ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
PEDRO CRUZ VILLALÓN
της 30ής Σεπτεμβρίου 2010 (1)
Υπόθεση C‑239/09
SEYDALAND Vereinigte Agrarbetriebe GmbH & Co. KG
κατά
BVVG Bodenverwertungs- und -verwaltungs GmbH
(αίτηση του Landgericht Berlin
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Κρατικές ενισχύσεις – Πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεως γεωργικών εκτάσεων στα νέα γερμανικά ομόσπονδα κράτη – Υπολογισμός της εμπορικής αξίας»
I – Εισαγωγή
1. Στην παρούσα υπόθεση, το Landgericht Berlin ερωτά το Δικαστήριο αν εθνικός κανόνας ο οποίος προβλέπει διάφορες μεθόδους για τον υπολογισμό της εμπορικής αξίας των γεωργικών εκτάσεων που βρίσκονται στα «νέα ομόσπονδα κράτη» και αποτελούν αντικείμενο ιδιωτικοποιήσεως συνάδει προς το άρθρο 87 ΕΚ (νυν άρθρο 107 ΣΛΕΕ).
2. Πρώτον, το ερώτημα απαιτεί να καθορισθούν ποιες είναι πράγματι οι μέθοδοι για τις οποίες γίνεται λόγος στην επίδικη διάταξη, ως προς τις οποίες δεν υπάρχει ομοφωνία στη δικογραφία. Στη συνέχεια, να εξετασθεί αν οι εν λόγω μέθοδοι επιτρέπουν, στην πράξη, τον καθορισμό της αληθούς εμπορικής αξίας των ιδιωτικοποιημένων εκτάσεων. Το τελευταίο αυτό στοιχείο είναι ουσιώδες για να διασφαλιστεί ότι, στις επίδικες συναλλαγές, δεν γίνεται υπέρβαση του μέγιστου ποσού ενισχύσεων που μπορεί να χορηγηθεί στον αγοραστή των εκτάσεων αυτών από το δίκαιο της Ένωσης (το 35 % της εμπορικής αξίας).
3. Όπως θα φανεί, ο τεχνικός χαρακτήρας της υποθέσεως και η αοριστία ορισμένων ουσιωδών στοιχείων της σημαίνουν, κατά την άποψή μου, ότι το Δικαστήριο πρέπει να δώσει στο υποβληθέν ερώτημα δυναμική απάντηση εξαρτώμενη, αφενός, από διάφορες υπό εξέλιξη εκτιμήσεις απτόμενες των πραγματικών περιστατικών, και, αφετέρου, από την ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, η οποία είναι θεμελιώδης για την ορθή εφαρμογή της επίδικης διατάξεως σε κάθε περίπτωση.
II – Νομικό πλαίσιο
Οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης σε θέματα κρατικών ενισχύσεων
4. Στις 10 Ιουλίου 1997, η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση σχετικά με στοιχεία κρατικής ενίσχυσης στις πωλήσεις γηπέδων-οικοπέδων και κτιρίων από τις δημόσιες αρχές (στο εξής: ανακοίνωση) (2), με σκοπό να διασαφηνίσει την πολιτική της στον τομέα αυτόν και να μειώσει επομένως τον αριθμό των προς εξέταση υποθέσεων.
5. Το πρώτο εδάφιο του κεφαλαίου II, σημείο 2, στοιχείο α΄, της ανακοινώσεως αυτής προβλέπει ότι, εάν οι δημόσιες αρχές δεν προτίθενται να χρησιμοποιήσουν τη δημόσια, ανοιχτή και άνευ όρων διαδικασία υποβολής προσφορών (η οποία προϋποθέτει πώληση στην εμπορική αξία και, κατά συνέπεια, δεν ενέχει κανένα στοιχείο κρατικής ενισχύσεως), «θα πρέπει ένας τουλάχιστον ανεξάρτητος εκτιμητής στοιχείων ενεργητικού να πραγματοποιήσει ανεξάρτητη αποτίμηση πριν τις διαπραγματεύσεις για την πώληση, προκειμένου να καθορίσει την αγοραία αξία χρησιμοποιώντας ως βάση γενικά αποδεκτούς δείκτες της αγοράς και προδιαγραφές εκτίμησης. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο καθορισθείσα αγοραία τιμή αποτελεί την ελάχιστη τιμή αγοράς που μπορεί να συμφωνηθεί χωρίς τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης». Και το πέμπτο εδάφιο διευκρινίζει ότι «ως “αγοραία αξία” νοείται η τιμή στην οποία τα γήπεδα-οικόπεδα και τα κτίρια θα μπορούσαν να πωληθούν με ιδιωτική συμφωνία μεταξύ πωλητή που εκφράζει βούληση πωλήσεως και αγοραστή μη συνδεόμενου με προσωπική σχέση προς αυτόν, κατά την ημέρα της αποτιμήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά διατίθενται σε δημόσια προσφορά, ότι οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά επιτρέπουν κανονική εκποίηση και ότι ο διαθέσιμος χρόνος για τις διαπραγματεύσεις είναι ανάλογος προς τη σημασία του προς πώληση αγαθού».
6. Ο κανονισμός (ΕΚ) 950/97, για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των γεωργικών διαρθρώσεων (3), περιλαμβάνει ορισμένες ειδικές διατάξεις για τις ενισχύσεις στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής. Το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ορίζει ότι η συνολική αξία της ενίσχυσης, εκφραζόμενη σε ποσοστό του ύψους της επένδυσης, περιορίζεται σε 35 % για τις επενδύσεις σε ακίνητα που βρίσκονται σε μη μειονεκτικές περιοχές. Ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1257/1999 (4), του οποίου το άρθρο 7, παράγραφος 2, ορίζει ότι «το συνολικό ύψος της ενίσχυσης, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του όγκου των επιλέξιμων επενδύσεων, περιορίζεται κατ’ ανώτατο όριο σε 40 % […]».
Το γερμανικό δίκαιο
7. Οι ρυθμιστικοί κανόνες του προγράμματος κτήσεως γεωργικών εκτάσεων των νέων ομόσπονδων κρατών περιλαμβάνονται στον νόμο της 27ης Σεπτεμβρίου 1994 (Ausgleichsleistungsgesetz – AusglLeistG· στο εξής: νόμος περί αντισταθμιστικών παροχών) (5), ο οποίος διευκρινίστηκε περαιτέρω συναφώς με την υπουργική απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 1995 (Flächenerwerbsverordnung· στο εξής: υπουργική απόφαση περί της κτήσεως εκτάσεων) (6).
8. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 7, του νόμου περί αντισταθμιστικών παροχών, η αξία των γεωργικών εκτάσεων υπολογίζεται με μείωση της εμπορικής αξίας κατά 35 %.
9. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της υπουργικής αποφάσεως περί της κτήσεως εκτάσεων, όπως εφαρμοζόταν στην παρούσα υπόθεση, προέβλεπε τα εξής:
«Η εμπορική αξία των γεωργικών εκτάσεων υπολογίζεται βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 7, πρώτη και έκτη περίοδος […] του Ausgleichsleistungsgesetz βάσει των διατάξεων της υπουργικής αποφάσεως για τον υπολογισμό των αξιών [Wertermittlungsverordnung] της 6ης Δεκεμβρίου 1988 (BGBl. I σ. 2209) […]. Εφόσον για τις αρόσιμες και τις χορτολιβαδικές εκτάσεις [regionale Wertansätze] υπάρχουν τοπικά στοιχεία για τον υπολογισμό της αξίας, το ύψος της αξίας πρέπει να καθορίζεται βάσει αυτών. Τα τοπικά στοιχεία καθορισμού της αξίας δημοσιεύονται από τον Ομοσπονδιακό Υπουργό των Οικονομικών στην Ομοσπονδιακή Εφημερίδα Δημοσιεύσεων [Bundesanzeiger]. Ο υποψήφιος αγοραστής ή ο φορέας αποκρατικοποιήσεων μπορούν να ζητήσουν να καθοριστεί η εμπορική αξία, κατ’ απόκλιση από την αξία που υπολογίζεται με τον ανωτέρω τρόπο, μέσω πραγματογνωμοσύνης με αντικείμενο τον υπολογισμό της εμπορικής αξίας από τη συσταθείσα βάσει του άρθρου 192 του ομοσπονδιακού οικοδομικού κώδικα [Bundesbaugesetz], και κατά τόπον αρμόδιας επιτροπής πραγματογνωμόνων [Gutachtersausschuss], αν υφίστανται πραγματικά στοιχεία ως προς το ότι οι υπολογιζόμενες βάσει των τοπικών στοιχείων αξίες δεν προσφέρονται ως βάση υπολογισμού.» (7)
Οι αποφάσεις της Επιτροπής όσον αφορά το γερμανικό καθεστώς ιδιωτικοποιήσεως εκτάσεων
10. Μετά την πρώτη απόφαση με την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που θεσπίστηκε με το γερμανικό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεως εκτάσεων (8) δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, οι γερμανικές αρχές προέβησαν σε ορισμένες κανονιστικές τροποποιήσεις, ούτως ώστε η γερμανική ρύθμιση, όπως ήδη παρατέθηκε, κρίθηκε συμβατή με το άρθρο 87 ΕΚ με την από 22 Δεκεμβρίου 1999 (9) νέα απόφαση της Επιτροπής.
III – Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
11. Η BVVG (Bodenverwertungs- und -verwaltungs GmbH, στο εξής: BVVG), εναγόμενη της κύριας δίκης, αποτελεί εξ ολοκλήρου θυγατρική του Bundesanstalt für vereinigungsbedingte Sonderaufgaben, δημόσιου ιδρύματος επιφορτισμένου με ειδικά καθήκοντα λόγω της επανενώσεως των δύο Γερμανιών. Το ίδρυμα αυτό ανέθεσε στην BVVG την ιδιωτικοποίηση ορισμένων γεωργικών και δασικών εκτάσεων.
12. Με την από 18 Δεκεμβρίου 2007 σύμβαση, η BVVG πώλησε στη Seydaland διάφορες γεωργικές εκτάσεις οι οποίες ανήκαν στο παρελθόν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Η τιμή πωλήσεως ανήλθε σε σύνολο 245 907,91 ευρώ, εκ των οποίων τα 210 810,18 ευρώ αντιστοιχούσαν σε γεωργικές εκτάσεις.
13. Η Seydaland άσκησε αγωγή κατά της BVVG ενώπιον του Landgericht Berlin, θεωρώντας ότι η τιμή πωλήσεως ήταν υπερβολική εφόσον είχε υπολογισθεί βάσει παράτυπης διαδικασίας. Κατά την άποψή της, αν είχαν εφαρμοσθεί οι αξίες με βάση τα τοπικά στοιχεία, η τιμή θα είχε ανέλθει μόνο σε 146.850,24 ευρώ. Ωστόσο, κατά την εναγομένη, η πώληση στην τιμή αυτή θα αποτελούσε κρατική ενίσχυση αντίθετη προς το άρθρο 87 ΕΚ.
14. Το Landgericht Berlin, κρίνοντας ότι η λύση της διαφοράς εξαρτάται από το αν το άρθρο 5 της υπουργικής αποφάσεως περί της κτήσεως εκτάσεων παραβιάζει το άρθρο 87 ΕΚ, υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Αντιβαίνει το άρθρο 5, παράγραφος 1, δεύτερη και [τέταρτη] περίοδος (10), της εκδοθείσας σε εκτέλεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, σημείο 1, του AusgILeistG υπουργικής αποφάσεως περί κτήσεως γεωργικών και δασικών εκτάσεων στο άρθρο 87 της Συνθήκης ΕΚ;»
IV – Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία
15. Η αίτηση για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Ιουλίου 2009.
16. Η Seydaland, η BVVG, η Επιτροπή και η Γερμανική Κυβέρνηση κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις.
