ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 14ης Ιουλίου 2011 (1)

Υπόθεση C‑27/09 P

Γαλλική Δημοκρατία

κατά

People’s Mojahedin Organization of Iran

«Αίτηση αναιρέσεως – Περιοριστικά μέτρα για την καταστολή της τρομοκρατίας – Δέσμευση πόρων και κεφαλαίου»






Περιεχόμενα


Εισαγωγή

Το νομικό πλαίσιο

Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα

Το ιστορικό της υποθέσεως

Η PMOI

Γεγονότα που έλαβαν χώρα αμέσως πριν και παράλληλα προς την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

Η αίτηση αναιρέσεως

Παραδεκτό

Βάσιμο

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως (προβαλλόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας)

Η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της επίμαχης αποφάσεως: (1) το χρονικό διάστημα μεταξύ 7ης Μαΐου 2008 και 9ης Ιουνίου 2008

Η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της επίμαχης αποφάσεως: (2) το χρονικό διάστημα μεταξύ 9ης Ιουνίου 2008 και 15ης Ιουλίου 2008

Η απαίτηση ενημερώσεως της PMOI

Ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως

Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως (προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931)

Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως (προβαλλόμενη προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας)

Το πρώτο επιχείρημα: «η απόφαση δεν στηρίχθηκε στις μη κοινοποιηθείσες πληροφορίες»

Το δεύτερο επιχείρημα: «οι μη κοινοποιηθείσες πληροφορίες ήταν εμπιστευτικές»

Ο ρόλος των εθνικών αρχών των κρατών μελών

Η διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου

–       Αν η αρμόδια εθνική αρχή ήταν «δικαστική αρχή»

–       Αν η αρμόδια εθνική αρχή ήταν μια «ισοδύναμη αρμόδια αρχή»

Ο Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου

–       Το πεδίο εφαρμογής

–       Η χρησιμοποίηση εμπιστευτικών αποδείξεων

–       Η ανάγκη σεβασμού των εγγυήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

–       Η φύση του ελέγχου που πρέπει να ασκεί ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το εύρος του ελέγχου αυτού

Ένα τελευταίο σχόλιο

Δικαστικά έξοδα

Πρόταση


 Εισαγωγή

1.        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) (2) της 4ης Δεκεμβρίου 2008 στην υπόθεση T‑284/08, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) (3).

2.        Με την απόφαση εκείνη, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση 2008/583/ΕΚ του Συμβουλίου (στο εξής: επίμαχη απόφαση) (4) καθόσον αφορούσε την οργάνωση People’s Mojahedin Organization of Iran (στο εξής: PMOI). Συνεπεία της ως άνω αποφάσεως του Συμβουλίου, είχαν διατηρηθεί οι ρυθμίσεις περί δεσμεύσεως των κεφαλαίων και άλλων περιουσιακών στοιχείων και οικονομικών πόρων της PMOI στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

3.        Τα διαδοχικά γεγονότα που προηγήθηκαν της εκδόσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι περιπεπλεγμένα. Χάριν εποπτείας, έχω παραθέσει τα κύρια περιστατικά στο κείμενο των ανά χείρας προτάσεων και έχω συμπεριλάβει ένα λεπτομερή χρονολογικό πίνακα ως ιδιαίτερο παράρτημα.

4.        Η υπόθεση πρέπει να προσεγγίζεται στο πλαίσιο της σημαντικής αυξήσεως της διεθνούς τρομοκρατίας που παρατηρείται κατά τα τελευταία έτη, καθώς και του τρόπου με τον οποίο τα Ηνωμένα Έθνη και η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιδρούν στην απειλή που αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί η τρομοκρατία αυτή.

 Το νομικό πλαίσιο

5.        Στις 28 Σεπτεμβρίου 2001, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε το ψήφισμα 1373 (2001). Το άρθρο 1 του ως άνω ψηφίσματος ορίζει τα εξής: «[…] όλα τα κράτη: […] (γ) δεσμεύουν πάραυτα τα κεφάλαια και τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία ή οικονομικούς πόρους των προσώπων που τελούν ή αποπειρώνται να τελέσουν τρομοκρατικές πράξεις, που τις διευκολύνουν ή μετέχουν σ’ αυτές, των οντοτήτων που ανήκουν στα πρόσωπα αυτά ή που ελέγχονται από αυτά και των προσώπων και των οντοτήτων που ενεργούν εξ ονόματος ή κατόπιν εντολής αυτών των προσώπων και οντοτήτων […]».

 Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

6.        Ως τμήμα των ρυθμίσεων για την εφαρμογή του ψηφίσματος 1373 (2001) στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο εξέδωσε την κοινή θέση 2001/931 (5) στις 27 Δεκεμβρίου 2001.

7.        Η έβδομη αιτιολογική σκέψη της κοινής θέσεως 2001/931 ορίζει τα εξής:

«Η δράση της Κοινότητας είναι αναγκαία προκειμένου να εφαρμοστούν ορισμένα από τα πρόσθετα αυτά μέτρα· η δράση των κρατών μελών είναι επίσης αναγκαία, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή μορφών αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις.»

8.        Το άρθρο 1 της κοινής θέσεως 2001/931 προβλέπει τα εξής:

«1.       Η παρούσα κοινή θέση εφαρμόζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων στα πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που ενέχονται σε τρομοκρατικές πράξεις και τα οποία παρατίθενται στο παράρτημα.

2.       Για τους σκοπούς της παρούσας κοινής θέσης ως, “πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που ενέχονται σε τρομοκρατικές πράξεις” νοούνται:

–        πρόσωπα που διαπράττουν ή αποπειρώνται να διαπράξουν τρομοκρατικές πράξεις ή συμμετέχουν στην τέλεση τρομοκρατικών πράξεων ή τις διευκολύνουν,

–        ομάδες και οντότητες ιδιοκτησίας ή υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο των εν λόγω προσώπων και πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που ενεργούν εξ ονόματος ή κατ’ εντολήν τέτοιων προσώπων, ομάδων, οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαίων που απορρέουν ή προέρχονται από ιδιοκτησία που ανήκει ή ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από τα πρόσωπα αυτά και τα συνδεόμενα με αυτά πρόσωπα, ομάδες και οντότητες.

3.       Για τους σκοπούς αυτής της κοινής θέσης, ως “τρομοκρατική πράξη” νοείται μια από τις ακόλουθες εκ προθέσεως πράξεις η οποία, εκ της φύσεώς της ή των συνθηκών της, είναι δυνατόν να προσβάλει σοβαρά χώρα ή διεθνή οργανισμό, όπως ορίζεται ως αξιόποινη πράξη από το εθνικό δίκαιο, όταν ο δράστης την διαπράττει με σκοπό:

(i) να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή

(ii) να εξαναγκάσει αδικαιολόγητα μια κυβέρνηση ή ένα διεθνή οργανισμό να εκτελέσουν ή να παραλείψουν οποιαδήποτε πράξη, ή

(iii) να αποσταθεροποιήσει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις πολιτικές, συνταγματικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού:

α) προσβολή κατά της ζωής προσώπου, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει το θάνατο,

β) προσβολή κατά της σωματικής ακεραιότητας προσώπου,

γ) απαγωγή ή αρπαγή προσώπων,

δ) πρόκληση μαζικών καταστροφών σε κυβερνητικές ή δημόσιες εγκαταστάσεις, συγκοινωνιακά συστήματα, εγκαταστάσεις υποδομής, περιλαμβανομένων και των συστημάτων πληροφορικής, σταθερές εξέδρες που ευρίσκονται επί της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας, δημόσιους χώρους ή ιδιωτικές ιδιοκτησίες, που θα μπορούσαν να εκθέσουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές ή να προξενήσουν σημαντικές οικονομικές απώλειες,

ε) κατάληψη αεροσκαφών ή πλοίων ή άλλων μέσων μαζικής μεταφοράς ή μεταφοράς εμπορευμάτων,

στ) κατασκευή, κατοχή, κτήση, μεταφορά, προμήθεια ή χρήση πυροβόλων όπλων, εκρηκτικών υλών, πυρηνικών, βιολογικών και χημικών όπλων καθώς και, όσον αφορά τα βιολογικά και χημικά όπλα, έρευνα και ανάπτυξη,

ζ) απελευθέρωση επικίνδυνων ουσιών ή πρόκληση πυρκαγιών, πλημμυρών ή εκρήξεων, με αποτέλεσμα την έκθεση ανθρώπινων ζωών σε κίνδυνο,

η) διαταραχή ή διακοπή του εφοδιασμού ύδατος, ηλεκτρικής ενέργειας ή κάθε άλλου βασικού φυσικού πόρου, με αποτέλεσμα την έκθεση ανθρώπινων ζωών σε κίνδυνο,

θ) απειλή τέλεσης μιας εκ των πράξεων που απαριθμούνται στα σημεία α) έως η),

ι) η αρχηγία τρομοκρατικής ομάδας,

ια) η συμμετοχή στις δραστηριότητες τρομοκρατικής ομάδας, μεταξύ άλλων με την παροχή σε αυτήν πληροφοριών ή υλικών μέσων ή με τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της, έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι η συμμετοχή αυτή θα συμβάλει στις εγκληματικές δραστηριότητες της ομάδας.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ως “τρομοκρατική ομάδα” νοείται η δομημένη και ήδη επί ορισμένο χρονικό διάστημα υφιστάμενη ένωση περισσοτέρων των δύο προσώπων που ενεργούν από κοινού προκειμένου να τελέσουν τρομοκρατικές πράξεις. Ο όρος “δομημένη ένωση” σημαίνει μια ένωση που δεν συγκροτήθηκε τυχαία με σκοπό να διαπράξει αμέσως μια τρομοκρατική πράξη και η οποία δεν έχει απαραιτήτως τυπικά καθορισμένους ρόλους των μελών της, συνέχεια στη σύνθεσή της ή πολυσύνθετη δομή.

4. Ο κατάλογος του παραρτήματος καταρτίζεται βάσει ακριβών πληροφοριών ή στοιχείων του σχετικού φακέλου τα οποία δεικνύουν ότι έχει ληφθεί απόφαση από αρμόδια αρχή έναντι συγκεκριμένων προσώπων, ομάδων και οντοτήτων, είτε η εν λόγω απόφαση αφορά την έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως για μια τρομοκρατική πράξη ή την απόπειρα τέλεσης ή τη συμμετοχή ή τη διευκόλυνση μιας τέτοιας πράξης βάσει σοβαρών και αξιοπίστων αποδείξεων ή ενδείξεων είτε καταδίκη για τέτοιες πράξεις. Πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που προσδιορίζονται από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ότι έχουν σχέση με την τρομοκρατία και κατά των οποίων έχει διατάξει κυρώσεις μπορούν να συμπεριληφθούν στον κατάλογο αυτό.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου ως “αρμόδια αρχή” νοείται δικαστική αρχή ή, εάν δικαστικές αρχές δεν έχουν αρμοδιότητα στον τομέα τον οποίο καλύπτει η παρούσα παράγραφος, ισοδύναμη αρμόδια αρχή στον εν λόγω τομέα.

5. Το Συμβούλιο μεριμνά προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα ονόματα φυσικών ή νομικών προσώπων, ομάδων ή οντοτήτων τα οποία περιλαμβάνονται στο παράρτημα περιέχουν επαρκή συμπληρωματικά στοιχεία τα οποία επιτρέπουν την αποτελεσματική διαπίστωση της ταυτότητας συγκεκριμένων ατόμων, νομικών προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών διευκολύνοντας έτσι [τη διαπίστωση της] αθωότητα[ς] αυτών οι οποίοι φέρουν το αυτό ή παρόμοιο όνομα.

6. Τα ονόματα των προσώπων και οντοτήτων τα οποία περιλαμβάνονται στον κατάλογο εξετάζονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα, τουλάχιστον μια φορά το εξάμηνο, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η διατήρηση τους στον κατάλογο δικαιολογείται.»

9.        Το άρθρο 4 της κοινής θέσεως 2001/931 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη παρέχουν αμοιβαίως, δια της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις στα πλαίσια του Τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, την ευρύτατη δυνατή συνδρομή στην πρόληψη και καταπολέμηση τρομοκρατικών πράξεων. Προς το σκοπό αυτό, για τις έρευνες και διαδικασίες τις οποίες διεξάγουν οι αρχές τους σε σχέση με οιοδήποτε από τα πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα, ασκούν πλήρως, κατόπιν αιτήσεως, τις εξουσίες που έχουν σύμφωνα με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλες διεθνείς συμφωνίες, διακανονισμούς και συμβάσεις οι οποίες δεσμεύουν τα κράτη μέλη.»

10.      Η PMOI δεν περιλαμβανόταν στο παράρτημα της κοινής θέσεως 2001/931.

11.      Εκτιμώντας ότι ήταν αναγκαία η έκδοση κανονισμού για την εφαρμογή σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης των μέτρων που περιγράφει η κοινή θέση 2001/931, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό 2580/2001 (στο εξής: κανονισμός) (6).

12.      Το άρθρο 1, παράγραφος 6, του κανονισμού περιέχει τον ακόλουθο ορισμό:

«“Έλεγχος ενός νομικού προσώπου, ομάδας ή οντότητας” σημαίνει ένα από τα ακόλουθα:

α) το δικαίωμα διορισμού ή ανάκλησης της πλειοψηφίας των μελών του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού οργάνου σε ένα νομικό πρόσωπο, μια ομάδα ή μια οντότητα,

β) ο διορισμός, μόνο με την άσκηση των δικαιωμάτων του ψήφου, της πλειοψηφίας των μελών των διοικητικών, διευθυντικών ή εποπτικών οργάνων ενός νομικού προσώπου, μιας ομάδας ή μιας οντότητας, κατά το τρέχον και το παρελθόν οικονομικό έτος,

γ) ο αποκλειστικός έλεγχος, δυνάμει συμφωνίας με τους άλλους μετόχους ή μέλη νομικού προσώπου, ομάδας ή οντότητας της πλειοψηφίας των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή μελών του εν λόγω νομικού προσώπου, ομάδας ή οντότητας,

δ) το δικαίωμα άσκησης κυριαρχικής επιρροής σε ένα νομικό πρόσωπο, ομάδα ή οντότητα, δυνάμει συμβάσεως που έχει συναφθεί με το εν λόγω νομικό πρόσωπο, ομάδα ή οντότητα, δυνάμει όρου του καταστατικού, εφόσον το δίκαιο από το οποίο διέπεται το εν λόγω νομικό πρόσωπο, ομάδα ή οντότητα επιτρέπει την υπαγωγή σε παρόμοια σύμβαση ή όρο του καταστατικού,

ε) η δυνατότητα δικαιώματος άσκησης κυριαρχικής επιρροής, όπως αναφέρεται στο στοιχείο δ), χωρίς παράλληλη κατοχή του δικαιώματος αυτού,

στ) το δικαίωμα χρησιμοποίησης του συνόλου ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων ενός νομικού προσώπου, μιας ομάδας ή μιας οντότητας,

ζ) η διαχείριση νομικού προσώπου, ομάδας ή οντότητας σε ενοποιημένη βάση, με δημοσίευση ενοποιημένων λογαριασμών,

η) η εις ολόκληρον αλληλέγγυα ευθύνη για τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις νομικού προσώπου, ομάδας ή οντότητας, ή η εγγύηση των υποχρεώσεων αυτών.»

13.      Το άρθρο 2 του κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1. Εκτός εάν επιτρέπεται δυνάμει των άρθρων 5 και 6:

α) δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια, χρηματικά περιουσιακά στοιχεία και οικονομικοί πόροι που ανήκουν, ή βρίσκονται στην ιδιοκτησία ή κατοχή φυσικού ή νομικού προσώπου, ομάδας ή οντότητας που περιλαμβάνεται στον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3,

β) κανένα κεφάλαιο, άλλο χρηματικό περιουσιακό στοιχείο ή οικονομικός πόρος δεν διατίθεται, άμεσα ή έμμεσα, σε οποιοδήποτε ή προς όφελος οποιουδήποτε από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τις ομάδες ή τις οντότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3.

[…]

3. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ομοφωνία, καταρτίζει, αναθεωρεί και τροποποιεί τον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφοι 4, 5 και 6, της κοινής θέσης [2001/931]. Ο κατάλογος αυτός αποτελείται από:

(i) φυσικά πρόσωπα που διαπράττουν, ή επιχειρούν να διαπράξουν, συμμετέχουν ή διευκολύνουν τη διάπραξη οιασδήποτε τρομοκρατικής πράξης·

(ii) νομικά πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που διαπράττουν, ή επιχειρούν να διαπράξουν, συμμετέχουν ή διευκολύνουν τη διάπραξη οιασδήποτε τρομοκρατικής πράξης·

(iii) νομικά πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που ανήκουν σε ή ελέγχονται από ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που αναφέρονται στα στοιχεία i) και ii)

(iv) φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που ενεργούν εξ ονόματος ή υπό την καθοδήγηση ενός ή περισσοτέρων φυσικών ή νομικών προσώπων, ομάδων ή οντοτήτων που αναφέρονται στα στοιχεία i) και ii).»

14.      Το άρθρο 8 του κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αλληλοενημερώνονται για τα μέτρα που λαμβάνουν στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού και παρέχουν αμοιβαίως κάθε συναφή πληροφορία που διαθέτουν σχετικά με τον παρόντα κανονισμό […] καθώς και σχετικά με παραβάσεις και προβλήματα επιβολής της εφαρμογής ή αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων.»

15.      Με την απόφαση 2001/927 (7), το Συμβούλιο θέσπισε τον αρχικό κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων στα οποία είχε εφαρμογή ο κανονισμός. Το όνομα της PMOI δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο αυτό.

16.      Στο παράρτημα της κοινής θέσεως 2002/340 της 2ας Μαΐου 2002 (8), το Συμβούλιο παρέθεσε ενημερωμένο κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων στα οποία είχε εφαρμογή η κοινή θέση 2001/931. Στο σημείο 2 του ως άνω παραρτήματος, που τιτλοφορούνταν «Ομάδες και οντότητες», γινόταν μνεία της PMOI, που κατονομαζόταν ως: «Οργάνωση Mujahedin-e Khalq (MEK ή MKO) [εκτός από το “Εθνικό Αντιστασιακό Συμβούλιο του Ιράν” (“National Council of Resistance of Iran” NCRI)] (γνωστή ως National Liberation Army of Iran (NLA, η μαχόμενη πτέρυγα της MEK), the People’s Mujahidin of Iran (PMOI) [sic], National Council of Resistence (NCR) [sic], Muslim Iranian Student’s Society [sic])».

17.      Με την απόφαση 2002/334, επίσης της 2ας Μαΐου 2002 (9), το Συμβούλιο ενέκρινε ενημερωμένο κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων στα οποία είχε εφαρμογή ο κανονισμός. Το όνομα της PMOI περιλήφθηκε στον κατάλογο αυτό ακριβώς όπως είχε στο παράρτημα της κοινής θέσεως 2002/340.

18.      Βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού, το Συμβούλιο εξέδωσε μια σειρά επιπλέον αποφάσεων που απαριθμούσαν τα πρόσωπα, τις ομάδες και τις οντότητες στα οποία είχε εφαρμογή η ως άνω κοινή θέση. Το όνομα της PMOI συνέχισε να περιλαμβάνεται στα παραρτήματα των εν λόγω αποφάσεων.

19.      Στις 15 Ιουλίου 2008, το Συμβούλιο εξέδωσε την επίμαχη απόφαση. Το όνομα της PMOI περιλήφθηκε και πάλι στο παράρτημα της ως άνω αποφάσεως.

20.      Με την απόφαση 2009/62 (10), που θεσπίστηκε κατόπιν της εκδόσεως, στις 4 Δεκεμβρίου 2008, της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Συμβούλιο ενέκρινε ενημερωμένο κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων στα οποία είχε εφαρμογή o κανονισμός 2580/2001. Το όνομα της PMOI έπαυσε να περιλαμβάνεται στον κατάλογο.

 Η νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα

21.      Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: Σύμβαση) προβλέπει τα εξής:

«Εv περιπτώσει πoλέμoυ ή ετέρoυ δημoσίoυ κιvδύvoυ απειλoύvτoς τηv ζωήv τoυ έθvoυς έκαστov Υψηλόv Συμβαλλόμεvov Μέρoς δύvαται vα λάβη μέτρα κατά παράβασιv τωv υπό της παρoύσης Συμβάσεως πρoβλεπoμέvωv υπoχρεώσεωv, εv τω απαιτoυμέvω υπό της καταστάσεως απoλύτως αναγκαίω oρίω και υπό τov όρov όπως τα μέτρα ταύτα μη αvτιτίθεvται εις τας άλλας υπoχρεώσεις τας απoρρεoύσας εκ τoυ διεθvoύς δικαίoυ.»

22.      Το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) (11), που τιτλοφορείται «Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου», ορίζει τα εξής:

«Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του.

[…]»

 Το ιστορικό της υποθέσεως

 Η PMOI

23.      Η PMOI είναι ιρανική πολιτική οργάνωση (12). Ιδρύθηκε το 1965, με σκοπό αρχικώς την αντίσταση στο καθεστώς του Σάχη. Έλαβε ενεργό μέρος στο κίνημα διαμαρτυρίας στο Ιράν που οδήγησε τελικά στην πτώση του Σάχη το 1979. Στη συνέχεια ήρθε γρήγορα σε σύγκρουση με το φονταμενταλιστικό καθεστώς του Αγιατολάχ Χομεϊνί. Κατά τα τέλη του 1981, πολλά μέλη και πολλοί συμπαθώς διακείμενοι στην PMOI κατέφυγαν στο εξωτερικό και ιδίως στη Γαλλία. Το 1986 όμως, κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ γαλλικών και ιρανικών αρχών, η Γαλλική Κυβέρνηση μεταχειρίστηκε τα πρόσωπα αυτά στην πράξη ως ανεπιθύμητους αλλοδαπούς και η ηγεσία της PMOI, μαζί με πολλές χιλιάδες οπαδούς, μετέβη στο Ιράκ. Στη χώρα αυτή διατηρούσαν εκτεταμένο οπλοστάσιο, που περιελάμβανε τεθωρακισμένα και εκτοξευτές ρουκετών, μέχρι την εισβολή των συμμαχικών δυνάμεων στο Ιράκ το 2003. Από το Ιράκ παρείχαν στρατιωτική υποστήριξη στη χώρα αυτή κατά τη διάρκεια του πολέμου κατά του Ιράν και μέχρι το τέλος του, πραγματοποιούσαν δε βίαιες επιχειρήσεις εντός του Ιράν μέχρι το 2001.

24.      Από το 2001 και ιδίως από την έναρξη της κατοχής του Ιράκ το 2003, η PMOI πραγματοποιεί διαρκή εκστρατεία για τη νομιμοποίησή της ως κοσμικού, δημοκρατικού κινήματος για την ειρηνική ανατροπή του υφιστάμενου στο Ιράν καθεστώτος. Σε έκτακτο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Ιράκ τον Ιούνιο του 2001, η PMOI δήλωσε επισήμως ότι είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει κάθε στρατιωτική δράση ή δραστηριότητες στο Ιράν.

25.      Οι τρομοκρατικές δραστηριότητες στις οποίες είχε εμπλακεί προηγουμένως η PMOI οδήγησαν όμως στην απαγόρευσή της ως τρομοκρατικής οργανώσεως σε διάφορες χώρες. Με απόφαση ισχύουσα από 8 Οκτωβρίου 1997, ο Υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών χαρακτήρισε την PMOI ως «αλλοδαπή τρομοκρατική οργάνωση» στη χώρα αυτή (13). Στις 28 Μαρτίου 2001, ο Secretary of State for the Home Department του Ηνωμένου Βασιλείου (στο εξής: Υπουργός Εσωτερικών) εξέδωσε διάταξη βάσει του Terrorism Act 2000 (νόμου περί τρομοκρατίας του 2000), που είχε ως αποτέλεσμα τον χαρακτηρισμό της PMOI ως απαγορευμένης τρομοκρατικής οργανώσεως στο κράτος μέλος αυτό (14).

26.      Συνεπεία των δραστηριοτήτων αυτών, ελήφθησαν και στη Γαλλία μέτρα κατά εικαζόμενων μελών της PMOI. Τον Απρίλιο του 2001, το αντιτρομοκρατικό τμήμα της εισαγγελικής αρχής του Tribunal de grande instance de Paris (Πρωτοδικείου του Παρισιού) κίνησε προκαταρκτική εξέταση (15) ως προς την κατηγορία της «εγκληματικής οργανώσεως για την προπαρασκευή τρομοκρατικών πράξεων» που προβλεπόταν στον νόμο 96/647 της 22ας Ιουλίου 1996. Η προκαταρκτική εξέταση είχε επίσης ως αντικείμενο τη «χρηματοδότηση τρομοκρατικής ομάδας» βάσει του νόμου 2001/1062 της 15ης Νοεμβρίου 2001.

27.      Στις 17 Ιουνίου 2003, η γαλλική αστυνομία πραγματοποίησε έρευνα στα γραφεία της PMOI στο Auvers-sur-Oise στη Γαλλία (16). Πολλά άτομα ανακρίθηκαν και κάποια από αυτά τέθηκαν υπό προσωρινή κράτηση. Παρά την ανεύρεση σημαντικού χρηματικού ποσού, καμία δίωξη δεν ασκήθηκε.

28.      Πέρα από την προαναφερθείσα στο σημείο 26 προκαταρκτική εξέταση, στις 19 Μαρτίου και 13 Νοεμβρίου 2007 το αντιτρομοκρατικό τμήμα της εισαγγελικής αρχής κίνησε συμπληρωματική προκαταρκτική εξέταση κατά εικαζομένων μελών της PMOI. Αυτά αφορούσαν, ειδικότερα, τη «νομιμοποίηση του άμεσου ή έμμεσου προϊόντος εγκλημάτων απάτης εις βάρος ιδιαίτερα ευάλωτων ατόμων και απάτη στο πλαίσιο οργανωμένης συμμορίας» σε συνάφεια με τρομοκρατική επιχείρηση.

29.      Εν τω μεταξύ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, η PMOI προσέβαλε στις 30 Οκτωβρίου 2006 την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών περί μη άρσεως της σχετικής με αυτήν απαγορεύσεως ενώπιον της Proscribed Organisations Appeal Commission [Επιτροπής προσφυγών απαγορευμένων οργανώσεων του Ηνωμένου Βασιλείου] (στο εξής: POAC). Το θεμέλιο της προσφυγής της ήταν ουσιαστικά ότι, ανεξάρτητα από τη φύση των δραστηριοτήτων της κατά το χρονικό σημείο της απαγορεύσεώς της, η PMOI έκτοτε είχε αποκηρύξει την τρομοκρατία και απέρριπτε τη βία.

30.      Με την απόφασή της, η POAC δέχθηκε την προσφυγή της PMOI. Χαρακτήρισε την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών με την οποία αρνήθηκε να άρει την απαγόρευση της PMOI ως «διεστραμμένη».

31.      Με απόφαση της 7ης Μαΐου 2008 (17), το Court of Appeal (England and Wales) απέρριψε την αίτηση του Υπουργού Εσωτερικών να του επιτραπεί η άσκηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως της POAC και τον διέταξε να άρει την απαγόρευση της PMOI.

