Υπόθεση T-576/08

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Γεωργία – Κοινή οργάνωση αγορών – Διανομή τροφίμων προερχομένων από τα αποθέματα παρεμβάσεως στους απόρους – Κανονισμός (ΕΚ) 983/2008 – Σχέδιο κατανομής, στα κράτη μέλη, των πόρων που θα καταλογισθούν στο οικονομικό έτος 2009 όσον αφορά το πρόγραμμα διανομής – Προμήθεια από την αγορά – Προσφυγή ακυρώσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Γεωργία – Κοινή οργάνωση αγορών – Κοινοί μηχανισμοί διαφόρων κοινών οργανώσεων – Διανομή τροφίμων στους απόρους της Κοινότητας – Προμήθεια προϊόντων από την αγορά με σκοπό την εν λόγω διανομή

(Κανονισμός 1234/2007 του Συμβουλίου, άρθρο 27· κανονισμός 983/2008 της Επιτροπής)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Περιορισμός από το Δικαστήριο

(Κανονισμός 983/2008 της Επιτροπής)

1.      Από το άρθρο 27, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1234/2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα, προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της διανομής τροφίμων στους απόρους της Κοινότητας, μόνον σε περίπτωση κατά την οποία η προσωρινή έλλειψη προϊόντος ανακύπτει κατά την εφαρμογή του ετήσιου σχεδίου επιτρέπεται η προμήθεια του προϊόντος αυτού από την αγορά.

Συναφώς, μολονότι η Επιτροπή έχει την ευθύνη να προσαρμόσει τις ποσότητες τις οποίες αφορά το σχέδιο στο ύψος των αποθεμάτων παρεμβάσεως ακριβώς κατά τον χρόνο εγκρίσεως του σχεδίου και μολονότι, στο πλαίσιο αυτό, διαθέτει περιθώριο χειρισμών, βάσει της εν λόγω διατάξεως, εντούτοις αυτό δεν συνεπάγεται ότι πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι η διάταξη αυτή αποτελεί εξαίρεση. Συγκεκριμένα, καθόσον πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα αποθέματα παρεμβάσεως αποτελούν μόνιμο θεσμό και ότι το μόνο στοιχείο που μεταβάλλεται είναι το ύψος τους, αναλόγως των διακυμάνσεων στην αγορά και των δημοσίων παρεμβάσεων, η φράση «δεν είναι διαθέσιμο προσωρινά» δεν έχει την έννοια ότι παραπέμπει σε αριθμό μηνών ή ετών, αλλά ότι εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα της διανομής των προϊόντων από τα αποθέματα παρεμβάσεως, τον οποίο προβλέπει το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007. Το ποσοστό των συμπληρωματικών προμηθειών πρέπει επομένως να αντικατοπτρίζει τον χαρακτήρα εξαιρέσεως που έχει το μέτρο αυτό σε σχέση με τις συνολικές ποσότητες του ετήσιου σχεδίου, μέτρο το οποίο έχει ως αποκλειστικό σκοπό την αντιμετώπιση των ελλείψεων που, αναλόγως της καταστάσεως των αποθεμάτων, ενδέχεται να ανακύψουν κατά την εκτέλεση του σχεδίου. Σε αντίθετη περίπτωση θα αντιστρέφονταν κανόνας και εξαίρεση.

Δεδομένου ότι κύριος σκοπός του ετήσιου σχεδίου που περιλαμβάνει δεν είναι η διάθεση των αποθεμάτων παρεμβάσεως, αλλά η κάλυψη των αναγκών που δήλωσαν τα κράτη μέλη τα οποία μετέχουν στο σχέδιο αυτό, ο κανονισμός 983/2008, σχετικά με την έγκριση σχεδίου κατανομής, στα κράτη μέλη, των πόρων που θα καταλογισθούν στο δημοσιονομικό έτος 2009 για την παροχή τροφίμων από τα αποθέματα παρέμβασης στους απόρους της Κοινότητας, εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 27 του κανονισμού 1234/2007.

