεταβιβάσεως.

48.      Σε αντίθεση με την Albron και την Ολλανδική Κυβέρνηση, δεν θεωρώ ότι η τοποθέτηση του Δικαστηρίου στην προπαρατεθείσα απόφαση Allen κ.λπ. αντίκειται στην ανάλυση αυτή. Σύμφωνα με την εν λόγω τοποθέτηση, ένας εργαζόμενος υπηρετών με απόσπαση στην Heineken Nederland θα μπορούσε επίσης να τύχει της εφαρμογής της οδηγίας 2001/23 αν η εν λόγω εταιρία, αντί να μεταβιβαστεί στην Albron, εταιρία ξένη προς τον όμιλο Heineken, είχε μεταβιβαστεί σε μια άλλη εταιρία του εν λόγω ομίλου ασκούσα δραστηριότητα εκμεταλλεύσεως. Δε βλέπω κατά ποία λογική, το γεγονός ότι η οδηγία θα έπρεπε να εφαρμοστεί και σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει να αποκλείσει την εφαρμογή της σε περίπτωση μεταβιβάσεως σε εταιρία μη ανήκουσα στον εν λόγω όμιλο. Αντίθετα, η δυνατότητα εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας σε αμφότερες τις εν λόγω περιπτώσεις συνάδει προς τον σκοπό της οδηγίας που συνίσταται στην εξασφάλιση της διατήρησης των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε όλες τις περιπτώσεις μεταβιβάσεως της επιχείρησής τους.

49.      Τέλος, φρονώ ότι η εφαρμογή της οδηγίας 2001/23 στην κατάσταση που αφορά η παρούσα υπόθεση επιβάλλεται προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μπορούν όμιλοι επιχειρήσεων, οργανώνοντας τις σχέσεις τους με τους εργαζομένους με τον τρόπο που το έπραξε ο όμιλος Heineken, να αποφεύγουν την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας.

50.      Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η οδηγία 2001/23, προβλέποντας την αυτόματη μεταβίβαση στον εκδοχέα των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις σχέσεις εργασίας που είναι σε ισχύ κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, επιβάλλει στον εν λόγω εκδοχέα υποχρεώσεις που μειώνουν αντιστοίχως την οικονομική ελκυστικότητα της εν λόγω συναλλαγής. Αν το Δικαστήριο αποφαινόταν ότι η οδηγία αυτή δεν είναι εφαρμοστέα στις περιστάσεις της εδώ εξεταζομένης περιπτώσεως, θα υπήρχε ο κίνδυνος να υιοθετούν οι όμιλοι επιχειρήσεων τον συγκεκριμένο τρόπο οργανώσεως των σχέσεών τους με τους εργαζομένους προκειμένου να αποφεύγουν την εφαρμογή της οδηγίας σε περίπτωση μεταβιβάσεως.

51.      Στην περίπτωση αυτή, η εφαρμογή της οδηγίας 2001/23 θα αφηνόταν στη διακριτική ευχέρεια των ομίλων εταιριών, πράγμα που δεν συνάδει με τον επιτακτικό χαρακτήρα της εν λόγω οδηγίας και με το σκοπό που επιδιώκει.

52.      Αλλά ούτε και οι άλλες ενστάσεις που προβλήθηκαν από την Albron και από την Ολλανδική Κυβέρνηση μπορούν να δικαιολογήσουν την υιοθέτηση της αντίθετης λύσης.

53.      Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τον κίνδυνο παροχής στους υπηρετούντες με απόσπαση εργαζομένους διπλής προστασίας, ήτοι τόσο σε περίπτωση μεταβιβάσεως της εταιρίας όπου υπηρετεί ο εργαζόμενος όσο και σε περίπτωση μεταβιβάσεως της απασχολούσης αυτόν από νομικής απόψεως εταιρίας, δεν θεωρώ ότι, αν όντως μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, θα συνιστά πραγματικό πρόβλημα. Εκ πρώτης όψεως, το ενδεχόμενο αυτό, αν συμβιβάζεται όντως με την οδηγία 2001/23, είναι μάλλον θετικό από την άποψη της προστασίας των εργαζομένων.