17. Στις 30 Απριλίου 2010, το Δικαστήριο απηύθυνε στη Γερμανική Κυβέρνηση δύο γραπτά ερωτήματα σχετικά με την επιτροπή πραγματογνωμόνων του άρθρου 192 του οικοδομικού κώδικα: πρώτον, όσον αφορά τους κανόνες διορισμού των μελών της και τους κανόνες λειτουργίας της εν λόγω επιτροπής όταν παρεμβαίνει στο πλαίσιο ιδιωτικοποιήσεως αγροτικών εκτάσεων κατά το άρθρο 5 της υπουργικής αποφάσεως περί της κτήσεως εκτάσεων· δεύτερον, αν, για τον καθορισμό στο πλαίσιο αυτό της εμπορικής αξίας των εκτάσεων, η επιτροπή δεσμεύεται από αξίες αναφοράς ή αν, αντιθέτως, διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως. Η Γερμανική Κυβέρνηση απάντησε σε αμφότερες τις ερωτήσεις με έγγραφο που κατέθεσε στις 28 Μαΐου 2010. Όσον αφορά το ζήτημα της συνθέσεως των επιτροπών πραγματογνωμόνων, η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, συνοπτικώς, ότι τα μέλη τους πρέπει να είναι ειδικοί του τομέα αυτού και ανεξάρτητοι (παραδείγματος χάρη, η κύρια δραστηριότητά τους δεν μπορεί να συνίσταται στην εκτίμηση ακινήτων του οικείου τοπικού φορέα) και οι κανόνες περί διορισμού τους ορίζονται από τα διάφορα ομόσπονδα κράτη. Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι επιτροπές πραγματογνωμόνων είναι ελεύθερες και δεν δεσμεύονται από καμία αξία αναφοράς, μολονότι υπάρχουν ορισμένες παράμετροι που μπορεί να λαμβάνονται υπόψη. Ως πρώτο βήμα, οι επιτροπές αυτές καθορίζουν τις παραμέτρους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αποτίμηση της οικείας εκτάσεως και, στη συνέχεια, αποφασίζουν τη σημασία που πρέπει να αποδοθεί στις παραμέτρους αυτές.
V – Υποβολή προδικαστικού ερωτήματος. Αναδιατύπωση
Α – Η διαφορά της κύριας δίκης: καθορισμός των θέσεων των αντιδίκων
18. Στη διαφορά της κύριας δίκης, το Landgericht Berlin πρέπει να καθορίσει αν, κατά τη σύναψη της συμβάσεως με τη Seydaland, ήταν σύννομη η συμπεριφορά της BVVG, εταιρίας επιφορτισμένης με την ιδιωτικοποίηση των γεωργικών εκτάσεων της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
19. Με τη διατύπωση αυτή, η υπόθεση επικεντρώνεται σε ένα σημαντικό στοιχείο του καθεστώτος των ιδιωτικοποιήσεων αυτών, το οποίο είναι η μέθοδος υπολογισμού της εμπορικής αξίας που πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως βάση για τον καθορισμό της τιμής πωλήσεως των εκτάσεων αυτών.
20. Συνομολογείται ότι, κατά το δίκαιο της Ένωσης, το μέγιστο επίπεδο της ενισχύσεως που μπορεί να λάβει ο αγοραστής είναι 35 % της εμπορικής αξίας των αγορασθεισών εκτάσεων (11). Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το άρθρο 3, παράγραφος 7, του γερμανικού νόμου περί αντισταθμιστικών παροχών προβλέπει ότι η αξία των γεωργικών εκτάσεων υπολογίζεται με μείωση της εμπορικής αξίας κατ’ ανώτατο όριο 35 %.
21. Οι διαφωνίες ανακύπτουν όσον αφορά τον καθορισμό της μεθόδου υπολογισμού που πρέπει να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση όπως η προκειμένη ώστε, σύμφωνα με τις επιταγές του εσωτερικού δικαίου και των Συνθηκών, να επιτευχθεί η αληθής εμπορική αξία των εκτάσεων που αποτελούν αντικείμενο της ιδιωτικοποιήσεως.
22. Η Seydaland θεωρεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 5 της γερμανικής υπουργικής αποφάσεως περί της κτήσεως εκτάσεων, η BVVG έπρεπε να καθορίσει την τιμή πωλήσεως των εκτάσεων είτε βάσει των τοπικών στοιχείων που είχαν δημοσιευθεί επισήμως, είτε προσφεύγοντας στη συνδρομή της κατά το άρθρο 192 του οικοδομικού κώδικα επιτροπής πραγματογνωμόνων. Επιλέγοντας μια τρίτη μέθοδο που δεν προβλέπεται ρητώς στο προαναφερθέν άρθρο 5, η οποία συνίσταται στην εκτίμηση της τιμής πωλήσεως βάσει της τρέχουσας καταστάσεως της αγοράς κατά τη δική της μέθοδο υπολογισμού, η εναγομένη ενήργησε παρανόμως.
23. Αντιθέτως, η BVVG διατείνεται ότι, κατά τον χρόνο συνάψεως της αγοραπωλησίας, τα τοπικά στοιχεία καθορισμού της αξίας ήσαν παρωχημένα, εφόσον δεν προσαρμόστηκαν αρκετά γρήγορα στη νέα κατάσταση της αγοράς στα νέα ομόσπονδα κράτη, η οποία χαρακτηρίστηκε από εξαιρετική αύξηση των τιμών των γεωργικών εκτάσεων (12). Οι προαναφερθείσες αξίες δεν αντιστοιχούν στην τρέχουσα κατάσταση της αγοράς, αλλά σε χαμηλότερες τιμές που αντιστοιχούν σε ένα ή δύο έτη πριν. Κατά συνέπεια, αν είχε υπολογίσει την τιμή κατ’ εφαρμογή των τοπικών στοιχείων καθορισμού της αξίας, θα είχε προκύψει χαμηλότερη τιμή από την εμπορική αξία και, με την εφαρμογή της μειώσεως του 35 %, θα είχε χορηγήσει μη σύννομη κρατική ενίσχυση.
24. Εξάλλου, το ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών είχε επίγνωση της καταστάσεως αυτή όταν, στις 10 Ιουλίου 2007, επέβαλε στην BVVG να εξετάσει τα τοπικά στοιχεία καθορισμού της αξίας που είχαν δημοσιευθεί στην Ομοσπονδιακή Εφημερίδα Δημοσιεύσεων (Bundesanzeiger), ώστε, αν διέφεραν πλέον του 20 % των μέσων αξιών που χρησιμοποιήθηκαν σε παρεμφερείς συμβάσεις στην αγορά, δεν θα λαμβάνονταν υπόψη ως βάση για τον καθορισμό της εμπορικής αξίας.