 Γεγονότα που έλαβαν χώρα αμέσως πριν και παράλληλα προς την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως

32.      Μια σειρά χρονικά κοντινών ή σχετικά κοντινών μεταξύ τους γεγονότων έλαβε χώρα πριν την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως.

33.      Στις 9 Ιουνίου 2008, η Γαλλική Δημοκρατία παρέσχε στο Συμβούλιο συμπληρωματικά, όπως τα αποκαλούσε, στοιχεία για την PMOI τα οποία, κατά την άποψη του κράτους μέλους αυτού, δικαιολογούσαν τη διατήρησή της στον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία υπέκειντο σε δέσμευση βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού.

34.      Στη συνέχεια έλαβε χώρα μια σειρά συναντήσεων της αρμόδιας για την εφαρμογή της κοινής θέσεως 2001/931 ομάδας εργασίας του Συμβουλίου (στο εξής: ομάδα εργασίας CP 931) (18). Μετά την έγκριση της επίμαχης αποφάσεως και της αιτιολογικής εκθέσεως από την ως άνω ομάδα εργασίας στις 4 Ιουλίου 2008, έλαβε χώρα την ίδια μέρα συνάντηση της ομάδας εργασίας των συμβούλων εξωτερικών σχέσεων (Relex) του Συμβουλίου, κατά την οποία επιτεύχθηκε συμφωνία για το επικαιροποιημένο κείμενο της επίμαχης αποφάσεως. Το κείμενο αυτό διανεμήθηκε στη συνέχεια στην Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων, η οποία το ενέκρινε στις 9 Ιουλίου 2008. Η επίμαχη απόφαση εκδόθηκε στις 15 Ιουλίου 2008.

35.      Εν τω μεταξύ, με απόφαση της 23ης Ιουνίου 2008 που τέθηκε σε ισχύ στις 24 Ιουνίου 2008, ο Υπουργός Εσωτερικών, σε συμμόρφωση προς την απόφαση του Court of Appeal της 7ης Μαΐου 2008, διέγραψε το όνομα της PMOI από τον κατάλογο των οργανώσεων που απαγορεύονται βάσει του Terrorism Act 2000 στο κράτος μέλος αυτό.

36.      Με έγγραφο της 15ης Ιουλίου 2008, το Συμβούλιο κοινοποίησε την επίμαχη απόφαση στην PMOI. Στο έγγραφο αυτό επισυναπτόταν αιτιολογική έκθεση (19).

37.      Δεν αμφισβητείται ότι το Συμβούλιο δεν ενημέρωσε την PMOI σε κανένα χρονικό σημείο προγενέστερο της εκδόσεως της επίμαχης αποφάσεως για τις νέες πληροφορίες ή τα νέα στοιχεία του φακέλου τα οποία, κατά την άποψη του Συμβουλίου, δικαιολογούσαν τη διατήρησή της στον κατάλογο των οργανώσεων των οποίων τα κεφάλαια είχαν δεσμευθεί βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού.

 Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

38.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Ιουλίου 2008, η PMOI άσκησε προσφυγή κατά του Συμβουλίου με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως καθόσον αφορούσε την ίδια.

39.      Στη Γαλλική Δημοκρατία και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιτράπηκε να ασκήσουν παρέμβαση.

40.      Στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων, το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε διάταξη στις 26 Σεπτεμβρίου 2008 (στο εξής: διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2008), με την οποία διέταξε το Συμβούλιο να προσκομίσει ενώπιόν του όλα τα σχετικά με την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως έγγραφα καθόσον αφορούσαν την PMOI, χωρίς κοινοποίηση των εγγράφων αυτών στην PMOI κατά το στάδιο εκείνο της διαδικασίας στην περίπτωση που το Συμβούλιο επικαλούνταν εμπιστευτικό χαρακτήρα τους.

41.      Το Συμβούλιο συμμορφώθηκε προς την ως άνω διάταξη σε δύο στάδια. Πρώτον, στις 10 Οκτωβρίου 2008, υπέβαλε απάντηση (στο εξής: πρώτη απάντηση στη διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2008), στην οποία επισυνάπτονταν οκτώ έγγραφα. Για επτά από τα έγγραφα αυτά δεν ζητήθηκε να τηρηθεί εμπιστευτικότητα, οπότε κοινοποιήθηκαν κανονικά στην PMOI. Το όγδοο έγγραφο περιείχε την εμπιστευτική εκδοχή ενός από τα υπόλοιπα συνημμένα έγγραφα. Το τελευταίο αυτό έγγραφο δεν κοινοποιήθηκε στην PMOI.

42.      Στην πρώτη απάντηση στη διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2008, το Συμβούλιο δήλωσε ότι δεν μπορούσε να προσκομίσει, κατά το στάδιο εκείνο, ορισμένα επιπλέον έγγραφα στα οποία εκτίθετο η προταθείσα νέα βάση για την εγγραφή της PMOI στον κατάλογο και διευκρινίζονταν οι λόγοι της προτάσεώς της, καθόσον τα έγγραφα αυτά είχαν χαρακτηρισθεί ως εμπιστευτικά από τη Γαλλική Δημοκρατία και δεν μπορούσαν να κοινοποιηθούν κατά το χρονικό σημείο υποβολής της απαντήσεως. Τα έγγραφα αυτά είχαν διανεμηθεί στην ομάδα εργασίας CP 931 στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της επίμαχης αποφάσεως.

43.      Αυτά τα επιπλέον έγγραφα συμπεριλήφθηκαν κανονικά στο παράρτημα της δεύτερης απαντήσεως του Συμβουλίου (στο εξής: δεύτερη απάντηση στη διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2008), που υποβλήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2008. Με την ως άνω απάντηση, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στο Γενικό Δικαστήριο ότι η Γαλλική Δημοκρατία, αφού ολοκλήρωσε τις εσωτερικές διαδικασίες που ήταν αναγκαίες για τον αποχαρακτηρισμό των επίμαχων τριών εγγράφων, είχε επιτρέψει την κοινοποίηση των δύο πρώτων εγγράφων στο σύνολό τους, καθώς και την κοινοποίηση του τρίτου εγγράφου με τον όρο της διαγραφής δύο αποσπασμάτων. Τα αποσπάσματα αυτά περιείχαν πληροφορίες που εκτίθεντο στα σημεία 3, στοιχείο α΄, και 3, στοιχείο στ΄, του παραρτήματος 3 της απαντήσεως (στο εξής, αντιστοίχως: πληροφορίες του σημείου 3, στοιχείο α΄, και πληροφορίες του σημείου 3, στοιχείο στ΄).

44.      Με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2008, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή της PMOI και καταδίκασε το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

45.      Η PMOI προέβαλε έξι λόγους ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Κατά το μέτρο που οι ως άνω λόγοι έχουν ενδιαφέρον για την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, αυτοί αφορούσαν, πρωτίστως, την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, καθόσον το Συμβούλιο εξέδωσε την επίμαχη απόφαση χωρίς να κοινοποιήσει προηγουμένως στην PMOI τις νέες πληροφορίες ή τα νέα στοιχεία του φακέλου, τα οποία, κατά την άποψη του Συμβουλίου, δικαιολογούσαν τη διατήρηση της PMOI στον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία είχαν δεσμευθεί βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού.

46.      Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τον λόγο αυτό στις σκέψεις 36 έως 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

47.      Στη σκέψη 39, ανέφερε τα εξής: «Το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η επιχειρηματολογία αυτή του Συμβουλίου ουδόλως δικαιολογεί την προβαλλόμενη αδυναμία στην οποία περιήλθε το θεσμικό αυτό όργανο για να λάβει την απόφαση αυτή σύμφωνα με διαδικασία σεβόμενη τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας».

48.      Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η προβαλλόμενη επείγουσα κατάσταση ουδόλως αποδεικνυόταν. Ακόμη κι αν γινόταν δεκτό ότι το Συμβούλιο δεν υποχρεούτο να διαγράψει αμέσως την προσφεύγουσα από τον επίμαχο κατάλογο κατόπιν της αποφάσεως της POAC της 30ής Νοεμβρίου 2007, πάντως, από τις 7 Μαΐου 2008, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του Court of Appeal, είχε απολέσει πλέον οριστικώς τη δυνατότητα να εξακολουθεί να βασίζεται στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, που χρησίμευσε ως βάση της αρχικής αποφάσεως περί δεσμεύσεως των κεφαλαίων της PMOI. Μεταξύ της ημερομηνίας αυτής και της ημερομηνίας εκδόσεως της επίμαχης αποφάσεως (15 Ιουλίου 2008), είχαν περάσει περισσότεροι από δύο μήνες. Το Συμβούλιο δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους δεν μπόρεσε να προβεί αμέσως μετά τις 7 Μαΐου 2008 σε διαβήματα προκειμένου είτε να αποσύρει την PMOI από τον επίμαχο κατάλογο είτε να τη διατηρήσει στον κατάλογο αυτό βάσει νέων στοιχείων (σκέψη 40).

49.      Περαιτέρω, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι οι γαλλικές αρχές κοινοποίησαν στο Συμβούλιο μόλις τον Ιούνιο του 2008 τα πρώτα στοιχεία σχετικά με την προκαταρκτική εξέταση που κινήθηκε στο Παρίσι τον Απρίλιο του 2001, τούτο δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους τα νέα αυτά στοιχεία δεν μπορούσαν να κοινοποιηθούν αμέσως στην PMOI αν το Συμβούλιο είχε την πρόθεση να δεχθεί τα στοιχεία αυτά σε βάρος της (σκέψη 41).

50.      Επομένως, ήταν εσφαλμένος από ουσιαστικής και νομικής απόψεως ο ισχυρισμός ότι, κατόπιν της ενάρξεως ισχύος στις 24 Ιουνίου 2008 της αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών της 23ης Ιουνίου 2008 που διέγραφε την PMOI από τον κατάλογο και της περίπου ταυτόχρονης (20) κοινοποιήσεως νέων στοιχείων από τις γαλλικές αρχές, ήταν τόσο επείγον να ληφθεί νέα απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων ώστε δεν μπορούσαν να τηρηθούν τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας (σκέψη 43).

51.      Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε και το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι, βάσει της αιτιολογικής εκθέσεως που κοινοποιήθηκε στην PMOI μετά την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως, αυτή μπορούσε να κάνει χρήση του δικαιώματός της ασκήσεως ένδικης προσφυγής και ο κοινοτικός δικαστής μπορούσε να ασκήσει τον έλεγχό του (σκέψεις 45 και 46).

52.      Οι σκέψεις 49 έως 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αφορούσαν τους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως της PMOI που ενδιαφέρουν στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ήτοι τους λόγους με τους οποίους προβάλλονταν (1) παραβάσεις του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού και μη ανταπόκριση στο βάρος αποδείξεως και (2) προσβολή του δικαιώματος της PMOI σε αποτελεσματική ένδικη προστασία.

53.      Στις σκέψεις 49 έως 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε στην παλαιότερη νομολογία του. Ειδικότερα, αφού τόνισε ότι, βάσει του άρθρου 10 ΕΚ (που έχει αντικατασταθεί πλέον, κατ’ ουσίαν, από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ), οι σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων διέπονται από αμοιβαία καθήκοντα αγαστής συνεργασίας (σκέψη 52), παρέπεμψε (στη σκέψη 53) στη νομολογία του (21), επισημαίνοντας ότι, όταν εφαρμόζει το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού, το Συμβούλιο υποχρεούται «να στηρίζεται, κατά το μέτρο του δυνατού, στην εκτίμηση της αρμόδιας εθνικής αρχής, τουλάχιστον αν πρόκειται για δικαστική αρχή, όσον αφορά ιδίως την ύπαρξη των “σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων” στις οποίες βασίζεται η απόφασή της». Συμπέρανε επομένως (σκέψη 54) ότι, έστω και αν το Συμβούλιο έφερε το βάρος να αποδείξει ότι η δέσμευση κεφαλαίων ήταν νομικώς δικαιολογημένη, το ως άνω βάρος αποδείξεως είχε «σχετικά περιορισμένο αντικείμενο».

54.      Στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε τη νομολογία του βάσει της οποίας, μολονότι το Συμβούλιο διέθετε ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να κριθεί αν πρέπει να ληφθεί απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, ο δικαστής της Ένωσης εξακολουθούσε να έχει καθήκον να ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο το Συμβούλιο ερμηνεύει τα κρίσιμα στοιχεία και όφειλε «όχι μόνο να ελέγχει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλ’ […] επίσης να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ληπτέων υπόψη συναφών στοιχείων για την εκτίμηση μιας σύνθετης καταστάσεως και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αρυόμενα συμπεράσματα» (22).

55.      Στις σκέψεις 56 έως 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

«56. […] το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι τα πληροφοριακά στοιχεία της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αιτιολογική της έκθεση και το έγγραφο κοινοποιήσεως, και τα στοιχεία των δύο απαντήσεων του Συμβουλίου στη διάταξη περί διεξαγωγής αποδείξεων της 26ης Σεπτεμβρίου 2008 δεν πληρούν τις περί αποδεικτικών στοιχείων απαιτήσεις που υπενθυμίστηκαν ανωτέρω, οπότε δεν αποδείχθηκε αρκούντως από νομικής απόψεως ότι η προσβαλλομένη απόφαση ελήφθη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, [του κανονισμού].

57 Ειδικότερα, το Συμβούλιο δεν κοινοποίησε στο Πρωτοδικείο ακριβείς πληροφορίες και στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως από τα οποία να προκύπτει ότι η προκαταρκτική εξέταση που κίνησε το αρμόδιο για τη δίωξη της τρομοκρατίας τμήμα της εισαγγελικής αρχής του tribunal de grande instance de Paris τον Απρίλιο του 2001 και τα δύο συμπληρωματικά κατηγορητήρια του Μαρτίου και του Νοεμβρίου του 2007 αποτελούν όσον αφορά την προσφεύγουσα, όπως ισχυρίζεται το Συμβούλιο χωρίς να στηρίζει άλλως πως τα λεγόμενά του, απόφαση πληρούσα τον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931.

58. Συναφώς, πρέπει να παρατεθούν πλήρως τα πιο κρίσιμα για την υπόθεση αποσπάσματα της πρώτης απαντήσεως του Συμβουλίου στη διάταξη περί διεξαγωγής αποδείξεων της 26ης Σεπτεμβρίου 2008:

“3. Η ομάδα [εργασίας CP 2001/931] είχε τέσσερις προπαρασκευαστικές συνεδριάσεις για την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως του Συμβουλίου –καθόσον αφορά την προσφεύγουσα–, ήτοι στις 2 Ιουνίου, 13 Ιουνίου, 24 Ιουνίου και 2 Ιουλίου 2008. […]

[…]

6. Για τις ανάγκες των συνεδριάσεων αυτών, η Γαλλική Δημοκρατία διένειμε επίσης στις αντιπροσωπείες τρία έγγραφα περιγράφοντα τη νέα βάση που προτεινόταν για την εγγραφή της προσφεύγουσας στον κατάλογο και εξηγούσαν τους λόγους της προτάσεώς της. Το τρίτο έγγραφο περιελάμβανε, εν μέρει, το κείμενο που κατέστη η υιοθετηθείσα από το Συμβούλιο αιτιολογική έκθεση και έχει τεθεί στον φάκελο της υποθέσεως. Η Γαλλική Δημοκρατία χαρακτήρισε εμπιστευτικά τα έγγραφα αυτά κατά τον χρόνο της δημοσιεύσεώς τους. Το Συμβούλιο την ειδοποίησε για την οδηγία που εξέδωσε το Πρωτοδικείο και το κράτος αυτό εξετάζει τη δυνατότητα να αποχαρακτηρίσει τα εν λόγω έγγραφα. Πάντως, το Συμβούλιο ενημερώθηκε ότι, επειδή πρέπει να πληρούνται οι απαιτήσεις του εσωτερικού δικαίου, δεν μπορεί να ληφθεί απόφαση συναφώς εντός της ταχθείσας από τη Γραμματεία προθεσμίας. Επομένως, το Συμβούλιο δεν δύναται να δώσει, τη στιγμή αυτή, συνέχεια στη διάταξη του Πρωτοδικείου όσον αφορά τα εν λόγω έγγραφα, εφόσον δεν έχει λάβει εξουσιοδότηση να τα διαβιβάσει στο Πρωτοδικείο, έστω ως εμπιστευτικά. Το Συμβούλιο ζητεί την κατανόηση του Πρωτοδικείου και αναλαμβάνει την υποχρέωση να το ενημερώσει μόλις η Γαλλική Δημοκρατία λάβει απόφαση επί των εγγράφων αυτών.

[…]

11. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο επιθυμεί να τονίσει ότι δεν έλαβε κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο σχετικό με την προκαταρκτική εξέταση που διεξήχθη στη Γαλλία, εκτός από αυτά που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική έκθεση. Αντιλαμβάνεται ότι τέτοια αποδεικτικά στοιχεία πρέπει, σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο, να παραμείνουν εμπιστευτικά κατά τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης. Το Συμβούλιο προσκόμισε όλα τα ουσιώδη στοιχεία που διέθετε σχετικά με την έρευνα για να καταρτίσει την αιτιολογική έκθεση. Ένα από τα έγγραφα για τα οποία γίνεται λόγος στο σημείο 6 περιλαμβάνει λεπτομερέστερο κατάλογο των παραβάσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο της προκαταρκτικής εξέτασης, αλλά όλες καλύπτονται από τη γενική περιγραφή που προσκομίστηκε με την αιτιολογική έκθεση (ήτοι ότι πρόκειται για πολλές παραβάσεις που σχετίζονται, κυρίως ή συνακολούθως, με συλλογική επιχείρηση σκοπούσα να διασαλεύσει σοβαρώς τη δημόσια τάξη με εκφοβισμό ή δημιουργία κλίματος τρόμου καθώς και τη χρηματοδότηση τρομοκρατικής ομάδας και τη νομιμοποίηση του άμεσου ή έμμεσου προϊόντος εγκλημάτων απάτης ιδιαίτερα ευάλωτων ατόμων και απάτη στο πλαίσιο οργανωμένης συμμορίας σε σχέση με τρομοκρατική επιχείρηση).

12. Το Συμβούλιο δεν διαθέτει καμία άλλη πληροφορία πλην αυτών που αφορούν τη φύση των παραβάσεων που αποτέλεσαν το αντικείμενο της προκαταρκτικής εξέτασης και των διευκρινίσεων για την ημερομηνία ενάρξεώς της και προσθήκης των συμπληρωματικών κατηγορητηρίων. Δεν πληροφορήθηκε για την επακριβή ταυτότητα των προσώπων που αφορά η εξέταση· γνωρίζει απλώς ότι τα πρόσωπα αυτά φέρονται ως μέλη της προσφεύγουσας, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση. Περαιτέρω, δεν έχει πληροφορίες για την πιθανή εξέλιξη της προκαταρκτικής εξέτασης. Συνοπτικώς, όταν ελήφθη η προσβαλλομένη απόφαση, το Συμβούλιο δεν διέθετε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ‘κατά της προσφεύγουσας’ στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης πλην αυτών τα οποία αναφέρει η αιτιολογική έκθεση.”»

56.      Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε κατόπιν το επιχείρημα της PMOI ότι η εθνική απόφαση αφορούσε εικαζόμενα μέλη της ως άνω οργανώσεως και δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αφορώσα την ίδια την οργάνωση, καθώς και το αντεπιχείρημα του Συμβουλίου ότι, έστω και αν η εν λόγω απόφαση αφορούσε συγκεκριμένα άτομα, τούτο ήταν «εύλογο και προσήκον», εφόσον οι παραβάσεις αυτού του είδους δεν μπορούσαν να διαπραχθούν από την ίδια την οργάνωση αλλά μόνον από τα άτομα που ήταν μέλη της και, επιπλέον, ότι εφόσον η PMOI δεν είχε η ίδια νομική προσωπικότητα δεν μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο διώξεων. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, καταρχάς, ότι οι διευκρινίσεις αυτές προσέκρουαν στη διατύπωση του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 (σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Επικουρικώς, έκρινε ότι έστω και αν η γραμματική ερμηνεία ήταν εσφαλμένη, το Συμβούλιο δεν είχε εξηγήσει τους «συγκεκριμένους λόγους» για τους οποίους, εν προκειμένω, οι πράξεις που καταλογίζονται σε άτομα έπρεπε να καταλογισθούν στην ίδια την PMOI. «Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν [υπήρχε] απολύτως καμία» τέτοια εξήγηση (σκέψη 65).

57.      Το Γενικό Δικαστήριο τόνισε στις σκέψεις 71 έως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως τα εξής:

«71. Τέλος, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι, κατόπιν αιτήσεως των γαλλικών αρχών, το Συμβούλιο αρνήθηκε να “αποχαρακτηρίσει” το σημείο 3, στοιχείο α΄, του τελευταίου από τα τρία έγγραφα που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 58 ανωτέρω [(23)], το οποίο περιλαμβάνει τη “σύνθεση των κυριότερων στοιχείων που δικαιολογούν τη διατήρηση της [PMOI] στον ευρωπαϊκό κατάλογο”, που κατάρτισαν οι αρχές αυτές για να τεθούν υπόψη ορισμένων αντιπροσωπειών κρατών μελών. Σύμφωνα με το από 3 Νοεμβρίου 2008 προπαρατεθέν έγγραφο του MAEE [Γάλλου Υπουργού Εξωτερικών] προς το Συμβούλιο, οι εν λόγω πληροφορίες “άπτονται θεμάτων ασφάλειας και ενδιαφέρουν την εθνική άμυνα, οπότε αποτελούν το αντικείμενο περιοριστικών για τη δημοσίευσή τους μέτρων προστασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 413-9 του ποινικού κώδικα”, οπότε “ο MAEE δεν είναι σε θέση να επιτρέψει την κοινοποίησή τους στο [Γενικό Δικαστήριο]”.

72 Βάσει του ισχυρισμού του Συμβουλίου ότι υποχρεούνταν να τηρήσει την αρχή του απορρήτου που επικαλέστηκαν οι γαλλικές αρχές δεν γίνεται κατανοητό πώς η αρχή αυτή θα παραβιαζόταν με την κοινοποίηση των συγκεκριμένων στοιχείων του φακέλου της υποθέσεως στον κοινοτικό δικαστή, αλλά δεν παραβιαζόταν με την κοινοποίηση των ίδιων στοιχείων στο Συμβούλιο και, στη συνέχεια, στις κυβερνήσεις των 26 λοιπών κρατών μελών.

73 Εν πάση περιπτώσει, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι το Συμβούλιο δεν δικαιούνταν να θεμελιώσει την απόφασή του περί δεσμεύσεως κεφαλαίων σε πληροφορίες ή στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως που κοινοποίησε άλλο κράτος μέλος, αν το κράτος μέλος αυτό δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει την κοινοποίησή τους στο κοινοτικό δικαστήριο που ασκεί τον έλεγχο νομιμότητας της αποφάσεως αυτής.

74 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, με την απόφαση OMPI (σκέψη 154), το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της επίμαχης αποφάσεως εκτείνεται στην εκτίμηση των γεγονότων και των περιστάσεων βάσει των οποίων δικαιολογείται η απόφαση, καθώς και στην εξέταση των αποδεικτικών και πληροφοριακών στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η εκτίμηση αυτή, όπως ρητώς αναγνώρισε το Συμβούλιο με τα δικόγραφά του στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑306/01, Yusuf και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. ΙΙ‑3533), που αναιρέθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑402/05 P και C‑415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή) [(24)]. Το Πρωτοδικείο πρέπει επίσης να διασφαλίζει την τήρηση των δικαιωμάτων άμυνας και της υποχρεώσεως συναφούς αιτιολογήσεως καθώς και, ενδεχομένως, το βάσιμο των επιτακτικών λόγων που εξαιρετικώς επικαλείται το Συμβούλιο για τη μη τήρηση των υποχρεώσεων αυτών.

75 Eν προκειμένω, ο έλεγχος αυτός είναι απαραίτητος, τοσούτω μάλλον καθόσον συνιστά τη μοναδική διαδικαστική εγγύηση που επιτρέπει να εξασφαλίζεται μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων της καταπολέμησης της διεθνούς τρομοκρατίας και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Δεδομένου ότι οι περιορισμοί τους οποίους επιβάλλει το Συμβούλιο στα δικαιώματα άμυνας των ενδιαφερομένων πρέπει να αντισταθμίζονται από ένα ανεξάρτητο, αμερόληπτο και αυστηρό δικαστικό έλεγχο […], ο κοινοτικός δικαστής πρέπει να μπορεί να ελέγχει τη νομιμότητα και το βάσιμο των μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων, χωρίς να μπορούν να του αντιταχθούν το απόρρητο ή η εμπιστευτικότητα των αποδεικτικών και πληροφοριακών στοιχείων που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο (απόφαση OMPI, σκέψη 155).

76 Eν προκειμένω, η άρνηση του Συμβουλίου και των γαλλικών αρχών να κοινοποιήσουν, έστω και μόνο στο Πρωτοδικείο, τις πληροφορίες του σημείου 3, στοιχείο α΄, του τελευταίου από τα τρία έγγραφα που προαναφέρθηκαν στη σκέψη 58 συνεπάγεται, επομένως, ότι το Πρωτοδικείο δεν δύναται να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως.»

 Η αίτηση αναιρέσεως

58.      Στο πλαίσιο της αναιρέσεώς της κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο μη λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις υπό τις οποίες εκδόθηκε η επίμαχη απόφαση. Κατά τον δεύτερο λόγο, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η κινηθείσα στη Γαλλία προκαταρκτική εξέταση δεν αποτελούσε απόφαση ανταποκρινόμενη στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931. Ο τρίτος λόγος συνίσταται στο ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η άρνηση του Συμβουλίου να κοινοποιήσει τις πληροφορίες του σημείου 3, στοιχείο α΄, δεν επέτρεπε στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει έλεγχο νομιμότητας της επίμαχης αποφάσεως και προσέβαλε το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί ως εκ τούτου την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

59.      Η PMOI, από την πλευρά της, αμφισβητεί τον καθένα από τους ως άνω λόγους αναιρέσεως και ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

60.      Σε αντίθεση με τις διαδικασίες επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις OMPI και PMOI I, καθώς και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως κανένα κράτος μέλος ή θεσμικό όργανο δεν ζήτησε να ασκήσει παρέμβαση σε οποιοδήποτε στάδιο της εκδικάσεώς της. Σε απάντηση των γραπτών ερωτήσεων που έθεσε το Δικαστήριο στις 2 Ιουνίου 2010, ζητώντας από το Συμβούλιο και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά την πρακτική εμπειρία τους από την εφαρμογή ορισμένων στοιχείων της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Kadi I, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υπέβαλαν εγγράφως τις απαντήσεις τους στις 28 Ιουνίου και 24 Ιουνίου 2010, αντιστοίχως. Οι απαντήσεις αυτές δεν βοήθησαν στην ανάλυση που ακολουθεί και δεν θα αναφερθώ άλλο σε αυτές στο πλαίσιο των ανά χείρας προτάσεων.

