ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

VERICA TRSTENJAK

της 24ης Ιουνίου 2010 (1)

Υπόθεση C‑213/09

Barsoum Chabo

κατά

Hauptzollamt Hamburg-Hafen

[αίτηση του Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κανονισμός (ΕΚ) 1719/2005 – Κοινό δασμολόγιο – Ειδικός δασμός – Κονσέρβες μανιταριών του γένους Agaricus (Champignons) – Αναλογικότητα – Κριτήριο ελέγχου στην περίπτωση ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως – Σκοποί της γεωργικής πολιτικής – Σκοποί της εμπορικής πολιτικής – Αναγκαιότητα – ΠΟΕ –Σύμβαση για τη γεωργία – Άρθρο 4 – Δασμολόγηση – Ανεπίτρεπτο επιβολής κυμαινόμενων γεωργικών εισφορών»





1.        Με την παρούσα διάταξη περί παραπομπής δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ (2), το Finanzgericht Hamburg (στο εξής: αιτούν δικαστήριο) ερωτά εάν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας η επιβολή ειδικού δασμού ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος σε κονσέρβες μανιταριών του γένους Agaricus, ήτοι σε μανιτάρια Παρισίων (Champignons) (στο εξής: κονσέρβες μανιταριών), που εισήχθησαν στην Κοινότητα από τη Λαϊκή Δημοκρατίας της Κίνας πέραν μιας προβλεπόμενης ποσοστώσεως.

2.        Στο παρελθόν, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να εξετάσει το ζήτημα της συμβατότητας της επιβολής συμπληρωματικών ποσών επί της εισαγωγής κονσερβών μανιταριών από τρίτες χώρες προς την αρχή της αναλογικότητας (3). Ωστόσο, τα εν λόγω συμπληρωματικά ποσά αποτελούσαν αυτοτελείς γεωργικές εισφορές της Κοινότητας. Η παρούσα διάταξη περί παραπομπής θέτει το ζήτημα εάν τα κριτήρια, τα οποία εφάρμοσε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτοτελών γεωργικών εισφορών, μπορούν να μεταφερθούν και επί ενός ειδικού δασμού που αντικατέστησε τα οικεία συμπληρωματικά ποσά και του οποίου το ύψος πάντως αντιστοιχεί σ’ ένα ανώτατο ποσό που αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγματεύσεως και συμφωνίας στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (στο εξής: ΠΟΕ).

I –    Εφαρμοστέο δίκαιο

 Το δίκαιο του παγκόσμιου εμπορίου

3.        Με την απόφαση του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθόσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (4), η Κοινότητα προσχώρησε στη Συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και σε μια σειρά πολυμερών συμφωνιών. Μεταξύ των πολυμερών συμφωνιών περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1994 (5) (στο εξής: GATT 1994) και η συμφωνία για τη γεωργία (6) (στο εξής: συμφωνία για τη γεωργία).

4.        Η GATT 1994 περιλαμβάνει και τις διατάξεις της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1947 (στο εξής: GATT 1947), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ρήτρα του μάλλον ευνοουμένου κράτους του άρθρου Ι, παράγραφος 1, της GATT 1947. Βάσει της ρήτρας αυτής, όλα τα πλεονεκτήματα, ευεργετήματα, προνόμια ή ατέλειες που παραχωρούνται από συμβαλλόμενο μέρος σε προϊόν καταγωγής ή προορισμού οποιασδήποτε άλλης χώρας θα επεκτείνονται αμέσως και άνευ όρων σε κάθε παρόμοιο προϊόν που έχει ως καταγωγή ή προορισμό το έδαφος οποιουδήποτε άλλου συμβαλλόμενου μέρους.

5.        Το άρθρο II της GATT 1947 ρυθμίζει τους πίνακες των παραχωρήσεων των μελών του ΠΟΕ. Η παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του ανωτέρω άρθρου ορίζει:

«Κάθε συμβαλλόμενο μέρος επιφυλάσσει στους εμπορευόμενους των λοιπών συμβαλλομένων μερών μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που προβλέπεται στο οικείο μέρος του αντίστοιχου πίνακα που επισυνάπτεται στην παρούσα συμφωνία.»

6.        Το άρθρο 4 της συμφωνίας για τη γεωργία ρυθμίζει την πρόσβαση στην αγορά και ορίζει:

«1. Οι παραχωρήσεις σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά, που περιλαμβάνονται στους πίνακες, αφορούν παγιοποιήσεις και μειώσεις δασμών και άλλες υποχρεώσεις σχετικές με την πρόσβαση στην αγορά, που ορίζονται στους εν λόγω πίνακες.

2. Τα μέλη δεν εξακολουθούν να εφαρμόζουν μέτρα τα οποία θα έπρεπε να είχαν μετατραπεί σε συνήθεις δασμούς (1), ούτε προσφεύγουν ή επανέρχονται σε τέτοια μέτρα, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 5 και στο παράρτημα 5.»

7.        Η υποσημείωση 1 επί της εννοίας «μέτρα» του άρθρου 4 της συμφωνίας για τη γεωργία έχει ως εξής:

«Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών, κυμαινόμενες εισφορές κατά την εισαγωγή, ελάχιστες τιμές εισαγωγών, διακριτική έκδοση αδειών εισαγωγής, μη δασμολογικά μέτρα που διατηρούν δημόσιες εμπορικές επιχειρήσεις, εκούσιους περιορισμούς των εξαγωγών και παρεμφερή μέτρα που λαμβάνονται στα σύνορα, εκτός των συνήθων δασμών […].»

8.        Το άρθρο 5 της συμφωνίας για τη γεωργία προβλέπει μια ιδιαίτερη προστατευτική ρήτρα σε σχέση με την εισαγωγή αγροτικών προϊόντων. Προϋπόθεση για την επίκληση αυτής της ιδιαίτερης προστατευτικής ρήτρας είναι τα οικεία προϊόντα να έχουν προσδιοριστεί στον πίνακα δεσμεύσεων με το σύμβολο «ΕΔΔ». Στους πίνακες δεσμεύσεων της Κοινότητας τα προϊόντα του κωδικού ΣΟ 2003 10 30 δεν προσδιορίζονται με το σύμβολο αυτό.

9.        Στο πλαίσιο του Γύρου της Ουρουγουάης, η Κοινότητα ανέλαβε τη δέσμευση να επιβάλλει σε προϊόντα του κωδικού ΣΟ 2003 10 30 δασμό ad valorem ύψους 23 % στο πλαίσιο ποσοστώσεως 62 660 τόνων κατ’ ανώτατο όριο. Περαιτέρω, ανέλαβε τη δέσμευση να επιβάλλει πέραν της ποσοστώσεως αυτής δασμό ad valorem ύψους, κατ’ ανώτατο όριο, 18,4 % και ειδικό δασμό ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού στραγγισμένου βάρους. Οι δεσμεύσεις αυτές περιλαμβάνονται στους πίνακες δεσμεύσεων της Κοινότητας στο πλαίσιο του ΠΟΕ. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είναι από 1ης Δεκεμβρίου 2001 μέλος του ΠΟΕ. Η Κοινότητα αύξησε το ύψος των ποσοστώσεων για προϊόντα του κωδικού ΣΟ 2003 10 30 προελεύσεως Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας σε 23 750 τόνους (7).

 Το κοινοτικό δίκαιο (8)

10.      Κατά το άρθρο 33, παράγραφος 1, ΕΚ, σκοποί της κοινής γεωργικής πολιτικής είναι:

α)      να αυξάνει την παραγωγικότητα της γεωργίας με την ανάπτυξη της τεχνικής προόδου, με την εξασφάλιση της ορθολογικής αναπτύξεως της γεωργικής παραγωγής, καθώς και της αρίστης χρησιμοποιήσεως των συντελεστών παραγωγής, ιδίως του εργατικού δυναμικού·

β)      να εξασφαλίζει κατ’ αυτό τον τρόπο ένα δίκαιο βιοτικό επίπεδο στο γεωργικό πληθυσμό, ιδίως με την αύξηση του ατομικού εισοδήματος των εργαζομένων στη γεωργία·

γ)      να σταθεροποιεί τις αγορές·

δ)      να εξασφαλίζει τον εφοδιασμό·

ε)      να διασφαλίζει λογικές τιμές κατά την προσφορά αγαθών στους καταναλωτές.»

11.   Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (9), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 254/2000 του Συμβουλίου, της 31ης Ιανουαρίου 2000, για την τροποποίηση του κανονισμού 2658/87 (10) (στο εξής: τροποποιηθείς κανονισμός 2658/87), εισήχθη από την Επιτροπή μια Συνδυασμένη Ονοματολογία (στο εξής: ΣΟ). Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, του τροποποιηθέντος κανονισμού 2658/87, η ΣΟ περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι. Κατά τη δεύτερη περίοδο της παραγράφου αυτού, το παράρτημα ορίζει μεταξύ άλλων τους δασμούς του Κοινού Δασμολογίου (στο εξής: ΚΔ).

12.       Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του τροποποιηθέντος κανονισμού 2658/87 ορίζει:

«Η Επιτροπή θεσπίζει κάθε χρόνο κανονισμό που περιλαμβάνει το πλήρες κείμενο της Συνδυασμένης Ονοματολογίας και των δασμών, σύμφωνα με το άρθρο 1, όπως αυτό προκύπτει από τα μέτρα που θεσπίζονται από το Συμβούλιο ή από την Επιτροπή. Ο εν λόγω κανονισμός δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το αργότερο στις 31 Οκτωβρίου και εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους.»

13.      Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του τροποποιηθέντος κανονισμού 2658/87, τούτο δεν μπορεί να συνεπάγεται τροποποίηση των δασμών.

14.      Το παράρτημα Ι του τροποποιηθέντος κανονισμού 2658/87 αντικαταστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1719/2005 της Επιτροπής, της 27ης Οκτωβρίου 2005, για την τροποποίηση του παραρτήματος Ι του κανονισμού 2658/87 (11) που άρχισε να ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 2006.

15.      Το τμήμα Ι του παραρτήματος Ι του κανονισμού 1719/2005 περιλαμβάνει ορισμένες προκαταρκτικές διατάξεις στις οποίες περιλαμβάνεται ένας κατάλογος με τα χρησιμοποιούμενα σημεία, συντομογραφίες και σύμβολα. Βάσει του καταλόγου αυτού, η συντομογραφία «χιλιόγραμμα/net eda» σημαίνει «Χιλιόγραμμο καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος».

16.      Το τμήμα ΙΙ του παραρτήματος αυτού περιλαμβάνει το εφαρμοστέο από χρονικής απόψεως επί της υπό κρίση υποθέσεως ΚΔ. Το κεφάλαιο 20 του ΚΔ αφορά παρασκευάσματα λαχανικών, καρπών και φρούτων ή άλλων μερών φυτών. Στο κεφάλαιο αυτό υπάρχουν οι ακόλουθες θέσεις:

«Κωδικός ΣΟ

Περιγραφή εμπορευμάτων

Συμβατικοί

δασμοί (%)

Συμπληρωματική

μονάδα

1

2

3

4

2003

Μανιτάρια και τρούφες, παρασκευασμένα ή διατηρημένα αλλιώς παρά με ξίδι ή οξικό οξύ:

   

2003 10

-Μανιτάρια του γένους Αgaricus:

   

2003 10 20

--προσωρινά διατηρημένα, που έχουν υποστεί πλήρη έψηση

18,4 + 191 €/100 χιλιόγραμμα/net eda (1)

χιλιόγραμμα/net eda

2003 10 30

--άλλα

18,4 + 222 €/100 χιλιόγραμμα/net eda (1)

χιλιόγραμμα/net eda»


17.      Η υποσημείωση 1 ορίζει:

«Το ειδικό ποσό, ως αυτόνομο μέτρο, εισπράττεται επί του καθαρού βάρους μετά τη στράγγιση.»

18.      Ο κανονισμός (ΕΚ) 1864/2004 της Επιτροπής, της 26ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με το άνοιγμα και τον τρόπο διαχείρισης δασμολογικών ποσοστώσεων για κονσέρβες μανιταριών εισαγόμενες από τρίτες χώρες (12) ρυθμίζει τις ποσοστώσεις εντός των οποίων παρέχει τη δυνατότητα προνομιακής προσβάσεως στην αγορά. Η πρώτη, έβδομη και δέκατη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1995/2005 της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1864/2004 (13) (στο εξής: τροποποιηθείς κανονισμός 1864/2004) έχουν ως εξής:

«(1)      Σε συνέχεια της συμφωνίας για τη γεωργία […] που συνήφθηκε κατά τον Γύρο της Ουρουγουάης των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων, η Κοινότητα ανέλαβε την υποχρέωση να ανοίξει από την 1η Ιουλίου 1995, και υπό ορισμένους όρους, κοινοτικές δασμολογικές ποσοστώσεις για κονσέρβες μανιταριών του γένους Agaricus υπαγόμενων στους κωδικούς ΣΟ 0711 90 40, 2003 10 20 και 2003 10 30.

[…]

(7) Με την επιφύλαξη του αποτελέσματος των διαπραγματεύσεων κατά τις διατάξεις του άρθρου ΧΧΙV, παράγραφος 6 της ΓΣΔΕ (GATT), 1994, και προκειμένου να διατηρηθούν οι παραδοσιακές εμπορικές ροές και παράλληλα να παραμείνει η αγορά της Κοινότητας ανοικτή για νέες προμηθεύτριες τρίτες χώρες, η ποσότητα κονσερβών μανιταριών του γένους Agaricus που εισάγονται στην Κοινότητα βάσει του συστήματος δασμολογικών ποσοστώσεων πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις προτιμήσεις που προβλέπονται στις ευρωπαϊκές συμφωνίες με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.

[…]

(10) Πρέπει να εξακολουθήσει να υπάρχει επαρκής εφοδιασμός της κοινοτικής αγοράς με τα σχετικά προϊόντα σε σταθερές τιμές, με παράλληλη αποτροπή της δημιουργίας περιττών προβλημάτων στην αγορά με μορφή σοβαρών διακυμάνσεων της τιμής και αρνητικών επιπτώσεων στους κοινοτικούς παραγωγούς. Προς τον σκοπό αυτό πρέπει να ενθαρρυνθούν η αύξηση του ανταγωνισμού μεταξύ εισαγωγέων και η μείωση των διοικητικών επιβαρύνσεων στις οποίες υπόκεινται.»

19.      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει μεταξύ άλλων δασμολογικές ποσοστώσεις για εισαγωγές στην Κοινότητα μανιταριών Παρισίων σε κονσέρβα του κωδικού ΣΟ 2003 10 30. Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ανωτέρω κανονισμού, ο ad valorem δασμός που εφαρμόζεται είναι 23 % για τα προϊόντα του κωδικού ΣΟ 2003 10 30.