(βλ. σκέψεις 119, 121, 125, 128, 137)

2.      Προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο η μερική ακύρωση του κανονισμού 983/2008, σχετικά με την έγκριση σχεδίου κατανομής, στα κράτη μέλη, των πόρων που θα καταλογισθούν στο δημοσιονομικό έτος 2009 για την παροχή τροφίμων από τα αποθέματα παρέμβασης στους απόρους της Κοινότητας, ακύρωση η οποία αφορά μόνον το άρθρο 2 και το παράρτημα II του εν λόγω κανονισμού, δηλαδή τις μόνες διατάξεις που προβλέπουν την καταβολή ενισχύσεων στα κράτη μέλη για την αγορά προϊόντων από την αγορά, να έχει ως συνέπεια τα κράτη που έτυχαν των ενισχύσεων αυτών να υποχρεωθούν να τις επιστρέψουν, πρέπει να αποφασισθεί ότι αυτή η μερική ακύρωση δεν θίγει το κύρος των ενισχύσεων που έχουν ήδη χορηγηθεί.

(βλ. σκέψεις 141-143)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 13ης Απριλίου 2011 (*)

«Γεωργία – Κοινή οργάνωση αγορών – Διανομή τροφίμων προερχομένων από τα αποθέματα παρεμβάσεως στους απόρους – Κανονισμός (ΕΚ) 983/2008 – Σχέδιο κατανομής, στα κράτη μέλη, των πόρων που θα καταλογισθούν στο οικονομικό έτος 2009 όσον αφορά το πρόγραμμα διανομής – Προμήθεια από την αγορά – Προσφυγή ακυρώσεως»

Στην υπόθεση T‑576/08,

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους M. Lumma και B. Klein, στη συνέχεια δε από τους M. Lumma, B. Klein, T. Henze και N. Graf Vitzthum,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τις A. Falk, K. Petkovska, S. Johannesson και τον A. Engman,

παρεμβαίνον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον F. Erlbacher και την A. Szmytkowska,

καθής,

υποστηριζόμενης από

το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από την B. Plaza Cruz,

από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και B. Cabouat,

από

την Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την I. Bruni, στη συνέχεια δε από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

και από

τη Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον M. Dowgielewicz, στη συνέχεια από τον M. Szpunar, και, τέλος, από τους M. Szpunar, B. Majczyna και M. Drwiecki,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΚ) 983/2008 της Επιτροπής, της 3ης Οκτωβρίου 2008, σχετικά με την έγκριση σχεδίου κατανομής, στα κράτη μέλη, των πόρων που θα καταλογισθούν στο δημοσιονομικό έτος 2009 για την παροχή τροφίμων από τα αποθέματα παρέμβασης στους απόρους της Κοινότητας (ΕΕ L 268, σ. 3),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek (εισηγητή), προεδρεύοντα, S. Soldevila Fragoso και S. Frimodt Nielsen, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Σεπτεμβρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Η δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (ΕΕ L 299, p. 1), έχει ως εξής:

«Για να σταθεροποιηθούν οι αγορές και να εξασφαλισθεί δίκαιο βιοτικό επίπεδο για τον γεωργικό πληθυσμό, έχει αναπτυχθεί ένα διαφοροποιημένο σύστημα στήριξης των τιμών ανάλογα με τους τομείς […]. Τα μέτρα αυτά λαμβάνουν τη μορφή της δημόσιας παρέμβασης ή της καταβολής ενίσχυσης για την ιδιωτική αποθεματοποίηση των προϊόντων στους τομείς των σιτηρών, του ρυζιού, της ζάχαρης, του ελαιολάδου και των επιτραπέζιων ελιών, του βοείου κρέατος, του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, του χοιρείου και του κρέατος αιγοπροβάτων. Επομένως, λόγω των στόχων του παρόντος κανονισμού, είναι αναγκαίο να διατηρηθούν τα μέτρα στήριξης των τιμών, όταν προβλέπονται στα υφιστάμενα νομοθετήματα, χωρίς ουσιαστικές αλλαγές σε σχέση με την προηγούμενη νομική κατάσταση.»