25. Κατά τους υπολογισμούς της εναγομένης, τούτο συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση. Για τον λόγο αυτόν, και λαμβανομένων υπόψη των δυσχερειών που συνεπάγεται η επιδίωξη μεμονωμένης αποτιμήσεως για κάθε πώληση σε ένα τόσο ευρύ πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, η BVVG χρησιμοποίησε ένα νέο σύνολο αξιών αναφοράς που εκπόνησε η ίδια από στοιχεία που συνέλεξε από άλλες πρόσφατες πωλήσεις εκτάσεων, όπως στοιχεία προερχόμενα από την ίδια επιτροπή πραγματογνωμόνων του άρθρου 192 του οικοδομικού κώδικα.
26. Με τις υποβληθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου παρατηρήσεις τους, η BVVG και η Γερμανική Κυβέρνηση διατείνονται ότι η συμπεριφορά της BVVG ήταν νομότυπη κατά το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον ο καθορισμός της αληθούς τρέχουσας εμπορικής αξίας είναι αναπόφευκτη επιταγή του δικαίου αυτού (ειδικότερα, του άρθρου 87 ΕΚ και της ανακοινώσεως της Επιτροπής του 1997). Περαιτέρω, υποστηρίζουν ότι η συμπεριφορά αυτή είναι νόμιμη και σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, προβάλλοντας ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της υπουργικής αποφάσεως περί της κτήσεως εκτάσεων δεν απαγορεύει τη χρήση άλλης μεθόδου υπολογισμού πλην των δύο που αναφέρει ρητώς.
27. Με την αίτηση για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το Landgericht Berlin προβάλλει μόνον εμμέσως τις αμφιβολίες του ως προς το νομότυπον της συμπεριφοράς της BVVG στην υπό κρίση υπόθεση. Το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να μάθει αν «το άρθρο 5, παράγραφος 1, δεύτερη και [τέταρτη] περίοδος», της υπουργικής αποφάσεως περί της κτήσεως εκτάσεων συνάδει, κατ’ αρχήν, με το άρθρο 87 ΕΚ.
28. Επομένως, δεν πρόκειται για το αν βάσει της μεθόδου υπολογισμού που χρησιμοποίησε στην προκειμένη υπόθεση η BVVG καθορίζεται η εμπορική αξία των εκτάσεων (το οποίο προφανώς συνομολογείται), αλλά για το αν η εμπορική αυτή αξία καθορίζεται και βάσει των λοιπών μεθόδων που προβλέπονται ρητώς στο άρθρο 5. Μόνο σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, μπορεί να θεωρηθεί ότι η διάταξη αυτή συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης (13).
29. Πάντως, προτού γίνει η ανάλυση αυτή, πρέπει να αναδιατυπωθεί το ερώτημα.
Αναδιατύπωση του ερωτήματος
30. Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το Landgericht Berlin αναφέρει μόνον τη δεύτερη και την [τέταρτη] περίοδο του άρθρου 5, παράγραφος 1, στις οποίες, ως ίσχυαν κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, γίνεται ρητή μνεία των δύο μεθόδων υπολογισμού των αξιών: με βάση τα τοπικά στοιχεία καθορισμού των αξιών και με βάση τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από την επιτροπή του άρθρου 192 του οικοδομικού κώδικα, αντιστοίχως.
31. Συνεπώς, κατ’ αρχήν, το Landgericht Berlin δεν περιέλαβε στο προδικαστικό ερώτημα την πρώτη περίοδο του άρθρου 5, στην οποία προβλέπεται ότι «η εμπορική αξία των γεωργικών εκτάσεων […] υπολογίζεται σύμφωνα με τη Wertermittlungsverordnung [υπουργική απόφαση για τον υπολογισμό των αξιών] της 6ης Δεκεμβρίου 1988». Πάντως, η Γερμανική Κυβέρνηση διατείνεται ότι το μέρος αυτό της διατάξεως είναι απαραίτητο για την ορθή ερμηνεία του άρθρου 5 και το σημαντικότερο μέρος της διατάξεως για να διασφαλιστεί ότι συνάδει πλήρως με το δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, για να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο εθνικό δικαστήριο, θεωρώ ότι αρμόζει να περιληφθεί στην ανάλυση το σύνολο του άρθρου 5, παράγραφος 1, της υπουργικής αποφάσεως περί της κτήσεως εκτάσεων.
32. Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο δεν δύναται, στο πλαίσιο διαδικασίας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, να αποφανθεί άμεσα περί του συμβατού εθνικού κανόνα προς το δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, η αναφορά στο άρθρο 5 της υπουργικής αποφάσεως περί της κτήσεως εκτάσεων πρέπει να γίνει εμμέσως.
33. Κατόπιν όλων των προηγουμένων, φρονώ ότι το προδικαστικό ερώτημα μπορεί να αναδιατυπωθεί προσηκόντως ως εξής:
«Αντιβαίνει στο άρθρο 87 ΕΚ εθνικός κανόνας όπως το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Flächenerwerbsverordnung;»
VI – Ανάλυση του προδικαστικού ερωτήματος
Περί του αν βάσει των μεθόδων υπολογισμού του άρθρου 5, παράγραφος 1, μπορεί να καθορισθεί η αληθής εμπορική αξία
34. Όπως προαναφέρθηκε, για να εκτιμηθεί το συμβατό του άρθρου 5 της υπουργικής αποφάσεως περί της κτήσεως εκτάσεων με το άρθρο 87 ΕΚ πρέπει να κριθεί αν οι μέθοδοι υπολογισμού της διατάξεως αυτής είναι πρόσφορες για τον καθορισμό της αληθούς εμπορικής αξίας των γεωργικών εκτάσεων. Μόνο σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως διασφαλίζεται ότι δεν θα ορισθεί τόσο χαμηλή τιμή ώστε να συνεπάγεται ότι χορηγείται κρατική ενίσχυση στον αγοραστή.
35. Συναφώς, θεωρώ χρήσιμες ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις.
36. Είναι περιττό να υπογραμμισθεί ότι ο καθορισμός της εμπορικής αξίας είναι σημαντικός εφόσον η Γερμανία επέλεξε να εφαρμόσει, επί της αξίας αυτής, τη μέγιστη επιτρεπόμενη μείωση, συγκεκριμένα το 35 % της αξίας αυτής, στην τιμή αγοράς των εκτάσεων αυτών (14). Αν το κράτος μέλος είχε επιλέξει να εφαρμόσει αισθητώς χαμηλότερη μείωση, θα ήταν σημαντικά μικρότερος ο κίνδυνος ότι ο εσφαλμένος καθορισμός της εμπορικής αξίας συνεπάγεται άμεσα τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως. Αντιθέτως, όταν, όπως εν προκειμένω, το κράτος μέλος επιλέξει να εφαρμόσει τη μέγιστη επιτρεπόμενη μείωση, κάθε εκτίμηση της εμπορικής αξίας των εκτάσεων, ως προς την οποία μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί ότι δεν αντανακλά την εμπορική αξία επειδή είναι πολύ χαμηλή, καταλήγει σε χορήγηση μη σύννομης ενισχύσεως.