 Παραδεκτό

61.      Πριν εξετάσω το βάσιμο της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να πραγματευθώ την ένσταση απαραδέκτου την οποία προβάλλει η PMOI.

62.      Η PMOI υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι εφόσον η Γαλλία δεν έχει προσβάλει την απόφαση 2009/62 και εφόσον η προϊσχύσασα αυτής επίμαχη απόφαση έχει καταργηθεί και αντικατασταθεί, η Γαλλία δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση αναιρέσεως, οπότε η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη. Επικουρικώς, η αίτηση αναιρέσεως στερείται αντικειμένου και το Δικαστήριο δεν πρέπει να την εκδικάσει.

63.      Δεν θεωρώ πειστικά τα επιχειρήματα αυτά.

64.      Πράγματι, ήδη στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προβλέπεται ότι τόσο τα κράτη μέλη, όσο και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης που έχουν ασκήσει παρέμβαση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, μπορούν να ασκήσουν αναίρεση ακόμη και όταν η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου δεν τα θίγει απευθείας. Δεδομένου ότι η Γαλλική Δημοκρατία άσκησε παρέμβαση στον πρώτο βαθμό, η διάταξη αυτή έχει απευθείας εφαρμογή στην υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Ακόμη και σε διαφορετική περίπτωση, η Γαλλική Δημοκρατία θα είχε έννομο συμφέρον να ασκήσει αναίρεση δυνάμει του τρίτου εδαφίου του ως άνω άρθρου, που επιτρέπει στο κράτος μέλος ή στο θεσμικό όργανο να ασκήσει αναίρεση κατ’ αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου έστω και αν δεν παρενέβη στον πρώτο βαθμό.

65.      Οι λόγοι γι’ αυτό είναι προφανείς. Η ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι τεράστιας σπουδαιότητας για τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα. Μπορεί να έχουν απτό έννομο συμφέρον να αμφισβητήσουν την ερμηνεία του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο, έστω και αν δεν μετείχαν στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία.

66.      Ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι, έστω και αν η Γαλλική Δημοκρατία έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει την υπό κρίση αναίρεση, εντούτοις αυτή πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ως στερούμενη αντικειμένου;

67.      Φρονώ πως όχι.

68.      Πρώτον, όπως τονίζει η Γαλλική Δημοκρατία, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είχε ως αποτέλεσμα να εξαφανίσει την επίμαχη απόφαση (τουλάχιστον όσον αφορά την PMOI) από την έννομη τάξη της Ένωσης από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής στις 15 Ιουλίου 2008. Σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, το αποτέλεσμά της θα είναι η επαναφορά της αποφάσεως στην ως άνω έννομη τάξη όσον αφορά το διάστημα μεταξύ 15ης Ιουλίου 2008 και της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως 2009/62, η οποία την κατήργησε (26 Ιανουαρίου 2009).

69.      Δεύτερον, και βασικότερον, η Γαλλική Δημοκρατία προβληματίζεται για το μέλλον. Η έκβαση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως την αφορά άμεσα. Η αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως θα επέτρεπε στη Γαλλική Δημοκρατία να κινήσει, αν το έκρινε σκόπιμο, την ενώπιον του Συμβουλίου διαδικασία με σκοπό την επαναφορά της PMOI στον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να δεσμευθούν βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού. Ακόμη και μια λιγότερο ευνοϊκή απόφαση θα ήταν χρήσιμη. Έτσι, ανάλογα με το γράμμα της αποφάσεως του Δικαστηρίου, η Γαλλική Δημοκρατία θα γνώριζε αν, παραδείγματος χάριν, τα στοιχεία που παρέσχε στο Συμβούλιο πριν από την επίμαχη απόφαση ήταν επαρκή κατά νόμο ή αν ήταν αναγκαία και άλλα ή διαφορετικά στοιχεία. Θα διευκρινιζόταν επίσης αν πρέπει να κοινοποιούνται στο Γενικό Δικαστήριο εμπιστευτικά ή απόρρητα στοιχεία, καθώς και το πώς και επί ποίας βάσεως πρέπει να γίνεται η κοινοποίηση αυτή.

70.      Φρονώ ότι ο ισχυρισμός της PMOI περί απαραδέκτου στηρίζεται σε μια αδικαιολόγητα περιοριστική θεώρηση του σκοπού της αποσαφηνίσεως του δικαίου.

71.      Εκτιμώ επομένως ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή.

 Βάσιμο

 Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως (προβαλλόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας)

72.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Γαλλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, στη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίμαχη απόφαση έπασχε λόγω του ότι δεν είχαν κοινοποιηθεί στην PMOI τα νέα στοιχεία του φακέλου και δεν είχε δοθεί στην PMOI η ευκαιρία να υποβάλει παρατηρήσεις πριν την έκδοση της αποφάσεως από το Συμβούλιο.

73.      Σύμφωνα με τη Γαλλική Δημοκρατία, η κατάσταση που προέκυψε από την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών να διαγράψει το όνομα της PMOI από τον κατάλογο απαγορευμένων οργανώσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν τόσο επείγουσα, ώστε έπρεπε να ληφθούν αμέσως μέτρα προκειμένου το όνομα της PMOI να διατηρηθεί στον κατάλογο του Συμβουλίου. Δεν υπήρχαν χρονικά περιθώρια ώστε το Συμβούλιο να εκδώσει την επίμαχη απόφαση βάσει διαδικασίας που θα του επέτρεπε να κοινοποιήσει τα νέα στοιχεία στην PMOI (25). Επομένως, η μέθοδος που επέλεξε το Συμβούλιο για την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως ήταν η ενδεδειγμένη δεδομένων των περιστάσεων.

74.      Η αντιμετώπιση από το Γενικό Δικαστήριο των επιχειρημάτων που προέβαλε ενώπιόν του το Συμβούλιο, τα οποία ήταν ουσιαστικά όμοια προς εκείνα που προβάλλει η Γαλλική Δημοκρατία με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ψυχρή. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επιχειρηματολογία του Συμβουλίου «ουδόλως δικαιολογ[ούσε] την προβαλλόμενη αδυναμία στην οποία περιήλθε το θεσμικό αυτό όργανο για να λάβει την [επίμαχη απόφαση] σύμφωνα με διαδικασία σεβόμενη τα δικαιώματα άμυνας της [PMOI]» (σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Εν συνεχεία έκρινε ότι «ουδόλως στοιχειοθετ[ούνταν] η προβαλλόμενη επείγουσα κατάσταση». Ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο δεν υποχρεούνταν να διαγράψει αμέσως την PMOI από τον κατάλογο κατόπιν της αποφάσεως της POAC της 30ής Νοεμβρίου 2007, πάντως, από τις 7 Μαΐου 2008, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του Court of Appeal, είχε απολέσει πλέον οριστικώς τη δυνατότητα να εξακολουθεί να βασίζεται στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών. Μεταξύ της ημερομηνίας της 7ης Μαΐου 2008 και της ημερομηνίας εκδόσεως της επίμαχης αποφάσεως, «παρήλθε διάστημα πλέον των δύο μηνών» (σκέψη 40). Ακόμη κι αν υποτεθεί ότι τα νέα στοιχεία κοινοποιήθηκαν στο Συμβούλιο μόλις τον Ιούνιο του 2008, τούτο δεν εξηγούσε τους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο δεν κοινοποίησε τα στοιχεία αυτά αμέσως στην PMOI (σκέψη 41).

75.      Η θέση αυτή αξίζει να εξεταστεί διεξοδικά.

 Η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της επίμαχης αποφάσεως: (1) το χρονικό διάστημα μεταξύ 7ης Μαΐου 2008 και 9ης Ιουνίου 2008

76.      Όσον αφορά την περίοδο αυτή, η κατάσταση είναι εύκολο να εκτεθεί. Τουλάχιστον σε επίπεδο Συμβουλίου, τίποτε το σημαντικό δεν φαίνεται να συνέβη. Η Γαλλική Δημοκρατία εξηγεί στην απάντησή της ότι ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούσαν να παρασχεθούν νέα στοιχεία πριν τις 9 Ιουνίου 2008 ήταν ότι οι γαλλικές διωκτικές αρχές έπρεπε να προβούν σε αποχαρακτηρισμό των στοιχείων αυτών. Πριν από την ημερομηνία αυτή, τα εν λόγω στοιχεία καλύπτονταν από το καλούμενο «απόρρητο της ανακρίσεως».

77.      Συνεπώς, κατ’ αποτέλεσμα, από το χρονικό διάστημα των δύο μηνών που ήταν θεωρητικά διαθέσιμο για την έκδοση της αποφάσεως, ο ένας μήνας δεν χρησιμοποιήθηκε για να προχωρήσει η διαδικασία λήψεως αποφάσεως στο πλαίσιο του Συμβουλίου. Θα μπορούσα να προσθέσω ότι το ίδιο ισχύει για το διάστημα από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως της POAC στις 30 Νοεμβρίου 2007 –η οποία, έστω και αν υπέκειτο σε αίτηση αναιρέσεως, καθιστούσε τουλάχιστον πολύ πιθανό το ενδεχόμενο η PMOI να μη μπορεί πλέον να συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο βάσει στοιχείων που παρείχε το Ηνωμένο Βασίλειο– και της 6ης Μαΐου 2008. Επισημαίνεται ότι αν η απώλεια μιας χρονικής περιόδου λόγω αδράνειας μπορεί να θεωρηθεί ως ατυχία, η απώλεια δύο χρονικών περιόδων μοιάζει να είναι απερισκεψία. Μια τέτοια έκβαση θα πρέπει να αποφεύγεται στο μέτρο του δυνατού.

78.      Κατ’ εμέ, θα μπορούσε πράγματι να έχει αποφευχθεί υπό τις επίμαχες συνθήκες (26).

79.      Μολονότι η ευθύνη για την έκδοση αποφάσεων όσον αφορά την εγγραφή στον κατάλογο και ως εκ τούτου η διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση των αποφάσεων αυτών εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου, το ως άνω θεσμικό όργανο δεν μπορεί να ενεργεί χωρίς στοιχεία που παρέχονται από τα κράτη μέλη και χωρίς τη συνεργασία τους.

80.      Το άρθρο 4 της κοινής θέσεως 2001/931 και το άρθρο 8 του κανονισμού αποσαφηνίζουν ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να συμμετέχουν στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας. Βεβαίως, τα κράτη αυτά ασφαλώς βαρύνονται με το γενικό καθήκον της αγαστής συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Η αρχή αυτή έχει γενική εφαρμογή και ισχύει, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας στον ποινικό τομέα (27).

81.      Κατά την άποψή μου, οι ως άνω απαιτήσεις σημαίνουν ότι εφόσον ένα πρόσωπο, ομάδα ή οντότητα έχει περιληφθεί στον κατάλογο, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αλληλοενημερώνονται (και να ενημερώνουν το Συμβούλιο) για τις εξελίξεις που σημειώνονται εντός των αντίστοιχων συστημάτων τους συνεπεία των οποίων η βάση για την εγγραφή στον κατάλογο, ως απαγορευμένης οργανώσεως, ενός συγκεκριμένου προσώπου, ομάδας ή οντότητας είτε έχει εξαλειφθεί είτε, ειδικότερα, είναι πιθανό να εξαλειφθεί. Μόλις ενημερωθούν σχετικά, όλα τα λοιπά κράτη μέλη έχουν το καθήκον να υποβάλουν ενώπιον του Συμβουλίου οποιοδήποτε στοιχείο στο οποίο σκοπεύουν ή ενδέχεται να σκοπεύουν να βασιστούν με σκοπό τη διατήρηση της επίμαχης εγγραφής. Δεδομένου ότι η κατάσταση μπορεί να αποκτήσει επείγοντα χαρακτήρα, τα κράτη μέλη πρέπει να ενεργήσουν όσο το δυνατόν ταχύτερα, διευκολύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το έργο του Συμβουλίου, με ταυτόχρονη διασφάλιση της τηρήσεως των δικαιωμάτων άμυνας.

82.      Εν προκειμένω προκύπτει ότι η έγκαιρη αυτή συνεργασία, δυστυχώς, δεν υπήρχε.

 Η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της επίμαχης αποφάσεως: (2) το χρονικό διάστημα μεταξύ 9ης Ιουνίου 2008 και 15ης Ιουλίου 2008

83.      Διαθέτοντας πλήρη και ενημερωμένα στοιχεία, το Συμβούλιο θα μπορεί ευκολότερα να εκδώσει απόφαση με ελάχιστη καθυστέρηση. Βεβαίως, στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να ακολουθήσει τις κατάλληλες διαδικασίες για την έκδοση της αποφάσεως.

84.      Πριν επιστρέψω στη σειρά των γεγονότων που οδήγησε στην έκδοση της επίμαχης αποφάσεως, ίσως είναι χρήσιμη μια σύντομη διακοπή ώστε να εξετάσω το νομικό κριτήριο που πρέπει να πληροί μια τέτοια απόφαση ώστε να αντέξει σε περίπτωση προσβολής της ενώπιον του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και το τι συνεπάγεται το κριτήριο αυτό σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες στο πλαίσιο του Συμβουλίου.

85.      Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να σημειωθεί η δήλωση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά την εξέταση αποφάσεων περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει όχι μόνο να «ελέγχει» την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να «ελέγχει» αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ληπτέων υπόψη συναφών στοιχείων για την εκτίμηση της καταστάσεως και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αρυόμενα συμπεράσματα.

86.      Αυτό το (διττό) κριτήριο που θεσπίζει ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης διέπει το κύρος κάθε αποφάσεως που εκδίδεται από το Συμβούλιο στον τομέα της δεσμεύσεως κεφαλαίων. Η επίμαχη απόφαση πρέπει να πληροί το κριτήριο αυτό. Το αντίθετο μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της αποφάσεως κατόπιν ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

87.      Όσον αφορά την απαίτηση να ελεγχθεί κατά πόσον τα αποδεικτικά στοιχεία είναι ακριβή, αξιόπιστα και με λογική συνοχή, θα εξετάσω κατωτέρω τα ζητήματα που αφορούν τη φύση και την ένταση του ελέγχου που πρέπει να πραγματοποιείται από το Συμβούλιο (28). Στο σημείο αυτό της αναλύσεώς μου, παρατηρώ απλώς ότι το κριτήριο αυτό κατά τη γνώμη μου είναι άψογο.

88.      Η δεύτερη από τις ως άνω παραμέτρους αφορά το εύρος των επίμαχων αποδεικτικών στοιχείων. Ο φορέας που εκδίδει την απόφαση έχει καθήκον να κρίνει αν τα στοιχεία που υποβάλλονται σε αυτόν αποτελούν το σύνολο των ληπτέων υπόψη συναφών στοιχείων για την εκτίμηση της καταστάσεως και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τον ισχυρισμό ότι το οικείο πρόσωπο, ομάδα ή οντότητα συμμετέχει στην τέλεση τρομοκρατικών πράξεων ή τις διευκολύνει ή υπάγεται, κατ’ άλλον τρόπο, στην κοινή θέση 2001/931 ή στον κανονισμό.

89.      Εξ αυτού συνάγεται ότι το Συμβούλιο πρέπει να λάβει πλήρως υπόψη όλα τα στοιχεία που του υποβάλλονται, καθόσον πρέπει να βεβαιωθεί ότι τα επίμαχα στοιχεία αποτελούν το σύνολο των συναφών στοιχείων και ότι οι πληροφορίες που παρέχονται είναι επαρκείς ώστε να δικαιολογήσουν τη δέσμευση κεφαλαίων. Επιπλέον, με εξαίρεση τις περιπτώσεις στις οποίες πρόκειται για την αρχική απόφαση (29) και με την επιφύλαξη των ζητημάτων που αφορούν εμπιστευτικές αποδείξεις (30), το Συμβούλιο, για να λάβει απόφαση, πρέπει να έχει κοινοποιήσει στο πρόσωπο, στην ομάδα ή στην οντότητα που μπορεί να θιγεί από την εν λόγω απόφαση όλα τα στοιχεία στα οποία σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή του και να έχει λάβει δεόντως υπόψη όλα όσα δηλώθηκαν σε απάντηση (31).

90.      Σε ποιο βαθμό πληρούν τις απαιτήσεις αυτές οι διαδικασίες τις οποίες τήρησε το Συμβούλιο εν προκειμένω;

91.      Από τις απαντήσεις που παρέσχε το Συμβούλιο στο Γενικό Δικαστήριο κατόπιν της διατάξεως της 26ης Σεπτεμβρίου 2008 προκύπτουν τα εξής:

–        πρώτον, στις 13 Ιουνίου 2008 έλαβε χώρα συνάντηση της ομάδας εργασίας CP 931. Στα πρακτικά της συναντήσεως αυτής αναφέρεται ότι εξετάστηκαν νέα στοιχεία (σχετικά με την PMOI). Διανεμήθηκε σχέδιο αιτιολογικής εκθέσεως·

–        η επόμενη συνάντηση της ως άνω ομάδας εργασίας πραγματοποιήθηκε στις 24 Ιουνίου 2008. Στα πρακτικά της συναντήσεως αυτής αναφέρεται ότι είχαν υποβληθεί περαιτέρω στοιχεία (και πάλι σχετικά με την PMOI) και ότι τα κράτη μέλη είχαν ζητήσει επιπλέον χρόνο για να εξετάσουν το θέμα αυτό·

–        στα πρακτικά της επόμενης συναντήσεως, που πραγματοποιήθηκε στις 2 Ιουλίου 2008, σημειώνεται ότι, κατόπιν της παροχής και άλλων συμπληρωματικών στοιχείων και της διανομής της αναθεωρημένης αιτιολογικής εκθέσεως, τάχθηκε στους αντιπροσώπους προθεσμία μέχρι τις 4 Ιουλίου για να προβάλουν τυχόν αντιρρήσεις κατά της εγγραφής της PMOI στον κατάλογο με την προτεινόμενη νέα βάση·

–        εν συνεχεία, όπως φαίνεται, πραγματοποιήθηκε συνάντηση της ομάδας εργασίας των συμβούλων εξωτερικών σχέσεων (Relex) του Συμβουλίου στις 4 Ιουλίου 2008, κατά την οποία επιτεύχθηκε συμφωνία για το κείμενο της επίμαχης αποφάσεως·

–        το κείμενο αυτό διανεμήθηκε κατόπιν στην Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων και εγκρίθηκε από αυτήν στις 9 Ιουλίου 2008·

–        η επίμαχη απόφαση εκδόθηκε στις 15 Ιουλίου 2008.

92.      Αφήνοντας κατά μέρος τον ρόλο των κρατών μελών στην επίμαχη διαδικασία, γεγονός παραμένει εν προκειμένω ότι η Γαλλική Δημοκρατία παρέσχε τις νέες πληροφορίες και τα νέα στοιχεία στο Συμβούλιο μόλις στις 9 Ιουνίου 2008. Για να έχει εφαρμογή το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, το Συμβούλιο πρέπει, καταρχάς, να έχει λάβει «ακριβ[είς] πληροφορ[ίες] ή στοιχεί[α] του σχετικού φακέλου τα οποία δεικνύουν ότι έχει ληφθεί απόφαση από αρμόδια αρχή». Συνεπώς, το Συμβούλιο δεν διέθετε καμία βάση ώστε να κινήσει τις διαδικασίες για την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως πριν τις 9 Ιουνίου 2008.

93.      Προσθέτω ότι από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν από το Συμβούλιο κατόπιν της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 2008 προκύπτει ότι οι τελικές πληροφορίες στις οποίες βασίστηκε η επίμαχη απόφαση παρασχέθηκαν στο Συμβούλιο και εξετάστηκαν από την ομάδα εργασίας του μόλις κατά τη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 2 Ιουλίου 2008. Κατά την άποψή μου, θα ήταν άτοπο να κοινοποιήσει το Συμβούλιο στοιχεία στην PMOI πριν καταστεί απολύτως βέβαιο ότι τα κοινοποιούμενα στοιχεία αποτελούσαν το σύνολο (αλλά και τίποτε περισσότερο) των πληροφοριών που θα ήταν κρίσιμες για τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του Συμβουλίου.

94.      Ενώ είναι τουλάχιστον πιθανό ότι η διαδικασία που ακολούθησε το Συμβούλιο αφού η Γαλλική Δημοκρατία παρέσχε τις νέες πληροφορίες και τα νέα στοιχεία στις 9 Ιουνίου 2008 θα μπορούσε, εξεταζόμενη εκ των υστέρων, να επιταχυνθεί από μία ή περισσότερες απόψεις, δεν θεωρώ πιθανό ότι η επιτάχυνση αυτή θα επηρέαζε σημαντικά το συνολικό χρονοδιάγραμμα (32). Δεν νομίζω ότι η διαδικασία που τήρησε το Συμβούλιο πάσχει ουσιώδες ελάττωμα υπό την έννοια ότι δεν διεξήχθη αρκετά γρήγορα.

95.      Ειδικότερα, φρονώ ότι με τις εκτιμήσεις του το Γενικό Δικαστήριο αγνοεί τον τρόπο με τον οποίο το Συμβούλιο έπρεπε να ενεργήσει στην πράξη. Η επίμαχη απόφαση έπρεπε να ληφθεί ομόφωνα. Στις επίμαχες συναντήσεις μετείχαν εκπρόσωποι των κρατών μελών. Είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι οι εκπρόσωποι αυτοί είχαν ανάγκη οδηγιών από τις οικείες εθνικές αρχές και/ή κυβερνήσεις. Η διαδικασία, ως εκ της φύσεώς της, είναι μακρά (αν όχι δυσκίνητη). Από τα πρακτικά των εν λόγω συναντήσεων προκύπτει σαφώς ότι εν προκειμένω δεν ήταν δυνατόν να ληφθεί άμεσα απόφαση. Πέρα από την ανάγκη να εξασφαλισθεί ότι όλα τα κράτη μέλη συμφωνούσαν με το προτεινόμενο σχέδιο αποφάσεως, το Συμβούλιο έπρεπε να διαμορφώσει μέσω των υπηρεσιών του (και ιδίως της νομικής υπηρεσίας του), πριν εκδώσει τελικά την απόφαση, άποψη ως προς το αν αυτή θα άντεχε τον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου σε περίπτωση προσβολής της.

96.      Καταλήγω επομένως στο συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι το Συμβούλιο είχε άφθονο χρόνο, αν η επίμαχη απόφαση έπρεπε να εκδοθεί βάσει του χρονοδιαγράμματος που προέβλεπε το Συμβούλιο εν προκειμένω, ώστε να κοινοποιήσει στην PMOI τις νέες πληροφορίες και τα νέα στοιχεία που είχε λάβει από τη Γαλλική Δημοκρατία και να παράσχει στην PMOI την ευκαιρία να υποβάλει παρατηρήσεις. Θα εξετάσω κατωτέρω αν το χρονοδιάγραμμα αυτό αποτελούσε πράγματι περιοριστικό παράγοντα όπως ισχυρίστηκε το Συμβούλιο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (33).

 Η απαίτηση ενημερώσεως της PMOI

97.      Μπορούσε το Συμβούλιο δικαίως να κρίνει ότι δεν χρειαζόταν να κοινοποιήσει στην PMOI τα νέα στοιχεία και να της παράσχει ευκαιρία να υποβάλει παρατηρήσεις πριν την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως;

98.      Αν γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο δεν ήταν θέση να ενεργήσει με σημαντικά μεγαλύτερη ταχύτητα κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 9ης Ιουνίου 2008, οπότε έλαβε τις σχετικές πληροφορίες από τη Γαλλική Δημοκρατία, και 15ης Ιουλίου 2008, οπότε εξέδωσε την επίμαχη απόφαση, παραμένει το ερώτημα αν το Συμβούλιο μπορούσε να εκδώσει την επίμαχη απόφαση χωρίς να ενημερώσει προηγουμένως την PMOI και να της δώσει την ευκαιρία να υποβάλει παρατηρήσεις.

99.      Κατά την άποψή μου, δεν μπορούσε.

100. Κατ’ ουσίαν, η νομολογία προβλέπει ότι, όταν μια απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων λαμβάνεται για πρώτη φορά, αυτή πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι αιφνιδιαστική και να μπορεί να εφαρμοσθεί αμέσως. Συνεπώς, δεν μπορεί να γνωστοποιείται πριν την εφαρμογή της (34). Τα πράγματα έχουν διαφορετικά σε περίπτωση μεταγενέστερης αποφάσεως περί δεσμεύσεως των ίδιων κεφαλαίων. Στην περίπτωση αυτή το στοιχείο του αιφνιδιασμού παύει να έχει σημασία. Πριν από μια τέτοια απόφαση πρέπει να παρέχεται νέα δυνατότητα ακροάσεως και, ενδεχομένως, να λαμβάνει χώρα νέα κοινοποίηση των επιβαρυντικών στοιχείων (35).

101. Εφόσον από τις 3 Μαΐου 2002 τελεί σε ισχύ δέσμευση των κεφαλαίων της PMOI (36), είναι πρόδηλο ότι η επίμαχη απόφαση αποτελούσε μεταγενέστερη και όχι αρχική απόφαση. Συνεπώς, αν η νομολογία αυτή εφαρμοζόταν άνευ ετέρου, τα νέα στοιχεία έπρεπε να κοινοποιηθούν στην PMOI και έπρεπε να δοθεί σε αυτήν η δυνατότητα να απαντήσει και να παρουσιάσει τις απόψεις της.

102. Δεν μπορεί ούτε να προβληθεί ότι, εφόσον η επίμαχη απόφαση βασιζόταν σε νέα στοιχεία, τα πράγματα ξανάρχιζαν, κατά κάποιο τρόπο, από την αρχή, οπότε δεν απαιτούνταν προηγούμενη ενημέρωση. Σημαντικό δεν είναι αν τα στοιχεία ήταν νέα, αλλά αν αφορούσαν την ανανέωση της υφιστάμενης αποφάσεως περί δεσμεύσεως και όχι την έκδοση τέτοιας αποφάσεως για πρώτη φορά. Η επίμαχη απόφαση αφορούσε την ανανέωση αποφάσεως περί δεσμεύσεως. Ο αιφνιδιασμός ήταν συνεπώς τόσο περιττός όσο και άτοπος.

103. Θεωρούμενη υπό το πρίσμα της PMOI, η προστασία που παρέχεται με την απαίτηση ενημερώσεως και το δικαίωμα υποβολής παρατηρήσεων πριν την έκδοση της οικείας αποφάσεως έχει θεμελιώδη σημασία. Αποτελεί επομένως αναγκαίο στοιχείο των δικαιωμάτων άμυνας. Συνεπώς, κατά την άποψή μου, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς απέρριψε, στις σκέψεις 46 και 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι τα συμφέροντα της PMOI είχαν επαρκώς προστατευθεί με την κοινοποίηση της αποφάσεως στην PMOI μετά την έκδοσή της και με την παροχή σε αυτήν της δυνατότητας να υποβάλει παρατηρήσεις σε εκείνο το χρονικό σημείο. Ανεξάρτητα από το αν συντρέχει επείγον, το Συμβούλιο δεν μπορεί να καταπατεί τα δικαιώματα άμυνας των ενδιαφερομένων με τον τρόπο που το έπραξε.