2        Η δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη του ιδίου κανονισμού έχει ως εξής:

«Χάρη στα αποθέματα παρέμβασης διαφόρων γεωργικών προϊόντων, η Κοινότητα διαθέτει τα μέσα για να συμβάλλει σημαντικά στην ευημερία των πιο απόρων πολιτών της. Είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας να εκμεταλλευθεί τη δυνατότητα αυτή σε μόνιμη βάση, έως ότου μειωθούν τα εν λόγω αποθέματα σε κανονικό επίπεδο με τη θέσπιση κατάλληλων μέτρων. Κατά συνέπεια, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3730/87 του Συμβουλίου, της 10ης Δεκεμβρίου 1987, που καθορίζει τους γενικούς κανόνες για την παροχή τροφίμων από τα αποθέματα παρέμβασης σε ορισμένους οργανισμούς με σκοπό τη διανομή τους στα πιο άπορα άτομα της Κοινότητας, προέβλεπε, μέχρι σήμερα, τη διανομή τροφίμων από φιλανθρωπικές οργανώσεις. Αυτό το σημαντικό κοινωνικό μέτρο, το οποίο μπορεί να έχει ιδιαίτερη αξία για τα πιο άπορα άτομα, θα πρέπει να διατηρηθεί και να ενσωματωθεί στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.»

3        Το μέρος ΙΙ, τίτλος Ι, κεφάλαιο Ι, τμήμα ΙΙ, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ περιλαμβάνει υποτμήμα IV το οποίο φέρει τον τίτλο «Διάθεση από την παρέμβαση» και περιέχει τα άρθρα 25 έως 27.

4        Κατά το άρθρο 25 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, «[τ]α προϊόντα που αγοράζονται από τη δημόσια παρέμβαση διατίθενται κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε διαταραχή της αγοράς και να εξασφαλίζεται ίση πρόσβαση στα εμπορεύματα και ίση μεταχείριση των αγοραστών».

5        Το άρθρο 27 του ιδίου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διανομή στους απόρους της Κοινότητας», ορίζει ότι:

«1.      Τα προϊόντα που βρίσκονται στα αποθέματα παρέμβασης τίθενται στη διάθεση ορισμένων οργανισμών προκειμένου να καταστεί δυνατή η διανομή τροφίμων στα πιο άπορα άτομα της Κοινότητας βάσει ετήσιου σχεδίου.

Η διανομή:

α)      δωρεάν, ή

β)      σε τιμή η οποία δεν υπερβαίνει, σε καμία περίπτωση, την τιμή που δικαιολογείται από τα έξοδα στα οποία υποβάλλονται οι οριζόμενοι οργανισμοί για την εκτέλεση της ενέργειας.

2.      Επιτρέπεται η προμήθεια ενός προϊόντος από την κοινοτική αγορά εάν:

α)      δεν είναι διαθέσιμο προσωρινά στα κοινοτικά αποθέματα παρέμβασης κατά τη διάρκεια της υλοποίησης του ετήσιου σχεδίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, στον βαθμό που απαιτείται για την υλοποίηση του σχεδίου σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη και εφόσον τα έξοδα παραμένουν εντός των ορίων εξόδων που προβλέπονται για το σκοπό αυτόν από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, ή

β)      η υλοποίηση του σχεδίου συνεπάγεται την προσφυγή σε μεταφορά, μεταξύ κρατών μελών, μικρών ποσοτήτων προϊόντων που κατέχει η παρέμβαση ενός κράτους μέλους άλλου από αυτό ή από αυτά όπου χρειάζεται το προϊόν.

3.      Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ορίζουν τους οργανισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και ενημερώνουν εγκαίρως την Επιτροπή κάθε έτος, εάν επιθυμούν να εφαρμόσουν το καθεστώς αυτό.

4.      Τα προϊόντα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 παραδίδονται δωρεάν στους οριζόμενους οργανισμούς. Η λογιστική αξία των προϊόντων αυτών ισούται προς την τιμή παρέμβασης, προσαρμοσμένη, κατά περίπτωση, με συντελεστές που λαμβάνουν υπόψη τις ποιοτικές διαφορές.