54.      Όσον αφορά, κατόπιν, τον κίνδυνο δημιουργίας νομικής αβεβαιότητας από την εφαρμογή της οδηγίας 2001/23 στην εξεταζόμενη περίπτωση, εν όψει των ενδεχομένων επεκτάσεων της λύσεως αυτής σε άλλες περιπτώσεις αποσπάσεων, δεν θεωρώ ότι αποτελεί, ούτε αυτός, πρόβλημα.

55.      Όπως προεκτέθηκε, για την επίλυση του εδώ εξεταζομένου ζητήματος, το αποφασιστικό κριτήριο για την εφαρμογή της οδηγίας 2001/23 είναι η σταθερότητα της σχέσεως μεταξύ του εργαζομένου και της οικονομικής οντότητας που μεταβιβάζεται. Στην παρούσα υπόθεση, η εκτίμηση του αν υφίσταται η σταθερότητα αυτή δεν παρουσιάζει καμία δυσκολία, αφού ο εργαζόμενος για τον οποίο πρόκειται τοποθετήθηκε από της προσλήψεώς του και κατά μόνιμο τρόπο στη μεταβιβασθείσα εταιρία. Εναπόκειται στο Δικαστήριο, εφόσον ανακύψει το ζήτημα, να διευκρινίσει στο μέλλον αν και υπό ποιες προϋποθέσεις πρέπει να εφαρμοστεί η λύση αυτή σε άλλες περιπτώσεις αποσπάσεων. Η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά ζητήματα μεταβιβάσεως επιχειρήσεων συνίστατο, μέχρι σήμερα, στον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής του εν λόγω δικαίου σε σχέση με τη μεγάλη ποικιλία καταστάσεων που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα εθνικά δικαστήρια. Το ενδεχόμενο επεκτάσεως της λύσεως που προτείνω εν προκειμένω σε άλλες περιστάσεις δε μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογήσει μη εφαρμογή της οδηγίας 2001/23 στην παρούσα υπόθεση.

56.      Θα εξετάσω ένα τελευταίο ζήτημα. Η Albron, στις γραπτές παρατηρήσεις της, ζήτησε από το Δικαστήριο, εφόσον αποφανθεί ότι η οδηγία 2001/23 είναι εφαρμοστέα στην εξεταζόμενη περίπτωση, να περιορίσει τα αναδρομικά αποτελέσματα της αποφάσεώς του στις ενώπιόν του εκκρεμούσες υποθέσεις.

57.      Υποστηρίζει ότι ο αριθμός των αγωγών κατά της HNB και άλλων επιχειρήσεων που προέβησαν σε μεταβίβαση θα είναι «σημαντικός» και ότι η HNB κατέβαλε ήδη πριμ αποχωρήσεως στους εργαζομένους που ανέλαβαν υπηρεσία στην Albron. Αναφέρει επίσης ότι οι επιχειρήσεις είχαν, με βάση τη νομολογία, δικαιολογημένα την προσδοκία ότι η εφαρμογή της οδηγίας 2001/23 υπέκειτο στην προϋπόθεση της υπάρξεως συμβάσεως εργασίας με την μεταβιβάζουσα εταιρία.

58.      Δεν νομίζω ότι αυτό το αίτημα μπορεί να ικανοποιηθεί. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, μόνον κατ’ εξαίρεση μπορεί το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου που είναι συμφυής με την κοινοτική έννομη τάξη, να αποφασίσει τον περιορισμό της δυνατότητας που έχει κάθε ενδιαφερόμενος να επικαλεστεί μια διάταξη που αυτό έχει ερμηνεύσει προκειμένου να τεθούν υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που έχουν συναφθεί καλοπίστως (22). Συγκεκριμένα, ένας τέτοιος περιορισμός είναι δυνατός μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι η αναδρομική εφαρμογή της απόφασης του Δικαστηρίου κινδυνεύει να έχει σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις (23).