104. Επομένως, τι θα έπρεπε να έχει πράξει το Συμβούλιο;

105. Στην περίπτωση που αντιμετώπιζε το Συμβούλιο εμπλέκονταν τρεις ομάδες συμφερόντων. Πρώτον, τα συμφέροντα της PMOI. Δεύτερον, τα συμφέροντα του Συμβουλίου, που είχε την εξουσία, κατά την άποψή μου, να λάβει μέτρα ώστε να διασφαλίσει, κατά το δυνατόν, ότι η επίμαχη απόφαση δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί για τον λόγο ότι εκδόθηκε κατά τρόπο εσπευσμένο ή αμελή. Τρίτον, υπήρχαν τα συμφέροντα των άλλων προσώπων, ομάδων και οντοτήτων τα ονόματα των οποίων περιλαμβάνονταν στον κατάλογο του παραρτήματος της αποφάσεως 2007/868 (37) (που ήταν η αμέσως προϊσχύσασα της επίμαχης αποφάσεως). Οι τελευταίοι ήταν οι ωφελούμενοι από την υποχρέωση που είχε το Συμβούλιο, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, να εξετάζει τα ονόματα των προσώπων, των ομάδων και των οντοτήτων των οποίων τα κεφάλαια δεσμεύονται «κατά τακτά χρονικά διαστήματα, τουλάχιστον μια φορά το εξάμηνο» προκειμένου να διασφαλίζει ότι η διατήρησή τους στον κατάλογο ήταν δικαιολογημένη.

106. Προφανώς, το Συμβούλιο έπρεπε να σταθμίσει τα συμφέροντα αυτά.

107. Όπως προανέφερα, κατά την άποψή μου, η διαδικασία με την οποία το Συμβούλιο εξέδωσε την επίμαχη απόφαση δεν έπασχε ουσιώδες ελάττωμα.

108. Όσον αφορά τα πρόσωπα, τις ομάδες και τις οντότητες τα ονόματα των οποίων περιλαμβάνονταν στον κατάλογο πέραν της PMOI, φρονώ ότι το Συμβούλιο ορθώς αντιμετώπισε την εξέταση του καταλόγου που περιλαμβανόταν στην απόφαση 2007/868 ως ζήτημα προτεραιότητας. Αν ανέβαλλε την έκδοση νέας αποφάσεως για τον χρόνο που ήταν αναγκαίος ώστε η PMOI να ενημερωθεί και να υποβάλει παρατηρήσεις, το Συμβούλιο θα μπορούσε να δεχθεί εύλογες επικρίσεις για μη τήρηση αυτής της προτεραιότητας (και επομένως για προσβολή των συμφερόντων των άλλων ενδιαφερομένων).

109. Οπότε απομένει η PMOI.

110. Τα επιχειρήματα περί επείγοντος που προέβαλε το Συμβούλιο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου βασίζονταν κατ’ ουσίαν στην παραδοχή ότι δεν υφίστατο για το Συμβούλιο καμία διαδικαστική δυνατότητα ώστε να προβεί σε διάκριση μεταξύ της PMOI, αφενός, και των υπολοίπων προσώπων, ομάδων και οντοτήτων, αφετέρου, και να εκδώσει αντιστοίχως διαφορετικές αποφάσεις.

111. Δεν βλέπω κανένα λόγο για να ισχύσει κάτι τέτοιο.

112. Κατά την άποψή μου, το Συμβούλιο μπορούσε, πρώτον, να εκδώσει απόφαση ως προς τα υπόλοιπα πρόσωπα, ομάδες και οντότητες τηρώντας το χρονοδιάγραμμα του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931. Δεύτερον, προκειμένου να προστατεύσει τα δικαιώματα άμυνας της PMOI, μπορούσε να αναβάλει την έκδοση αποφάσεως ως προς την PMOI μέχρι να τηρήσει τις απαραίτητες αρχικές εσωτερικές διαδικασίες, να ενημερώσει εν συνεχεία την PMOI και να της παράσχει τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις και τέλος να προβεί σε πλήρη και προσεκτική εξέταση των παρατηρήσεων αυτών (τηρώντας και πάλι τις απαραίτητες εσωτερικές διαδικασίες) πριν αποφασίσει αν το όνομα της PMOI έπρεπε να διατηρηθεί στον κατάλογο.

113. Φρονώ ότι το Συμβούλιο όχι απλώς μπορούσε, αλλά όφειλε να υιοθετήσει τη συμπεριφορά αυτή υπό τις περιστάσεις που οδήγησαν στην έκδοση της επίμαχης αποφάσεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Συμβούλιο θα είχε εξασφαλίσει την προστασία των δικαιωμάτων των υπολοίπων προσώπων, ομάδων και οντοτήτων. Θα είχε επίσης εξασφαλίσει την ορθή τήρηση των δικών του διαδικασιών και επιπλέον θα είχε λάβει υπόψη τα δικαιώματα άμυνας της PMOI (38).

114. Με άλλα λόγια, φρονώ ότι το σφάλμα του Συμβουλίου έγκειται στο ότι θεώρησε ότι έπρεπε να αποφασίσει αν τα ονόματα όλων των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που απαριθμούνταν στο παράρτημα της αποφάσεως 2007/868 έπρεπε να συμπεριληφθούν στο παράρτημα της επίμαχης αποφάσεως εντός ενός και του αυτού χρονικού πλαισίου. Το σφάλμα αυτό οδήγησε το Συμβούλιο στο συμπέρασμα ότι «δεν υπήρχε χρόνος» για να τηρηθούν τα δικαιώματα άμυνας της PMOI πριν την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά την PMOI, η κατάσταση επείγοντος ήταν φαινομενική. Ασφαλώς, το Συμβούλιο υποχρεούτο να εξετάσει ταχέως το ζήτημα αν η PMOI έπρεπε να παραμείνει στον κατάλογο. Εντούτοις, δεν είχε καμία υποχρέωση να ολοκληρώσει τη διαδικασία αυτή ταυτόχρονα με την εξέταση του υπόλοιπου καταλόγου.

115. Έστω και αν διαφωνώ με κάποια σημεία του συλλογισμού που ανέπτυξε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της επίμαχης αποφάσεως, εντούτοις φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο οδηγήθηκε σε ορθό συμπέρασμα κρίνοντας ότι η επίμαχη απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί, καθόσον εκδόθηκε βάσει διαδικασίας που δεν τηρούσε τα δικαιώματα άμυνας της PMOI.

116. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως

117. Πριν στραφώ στην ουσία αυτών των λόγων αναιρέσεως, είναι απαραίτητο να θέσω ένα προκαταρκτικό ζήτημα. Το Γενικό Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι στήριξε την απόφασή του να δεχθεί την προσφυγή μόνο στις διαπιστώσεις του σχετικά με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως της PMOI, που αφορούσε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας (βλ. σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Συνεπώς, οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τους λόγους ακυρώσεως στους οποίους αναφέρεται ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας παρατέθηκαν ως εκ περισσού.

118. Προβαίνοντας παρ’ όλ’ αυτά στην εξέταση αυτών των λόγων αναιρέσεως, έχω πλήρη συνείδηση της παγίας νομολογίας του Δικαστηρίου, κατά την οποία οι αιτιάσεις κατά αιτιολογίας η οποία ως εκ περισσού παρατίθεται σε απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να επιφέρουν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής και κατά συνέπεια είναι αλυσιτελείς (39). Εντούτοις, κατά την άποψή μου, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να εξετασθούν.

119. Ειδικότερα, αν δεν δινόταν απάντηση ως προς τα ζητήματα που θέτουν αυτοί οι λόγοι αναιρέσεως, η Γαλλική Δημοκρατία θα παρέμενε στην ίδια αβεβαιότητα που την είχε οδηγήσει εξαρχής στην υποβολή της αιτήσεως αναιρέσεως (40). Η αβεβαιότητα αυτή μπορεί να επηρεάσει μελλοντικά και άλλα κράτη μέλη (41).

120. Μια άρνηση εξετάσεως του δευτέρου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως θα οδηγούσε σε ελάχιστα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Θα προβώ επομένως σε διεξοδική εξέταση αυτών των λόγων αναιρέσεως. Εφόσον, κατά την άποψή μου, η επίλυση των ζητημάτων που θέτουν δεν επηρεάζει την έκβαση της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναπτύξεις μου θα περιέχουν κάποιες παρεκβάσεις.

 Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως (προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931)

121. Με τον λόγο αυτό, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας (στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) ότι η προκαταρκτική εξέταση που κινήθηκε στη Γαλλία κατά εικαζόμενων μελών της PMOI δεν αποτελούσε απόφαση πληρούσα τον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931.

122. Τα ακόλουθα ζητήματα που απορρέουν από την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι κρίσιμα στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου αναιρέσεως.

123. Πρώτον, τηρείται η διάταξη του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 όταν η κατά το άρθρο αυτό απόφαση αρμόδιας αρχής αφορά πρόσωπο, ομάδα ή οντότητα που δεν ταυτίζεται με το πρόσωπο, την ομάδα ή την οντότητα τα οποία προσδιορίζονται στην απόφαση που λαμβάνεται από το Συμβούλιο για τους σκοπούς του άρθρου αυτού (πρώτο σημείο); Δεύτερον, ποια ερμηνεία πρέπει να δοθεί στον όρο «αρμόδια αρχή» του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 (δεύτερο σημείο); Τρίτον, ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι η έρευνα δεν στηριζόταν σε «σοβαρές και αξιόπιστες αποδείξεις ή ενδείξεις» (τρίτο σημείο); Τέταρτον, αν στο πρώτο σημείο γίνει προσωρινά δεκτή καταφατική απάντηση, σε ποιο βαθμό όφειλε το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διατύπωση του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, «να εξηγήσει τους συγκεκριμένους λόγους» για τους οποίους τα εν λόγω πρόσωπα έπρεπε να «συσχετισθούν» (τέταρτο σημείο);

124. Όσον αφορά το πρώτο σημείο, επισημαίνω ότι δεν τίθεται ζήτημα αμφισβητήσεως της διαπιστώσεως του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι βάσει γραμματικής ερμηνείας του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 –που προβλέπει ότι η απόφαση πρέπει να έχει ληφθεί «έναντι συγκεκριμένων προσώπων, ομάδων και οντοτήτων»– η απόφαση της αρμόδιας αρχής θα απαιτούνταν να έχει ληφθεί αναφορικά με το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που προσδιορίζονται στην απόφαση που έλαβε το Συμβούλιο βάσει του άρθρου αυτού. Αν μια τέτοια ερμηνεία ήταν ορθή, η επίμαχη απόφαση θα ήταν κατ’ ανάγκην πλημμελής, καθόσον δεν αμφισβητείται ότι τα πρόσωπα που καλύπτονται από την απόφαση της αρμόδιας αρχής δεν ταυτίζονται με εκείνα που καλύπτονται από την επίμαχη απόφαση.

125. Είναι ορθή η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 4;

126. Δεν νομίζω.

127. Κατά την άποψή μου, λαμβανομένου υπόψη του λόγου για τον οποίο εκδόθηκαν η κοινή θέση 2001/931 και ο κανονισμός, η διάταξη αυτή πρέπει να τύχει ευρείας ερμηνείας. Είναι απίθανο οι τρομοκρατικές οργανώσεις να αρχίσουν να βοηθούν τις αρχές με το να συγκροτούνται κατά τρόπο που θα επιτρέπει την εύκολη αναγνώρισή τους. Θα πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ότι θα πράξουν ακριβώς το αντίθετο. Όπως σε κάθε είδος ανταρτοπόλεμου, το στοιχείο του αιφνιδιασμού, και κατά συνέπεια της απόκρυψης, είναι απαραίτητο. Απαιτείται έτσι μια ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 4, που να είναι αρκετά ευέλικτη ώστε να λαμβάνει υπόψη το στοιχείο αυτό. Δεδομένης της υπάρξεως «σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων» ότι τα πρόσωπα που κατονομάζονται στην απόφαση της αρμόδιας αρχής και στην εκδοθείσα από το Συμβούλιο απόφαση για τη δέσμευση κεφαλαίων είναι ουσιαστικά τα ίδια, θεωρώ ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931.

128. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, στην οποία η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, εξ όσων γνωρίζει, η PMOI δεν έχει νομική προσωπικότητα (42).

129. Στην εκτίμηση περί ανάγκης για ευέλικτη ερμηνεία συνηγορούν καταρχάς, κατά την άποψή μου, το εύρος του ορισμού που περιέχεται στο άρθρο 1, παράγραφος 6, του κανονισμού και η γενική διατύπωση που ακολουθείται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, αυτού (43). Αν δεν υπήρχαν οι δυσχέρειες ταυτοποιήσεως τις οποίες σκιαγράφησα, δεν θα απαιτούνταν μια τέτοια ευρεία προσέγγιση. Έρεισμα ανευρίσκεται επίσης, όπως θεωρώ, και στον τρόπο με τον οποίο συχνά οι αποφάσεις του Συμβουλίου για τη δέσμευση κεφαλαίων προσδιορίζουν τα πρόσωπα των οποίων τα κεφάλαια δεσμεύονται. Έτσι, στην επίμαχη απόφαση, η καταχώριση στο παράρτημα σχετικά με την PMOI έχει ως εξής: «“Οργάνωση Mujahedin-e Khalq” “MEK” ή “MKO”, εκτός από το “Εθνικό Αντιστασιακό Συμβούλιο του Ιράν” (“National Council of Resistance of Iran”) – “NCRI” [γνωστή ως “National Liberation Army of Iran” – “NLA” (η μαχόμενη πτέρυγα της MEK), γνωστή ως “People’s Mujahidin of Iran” – “PMOI”, γνωστή ως “Muslim Iranian Student’s Society”]». Το παράδειγμα αυτό κάθε άλλο παρά μεμονωμένο είναι. Είναι συνήθης η προσφυγή σε τέτοιους «κατακερματισμένους» προσδιορισμούς των προσώπων, των ομάδων και των οντοτήτων που εγγράφονται στον κατάλογο (44).

130. Καταλήγω επομένως στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη απόφαση δεν ήταν πλημμελής εξαιτίας του ότι η απόφαση της αρμόδιας αρχής δεν αφορούσε ειδικώς την PMOI αλλά μόνο πρόσωπα που φέρονται ότι είναι ή ότι υπήρξαν μέλη της ως άνω οργανώσεως.

131. Όσον αφορά, κατόπιν, το δεύτερο και το τρίτο σημείο, τα οποία θα εξετάσω από κοινού, από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 προκύπτει σαφώς ότι η διαπίστωση από εθνικό δικαστήριο της διαπράξεως τρομοκρατικής πράξεως ή της απόπειρας διαπράξεώς της, της συμμετοχής σε αυτήν ή της διευκολύνσεώς της αποτελεί ικανή, αλλά όχι αναγκαία, συνθήκη για την εφαρμογή του ως άνω άρθρου. Καθίσταται επίσης σαφές από την αναφορά στη λήψη αποφάσεως όσον αφορά «την έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως για μια [τέτοια πράξη]» ότι το στάδιο που θα χαρακτηρίσω ελεύθερα ως «προπαρασκευαστικό» της διαπιστώσεως αυτής περιλαμβάνεται επίσης. Εκτός από την περίπτωση που οι «δικαστικές αρχές» δεν έχουν δικαιοδοσία στον οικείο τομέα (ζήτημα το οποίο δεν τίθεται στην περίπτωση της διαδικασίας που έλαβε χώρα στη Γαλλία κατά των ατόμων που εικαζόταν ότι αποτελούσαν μέλη της PMOI), η εν λόγω αρμόδια αρχή πρέπει να είναι «δικαστική». Επιπλέον, ελλείψει «καταδίκης για τέτοιες πράξεις», η «έναρξη ανακριτικών πράξεων» στην οποία προβαίνει η ως άνω αρμόδια αρχή πρέπει να γίνεται «βάσει σοβαρών και αξιοπίστων αποδείξεων ή ενδείξεων».

132. Τι ακριβώς σημαίνει ο όρος «δικαστική αρχή»;

133. Είναι πρόδηλο, δεδομένου του εύρους που επισήμανα ότι έχει το άρθρο 1, παράγραφος 4, ότι η εφαρμογή του με βάση τη συνήθη έννοιά του, στα αγγλικά τουλάχιστον, που σημαίνει κατ’ αρχήν ότι η επίμαχη απόφαση πρέπει να αντιστοιχεί σε διαπίστωση ενοχής από δικαστήριο, είναι αδικαιολόγητα στενή (45). Στον όρο αυτό είναι απαραίτητο να δοθεί ευρύτερο νόημα, το οποίο θα συμπεριελάμβανε τις ανακριτικές και διωκτικές αρχές του επίμαχου κράτους μέλους.

134. Είναι επίσης σαφές ότι η απλή απόφαση για την κίνηση έρευνας αυτή και μόνη δεν αρκεί. Μια τέτοια απόφαση μπορεί να βασίζεται σε απλές υπόνοιες. Από την εν λόγω έρευνα μπορεί, ασφαλώς, να προκύψουν τελικά σοβαρές και αξιόπιστες αποδείξεις ή ενδείξεις, οπότε είναι λογικά πιθανό να επακολουθήσει ποινική δίωξη (έστω και αν κατά τον κρίσιμο χρόνο αυτό ενδέχεται να μην είχε συμβεί ακόμη). Η έρευνα μπορεί όμως και να αποβεί άκαρπη. Επομένως, η απόφαση για τη διεξαγωγή έρευνας δεν αρκεί για τους σκοπούς του άρθρου 1, παράγραφος 4.

135. Οι διαφορές μεταξύ των νομικών συστημάτων των κρατών μελών είναι υπερβολικά μεγάλες ώστε να μπορεί να προσδιοριστεί ένα και μόνο συγκεκριμένο σημείο της διαδικασίας κατά το οποίο πληρούται το κριτήριο των «σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων». Θα εκθέσω ως εκ τούτου τις γενικές αρχές που θεωρώ ότι έχουν εφαρμογή.

136. Κατ’ εμέ, η απαίτηση που πρέπει να πληρούται ώστε να υπάρχουν «σοβαρές και αξιόπιστες αποδείξεις και ενδείξεις» είναι η ύπαρξη στοιχείων στη δικογραφία από τα οποία να προκύπτει με μεγάλη πιθανότητα η διάπραξη τρομοκρατικής πράξεως ή η απόπειρα διαπράξεώς της, η συμμετοχή σε αυτήν ή η διευκόλυνσή της. Τα στοιχεία αυτά δεν απαιτείται να είναι αρκετά ώστε να αποτελέσουν θεμέλιο μεταγενέστερης ποινικής διώξεως, αλλά πρέπει να υπερβαίνουν σαφώς τις απλές υπόνοιες ή εικασίες. Πρέπει, το λιγότερο, να αρκούν ώστε να υποδείξουν στο πρόσωπο κατά του οποίου ενδέχεται να διαταχθεί η δέσμευση κεφαλαίων τις κύριες κατηγορίες κατά των οποίων πρέπει να αμυνθεί· οι δε κατηγορίες αυτές πρέπει να του γνωστοποιηθούν κατά τρόπο που να του επιτρέπει την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας (46).

137. Πληρούτο εν προκειμένω το κριτήριο αυτό;

138. Στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «η προκαταρκτική εξέταση που άρχισε στη Γαλλία τον Απρίλιο του 2001 […] από κανένα στοιχείο του φακέλου της υποθέσεως δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ότι είναι βάσιμη […] βάσει σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων, όπως επιτάσσει το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931».

139. Στην αίτηση αναιρέσεως, η Γαλλική Δημοκρατία στηρίζεται ιδιαιτέρως στο άρθρο 80‑1 του γαλλικού Code de procédure pénale [Κώδικα Ποινικής Δικονομίας], που απαιτεί να υπάρχουν ισχυρές ή συγκλίνουσες αποδείξεις κατά ενός προσώπου ώστε ο ανακριτής να κινήσει έρευνα. Τούτο, όπως υποστηρίζει, πληροί τη σχετική απαίτηση του άρθρου 1, παράγραφος 4.

140. Εφόσον στη σκέψη 68 το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε πραγματική διαπίστωση, ερμηνεύω το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας ως έχον την έννοια ότι το Γενικό Δικαστήριο, προβαίνοντας σε αυτή τη διαπίστωση, αλλοίωσε τα προσκομισθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία.

141. Για να πραγματευθώ αυτόν τον λόγο, πρέπει να εξετάσω τις διαδικασίες που κινήθηκαν στη Γαλλία το 2001 και το 2007 υπό το πρίσμα των κανόνων της γαλλικής Ποινικής Δικονομίας. Προβαίνω στην εξέταση αυτή με δισταγμό. Δεν έχω αξιώσεις ειδικών γνώσεων που θα μου επέτρεπαν να αποφανθώ δεσμευτικά ως προς τους κανόνες αυτούς. Η ανάλυση όμως αυτή είναι αναπόφευκτη αν πρόκειται να εξετάσω τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως.

142. Οι διέποντες το ερευνητικό στάδιο της διαδικασίας κανόνες της γαλλικής Ποινικής Δικονομίας, όπως τους αντιλαμβάνομαι, έχουν την έννοια ότι το στάδιο αυτό τίθεται σε κίνηση, τουλάχιστον στις υποθέσεις που είναι αρκετά σημαντικές ώστε να απαιτούν την παρέμβαση του ανακριτή, από τον εισαγγελέα μέσω της επιδόσεως του «réquisitoire» στον ανακριτή (47). Αυτό είναι το σημείο από το οποίο άρχεται τυπικώς η προκαταρκτική εξέταση (48). Αν ο ανακριτής σχηματίσει την εντύπωση ότι υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ώστε να απαιτείται περαιτέρω έρευνα ενόψει παραπομπής στο ακροατήριο, κινεί τη mise en examen βάσει του άρθρου 80‑1 του Code de procédure pénale. Όπως προανέφερα, ο ανακριτής μπορεί να κινήσει τη mise en examen μόνον αν υπάρχουν «ισχυρές ή συγκλίνουσες αποδείξεις» εκ των οποίων πιθανολογείται ότι το πρόσωπο που αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας τέλεσε το αδίκημα περί του οποίου πρόκειται (49). Επομένως, φρονώ ότι το στάδιο της διαδικασίας το οποίο πληροί το κριτήριο των «σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων» είναι η mise en examen στην οποία προβαίνει ο ανακριτής. Αντιστρόφως, η απλή κίνηση προκαταρκτικής εξετάσεως και η διαδικασία που καταλήγει στην επίδοση του réquisitoire, η οποία αποτελεί ευθύνη του εισαγγελέα, δεν πληροί το ως άνω κριτήριο.

143. Έχω θέσει στον εαυτό μου το ερώτημα αν αυτοί οι «συνήθεις» κανόνες της γαλλικής Ποινικής Δικονομίας εφαρμόζονται αμετάβλητοι στις έρευνες που διεξάγονται εις βάρος των προσώπων και των οργανώσεων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, οπότε το ως άνω συμπέρασμα είναι δικαιολογημένο. Εντούτοις, η Γαλλική Δημοκρατία επικαλέσθηκε ειδικά το άρθρο 80‑1 ως έρεισμα του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η δε PMOI δεν δήλωσε ότι υπέκειτο, ως οργάνωση που εικάζεται ότι συμμετείχε σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, σε διαφορετικούς ή σε πιο αυστηρούς κανόνες. Θα βασιστώ επομένως στο ότι η mise en examen από τον ανακριτή αποτελεί το στάδιο της διαδικασίας το οποίο πληροί το κριτήριο των «σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων».

144. Στην παρούσα αναιρετική διαδικασία, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας βέβαιο ότι τόσο η διαδικασία που κινήθηκε στη Γαλλία το 2001 όσο και η κινηθείσα το 2007 διαδικασία είχαν φτάσει στο στάδιο της mise en examen από τον ανακριτή;

145. Όχι.

146. Είναι αναμφίβολο, όσον αφορά τη διαδικασία που κινήθηκε με την προκαταρκτική εξέταση του 2001, ότι ακολούθησε mise en examen το 2003. Εντούτοις, η PMOI δήλωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς να αντικρούεται από τη Γαλλική Δημοκρατία, ότι η προκαταρκτική εξέταση του 2007 δεν οδήγησε σε mise en examen. Έτσι, η δεύτερη διαδικασία δεν φαίνεται να πληροί το εν λόγω κριτήριο.

147. Εφόσον ο συλλογισμός της Γαλλικής Δημοκρατίας στηρίζεται στο ότι υπάρχουν σοβαρές και αξιόπιστες αποδείξεις ή ενδείξεις και για τις δύο διαδικασίες, στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας καθεμία από τις ως άνω διαδικασίες πρέπει να πληροί το εν λόγω κριτήριο. Τούτο όμως δεν ισχύει για τη διαδικασία που κινήθηκε το 2007. Η Γαλλία δεν απέδειξε επομένως ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι δεν αποδεικνυόταν επαρκώς ότι οι διαδικασίες που έλαβαν χώρα στη Γαλλική Δημοκρατία πληρούσαν το κριτήριο του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει επομένως να απορριφθεί.

148. Έρχομαι τέλος στο τέταρτο σημείο. Υπενθυμίζω ότι το σημείο αυτό αφορά την επισήμανση του Γενικού Δικαστηρίου (στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) ότι δεν εκτέθηκαν οι «συγκεκριμένοι λόγοι» για τους οποίους, εν προκειμένω, οι πράξεις που αποδίδονται σε άτομα φερόμενα ως μέλη ή συμπαθώς διακείμενα στην PMOI πρέπει να καταλογισθούν στην ίδια την PMOI. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπ[ήρχε] απολύτως καμία» τέτοια εξήγηση.

149. Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ειδικότερα ότι η PMOI δεν μπορούσε να αγνοεί ότι οι κατηγορίες κατά των εν λόγω προσώπων αφορούσαν και την ίδια την οργάνωση. Ισχυρίζεται ότι από την απάντηση στη διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2008 προέκυπτε σαφώς ότι έτσι είχαν τα πράγματα και ότι ο μεγάλος αριθμός των ατόμων (24) που αποτελούσαν αντικείμενο της προκαταρκτικής εξετάσεως σήμαινε κατ’ ανάγκην ότι αυτή αφορούσε και την επίμαχη οργάνωση.

150. Δεν θεωρώ πειστικό κανένα από τα επιχειρήματα αυτά.

151. Πρώτον, από την εξέταση των εγγράφων που προσκομίσθηκαν κατόπιν της διατάξεως της 26ης Σεπτεμβρίου 2008 προκύπτει μεν ότι αναφέρονται σε «πρόσωπα που μπορεί να ανήκουν» στην PMOI και σε «εικαζόμενα μέλη της» PMOI. Δηλώνεται επίσης ότι «μέλη της οργάνωσης αυτής [...] αποτελούν σήμερα το αντικείμενο διώξεων για παράνομες πράξεις με σκοπό τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους». Είναι αληθές ότι όλα τα ανωτέρω αποτελούν σειρά ισχυρισμών αναφορικά με το ότι η Γαλλική Δημοκρατία θεωρούσε τα άτομα αυτά και την PMOI ως συνδεόμενα μεταξύ τους. Εντούτοις, δεν παρέχουν την εξήγηση που απαιτούσε, κατά την άποψή μου δικαιολογημένα, το Γενικό Δικαστήριο. Μια σειρά γενικών ισχυρισμών ότι διάφορα πρόσωπα είναι μέλη της οργανώσεως «X» και ότι αποτελούν αντικείμενο έρευνας ή ότι διώκονται για (μη προσδιοριζόμενες) παράνομες πράξεις με σκοπό τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους δεν αρκεί ώστε να καταλογιστεί η συμπεριφορά τους στην οργάνωση «X».