5.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 190, τα προϊόντα που διατίθενται δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου χρηματοδοτούνται με πιστώσεις εγγεγραμμένες στο σχετικό άρθρο του προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για το ΕΓΤΕ. […]»

6        Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3149/92 της Επιτροπής της 29ης Οκτωβρίου 1992, περί λεπτομερών κανόνων για τη χορήγηση τροφίμων προερχόμενων από τα αποθέματα παρέμβασης στους απόρους της Κοινότητας (ΕΕ L 313, σ. 50), ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη που επιθυμούν να εφαρμόζουν τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί με τον κανονισμό […] 3730/87 υπέρ των άπορων της Κοινότητας, ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή κάθε χρόνο, το αργότερο την 1η Φεβρουαρίου που προηγείται της περιόδου εκτελέσεως του ετήσιου σχεδίου που αναφέρεται στο άρθρο 2.

2.      Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το αργότερο στις 31 Μαΐου:

α)      τις ποσότητες κάθε τύπου προϊόντος […] που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση του σχεδίου στο έδαφός τους για το συγκεκριμένο έτος·

[…]».

7        Κατά το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού:

«1.      Η Επιτροπή θεσπίζει κάθε έτος πριν από την 1η Οκτωβρίου ετήσιο σχέδιο διανομής τροφίμων στους απόρους, με κατανομή ανά κράτος μέλος. Για την κατανομή των πόρων μεταξύ των κρατών μελών, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις πλέον ολοκληρωμένες εκτιμήσεις σχετικά με τον αριθμό των απόρων στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Η Επιτροπή λαμβάνει επίσης υπόψη την εκτέλεση και τις χρήσεις κατά τη διάρκεια προηγουμένων οικονομικών ετών […].

2.      Η Επιτροπή, πριν θεσπίσει το ετήσιο σχέδιο, ζητεί τη γνώμη των κυριότερων οργανώσεων που έχουν πείρα των προβλημάτων των άπορων της Κοινότητας.

3.      Στο σχέδιο προσδιορίζονται ιδίως:

1)      για καθένα από τα κράτη μέλη που υλοποιούν την εν λόγω ενέργεια, τα στοιχεία που αναφέρονται κατωτέρω:

α) τα μέγιστα χρηματοδοτικά μέσα που διατίθενται για την εκτέλεση του επιμέρους σχεδίου που αφορά το κράτος μέλος·

β)      η ποσότητα κάθε είδους προϊόντος που δύναται να αποσυρθεί από τα αποθέματα που διαθέτουν οι οργανισμοί παρέμβασης·

γ)      η ενίσχυση που τους διατίθεται, για κάθε προϊόν, με σκοπό την αγορά στην Κοινότητα για την αντιμετώπιση περιπτώσεων προσωρινής έλλειψης του εν λόγω προϊόντος στα αποθέματα που βρίσκονται υπό την κατοχή των οργανισμών παρέμβασης, η οποία έλλειψη διαπιστώθηκε κατά την έγκριση του ετήσιου σχεδίου.

Η εν λόγω ενίσχυση καθορίζεται, για κάθε προϊόν, λαμβάνοντας υπόψη την ποσότητα που αναφέρεται στην ανακοίνωσή τους η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, τις ποσότητες των απαιτούμενων προϊόντων οι οποίες δεν διατίθενται στα αποθέματα παρέμβασης, τα προϊόντα που ζητήθηκαν και χορηγήθηκαν κατά τη διάρκεια προηγούμενων ετών, καθώς και την πραγματική χρησιμοποίηση των εν λόγω προϊόντων.

[…]»

8        Το άρθρο 3 του ιδίου αυτού κανονισμού ορίζει ότι η περίοδος εκτελέσεως του σχεδίου αρχίζει την 1η Οκτωβρίου και περατώνεται στις 31 Δεκεμβρίου του επομένου έτους.