20.      Ο κανονισμός (ΕΚ) 980/2005 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2005, για την εφαρμογή συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων (14), προβλέπει στο άρθρο του 1, παράγραφος 1, ένα σύστημα γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων. Κατά την παράγραφο 2 της διατάξεως αυτής, το σύστημα αυτό περιλαμβάνει ένα γενικό καθεστώς και ένα ειδικό καθεστώς, καθώς και ορισμένα ειδικά καθεστώτα. Κατά το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, οι δικαιούχοι χώρες των καθεστώτων απαριθμούνται στο παράρτημα Ι. Στο παράρτημα Ι, η Κίνα μνημονεύεται ως χώρα για την οποία ισχύει το γενικό καθεστώς. Κατά το άρθρο 4 του κανονισμού αυτού, τα προϊόντα, επί των οποίων έχει εφαρμογή το γενικό καθεστώς, απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ. Το παράρτημα ΙΙ περιλαμβάνει το κεφάλαιο 20 του ΓΔ στο οποίο ανήκει επίσης ο κωδικός ΣΟ 2003 10 30.

21.      Το άρθρο 7, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, και παράγραφος 5 του εν λόγω κανονισμού ορίζουν:

«(2) Οι κατ’ αξία δασμοί του κοινού δασμολογίου μειώνονται κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες για τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα II ως ευαίσθητα προϊόντα.

[…]

(5) Οι ειδικοί δασμοί δεν μειώνονται όταν οι δασμοί του κοινού δασμολογίου για τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα II ως ευαίσθητα προϊόντα περιλαμβάνουν κατ’ αξία δασμούς και ειδικούς δασμούς.»

22.      Κατά το παράρτημα ΙΙ, τα προϊόντα που εμπίπτουν στο κεφάλαιο 20 του ΓΔ χαρακτηρίζονται ως ευπαθή.

II – Πραγματικά περιστατικά

23.      Στις 6 Μαρτίου 2006, η εταιρία, της οποίας ιδιοκτήτης και μόνος εταίρος ήταν ο Barsoum Chabo (στο εξής: προσφεύγων στην κύρια δίκη), ζήτησε να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία 1 000 κιβώτια με κονσέρβες μανιταριών προελεύσεως Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Το εμπόρευμα χαρακτηρίστηκε στην τελωνειακή διασάφηση ως «μανιτάρια, διατηρημένα σε άλμη, χωρίς ξίδι» και υπήχθη στον κωδικό ΣΟ 2003 90 00 (άλλα μανιτάρια από τα μανιτάρια του γένους Agaricus). Κατά τον εκτελωνισμό επιβλήθηκε, σύμφωνα με τη διασάφηση, δασμός ad valorem με βάση συντελεστή 14,9 %.

24.      Πριν την 6η Μαρτίου 2006, η εταιρία του προσφεύγοντος είχε προβεί στην εισαγωγή προϊόντων υποβάλλοντας πανομοιότυπη διασάφηση λόγω της φύσεως των εμπορευμάτων. Στο πλαίσιο προηγούμενης εισαγωγής είχε διενεργηθεί αυτοψία των εμπορευμάτων. Από γνωμοδότηση τελωνειακής κατατάξεως, η οποία συντάχθηκε σε σχέση με την εν λόγω αυτοψία, προέκυψε ότι τα προϊόντα που είχαν εισαχθεί στο πλαίσιο αυτής της προηγούμενης εισαγωγής δεν ενέπιπταν στον κωδικό ΣΟ 2003 90 00. Βάσει της γνωμοδοτήσεως της τελωνειακής κατατάξεως, επρόκειτο αντιθέτως για κονσέρβες μανιταριών Παρισίων του κωδικού ΣΟ 2003 10 30.

25.      Με πράξη της 27ης Φεβρουαρίου 2007, το Hauptzollamt Hamburg-Hafen (στο εξής: καθ’ ού στην κύρια δίκη) επέβαλε εις βάρος του προσφεύγοντος στην κύρια δίκη εισαγωγικούς δασμούς συνολικού ύψους 27 507,13 ευρώ για τις εισαγωγές της 6ης Μαρτίου 2006. Συναφώς, το καθ’ ού στην κύρια δίκη κατέταξε τις κονσέρβες μανιταριών, βάσει της γνωμοδοτήσεως τελωνειακής κατατάξεως στον κωδικό ΣΟ 2003 10 30 και εφάρμοσε δασμό ad valorem 14,9 % και, πέραν αυτού, ειδικό δασμό 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος. Στις 5 Μαρτίου 2007, ο προσφεύγων υπέβαλε ένσταση κατά της παραπάνω πράξεως η οποία απορρίφθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2007.

III – Διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου

26.      Στις 9 Ιανουαρίου 2008, ο προσφεύγων στην κύρια δίκη άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Ζητεί την ακύρωση της πράξεως της 21ης Φεβρουαρίου 2007 όπως ενσωματώθηκε στην απόφαση επί της από 7 Δεκεμβρίου 2007 ασκηθείσας ενστάσεώς του. Συναφώς, υποστηρίζει μεταξύ άλλων ότι ο ειδικός δασμός ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος είναι δυσανάλογος, διότι ισοδυναμεί με απαγόρευση των εισαγωγών. Το καθ’ ού στην κύρια δίκη ζητεί την απόρριψη της προσφυγής. Κατά την άποψή του, ο ειδικός δασμός δεν αποτελεί προστατευτικό μέτρο, αλλά κανονικό δασμό. Ο δασμός αυτός δεν ισοδυναμεί με απαγόρευση των εισαγωγών.

27.      Βάσει των διαπιστώσεων του αιτούντος δικαστηρίου, οι εισαχθείσες κονσέρβες μανιταριών πρέπει να καταταγούν στον κωδικό ΣΟ 2003 10 30. Ως εκ τούτου, κρίσιμος είναι ο δασμός που ισχύει για τον ανωτέρω κωδικό ΣΟ. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο έχει επιφυλάξεις ως προς το αν είναι ανίσχυρος ο δασμός που ισχύει για τη θέση αυτή. Ερωτάται αν ο ειδικός δασμός ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνος προς την αρχή της αναλογικότητας. Στη συνάφεια αυτή, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στις αποφάσεις του Δικαστηρίου επί των υποθέσεων C‑26/90, Wünsche (15) και C‑296/94, Pietsch (16). Με τις αποφάσεις αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα συμπληρωματικά ποσά, τα οποία είχαν επιβληθεί επί κονσερβών με μανιτάρια Παρισίων από τρίτες χώρες για την άρση των στρεβλώσεων της κοινοτικής αγοράς, ήσαν δυσανάλογα λόγω του υπέρμετρου ύψους τους.

28.      Τίθεται το ερώτημα αν η νομολογία αυτή μπορεί να μεταφερθεί στον ειδικό δασμό ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος. Υπέρ της δυνατότητας μεταφοράς της εν λόγω νομολογίας συνηγορεί το γεγονός ότι ο ειδικός δασμός, όπως και τα συμπληρωματικά ποσά, αποτελούν προστατευτικό μέτρο υπέρ των παραγωγών της Κοινότητας. Ο ειδικός δασμός, ο οποίος επιβάλλεται επί της εισαγωγής κονσερβών μανιταριών Παρισίων εκτός της ανοιχθείσας με τον κανονισμό 1864/2004 ποσοστώσεως, σκοπεί να εξισορροπήσει τα πλεονεκτήματα κόστους των κονσερβών μανιταριών Παρισίων προελεύσεως Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Κατά το αιτούν δικαστήριο, το ύψος του ειδικού δασμού υπερβαίνει κατά πολύ το μέτρο που είναι αναγκαίο για την αποτελεσματικότητα του προστατευτικού μέτρου. Ως εκ τούτου, ο ειδικός δασμός ισοδυναμεί στην πράξη με απαγόρευση των εισαγωγών και με επιβολή οικονομικής ποινής εις βάρος των εισαγωγέων. Τούτο ισχύει και στην περίπτωση που λαμβάνονται υπόψη οι διακυμάνσεις των τιμών λόγω ποιοτικών διαφορών.

29.      Στη συνάφεια αυτή, το αιτούν δικαστήριο διαλαμβάνει ότι η τιμή πωλήσεως, την οποία έπρεπε να καταβάλλουν οι έμποροι κονσερβών μανιταριών Παρισίων από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, ανερχόταν κατά τον κρίσιμο χρόνο σε 0,93 ευρώ ανά χιλιόγραμμο. Η τιμή για κονσέρβες μανιταριών Παρισίων από τη Γαλλία, πρώτης διαλογής, ανερχόταν τον Ιούνιο του 2007 σε 2,70 ευρώ ανά χιλιόγραμμο. Η τιμή για κοινοτικής προελεύσεως τεμαχισμένα μανιτάρια Παρισίων σε κονσέρβα, δεύτερης διαλογής, ανερχόταν, τον Ιούνιο του 2006, σε 2,70 ευρώ ανά χιλιόγραμμο. Ο ειδικός δασμός ανέρχεται σε 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος, ήτοι 2,22 ευρώ ανά χιλιόγραμμο.

30.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο ειδικός δασμός αντιπροσωπεύει άνω του 200 % της τιμής εισαγωγής των κονσερβών μανιταριών Παρισίων προελεύσεως Λαϊκής δημοκρατίας της Κίνας. Περαιτέρω, ο δασμός αυτός υπερβαίνει κατά κανόνα τη διαφορά μεταξύ του κόστους παραγωγής στην Κοινότητα και της τιμής εισαγωγής από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Τέλος, ο ειδικός δασμός δεν διακρίνει ούτε ανάλογα των διαφορετικών κατηγοριών ποιοτήτων.

IV – Το προδικαστικό ερώτημα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

31.      Λόγω των επιφυλάξεών τους σε σχέση με τη συμβατότητα του ειδικού δασμού προς την αρχή της αναλογικότητας, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε, με διάταξη περί παραπομπής της 13ης Μαΐου 2009, η οποία περιήλθε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Ιουνίου 2009, το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

Είναι το συμπληρωματικό ποσό των 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους προϊόντος, το οποίο απορρέει από τον ισχύοντα για τις τρίτες χώρες συντελεστή δασμών, καθώς και από τον προτιμησιακό συντελεστή και επιβάλλεται στην εισαγωγή διατηρημένων μανιταριών του γένους Agaricus (κωδικός ΣΟ 2003 10 30), ανίσχυρο λόγω παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας;

32.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν ο προσφεύγων στην κύρια δίκη, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εντός της τασσόμενης από το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προθεσμίας.

33.      Στις 29 Απριλίου 2010, διεξήχθη η προφορική διαδικασία στην οποία παραστάθηκε ο εκπρόσωπος του προσφεύγοντος στην κύρια δίκη, της Ιταλικής Κυβερνήσεως, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

V –    Κύρια επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

34.      Κατά τον προσφεύγοντα στην κύρια δίκη, ο ειδικός δασμός για προϊόντα του κωδικού ΣΟ 2003 10 30 ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος είναι δυσανάλογος.

35.      Κατ’ αρχάς, ένας τόσο υψηλός δασμός εμποδίζει την πώληση μανιταριών Παρισίων προελεύσεως Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας εντός της Κοινότητας. Για τον καταναλωτή τα κινεζικά μανιτάρια είναι σαφώς υποδεέστερης ποιότητας σε σχέση με τα μανιτάρια από την Κοινότητα. Τα κινεζικά μανιτάρια Παρισίων θα μπορούσαν να πωληθούν στην Κοινότητα μόνον εάν οι τιμές τους ήσαν σαφώς χαμηλότερες αυτών στις οποίες πωλούνται τα μανιτάρια Παρισίων από την Κοινότητα. Ο καθορισμός μιας τέτοιας τιμής δεν είναι εφικτός στην περίπτωση επιβολής του ειδικού δασμού των 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος. Περαιτέρω, είναι εφικτή η διάκριση των κονσερβών μανιταριών Παρισίων ανάλογα με τις κατηγορίες ποιοτήτων χωρίς μεγαλύτερη δαπάνη. Περαιτέρω, ως ηπιότερο μέσο μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο χορηγήσεως επιδοτήσεων στους παραγωγούς της Κοινότητας προκειμένου να μειώσουν την τιμή των μανιταριών που παράγονται εντός της Κοινότητας. Η επιβολή χαμηλότερου δασμού θα ανταποκρινόταν και στον σκοπό της κοινής γεωργικής πολιτικής να διασφαλίζεται η προσφορά αγαθών στους καταναλωτές σε λογικές τιμές.

36.      Κατά τον προσφεύγοντα στην κύρια δίκη, από τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή συνάγεται ότι ο ειδικός δασμός από κοινού με τον δασμό ad valorem και την ποσόστωση έχει εκπληρώσει την αποστολή του. Δεν υφίσταται πλέον φόβος για σοβαρή διατάραξη της αγοράς μανιταριών Παρισίων στην Κοινότητα. Περαιτέρω, η επιβολή του δασμού αντιβαίνει στον σκοπό της κοινής γεωργικής πολιτικής που είναι η αύξηση της παραγωγικότητας, καθώς και η βέλτιστη χρησιμοποίηση των συντελεστών παραγωγής.

37.      Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, ο ειδικός δασμός των 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος για προϊόντα του κωδικού ΣΟ 2003 10 30 είναι σύμφωνος προς την αρχή της αναλογικότητας.

38.      Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, σκοπός του ειδικού δασμού είναι να προστατεύσει του κοινοτικούς παραγωγούς μανιταριών. Η επιβολή του εμποδίζει τη μεγάλη μείωση των τιμών για μανιτάρια Παρισίων εντός της Κοινότητας λόγω εισαγωγών από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Συνεπώς, είναι πρόσφορος για την επίτευξη του σκοπού. Η επιβολή του ειδικού δασμού είναι επίσης αναγκαία. Η διάκριση των μανιταριών Παρισίων σε κατηγορίες ανάλογα με την ποιότητά τους δεν είναι εφικτή. Δεδομένου ότι το οικείο προϊόν είναι, από την άποψη των αγοραστών, κονσέρβες μανιταριών Παρισίων, πρέπει να ληφθεί ως βάση η τιμή της ανώτατης κατηγορίας ποιότητας. Συγκεκριμένα, τιμές που βαίνουν μειούμενες για κατηγορίες χαμηλότερης ποιότητας θα οδηγούσαν τους καταναλωτές να προτιμούν τα προϊόντα αυτά. Ο ειδικός δασμός δεν αποτελεί ούτε απαγόρευση των εισαγωγών στην πράξη. Πρώτον, σκοπός του ειδικού δασμού είναι ακριβώς να αποτρέψει τις υπέρμετρες εισαγωγές από τρίτες χώρες. Δεύτερον, επιβάλλεται ούτως ή άλλως η διαπίστωση ότι τα μανιτάρια Παρισίων προελεύσεως Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας εισάγονται εντός της Κοινότητας πέραν των προβλεπόμενων ποσοστώσεων. Συνεπώς, ο ειδικός δασμός δεν λειτουργεί στην πράξη ως απαγόρευση των εισαγωγών.