152. Δεύτερον, όσον αφορά το κατά πόσον η PMOI είχε πράγματι γνώση του υποκείμενου πραγματικού πλαισίου, ο εκπρόσωπος της PMOI δέχθηκε, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, κατόπιν της έρευνας που πραγματοποιήθηκε στα γραφεία της στο Auvers-sur-Oise το 2003, «η PMOI δεν μπορούσε να αγνοεί («ne pouvait ne pas savoir») ότι αποτελούσε εμμέσως στόχο». Έστω και αν γίνει δεκτό ότι αυτή η γνώση της πραγματικής καταστάσεως από την PMOI ήταν αρκετή όσον αφορά την έρευνα που κινήθηκε το 2001, δεν έχουν παρασχεθεί εξηγήσεις όσον αφορά την έρευνα που κινήθηκε το 2007. Η PMOI ήταν πάντοτε κατηγορηματική ότι δεν είχε γνώση κάποιου σχετικού συνδέσμου μεταξύ των ερευνών που αφορούσαν πρόσωπα και της οργανώσεως (50).

153. Όσον αφορά τον αριθμό των εμπλεκομένων προσώπων, αν αυτός αποτελούσε μία μεταξύ πολλών, ή τουλάχιστον αρκετών, ενδείξεων περί εμπλοκής της PMOI ως οργανώσεως, θα είχα ίσως πειστεί. Εντούτοις, ο αριθμός αυτός και μόνο δεν ενισχύει το εν λόγω επιχείρημα.

154. Για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως (προβαλλόμενη προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας)

155. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Γαλλική Δημοκρατία ουσιαστικά επικρίνει το Γενικό Δικαστήριο καθόσον εκτίμησε, στις σκέψεις 71 έως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Συμβούλιο δεν είχε τη δυνατότητα να παρακρατήσει πληροφορίες ως απόρρητες στο πλαίσιο της απαντήσεώς του στη διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2008. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, συνεπεία αυτής της αρνήσεως άρσεως της εμπιστευτικότητας, το Γενικό Δικαστήριο αδυνατούσε να ελέγξει τη νομιμότητα της επίμαχης αποφάσεως. Ως εκ τούτου, είχε παραβιαστεί το δικαίωμα της PMOI σε αποτελεσματική ένδικη προστασία.

156. Προς στήριξη του λόγου αυτού, η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει δύο κύρια επιχειρήματα.

 Το πρώτο επιχείρημα: «η απόφαση δεν στηρίχθηκε στις μη κοινοποιηθείσες πληροφορίες»

157. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι το Συμβούλιο δεν είχε την εξουσία να θεμελιώσει την απόφασή του περί δεσμεύσεως κεφαλαίων σε πληροφορίες ή στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως που κοινοποίησε κράτος μέλος, αν το κράτος μέλος αυτό δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει την κοινοποίησή τους στον δικαστή της Ένωσης.

158. Με τον συλλογισμό αυτόν το Γενικό Δικαστήριο προέβη εμμέσως στη διαπίστωση ότι το Συμβούλιο πράγματι στήριξε την απόφασή του σε σημαντικό βαθμό στις ως άνω πληροφορίες ή στοιχεία.

159. Η Γαλλική Δημοκρατία αμφισβητεί αυτήν την πραγματική διαπίστωση. Υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο στην πραγματικότητα δεν στηρίχθηκε, κατά την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως, στις πληροφορίες που αρνήθηκε να κοινοποιήσει με τη δεύτερη απάντησή του στη διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2008 (51). Κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, τούτο προκύπτει σαφώς από τα σημεία 11 και 12 της πρώτης απαντήσεως στη διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2008 (που παρατέθηκαν στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Περαιτέρω, η αιτιολογική έκθεση και τα έγγραφα που υπέβαλε το Συμβούλιο κατόπιν της ως άνω διατάξεως αρκούσαν για να αποδείξουν ότι το Συμβούλιο διέθετε τα αναγκαία σχετικά στοιχεία για να εκδώσει την επίμαχη απόφαση, καθόσον αυτή αφορούσε την PMOI, χάρη σε εθνική απόφαση η οποία ανταποκρινόταν στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931.

160. Από την εξέταση της δεύτερης απαντήσεως στη διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2008 προκύπτει η διαγραφή δύο αποσπασμάτων από το παράρτημα 3 της ως άνω απαντήσεως. Στην παράγραφο 4 της απαντήσεως αυτής αναφέρεται, σε σχέση με το πρώτο απόσπασμα (δηλαδή, τις πληροφορίες του σημείου 3, στοιχείο α΄), ότι «ο λόγος που επικαλέσθηκε [η Γαλλική Δημοκρατία] για τη διαγραφή του ήταν ότι οι επίμαχες πληροφορίες άπτονται ζητημάτων δημόσιας ασφάλειας και άμυνας και υπόκεινται επομένως σε περιοριστικά για τη δημοσίευσή τους μέτρα προστασίας […]». Όσον αφορά το δεύτερο απόσπασμα (δηλαδή, τις πληροφορίες του σημείου 3, στοιχείο στ΄), στην ίδια παράγραφο αναφέρεται ότι «ο λόγος της διαγραφής του ήταν ότι δεν αφορά την PMOI αλλά άλλες οντότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο προσώπων και οντοτήτων που εμπλέκονται σε τρομοκρατικές πράξεις, τον οποίο έχει καταρτίσει η ΕΕ».

161. Οι πληροφορίες που περιέχονται στα διαγραμμένα αποσπάσματα εξακολουθούν να είναι εμπιστευτικές. Δεν προσκομίσθηκαν στο Δικαστήριο ως μέρος της αιτήσεως αναιρέσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας.

162. Εκλαμβάνω την εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας αμφισβήτηση της επίμαχης πραγματικής διαπιστώσεως ως ισχυρισμό ότι το Γενικό Δικαστήριο αλλοίωσε τα προσκομισθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία. Διαφορετικά αυτό το μέρος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως θα ήταν προδήλως απαράδεκτο (52).

163. Μπορεί να θεωρηθεί ότι η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου συνιστά τέτοια αλλοίωση;

164. Προκειμένου να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα, είναι αναγκαίο, καταρχάς, να λάβω υπόψη μου τα σημεία 11 και 12 της πρώτης απαντήσεως στη διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2008.

165. Το Συμβούλιο επισημαίνει, στο σημείο 11, ότι δεν έλαβε κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο σχετικό με την προκαταρκτική εξέταση που διεξήχθη στη Γαλλία, εκτός από αυτά που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική έκθεση, καθόσον τέτοια αποδεικτικά στοιχεία πρέπει, σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο, να παραμείνουν εμπιστευτικά. Αναφέρει επίσης ότι παρέθεσε όλα τα ουσιώδη στοιχεία που διέθετε σχετικά με την έρευνα στην αιτιολογική έκθεση. Επιφυλάσσεται ως προς μερικές πιο συγκεκριμένες λεπτομέρειες που προέκυπταν από ένα από τα έγγραφα για τα οποία επικαλέστηκε απόρρητο. Εν συνεχεία μετριάζει αυτήν την επιφύλαξη, τονίζοντας ότι όλες οι ως άνω λεπτομέρειες καλύπτονταν από τη γενική περιγραφή στην οποία προβαίνει η αιτιολογική έκθεση.

166. Στο σημείο 12, το Συμβούλιο επισημαίνει πράγματι ότι δεν διαθέτει περαιτέρω πληροφορίες ή στοιχεία που θα έπρεπε να γνωρίζει το Γενικό Δικαστήριο. Ιδίως δεν έχει ενημερωθεί για την ταυτότητα των προσώπων τα οποία αφορά η έρευνα.

167. Ποια είναι επομένως η ορθή έννοια των αποδείξεων στο πλαίσιο αυτό; Το γράμμα των σημείων 11 και 12 της πρώτης απαντήσεως του Συμβουλίου στη διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2008 είναι τουλάχιστον ασαφές. Το αν η ασάφεια αυτή είναι αποτέλεσμα προσπάθειας συγκαλύψεως εκ μέρους του Συμβουλίου ή απλώς μια ατυχής διατύπωση είναι ζήτημα το οποίο δεν μπορεί να εξετασθεί εδώ. Φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε την εξουσία να προβεί στην πραγματική διαπίστωση, βάσει πιθανολογήσεως, ότι το Συμβούλιο είχε βασίσει την απόφασή του σε κάποιον (απροσδιόριστο) βαθμό σε στοιχεία που δεν είχε παράσχει στο Γενικό Δικαστήριο.

168. Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, δεύτερον, ότι η αιτιολογική έκθεση και τα έγγραφα τα οποία υπέβαλε το Συμβούλιο κατόπιν της διατάξεως της 26ης Σεπτεμβρίου 2008, αν ληφθούν υπόψη, αρκούν για να αποδείξουν ότι το Συμβούλιο διέθετε τις αναγκαίες πληροφορίες για να εκδώσει την επίμαχη απόφαση, καθόσον αυτή αφορούσε την PMOI.

169. Αυτό μπορεί να αληθεύει. Στο πλαίσιο αυτό όμως, η Γαλλική Δημοκρατία φέρει το βάρος να αποδείξει ότι το Συμβούλιο πράγματι στήριξε την απόφασή του σε αυτά τα στοιχεία και μόνο. Ο ισχυρισμός ότι τα στοιχεία αυτά αρκούσαν για να αποδείξουν ότι το Συμβούλιο διέθετε τις αναγκαίες πληροφορίες δεν πληροί το ως άνω κριτήριο.

170. Φρονώ επομένως ότι από τους ισχυρισμούς της Γαλλικής Δημοκρατίας δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, προβαίνοντας στην ως άνω διαπίστωση, προδήλως παραμόρφωσε τα υποβληθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία. Κατά συνέπεια, το πρώτο επιχείρημα της Γαλλικής Κυβερνήσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Το δεύτερο επιχείρημα: «οι μη κοινοποιηθείσες πληροφορίες ήταν εμπιστευτικές»

171. Η Γαλλική Δημοκρατία αναφέρεται στον εμπιστευτικό χαρακτήρα των στοιχείων που περιλαμβάνονται στο επίμαχο σημείο (βλ. σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Απαντώντας σε επισήμανση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως [ότι δεν μπορούσε να κατανοήσει γιατί (πράγματι), από τη στιγμή που το έγγραφο μπορούσε να κοινοποιηθεί στο Συμβούλιο και κατά συνέπεια στις κυβερνήσεις των υπολοίπων 26 κρατών μελών, δεν μπορούσε να κοινοποιηθεί και στο Γενικό Δικαστήριο], η Γαλλική Δημοκρατία παρατηρεί ότι, βάσει του άρθρου 67, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη παρά έγγραφα και δικαιολογητικά στοιχεία των οποίων οι δικηγόροι και εκπρόσωποι των διαδίκων έχουν λάβει γνώση και επί των οποίων έχουν λάβει θέση. Με άλλα λόγια, το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας, όπως το αντιλαμβάνομαι, έχει την έννοια ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν θα ζητούσε την υποβολή ενός εγγράφου παρά μόνον αν σκόπευε να λάβει υπόψη το περιεχόμενό του στην απόφασή του. Αν πράγματι λάβει υπόψη το ως άνω περιεχόμενο για τον εν λόγω σκοπό θα πρέπει υποχρεωτικά να το γνωστοποιήσει προηγουμένως στον αντίδικο.

172. Η Γαλλική Δημοκρατία προσθέτει εν συνεχεία ότι δεν αμφισβητείται ότι οι γαλλικές αρχές αντιτίθεντο, για λόγους απορρήτου, στην κοινοποίηση του επίμαχου εγγράφου στην PMOI. Επομένως το Γενικό Δικαστήριο σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να λάβει υπόψη το έγγραφο αυτό.

173. Το ζήτημα που εγείρει αυτό το μέρος του λόγου αναιρέσεως τον οποίο προβάλλει η Γαλλική Δημοκρατία είναι σημαντικότατο. Σε ποιο βαθμό πρέπει να έχει τη δυνατότητα διάδικος σε δίκη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου να αξιώσει την εμπιστευτική μεταχείριση των πληροφοριών που κοινοποιεί στο Γενικό Δικαστήριο, με αποτέλεσμα αυτές να μη γνωστοποιούνται στον άλλο διάδικο ή στους άλλους διαδίκους; Σε περίπτωση δε τέτοιας μεταχειρίσεως των πληροφοριών, μπορούν (ή επιβάλλεται) παρ’ όλ’ αυτά να ληφθούν υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο για την απόφασή του;

174. Το ζήτημα αυτό είναι σημαντικό να εξετασθεί στο ορθό πλαίσιο.

175. Διατάξεις όσον αφορά την εμπιστευτικότητα περιέχονται ήδη σε δύο άρθρα του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (53). Πρώτον, βάσει του άρθρου 67, παράγραφος 3, ο διάδικος, ο οποίος απαντά σε μέτρο διεξαγωγής αποδείξεων, μπορεί να ζητήσει εμπιστευτική μεταχείριση ως προς το σύνολο ή μέρος των πληροφοριών που γνωστοποιεί με την απάντησή του. Το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει εν συνεχεία το αίτημα αυτό. Διαρκούσης της εξετάσεως, το οικείο έγγραφο δεν κοινοποιείται στους άλλους διαδίκους. Το ίδιο άρθρο προβλέπει ότι στην περίπτωση που έγγραφο, την πρόσβαση στο οποίο έχει αρνηθεί θεσμικό όργανο, προσκομίζεται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο προσφυγής σχετικά με τη νομιμότητα αυτής της αρνήσεως, το έγγραφο αυτό δεν κοινοποιείται στους άλλους διαδίκους.

176. Δεύτερον, δυνάμει του άρθρου 116, παράγραφος 2, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί, κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, να εξαιρέσει απόρρητα ή εμπιστευτικά στοιχεία από την ανακοίνωση των εγγράφων που πρέπει να γίνεται προς τον παρεμβαίνοντα σύμφωνα με το άρθρο αυτό. Η παράγραφος 6 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι, αν η αίτηση παρεμβάσεως υποβληθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που προβλέπεται στο άρθρο 115, παράγραφος 1, χορηγείται στον παρεμβαίνοντα αντίγραφο της εκθέσεως ακροατηρίου. Τα έγγραφα που έχουν επιδοθεί στους διαδίκους βάσει του άρθρου 116, παράγραφος 2, δεν του χορηγούνται. Για προφανείς λόγους, η έκθεση ακροατηρίου δεν περιέχει εμπιστευτικά στοιχεία.

177. Από τον Κανονισμό Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου απουσιάζουν όμως οι διατάξεις που θα επέτρεπαν στο Γενικό Δικαστήριο να λάβει υπόψη εμπιστευτικές αποδείξεις που υποβάλλονται από έναν από τους διαδίκους στο πλαίσιο της ενώπιόν του διεξαγόμενης δίκης, χωρίς τα στοιχεία αυτά να αποκαλύπτονται στον άλλο διάδικο ή στους άλλους διαδίκους. Όταν ένα έγγραφο υποβάλλεται στο Γενικό Δικαστήριο συνοδευόμενο από αίτημα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, το άρθρο 67, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου παρέχει σε αυτό δύο δυνατότητες. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί το αίτημα, οπότε το έγγραφο δεν θα κοινοποιηθεί στον άλλο διάδικο ή στους άλλους διαδίκους ούτε θα ληφθεί υπόψη για την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Διαφορετικά, μπορεί να απορρίψει το αίτημα, οπότε το έγγραφο θα κοινοποιηθεί στον άλλο διάδικο ή στους άλλους διαδίκους και ενδεχομένως θα ληφθεί υπόψη για την απόφαση (54). Καμία άλλη λύση δεν είναι δυνατή. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει «μέση οδός».

178. Σε υποθέσεις που αφορούν τη δέσμευση κεφαλαίων, τόσο το Γενικό Δικαστήριο όσο και το Δικαστήριο έχουν προβλέψει ότι θα ανακύψει ενδεχομένως η ανάγκη θεσπίσεως ειδικών διαδικασιών για τις εμπιστευτικές αποδείξεις.

179. Στην απόφαση OMPI, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι «ο κοινοτικός δικαστής πρέπει να μπορεί να ελέγχει τη νομιμότητα και το βάσιμο των μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων, χωρίς να μπορούν να του αντιταχθούν το απόρρητο ή η εμπιστευτικότητα των αποδεικτικών και πληροφοριακών στοιχείων που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο» (55). Πρόσθεσε ότι «το ζήτημα αν ο προσφεύγων και/ή οι δικηγόροι του μπορούν να λάβουν κοινοποίηση των αποδεικτικών και πληροφοριακών στοιχείων των οποίων προβάλλεται η εμπιστευτικότητα ή αν για την κοινοποίηση αυτή αρμόδιο πρέπει να είναι αποκλειστικά το Γενικό Δικαστήριο, βάσει ειδικής διαδικασίας η οποία πρέπει να καθοριστεί κατά τρόπο ώστε, αφενός, να διαφυλάσσεται το διακυβευόμενο δημόσιο συμφέρον και, αφετέρου, να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο δικαστική προστασία σε επαρκή βαθμό, αποτελεί χωριστό ζήτημα, επί του οποίου δεν είναι αναγκαίο να λάβει θέση το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής» (56).

180. Στην απόφαση Kadi I, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι «επιτακτικοί λόγοι αναγόμενοι στην ασφάλεια ή απορρέοντες από τις διεθνείς σχέσεις της Κοινότητας και των κρατών μελών της ενδέχεται να αποκλείουν τη γνωστοποίηση στους ενδιαφερομένους ορισμένων στοιχείων και, επομένως, την ακρόαση των ενδιαφερομένων όσον αφορά αυτά τα στοιχεία». Εντούτοις, προσέθεσε ότι «ο κοινοτικός δικαστής οφείλει, στο πλαίσιο του δικαστικού του ελέγχου, να εφαρμόσει μεθόδους που να συμβιβάζουν, αφενός, την εύλογη ανάγκη ασφάλειας των πηγών πληροφόρησης που ελήφθησαν υπόψη κατά την έκδοση της οικείας πράξεως και, αφετέρου, την ανάγκη παροχής στον πολίτη της δυνατότητας να επωφεληθεί από τις προβλεπόμενες διαδικασίες» (57).

181. Στο πλαίσιο διαφορετικής υποθέσεως, ήτοι αφορώσας δημόσιες συμβάσεις, το Δικαστήριο τόνισε, με την απόφαση Varec (58), ότι «σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να είναι αναγκαίο να απαγορευθεί η πρόσβαση των διαδίκων σε ορισμένα στοιχεία προκειμένου να προστατευθούν τα θεμελιώδη δικαιώματα τρίτου ή να διαφυλαχθεί σημαντικό δημόσιο συμφέρον». Προσέθεσε ότι, «[η] αρχή της προστασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών και των επιχειρηματικών απορρήτων πρέπει να εφαρμόζεται έτσι ώστε η προστασία αυτή να συμφιλιώνεται με τις επιταγές της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας των διαδίκων […] και, στην περίπτωση ένδικης προσφυγής ή προσφυγής ενώπιον αρχής η οποία θεωρείται δικαιοδοτικό όργανο κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι η όλη διαδικασία δεν θίγει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη» (59).

182. Παρά ταύτα, το άρθρο 67, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου εξακολουθεί να έχει εφαρμογή (60). Δεν προσδιορίζεται καμία ειδική διαδικασία και δεν έχει διαμορφωθεί καμία ειδική τεχνική προς επίλυση του ζητήματος της μεταχειρίσεως που πρέπει να επιφυλάσσεται στα εμπιστευτικά αποδεικτικά στοιχεία σε τέτοιου είδους καταστάσεις. Επομένως, δεν μπορώ να αμφισβητήσω τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία η άρνηση του Συμβουλίου να γνωστοποιήσει τις ως άνω εμπιστευτικές πληροφορίες είχε ως συνέπεια να στερήσει τη δυνατότητα από το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του νομιμότητας της ως άνω αποφάσεως. Εντούτοις, δεν πιστεύω ότι η άποψη της Γαλλικής Δημοκρατίας, που απαγόρευσε στο Συμβούλιο να προσκομίσει τις εν λόγω εμπιστευτικές αποδείξεις στην απάντησή του στη διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2008, ήταν εντελώς παράλογη.

183. Με τη διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2008, το Γενικό Δικαστήριο πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι τα σχετικά έγγραφα δεν θα κοινοποιούνταν στην PMOI «στο παρόν στάδιο της διαδικασίας». Δεν παρέσχε στο Συμβούλιο –και, όπως αντιλαμβάνομαι τον Κανονισμό Διαδικασίας, δεν μπορούσε να παράσχει– την παραμικρή διαβεβαίωση επί του τι επρόκειτο να συμβεί στη συνέχεια.

184. Πρώτον, πιστεύω ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, ένας τρίτος ο οποίος δεν μετέχει στη διαδικασία (όπως η Γαλλική Δημοκρατία) μπορεί βασίμως να εκτιμά ότι το προβλεπόμενο επίπεδο προστασίας σχετικά με τις επίμαχες πληροφορίες δεν ήταν επαρκές ώστε να μπορέσει να τις προσκομίσει στο Γενικό Δικαστήριο, τουλάχιστον καθόσον το επίπεδο εμπιστευτικότητας των πληροφοριών αυτών ήταν υψηλό. Συναφώς, αποτελεί σημαντικό στοιχείο το ότι ο εκπρόσωπος της Γαλλικής Δημοκρατίας δήλωσε, απαντώντας σε ερώτηση τεθείσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, κατ’ αυτόν, αν περιλαμβάνονταν στον Κανονισμό Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου διατάξεις περί προστασίας των εμπιστευτικών αποδεικτικών στοιχείων κατά την περίοδο των πραγματικών περιστατικών, οι σχετικές πληροφορίες θα είχαν γνωστοποιηθεί στο Γενικό Δικαστήριο.

185. Δεύτερον, η αναφορά του Γενικού Δικαστηρίου στο γεγονός ότι οι ίδιες πληροφορίες είχαν ήδη διαβιβαστεί στα μέλη του Συμβουλίου και, στη συνέχεια, στις κυβερνήσεις των 26 άλλων κρατών μελών πέραν της Γαλλικής Δημοκρατίας, είναι πιθανότατα αλυσιτελής. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι η ανακοίνωση πληροφοριών στα μέλη του Συμβουλίου και στα κράτη μέλη αποτελεί ένδειξη του ότι ουδέποτε υπήρξε πρόθεση οι πληροφορίες αυτές να αποκαλυφθούν ή να δημοσιευθούν με οποιονδήποτε τρόπο (61).

186. Επομένως, κατά την άποψή μου, το ενδεχόμενο μιας τροποποιήσεως του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη προκειμένου να προβλεφθεί η ανακοίνωση πράγματι εμπιστευτικών αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάζει με τρόπο σύμφωνο προς τον απόρρητο χαρακτήρα τους χωρίς να προσβάλλει τα δικαιώματα του αντιδίκου ή τρίτων (62).

187. Οι ανά χείρας προτάσεις δεν είναι πρόσφορος τόπος για μια σε βάθος συζήτηση επί των τροποποιήσεων αυτών. Ωστόσο, θα περιγράψω σε γενικές γραμμές τα κύρια ζητήματα που πιστεύω ότι ανακύπτουν.

188. Πριν υποβληθεί στον δικαστή της Ένωσης προσφυγή ακυρώσεως ρυθμίσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων ατόμων ή οργανώσεων περί των οποίων υπάρχουν υποψίες ότι εμπλέκονται ή μετείχαν στη διάπραξη τρομοκρατικών πράξεων, ο νομοθέτης της Ένωσης πρέπει καταρχάς να ενεργήσει βάσει αποφάσεως την οποία λαμβάνουν ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ή βάσει πληροφοριών παρεχομένων από αυτά. Είναι ευκολότερο να γίνεται αντιληπτό τι πρέπει να γίνει εξετάζοντας την υπόθεση από την αρχή και όχι από το τέλος.

189. Γι’ αυτό θα αρχίσω την ανάλυσή μου εξετάζοντας, πρώτον, τον ρόλο των αρχών των κρατών μελών όταν λαμβάνουν την απόφαση (ή όταν αρχίζουν τη σχετική έρευνα ή ασκούν τη δίωξη) που θα αποτελέσει τη βάση μιας ενδεχόμενης αποφάσεως του Συμβουλίου περί δεσμεύσεως κεφαλαίων. Στη συνέχεια, θα εξετάσω τη θέση του Συμβουλίου όσον αφορά την έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως. Τέλος, θα αναλύσω τον ρόλο που έχει το Γενικό Δικαστήριο όταν επιλαμβάνεται προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής.

190. Παράλληλα, θα εξετάσω τους παράγοντες που επηρεάζουν τη μεταχείριση ευαίσθητων πληροφοριακών στοιχείων που είναι μεν κρίσιμα, αλλά για τα οποία ζητείται εμπιστευτική μεταχείριση (από το Συμβούλιο ή από κράτος μέλος) έναντι του προσφεύγοντος. Θα ήταν άτοπο εκ μέρους μου να διατυπώσω οδηγίες σχετικά με κάθε στάδιο της διαδικασίας. Σκοπός μου, κατά την ανάλυση των ζητημάτων αυτών, είναι απλώς να βοηθήσω εκείνους που θα πρέπει να προσδιορίσουν λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εξεταστεί το ακανθώδες αυτό πρόβλημα, είτε πρόκειται για κράτος μέλος είτε πρόκειται για το Συμβούλιο είτε πρόκειται για το Γενικό Δικαστήριο. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, τελώ εν γνώσει του ότι η Γαλλική Δημοκρατία ρητώς εξέθεσε ότι κεφαλαιώδη σημασία για την άσκηση αναιρέσεως εκ μέρους της είχε το ενδιαφέρον της προς διευκρίνιση του δικαίου στο μέλλον (63).

 Ο ρόλος των εθνικών αρχών των κρατών μελών

191. Όταν οι εθνικές αρχές των κρατών μελών λαμβάνουν απόφαση που θα αποτελέσει τη βάση αποφάσεως του Συμβουλίου περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, ο ρόλος των εν λόγω αρχών εξαρτάται από τη φύση της εθνικής αυτής αποφάσεως και από τις περιστάσεις υπό τις οποίες εκδίδεται.

192. Η ως άνω απόφαση μπορεί να λαμβάνεται στο στάδιο της κινήσεως διαδικασίας έρευνας ή της ασκήσεως διώξεως ή, ακόμα, μπορεί να αποτελεί «καταδίκη», δηλαδή την επίσημη διαπίστωση εκ μέρους δικαστικού ή άλλου οργάνου ότι οι οικείες πράξεις έλαβαν χώρα.