9        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1α, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού:

«Η συγκέντρωση συγκεκριμένου προϊόντος από ποσότητες που διατίθενται στην αγορά δύναται να πραγματοποιηθεί μόνο εφόσον έχουν αποφασισθεί εκ των προτέρων οι προμήθειες που πρόκειται να παρασχεθούν, με βάση όλες τις ποσότητες του προϊόντος της ίδιας ομάδας που λαμβάνονται από αποθέματα παρέμβασης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, σημείο 1, στοιχείο β΄, συμπεριλαμβανομένων των ποσοτήτων που μεταφέρονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7. Η αρμόδια εθνική αρχή ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με την έναρξη των διαδικασιών συγκέντρωσης του προϊόντος από ποσότητες που διατίθενται στην αγορά.»

 Ο προσβαλλόμενος κανονισμός

10      Το ετήσιο σχέδιο κατανομής στα κράτη μέλη των πόρων που θα καταλογισθούν στο δημοσιονομικό έτος 2009, για την παροχή τροφίμων προερχόμενων από τα αποθέματα παρεμβάσεων στους απόρους της Κοινότητας, καταρτίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 983/2008 της Επιτροπής, της 3ης Οκτωβρίου 2008 (ΕΕ L 268, σ. 3, στο εξής: προσβαλλόμενο κανονισμό).

11      Η τέταρτη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού έχει ως εξής:

«Το άρθρο 2, παράγραφος 3, σημείο 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού […] 3149/92 προβλέπει τη διάθεση πόρων με σκοπό την προμήθεια από την αγορά προϊόντων τα οποία δεν είναι προσωρινά διαθέσιμα στα αποθέματα παρέμβασης. Τα αποθέματα σιτηρών κατάλληλων για κατανάλωση από τον άνθρωπο που κατέχουν επί του παρόντος οι οργανισμοί παρέμβασης βρίσκονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα και έχουν ήδη ρυθμιστεί αντιστοίχως τα θέματα της πώλησής τους στην αγορά. Επιπλέον, οι οργανισμοί παρέμβασης δεν κατέχουν αποθέματα ρυζιού και σκόνης αποβουτυρωμένου γάλακτος ούτε προβλέπεται η προσφορά των εν λόγω γεωργικών προϊόντων για παρέμβαση το 2008. Συνεπώς, πρέπει να καθοριστούν οι εν λόγω πόροι ώστε να [καταστεί δυνατή] η προμήθεια από την αγορά των σιτηρών, της σκόνης αποβουτυρωμένου γάλακτος και του ρυζιού, που απαιτούνται για την υλοποίηση του σχεδίου κατά το δημοσιονομικό έτος 2009.»

12      Το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Για το 2009, η διανομή τροφίμων στους απόρους της Κοινότητας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 27 του [ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ], εκτελείται σύμφωνα με το ετήσιο σχέδιο διανομής που παρατίθεται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού.»

13      Κατά το άρθρο 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού, «[η] διάθεση πόρων στα κράτη μέλη για την προμήθεια από την αγορά των σιτηρών, της σκόνης αποβουτυρωμένου γάλακτος και του ρυζιού που απαιτούνται στο πλαίσιο του σχεδίου που αναφέρεται στο άρθρο 1, καθορίζεται στο παράρτημα II» του ιδίου αυτού κανονισμού.

14      Με το παράρτημα I, στοιχείο α΄, του προσβαλλόμενου κανονισμού καθορίζονται οι χρηματοδοτικοί πόροι που διατίθενται για την υλοποίηση του σχεδίου εντός κάθε κράτους μέλους σε συνολικό ποσό 496 εκατομμυρίων ευρώ.

15      Βάσει του παραρτήματος II του προσβαλλόμενου κανονισμού, οι πόροι που διατίθενται στα κράτη μέλη για την προμήθεια προϊόντων από την κοινοτική αγορά, εντός των ορίων των ποσών που καθορίζονται στο παράρτημα Ι, στοιχείο α΄, του κανονισμού αυτού, καθορίζονται σε συνολικό ποσό 431 420 891 ευρώ.