37. Είναι σαφές ότι καμία μέθοδος δεν είναι αλάνθαστη κατά την εκτίμηση ex ante της εμπορικής αξίας, όπως επίσης είναι σαφές ότι δεν είναι εξίσου πρόσφορες όλες οι πιθανές μέθοδοι. Ως αρχικώς είχε η επίδικη διάταξη, η Γερμανία απέρριψε και τους ανοιχτούς διαγωνισμούς και τις ατομικές αποτιμήσεις, επιλέγοντας δύο διαδικασίες, μία κύρια διαδικασία συνιστάμενη στην εφαρμογή των αποκαλουμένων τοπικών στοιχείων καθορισμού της αξίας, και μία επικουρική διαδικασία με αποτίμηση από επιτροπή πραγματογνωμόνων, η οποία, τουλάχιστον εν μέρει, έχει προφανώς δικούς της πίνακες αξιών.
38. Ασφαλώς, ο καλύτερος τρόπος καθορισμού της εμπορικής αξίας συνίσταται στην υπαγωγή της αγοραπωλησίας σε διαδικασία δημόσιου, ανοιχτού και άνευ όρων διαγωνισμού. Επομένως, η ανακοίνωση της Επιτροπής της 10ης Ιουλίου 1997 προϋποθέτει ότι οι πωλήσεις αυτές με διαδικασία υποβολής προσφορών πραγματοποιούνται πάντοτε στην εμπορική αξία, εφόσον δεν ενέχουν κανένα στοιχείο κρατικής ενισχύσεως. Ωστόσο, όταν δεν υπάρχει διαδικασία υποβολής προσφορών, η προπαρατεθείσα ανακοίνωση τονίζει σαφώς την προτίμησή της για ατομική αποτίμηση του περιουσιακού στοιχείου, με βάση «γενικώς αποδεκτούς δείκτες της αγοράς και προδιαγραφές εκτιμήσεως».
39. Συνεπώς, το γεγονός και μόνον ότι το άρθρο 5 της υπουργικής αποφάσεως περί της κτήσεως εκτάσεων δεν προβλέπει στις περιπτώσεις αυτές διαδικασία υποβολής προσφορών –η οποία είναι δυσκόλως πραγματοποιήσιμη σε τόσο ευρέα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεως– δεν συνεπάγεται ότι το άρθρο αυτό δεν συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης.
40. Εξάλλου, κατά την άποψή μου, ούτε η χρησιμοποίηση πινάκων ή αξιών αναφοράς συνιστά αποφασιστικό παράγοντα per se για να συναχθεί ότι η επίδικη μέθοδος υπολογισμού δεν είναι πρόσφορη για τον καθορισμό της εμπορικής αξίας: η ανακοίνωση της Επιτροπής αναφέρει, όπως παρατηρήθηκε, τη χρήση «δεικτών της αγοράς» και «γενικώς αποδεκτών προδιαγραφών εκτιμήσεως». Ωστόσο, στην ανακοίνωση αυτή τονίζεται ότι οι εν λόγω δείκτες ή προδιαγραφές πρέπει να έχουν όσο το δυνατόν επικαιροποιηθεί ώστε να διατηρούν το κύρος τους και να μην έχουν καταστεί παρωχημένα λόγω των νέων συνθηκών της αγοράς (15). Ο κίνδυνος να συμβεί αυτό είναι αδιαμφισβήτητα μεγάλος στο πλαίσιο τιμών με εξαιρετικά ανοδική τάση, όπως στην προκειμένη περίπτωση.
41. Τέλος, η μεγαλύτερη ή μικρότερη πιθανότητα επιτεύξεως του σκοπού μιας συγκεκριμένης διαδικασίας υπολογισμού της εμπορικής αξίας έχει, επομένως, συνέπειες όσον αφορά το συμβατό της με το δίκαιο της Ένωσης. Πάντως, αν το ερώτημα τίθεται, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ως διατύπωση γενικής και αφηρημένης κρίσεως μιας δεδομένης διαδικασίας, πρέπει να εκτιμηθεί «αν, [βάσει της διαδικασίας αυτής], είναι απίθανο» να επιτευχθεί το εν λόγω αποτέλεσμα –ήτοι, η εμπορική αξία–, προτού αναγνωρισθεί ότι δεν συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης.
42. Επομένως, το γεγονός ότι δεν μπορεί να εκτιμηθεί γενικώς η «απουσία πιθανότητας» δεν συνεπάγεται ότι όλες οι εφαρμογές της διατάξεως αυτής συνάδουν προς το δίκαιο της Ένωσης. Συνεπώς, η απάντηση την οποία θα δώσει στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο δεν θα επιλύσει όλα τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσει το εθνικό δικαστήριο σε σχέση με την εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Αντιθέτως, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εξετάσει αν, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε περιπτώσεως, προκύπτει χορήγηση μη σύννομης κρατικής ενισχύσεως.
43. Υπό το πρίσμα αυτό και με τη δυναμική αυτή προσέγγιση πρέπει να εξετασθούν οι δύο μέθοδοι υπολογισμού τις οποίες προβλέπει ρητώς το άρθρο 5 της υπουργικής αποφάσεως περί της κτήσεως εκτάσεων.
1. Η μέθοδος υπολογισμού με βάση «τα τοπικά στοιχεία καθορισμού της αξίας» (regionale Wertansätze)
44. Η αδυναμία όλων αυτών των αξιών αναφοράς, η οποία θίγεται μόνον ακροθιγώς, έγκειται στο ότι μπορεί, και μάλιστα προβλέπεται, να καταστούν παρωχημένες, ήτοι να μην αντιστοιχούν στις εξελίξεις της αγοράς, με άλλα λόγια δεν προσαρμόζονται τάχιστα στις ιδιαίτερες της αγοράς. Για τον λόγο αυτό, η δυνατότητα «επικαιροποιήσεως» των αξιών αυτών έχει μεγάλη σημασία, μολονότι δεν μπορεί ποτέ να διασφαλισθεί ότι τα στοιχεία αυτά είναι επαρκή.