193. Επιπλέον, η απόφαση μπορεί να λαμβάνεται βάσει μόνο δημόσια προσβάσιμων αποδεικτικών στοιχείων, που έχουν γνωστοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο κατά του οποίου προβλέπεται η έκδοση αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων. Μπορεί επίσης να λαμβάνεται, εν μέρει ή καθ’ ολοκληρία, βάσει αποδείξεων που λογίζονται, κατά ένα μέρος ή στο σύνολό τους, ως πολύ ευαίσθητες και/ή εμπιστευτικές για να γνωστοποιηθούν με τον τρόπο αυτόν. Χάριν απλουστεύσεως, θα αναφέρομαι εφεξής στα αποδεικτικά αυτά στοιχεία με την έκφραση «εμπιστευτικές αποδείξεις».

194. Το πρόσωπο, η ομάδα ή η οντότητα που αποτέλεσε το αντικείμενο της αποφάσεως μπορεί να είχαν τη δυνατότητα να την αμφισβητήσουν. Αντιστρόφως, ενδέχεται το εθνικό δίκαιο να μην τους παρείχε καμία δυνατότητα ουσιαστικής προσφυγής.

195. Από την οικονομία του άρθρου 1, παράγραφος 4, προκύπτει σαφώς ότι η διαδικασία στο πλαίσιο του οικείου κράτους μέλους είναι εκ φύσεως δικαστική. Ωστόσο, παραπέμποντας στην έννοια της «ισοδύναμης αρμόδιας αρχής», η διάταξη αυτή δείχνει επίσης ότι, σε ορισμένα κράτη μέλη, η διαδικασία υπάγεται στην αρμοδιότητα της εκτελεστικής αρχής. Τούτο συνέβη πράγματι όσον αφορά την αρχική υπαγωγή της PMOI στον σχετικό κατάλογο, καθόσον η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών. Αντιθέτως, η διαδικασία όσον αφορά την PMOI στη Γαλλία ήταν πάντοτε δικαστική.

196. Όταν η σχετική εθνική διαδικασία συνεπάγεται ότι η οικεία απόφαση λαμβάνεται από μέλος της εκτελεστικής αρχής, η απόφαση αυτή μπορεί κάλλιστα να εκδίδεται χωρίς ο ενδιαφερόμενος να έχει τη δυνατότητα να λάβει γνώση της φύσεως των αποδείξεων που λαμβάνονται υπόψη σε βάρος του ή να διατυπώσει παρατηρήσεις πριν από την έκδοση της αποφάσεως. Πάντως, η εθνική ρύθμιση μπορεί να προβλέπει δυνατότητα αμφισβητήσεως της αποφάσεως ενώπιον της εκτελεστικής αρχής και/ή ενώπιον των δικαστηρίων του οικείου κράτους μέλους.

 Η διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου

197. Για να είναι έγκυρη μια απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, το Συμβούλιο πρέπει να βεβαιωθεί για την τήρηση όλων των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931.

198. Έτσι, πρέπει να βεβαιώνεται καταρχάς ότι από συγκεκριμένες πληροφορίες ή στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι έχει ληφθεί απόφαση από την αρμόδια αρχή (64). Ελλείψει τέτοιας αποφάσεως, το Συμβούλιο δεν μπορεί να συνεχίσει τη διαδικασία.

199. Στη συνέχεια, πρέπει να προσδιορίσει αν η απόφαση αυτή έχει ληφθεί έναντι των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων κατά των οποίων σχεδιάζεται η έκδοση αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων (65).

200. Κατόπιν, πρέπει να εξακριβώσει α) αν η απόφαση αφορούσε τη διεξαγωγή έρευνας ή την άσκηση διώξεως για τρομοκρατικές πράξεις, ή για σχετική απόπειρα, ή τη συνέργεια σε τέτοιες πράξεις ή τη διευκόλυνσή τους, οπότε πρέπει να βασίζεται σε σοβαρές και αξιόπιστες αποδείξεις ή ενδείξεις, ή β) αν η απόφαση ήταν καταδίκη λόγω τέτοιων πράξεων.

201. Περαιτέρω, πρέπει να διαπιστωθεί αν η απόφαση εκδόθηκε βάσει δημόσια προσβάσιμων αποδείξεων, που περιήλθαν σε γνώση του προσώπου, της ομάδας ή της οντότητας κατά των οποίων σχεδιάζεται η έκδοση αποφάσεως, ή αν αυτή εκδόθηκε βάσει εν μέρει ή καθ’ ολοκληρία εμπιστευτικών αποδείξεων.

202. Μολονότι το άρθρο 1, παράγραφος 4, δεν περιλαμβάνει καμία σχετική διάταξη, φρονώ ότι επιτάσσει σιωπηρώς ότι η εθνική απόφαση πρέπει να έχει ληφθεί τηρουμένων των θεμελιωδών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του προσώπου, της ομάδας ή της οντότητας κατά των οποίων προτείνεται η δέσμευση κεφαλαίων. Μολονότι το Συμβούλιο εξ ορισμού δεν μπορεί να ελέγχει τον σεβασμό των δικαιωμάτων αυτών στο πλαίσιο του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος του κράτους μέλους που έλαβε την απόφαση, είναι ωστόσο σε θέση να εξασφαλίσει τον σεβασμό των δικαιωμάτων αυτών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πράγματι, δεδομένου ότι η απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων του Συμβουλίου πρέπει να είναι σύμφωνη προς τα δικαιώματα αυτά σε περίπτωση που αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (66), φρονώ ότι το Συμβούλιο πρέπει να βεβαιώνεται σχετικά πριν εκδώσει την απόφασή του.

203. Αναπόφευκτα, η διαδικασία που θα ακολουθήσει το Συμβούλιο προς έκδοση αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων θα αποτελεί συνάρτηση της φύσεως της διαδικασίας που ακολουθήθηκε σε εθνικό επίπεδο.

204. Φρονώ ότι οι ακόλουθες παρατηρήσεις καλύπτουν τα ουσιώδη ζητήματα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, όπως και τις συνέπειες που απορρέουν εξ αυτών (67).

–       Αν η αρμόδια εθνική αρχή ήταν «δικαστική αρχή»

205. Στο πλαίσιο των κάτωθι παραδειγμάτων, θα στηριχθώ καταρχάς στη σκέψη ότι η αρμόδια αρχή που εξέδωσε την εθνική απόφαση ήταν δικαστική αρχή (68).

206. Αν η απόφαση της αρχής αυτής αποτελεί «καταδίκη» για τις ως άνω πράξεις, το Συμβούλιο πρέπει να προσδιορίσει αν η απόφαση αυτή εκδόθηκε βάσει δημόσια προσβάσιμων αποδείξεων ή εμπιστευτικών στοιχείων ή βάσει ενός συνδυασμού των δύο αυτών περιπτώσεων.

207. Αν η καταδίκη στηρίχθηκε μόνο σε δημόσια προσβάσιμες αποδείξεις, η θέση του Συμβουλίου είναι σχετικά απλή (69). Δεν απαιτείται να διαπιστώσει αν η απόφαση αυτή στηριζόταν σε σοβαρές και αξιόπιστες αποδείξεις ή στοιχεία. Στο σχετικό έργο προέβη η αρμόδια αρχή στο πλαίσιο της εκδόσεως της αποφάσεώς της.

208. Κατά συνέπεια, το μόνο ζήτημα που πρέπει ακόμη να εξετάσει το Συμβούλιο είναι αυτό της τηρήσεως των ανθρωπίνων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του οικείου προσώπου, της οικείας ομάδας ή της οικείας οντότητας (70).

209. Με την επιφύλαξη ότι η απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων δεν είναι η αρχική απόφαση (71), οι σχετικές αποδείξεις (που είναι στο σύνολό τους δημόσια προσβάσιμες) μπορούν να γνωστοποιηθούν στο οικείο πρόσωπο, την οικεία ομάδα ή την οικεία οντότητα, που θα μπορέσει να διατυπώσει κάθε πρόσφορη παρατήρηση επ’ αυτών πριν το Συμβούλιο εκδώσει την απόφασή του.

210. Η κατάσταση είναι λιγότερο απλή όταν η εθνική απόφαση στηρίζεται σε συνδυασμό δημόσια προσβάσιμων και εμπιστευτικών αποδείξεων.

211. Στην περίπτωση αυτή, φρονώ ότι η πρώτη ενέργεια στην οποία επιβάλλεται να προβεί το Συμβούλιο είναι να προσδιορίσει αν μπορεί να στηρίξει τη δική του απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων μόνο στις δημόσια προσβάσιμες αποδείξεις. Στην περίπτωση αυτή, κατά την άποψή μου, το Συμβούλιο θα πρέπει να στηριχθεί μόνο στις αποδείξεις αυτές, χωρίς να λάβει υπόψη τα εμπιστευτικά στοιχεία. Αν προτιμήσει τη λύση αυτή, μπορεί να ενεργήσει με τον τρόπο που περιγράφεται στα σημεία 207 έως 209 ανωτέρω.

212. Στην αντίθετη περίπτωση, ή αν οι αποδείξεις επί των οποίων στηρίχθηκε η εθνική απόφαση ήταν όλες εμπιστευτικές, το Συμβούλιο πρέπει να ερωτήσει το οικείο κράτος μέλος αν δέχεται να γνωστοποιήσει τις εμπιστευτικές αποδείξεις στο Γενικό Δικαστήριο σε περίπτωση προσφυγής κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου. Αν το κράτος μέλος δεν δέχεται κάτι τέτοιο (τόσο βάσει της τωρινής μορφής του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου όσο και στο πλαίσιο των τροποποιήσεων που προτείνω με τις ανά χείρας προτάσεις), το Συμβούλιο δεν θα μπορεί να προχωρήσει περαιτέρω. Η απόφασή του δεν θα αντέξει μιαν ενδεχόμενη προσφυγή.

213. Αν το κράτος μέλος δέχεται να αποκαλύψει τις αποδείξεις αυτές στο Γενικό Δικαστήριο (αν απαιτηθεί), το Συμβούλιο θα εκδώσει την απόφασή του στηριζόμενο στις εμπιστευτικές αποδείξεις χωρίς να μπορεί να τις αποκαλύψει στον ενδιαφερόμενο. Κατά συνέπεια, στον ενδιαφερόμενο αυτόν αναπόφευκτα δεν παρέχεται το πλήρες δικαίωμα προβολής αντιρρήσεων που θα είχε, άλλως, στο στάδιο αυτό.

214. Εξ ορισμού, το Συμβούλιο δεν έχει τα μέσα για να αποφασίζει αν οι εμπιστευτικού χαρακτήρα αποδείξεις που προσκομίζει κράτος μέλος καλύπτονται όντως από τη νομική έννοια των «μυστικών και εμπιστευτικών αποδείξεων» και, επομένως, αξίζουν την εξαιρετική προστασία που επιφυλάσσεται για το είδος αυτό αποδείξεων. Ακόμη, δεν μπορεί να κινήσει ούτε διαδικασία εξετάσεως των αποδείξεων αυτών.

215. Εντούτοις, στο πλαίσιο των περιορισμών αυτών, τα δικαιώματα άμυνας πρέπει να γίνονται σεβαστά στο μέτρο του δυνατού. Επομένως, όταν υφίστανται εμπιστευτικές αποδείξεις, πρέπει να ακολουθούνται οι συμπληρωματικές διαδικασίες που περιγράφονται κατωτέρω.

216. Πρώτον, το Συμβούλιο πρέπει να γνωστοποιεί μία μη εμπιστευτική περίληψη των αποδεικτικών στοιχείων στον ενδιαφερόμενο, πράγμα το οποίο θα παρέχει στον τελευταίο μιαν ένδειξη περί των λόγων στους οποίους προτίθεται να στηρίξει την απόφασή του. Φρονώ ότι η ανακοίνωση μιας μη εμπιστευτικής περιλήψεως αποτελεί ένα ελάχιστο όριο διαδικαστικών εγγυήσεων σε μια Ένωση στηριζόμενη στο δίκαιο, που δεν μπορεί να συρρικνωθεί. Διαφορετικά, θα είναι αδύνατη η διασφάλιση των δικαιωμάτων άμυνας.

217. Δεύτερον, το Συμβούλιο πρέπει να ενημερώσει το οικείο πρόσωπο, την οικεία ομάδα ή την οικεία οντότητα ότι τόσο η εθνική απόφαση στην οποία στηρίζεται το Συμβούλιο όσο και η απόφαση την οποία αυτό προτίθεται να λάβει βασίζονται σε εμπιστευτικές αποδείξεις, παρέχοντας έτσι στους ως άνω ενδιαφερομένους τη δυνατότητα αμφισβητήσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, όπου μπορούν πλέον να κινηθούν οι διαδικασίες περί προστασίας των αποδείξεων αυτών.

218. Η εθνική απόφαση μπορεί, ασφαλώς, να μη συνιστά καταδίκη για τις επίμαχες πράξεις. Μπορεί απλώς να επέτρεψε την έρευνα ή τη δίωξη όσον αφορά τις πράξεις αυτές. Πιστεύω ότι, στην περίπτωση αυτή, υφίστανται οι ίδιες εναλλακτικές περιπτώσεις και ανακύπτουν τα ίδια ζητήματα με όσα περιγράφονται στα σημεία 206 έως 217 ανωτέρω, στα οποία ωστόσο πρέπει να προστεθεί και ένας άλλος σημαντικός παράγων.

219. Το Συμβούλιο πρέπει να εξετάσει το ίδιο προσεκτικά τις αποδείξεις που προσκομίζονται προς στήριξη της εθνικής αποφάσεως, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι οι αποδείξεις αυτές πληρούν το κριτήριο των «σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων» που θέτει το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931. Αν το Συμβούλιο δεν κρίνει πειστικές τις αποδείξεις αυτές, δεν μπορεί να εκδώσει σχετική απόφαση έναντι του οικείου προσώπου, της οικείας ομάδας ή της οικείας οντότητας.

–       Αν η αρμόδια εθνική αρχή ήταν μια «ισοδύναμη αρμόδια αρχή»

220. Απομένει το ζήτημα της ακολουθητέας διαδικασίας όταν η αρμόδια αρχή δεν είναι δικαστική αλλά «ισοδύναμη αρμόδια αρχή». Απόφαση μιας τέτοιας αρχής μπορεί προφανώς να αποτελεί καταδίκη για τις σχετικές πράξεις, ή μπορεί να είναι απόφαση λαμβανόμενη μόνο βάσει ερευνών (εξ ορισμού, αν ο εκδότης της αποφάσεως είναι μέλος της εκτελεστικής εξουσίας, δεν τίθεται ζήτημα «διώξεων»).

221. Εν προκειμένω, φρονώ ότι υφίστανται οι ίδιες εναλλακτικές περιπτώσεις και ανακύπτουν τα ίδια ζητήματα όπως και στην περίπτωση στην οποία η αρμόδια εθνική αρχή είναι δικαστική. Παρατηρώ απλώς ότι το Συμβούλιο θα πρέπει να εξετάσει την εθνική απόφαση σε μεγαλύτερο βάθος αφού δεν υφίσταται καμία «δικαστική» συμμετοχή στην οικεία διαδικασία λήψεως αποφάσεως σε εθνικό επίπεδο, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931.

 Ο Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου

222. Ας υποθέσουμε τώρα ότι η απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων του Συμβουλίου αποτελεί το αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και ας εξετάσουμε τις τροποποιήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου που μπορούν να είναι αναγκαίες για να ληφθούν υπόψη τα ζητήματα που εξέθεσα προηγουμένως. Θα προσδιορίσω καταρχάς το πεδίο εφαρμογής των τροποποιήσεων στις οποίες αναφέρομαι. Θα εξετάσω στη συνέχεια τις τροποποιήσεις σχετικά με τα ακόλουθα σημεία:

–        τη χρησιμοποίηση εμπιστευτικών αποδείξεων·

–        την ανάγκη τηρήσεως των εγγυήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των δικαιωμάτων του ανθρώπου (και, ειδικότερα, των δικαιωμάτων άμυνας).

Τέλος, θα εξετάσω τη φύση του ελέγχου τον οποίο πρέπει να ασκεί ο δικαστής της Ένωσης, καθώς και το εύρος του.

–       Το πεδίο εφαρμογής

223. Τα ζητήματα των εμπιστευτικών και μυστικών αποδείξεων δεν περιορίζονται στις κατηγορίες περί αναμείξεως ή συμμετοχής σε τρομοκρατικές δραστηριότητες. Μπορούν επίσης να αφορούν, για παράδειγμα, υποθέσεις δημοσίων συμβάσεων (στις οποίες είναι παγκοίνως γνωστό ότι κάποιος υποβαλών ανεπιτυχώς προσφορά σε σχετικό διαγωνισμό μπορεί να επιχειρήσει να αμφισβητήσει την τελική κατακύρωση της συμβάσεως με μόνο σκοπό να «ψαρέψει» πληροφορίες, προκειμένου να λάβει γνώση στοιχείων στα οποία άλλως δεν θα είχε πρόσβαση (72)), και τον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού.

224. Εντούτοις, τα ζητήματα αυτά αποκτούν ιδιαίτερη σημασία προκειμένου περί τρομοκρατικών δραστηριοτήτων.

225. Τούτο οφείλεται στην ιδιαίτερα έντονη σύγκρουση που μπορεί να ανακύψει μεταξύ, αφενός, των αξιώσεων που στηρίζονται στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας και, αφετέρου, της αποτελεσματικής προστασίας της εθνικής ασφαλείας.

226. Στην ακόλουθη ανάπτυξη θα εστιάσω, επομένως, την ανάλυσή μου επί των ζητημάτων των εμπιστευτικών αποδείξεων, καθόσον αφορούν κατηγορίες σχετικές με την τρομοκρατία και με ανάμιξη σε τρομοκρατικές δραστηριότητες.

227. Η ενδεχόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας μπορεί να αποτελεί σημαντικό παράγοντα σε όλες τις περιπτώσεις όπου οι αποδείξεις δεν αποκαλύπτονται για λόγους εμπιστευτικότητας. Κάθε είδους περιορισμός όσον αφορά τις αποδείξεις που ανακοινώνονται σε διάδικο που επιθυμεί να υπερασπίσει τον εαυτό του ενέχει τον κίνδυνο προσβολής των δικαιωμάτων του και, ιδίως, των δικαιωμάτων άμυνας.

228. Εντούτοις, το ίδιο ισχύει όσον αφορά την αποτελεσματική προστασία της εθνικής ασφαλείας. Οι εργαζόμενοι στον τομέα της παρακολουθήσεως και της διώξεως τρομοκρατικών δραστηριοτήτων, ιδίως όταν επεμβαίνουν επί τόπου, εκτίθενται σε προσωπικό κίνδυνο βασανισμών ή και θανάτου σε περίπτωση αποκαλύψεως πληροφοριών σχετικών με τις δραστηριότητές τους ή την ταυτότητά τους (73). Κατά κανόνα, τα κράτη μέλη δικαίως θα επιθυμούν τη διατήρηση αποτελεσματικών περιορισμών στη δημοσιοποίηση στοιχείων που ενδέχεται να οδηγήσουν (απευθείας, εμμέσως ή συμπτωματικώς) στον εντοπισμό των πηγών ή στην αποκάλυψη συγκεκριμένων μεθόδων επιτηρήσεως.

229. Ως εκ τούτου έχει ουσιώδη σημασία να ληφθούν πλήρως και δεόντως υπόψη οι ως άνω συγκρούσεις συμφερόντων στο πλαίσιο των τροποποιήσεων των κανόνων περί προσκομίσεως αποδείξεων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

–       Η χρησιμοποίηση εμπιστευτικών αποδείξεων

230. Κάθε νέος κανόνας περί εμπιστευτικών αποδείξεων πρέπει να έχει εφαρμογή μόνο και στον βαθμό που τούτο είναι απολύτως απαραίτητο.

231. Η εκτιθέμενη στο προηγούμενο σημείο αρχή σημαίνει ότι, όταν οι αποδείξεις στις οποίες στηρίζεται απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων αποτελούνται τόσο από δημόσια προσβάσιμα όσο και εμπιστευτικά στοιχεία, το Γενικό Δικαστήριο θα πρέπει πάντοτε, πρώτον, να προσδιορίζει αν είναι δυνατή η εκδίκαση της υποθέσεως βάσει μόνο των δημόσια προσβάσιμων αποδείξεων, δηλαδή, χωρίς προσφυγή στις εμπιστευτικές αποδείξεις. Στην περίπτωση αυτή οι εμπιστευτικές αποδείξεις θα πρέπει απλώς να μη ληφθούν υπόψη.

232. Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι οι μυστικές αποδείξεις μπορούν να προέρχονται από αναξιόπιστες πηγές. Μπορούν κάλλιστα να είναι εσφαλμένες, έστω και αν αντλήθηκαν καλοπίστως και με κίνδυνο των ατόμων που δρουν επί τόπου. Τα κράτη μέλη και οι υπηρεσίες ασφαλείας τους ενδέχεται να έχουν την τάση να διαβαθμίζουν σε υπερβολικά υψηλό επίπεδο τις πληροφορίες τους, έτσι ώστε εκείνες που θα έπρεπε όντως να είναι δημόσιες να διαβαθμίζονται ως εμπιστευτικές. Ομοίως, μπορεί να υπάρξει μια τάση των δικαστηρίων να δέχονται τέτοιες πληροφορίες χωρίς να τις ελέγχουν ή να τις αμφισβητούν. Συναφώς, όταν οι ως άνω αποδείξεις είναι αμφίβολες ή ασαφείς, είναι πολύ σημαντικό οι αμφιβολίες ή η ασάφεια να ερμηνεύονται υπέρ εκείνου ο οποίος δεν μπόρεσε να εκφράσει την άποψή του επ’ αυτών ή να τις αμφισβητήσει στον ευρύτερο δυνατό βαθμό.

233. Το Γενικό Δικαστήριο είχε κρίνει αρχικώς ότι τα μέτρα περί δεσμεύσεως κεφαλαίων σε βάρος ενδιαφερομένων όπως η PMOI ήταν απλώς βραχυπρόθεσμα (74). Όταν ο γενικός εισαγγελέας M. Poiares Maduro κλήθηκε να λάβει θέση επί του ζητήματος αυτού στις προτάσεις του στην υπόθεση Kadi I (75), διατύπωσε την άποψη ότι οι σχετικές αποφάσεις αποτελούσαν «δέσμευση, για μη οριζόμενο χρονικό διάστημα, των κεφαλαίων ενός ιδιώτη». Πιο πρόσφατα το Γενικό Δικαστήριο τόνισε, στην απόφαση Kadi II (76), ότι τα μέτρα περί δεσμεύσεως κεφαλαίων ήταν «ιδιαίτερα καταπιεστικά», και σημείωσε ότι είχαν παρέλθει περί τα δέκα έτη από τη δέσμευση των κεφαλαίων του Y. Kadi με την αρχική απόφαση. Έκρινε ότι θα μπορούσε να ανακύψει το ζήτημα αν πρέπει πλέον να αναθεωρηθεί η αρχική εκτίμησή του ότι επρόκειτο για βραχυπρόθεσμα και/ή προσωρινά μέτρα (77).

234. Συμμερίζομαι την άποψη αυτή. Οι αποφάσεις αυτές είναι ικανές να επηρεάζουν σοβαρά και να προκαλούν παράλυση στις δραστηριότητες των ατόμων των οποίων τα κεφάλαια δεσμεύονται. Πράγματι, αυτός ακριβώς είναι ο λόγος υπάρξεώς τους.

235. Οι υποθέσεις σχετικά με κατηγορίες για συμμετοχή σε τρομοκρατικές δραστηριότητες συχνά προκαλούν μεγάλη συγκίνηση. Άλλωστε οι τρομοκράτες δεν φαίνονται να έχουν ενδοιασμούς να παραβούν τους ιερούς κανόνες της πολιτισμένης κοινωνίας. Δύσκολα μπορεί κανείς να αποφύγει, έστω και υποσυνείδητα, ένα γενικό συναίσθημα που παρακινεί και εμάς να απαλλαγούμε από τις συνήθεις υποχρεώσεις που συνδέονται με την εξασφάλιση μιας δίκαιης δίκης όταν πρόκειται για τέτοιες κατηγορίες. Το σχετικό επιχείρημα είναι ότι τα άτομα που κατηγορούνται για συμμετοχή σε τρομοκρατικές δραστηριότητες αξίζουν λιγότερη νομική προστασία έναντι εκείνων που κατηγορούνται για «συνήθεις» παραβάσεις.

236. Πρέπει να αποφεύγεται κάθε πειρασμός που θα μας οδηγούσε να πέσουμε στην παγίδα αυτή. Πιο συγκεκριμένα, ακριβώς τα περιθωριακά άτομα και εκείνα τα οποία απορρίπτει η κοινωνία είναι αυτά τα οποία χρειάζονται την προστασία που παρέχει το δικαστικό σύστημα και που την έχουν περισσότερο ανάγκη (78). Το συχνά αναφερόμενο σλόγκαν «your terrorist is my freedom fighter» («ο τρομοκράτης σου είναι ο μαχητής της ελευθερίας μου») δείχνει σε ποιο βαθμό είναι εύκολο η υποκειμενική αντίδραση να αλλοιώσει την αντικειμενική εκτίμηση. Όμως, είναι χαρακτηριστικό μιας πολιτισμένης κοινωνίας που λειτουργεί βάσει της αρχής του κράτους δικαίου να μην αίρει τις συνήθεις εγγυήσεις σε αντίδραση στο γεγονός ότι οι αντίπαλοι της κοινωνίας αυτής δεν τηρούν τους ίδιους κανόνες πολιτισμού.

237. Εκ της φύσεώς τους οι αποφάσεις περί δεσμεύσεως κεφαλαίων δεν απαιτούν παρέκκλιση από τη Σύμβαση. Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι οι συγκεκριμένες παρεκκλίσεις που εφαρμόζουν συμβαλλόμενα κράτη δυνάμει των διατάξεων περί καταστάσεως ανάγκης, για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 15 της Συμβάσεως, δεν εμπίπτουν στην «απεριόριστη εξουσία» (79) των κρατών αυτών και ότι πρέπει να εφαρμόζονται «στον βαθμό που κάτι τέτοιο είναι απολύτως αναγκαίο στην οικεία κατάσταση» (80). Δεν βλέπω τον λόγο για τον οποίο θα πρέπει να είναι λιγότερο αυστηρό το κριτήριο που ισχύει για τις παρεκκλίσεις από τους συνήθεις κανόνες αποδείξεως για λόγους εθνικής ασφαλείας.

238. Επομένως, πρέπει να αντισταθούμε, στο μέτρο του δυνατού, στον πειρασμό που αποτελεί η αναστολή των εγγυήσεων στο πλαίσιο των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Το επιχείρημα ότι απλώς και μόνον οι ανάγκες που συνδέονται με την καταστολή της διεθνούς τρομοκρατίας μπορούν να δικαιολογούν τη χαλάρωση των εγγυήσεων αυτών στερείται ερείσματος (81).

239. Συνεπώς, κατά την άποψή μου, θα πρέπει να είναι πολύ περιορισμένος ο αριθμός των υποθέσεων στις οποίες θα έχουν όντως εφαρμογή οι τροποποιημένοι κανόνες περί χρησιμοποιήσεως εμπιστευτικών αποδείξεων τους οποίους προτείνω με τις προτάσεις μου αυτές. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να θεσπιστούν πράγματι.