39.      Κατά το Συμβούλιο, ο ειδικός δασμός των 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος για προϊόντα του κωδικού ΣΟ 2003 10 30 είναι σύμφωνος προς την αρχή της αναλογικότητας.

40.      Οι αποφάσεις, τις οποίες επικαλείται ο προσφεύγων στην κύρια δίκη, είχαν ως αντικείμενο αυτοτελείς γεωργικές εισφορές. Υπήρξαν μονομερή προστατευτικά μέτρα της Κοινότητας για τη σταθεροποίηση των τιμών των κοινοτικών προϊόντων. Λόγω αυτού του επιδιωκόμενου σκοπού, ήταν δυνατό, αλλά και αναγκαίο, στην περίπτωση των αυτοτελών γεωργικών εισφορών, το ύψος των συμπληρωματικών ποσών να καθορίζεται σκοπίμως βάσει των τιμών στην τρίτη χώρα, καθώς και βάσει των διαφόρων κατηγοριών ποιότητας.

41.      Ο ειδικός δασμός έχει διαφορετική φύση, υπόκειται σε διαφορετικούς όρους-πλαίσιο και επιδιώκει άλλους σκοπούς. Συνεπώς, η νομολογία που αφορά τα αυτοτελή προστατευτικά μέτρα δεν μπορεί να μεταφερθεί στον ειδικό δασμό. Με τον ειδικό δασμό επιδιώκονται όχι μόνο γεωργικοί, αλλά και εμπορικοί πολιτικοί σκοποί. Από απόψεως γεωργικής πολιτικής, σκοπός του δασμού είναι να διασφαλίσει τη δυνατότητα των κοινοτικών παραγωγών να πωλούν τα προϊόντα τους σε τιμές οι οποίες τους εξασφαλίζουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο ζωής. Ταυτόχρονα, πρέπει να διασφαλιστεί η προμήθεια επαρκών ποσοτήτων με το να χορηγείται σε προϊόντα από τρίτες χώρες η δυνατότητα ελεγχόμενης, ενδεδειγμένης προσβάσεως. Στον βαθμό που επιδιώκεται μόνον η προστασία των κοινοτικών παραγωγών, θα μπορούσε να ληφθούν και επαχθέστερα μέτρα. Ωστόσο, η Κοινότητα επιδιώκει με τον ειδικό σκοπό μόνο σκοπούς εμπορικής πολιτικής. Λαμβανόμενων υπόψη αυτών των σκοπών εμπορικής πολιτικής, η Κοινότητα περιόρισε σε σημαντικό βαθμό το περιθώριό της δράσεως. Διάφορες γεωργικές εισφορές καταργήθηκαν σκοπίμως λόγω του αδιαφανούς χαρακτήρα τους. Περαιτέρω, δεν επιτρέπεται πλέον η επιβολή δασμών πέραν των ανώτατων ορίων που προβλέπουν οι πίνακες δεσμεύσεων της Κοινότητας.

42.      Ο ειδικός δασμός επί των κονσερβών μανιταριών Παρισίων συμφωνήθηκε σε επίπεδο το οποίο είναι de facto ισοδύναμο προς το ισχύον status quo το οποίο είχε καθορίσει το Συμβούλιο στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Μολονότι το επίπεδο είναι πράγματι υψηλό, ο ειδικός δασμός δεν είναι δυσανάλογος. Κατ’ αρχάς, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το Συμβούλιο δεν υπέχει την υποχρέωση να μεταχειρίζεται ισότιμα τους παραγωγούς από την Κοινότητα και από τρίτες χώρες ούτε να παρέχει σε παραγωγούς από τρίτες χώρες πρόσβαση στην κοινοτική αγορά υπό όρους υπό τους οποίους θα μπορούσαν να ανταγωνίζονται τους κοινοτικούς παραγωγούς. Περαιτέρω, οι παραγωγοί από τρίτες χώρες δεν έτυχαν ούτε δυσμενέστερης μεταχειρίσεως πέραν του μέτρου που απαιτείται για την επίτευξη των σκοπών γεωργικής και εμπορικής πολιτικής της Κοινότητας. Το ύψος του ειδικού δασμού πρέπει να ενεργεί αποτρεπτικά. Περαιτέρω, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η λογική στην οποία στηρίζεται το σύστημα των διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο του ΠΟΕ και η οποία εμφορείται από τη φιλοσοφία του do ut des σε σχέση με την αμοιβαία παρεχόμενη πρόσβαση στην αγορά. Οι συμφωνηθέντες ανώτατοι δασμοί, οι οποίοι ισχύουν επ’ αόριστον για εισαγωγές από όλα τα κράτη μέλη του ΠΟΕ, δεν πρέπει να υπερβαίνονται. Τυχόν εκ νέου διαπραγμάτευση συμφωνηθέντων δασμών είναι χρονοβόρα και δαπανηρή. Οι τιμές παρουσίαζαν πολύ μεγάλη διακύμανση και, ως εκ τούτου, το ίδιο και οι διαφορές μεταξύ των τιμών για κοινοτικά προϊόντα και για προϊόντα από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ως εκ τούτου, αντικείμενο της διαπραγματεύσεως ήταν ένας ειδικός δασμός του οποίου το ύψος έπρεπε να διασφαλίζει ότι η ενέργειά του δεν θα εξουδετερωθεί εντός σύντομου χρονικού διαστήματος από τις διακυμάνσεις των τιμών.

43.      Εν κατακλείδι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το όλο σύστημα που διέπει την εισαγωγή κονσερβών μανιταριών Παρισίων εκπλήρωσε τους σκοπούς του. Στη συνάφεια αυτή, δεν πρέπει να παροράται ότι υπάρχει δασμολογική ποσόστωση στο πλαίσιο της οποίας καθίσταται ευχερέστερη η πρόσβαση στην αγορά. Λαμβανομένης υπόψη της (έστω και επιβραδυμένης) μειώσεως της κοινοτικής παραγωγής μπορεί να τεθεί ακόμη το ερώτημα αν ο συμφωνηθείς ανώτατος ειδικός δασμός δεν είναι υπέρμετρα χαμηλός όσον αφορά τους επιδιωκόμενους σκοπούς γεωργικής πολιτικής.

44.      Ο ειδικός δασμός δεν είναι δυσανάλογος και για τον λόγο ότι δεν διακρίνει βάσει διαφορετικών κατηγοριών ποιότητας. Συγκεκριμένα, μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών ποιότητας υπάρχουν φαινόμενα υποκαταστάσεως. Στην περίπτωση διακρίσεως βάσει κατηγοριών ποιότητας υπάρχει περαιτέρω ο κίνδυνος να παραβιαστούν οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Μια τέτοια διάκριση προς τον σκοπό της στοχευμένης εξισορροπήσεως των διαφορών των τιμών δεν είναι σύμφωνη ούτε με τις υποχρεώσεις που υπέχει η Κοινότητα από το δίκαιο του διεθνούς εμπορίου. Εν πάση περιπτώσει, τυχόν διάκριση βάσει κατηγοριών ποιότητας θα είχε ως συνέπεια την υπέρμετρη επιβάρυνση των τελωνειακών αρχών και των διασαφηστών.

45.      Τέλος, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι τυχόν διαπίστωση του Δικαστηρίου βάσει της οποίας ο ειδικός δασμός αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας θα εξασθενούσε τη θέση της Κοινότητας στους κόλπους του ΠΟΕ. Οι δασμοί που περιλαμβάνονται στους πίνακες δεσμεύσεων της Κοινότητας στο πλαίσιο του ΠΟΕ στηρίχθηκαν σε διαπραγματεύσεις και, ως εκ τούτου, σε αμοιβαίες, πολυμερείς παραχωρήσεις των κρατών μελών του ΠΟΕ. Εάν απαιτηθεί από την Κοινότητα να παραχωρεί μονομερώς ευνοϊκότερους όρους προσβάσεως των κονσερβών μανιταριών Παρισίων από τρίτες χώρες στην κοινοτική αγορά απ’ ό,τι συμφωνήθηκε σε πολυμερές επίπεδο στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, δεν θα κατορθώσει να διαπραγματεύεται μια αντίστοιχη αντιστάθμιση για την πρόσβαση των κοινοτικών προϊόντων στην αγορά των οικείων τρίτων χωρών.

46.      Και κατά την άποψη της Επιτροπής, ο ειδικός δασμός των 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος για προϊόντα του κωδικού ΣΟ 2003 10 30 συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας.

47.      Η Επιτροπή επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι η νομολογία, στην οποία στηρίζεται το αιτούν δικαστήριο, αφορούσε αυτοτελή προστατευτικά μέτρα της Κοινότητας πριν από τη δημιουργία του ΠΟΕ και πριν τεθεί σε ισχύ η συμφωνία για τη γεωργία. Πριν τεθεί σε ισχύ η συμφωνία για τη γεωργία, η Κοινότητα είχε την εξουσία να αναπροσαρμόζει τους δασμούς προκειμένου να προστατεύσει την κοινοτική βιομηχανία καθώς και να λαμβάνει μέτρα μη δασμολογικού χαρακτήρα. Εντούτοις, η νομολογία αυτή δεν μπορεί να μεταφερθεί επί του ειδικού δασμού.

48.      Ο ειδικός δασμός αποτελεί ένα μόνο στοιχείο του συνολικού συστήματος που διέπει την εισαγωγή κονσερβών μανιταριών Παρισίων από τρίτες χώρες. Αυτό το συνολικό σύστημα επιδιώκει, αφενός, σκοπούς γεωργικής πολιτικής οι οποίοι συνδέονται με την οικεία κοινή οργάνωση αγοράς. Ένας σκοπός γεωργικής πολιτικής είναι να διασφαλιστεί, δια του ανοίγματος ποσοστώσεως, η ύπαρξη ικανοποιητικής προσφοράς κονσερβών μανιταριών Παρισίων στην κοινοτική αγορά. Ένας περαιτέρω σκοπός της γεωργικής πολιτικής είναι να προσαρμοστεί αυτή η ικανοποιητική προσφορά στις απαιτήσεις της αγοράς υπό το πρίσμα της ζητήσεως και της προσφοράς. Τέλος, ο σκοπός της γεωργικής πολιτικής επιδιώκει να αποσοβήσει αρνητικές επιπτώσεις στην κοινοτική παραγωγή που θα μπορούσαν να προέλθουν από την εισαγωγή εντός της Κοινότητας κονσερβών μανιταριών Παρισίων από τρίτες χώρες πέραν της προβλεπόμενης ποσοστώσεως.

49.      Αφετέρου, επιδιώκονται και σκοποί εμπορικής πολιτικής. Στο πλαίσιο του Γύρου της Ουρουγουάης καταργήθηκαν οι γεωργικές εισφορές και συναφείς δασμοί για γεωργικά προϊόντα. Περαιτέρω, επιδιώκεται ο σκοπός της μειώσεως των φόρων επί των γεωργικών προϊόντων. Με την οργάνωση του συνολικού συστήματος, η Κοινότητα εκπλήρωσε και τις υποχρεώσεις αυτές.

50.      Περαιτέρω, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα κοινοτικά όργανα πρέπει να λαμβάνουν πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αποφάσεις στους τομείς της κοινής γεωργικής και εμπορικής πολιτικής. Συνεπώς, στους τομείς αυτούς διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Για τον λόγο αυτόν πρέπει να ερευνηθεί, στο πλαίσιο της εξετάσεως της αναλογικότητας του ειδικού δασμού, εάν αυτός είναι προδήλως απρόσφορος για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Ένας τέτοιος περιορισμός του δικαστικού ελέγχου επιβάλλεται και για τον λόγο ότι ο κοινοτικός νομοθέτης έπρεπε να προβεί σε εξισορρόπηση, στο πλαίσιο της υλοποιήσεως των επιτασσόμενων σκοπών, μεταξύ των σκοπών της γεωργικής και της εμπορικής πολιτικής.

51.      Η επιβολή του ειδικού δασμού δεν είναι προδήλως απρόσφορη για την επίτευξη των προαναφερθέντων σκοπών. Συγκεκριμένα, μειώνει το οικονομικό κίνητρο για την εισαγωγή κονσερβών μανιταριών Παρισίων εκτός της προβλεπόμενης ποσοστώσεως. Πέραν της παραχωρούμενης ποσοστώσεως, η εισαγωγή παρουσιάζει οικονομικό ενδιαφέρον μόνον όταν η ζήτηση εντός της Κοινότητας είναι τόσο μεγάλη ώστε ο εισαγωγέας μπορεί να έχει επαρκές περιθώριο κέρδους παρά τις δασμολογικές επιβαρύνσεις.

52.      Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, ο οποίος κατέληξε στον συμφωνηθέντα ανώτατο δασμό, η Επιτροπή στηρίχθηκε στο ποσό που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1796/81 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1981, περί μέτρων εφαρμοζομένων στις εισαγωγές κονσερβών καλλιεργουμένων μανιταριών (17). Τούτος μετετράπη από το μέγεθος αναφοράς του καθαρού βάρους στο μέγεθος αναφοράς του καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος, από δε τη μετατροπή αυτή προέκυψαν 278 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος. Βάσει της συμφωνίας να μειωθούν οι υφιστάμενοι δασμοί εντός πενταετίας κατά 20 %, προέκυψαν εν τέλει το ποσό των 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος. Στο πλαίσιο της διαπραγματεύσεως του ύψους του ειδικού δασμού, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τις πιθανές εισαγωγές από όλα τα κράτη μέλη του ΠΟΕ. Στη συνάφεια αυτή, πρέπει πρώτον να ληφθεί υπόψη ότι ο ειδικός δασμός εφαρμόζεται για τις εισαγωγές από όλα τα κράτη μέλη του ΠΟΕ. Δεύτερον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι τιμές των κονσερβών μανιταριών Παρισίων υφίστανται σημαντικές διακυμάνσεις. Ωστόσο, ο ειδικός δασμός είναι σταθερός και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αναθεωρηθεί προς τα άνω σε περίπτωση διακυμάνσεων των τιμών.

53.      Ένας ειδικός δασμός αυτού του ύψους είναι και αναγκαίος. Πρέπει να αποτραπεί το ενδεχόμενο να οδηγηθεί η κοινοτική παραγωγή σε μαρασμό υπό την πίεση των κινεζικών εισαγωγών. Τα στοιχεία για την ανάπτυξη του εμπορίου με κονσέρβες μανιταριών Παρισίων επιβεβαιώνουν ότι η επιβολή του ειδικού δασμού δεν ενεργεί κατά τρόπο παρεμφερή με αυτόν μιας απαγορεύσεως εισαγωγών. Οι εισαγωγές κονσερβών μανιταριών Παρισίων από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας στην Κοινότητα υπερέβαιναν ανέκαθεν την προβλεπόμενη ποσόστωση. Η επιβολή του ειδικού δασμού ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος δεν έχει ως αποτέλεσμα να αποτρέπονται οι επιχειρηματίες από την εισαγωγή κονσερβών μανιταριών Παρισίων πέραν της προβλεπόμενης ποσοστώσεως. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η επιβολή του ειδικού δασμού καθιστά την εισαγωγή τους κατά κανόνα μη ελκυστική από οικονομικής απόψεως.