45. Η δικογραφία περιλαμβάνει ελάχιστα πληροφοριακά στοιχεία όσον αφορά τον τρόπο συλλογής των τοπικών αυτών στοιχείων καθορισμού της αξίας (16), ούτε, όπερ και σημαντικότερο, στοιχεία σχετικά με τον ρυθμό ή την ταχύτητα επικαιροποιήσεώς τους (που μπορεί να διαφέρει αναλόγως του ομόσπονδου κράτους).
46. Η Seydaland προσκόμισε ένα χάρτη από το κτηματολόγιο (Landesamt für Vermessung) του ομόσπονδου κράτους της Sachsen-Anhalt, στον οποίο αναφέρεται ότι υφίσταται ταχύτατη επικαιροποίηση (τουλάχιστον ετήσια) των αξιών αναφοράς των ακινήτων (Bodenrichtwerte) κατά το άρθρο 196 του οικοδομικού κώδικα, επί των οποίων βασίζονται τα τοπικά στοιχεία καθορισμού της αξίας των ακινήτων. Ακόμη και αν τούτο επιβεβαιωθεί, τα στοιχεία αυτά θα αντανακλούν μόνον την κατάσταση σε ένα συγκεκριμένο ομόσπονδο κράτος.
47. Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απλώς εθίγη ότι, κατά τον χρόνο συνάψεως της επίδικης συμβάσεως, οι επισήμως δημοσιευθέντες πίνακες δεν αντανακλούσαν την τρέχουσα εμπορική αξία. Επομένως, με μια δυναμική προσέγγιση, συνάγεται ότι τα προαναφερθέντα τοπικά στοιχεία καθορισμού της αξίας των ακινήτων μπορεί να μην αντιστοιχούν στην εμπορική αξία αν δεν επικαιροποιούνται με την απαιτούμενη ταχύτητα, ιδιαίτερα σε πλαίσιο αυξήσεως των τιμών.
2. Ο υπολογισμός που ανατίθεται σε «επιτροπή πραγματογνωμόνων» (Gutachtersausschuss)
48. Ωστόσο, το άρθρο 5 της υπουργικής αποφάσεως περί της κτήσεως εκτάσεων ανορθώνει προφανώς την προαναφερθείσα δυσχέρεια προβλέποντας τη δυνατότητα, στις περιπτώσεις αυτές, να αντικαθίσταται ο κατά προτεραιότητα υπολογισμός βάσει των τοπικών στοιχείων καθορισμού της αξίας αναφοράς με την παρέμβαση της κατά τόπον αρμόδιας επιτροπής πραγματογνωμόνων, η οποία θα αποτιμήσει την εμπορική αξία κατά το άρθρο 192 του οικοδομικού κώδικα.
49. Η παρέμβαση των εν λόγω επιτροπών πραγματογνωμόνων μπορεί να αποτελέσει ένα πιο ευέλικτο μέσο, με μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής στις ταχύτατες διακυμάνσεις των επιπέδων των τιμών. Ωστόσο, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ομοφωνία συναφώς.
50. Αφενός, το Landgericht Berlin διατείνεται ότι οι επιτροπές δεν υπολογίζουν την εμπορική αξία «βάσει της τρέχουσας κατάστασης της αγοράς, αλλά βάσει τιμών που συλλέγονται από την επιτροπή, κατά το άρθρο 192 του οικοδομικού κώδικα, και οι οποίες ενδέχεται να ανατρέχουν σε πολύ παλαιότερα έτη». Τελικώς, οι επιτροπές πραγματογνωμόνων λειτουργούν και βάσει προκαθορισμένων καταλόγων αξιών, οι οποίοι μπορεί επίσης να είναι παρωχημένοι, όπως τα τοπικά στοιχεία καθορισμού της αξίας αναφοράς (17).
51. Πάντως, αντιθέτως προς τα προεκτεθέντα, η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι τα μέλη της επιτροπής πραγματογνωμόνων δεν δεσμεύονται από καμία αξία αναφοράς και μπορούν να προσαρμόζουν την απόφασή τους περί της αξίας υπό το πρίσμα άλλων παραγόντων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πρώτη περίοδο του άρθρου 5 της υπουργικής αποφάσεως περί της κτήσεως εκτάσεων, η επιτροπή πραγματογνωμόνων δύναται, κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση (18), να εφαρμόσει διαφορετικές και πιο ευέλικτες μεθόδους αποτιμήσεως. Ωστόσο, θα εξετάσω τη δυνατότητα αυτή κατωτέρω.
52. Ακόμα και λαμβάνοντας υπόψη τα ευνοϊκά αυτά στοιχεία, το συμβατό της δεύτερης αυτής μεθόδου υπολογισμού με το άρθρο 87 ΕΚ μπορεί να κριθεί μόνο με την επιφύλαξη ότι, στην πράξη, προκύπτει το πρόσφορο αποτέλεσμα. Εκ νέου, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αν τα στοιχεία ή οι κατάλογοι που χρησιμοποιεί ή πρέπει να χρησιμοποιεί η επιτροπή πραγματογνωμόνων είναι επαρκώς επικαιροποιημένα, και αν η εν λόγω επιτροπή διαθέτει επαρκή ελευθερία, εάν χρειαστεί, να αποκλίνει των προκαθορισμένων αυτών αξιών.
Περί του αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, προβλέπει άλλες επικουρικές μεθόδους υπολογισμού
53. Ωστόσο, ακόμη και αν συναχθεί ότι οι δύο προεξετασθείσες μέθοδοι υπολογισμού δεν διασφαλίζουν επαρκώς την ορθή αποτίμηση της εμπορικής αξίας, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της υπουργικής αποφάσεως περί της κτήσεως εκτάσεων μπορεί να συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης, αν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το κατά γράμμα περιεχόμενό του δεν απαγορεύει την εφαρμογή επικουρικού μηχανισμού για τον καθορισμό της εν λόγω εμπορικής αξίας (παραδείγματος χάρη, του χρησιμοποιηθέντος από την BVVG μηχανισμού).