16      Ο γενικός προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2009 εγκρίθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2008 (ΕΕ 2009, L 69, σ. 1). Προβλέπει πιστώσεις ύψους 500 εκατομμυρίων ευρώ για τη διανομή τροφίμων στους απόρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

17      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του τότε Πρωτοδικείου στις 23 Δεκεμβρίου 2008, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του τότε Πρωτοδικείου στις 6 Απριλίου 2009, η Ιταλική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

19      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του τότε Πρωτοδικείου στις 8 Απριλίου 2009, η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του τότε Πρωτοδικείου στις 14 Απριλίου 2009, το Βασίλειο της Σουηδίας ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση προς στήριξη των αιτημάτων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του τότε Πρωτοδικείου στις 16 Απριλίου 2009, η Δημοκρατία της Πολωνίας ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

22      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του τότε Πρωτοδικείου στις 27 Μαΐου 2009, το Βασίλειο της Ισπανίας ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

23      Με διάταξη της 3ης Ιουνίου 2009, ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του νυν Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε τις παρεμβάσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας και του Βασιλείου της Σουηδίας. Οι παρεμβαίνουσες αυτές κατέθεσαν τα υπομνήματά τους εντός των προθεσμιών που τάχθηκαν.

24      Δεδομένου ότι η το αίτημα παρεμβάσεως του Βασιλείου της Ισπανίας κατατέθηκε μετά την εκπνοή της προθεσμίας των έξι εβδομάδων την οποία προβλέπει το άρθρο 115, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του νυν Γενικού Δικαστηρίου, με την από 8 Σεπτεμβρίου 2009 διάταξη, ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος δέχθηκε την παρέμβαση του Βασιλείου της Ισπανίας προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής και την υποβολή των παρατηρήσεών της κατά την προφορική διαδικασία.

25      Με απόφαση του προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου, τροποποιήθηκε η σύνθεση του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την παρούσα διαδικασία.

26      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία.

27      Οι μετέχοντες στη δίκη ανέπτυξαν προφορικώς τα αιτήματά τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Σεπτεμβρίου 2010.

28      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό·

–        να περιορίσει τα αποτελέσματα της ακυρώσεως στο άρθρο 2 και στο παράρτημα II του προσβαλλόμενου κανονισμού και να τα «αναστείλει»·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

29      Το Βασίλειο της Σουηδίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να δεχθεί την προσφυγή που άσκησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας·

–        να «διατηρήσει σε ισχύ» τα αποτελέσματα του υπό ακύρωση κανονισμού.

30      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να «μη λάβει υπόψη» το σύνολο των επισημάνσεων στις οποίες προέβη η νομική υπηρεσία του Συμβουλίου με την από 17 Οκτωβρίου 2008 γνωμοδότηση·

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        επικουρικώς, να περιορίσει και να «αναστείλει» τα αποτελέσματα της ακυρώσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού·

–        να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

31      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

32      Η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        σε περίπτωση ακυρώσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού, να κρίνει ότι όλα τα αποτελέσματά του διατηρούν την ισχύ τους·

–        να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

33      Το Βασίλειο της Ισπανίας και η Δημοκρατία της Πολωνίας ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

 Σκεπτικό

 Επί των λόγων απαραδέκτου που προέβαλαν η Ιταλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Πολωνίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

34      Η Ιταλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζουν ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι απαράδεκτη.

35      Ειδικότερα, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έπρεπε να προσβάλλει το τμήμα του κοινοτικού προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2009 το οποίο αφορά τις ενισχύσεις με σκοπό την προμήθεια από τις γεωργικές αγορές. Στο μέτρο που με τον προσβαλλόμενο κανονισμό απλώς κατανέμονται οι ενισχύσεις αυτές, η προσφυγή κατ’ αυτού ασκήθηκε εκπροθέσμως και είναι, συνεπώς, απαράδεκτη.