54.      Τα δεδομένα σχετικά με την ανάπτυξη του εμπορίου με κονσέρβες μανιταριών Παρισίων κατέδειξαν επίσης ότι ο ειδικός δασμός ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος, ως ένα από τα στοιχεία του συνολικού συστήματος που διέπει την εισαγωγή κονσερβών μανιταριών Παρισίων, επέτυχε τους σκοπούς της σταθεροποιήσεως των τιμών σε ορισμένη έκταση και της επιβραδύνσεως της τάσεως μειώσεως που παρουσίασε η κοινοτική παραγωγή χωρίς να διακυβευθεί η ικανοποιητική προσφορά κονσερβών μανιταριών Παρισίων στην κοινοτική αγορά. Διαπιστώνεται ότι οι διακυμάνσεις των τιμών σχετίζονται με την πορεία των εισαγωγών πλην όμως λόγω των μεταφορικών οδών τούτο γίνεται με κάποια χρονική καθυστέρηση. Διά της επιβολής του ειδικού δασμού επί εισαγωγών κονσερβών μανιταριών Παρισίων εκτός της ποσοστώσεως επιτυγχάνεται η εξισορρόπηση της προσφοράς και, ως εκ τούτου, εμμέσως μια ορισμένη σταθερότητα τιμών εντός της Κοινότητας. Τέλος, ο προσφεύγων στην κύρια δίκη είχε τη δυνατότητα να λάβει άδεια εισαγωγών. Η ποσόστωση για εισαγωγές από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας αυξήθηκε από το 2007.

55.      Περαιτέρω, η Επιτροπή επισημαίνει ότι προς επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών δικαιολογείται και η λήψη μέτρων τα οποία συνεπάγονται σημαντικά οικονομικά μειονεκτήματα για ορισμένους φορείς της αγοράς. Κατ’ αρχήν η Κοινότητα είχε στη διάθεσή της κατ’ ουσίαν δραστικότερα μέτρα, όπως είναι π.χ. η επιβολή του ειδικού δασμού, η μείωση ή η κατάργηση των ποσοστώσεων ή ακόμη και η απαγόρευση των εισαγωγών. Πάντως, τα μέσα της Κοινότητας για τη ρύθμιση της προσβάσεως στην κοινή αγορά περιορίζονται, βάσει της συμφωνίας για τη γεωργία, στους δασμούς. Ωστόσο, από απόψεως δικαίου παγκόσμιου εμπορίου, σε περίπτωση υπερβάσεως της προβλεπόμενης ποσοστώσεως πρέπει να επιβάλλεται ειδικός δασμός το ύψος του οποίου προβλέπεται στους πίνακες δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Κοινότητα στο πλαίσιο του ΠΟΕ. Το γεγονός ότι οι επιβαλλόμενοι δασμοί και οι ποσότητες ποσοστώσεων συμπίπτουν με τους δασμούς που περιλαμβάνονται στους πίνακες δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Κοινότητα στο πλαίσιο του ΠΟΕ έγκειται στο γεγονός ότι η ανάπτυξη του εμπορίου με κονσέρβες μανιταριών Παρισίων εναρμονίζεται προς τους σκοπούς που επεδίωκε η Κοινότητα προβαίνοντας σε συμφωνία για τους δασμούς αυτούς.

56.      Τέλος, λόγω της υποχρεώσεως που υπέχει η Κοινότητα από το διεθνές δίκαιο περί τηρήσεως ενός σταθερού δασμολογικού συντελεστή δεν μπορεί να διακρίνει ανάλογα με τις κατηγορίες ποιότητας εντός του κωδικού ΣΟ.

VI – Νομική εκτίμηση

57.      Το αιτούν δικαστήριο έχει επιφυλάξεις ως προς την αναλογικότητα του ειδικού δασμού ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος το οποίο βάσει του ΚΔ επιβάλλεται σε προϊόντα του κωδικού ΣΟ 2003 10 30, ήτοι σε κονσέρβες μανιταριών Παρισίων, όταν αυτές εισάγονται στην Κοινότητα πέραν της ποσοστώσεως που άνοιξε ο τροποποιηθείς κανονισμός 1864/2004. Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο επικαλείται τη νομολογία του Δικαστηρίου σε σχέση με την αναλογικότητα των γεωργικών εισφορών, θα εξετάσω κατ’ αρχάς τις εισφορές αυτές (Α). Ακολούθως, θα εξετάσω αν ο ειδικός δασμός ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας αυτής, μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνος προς την αρχή της αναλογικότητας (Β).

 Επί της νομολογίας του Δικαστηρίου επί των γεωργικών εισφορών

58.      Με σειρά αποφάσεών του (18), το Δικαστήριο εξέτασε το κύρος ορισμένων κανονισμών της Επιτροπής και του Συμβουλίου με τους οποίους τα εν λόγω κοινοτικά όργανα έλαβαν ορισμένα περιορισμένης χρονικής ισχύος ή μόνιμα μέτρα για την προστασία των κοινοτικών παραγωγών μανιταριών Παρισίων. Βάσει των κανονισμών αυτών, επιβλήθηκε συμπληρωματικό ποσό επί της εισαγωγής κονσερβών μανιταριών Παρισίων από ορισμένες τρίτες χώρες, καθόσον οι εισαγόμενες αυτές κονσέρβες υπερέβαιναν την προβλεπόμενη ποσόστωση.

59.      Με τις αποφάσεις του αυτές, το Δικαστήριο διευκρίνισε κατ’ αρχάς ότι η επιβολή συμπληρωματικού ποσού προς αποσόβηση στρεβλώσεων στην κοινοτική αγορά ήταν κατ’ αρχήν αναγκαία (19). Περαιτέρω, διευκρίνισε ότι σε σχέση με τον σκοπό αυτόν μπορούσε να καθοριστεί το ύψος του συμπληρωματικού πόσου κατά τέτοιον τρόπο ώστε να καθιστά από οικονομικής απόψεως μη ελκυστικές τις εισαγωγές από τρίτες χώρες (20).

60.      Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν έκρινε, στις ανωτέρω υποθέσεις, ότι το ύψος του συμπληρωματικού ποσού είναι αναγκαίο υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού. Έκρινε ότι η επιβολή του συμπληρωματικού ποσού, λόγω του υπέρμετρου ύψους του, λειτούργησε στην πράξη ως οικονομική κύρωση. Δεδομένου ότι δεν είναι σκοπός του προστατευτικού μέτρου να επιβάλλει την απαγόρευση των εισαγωγών συνοδευόμενη από οικονομικές κυρώσεις, το ύψος του συμπληρωματικού ποσού υπερέβαινε το αναγκαίο μέτρο (21). Το Δικαστήριο έκρινε ότι στην περίπτωση κατά την οποία το επιβαλλόμενο συμπληρωματικό ποσό αντιπροσώπευε περίπου τα δύο τρίτα του κόστους παραγωγής μανιταριών Παρισίων πρώτης ποιότητας τούτο συνιστούσε, στην πράξη, επιβολή οικονομικής ποινής (22).

61.      Συνεπώς, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, για την εκτίμηση της συμβατότητας του ύψους μιας γεωργικής εισφοράς με την αρχή της αναλογικότητας εφαρμόζονται δύο κριτήρια:

62.      Το πρώτο κριτήριο πληρούται όταν το συμπληρωματικό ποσό είναι τόσο υψηλό ώστε καθιστά μη ελκυστική από οικονομικής απόψεως την εισαγωγή κονσερβών μανιταριών Παρισίων από τρίτες χώρες πέραν της προβλεπόμενης ποσοστώσεως. Η επιβολή συμπληρωματικού ποσού του ύψους αυτού ενδέχεται να θεωρείται αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού της αποσοβήσεως στρεβλώσεων στην κοινοτική αγορά. Κατά την εκτίμηση του πότε πληρούται το κριτήριο αυτό, το Δικαστήριο αναγνωρίζει στα κοινοτικά όργανα ευρεία εξουσία εκτιμήσεως (23).

63.      Πάντως, το δεύτερο κριτήριο πληρούται όταν το συμπληρωματικό ποσό είναι τόσο υψηλό ώστε όχι μόνον καθιστά από οικονομικής απόψεως μη ελκυστική την εισαγωγή κονσερβών μανιταριών Παρισίων, αλλά λειτουργεί στην πράξη ως οικονομική ποινή. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα συμπληρωματικό ποσό του ύψους αυτού παύει να είναι αναγκαίο. Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι προς αποσόβηση των στρεβλώσεων στην κοινοτική αγορά από εισαγωγές από τρίτες χώρες αρκεί όπως η εισαγωγή καταστεί μη ελκυστική από οικονομικής απόψεως. Πάντως, δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην η απαγόρευση των εισαγωγών και η επιβολή ποινών κατά παραβάσεων αυτής της απαγορεύσεως των εισαγωγών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι υφίσταται ποινή οσάκις επιβάλλεται συμπληρωματικό ποσό τόσο υψηλό ώστε να λειτουργεί de facto ως οικονομική ποινή. Πράγματι, η επιβολή συμπληρωματικού ποσού υπέρμετρου ύψους λειτουργεί στην πράξη ως απαγόρευση των εισαγωγών η οποία συνοδεύεται από οικονομικές κυρώσεις.

64.      Προτού προχωρήσω στην εκτίμηση του ειδικού δασμού και στην απάντηση του ερωτήματος αν η προπαρατεθείσα νομολογία μπορεί να μεταφερθεί επ’ αυτού, πρέπει κατ’ αρχάς να επισημάνω δύο σημαντικά σημεία σε σχέση με τα συμπληρωματικά ποσά που αποτελούσαν το αντικείμενο των ανωτέρω αποφάσεων. Κατ’ αρχάς, τα συμπληρωματικά ποσά αποτελούσαν μέτρα της Κοινότητας πρωτίστως για την επιδίωξη ενός σκοπού γεωργικής πολιτικής, ήτοι της αποτροπής στρεβλώσεων στην κοινοτική αγορά, που είχαν προκληθεί ή υπήρχε κίνδυνος να προκληθούν από την υπέρμετρη εισαγωγή κονσερβών μανιταριών Παρισίων από τρίτες χώρες στην Κοινότητα, προκειμένου να προστατευθούν οι κοινοτικοί παραγωγοί. Περαιτέρω, επρόκειτο για μέτρα τα οποία είχαν ληφθεί πριν από την ίδρυση του ΠΟΕ και, ως εκ τούτου, πριν τεθεί σε ισχύ η συμφωνία για τη γεωργία, καθώς και πριν από την προσχώρηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στον ΠΟΕ.

 Eπί της αναλογικότητας του ειδικού δασμού

65.      Το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν η επιβολή ειδικού δασμού ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος επί κονσερβών μανιταριών Παρισίων προελεύσεως Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, λαμβανομένων υπόψη των όσων επιτάσσει η προπαρατεθείσα νομολογία σχετικά με τα συμπληρωματικά ποσά, μπορεί να θεωρηθεί ως σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας.

66.      Κατά πάγια νομολογία, από την αρχή αυτή απορρέει ότι η αναλογικότητα των μέτρων που επιβάλλουν οικονομικές επιβαρύνσεις στους επιχειρηματίες εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά είναι κατάλληλα και αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών που νομίμως επιδιώκει η οικεία κανονιστική ρύθμιση. Συναφώς, όταν προσφέρονται προς επιλογή περισσότερα του ενός κατάλληλα μέτρα, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό, οι δε επιβαλλόμενες επιβαρύνσεις δεν πρέπει να είναι υπέρμετρες σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (24).

67.      Όπως ορθώς διαπιστώνει η Ιταλική Κυβέρνηση, ο έλεγχος σχετικά με το αν η επιβολή του ειδικού δασμού ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας άρχεται από τη διαπίστωση των σκοπών που επιδιώκει το μέτρο αυτό (1). Δεδομένου ότι πρόκειται για σκοπούς που εμπίπτουν στους τομείς της κοινής γεωργικής και εμπορικής πολιτικής και δεδομένου ότι τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν στους τομείς αυτούς ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, τίθεται το ερώτημα σχετικά με το κριτήριο ελέγχου που πρέπει να εφαρμόζεται οσάκις υφίσταται ευρεία εξουσία εκτιμήσεως (2). Καθώς φρονώ ότι και η ύπαρξη ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων δεν επηρεάζει τη δομή του ελέγχου βάσει της αρχής της αναλογικότητας, αλλά απλώς μειώνει την έκταση του ελέγχου αυτού στο κριτήριο του πρόδηλου χαρακτήρα, θα εξετάσω εν συνεχεία αν οι σκοποί που επιδιώκει ο ειδικός δασμός είναι προδήλως παράνομοι (3) και αν η επιβολή του δασμού αυτού σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς είναι προδήλως απρόσφορη (4), προδήλως μη αναγκαία (5) ή προδήλως δυσανάλογη (6).

1.      Σκοποί που επιδιώκει το μέτρο

68.      Η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει ότι ο ειδικός δασμός των 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος για προϊόντα τα οποία εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 2003 10 30 αποτελεί απλώς ένα στοιχείο ενός συνολικού συστήματος το οποίο ρυθμίζει την εισαγωγή κονσερβών μανιταριών Παρισίων από τρίτες χώρες. Η στενή συνάφεια μεταξύ του ειδικού δασμού και των λοιπών στοιχείων αυτού του συνολικού καθεστώτος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη διαπίστωση των σκοπών που επιδιώκει ο δασμός αυτός.

69.      Το συνολικό σύστημα που εφαρμόζεται ratione temporis επί της υπό κρίση υποθέσεως αποτελείται κατ’ ουσίαν από:

–        τους δασμούς που προβλέπονται στο ΚΔ για την εισαγωγή προϊόντων του κωδικού ΣΟ 2003 10 30,

–        τον τροποποιηθέντα κανονισμό 1864/2004 για το άνοιγμα και τη διαχείριση των ποσοστώσεων μανιταριών

–        και το σύστημα γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων της Κοινότητας βάσει του κανονισμού 980/2005.