–       Η ανάγκη σεβασμού των εγγυήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

240. Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί προϋπόθεση της νομιμότητας των πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ δεν μπορούν να γίνονται δεκτά μέτρα ασυμβίβαστα προς τους κανόνες περί προστασίας των δικαιωμάτων αυτών (82).

241. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) εξέτασε το ζήτημα των εμπιστευτικών αποδείξεων σε ορισμένες υποθέσεις στις οποίες είχαν ασκηθεί προσφυγές κατά συμβαλλομένων κρατών.

242. Από τη νομολογία αυτή προκύπτει σαφώς ότι το δικαίωμα γνώσεως των αποδείξεων στο πλαίσιο των δικαιωμάτων άμυνας δεν είναι απόλυτο. Η αρχή αυτή έχει τεθεί ήδη από το 1996 με την απόφαση Doorson (83). Στην υπόθεση Jasper (84) το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι «σε μια δεδομένη ποινική δίκη, μπορεί να υπάρχουν αντίθετα συμφέροντα, όπως αυτό της εθνικής ασφαλείας, ή να απαιτείται η προστασία μαρτύρων από αντεκδίκηση ή να πρέπει να τηρούνται μυστικές οι αστυνομικές μέθοδοι έρευνας των παραβάσεων, οπότε τα συμφέροντα αυτά πρέπει να σταθμίζονται έναντι των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου […]. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να είναι απαραίτητη η απόκρυψη ορισμένων αποδείξεων από την υπεράσπιση, έτσι ώστε να διαφυλαχθούν τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου ατόμου ή να διασφαλιστεί κάποιο σημαντικό δημόσιο συμφέρον» (85). Εντούτοις, το ΕΔΔΑ προσέθεσε, σημαδιακά, ότι, «θεμιτά έναντι του άρθρου 6, παράγραφος 1, [της Συμβάσεως] είναι μόνον τα απολύτως αναγκαία μέτρα που περιορίζουν τα δικαιώματα άμυνας. Επιπλέον, προς διασφάλιση της δίκαιης δίκης υπέρ του κατηγορουμένου, όλες οι δυσχέρειες που επιρρίπτονται στην υπεράσπιση εξαιτίας του περιορισμού των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου πρέπει να αντισταθμίζονται επαρκώς με τη διαδικασία που ακολουθείται ενώπιον των δικαστικών αρχών» (86).

243. Στην υπόθεση Dowsett, το ΕΔΔΑ έπρεπε να αποφανθεί επί καταστάσεως την οποία είχε δημιουργήσει ένα συμβαλλόμενο κράτος υποστηρίζοντας ότι ορισμένες αποδείξεις καλύπτονταν από το απόρρητο λόγω δημοσίου συμφέροντος, οπότε αυτές δεν είχαν γνωστοποιηθεί στην υπεράσπιση. Επιπλέον, οι αποδείξεις αυτές δεν είχαν γνωστοποιηθεί στο εθνικό δικαστήριο. Κρίνοντας ότι δεν εξασφαλίστηκε στον προσφεύγοντα μια δίκαιη δίκη, το ΕΔΔΑ υπενθύμισε «ότι είναι σημαντικό τα στοιχεία που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την υπεράσπιση να προσκομίζονται ενώπιον του δικαστή ώστε αυτός να αποφανθεί επί των ζητημάτων που αφορούν τη σκοπιμότητα αποκαλύψεώς τους τη χρονική στιγμή κατά την οποία αυτά μπορούν να έχουν ουσιαστική χρησιμότητα για την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας» (87).

244. Πιο πρόσφατα, το ζήτημα που τέθηκε ενώπιον του ΕΔΔΑ στην υπόθεση A. κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (88) ήταν αυτό της συμφωνίας του βρετανικού συστήματος των «ειδικών δικηγόρων» προς τη Σύμβαση. Το εν λόγω σύστημα εφαρμόζεται σε ορισμένες υποθέσεις όπου χρησιμοποιούνται μυστικές αποδείξεις, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων κατηγοριών συμμετοχής σε τρομοκρατικές δραστηριότητες (89). Το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι η ανάγκη προστασίας του βρετανικού πληθυσμού από τρομοκρατικές επιθέσεις συνεπαγόταν ότι ένα «υπέρτερο δημόσιο συμφέρον» επέτασσε την τήρηση του απορρήτου όσον αφορά τις πηγές των πληροφοριών σχετικά με την Al-Qaida και τους συνεργούς της (90). Δεν έκρινε ότι το ως άνω σύστημα ήταν καθαυτό παράνομο (91). Αντιθέτως, έκρινε ότι, για να πληρούνται οι προϋποθέσεις της Συμβάσεως, είναι ουσιώδες να ανακοινώνονται σε καθένα των ενδιαφερομένων όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες επί των αιτιάσεων και των επιβαρυντικών στοιχείων, χωρίς να διακυβεύεται η εθνική ασφάλεια και η ασφάλεια τρίτων, ότι οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να «έχουν λάβει επαρκείς πληροφορίες επί των κατηγοριών σε βάρος τους για να μπορέσουν να δώσουν χρήσιμες οδηγίες στους ειδικούς δικηγόρους», και ότι «όλα τα προσκόμματα που παρεμβάλλονται στην υπεράσπιση με τον περιορισμό των δικαιωμάτων της πρέπει να αντισταθμίζονται επαρκώς με τη διαδικασία που ακολουθείται ενώπιον των δικαστικών αρχών» (92).

245. Κατά την άποψή μου τούτο είναι το ελάχιστο όριο προστασίας που δεν μπορεί να συρρικνώνεται.

–       Η φύση του ελέγχου που πρέπει να ασκεί ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το εύρος του ελέγχου αυτού

246. Ο κατάλληλος δικαιοδοτικός έλεγχος νομιμότητας επί της ουσίας μέτρου περί δεσμεύσεως κεφαλαίων ληφθέντος από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι απαραίτητος για την εξασφάλιση δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των επιταγών της καταπολεμήσεως της διεθνούς τρομοκρατίας και της προστασίας των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων (93).

247. Ενώ οι έννοιες «τρομοκρατική πράξη» και «πρόσωπα, ομάδες και οντότητες» ορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, της κοινής θέσεως 2001/931, ο ορισμός τους δεν είναι εναρμονισμένος σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν δικούς τους ορισμούς. Υφίσταται επομένως το ενδεχόμενο αυτοί να διαφέρουν μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει επίσης ότι, σε κάθε προσφυγή σε εθνικό επίπεδο κατά της αποφάσεως της οικείας αρμόδιας αρχής, τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού θα λαμβάνουν υπόψη τους προβλεπόμενους από το εθνικό δίκαιο ορισμούς (94).

248. Ομοίως, σε κάθε έλεγχο σε εθνικό επίπεδο, τα δικαστήρια θα παρέχουν τον βαθμό προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που προβλέπεται εντός του οικείου κράτους μέλους. Ο εν λόγω βαθμός προστασίας δεν είναι οπωσδήποτε ο ίδιος με εκείνον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

249. Η Συνθήκη αποτελεί ένα αυτόνομο σύνολο κανόνων, ήτοι ένα «αυτοτελές νομικό σύστημα» (95). Ασφαλώς, όταν ερμηνεύει την έννομη τάξη αυτή, το Δικαστήριο «εμπνέεται από τις κοινές στα κράτη μέλη συνταγματικές παραδόσεις» για να προσδιορίσει τα θεμελιώδη δικαιώματα που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (96). Επίσης, καθένα από τα κράτη μέλη έχει υπογράψει τη Σύμβαση, οπότε υποχρεούνται όλα να εφαρμόζουν τους κανόνες της. Εντούτοις, το να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα εθνικά συστήματα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και το αντίστοιχο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, κατά συνέπεια, ένα και το αυτό, είναι κατά τη γνώμη μου εσφαλμένο (97). Συναφώς, δεν συμφωνώ με την άποψη που ανέπτυξε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση Kadi II, δεχόμενο ότι «ακριβώς αυτές οι εγγυήσεις των δικαιωμάτων άμυνας οι οποίες υφίστανται σε εθνικό επίπεδο και υπόκεινται σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο είναι εκείνες που απαλλάσσουν τα κοινοτικά όργανα από κάθε υποχρέωση προβλέψεως νέων εγγυήσεων με το ίδιο αντικείμενο σε κοινοτικό επίπεδο» (98).

250. Σε αντίθεση με τις εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών, το Συμβούλιο δεσμεύεται από τον βαθμό προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που ισχύει για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και μόνον από αυτόν (99).

251. Από τις ανωτέρω παρατηρήσεις προκύπτει ότι, ενώ η ύπαρξη εθνικής αποφάσεως αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του κύρους αποφάσεως του Συμβουλίου αφορώσας δέσμευση κεφαλαίων, μόνη μια εθνική απόφαση δεν αρκεί. Το οικείο πρόσωπο, η οικεία ομάδα ή η οικεία οντότητα πρέπει επίσης να εμπλέκονται σε πράξεις τρομοκρατίας, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 1 της κοινής θέσεως 2001/931 και όχι μόνον υπό την έννοια του εθνικού δικαίου. Συναφώς, το Συμβούλιο δεν έχει καμία διακριτική ευχέρεια. Είτε υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες για να περιληφθεί στον σχετικό κατάλογο ένα άτομο, μια ομάδα ή μια οντότητα είτε δεν υπάρχουν. Το ζήτημα είναι πραγματικό και πρέπει να εκτιμάται με βάση το πρόσφορο νομικό κριτήριο.

252. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να κινηθεί η διαδικασία λήψεως αποφάσεως του Συμβουλίου. Σε αυτό επίσης το πλαίσιο ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να ασκεί τον έλεγχό του.

253. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι είναι εντελώς άτοπο η εξουσία αυτή ελέγχου να συρρικνώνεται. Συναφώς, δεν μπορώ παρά να παραθέσω ένα χωρίο από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro στην υπόθεση Kadi I (100), όπου τόνισε ότι «η άποψη κατά την οποία η παρούσα υπόθεση αφορά “ζήτημα πολιτικής φύσεως”, το οποίο δεν επιδέχεται την παραμικρή δικαστική εκτίμηση, είναι κατά την άποψή μου αστήρικτη. Ο ισχυρισμός ότι ένα μέτρο είναι αναγκαίο για την εμπέδωση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας δεν μπορεί να αποκλείει την εφαρμογή των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου και να στερεί τους πολίτες από τα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Τούτο δεν σημαίνει ότι αποδίδεται μικρότερη σημασία στην εμπέδωση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας· απλώς, τα δικαιοδοτικά όργανα υπέχουν την υποχρέωση να εκτιμούν τη νομιμότητα μέτρων για τα οποία υπάρχει το ενδεχόμενο να έρθουν σε σύγκρουση με μέτρα επιδιώκοντα την επίτευξη άλλων σκοπών, εξίσου σημαντικών, η προάσπιση των οποίων έχει ανατεθεί στα δικαιοδοτικά όργανα. […] Ασφαλώς, έκτακτες καταστάσεις μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμούς ατομικών ελευθεριών που δεν επιτρέπονται υπό ομαλές συνθήκες. Εντούτοις, δεν πρέπει να δεχθούμε ότι “υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες πρέπει για ένα διάστημα να καλυφθεί με πέπλο η ελευθερία, όπως καλύπτονται τα αγάλματα των θεών”. […] Ούτε πρέπει να γίνει δεκτό […] ότι ο δικαστικός έλεγχος δεν πρέπει να είναι στις περιπτώσεις αυτές παρά μόνο “εντελώς περιθωριακός”. Αντιθέτως, στις περιπτώσεις ακριβώς που ο κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια είναι εξαιρετικά μεγάλος, αυξάνεται η πίεση για τη λήψη μέτρων τα οποία θίγουν ατομικά συμφέροντα, ιδίως όταν αφορούν πολίτες οι οποίοι στερούνται εντελώς ή έχουν περιορισμένες μόνο δυνατότητες παρεμβάσεως στο πολιτικό γίγνεσθαι. Επομένως, σε τέτοιες περιπτώσεις, τα δικαιοδοτικά όργανα οφείλουν με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο να εκπληρώσουν το καθήκον τους που συνίσταται στην εφαρμογή των κανόνων του δικαίου. Οι ίδιοι λόγοι που δικαιολογούν την επιβολή εκτάκτων περιορισμών στα θεμελιώδη δικαιώματα επιβάλλουν και στα δικαστικά όργανα να εξετάζουν επισταμένως αν οι περιορισμοί αυτοί βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου […]» (101).

254. Συμμερίζομαι την άποψη αυτή. Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, η εφαρμογή των αρχών αυτών σημαίνει ότι το Δικαστήριο πρέπει να ελέγχει αν ο ισχυρισμός ότι ένα άτομο, μια ομάδα ή μια οντότητα εμπλέκονται σε τρομοκρατικές δραστηριότητες είναι βάσιμος και να βεβαιώνεται ότι τα ληφθέντα μέτρα απορρέουν από πρόσφορη στάθμιση μεταξύ της ανάγκης καταστολής της τρομοκρατίας και του βαθμού στον οποίο τα μέτρα αυτά θίγουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών.

255. Τούτο δεν σημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο πρέπει οπωσδήποτε να ελέγχει σε βάθος όλες τις πτυχές όλων των υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνεται. Όταν είναι σαφές, για παράδειγμα, ότι όλες οι διαδικασίες σε εθνικό επίπεδο και ενώπιον του Συμβουλίου διεξήχθησαν τηρουμένων απολύτως των εγγυήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου δεν απαιτείται να είναι τόσο έντονος. Εντούτοις, είναι ουσιώδης η πλήρης τήρηση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας σε όλες τις υποθέσεις (102).

 Ένα τελευταίο σχόλιο

256. Φρονώ ότι μπορεί να διαπιστωθεί ένας παραλληλισμός μεταξύ του ρόλου του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν αυτός επιλαμβάνεται προσφυγής κατά αποφάσεις περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, και της διαδικασίας ενώπιον του ΕΔΔΑ. Το ΕΔΔΑ λειτουργεί βάσει της αρχής της επικουρικότητας. Με άλλα λόγια, αναμένεται ότι τα συμβαλλόμενα κράτη θα τηρούν τη Σύμβαση. Τα εθνικά δικαστήρια κάθε συμβαλλόμενου κράτους έχουν καίριο ρόλο, εξασφαλίζοντας την πραγματική τήρηση των προβλεπόμενων δικαιωμάτων. Το ΕΔΔΑ μπορεί να παρεμβαίνει μόνον όταν ο ενδιαφερόμενος επικαλείται προσβολή των εν λόγω δικαιωμάτων και έχουν εξαντληθεί όλες οι άλλες δυνατότητες ενδίκων βοηθημάτων. Στην περίπτωση που περιέγραψα ανωτέρω, ζητείται από τον δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ασκήσει τα ίδια καθήκοντα με εκείνα του ΕΔΔΑ δυνάμει της Συμβάσεως. Ο ρόλος του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να ενεργεί ως τελικός κριτής και να εξασφαλίσει τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της Ένωσης.

257. Η ανάλυση που παραθέτω στα σημεία 223 έως 256 ανωτέρω αποτελεί –το υπογραμμίζω– μια σειρά σκέψεων για το μέλλον. Για τους λόγους που εκθέτω στο σημείο 182, φρονώ ότι ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Δικαστικά έξοδα

258. Κατά το άρθρο 122 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εν προκειμένω, εκτιμώ ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Δεδομένου ότι η PMOI ζήτησε την καταδίκη της Γαλλικής Δημοκρατίας, αυτή πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 Πρόταση

259. Κατόπιν των ανωτέρω, έχω τη γνώμη ότι το Δικαστήριο πρέπει:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, και

–        να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ



Ημερομηνία


Γεγονός

8 Οκτωβρίου 1997

Χαρακτηρισμός της PMOI ως «αλλοδαπής τρομοκρατικής οργανώσεως» από τον Υπουργό Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών.

28 Μαρτίου 2001

Διάταξη του Secretary of State for the Home Department [Υπουργού Εσωτερικών] του Ηνωμένου Βασιλείου που είχε ως αποτέλεσμα τον χαρακτηρισμό της PMOI ως απαγορευμένης τρομοκρατικής οργανώσεως στο κράτος μέλος αυτό.

Απρίλιος 2001

Κίνηση προκαταρκτικής εξετάσεως όσον αφορά τις δραστηριότητες εικαζόμενων μελών της PMOI στη Γαλλική Δημοκρατία.

28 Σεπτεμβρίου 2001

Έκδοση του ψηφίσματος 1373 (2001) από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.

27 Δεκεμβρίου 2001

Έκδοση από το Συμβούλιο της κοινής θέσεως 2001/931 και του κανονισμού 2580/2001. Το όνομα της PMOI δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο που περιέχουν τα παραρτήματα των εν λόγω πράξεων.

2 Μαΐου 2002

Έκδοση από το Συμβούλιο της κοινής θέσεως 2002/340 και της αποφάσεως 2002/334. Το όνομα της PMOI περιλαμβάνεται στον κατάλογο που περιέχουν τα παραρτήματα των εν λόγω πράξεων.

26 Ιουλίου 2002

Η PMOI ασκεί προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (υπόθεση T‑228/02).

17 Ιουνίου 2003

Η Γαλλική αστυνομία πραγματοποιεί έρευνα στα γραφεία της PMOI στο Auvers-sur-Oise.

12 Δεκεμβρίου 2006

Το Γενικό Δικαστήριο δέχεται μερικώς την προσφυγή της PMOI στην υπόθεση T‑228/02, ακυρώνοντας την απόφαση 2005/930 καθόσον αφορά την PMOI. Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά.

19 Μαρτίου 2007

Tο αντιτρομοκρατικό τμήμα της εισαγγελικής αρχής του Παρισιού κινεί συμπληρωματική προκαταρκτική εξέταση κατά εικαζομένων μελών της PMOI (βλ. και 13 Νοεμβρίου 2007).

28 Ιουνίου 2007

Το Συμβούλιο εκδίδει την απόφαση 2007/445 υπό το φως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T‑228/02. Το όνομα της PMOI παραμένει στον κατάλογο που περιέχει το παράρτημα της ως άνω αποφάσεως.

16 Ιουλίου 2007

Η PMOI ασκεί προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (υπόθεση T‑256/07). Η προσφυγή αυτή αφορά αποφάσεις του Συμβουλίου τόσο προγενέστερες όσο και μεταγενέστερες της αποφάσεως POAC.

13 Νοεμβρίου 2007

Όπως και στις 19 Μαρτίου 2007.

30 Νοεμβρίου 2007

Έκδοση από την POAC της αποφάσεώς της με την οποία δέχεται την προσφυγή που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών περί μη άρσεως της απαγορεύσεως της PMOI ως τρομοκρατικής οργανώσεως.

20 Δεκεμβρίου 2007

Έκδοση από το Συμβούλιο της αποφάσεως 2007/868.

7 Μαΐου 2008

Απόρριψη από το Court of Appeal (England and Wales) της αιτήσεως του Υπουργού Εσωτερικών να του επιτραπεί η άσκηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως της POAC.

9 Ιουνίου 2008

Υποβολή από τη Γαλλική Δημοκρατία στην ομάδα εργασίας CP 931 των νέων στοιχείων στα οποία στηρίζεται η επίμαχη απόφαση.

13 Ιουνίου 2008

Πρώτη συνάντηση της ομάδας εργασίας CP 931.

23 Ιουνίου 2008

Διαγραφή από τον Υπουργό Εσωτερικών του ονόματος της PMOI από τον κατάλογο απαγορευμένων οργανώσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο, με ισχύ από 24ης Ιουνίου 2008.

24 Ιουνίου 2008

Δεύτερη συνάντηση της ομάδας εργασίας CP 931. Έχουν υποβληθεί περαιτέρω στοιχεία για την PMOI και οι αντιπρόσωποι ζητούν επιπλέον χρόνο για να εξετάσουν το ζήτημα.

2 Ιουλίου 2008

Τρίτη συνάντηση της ομάδας εργασίας CP 931. Διανέμεται αναθεωρημένη αιτιολογική έκθεση και τάσσεται στους αντιπροσώπους προθεσμία μέχρι τις 4 Ιουλίου για να προβάλουν τυχόν αντιρρήσεις.

4 Ιουλίου 2008

Συνάντηση της ομάδας εργασίας των συμβούλων εξωτερικών σχέσεων (Relex) του Συμβουλίου στις 4 Ιουλίου 2008, κατά την οποία επιτυγχάνεται συμφωνία για το αναθεωρημένο κείμενο της επίμαχης αποφάσεως.

9 Ιουλίου 2008

Συνάντηση της Επιτροπής των Μονίμων Αντιπροσώπων για την έγκριση της επίμαχης αποφάσεως.

15 Ιουλίου 2008

Έκδοση από το Συμβούλιο της επίμαχης αποφάσεως. Η απόφαση, από κοινού με την αιτιολογική έκθεση, κοινοποιείται στην PMOI κατά την ίδια ημερομηνία.

21 Ιουλίου 2008

Η PMOI ασκεί προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (υπόθεση T‑284/08).

23 Οκτωβρίου 2008

Το Γενικό Δικαστήριο δέχεται μερικώς την προσφυγή της PMOI στην υπόθεση T‑256/07, ακυρώνοντας το άρθρο 1 της αποφάσεως 2007/868 καθόσον αφορά την PMOI. Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά.

4 Δεκεμβρίου 2008

Το Γενικό Δικαστήριο εκδίδει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – Η μεταβολή του ονόματος επήλθε με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας την 1η Δεκεμβρίου 2009. Χάριν απλότητας, θα χρησιμοποιήσω παντού τον δεύτερο όρο.


3 – Συλλογή 2008, σ. II‑3487.


4 – Απόφαση της 15ης Ιουλίου 2008 για την εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της απόφασης 2007/868/ΕΚ (ΕΕ 2008, L 188, σ. 21).


5 – Κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 27ης Δεκεμβρίου 2001, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 344, σ. 93).


6 –      Κανονισμός (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου, της 27ης Δεκεμβρίου 2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 344, σ. 70).


7 – Απόφαση 2001/927/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Δεκεμβρίου 2001, για την κατάρτιση του καταλόγου που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 του Συμβουλίου σχετικά με τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 344, σ. 83).


8 – Κοινή θέση 2002/340/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 2ας Μαΐου 2002, σχετικά με την ενημέρωση της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 116, σ. 75).


9 – Απόφαση 2002/334/ΕΚ του Συμβουλίου, της 2ας Μαΐου 2002, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3 του κανονισμού (EK) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και την κατάργηση της απόφασης 2001/927/ΕΚ (ΕΕ L 116, σ. 33).


10 –      Απόφαση 2009/62/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 2009, για την εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της απόφασης 2008/583/ΕΚ (ΕΕ L 23, σ. 25).


11 – Ο Χάρτης δεν είχε δεσμευτική ισχύ κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής: βλ., κατ’ αναλογίαν, C‑540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. Ι-5769, σκέψη 38). Από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας την 1η Δεκεμβρίου 2009, ο Χάρτης έχει ισχύ πρωτογενούς δικαίου (Άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ).


12 – Για μια πληρέστερη περιγραφή των φερόμενων τρομοκρατικών δραστηριοτήτων της PMOI και της προβαλλόμενης αποκηρύξεως των δραστηριοτήτων αυτών, βλ. την απόφαση της Proscribed Organisations Appeals Commission of England and Wales [Επιτροπή προσφυγών της Αγγλίας και της Ουαλλίας για τις απαγορευμένες οργανώσεις] της 30ής Νοεμβρίου 2007 στην υπόθεση Lord Alton of Liverpool κ.λπ. κατά Secretary of State for the Home Department (στο εξής: απόφαση της POAC) σε: http://www.siac.tribunals.gov.uk/poac/Documents/outcomes/PC022006%20PMOI%20FINAL%20JUDGEMENT.pdf.


13 – Βλ. Designation of Foreign Terrorist Organisations, 62 Fed. Reg. 52,650 (1997).


14 – Βλ. Terrorism Act (Proscribed Organisations) (Amendment) Order 2001. Η οργάνωση αυτή κατονομάζεται στο άρθρο 2 της ως άνω αποφάσεως ως «Mujaheddin e Khalq».


15 – Για μια διεξοδικότερη ανάλυση των σχετικών διαδικαστικών θεμάτων της γαλλικής ποινικής νομοθεσίας, περιλαμβάνουσα ιδίως τον ρόλο του réquisitoire [εισαγγελικής παραγγελίας προς τον ανακριτή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως επί ορισμένων πράξεων] και της mise en examen [απαγγελίας κατηγοριών], βλ. κατωτέρω, σημείο 142.


16 – Βλ. ακόμη, κατωτέρω, σημείο 152.


17 – Secretary of State for the Home Department κατά Lord Alton of Liverpool κ.λπ. [2008] EWCA Civ 443, διαθέσιμη σε http://www.bailii.org/ew/cases/EWCA/Civ/2008/443.html.


18 – Οι συναντήσεις αυτές απαριθμούνται κατωτέρω στο σημείο 91 και στον χρονολογικό πίνακα του παραρτήματος.


19–      Το έγγραφο και η αιτιολογική έκθεση παρατίθενται στις σκέψεις 9 και 10, αντιστοίχως, της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


20 – Στην πραγματικότητα το επίμαχο χρονικό διάστημα ξεπερνούσε τον ένα μήνα.


21 – Βλ. αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T‑228/02, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου (στο εξής: απόφαση OMPI) (Συλλογή 2006, σ. II‑4665, σκέψη 124), και της 23ης Οκτωβρίου 2008, T‑256/07, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου (στο εξής: απόφαση PMOI I) (Συλλογή 2008, σ II‑3019, σκέψη 133).


22 – Βλ. σκέψη 138 της αποφάσεως PMOI I.


23 –      Δηλαδή, τις πληροφορίες του σημείου 3, στοιχείο α΄ (βλ. ανωτέρω, σημείο 43). Το Γενικό Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε στο σημείο αυτό της αποφάσεώς του με τις πληροφορίες του σημείου 3, στοιχείο στ΄. Βλ. επίσης, κατωτέρω, σημεία 160 επ.


24 –      Που έχει δημοσιευθεί πλέον στη Συλλογή 2008, σ. Ι-6351, και μνημονεύεται κατωτέρω ως «Kadi I».


25 – Η αμέσως προηγούμενη ρύθμιση, πριν από την επίμαχη απόφαση, ήταν η απόφαση 2007/868/ΕΚ του Συμβουλίου, για την εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της απόφασης 2007/445/ΕΚ (ΕΕ L 340, σ. 100). Είχε ημερομηνία 20 Δεκεμβρίου 2007. Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, το Συμβούλιο είχε την υποχρέωση να εξετάζει τα ονόματα των προσώπων και οντοτήτων που απαριθμούνταν στην απόφαση αυτή σε τακτά χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον μια φορά το εξάμηνο.


26 – Βλ., ειδικότερα, την ανάπτυξη κατωτέρω, σημεία 97 επ.


27      Βλ., συναφώς, την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψη 52. Μολονότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναφερόταν, για προφανείς λόγους, στο άρθρο 10 ΕΚ, η βασική αρχή ουδόλως έχει επηρεαστεί στο αναδιατυπωμένο κείμενο του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.