54. Από τη δικογραφία δεν είναι σαφές αν η επικουρική αυτή μέθοδος υπολογισμού προκύπτει σιωπηρώς από το εν λόγω άρθρο 5 ή αν απαιτούνταν να μην εφαρμοσθεί ο κανόνας αυτός για να επιτευχθεί λύση συνάδουσα με τις επιταγές του άρθρου 87 ΕΚ.
55. Το αιτούν δικαστήριο και η Επιτροπή βασίζονται στην υπόθεση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, προβλέπει μόνο δύο μεθόδους υπολογισμού της εμπορικής αξίας. Αντιθέτως, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η εν λόγω διάταξη αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο εφαρμογής άλλων μεθόδων υπολογισμού, κάνοντας μνεία, στην πρώτη φράση, των γενικών διατάξεων της υπουργικής αποφάσεως για τον υπολογισμό των αξιών (Wertermittlungsverordnung), η οποία περιλαμβάνει τρεις πρόσθετες μεθόδους αποτιμήσεως. Η BVVG προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 5 δεν αποκλείει την προσφυγή σε ατομική αποτίμηση των εκτάσεων, την οποία πραγματοποιεί πραγματογνώμων, κατά τους γενικούς κανόνες που διέπουν τις διαφορές του αστικού δικαίου (άρθρο 404, παράγραφος 2, του Zivilprozessordnung, κώδικα πολιτικής δικονομίας).
56. Αφετέρου, η νέα διατύπωση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της υπουργικής αποφάσεως περί της κτήσεως εκτάσεων, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 11 Ιουλίου 2009, προβλέπει ρητώς την εν λόγω δυνατότητα προσφυγής σε ορκωτό πραγματογνώμονα, ο οποίος πρέπει να λάβει υπόψη «τις πρόσφατες εξελίξεις των αξιών στο πλαίσιο των διαδικασιών υποβολής προσφορών για συγκρίσιμες εκτάσεις» (19).
57. Δεν απόκειται στο Δικαστήριο η επιλογή μίας από τις δύο δυνατές ερμηνείες της επίδικης διατάξεως, μολονότι μπορεί να είναι ουσιώδης προς απάντηση του προδικαστικού ερωτήματος ως έχει διατυπωθεί, αλλά στο αιτούν δικαστήριο.
58. Ανεξαρτήτως των προεκτεθέντων, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το εθνικό δικαστήριο πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύει την εθνική νομοθεσία κατά τρόπο συνάδοντα προς τις επιταγές του δικαίου της Ένωσης (20). Η Γερμανική Κυβέρνηση και η BVVG προτείνουν, όπως προαναφέρθηκε, ερμηνεία του άρθρου 5 της υπουργικής αποφάσεως περί της κτήσεως εκτάσεων συνάδουσα προς τις εν λόγω επιταγές, αλλά το Landgericht Berlin πρέπει να κρίνει αν η ερμηνεία αυτή είναι δυνατή.
VII – Πρόταση
59. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του Landgericht Berlin ως ακολούθως:
«1) Ορισμένες διαδικασίες καθορισμού της εμπορικής αξίας των γεωργικών εκτάσεων όπως οι θεσπιζόμενες με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της γερμανικής υπουργικής αποφάσεως περί της κτήσεως εκτάσεων της 20ής Δεκεμβρίου 1995 δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 87 ΕΚ καθόσον:
α) οι αξίες αναφοράς, οι οποίες περιγράφονται ως το πρώτο κριτήριο καθορισμού της αξίας, αποτελούν αντικείμενο τακτικής επικαιροποιήσεως, όπως επιβάλλει η εξέλιξη της αγοράς, ή
β) όταν, επικουρικώς, παρεμβαίνει η ανεξάρτητη επιτροπή πραγματογνωμόνων, δεν δεσμεύεται οπωσδήποτε από προδιαγραφές εκτιμήσεως οι οποίες ενδέχεται να είναι παρωχημένες λόγω της εξελίξεως της αγοράς.
Απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν οι τιθέμενες με τα στοιχεία α΄ και β΄, προϋποθέσεις πληρούνται ανά περίπτωση.
2) Το ζήτημα αν εθνικός κανόνας όπως αυτός που περιλαμβάνεται στην υπουργική απόφαση της κύριας δίκης περί της κτήσεως εκτάσεων επιτρέπει τη χρήση άλλων κριτηρίων καθορισμού της αξίας, τα οποία διαφέρουν των ρητώς προβλεπομένων στη σχετική διάταξη, στην περίπτωση κατά την οποία μπορεί να είναι λυσιτελή υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, απόκειται στην κρίση του εθνικού δικαστηρίου, σύμφωνα με ερμηνεία συνάδουσα προς το δίκαιο της Ένωσης.»
1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.
2 – ΕΕ C 209, σ. 3.
3 – Κανονισμός του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 1997 (ΕΕ L 142, σ. 1).
4 – Κανονισμός του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων κανονισμών (ΕΕ L 160, σ. 80).
5 – Νόμος περί αντισταθμιστικών παροχών από το κράτος για τις δημεύσεις περιουσιών που δεν μπορούν να επιστραφούν και οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1945 και 1949 από τις σοβιετικές δυνάμεις κατοχής βάσει του δικαίου περί κατοχής ή των προνομίων τους ως δυνάμεων κατοχής (Gesetz über staatliche Ausgleichsleistungen für Enteignungen auf besatzungsrechtlicher oder besatzungshoheitlicher Grundlage, die nicht mehr rückgängig gemacht werden können), BGBl. I 1994, 2624.
6 – Κανονισμός περί της κτήσεως γεωργικών εκτάσεων, της διαδικασίας και της συμβουλευτικής επιτροπής (Verordnung über den Erwerb land- und forstwirtschaftlicher Flächen, das Verfahren sowie den Beirat nach dem Ausgleichsleistungsgesetz), BGBl. I 1995, 2072.