70.      Βάσει του τροποποιηθέντος κανονισμού 1864/2004, επιβάλλεται επί των κονσερβών μανιταριών Παρισίων, τα οποία εισάγονται στο πλαίσιο της ποσοστώσεως που έχει ανοιχθεί για αυτές, δασμός ad valorem 23 %. Επί κονσερβών μανιταριών Παρισίων, που εισάγονται πέραν της ποσοστώσεως αυτής, επιβάλλεται αντιθέτως δασμός ad valorem 18,4 % ο οποίος στην υπό κρίση υπόθεση μειώνεται, βάσει του συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων της Κοινότητας, σε 14,9 % (25), καθώς και πέραν των ανωτέρω, ειδικός δασμός ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος. Το ανωτέρω γενικό σύστημα επιδιώκει όχι μόνο σκοπούς γεωργικής (α), αλλά και σκοπούς εμπορικής πολιτικής (β).

 Σκοποί γεωργικής πολιτικής

71.      Από απόψεως γεωργικής πολιτικής, επιδιώκεται, αφενός, ο σκοπός του περιορισμού των στρεβλώσεων στην κοινοτική αγορά. Σκοπός της επιβολής του ειδικού δασμού είναι η ανάσχεση της εισαγωγής κονσερβών μανιταριών από τρίτες χώρες. Με τον τρόπο αυτόν σκοπείται η αποτροπή διακυμάνσεων στις τιμές, η συγκράτηση της πτωτικής πορείας των τιμών στην κοινοτική αγορά και η εξασφάλιση εύλογου εισοδήματος στους κοινοτικούς παραγωγούς. Ωστόσο, δεδομένου ότι πρέπει επίσης να διασφαλιστεί η ύπαρξη ικανοποιητικής προσφοράς κονσερβών μανιταριών σε σταθερές τιμές, παρέχεται στις κονσέρβες μανιταριών Παρισίων από τρίτες χώρες, στο πλαίσιο της παραχωρηθείσας βάσει του τροποποιηθέντος κανονισμού 1864/2004 ποσοστώσεως, πρόσβαση στην αγορά υπό ευνοϊκούς όρους. Σε σχέση με τις εισαγωγές αυτές δεν επιβάλλεται ειδικός δασμός 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος (26).

 Σκοποί εμπορικής πολιτικής

72.      Ωστόσο, το συνολικό σύστημα επιδιώκει και σκοπούς εμπορικής πολιτικής. Πράγματι, το ύψος των δασμών και το νομικό πλαίσιο που διέπει το σύστημα ανατρέχουν σε επιταγές του δικαίου του διεθνούς εμπορίου, και δη, μεταξύ άλλων, στον πίνακα δεσμεύσεων της Κοινότητας στους κόλπους του ΠΟΕ και στη συμφωνία για τη γεωργία.

73.      Πριν από τη σύναψη της συμφωνίας για τη γεωργία, το παγκόσμιο εμπόριο αγροτικών προϊόντων χαρακτηριζόταν από μια πλειάδα εμπορικών εμποδίων δασμολογικής και μη δασμολογικής φύσεως. Αρνητική ήταν η αποτίμηση των επιπτώσεων επί του παγκόσμιου εμπορίου που είχε, μεταξύ άλλων, το σύστημα των κυμαινόμενων γεωργικών εισφορών το οποίο είχε δημιουργήσει η Κοινότητα προκειμένου να προστατεύσει τους κοινοτικούς παραγωγούς. Πράγματι, υπό το πρίσμα των πιθανών εξαγωγέων από τρίτες χώρες, το σύστημα αυτό δεν παρουσίαζε διαφάνεια και προβλεψιμότητα (27).

74.      Σκοπός της συμφωνίας για τη γεωργία είναι η βελτίωση της προσβάσεως στις γεωργικές αγορές των μελών του ΠΟΕ. Ως μέσο για την επίτευξη του σκοπού αυτού τα μέλη του ΠΟΕ συμφώνησαν στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της συμφωνίας για τη γεωργία να μετατρέψουν όλα τα μη δασμολογικά εμπορικά εμπόδια στον γεωργικό τομέα σε δασμούς. Το ανώτατο ύψος των δασμών αυτών καθορίζεται στους πίνακες δεσμεύσεων των μελών του ΠΟΕ. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της συμφωνίας για τη γεωργία, δεν μπορούν πλέον τα μέλη το ΠΟΕ να λαμβάνουν μη δασμολογικά μέτρα. Από την υποσημείωση 1 της διατάξεως αυτής συνάγεται ότι μεταξύ αυτών των απαγορευόμενων μέτρων συγκαταλέγονται και οι κυμαινόμενες εισφορές επί των εισαγωγών.

75.      Ένας εμμέσως επιδιωκόμενος σκοπός εμπορικής πολιτικής με το άρθρο 4 της συμφωνίας για τη γεωργία είναι επομένως να καταστεί περισσότερο διαφανής και προβλέψιμη η πρόσβαση στις γεωργικές αγορές διά της επιβολής στα κράτη μέλη του ΠΟΕ της απαγορεύσεως να εισάγουν άλλα εμπορικά εμπόδια πλην των δασμών. Ένα περαιτέρω πλεονέκτημα σε σχέση με την εμπορική πολιτική της αποκλειστικής χρησιμοποιήσεως δασμών είναι ότι από τεχνικής απόψεως είναι ευχερέστερη η διαπραγμάτευση για τη μείωση των δασμών απ’ ό,τι η άρση των μη δασμολογικών εμπορικών εμποδίων (28). Πάντως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι σκοποί εμπορικής πολιτικής τους οποίους επιδιώκει άμεσα η Κοινότητα δια του ανοίγματος της γεωργικής αγοράς της. Πράγματι, με το να καταστήσει ευχερέστερη την πρόσβαση στη γεωργική αγορά της η Κοινότητα επιδιώκει, μεταξύ άλλων, και έναν σκοπό εμπορικής πολιτικής, ήτοι το να παρέχεται στους κοινοτικούς επιχειρηματίες, σε αντιστάθμισμα, από τα λοιπά μέλη του ΠΟΕ ευχερέστερη πρόσβαση στις δικές τους αγορές. Όπως ορθώς επισημαίνει το Συμβούλιο, κατά την εκτίμηση του ειδικού δασμού πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φιλοσοφία του do ut des που διαπνέει τις διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο του ΠΟΕ.

2.      Επί του εφαρμοστέου κριτήριου ελέγχου

76.      Κατά την Επιτροπή, ο έλεγχος της αναλογικότητας στην υπό κρίση υπόθεση πρέπει να περιοριστεί στο αν ο ειδικός δασμός είναι προδήλως απρόσφορος για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με αυτόν σκοπών. Επικαλείται το γεγονός ότι τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στους τομείς της γεωργικής και της εμπορικής πολιτικής και ότι έπρεπε να προβούν σε εξισορρόπηση αντιτιθέμενων συμφερόντων.

77.      Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στους τομείς της κοινής εμπορικής και γεωργικής πολιτικής, δεδομένου ότι στους τομείς αυτούς πρέπει να λαμβάνουν πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε περίπλοκους ελέγχους (29).

78.      Πάντως, τούτο δεν συνεπάγεται ότι πρέπει να εξετάζεται μόνον αν ο ειδικός δασμός είναι προδήλως απρόσφορος.

79.      Βεβαίως, το Δικαστήριο θεωρεί, κατά πάγια νομολογία του, πλην όμως όχι ομόφωνη, ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου της αναλογικότητας ενός μέτρου σε τομέα στον οποίον το οικείο κοινοτικό όργανο διαθέτει διακριτική εξουσία, το ζητούμενο δεν είναι εάν το ληφθέν μέτρο ήταν το μόνο ή το καλύτερο δυνατό μέτρο, αλλά μόνον το αν ήταν προδήλως απρόσφορο (30).

80.      Όπως εξέθεσα σε άλλη θέση (31), η προσέγγιση αυτή δεν είναι πειστική. Και σε τομείς, στους οποίους τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, πρέπει η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας να έχει ως αφετηρία το γεγονός ότι η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως δεν αποκλείει τον δικαστικό έλεγχο των μέτρων που λαμβάνουν. Το γεγονός ότι ορισμένα κοινοτικά όργανα σε συγκεκριμένους τομείς διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως δεν δικαιολογεί τη συρρίκνωση του ελέγχου της αναλογικότητας ενός μέτρου στο αν είναι προδήλως απρόσφορο. Πράγματι, μια τέτοια προσέγγιση θα είχε ως συνέπεια να μην υπάρχει πλέον «συσχέτιση» μεταξύ του επιδιωκόμενου από το κοινοτικό όργανο σκοπού και των οικείων δικαιωμάτων του ιδιώτη, η δε αρχή της αναλογικότητας θα έχανε τα στοιχεία της που αφορούν την προστασία του ατόμου. Με τον τρόπο αυτόν, η αρχή της αναλογικότητας θα περιοριζόταν σ’ έναν αντικειμενικό έλεγχο της εξουσίας εκτιμήσεως. Μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε από το γεγονός ότι είναι επιβεβλημένη λόγω του ότι το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το περιθώριο ελιγμών των κοινοτικών οργάνων. Πράγματι, η απαιτούμενη συνεκτίμηση μπορεί να πραγματοποιηθεί και στο πλαίσιο ενός ελέγχου της αναλογικότητας σε τρία στάδια. Προς τούτο αρκεί το γεγονός ότι, πρώτον, η εξουσία εκτιμήσεως ενός κοινοτικού οργάνου κατά την επιλογή και στάθμιση των επιδιωκόμενων σκοπών λαμβάνεται υπόψη και το γεγονός ότι, δεύτερον, η έκταση του ελέγχου της αναλογικότητας περιορίζεται στο αν το οικείο μέτρο είναι προδήλως απρόσφορο, προδήλως μη αναγκαίο ή προδήλως δυσανάλογο.

81.      Για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας αρκεί η παρατήρηση ότι το Δικαστήριο σε κάθε περίπτωση δεν περιορίζεται κατά κανόνα στον έλεγχο του προδήλως απρόσφορου χαρακτήρα ενός μέτρου, αλλά συνεκτιμά και στοιχεία που αφορούν το κατά πόσον αυτό είναι αναγκαίο και σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας (32). Στη συνάφεια αυτή, μπορεί επίσης να επισημανθεί το γεγονός ότι το Δικαστήριο στις προπαρατεθείσες αποφάσεις σε σχέση με τις γεωργικές εισφορές (33) δεν περιόρισε το κριτήριο του ελέγχου στον προδήλως απρόσφορο χαρακτήρα του αυτοτελούς προστατευτικού μέτρου.

82.      Πάντως, σε κάθε περίπτωση θα ήταν ευπρόσδεκτη, για λόγους που άπτονται στης ασφάλειας δικαίου, η ρητή διευκρίνιση από το Δικαστήριο ότι ακόμη και στην περίπτωση που τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ο έλεγχος δεν περιορίζεται απλώς στο αν ένα μέτρο είναι προδήλως απρόσφορο, αλλά εκτείνεται και στο κατά πόσον ένα μέτρο είναι αναγκαίο και σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας, έστω και αν η έκταση του ελέγχου είναι σαφώς πιο περιορισμένη.

3.      Δεν υπάρχουν προδήλως παράνομοι σκοποί

83.      Όπως προελέχθη (34), πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων στους τομείς της κοινής γεωργικής και εμπορικής πολιτικής, ιδίως κατά την επιλογή των επιδιωκόμενων σκοπών. Ως εκ τούτου, η επιλογή και η στάθμιση των επιδιωκόμενων σκοπών στους τομείς αυτούς υπόκεινται σε ένα άκρως περιορισμένο έλεγχο από το Δικαστήριο. Τούτο ισχύει και για το ζήτημα που αφορά τον τρόπο εναρμονίσεως αντιτιθέμενων σκοπών.

84.      Επομένως, από νομικής απόψεως δεν είναι επιλήψιμο το γεγονός ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή επιδίωξαν, κατά τη διαμόρφωση του συνολικού συστήματος που διέπει την εισαγωγή κονσερβών μανιταριών Παρισίων από τρίτες χώρες, σκοπούς όχι μόνο γεωργικής, αλλά και εμπορικής πολιτικής. Περαιτέρω, δεν είναι επιλήψιμο το γεγονός ότι για την επιδίωξη των προαναφερθέντων σκοπών εμπορικής πολιτικής (35) η Κοινότητα περιόρισε με τη σύναψη της συμφωνίας για τη γεωργία, δυνάμει του διεθνούς δικαίου, τα μέσα ασκήσεως της γεωργικής πολιτικής της (36).

4.      Έλλειψη προδήλως απρόσφορου χαρακτήρα

85.      Ο ειδικός δασμός των 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος για προϊόντα του κωδικού ΣΟ 2003 10 30 δεν είναι προδήλως απρόσφορος για την επίτευξη των σκοπών γεωργικής και εμπορικής πολιτικής που αυτός επιδιώκει.

86.      Πρώτον, η επιβολή του ειδικού δασμού δεν είναι προδήλως απρόσφορη για τον σκοπό γεωργικής πολιτικής να καταστεί η εισαγωγή κονσερβών μανιταριών από τρίτες χώρες, πέραν της ποσοστώσεως που άνοιξε ο τροποποιηθείς κανονισμός 1864/2004, λιγότερο ελκυστική από οικονομικής απόψεως και, με τον τρόπο αυτόν, να περιοριστούν οι στρεβλώσεις στην αγορά τις οποίες προκαλούν οι υπέρμετρες εισαγωγές κονσερβών μανιταριών από τρίτες χώρες.

87.      Δεύτερον, το γεγονός ότι το μέτρο αυτό για την προστασία των κοινοτικών παραγωγών έχει τη μορφή ειδικού δασμού με σταθερό συντελεστή είναι σύμφωνο προς την επιδίωξη να καταστεί περισσότερο διαφανής και προβλέψιμη η πρόσβαση στις γεωργικές αγορές. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προδήλως απρόσφορο για την επίτευξη των σκοπών εμπορικής πολιτικής τους οποίους επιδιώκει η δασμοποίηση.

5.      Το μέτρο δεν είναι προδήλως μη αναγκαίο

88.      Περαιτέρω, πρέπει να εξεταστεί αν ο ειδικός δασμός των 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος για προϊόντα του κωδικού ΣΟ 2003 10 30 είναι προδήλως μη αναγκαίος. Στο πλαίσιο του ελέγχου του αναγκαίου χαρακτήρα, πρέπει να εξετάζεται αν πέραν του υπό εξέταση μέτρου υπάρχουν και άλλα πρόσφορα μέτρα για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών τα οποία είναι ηπιότερα για τους ενδιαφερόμενους, πλην όμως εξίσου αποτελεσματικά στην επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Ωστόσο, λόγω της ευρείας εξουσίας των κοινοτικών οργάνων ο έλεγχος ως προς το αν υπάρχει κάποιο εναλλακτικό ηπιότερο μέτρο πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο του πρόδηλου χαρακτήρα (37).