28 – Βλ. κατωτέρω, σημεία 197 επ.


29 – Βλ. ακόμη, κατωτέρω, σημεία 97 επ.


30 – Βλ. ακόμη, κατωτέρω, σημεία 171 επ.


31 – Βλ. ακόμη, κατωτέρω, σημεία 197 επ.


32 – Παραδείγματος χάριν, μειώνοντας την προθεσμία για την ειδοποίηση των αντιπροσωπειών στην ομάδα εργασίας CP 931 ότι συγκεκριμένο πρόσωπο, ομάδα ή οντότητα θα αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεως σε συνάντηση του σώματος αυτού, όπως προβλέπεται στο σημείο 11 του παραρτήματος II του εγγράφου του Συμβουλίου 10826/07, του οποίου η αποχαρακτηρισμένη εκδοχή είναι διαθέσιμη σε http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cmsUpload/st10826-re01en07.pdf.


33 – Βλ. κατωτέρω, σημεία 105 επ.


34 –      Βλ. αποφάσεις OMPI, σκέψη 128, και Kadi I, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σκέψη 308.


35 –      Απόφαση OMPI, σκέψη 131.


36 –      Βλ. απόφαση 2002/334, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9.


37 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25.


38 – Σε απάντηση ερωτήσεως του Δικαστηρίου, ο εκπρόσωπος της PMOI δήλωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η ως άνω οργάνωση δεν είχε αντίρρηση να υπερβεί η εξέταση του ζητήματος της παραμονής της στον κατάλογο την εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, εφόσον η παράταση αυτή λειτουργούσε προς όφελός της, παραδείγματος χάριν εφόσον της επέτρεπε να υποβάλει νέα αποδεικτικά στοιχεία για να απαντήσει στις νέες πληροφορίες και στα νέα στοιχεία που προσκόμιζε κράτος μέλος.


39 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, C‑399/08 P, Επιτροπή κατά Deutsche Post (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 75)· της 7ης Νοεμβρίου 2002, C‑184/01 P, Hirschfeldt κατά ΕΟΠ (Συλλογή 2002, σ. I‑10173, σκέψη 48)· της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 148)· και διάταξη της 9ης Μαρτίου 2007, C‑188/06 P, Schneider Electric κατά Επιτροπής, σκέψη 64.


40 – Η Γαλλική Δημοκρατία δηλώνει στα υπομνήματά της (ως προς τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως) ότι «αποτελεί ζήτημα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τη Γαλλική Κυβέρνηση να αναγνωρίσει το Δικαστήριο ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ως προς το σημείο αυτό».


41 – Βλ. και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Kadi I, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σημείο 16.


42 – Θεωρώ ότι είναι άσχετο το ζήτημα αν η PMOI πράγματι διαθέτει ή όχι νομική προσωπικότητα. Το σημαντικό είναι ότι οι γαλλικές αρχές πιθανώς δεν έχουν τη δυνατότητα να διαπιστώσουν την αλήθεια.


43 – Βλ. ανωτέρω, σημεία 12 και 13.


44 – Βλ. και διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Φεβρουαρίου 2005, T‑229/02, PKK και KNK κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2005, σ. II‑539), όπου το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο, αφού επισήμανε ότι οι ομάδες ή οντότητες που καλύπτονται από το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 «μπορεί [...] να μην έχουν νομική υπόσταση, ή [μπορεί να μην είναι] σε θέση να τηρήσουν τους νομικούς κανόνες που συνήθως ισχύουν για τα νομικά πρόσωπα», αναφέρθηκε στην ανάγκη να αποφευχθεί ο «υπέρμετρος φορμαλισμός» (σκέψη 28).


45 – Στο γαλλικό κείμενο της κοινής θέσεως 2001/931 χρησιμοποιείται ο όρος «autorité judiciaire». Στο Cornu, G., Vocabulairejuridique, PUF, Παρίσι, 2005, δίνεται ο ακόλουθος ορισμός του όρου «judiciaire»: «(dans un sens vague) qui appartient à la justice, par opposition à législatif et administratif. Ex. le pouvoir judiciaire, l’autorité judiciaire (cependant, même en ce sens, il ne s’agit que de la justice de l’ordre judiciaire); (dans un sens précis) qui concerne la justice rendue par les tribunaux judiciaires». Χωρίς να εισέλθω σε λεπτομέρειες ως προς το τι ακριβώς καλύπτει ο γαλλικός όρος, επισημαίνω ότι φαίνεται να είναι σαφώς ευρύτερος από τη συνήθη έννοια του αγγλικού όρου «judicial».


46 – Ως παράδειγμα της σουρεαλιστικής καταστάσεως που μπορεί να δημιουργηθεί στην περίπτωση που δεν είναι δυνατόν να δοθεί απάντηση, θα παραθέσω τα ακόλουθα, που είναι η απομαγνητοφώνηση μέρους ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον ενός Military Commission [στρατιωτικού δικαστηρίου] των ΗΠΑ, στην οποία κρατούμενος ο οποίος ήταν ύποπτος για εμπλοκή σε τρομοκρατικές δραστηριότητες κλήθηκε να απαντήσει σε εμπιστευτικές αποδείξεις που είχαν παρουσιαστεί προηγουμένως σε συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών (στην οποία δεν μπορούσε να μετάσχει): «Tribunal Recorder [επιφορτισμένος με τη συγκέντρωση των αποδείξεων] [διαβάζοντας τη μη εμπιστευτική ανακεφαλαίωση των αποδείξεων που παρουσιάστηκαν κεκλεισμένων των θυρών]: Ενώ διέμενε στη Βοσνία, ο κρατούμενος είχε σχέσεις με γνωστό στέλεχος της Αλ Κάιντα. Κρατούμενος: Πείτε μου το όνομά του. Πρόεδρος του Δικαστηρίου: Δεν το γνωρίζω. Κρατούμενος: Πώς μπορώ να απαντήσω σε τέτοια ερώτηση; Πρόεδρος του Δικαστηρίου: Γνωρίζατε κάποιο άτομο που να είναι μέλος της Αλ Κάιντα; Κρατούμενος: Όχι, όχι. Πρόεδρος του Δικαστηρίου: Με συγχωρείτε, ποια ήταν η απάντησή σας; Κρατούμενος: Όχι. Πρόεδρος του Δικαστηρίου: Όχι; Κρατούμενος: Όχι. Είναι κάτι που μου είπαν εδώ και πολύ καιρό αυτοί που με ανέκριναν. Τους ζήτησα να μου πουν ποιο ήταν αυτό το άτομο. Έτσι θα μπορούσα να σας πω αν γνώριζα ενδεχομένως το άτομο αυτό, αλλά όχι αν ήταν τρομοκράτης. Ίσως να γνώριζα το άτομο αυτό ως φίλο. Ίσως να ήταν κάποιος που δούλευε μαζί μου. Ίσως να ήταν κάποιος στην ομάδα μου. Δεν ξέρω όμως αν το άτομο αυτό είναι Βόσνιος, Ινδός ή οτιδήποτε άλλο. Αν μου πείτε το όνομά του, μπορώ να απαντήσω και να υπερασπιστώ τον εαυτό μου από αυτήν την κατηγορία. Πρόεδρος του Δικαστηρίου: Σας θέτουμε τις ερωτήσεις και πρέπει να μας απαντήσετε σε ό,τι περιέχεται στη μη εμπιστευτική ανακεφαλαίωση». (Παρατίθεται σε Turner, S., και Schulhofer, S.J., TheSecrecyProbleminTerrorismTrials, Liberty & National Security Project, NYU School of Law, 2005).


47 – Το άρθρο 80-1 του Code de procédure pénale προβλέπει τα εξής: «Le juge d’instruction ne peut informer qu’en vertu d’un réquisitoire du procureur de la République […]».


48 – Βλ. Delmas-Marty, M., French and English Criminal Procedure, σε The Gradual Convergence, επιμέλεια Μαρκεζίνης Β. Σ., Clarendon Press, Οξφόρδη, 1994, σ. 48: «ο juge d’instruction έχει τρία κύρια καθήκοντα: πρώτον, επιφορτίζεται, με τη βοήθεια της police judiciaire, με τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού σχετικά με το ποινικό αδίκημα και την κατάρτιση της δικογραφίας της υποθέσεως […]» (το δεύτερο και το τρίτο καθήκον δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω). Βλ. και Pradel., J., L’instruction préparatoire, Éditions Cujas, Παρίσι, 1990, σ. 7: «l’instruction préparatoire est la phase du procès pénal au cours de laquelle, l’action publique étant mis en mouvement, des organes judiciaires spécialisés, notamment le juge d’instruction […] recueillent les éléments nécessaires au jugement et décident de la suite à donner à la poursuite».


49 – «À peine de nullité, le juge d’instruction ne peut mettre en examen que les personnes à l’encontre desquelles il existe des indices graves ou concordants rendant vraisemblable qu’elles aient pu participer, comme auteur ou comme complice, à la commission des infractions dont il est saisi».


50 – Σκέψεις 66 και 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


51 – Βλ. ανωτέρω, σημεία 40 έως 43.


52 – Βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. Ι-123, σκέψη 49).


53 – Πρέπει επίσης να αναφέρω, έστω και ως εκ περισσού, τις διατάξεις του άρθρου 50, παράγραφος 2, που εφαρμόζονται σε συνεκδικαζόμενες υποθέσεις.


54 – Το άρθρο 67, παράγραφος 3, προστέθηκε στον Κανονισμό Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ 2000, L 322, σ. 4) προκειμένου να περιβληθούν την ισχύ νόμου τα όσα κρίθηκαν με τις αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1999 επί των καλούμενων «υποθέσεων δοκών χάλυβα» T‑134/94, NMH Stahlwerke κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑239)· T‑136/94, Eurofer κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑263)· T‑137/94, ARBED κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑303)· T‑138/94, Cockerill-Sambre κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑333)· T‑141/94, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑347)· T‑145/94, Unimétal κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑585)· T‑147/94, Krupp Hoesch κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑603)· T‑148/94, Preussag Stahl κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑613)· T‑151/94, British Steel κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑629)· T‑156/94, Aristrain κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑645)· και T‑157/94, Ensidesa κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑707). Βλ. και σημεία 52 επ. των προτάσεών μου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, C‑450/06, Varec (Συλλογή 2008, σ. I‑581).


55 – Σκέψη 155.


56 – Σκέψη 158, η υπογράμμιση δική μου.


57 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σκέψεις 342 και 344.


58 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 54.


59 – Βλ. σκέψεις 47 και 52. Βλ., επίσης, τα σημεία 33 επ. των προτάσεών μου στην ως άνω υπόθεση.


60 – Όπως προκύπτει, ενίοτε λαμβάνονται ορισμένα μέτρα ad hoc κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του κεφαλαίου 3 του τίτλου 2 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου περί μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας. Έτσι, από την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2005, T‑209/01, Honeywell International κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II-5527) προκύπτει ότι κατόπιν αντιρρήσεως ενός των παρεμβάντων όσον αφορά τον εμπιστευτικό χαρακτήρα παραρτήματος του δικογράφου της προσφυγής, διεξήχθη ανεπίσημη συνάντηση ενώπιον του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, κατόπιν της οποίας η προσφεύγουσα παρέσχε ένα νέο μη εμπιστευτικό κείμενο του εγγράφου αυτού, και ότι, όταν ερωτήθηκε επί του αν εμμένει επί της ενστάσεως όσον αφορά το νέο αυτό κείμενο, ο παρεμβάς δεν απάντησε εντός της ταχθείσας προθεσμίας (βλ. σκέψη 22). Μια τέτοια διαδικασία στερείται επίσημου χαρακτήρα και απαιτεί ουσιαστικά τη συμφωνία όλων των διαδίκων. Προφανώς, μια τέτοια συμφωνία δεν μπορεί να επιτυγχάνεται σε όλες τις περιπτώσεις.


61 – Για μια περιγραφή των υποχρεώσεων στον τομέα της τηρήσεως του απορρήτου που διέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εθνικών αρχών, βλ. την απόφαση του Court of Appeal (England and Wales) στην υπόθεση Mohamed v. Secretary of State for Foreign and Commonwealth Affairs [2010] EWCA Civ 158, σκέψεις 43 και 44 (βλ. http://www.bailii.org/ew/cases/EWCA/Civ/2010/65.html). Όσον αφορά την ομάδα εργασίας CP 931, οι κανόνες που διέπουν τις συσκέψεις της προβλέπουν ότι αυτές πραγματοποιούνται υπό συνθήκες ασφαλείας, κατά τρόπον ώστε να τηρείται, για τη συζήτηση, το επίπεδο ασφαλείας SECRET EU (βλ. έγγραφο 10826/07 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2007, για την εφαρμογή της κοινής θέσεως 2001/931, σ. 5).


62 – Προσθέτω ότι το ίδιο πρέπει να γίνει στον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου όσον αφορά τις αιτήσεις αναιρέσεως που απαιτούν την εξέταση εμπιστευτικών αποδείξεων υποβαλλόμενων στο Γενικό Δικαστήριο.


63 – Βλ. ανωτέρω, υποσημείωση 40.


64 – Για μια ανάλυση της σημασίας της εκφράσεως «δικαστική αρχή» στο πλαίσιο αυτό, βλ. ανωτέρω, σημεία 132 επ.


65 – Βλ. ανωτέρω, σημεία 124 επ.


66 – Τουλάχιστον, δυνάμει του άρθρου 6 ΣΕΕ και του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη.


67 – Δεδομένου ότι το τμήμα αυτό των προτάσεων αναφέρεται ενδεικτικώς μόνο στις σχετικές περιπτώσεις, ζητώ συγγνώμη αν αμέλησα ή παρέλειψα να εξετάσω εξαντλητικώς μία ή περισσότερες κρίσιμες περιπτώσεις. Προσπάθησα να καλύψω τις πιθανότερες περιπτώσεις και ελπίζω ότι δεν παρέλειψα κάποιο στοιχείο που να διακυβεύει τον σκοπό αυτόν.


68 – Όσον αφορά την περίπτωση όπου η αρμόδια αρχή δεν είναι δικαστική, αλλά ισοδύναμη αρμόδια αρχή, βλ. κατωτέρω, σημείο 220.


69 – Υπό την επιφύλαξη, ασφαλώς, ότι ικανοποιούνται τα άλλα κριτήρια περί των οποίων γίνεται λόγος ανωτέρω στα σημεία 198 και 199.


70 – Βλ. ανωτέρω, σημείο 202.


71 – Βλ. ανωτέρω, σημείο 100.


72 – Βλ., παραδείγματος χάριν, Varec, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 54.


73 – Είναι επίσης πιθανό οι αποδείξεις αυτές να προέρχονται από άλλο κράτος δυνάμει διεθνών συμφωνιών που προβλέπουν αμοιβαία συνεργασία στον τομέα της καταστολής της τρομοκρατίας. Βλ., συναφώς, το άρθρο 4 της κοινής θέσεως 2001/931, που επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση της ευρύτερης κατά το δυνατόν αμοιβαίας αρωγής προς πρόληψη και προς καταστολή των τρομοκρατικών πράξεων. Είναι κατανοητό ότι οι αρχές ασφαλείας θα διστάζουν να ανακοινώνουν πληροφορίες με τον τρόπο αυτόν αν έχουν σοβαρούς λόγους να πιστεύουν ότι δεν θα τηρηθεί η εμπιστευτικότητά τους από τον αποδέκτη.


74 – Για παράδειγμα, στη σκέψη 133 της αποφάσεως OMPI, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι το επίμαχο μέτρο ήταν ένα «συντηρητικό μέτρο».


75 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σημείο 47.


76 – Απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2010 στην υπόθεση T-85/09, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή.


77 – Βλ. σκέψεις 149 και 150.


78 – Όσον αφορά την επιρροή που μπορεί να έχει η υποκειμενική αντίληψη επί του τρόπου με τον οποίο διατυπώνονται οι νομικοί κανόνες, βλ., επιπλέον, τις προτάσεις μου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑427/06, Bartsch (Συλλογή 2008, σ. I‑7245, σημεία 44 έως 46).


79 – A. κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου [τμήμα μείζονος συνθέσεως], αριθ. 3455/05, σκέψη 173.


80 – Άρθρο 15, παράγραφος 1. Βλ., επίσης, Aksoy κ.λπ. κατά Τουρκίας, αριθ. 14037/04, 14052/04, 14072/04, 14077/04, 14092/04, 14098/04, 14100/04, 14103/04, 14112/04, 14115/04, 14120/04, 14122/04 και 14129/04 (Sect. 2), σκέψη 68.


81 – Βλ., συναφώς, τις προτάσεις μου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 10ης Μαρτίου 2009, C‑345/06, Heinrich (Συλλογή 2009, σ. I‑1659, σημείο 100).


82 – Βλ., μεταξύ άλλων, Kadi I, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σκέψη 284.


83 – Doorson κατά Κάτω Χωρών, Recueil des arrêts et décisions 1996-II, σκέψη 70.


84 – Jasper κατά Ηνωμένου Βασιλείου [τμήμα μείζονος συνθέσεως], αριθ. 27052/95.


85 – Σκέψη 52. Το κρίσιμο για την παρούσα υπόθεση μέρος της αποφάσεως αυτής διατυπώθηκε στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Συμβάσεως που διέπουν τις κατηγορίες ποινικής φύσεως, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος για να περιορίζεται η σχετική αρχή στον τομέα αυτόν. Βλ., επίσης, Rowe και Davis κατά Ηνωμένου Βασιλείου [τμήμα μείζονος συνθέσεως], αριθ. 28901/95, ΕΔΔΑ 2000-II, σκέψη 61· Fitt κατά Ηνωμένου Βασιλείου [τμήμα μείζονος συνθέσεως], αριθ. 29777/96, ΕΔΔΑ 2000-II, σκέψη 45· και V. κατά Φινλανδίας, αριθ. 40412/98, σκέψη 75.


86 – Jasper κατά Ηνωμένου Βασιλείου, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 84, σκέψη 52.


87 – Dowsett κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. 39482/98 (sect. 2), ΕΔΔΑ 2003-VII, σκέψη 50.


88 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 79.


89 – Το σύστημα των ειδικών δικηγόρων είναι περίπλοκο, αλλά συνίσταται κατ’ ουσίαν στον διορισμό ειδικού δικηγόρου προς υπεράσπιση των συμφερόντων ατόμου που έρχεται σε αντιδικία με το κράτος, όταν όλες οι αποδείξεις ή μέρος αυτών τις οποίες το κράτος προτίθεται να χρησιμοποιήσει σε βάρος του δεν μπορούν να αποκαλυφθούν για λόγους εθνικής ασφαλείας. Ο ειδικός δικηγόρος πρέπει να έχει ειδική διαπίστευση ασφαλείας, καθόσον αυτή του παρέχει το δικαίωμα να εξετάσει τις εμπιστευτικές αποδείξεις (που καλούνται «closed material» [εμπιστευτικά στοιχεία]). Μπορεί να επικοινωνεί με τον πελάτη του οποτεδήποτε πριν του δοθεί πρόσβαση στα εμπιστευτικά στοιχεία, όχι όμως μετά. Ο πελάτης του έχει το δικαίωμα να είναι παρών σε όλα τα στάδια της διαδικασίας που συνδέονται με μη εμπιστευτικές αποδείξεις, όχι όμως όταν το δικαστήριο εξετάζει εμπιστευτικά στοιχεία. Το εν λόγω σύστημα εισήχθη όταν συστάθηκε το Special Immigration Appeals Tribunal (ειδική επιτροπή προσφυγών στον τομέα της εισδοχής μεταναστών: «SIAC») κατόπιν των παρατηρήσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφαση Chahal κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Recueil des arrêts et décisions 1996 V, σκέψη 131), όπου το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο παρέβη το άρθρο 5, παράγραφος 4, της Συμβάσεως επειδή οι σχετικές αποδείξεις δεν είχαν προσκομιστεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου για λόγους ασφαλείας. Μολονότι το σύστημα αυτό προσαρμόστηκε αναλόγως από τότε που εισήχθη ώστε να ληφθούν υπόψη ορισμένες αντιρρήσεις, τούτο δεν σημαίνει ότι έκτοτε δεν υποβάλλεται σε κριτική. Βλ., για παράδειγμα, την έκθεση του House of Lords and House of Commons Joint Committe on Human Rights (της μικτής επιτροπής της Βουλής των Λόρδων και της Βουλής των Κοινοτήτων επί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων), Counter-Terrorism Policy and Human Rights (Sixteenth Report): Annual Renewal of Control Orders Legislation 2010, σ. 36. Η ως άνω έκθεση υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι ειδικοί δικηγόροι, στην πράξη, δεν έχουν πρόσβαση σε αποδείξεις ή σε πραγματογνωμοσύνες που θα τους παρείχαν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν τις εκτιμήσεις των υπηρεσιών ασφαλείας, ότι δεν έχουν κανένα μέσο να αμφισβητήσουν την εκτίμηση της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου ότι η δημοσιοποίηση των στοιχείων μπορεί να βλάψει το δημόσιο συμφέρον, οπότε οι εκτιμήσεις της Κυβερνήσεως σχετικά με όσα μπορούν ή δεν μπορούν να αποκαλυφθούν είναι ουσιαστικά απρόσβλητες και σχεδόν πάντοτε επιβεβαιώνονται από τα δικαστήρια, και ότι, γενικά, παρεμβάλλοντας προσκόμματα στους ειδικούς δικηγόρους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, το σύστημα αυτό, ως έχει σήμερα, «ενέχει τον κίνδυνο προκλήσεως σοβαρών δικαστικών σφαλμάτων». Ωστόσο, τονίζω ότι οι παρατηρήσεις αυτές αφορούν κυρίως τη λειτουργία του συστήματος και όχι τη βασική δομή του, που πράγματι αντιμετωπίζει τον παραλογισμό και την κατάφωρη έλλειψη δικαιωμάτων άμυνας της οποίας χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε η υπόθεση Dutschke κατά Secretary of State for the Home Department (υπόθεση αριθ. TH 381/70 ενώπιον του Immigration Appeals Tribunal), η οποία απέκτησε ευρύτατη δημοσιότητα μεταξύ των νομικών του Ηνωμένου Βασιλείου προ τριακονταετίας. Βλ., συναφώς, Hepple, B. A., Aliens and Administrative Justice: the Dutschke Case, Modern Law Review Vol 34 (Σεπτέμβριος 1971), σ. 501 έως 519.


90 – Σκέψη 216.


91 – Πράγματι, τόνισε ότι «οι ειδικοί δικηγόροι μπορούν να έχουν σημαντικό ρόλο στην αντιστάθμιση της μη δημοσιοποιήσεως αποδεικτικών στοιχείων και της ανυπαρξίας μιας πραγματικής δημόσιας συνεδριάσεως με δυνατότητα εκατέρωθεν προβολής επιχειρημάτων με τη δυνατότητα που τους παρέχεται να ελέγχουν τις προβαλλόμενες αποδείξεις και να υπερασπίζουν την υπόθεση των κρατουμένων σε συνεδριάσεις κεκλεισμένων των θυρών» (σκέψεις 218 και 220).


92 – A. κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 79, σκέψεις 205 και 220.


93 – Βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, C-550/09, E και F (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 57), καθώς και Kadi II, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 76, σκέψη 137.


94 – Για μια λεπτομερή ανάλυση των σχετικών ζητημάτων, βλ. σημειώσεις E. Spaventa επί της αποφάσεως PMOI I και της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σε (2009) 46 CML Rev., σ. 1239.


95 – Βλ. Kadi I, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σκέψη 316.


96 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1970, 11/70, Internationale Handelsgesellschaft (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 581, σκέψη 4), και, πιο πρόσφατα, απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψη 35, καθώς και απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, C‑409/06, Winner Wetten (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 58). Βλ. και Τριδήμα, Τ., Judicial Review and the Community judicature: towards a new European constitutionalism?, σε Principles of proper conduct for supranational, state and private actors in the European Union: towards a ius commune: essays in honour of Walter van Gerven, Intersentia, 2001, σ. 71, όπου περιγράφει την προσέγγιση του Δικαστηρίου ως «συνταγματικό δόγμα που εμπνέεται από τη μέθοδο του common law».


97 – Βλ. Spaventa, E., Counter-terrorism and fundamental rights: judicial challenges and legislative changes after the rulings in Kadi and PMOI, (που πρόκειται να δημοσιευθεί) σε The EU and Global Emergencies, Αντωνιάδης A., Schütze, R. και Spaventa, E. (επιμέλεια), Hart Publishing, 2011, όπου χαρακτηρίζει την άποψη ότι οι προσφυγές κατά της εγγραφής στον κατάλογο εμπίπτουν πρωτίστως στη δικαιοδοσία των εθνικών αρχών και/ή δικαστηρίων ως «στάση Ποντίου Πιλάτου» και εκφράζει τη γνώμη ότι η άποψη αυτή δεν είναι «καθόλου ικανοποιητική, δεδομένου ότι μόνο στον κοινοτικό δικαστή εναπόκειται να εξετάζει τη νομιμότητα των πράξεων της Ένωσης, και μόνον οι εμπλεκόμενοι σε “τρομοκρατικές πράξεις”, όπως αυτές ορίζονται στην κοινή θέση 2001/931 μπορούν να περιληφθούν στον εν λόγω κατάλογο. Ουδείς λόγος υφίσταται ώστε το Δικαστήριο να μην εκτελέσει τα ερμηνευτικά και δικαστικά καθήκοντά του όσον αφορά τον έλεγχο του αν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ώστε να περιληφθεί ένα πρόσωπο ή μια ομάδα στον κατάλογο». Βλ. και την αναφορά του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, National Human Rights Legislation, Strengthening the fundamental rights architecture in the EU Ι, 2010, όπου επισημαίνεται ότι «τα κράτη μέλη της Ένωσης έχουν επίσης σχετικά διαφοροποιημένες στάσεις όσον αφορά τον έλεγχο της τηρήσεως διαφόρων εγγυήσεων που προβλέπονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα» (σ. 5).


98 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 77, σκέψη 186.


99 – Βλ., παραδείγματος χάριν, άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Βλ. επίσης, όσον αφορά την υποχρέωση της διασφαλίσεως της τηρήσεως θεμελιωδών δικαιωμάτων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, απόφαση Internationale Handelsgesellschaft, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 96, σκέψη 4, και, όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ εθνικού δικαίου και δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απόφαση της 29ης Μαΐου 1997, C‑299/95, Kremzow (Συλλογή 1997, σ. I‑2629, σκέψη 15). Βλ. γενικώς απόφαση Kadi I, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σκέψη 285.


100 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24. Μολονότι η υπόθεση Kadi I είχε ως αντικείμενο «συμβατικές» αποφάσεις περί δεσμεύσεως κεφαλαίων βάσει του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 1333 (2000), δεν διακρίνω κάποιο λόγο που να εμποδίζει την εφαρμογή των ίδιων αρχών σε «αυτοτελείς» αποφάσεις βάσει του ψηφίσματος 1373 (2001).


101 – Σημεία 34 και 35.


102 – Βλ., συναφώς, Kadi I, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σκέψη 335.