36      Η Δημοκρατία της Πολωνίας διατείνεται ότι η υπό κρίση προσφυγή σκοπεί στην πράξη να θέσει εν αμφιβόλω τους θεμελιώδεις κανόνες του μηχανισμού διανομής που περιέχονται στον ενιαίο κανονισμό ΚΟΑ, βάσει του οποίου εκδόθηκε ο προσβαλλόμενος κανονισμός, και τη διαδικασία εκπονήσεως ετησίων σχεδίων διανομής, η οποία καθορίσθηκε βάσει του κανονισμού 3149/92.

37      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι οι δύο αυτές παρεμβαίνουσες δεν δύνανται να προβάλουν παραδεκτώς τέτοιους λόγους απαραδέκτου, δεδομένου ότι, κατά τη νομολογία, οι παρεμβαίνουσες δεν δύνανται να αντιτάξουν λόγο απαραδέκτου αντλούμενο από το απαράδεκτο της προσφυγής σε περίπτωση κατά την οποία δεν το έχει πράξει ο καθού.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

38      Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή δεν ζήτησε να κηρυχθεί απαράδεκτη η προσφυγή και ότι περιορίσθηκε να ζητήσει την απόρριψή της ως αβάσιμης. Επιβάλλεται, όμως, να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, το οποίο έχει εφαρμογή στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του ιδίου Οργανισμού, η παρέμβαση δύναται να έχει ως μοναδικό αντικείμενο την υποστήριξη των αιτημάτων ενός εκ των διαδίκων. Επιπλέον, κατά το άρθρο 116, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο που αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρεμβάσεώς του.

39      Ως εκ τούτου, η Ιταλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν νομιμοποιούνται να προβάλουν λόγο απαραδέκτου της προσφυγής, το δε Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να εξετάσει τους λόγους απαραδέκτου που επικαλούνται οι παρεμβαίνουσες (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1993, C-313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. Ι-1125, σκέψεις 20 έως 22, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Νοεμβρίου 1997, T‑290/94, Kaysersberg κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑2137, σκέψη 76). Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι απαραδέκτου τους οποίους προέβαλαν η Ιταλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Πολωνίας.

 Επί του αιτήματος της Επιτροπής να μη ληφθούν υπόψη οι παραπομπές του δικογράφου της προσφυγής στην από 17 Οκτωβρίου 2008 γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

40      Η Επιτροπή διατείνεται ότι η έκδοση της επίμαχης γνωμοδοτήσεως, η οποία αφορά την πρόταση της Επιτροπής περί τροποποιήσεως του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, δεν εγκρίθηκε από το Συμβούλιο, ούτε διατάχθηκε από το νυν Γενικό Δικαστήριο. Συνεπώς, κατά πάγια νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο δεν πρέπει να λάβει υπόψη καμία από τις παραπομπές του δικογράφου της προσφυγής στη γνωμοδότηση αυτή.

41      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διευκρινίζει ότι η γνωμοδότηση αυτή, άνευ ουσιώδους σημασίας για την επίλυση της υπό κρίση ένδικης διαφοράς, έχει αποτελέσει αντικείμενο επίσημης εκθέσεως, μνημονεύεται δε στο δικόγραφο της προσφυγής κατά τρόπο όλως γενικό.

42      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, αντιβαίνει στο δημόσιο συμφέρον, το οποίο επιβάλλει να μπορούν τα θεσμικά όργανα να επωφελούνται από τις γνωμοδοτήσεις των νομικών υπηρεσιών τους, που εκδίδονται εν πλήρει ανεξαρτησία, να γίνει δεκτό ότι τέτοιου είδους εσωτερικά έγγραφα είναι δυνατό να προβάλλονται από τρίτους σε σχέση με τις υπηρεσίες οι οποίες ζήτησαν την έκδοσή τους στο πλαίσιο διαφοράς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς η επίκλησή τους να έχει εγκριθεί από το οικείο θεσμικό όργανο ή να έχει διαταχθεί από το Γενικό Δικαστήριο (διάταξη του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 2002, C-445/00, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I-9151, σκέψη 12, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Νοεμβρίου 2000, T‑44/97, Ghignone κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑223 και II‑1023, σκέψη 48, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Ιανουαρίου 2005, T-357/03, Gollnisch κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2005, σ. II-1, σκέψη 34).