89.      Το υπό εξέταση μέτρο είναι η επιβολή ειδικού δασμού ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος. Το ύψος αυτό αντιστοιχεί στο ποσό το οποίο έχει συμφωνηθεί με τους πίνακες δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Κοινότητα στο πλαίσιο του ΠΟΕ. Συνεπώς, τίθεται κατ’ αρχάς το ερώτημα αν οι επιδιωκόμενοι σκοποί γεωργικής και εμπορικής πολιτικής θα μπορούσαν να έχουν επιτευχθεί εξίσου αποτελεσματικά εάν είχεσυμφωνηθεί ένα μικρότερο ποσό (α). Περαιτέρω, πρέπει να εξεταστεί αν θα μπορούσε να αποτελεί ένα ηπιότερο μέσο για την επίτευξη των σκοπών γεωργικής και εμπορικής πολιτικής της Κοινότητας ο μονομερής καθορισμός από την Κοινότητα στο πλαίσιο του ΓΔ ενός ειδικού δασμού κατώτερου του ανώτατου συντελεστή που έχει συμφωνηθεί με τους πίνακες δεσμεύσεων τις οποίες έχει αναλάβει η Κοινότητα στο πλαίσιο του ΠΟΕ (β). Επίσης, πρέπει να εξεταστεί αν η προσαρμογή του ύψους του ειδικού δασμού ανάλογα με τις διαφορετικές κατηγορίες ποιότητας θα αποτελούσε ένα ηπιότερο μέσο (γ). Τέλος, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα του προσφεύγοντος στην κύρια δίκη ότι η καταβολή μεγαλύτερων επιδοτήσεων στους κοινοτικούς παραγωγούς θα αποτελούσε ένα ηπιότερο μέτρο (δ).

 Συμφωνία για δασμό μικρότερο των 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος στο πλαίσιο των πινάκων με τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Κοινότητα στο πλαίσιο του ΠΟΕ

90.      Κατ’ αρχάς, τίθεται το ερώτημα αν η Κοινότητα θα μπορούσε να επιτύχει εξίσου αποτελεσματικά τους σκοπούς γεωργικής και εμπορικής πολιτικής της, εάν είχε συμφωνήσει με τους πίνακες δεσμεύσεων που έχει αναλάβει στο πλαίσιο του ΠΟΕ δασμό μικρότερο των 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος.

91.      Φρονώ ότι στο ερώτημα αυτό προσήκει αρνητική απάντηση.

92.      Πρώτον, πρέπει να τονιστεί ότι η επιβολή ενός ειδικού δασμού του οποίου το ύψος καθιστά από οικονομικής απόψεως μη ελκυστική την εισαγωγή κονσερβών μανιταριών Παρισίων από τρίτες χώρες, πέραν της προβλεπόμενης ποσοστώσεως, πρέπει να θεωρείται αναγκαία υπό το πρίσμα του σκοπού γεωργικής πολιτικής ήτοι του περιορισμού των στρεβλώσεων στην κοινοτική αγορά λόγω υπέρογκων εισαγωγών από τρίτες χώρες (38).

93.      Δεύτερον, πρέπει να συνεκτιμάται το γεγονός ότι ο καθορισμός του ύψους του ειδικού δασμού άνω του οποίου οι εισαγωγές από τρίτες χώρες καθίστανται από οικονομικής απόψεως μη ελκυστικές, προϋποθέτει μια περίπλοκη εξέταση. Ως εκ τούτου, πρέπει να αναγνωρίζεται συναφώς στα κοινοτικά όργανα ευρεία εξουσία εκτιμήσεως (39). Τούτο πρέπει να ισχύσει κατά μείζονα λόγο οσάκις δεν πρόκειται για τον καθορισμό ενός ειδικού δασμού, αλλά για τη συμφωνία του ανώτατου δασμολογικού συντελεστή με τους πίνακες των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Κοινότητα στο πλαίσιο του ΠΟΕ. Πράγματι, η Κοινότητα δεν μπορεί να υπερβαίνει έναν τέτοιον ανώτατο δασμολογικό συντελεστή, ο δε συντελεστής αυτός έχει μόνιμο χαρακτήρα (40) και ισχύει, βάσει της αρχής του μάλλον ευνοούμενου κράτους, δυνάμει του άρθρου I της GATT 1947, για εισαγωγές από όλα τα μέλη του ΠΟΕ. Ως εκ τούτου, πρέπει τα αρμόδια κοινοτικά όργανα να συνεκτιμούν ex ante, κατά τη διαπραγμάτευση ενός τέτοιου ανώτατου δασμολογικού συντελεστή, κατά πόσον ένας ειδικός δασμός, ο οποίος μπορεί να ανέλθει κατά μέγιστο όριο στο ύψος του συμφωνηθέντος ανώτατου δασμολογικού συντελεστή, είναι πρόσφορος, και στην περίπτωση που οι τιμές παρουσιάζουν διακυμάνσεις, να συγκρατήσει την εισαγωγή κονσερβών μανιταριών Παρισίων στην Κοινότητα πέραν της προβλεπόμενης ποσοστώσεως.

94.      Τρίτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο εκτιμά ότι μια γεωργική εισφορά παύει να είναι αναγκαία οσάκις είναι τόσο υψηλή ώστε να έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο να καθιστά μη ελκυστική από οικονομικής απόψεως την εισαγωγή κονσερβών μανιταριών Παρισίων στην Κοινότητα, αλλά πέραν αυτού να λειτουργεί de facto ως απαγόρευση εισαγωγών συνοδευόμενη από οικονομική ποινή (41).

95.      Ακόμη και αν έπρεπε να μεταφερθεί η συλλογιστική αυτή επί του ύψους του συμφωνηθέντος ανώτατου δασμολογικού συντελεστή, δεν μπορούν άνευ ετέρου να μεταφερθούν τα κριτήρια, τα οποία εφάρμοσε το Δικαστήριο επί κυμαινόμενων γεωργικών εισφορών, επί ενός ανώτατου δασμολογικού συντελεστή που έχει συμφωνηθεί συμβατικά στο πλαίσιο του ΠΟΕ. Ειδικότερα, ένας συμφωνηθείς ανώτατος δασμολογικός συντελεστής, λόγω της γενικής και μόνιμης ισχύος του, δεν μπορεί να θεωρείται ως μη αναγκαίος εκ του λόγου και μόνον ότι δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τις διαφορές που υφίσταντο σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο μεταξύ των τιμών των κοινοτικών προϊόντων και των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων από κάποιο συγκεκριμένο κράτος μέλος του ΠΟΕ. Αντιθέτως, η συμφωνία για την επιβολή ενός τέτοιου ανώτατου δασμού μπορεί να θεωρηθεί ως προδήλως μη αναγκαία, υπό το πρίσμα των επιδιωκόμενων σκοπών γεωργικής πολιτικής, μόνον εάν ο ανώτατος αυτός δασμός, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη ενδεχόμενες εισαγωγές από άλλα κράτη μέλη του ΠΟΕ και πιθανές διακυμάνσεις των τιμών, βαίνει πολύ πέραν των όσων είναι αναγκαία προκειμένου να περιοριστούν οι εισαγωγές από τρίτες χώρες και να προστατευθεί η κοινοτική βιομηχανία.

96.      Βάσει της ανωτέρω συλλογιστικής δεν δύναμαι στην υπό κρίση υπόθεση να αντιληφθώ κάποια περίσταση από την οποία συνάγεται ότι ήταν προδήλως μη αναγκαία η συμφωνία για την επιβολή ενός ανώτατου δασμού ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος στους πίνακες δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Κοινότητα στο πλαίσιο του ΠΟΕ. Η Επιτροπή και το Συμβούλιο επισημαίνουν ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι σημαντικές ενίοτε διακυμάνσεις των τιμών των κονσερβών μανιταριών Παρισίων τόσο εντός όσο και εκτός της Κοινότητας. Υποστηρίζουν περαιτέρω ότι η συμφωνία για την επιβολή ενός ανώτατου δασμού ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος ήταν αναγκαία προκειμένου να αποσοβηθεί ο κίνδυνος μαρασμού της κοινοτικής παραγωγής υπό την πίεση των εισαγωγών από τρίτες χώρες. Από τη δικογραφία δεν μπορώ να αντλήσω κάποιο στοιχείο από το οποίο να συνάγεται ότι η εκτίμηση αυτή ήταν προδήλως εσφαλμένη κατά τον χρόνο των διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης.

97.      Αντιθέτως, η εκτίμηση αυτή των κοινοτικών οργάνων επιβεβαιώθηκε ex post. Τούτο συνάγεται από τα στοιχεία της αγοράς που προσκόμισε η Επιτροπή. Έτσι, από τον πίνακα σχετικά με τις τάσεις των τιμών, τον οποίο επισυνάπτει η Επιτροπή ως συνημμένο 3 στις γραπτές παρατηρήσεις της συνάγεται ότι κατά το 2004 και κατά το 2005, η διαφορά μεταξύ των μέσων τιμών για εισαγόμενες από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας κονσέρβες μανιταριών Παρισίων και των μέσων εμπορικών τιμών για κονσέρβες μανιταριών Παρισίων από την Κοινότητα ήταν εν μέρει τόσο μεγάλη ώστε η εισαγωγή κονσερβών μανιταριών Παρισίων από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας εντός της Κοινότητας ακόμη και μετά την επιβολή του ειδικού δασμού των 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος, δεν ήταν από οικονομικής απόψεως μη ελκυστική.

98.      Τούτο επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία του παραρτήματος 4 των γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής, βάσει των οποίων κονσέρβες μανιταριών Παρισίων από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας εισάγονται εντός της Κοινότητας όχι μόνο στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από τον τροποποιηθέντα κανονισμό 1864/2004 ποσοστώσεως, αλλά σε μεγάλες ποσότητες και πέραν της ποσοστώσεως αυτής. Βάσει των στοιχείων αυτών, ο ειδικός δασμός ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος δεν ήταν, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, αρκετά υψηλός ώστε να καταστήσει την εισαγωγή κονσερβών μανιταριών από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας στην Κοινότητα, πέραν της προβλεπόμενης ποσοστώσεως, μη ελκυστική από οικονομικής απόψεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές δεν μπορεί, κατά μείζονα λόγο, να θεωρηθεί ότι το ύψος του ειδικού δασμού ήγγισε το ανώτατο όριο πέραν του οποίου θα μπορούσε να λειτουργήσει ως απαγόρευση των εισαγωγών συνοδευόμενη από οικονομική ποινή.

99.      Έστω και αν για την εκτίμηση της νομιμότητας ενός μέτρου κρίσιμη είναι η ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ, η ανάπτυξη της αγοράς των κονσερβών μανιταριών Παρισίων συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι τα κοινοτικά όργανα δεν υπερέβησαν τα άκρα όρια της διακριτικής τους εξουσίας συνομολογώντας στο πλαίσιο του ΠΟΕ ότι ο ισχύων εντός της Κοινότητας ανώτατος δασμός είναι 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος. Συνεπώς, η συνομολόγηση δασμού ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος με τους πίνακες δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Κοινότητα στο πλαίσιο του ΠΟΕ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προδήλως μη αναγκαία σε σχέση με τους σκοπούς γεωργικής πολιτικής που ο δασμός αυτός επιδιώκει, ήτοι την προστασία των κοινοτικών παραγωγών από υπέρογκες εισαγωγές κονσερβών μανιταριών Παρισίων από τρίτες χώρες.

β)       Εφαρμογή ενός ειδικού δασμού μικρότερου ύψους από ό,τι ο ανώτατος δασμός που συμφωνήθηκε με τους πίνακες δεσμεύσεων της Κοινότητας στο πλαίσιο του ΠΟΕ

100. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή επιβεβαίωσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι ο ειδικός δασμός καθορίστηκε στο ΓΔ στο ποσό των 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος για τον λόγο ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί στον δασμό που συνομολογήθηκε με τους πίνακες δεσμεύσεων της Κοινότητας στο πλαίσιο του ΠΟΕ. Άλλα κριτήρια δεν ελήφθησαν υπόψη.

101. Συνεπώς, τίθεται το ερώτημα αν ο καθορισμός ενός σταθερού ειδικού δασμού ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος πρέπει να θεωρηθεί ως προδήλως μη αναγκαίος εκ του λόγου ότι τα κοινοτικά όργανα δεν περιόρισαν τον ειδικό δασμό στο αναγκαίο μέτρο, σε σχέση με τις εκάστοτε υφιστάμενες διαφορές τιμών μεταξύ κονσερβών μανιταριών Παρισίων από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και από την Κοινότητα, προκειμένου να επιτύχουν τον σκοπό γεωργικής πολιτικής της συρρικνώσεως των στρεβλώσεων στην κοινοτική αγορά λόγω υπέρογκων εισαγωγών από τρίτες χώρες.

102. Βεβαίως, η αναγκαιότητα επιβολής ενός ειδικού δασμού ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος δεν μπορεί να αιτιολογηθεί με το επιχείρημα ότι η Κοινότητα, εφαρμόζοντας έναν ειδικό δασμό του ύψους αυτού, απλώς εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που υπέχει στο πλαίσιο του ΠΟΕ. Πράγματι, οι δασμοί οι οποίοι συνομολογούνται με τους πίνακες δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Κοινότητα στο πλαίσιο του ΠΟΕ αποτελούν απλώς ανώτατα ποσά δασμών. Κατά το άρθρο ΙΙ, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της GATT 1947, η Κοινότητα δεν μπορεί να αποκλίνει από τον δασμό αυτόν προς τα άνω, μπορεί όμως να αποκλίνει προς τα κάτω (42).

103. Περαιτέρω, η αναγκαιότητα επιβολής ενός δασμού του ύψους αυτού δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε με την επίκληση του γεγονότος ότι τα μέλη του ΠΟΕ δεν εναντιώθηκαν στο ύψος αυτό στο πλαίσιο του Γύρου της Ουρουγουάης. Πράγματι, το γεγονός αυτό καθαυτό δεν επηρεάζει τη συμβατότητα του ύψους του ειδικού δασμού προς την αρχή της αναλογικότητας του κοινοτικού δικαίου (43).

104. Περαιτέρω, δεν μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς ως επιχείρημα για την αναγκαιότητα ενός ειδικού δασμού του ύψους αυτού το γεγονός ότι η Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 2658/87, δεν έχει την εξουσία να τροποποιεί αυτοτελώς τους τελωνειακούς δασμούς. Πράγματι, η αρχή της αναλογικότητας πρέπει να τηρείται και από τον κοινοτικό νομοθέτη ο οποίος, εφόσον παρίσταται ανάγκη, πρέπει να αναγνωρίζει στα κοινοτικά όργανα αντίστοιχες εξουσίες.