59.      Οι ισχυρισμοί της Albron δεν στηρίζονται σε κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει την ύπαρξη ενός τέτοιου κινδύνου. Εν πάση περιπτώσει, το ότι η HNB κατέβαλε ήδη πριμ αποχώρησης στους εργαζομένους που ανέλαβαν υπηρεσία στην Albron δεν ασκεί καμία επιρροή.

60.      Επομένως, έχοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι η διάταξη του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 είναι εφαρμοστέα σε περίπτωση μεταβιβάσεως εταιρίας ανήκουσας σε όμιλο εταιριών, όταν οι εργαζόμενοι που υπηρετούσαν με απόσπαση κατά μόνιμο τρόπο στην εν λόγω εταιρία απασχολούνταν τύποις από μια άλλη εταιρία του ομίλου.

IV – Πρόταση

61.      Με βάση τα προεκτεθέντα, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα προδικαστικά ερωτήματα που του υπέβαλε το Gerechtshof te Amsterdam:

«Η διάταξη του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, είναι εφαρμοστέα σε περίπτωση μεταβιβάσεως εταιρίας ανήκουσας σε όμιλο εταιριών, όταν οι εργαζόμενοι που υπηρετούσαν με απόσπαση κατά μόνιμο τρόπο στην εν λόγω εταιρία απασχολούνταν τύποις από μια άλλη εταιρία του ομίλου.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      Οδηγία της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ L 82, σ. 16).


3 –      Οδηγία της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (EE ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171).


4 –      Οδηγία της 29ης Ιουνίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ (ΕΕ L 201, σ. 88).


5 –      Στο εξής: HNB.


6 –      Στο εξής: Heineken Nederland.


7 –      Στο εξής: FNV.


8 –      Στο εξής: Albron.


9 –      Αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1994, C‑91/92, Faccini Dori (Συλλογή 1994, σ. I‑3325, σκέψη 20), και της 19ης Ιανουαρίου 2010, C‑555/07, Kücükdeveci (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


10 –      Βλ., ιδίως, την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, C‑397/01 έως C‑403/01, Pfeiffer κ.λπ. (Συλλογή 2004, σ. I‑8835, σκέψη 113 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


11 –      Απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, C‑212/04, Αδενέλερ κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑6057, σκέψη 112).


12 –      Απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 1999, C‑234/98 (Συλλογή 1999, σ. I‑8643).


13 –      Απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2009, C‑466/07, Klarenberg (Συλλογή 2009, σ. I‑803, σκέψη 37).


14 –      Απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑458/05, Jouini κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I‑7301, σκέψη 23).


15 –      Βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 1986, 24/85, Spijkers (Συλλογή 1986, σ. 1119, σκέψη 11), και Klarenberg (προπαρατεθείσα, σκέψη 43).


16 –      Απόφαση Jouini κ.λπ. (προπαρατεθείσα, σκέψη 31).


17 –      Απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985, 186/83 (Συλλογή 1985, σ. 519).


18 –      Όπ.π. (σκέψη 14).


19 –      Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑561/07 (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).


20 –      Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1996, C‑305/94, Rotsart de Hertaing (Συλλογή 1996, σ. I‑5927, σκέψη 20).


21 –      Βλ. οδηγία 91/383/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1991, για τη συμπλήρωση των μέτρων που αποσκοπούν στο να προαγάγουν τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σχέση πρόσκαιρης εργασίας (ΕΕ L 206, σ. 19), και την οδηγία 2008/104/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, περί της εργασίας μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης (ΕΕ L 327, σ. 9).


22 –      Απόφαση της 6ης Μαρτίου 2007, C‑292/04, Meilicke κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I‑1835, σκέψη 35).


23 –      Απόφαση της 15ης Μαρτίου 2005, C‑209/03, Bidar (Συλλογή 2005, σ. I‑2119, σκέψη 69).