7 – Το κείμενο αυτό ίσχυε μέχρι τις 10 Ιουλίου 2009. Το νέο κείμενο, που τέθηκε σε ισχύ από τις 11 Ιουλίου του ιδίου έτους, έχει το ακόλουθο περιεχόμενο (οι διαφορές υπογραμμίζονται): «Η εμπορική αξία των γεωργικών εκτάσεων υπολογίζεται βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 7, πρώτη και έκτη περίοδος […] του Ausgleichsleistungsgesetz βάσει των διατάξεων της Wertermittlungsverordnung [υπουργικής αποφάσεως για τον υπολογισμό των αξιών] της 6ης Δεκεμβρίου 1988 (BGBl. I σ. 2209) […]. Εφόσον για τις αρόσιμες και τις χορτολιβαδικές εκτάσεις υπάρχουν τοπικά στοιχεία, το ύψος της αξίας πρέπει να καθορίζεται βάσει αυτών. Τα τοπικά στοιχεία καθορισμού της αξίας δημοσιεύονται από τον Ομοσπονδιακό Υπουργό των Οικονομικών στην Ομοσπονδιακή Εφημερίδα Δημοσιεύσεων [Bundesanzeiger] […]. Αν υφίστανται πραγματικά στοιχεία ως προς το ότι οι υπολογιζόμενες βάσει των τοπικών στοιχείων αξίες δεν προσφέρονται ως βάση υπολογισμού, ο φορέας αποκρατικοποιήσεων θα προβεί σε προσφορά λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της αξίας. Ο υποψήφιος αγοραστής ή ο φορέας αποκρατικοποιήσεων μπορούν να ζητήσουν νέα εκτίμηση της εμπορικής αξίας από τη συσταθείσα βάσει του άρθρου 192 του Bundesbaugesetz και κατά τόπον αρμόδια επιτροπή ή από ορκωτό πραγματογνώμονα, που πρέπει να λάβει υπόψη τις πρόσφατες εξελίξεις των αξιών στο πλαίσιο των διαδικασιών υποβολής προσφορών για παρεμφερείς εκτάσεις».
8 – Απόφαση 1999/268/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Ιανουαρίου 1999, σχετικά με την απόκτηση εκτάσεων σύμφωνα με το νόμο περί αντιστάθμισης (ΕΕ L 107, σ. 21).
9 – Απόφαση περί κρατικών ενισχύσεων N 506/99 – Γερμανία, κοινοποιηθείσα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με έγγραφο της Επιτροπής της 19ης Ιανουαρίου 2000.
10 – Μολονότι στο αρχικό κείμενο του προδικαστικού ερωτήματος αναφέρεται «δεύτερη και τρίτη περίοδος», πρόκειται περί λάθους.
11 – Συνομολογείται επίσης ότι η χρησιμοποίηση τιμής πωλήσεως χαμηλότερης από την εμπορική αξία συνιστά στην περίπτωση αυτή «κρατική ενίσχυση» κατά τη νομολογία, εφόσον πληροί όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 87 ΕΚ (νυν άρθρου 107 ΣΛΕΕ). Έτερο παράδειγμα τέτοιου είδους ενισχύσεως αποτελεί η απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, C-295/07 P, Επιτροπή κατά Département du Loiret (Συλλογή 2008, σ. I‑9363).
12 – Σύμφωνα με την εναγομένη, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 18 % το 2007 και 15 % το 2008.
13 – Το επιχείρημα ότι η απόφαση της Επιτροπής της 22ας Δεκεμβρίου 1999 είχε εγκρίνει τις δύο μεθόδους υπολογισμού του άρθρου 5 δεν ασκεί επιρροή συναφώς, εφόσον τίποτα δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να διατυπώσει αντίθετη άποψη προς τη θεωρητική αυτή έγκριση της Επιτροπής. Επομένως, δεν φρονώ ότι είναι απαραίτητο να αναλυθεί λεπτομερώς το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής. Εν πάση περιπτώσει, όπως αναγνωρίζουν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, η απόφαση αυτή δεν ενέκρινε άνευ όρων τις προαναφερθείσες μεθόδους υπολογισμού, αλλά με την επιφύλαξη ότι, βάσει αυτών, στην πράξη, καθορίζεται η εμπορική αξία των εν λόγω εκτάσεων.
14 – Άρθρο 3, παράγραφος 7, του νόμου περί αντισταθμιστικών παροχών.
15 – Για τον λόγο αυτόν, στο κεφάλαιο II, σημείο 2, στοιχείο α΄, πέμπτη περίπτωση, της ανακοινώσεως της Επιτροπής ως εμπορική αξία νοείται η τιμή στην οποία μπορούν ελευθέρως να πωληθούν [οι εκτάσεις] «κατά την ημέρα της αποτιμήσεως».
16 – Πλην του ότι βασίζονται σε ορισμένες «αξίες αναφοράς των ακινήτων» (Bodenrichtwerte) κατά το άρθρο 196 του οικοδομικού κώδικα. Τα τοπικά στοιχεία καθορισμού της αξίας και οι εν λόγω αξίες αναφοράς των ακινήτων διαφέρουν προφανώς αναλόγως της περιφέρειας που καλύπτουν (συναφώς, Columbus, C., «Die Gemeinschaftskonformität des regionalen Wertansatzes», BriefezumAgrarrecht 1/2009, 14, 15).
17 – Συγκεκριμένα, ο κατάλογος τιμών αγοράς, που έχει καταρτισθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 195 του οικοδομικού κώδικα (Kaufpreissammlung), χρησιμοποιείται για την εκπόνηση των «αξιών αναφοράς των ακινήτων» του άρθρου 196 του ιδίου νόμου (Bodenrichterte), οι οποίες χρησιμοποιούνται ως βάση για τα τοπικά στοιχεία καθορισμού της αξίας αναφοράς (regionale Wertansätze) (βλ. την προηγουμένη υποσημείωση).
18 – Ο ισχυρισμός αυτός περιλαμβάνεται στις πρώτες γραπτές παρατηρήσεις της παρεμβάσεώς της στη διαδικασία.
19 – Είναι σαφές ότι η τροποποίηση της διατάξεως μπορεί να θεωρηθεί ως υποδεικνύουσα ότι υπήρχαν συγκεκριμένα κενά στο προγενέστερο κείμενο, αλλά η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η μεταρρύθμιση διευκρίνισε μόνον την κατά γράμμα διατύπωση του άρθρου, χωρίς να αμβλύνει το περιεχόμενό της.
20 – Αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, C-262/97, Engelbrecht (Συλλογή 2000, σ. I-7321, σκέψη 39), της 27ης Οκτωβρίου 2009, C-115/08, ČEZ (Συλλογή 2009, σ. Ι-10265, σκέψη 138), της 13ης Απριλίου 2010, C-91/08, Wall (που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 70), και της 22ας Ιουνίου 2010, C-188/10 και C‑189/10, Aziz Melki και Sélim Abdeli (που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 49 και 50).