105. Ωστόσο, μια προσέγγιση στηριζόμενη στο ποιο θα ήταν το αναγκαίο ύψος του ειδικού δασμού σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς γεωργικής πολιτικής και, επομένως, σε σχέση με τις εκάστοτε υφιστάμενες διαφορές τιμών μεταξύ κονσερβών μανιταριών Παρισίων από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και από την Κοινότητα, δεν θα συνεκτιμούσε επαρκώς το γεγονός ότι ο ειδικός δασμός επιδιώκει και σκοπούς εμπορικής πολιτικής. Ως εκ τούτου, ο ειδικός δασμός μπορεί να θεωρηθεί ως μη αναγκαίος, εάν θα μπορούσαν να επιτευχθούν εξίσου αποτελεσματικά μέσω του εναλλακτικού μέτρου όλοι οι σκοποί εμπορικής πολιτικής (44). Ωστόσο, η Κοινότητα δεν θα μπορούσε να επιτύχει εξίσου αποτελεσματικά τους σκοπούς της εμπορικής πολιτικής της, εάν μείωνε μονομερώς τον συνομολογηθέντα με τους πίνακες δεσμεύσεων της Κοινότητας στο πλαίσιο του ΠΟΕ ανώτατο συντελεστή.

106. Κατ’ αρχάς, μια εναλλακτική μέθοδος βάσει της οποίας το ύψος του ειδικού δασμού θα προσαρμοζόταν στις διακυμάνσεις των τιμών μεταξύ των κονσερβών μανιταριών Παρισίων από την Κοινότητα και των κονσερβών μανιταριών Παρισίων από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν θα αποτελούσε κάτι άλλο από κυμαινόμενη γεωργική εισφορά η οποία θα ήταν ασυμβίβαστη προς το άρθρο 4, παράγραφος 2, της συμφωνίας για τη γεωργία. Μέσω της απαγορεύσεως των κυμαινόμενων γεωργικών εισφορών θα υπονόμευε τον σκοπό εμπορικής πολιτικής να καταστούν περισσότερο διαφανείς και προβλέψιμοι οι όροι προσβάσεως στην αγορά (45).

107. Ωστόσο, θα ήταν νοητή μια εναλλακτική μέθοδος βάσει της οποίας ο ειδικός δασμός είναι μεν κατ’ αρχήν σταθερός, πλην όμως μεταβάλλεται περιοδικά αφού ληφθεί υπόψη η διαφορά μεταξύ των τιμών των κονσερβών μανιταριών Παρισίων από την Κοινότητα και των κονσερβών μανιταριών Παρισίων από τρίτες χώρες. Σε τελευταία ανάλυση παρέλκει η εξέταση το αν μια τέτοια προσέγγιση είναι σύμφωνη προς το άρθρο 4, παράγραφος 2, της συμφωνίας για τη γεωργία (46). Πράγματι, βάσει μιας τέτοιας προσεγγίσεως δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν εξίσου αποτελεσματικά οι σκοποί εμπορικής πολιτικής της Κοινότητας.

108. Πρώτον, μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να είναι πραγματικά περίπλοκη, διότι θα προϋπέθετε ότι τα κοινοτικά όργανα συγκρίνουν τις τιμές που ισχύουν εντός της Κοινότητας με τις τιμές των εισαγωγών από όλα τα μέλη του ΠΟΕ από τα οποία μπορούν ενδεχομένως να εισαχθούν κονσέρβες μανιταριών στην Κοινότητα. Επίσης, βάσει της αρχής του μάλλον ευνοούμενου κράτους του άρθρου 1 της GATT 1947 δεν θα επιτρεπόταν να καθοριστεί ο ειδικός δασμός σε διαφορετικό ύψος έναντι ορισμένων μελών του ΠΟΕ (47). Για τον λόγο αυτόν, δεν μπορεί ευθύς εξαρχής να εφαρμοστεί μια προσέγγιση βάσει της οποίας το ύψος του ειδικού δασμού λαμβάνει υπόψη στοχευμένα τις διαφορές των τιμών στα διάφορα μέλη του ΠΟΕ.

109. Δεύτερον, μια μονομερής μείωση του ανώτατου δασμού που έχει συμφωνηθεί με τους πίνακες δεσμεύσεως της Κοινότητας στο πλαίσιο του ΠΟΕ θα είχε ως συνέπεια να παράσχει η Κοινότητα σε επιχειρηματίες από άλλα μέλη του ΠΟΕ πρόσβαση στη γεωργική αγορά της Κοινότητας χωρίς να διασφαλίζεται η παροχή στους επιχειρηματίες από την Κοινότητα, σε αντιστάθμισμα τούτου, προσβάσεως στις αγορές των λοιπών μελών του ΠΟΕ. Όπως ορθώς παρατηρούν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, θα μπορούσε να είναι δύσκολο για την Κοινότητα να διαπραγματευθεί ex post ως αντάλλαγμα για μια μονομερή μείωση του συνομολογηθέντος ανώτατου ύψους δασμών, που πραγματοποιείται εκτός ενός γύρου διαπραγματεύσεων, μια αντίστοιχη αντιστάθμιση. Συνεπώς, μια μονομερής μείωση θα διακύβευε τον σκοπό εμπορικής πολιτικής της Κοινότητας να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις, βάσει της αρχής do ut des, προκειμένου να παρασχεθούν στους επιχειρηματίες από την Κοινότητα πλεονεκτήματα σε σχέση με την πρόσβαση στις αγορές των λοιπών μελών του ΠΟΕ.

110. Βεβαίως, θα μπορούσε να αντιταχθεί στις επιφυλάξεις αυτές ότι εν προκειμένω δεν απαιτείται να παρασχεθεί σε επιχειρηματίες από άλλα μέλη του ΠΟΕ πρόσβαση στην γεωργική αγορά της Κοινότητας διά της μειώσεως του ύψους του ειδικού δασμού. Αντιθέτως, η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί απλώς να μην επιβάλλεται ειδικός δασμός τέτοιου ύψους που να υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο προκειμένου να παύσουν οι εισαγωγές να είναι οικονομικά ελκυστικές.

111. Πάντως, αυτή η ένσταση θεωρητικής-αφηρημένης φύσεως δεν είναι στην πράξη πειστική. Όπως προελέχθη, η αγορά των κονσερβών μανιταριών Παρισίων χαρακτηρίζεται από σημαντικές διακυμάνσεις των τιμών (48). Τούτο έχει ως συνέπεια να έχει ο ειδικός δασμός ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος διαφορετικά αποτελέσματα ανάλογα με το πόσο μεγάλες είναι οι διαφορές των τιμών. Έτσι, ο δασμός μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να αγγίξει ή ακόμη και να υπερβεί το επίπεδο που απαιτείται προκειμένου να καταστούν μη ελκυστικές οι εισαγωγές εντός της Κοινότητας· ωστόσο, μπορεί να μην υπερβαίνει το όριο αυτό και, ως εκ τούτου, να καταστήσει οικονομικά ελκυστική την πρόσβαση στην κοινοτική αγορά. Συνεπώς, λόγω των σημαντικών διακυμάνσεων των τιμών δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο καθορισμός ενός ειδικού δασμού, ο οποίος υπερβαίνει μονομερώς για μια συγκεκριμένη περίοδο το ύψος του συνομολογηθέντος ανώτατου δασμού των 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος, να καθιστά ελκυστική την πρόσβαση στην αγορά για επιχειρηματίες από άλλα κράτη μέλη του ΠΟΕ χωρίς να διασφαλίζεται ότι οι επιχειρηματίες της Κοινότητας, ως αντιστάθμισμα προς τούτο, αποκτούν αντιστοίχως πρόσβαση στην αγορά των λοιπών μελών του ΠΟΕ.

112. Συνεπώς, επιβάλλεται κατ’ αποτέλεσμα η διαπίστωση ότι η μονομερής εφαρμογή ενός ειδικού δασμού μικρότερου ύψους από αυτό του ανώτατου δασμού που έχει συνομολογηθεί με τους πίνακες δεσμεύσεων της Κοινότητας στο πλαίσιο του ΠΟΕ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ηπιότερο μέσο. Η λύση αυτή δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην επίτευξη των σκοπών εμπορικής πολιτικής της Κοινότητας κατά τρόπο εξίσου αποτελεσματικό.

 Προσαρμογή του ύψους του ειδικού δασμού ανάλογα με τις κατηγορίες ποιότητας

113. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει περαιτέρω ότι ο ειδικός δασμός δεν διακρίνει ανάλογα με τις διαφορετικές κατηγορίες ποιότητας των μανιταριών Παρισίων. Συνεπώς, τίθεται το ερώτημα αν ο ειδικός δασμός ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους προϊόντος μετά τη στράγγιση πρέπει να θεωρηθεί ως προδήλως μη αναγκαίος εκ του λόγου ότι δεν διακρίνει τις κονσέρβες μανιταριών Παρισίων ανάλογα με κάθε επιμέρους κατηγορία ποιότητας.

114. Φρονώ ότι και στο ερώτημα αυτό προσήκει αρνητική απάντηση.

115. Κατ’ αρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι ένας ειδικός δασμός δεν είναι αντίθετος προς την αρχή της αναλογικότητας εκ του λόγου και μόνον ότι προβλέπει έναν σταθερό συντελεστή για διάφορες κατηγορίες ποιότητας του ίδιου προϊόντος. Το ερώτημα αν ένας σταθερός συντελεστής είναι αναγκαίος εξαρτάται από μια σειρά περιστάσεων και, μεταξύ άλλων, από το αν είναι πρόσφορος να εκπληρώσει αποτελεσματικά τους σκοπούς (49).

116. Στην υπό κρίση υπόθεση, η εφαρμογή ενός σταθερού συντελεστή δεν είναι προδήλως μη αναγκαία.

117. Πρώτον, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι μεταξύ διαφόρων κατηγοριών ποιότητας κονσερβών μανιταριών εμφανίζονται φαινόμενα υποκαταστάσεως. Εάν η Κοινότητα επέβαλλε διαφορετικό δασμό ανάλογα με την κατηγορία ποιότητας των κονσερβών μανιταριών Παρισίων, τότε τούτο θα λειτουργούσε ως κίνητρο για τους εισαγωγείς να δηλώνουν κατά την εισαγωγή μια κατηγορία χαμηλότερης ποιότητας από την πραγματική προκειμένου να επωφεληθούν του χαμηλότερου δασμού. Τούτο θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με την ενίσχυση των ελέγχων, πράγμα το οποίο θα συνεπαγόταν μεγαλύτερη επιβάρυνση για τις τελωνειακές αρχές.

118. Δεύτερον, μια μονομερής διάκριση μεταξύ διαφόρων κατηγοριών ποιοτήτων κονσερβών με μανιτάρια Παρισίων από την Κοινότητα δεν θα μπορούσε με τον ίδιο τρόπο να επιτύχει τους σκοπούς της εμπορικής πολιτικής της. Όπως προελέχθη (50), λόγω των σημαντικών διακυμάνσεων των τιμών, δεν μπορεί να αποκλειστεί για τις τιμές των κονσερβών μανιταριών ότι η εφαρμογή ενός χαμηλότερου δασμού για κονσέρβες μανιταριών Παρισίων χαμηλότερης ποιότητας δεν θα μειώσει τον ειδικό δασμό μόνο στον βαθμό ώστε να καταστεί η εισαγωγή κονσερβών μανιταριών Παρισίων μη ελκυστική από οικονομικής απόψεως, αλλά ότι θα υπερβεί το όριο αυτό. Στην περίπτωση αυτή, θα καθιστούσε την εισαγωγή κονσερβών με μανιτάρια Παρισίων στην Κοινότητα ελκυστική από οικονομικής απόψεως και, ως εκ τούτου, θα βελτίωνε την πρόσβαση στην κοινοτική αγορά. Ωστόσο, θα ήταν πολύ δύσκολο για την Κοινότητα να διαπραγματευθεί μια αντίστοιχη αντιστάθμιση με τα άλλα μέλη του ΠΟΕ γι’ αυτήν την βελτίωση της προσβάσεως στην αγορά η οποία παρέχεται μονομερώς και εκτός κάποιου γύρου διαπραγματεύσεων.

119. Συνεπώς, μια διάκριση βάσει των κατηγοριών ποιότητας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προδήλως ηπιότερο μέσο για την επίτευξη των σκοπών της Κοινότητας στον τομέα της εμπορικής πολιτικής.

 Μεγαλύτερη επιδότηση των κοινοτικών παραγωγών

120. Τέλος, πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος στην κύρια δίκη ότι ένα ηπιότερο μέσο θα μπορούσε να είναι η καταβολή μεγαλύτερων επιδοτήσεων στους κοινοτικούς παραγωγούς. Ανεξαρτήτως του αν ένα τέτοιο μέτρο συνάδει προς τη συμφωνία για τη γεωργία, πρέπει να τονιστεί ότι ένα εναλλακτικό μέτρο το οποίο μπορεί να συνεπάγεται σημαντικά δημοσιονομικά βάρη για την Κοινότητα, δεν μπορεί να θεωρηθεί άνευ ετέρου ως ηπιότερο μέτρο.

 Συμπέρασμα

121. Επομένως, επιβάλλεται εν κατακλείδι η διαπίστωση ότι στην υπό κρίση υπόθεση πέραν της εφαρμογής ενός ειδικού δασμού ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους προϊόντος μετά τη στράγγιση δεν μπορεί να διαπιστωθεί κάποιο προδήλως ηπιότερο μέσο για την επίτευξη των σκοπών γεωργικής και εμπορικής πολιτικής.

6.      Έλλειψη προδήλως δυσανάλογου χαρακτήρα

122. Τέλος, η επιβολή ενός ειδικού δασμού ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ως προδήλως δυσανάλογη. Βεβαίως, η εφαρμογή του δασμού αυτού συνεπάγεται σημαντικές επιβαρύνσεις για έναν εισαγωγέα. Εντούτοις, σε μια περίπτωση όπως είναι η υπό κρίση δεν μπορεί να θεωρείται ως προδήλως δυσανάλογο το γεγονός ότι δίδεται προτεραιότητα στους σκοπούς εμπορικής πολιτικής της Κοινότητας. Πράγματι, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, αφενός, τα σημαντικά πλεονεκτήματα σε επίπεδο εμπορικής πολιτικής που επιτυγχάνονται χάρη στη δασμοποίηση των εμπορικών εμποδίων (51). Αφετέρου, δεν πρέπει να παροράται ότι ένας σώφρων εισαγωγέας θα εισάγει στην Κοινότητα προϊόντα μόνον όταν τούτο είναι συμφέρον γι’ αυτόν από οικονομικής απόψεως. Για τον λόγο αυτόν, πλήττονται πρωτίστως μόνον οι εισαγωγείς οι οποίοι εκ προθέσεως έδωσαν ψεύτικα στοιχεία σε σχέση με τα εισαχθέντα προϊόντα ή έσφαλαν ως προς την ακρίβεια των στοιχείων αυτών. Ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για ενέργεια εκ προθέσεως ή για πλάνη, φρονώ ότι δεν είναι προδήλως δυσανάλογο σε μια τέτοια περίπτωση να δίδεται προτεραιότητα στους σκοπούς εμπορικής πολιτικής της Κοινότητας.

 Γενικό συμπέρασμα

123. Από τον έλεγχο δεν προέκυψαν στοιχεία περί του ότι η επιβολή ειδικού δασμού ύψους 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος επί κονσερβών με μανιτάρια Παρισίων, τα οποία εισάγονται στην Κοινότητα πέραν της ποσοστώσεως που έχει ανοίξει με τον τροποποιηθέντα κανονισμό 1864/2004, αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας.

124. Συμπληρωματικώς, πρέπει να τονιστεί ότι το ύψος του δασμού ad valorem δεν ανέρχεται, σε 18,4 %, όπως υπολαμβάνει το αιτούν δικαστήριο, αλλά σε 14,9 % (52).

VII – Πρόταση

125. Βάσει των ανωτέρω προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου ως εξής:

Από τον έλεγχο του ειδικού δασμού των 222 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους στραγγισμένου προϊόντος ο οποίος ισχύει δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1719/2005 της Επιτροπής, της 27ης Οκτωβρίου 2005, που τροποποιεί το παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87, ο οποίος επιβάλλεται σε εισαγωγές συντηρημένων μανιταριών του γένους Agaricus (θέση ΣΟ 2003 10 30), πέραν της ποσοστώσεως που έχει ανοίξει με τον κανονισμό (ΕΚ) 1864/2004 της Επιτροπής, της 26ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με το άνοιγμα και τον τρόπο διαχειρίσεως δασμολογικών ποσοστώσεων για κονσέρβες μανιταριών εισαγόμενες από τρίτες χώρες, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1995/2005 της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού 1864/2004, δεν προέκυψαν στοιχεία τα οποία να κλονίζουν το κύρος του υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – Η διαδικασία λόγω παραπομπής ρυθμίζεται πλέον, βάσει της Συνθήκης της Λισσαβόνας για την τροποποίηση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της 13ης Δεκεμβρίου 2007 (ΕΕ C 306, σ. 1), στο άρθρο 267 ΣΕΕ.


3 – Βλ. αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1982, 245/81, Edeka (Συλλογή 1982, σ. 2745), της 12ης Απριλίου 1984, 345/82, Wünsche (Συλλογή 1984, σ. 1995), της 16ης Οκτωβρίου 1991, C‑24/90, Werner Faust (Συλλογή 1991, σ. I‑4905), της 16ης Οκτωβρίου 1991, C‑25/90, Wünsche (Συλλογή 1991, σ. I‑4939), της 16ης Οκτωβρίου 1991, C‑26/90, Wünsche (Συλλογή 1991, σ. I‑4961), της 4ης Ιουλίου 1996, C‑295/94, Hüpeden (Συλλογή 1996, σ. I‑3375) και της 4ης Ιουλίου 1996, C‑296/94, Pietsch (Συλλογή 1996, σ. I‑3409).


4 – ΕΕ L 336, σ. 1.


5 – Αυτόθι, σ. 20.


6 – Αυτόθι, σ. 22.


7 – Βλ. την απόφαση 2006/398/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για τη σύναψη συμφωνίας υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας δυνάμει του άρθρου XXIV, παράγραφος 6 και του άρθρου XXVIII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου ( GATT ) του 1994 με σκοπό την τροποποίηση των παραχωρήσεων που προβλέπονται στους πίνακες της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας προσχώρησής τους στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΕ L 154, σ. 22.)


8 –
                                                                    
Στις παρούσες προτάσεις η έννοια του κοινοτικού δικαίου χρησιμοποιείται καθό μέτρο rationetemporis εξακολουθεί να έχει εφαρμογή το κοινοτικό και όχι το ενωσιακό δίκαιο.


9 – ΕΕ L 130, σ. 42.


10 – ΕΕ L 28, σ. 16.


11 – ΕΕ L 286, σ. 1.


12 – ΕΕ L 325, σ. 30.


13 – ΕΕ L 320, σ. 34.


14 – ΕΕ L 169, σ. 1.


15 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3.


16 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3.


17 – ΕΕ L193, σ. 1.


18 – Αποφάσεις Wünsche (345/82), Faust, Wünsche (C‑25/90), Wünsche (C‑26/90), Wünsche (C‑295/94), Hüpeden, Pietsch, όλες προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 3.


19 – Αποφάσεις Faust (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 19), C-25/90, Wünsche (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 20), C‑26/90, Wünsche (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 20), Hüpeden (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 19), και Pietsch (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 22).


20 – Απόφαση Pietsch (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψεις 26 επ.).


21 – Αποφάσεις Faust (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψεις 23 και 28), C-25/90, Wünsche (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψεις 24 και 29), C‑26/90, Wünsche (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψεις 24 και 29), Hüpeden (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 26), Pietsch (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψεις 29 και 34).


22 – Απόφαση Pietsch (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 34).


23 – Απόφαση Pietsch (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 29).


24 – Αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1989, 265/87, Schräder (Συλλογή 1989, σ. 2237, σκέψη 21), Faust (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 12), C-25/90, Wünsche (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 13), C‑26/90, Wünsche (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 13), Hüpeden (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 14), και Pietsch (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 15).


25 – Βλ. σημεία 19 έως 22 των παρουσών προτάσεων.


26 – Βλ. την έβδομη και τη δέκατη αιτιολογική σκέψη του τροποποιηθέντος κανονισμού 1864/2004.


27 – Ο Geboye Desta, M., TheLawofInternationalTradeinAgriculturalProducts, Kluwer Law International, 2002, σ. 9, επισημαίνει ως τις πλέον σημαντικές κατακτήσεις της συμφωνίας για τη γεωργία το γεγονός ότι πλέον υφίσταται ένας επαρκής βαθμός ασφάλειας, προβλεψιμότητας και εμπεδώσεως της αρχής του κράτους δικαίου στις διεθνείς σχέσεις σχετικά με τον γεωργικό τομέα.


28 – Βλ. McMahon, J., TheWTOAgreementonAgriculture, Oxford University Press, 2006, σ. 33, ο οποίος επισημαίνει ότι η δασμολόγηση αποτελεί το σημαντικότερο σημείο όλης της συμφωνίας για τη γεωργία, διότι τα δασμολογικά μέτρα είναι πλέον διαφανή και η διαπραγμάτευσή τους είναι ευχερέστερη.


29 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑351/04, Ikea Wholesale (Συλλογή 2007, σ. I‑7723, σκέψη 40), και της 14ης Μαΐου 2009, C‑34/08, Azienda Agricola Disarò Antonio κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. 4023, σκέψη 76).


30 – Για την κοινή γεωργική πολιτική, βλ. τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 2009, C-33/08, Agrana Zucker (Συλλογή 2009, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 33), της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑310/04, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. I‑7285, σκέψη 99), της 12ης Ιουλίου 2001, C‑189/01, Jippes κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I‑5689, σκέψη 83). Για άλλους τομείς βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουνίου 2010, C‑58/08, Vodafone κ.λπ. (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 52), της 7ης Ιουλίου 2009, C‑558/07, S.P.C.M. κ.λπ. (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 42), της 12ης Ιουλίου 2005, C-154/04 και C-155/04, Alliance for Natural Health κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I-6451, σκέψη 52), της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C-434/02, Arnold André (Συλλογή 2004, σ. I-11825, σκέψη 46), της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C‑210/03, Swedish Match (Συλλογή 2004, σ. I-11893, σκέψη 48), και της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C-491/01, British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco (Συλλογή 2002, σ. I-11453, σκέψη 123).


31 – Βλ. τα σημεία 62 επ. των προτάσεών μου επί της υποθέσεως Azienda Agricola Disarò Antonio (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 29), και τα σημεία 65 έως 72 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως Agrana Zucker (C-365/08, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή). Βλ., επίσης, Mosbrucker, A.-L., «Contrôle du système des quotas laitiers», Europe, RevuemensuelleNexisLexisJurisclasseur, Ιούλιος 2009, σ. 16, που συναινεί προς την προτεινόμενη προσέγγιση των τριών βαθμίδων και επικρίνει τη συρρίκνωση του ελέγχου στο αν το μέτρο είναι προδήλως απρόσφορο.


32 – Βλ. μόνον τις αποφάσεις Vodafone (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση, σκέψεις 51 επ.), με τις σκέψεις 61 έως 68 της οποίας το Δικαστήριο εξέτασε ορισμένα στοιχεία του αναγκαίου χαρακτήρα, ενώ με τη σκέψη 69 τον πρόσφορο χαρακτήρα του μέτρου, καθώς και Agrana Zucker (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση, σκέψεις 42), και British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 30, σκέψεις 126 επ.). Βλ., επίσης, Koch, O., DerGrundsatzderVerhältnismäßigkeitinderRechtsprechungdesGerichtshofsderEuropäischenGemeinschaften, Βερολίνο 2003, σ. 212, ο οποίος τονίζει ότι σχεδόν το σύνολο των αποφάσεων στις οποίες το Δικαστήριο περιόρισε εκ πρώτης όψεως τον έλεγχο μόνον στον «απρόσφορο χαρακτήρα» του μέτρου, είχε αναλύσει τα ενδεχόμενα εναλλακτικά μέτρα προβαίνοντας ενίοτε σε εκτενείς αναπτύξεις όπου διευκρίνιζε τους λόγους για τους οποίους τα μέτρα αυτά δεν έπρεπε να προτιμηθούν. Η έννοια του «προδήλως απρόσφορου χαρακτήρα» πρέπει συνεπώς να ερμηνεύεται ως συνώνυμη έκφραση για έναν περιορισμένης εκτάσεως έλεγχο στο πλαίσιο της εξετάσεως της αναλογικότητας σε τρία στάδια. Παρεμφερείς απόψεις διατυπώνει και ο Kischel, U., «Die Kontrolle der Verhältnismäßigkeit durch den Europäischen Gerichtshof», Europarecht 2000, σ. 380, σημεία 398 επ., ο οποίος τονίζει ότι το Δικαστήριο δεν προσδίδει στη διατύπωσή του, βάσει της οποίας ο έλεγχος της αναλογικότητας στους εν λόγω τομείς περιορίζεται στον έλεγχο του προδήλως απρόσφορου χαρακτήρα, το περιεχόμενο που φαίνεται να έχει εκ πρώτης όψεως. Αντιθέτως, από τις συναφείς αποφάσεις συνάγεται με σαφήνεια ότι η εξουσία εκτιμήσεως του κοινοτικού νομοθέτη δεν περιορίζει την αναλογικότητα στον προδήλως απρόσφορο χαρακτήρα, αλλά το σύνολο του ελέγχου της αναλογικότητας σε πρόδηλα σφάλματα. Βλ., επίσης, Zatschler, C., Finding facts», European Advocate, Άνοιξη 2010, σ. 11, σημεία 12 επ., ο οποίος επισημαίνει ότι το περιθώριο εκτιμήσεως επηρεάζει απλώς την έκταση του ελέγχου, όχι όμως τη δομή του ελέγχου της αναλογικότητας.


33 – Βλ. τη νομολογία που παραθέτω στα σημεία 58 έως 64.


34 – Βλ. σημείο 80 των παρουσών προτάσεων.


35 – Βλ. σημείο 75 των παρουσών προτάσεων.


36 – Τούτο πρέπει να αντιδιαστέλλεται από το ζήτημα εάν αυτό δικαιολογείται και υπό το πρίσμα των συμπληρωματικών επιβαρύνσεων που προκύπτουν εντεύθεν για τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες. Το ζήτημα αυτό πρέπει να εξετάζεται, ιδίως στο πλαίσιο του πρόσφορου χαρακτήρα του μέτρου· βλ., συναφώς, σημείο 122 των παρουσών προτάσεων.


37 – Βλ. σημεία 66 και 80 των παρουσών προτάσεων.


38 – Βλ. σημείο 59 των παρουσών προτάσεων.


39 – Βλ. σημείο 62 των παρουσών προτάσεων.


40 – Στην υπό κρίση υπόθεση δεν τίθεται ζήτημα επικλήσεως, μεταξύ άλλων, τις προστατευτικής ρήτρας του άρθρου 5 της συμφωνίας για τη γεωργία, δεδομένου ότι τα προϊόντα του κωδικού ΣΟ 2003 10 30 δεν προσδιορίζονται με το σύμβολο «ΕΔΔ».


41 – Βλ. σημείο 63 των παρουσών προτάσεων.


42 – Βλ. Geboye Deste, M. (παρατίθεται στην υποσημείωση 28, σ. 21), ο οποίος διευκρινίζει ότι τυχόν μονομερής απόκλιση προς τα κάτω από τους συμφωνηθέντες δασμούς είναι νομικά επιτρεπτή βάσει του δικαίου του παγκόσμιου εμπορίου.


43 – Απόφαση Hüpeden (προπαρατεθείσα την υποσημείωση 3, σκέψη 36).


44 – Βλ. σημείο 59 των παρουσών προτάσεων και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


45 – Βλ. σημεία 232 έως 234 της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου οργάνου (Appellate Body) του ΠΟΕ της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, Chile –Price Band System, WT/DS207/AB/R.


46 – Στο σημείο 232 της προαναφερθείσας εκθέσεως τονίζεται ότι το γεγονός και μόνον ότι ορισμένοι δασμοί αναπροσαρμόζονται περιοδικά δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι πρέπει να χαρακτηριστούν ως κυμαινόμενες εισφορές επί των εισαγωγών κατά την έννοια της υποσημειώσεως 1 του άρθρου 4, παράγραφος 2, της συμφωνίας για τη γεωργία. Αντιθέτως, το άρθρο 233 της εκθέσεως αυτής στηρίζεται στο γεγονός ότι ο δασμός κυμαίνεται κατά τρόπο αυτόματο ανάλογα με έναν πίνακα ή έναν τύπο.


47 – Βλ. Geboye Deste, M. (παρατίθεται στην υποσημείωση 28, σ. 23), ο οποίος επισημαίνει ότι τα προνόμια που παρέχονται σ’ ένα κράτος μέλος ισχύουν για όλα βάσει της αρχής του μάλλον ευνοούμενου κράτους.


48 – Βλ. σημείο 97 των παρουσών προτάσεων.


49 – Βλ. απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 1988, 77/86, The National Dried Fruit Trade Association (Συλλογή 1988, σ. 757, σκέψη 29).


50 – Σημεία 109 έως 112 των παρουσών προτάσεων.


51 – Βλ. OECD, The Uruguay Round Agreement on Agriculture, A preliminary Evaluation of the Impacts of the Agreement on Agriculture in OECD Countries, Παρίσι, 1995, σ. 29.


52 – Βλ. συναφώς τους κανόνες που παραθέτω στα σημεία 19 έως 22 και 70 των παρουσών προτάσεων.