43      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της Επιτροπής να μη ληφθούν υπόψη οι παραπομπές του δικογράφου της προσφυγής στην από 17 Οκτωβρίου 2008 γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου.

 Επί της ουσίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

44      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Σουηδίας, προβάλλει έναν μόνο λόγο ακυρώσεως, αντλούμενο από το ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, σε συνδυασμό με την δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη του, όπου γίνεται λόγος για το συμφέρον της Koινότητας να εκμεταλλεύεται σε μόνιμη βάση τα γεωργικά προϊόντα έως ότου μειωθούν τα αποθέματα σε κανονικό επίπεδο, καθώς και με τα άρθρα 33 ΕΚ και 37 ΕΚ. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός «απομακρύνθηκε εντελώς» από την κοινή γεωργική πολιτική (ΚΓΠ) και κατέστη στην πράξη στοιχείο της κοινωνικής πολιτικής.

45      Καταρχάς, το άρθρο 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, το οποίο περιέχεται στο υποτμήμα IV, που φέρει τον τίτλο «Διάθεση από τα αποθέματα παρεμβάσεως», του τμήματος II του κεφαλαίου I του τίτλου I του μέρους II του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, επιτρέπει τη συμπληρωματική προμήθεια τροφίμων από τις αγορές μόνο σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχει προσωρινή έλλειψη ενός προϊόντος στα αποθέματα παρεμβάσεως κατά την εφαρμογή του ετήσιου σχεδίου και μόνο στον βαθμό που απαιτείται για την υλοποίηση του σχεδίου σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.

46      Πλην όμως, πρώτον, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά την προμήθεια προϊόντων τα οποία απλώς «δεν είναι διαθέσιμ[α] προσωρινά στα αποθέματα παρέμβασης». Συγκεκριμένα, μολονότι η προϋπόθεση αυτή επιβάλλει να έχουν κατά πρώτον διανεμηθεί τα υπάρχοντα αποθέματα παρεμβάσεως και συνεπάγεται ότι οι συμπληρωματικές προμήθειες αποτελούν προσωρινό και κατ’ εξαίρεση λαμβανόμενο μέτρο, ο συσχετισμός μεταξύ των τροφίμων που προέρχονται από τα αποθέματα παρεμβάσεως και αυτών που αγοράζονται συμπληρωματικά έχει αντιστραφεί, δεδομένου ότι το ποσοστό των δεύτερων στη συνολική ποσότητα την οποία αφορά το σχέδιο έχει αυξηθεί από 18,06 % το 2006 σε 85,35 % το 2008 και σε 86,98 % κατά το 2009. Επιπλέον, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής όσον αφορά τις μεταβολές των αποθεμάτων παρεμβάσεως, η κατάσταση αυτή αναμένεται να διαρκέσει επί μακρόν.

47      Όσον αφορά τον προϋπολογισμό που διατέθηκε για την υλοποίηση του σχεδίου το 2009, το ποσό αυξήθηκε στα 500 εκατομμύρια ευρώ, χωρίς η άνοδος αυτή, σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, να μπορεί να δικαιολογηθεί από την άνοδο των τιμών των προϊόντων τα οποία αφορά το σχέδιο. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αμφισβητεί επίσης ότι η διαδικασία εγκρίσεως του σχεδίου είναι σύμφωνη με τον κανονισμό 3149/92, υποστηρίζοντας ότι, βάσει της ανακοινωθείσας αυξήσεως του διατιθέμενου για το σχέδιο προϋπολογισμού, η Επιτροπή κάλεσε τα κράτη μέλη, μετά τη λήξη της προβλεπομένης σχετικώς προθεσμίας, να επανεξετάσουν τα αιτήματά τους όσον αφορά τα αναγκαία για την υλοποίηση του σχεδίου προϊόντα.

48      Δεύτερον, η έλλειψη των προϊόντων όσον αφορά τα αποθέματα παρεμβάσεως θα πρέπει να ανακύπτει «κατά τη διάρκεια της [εφαρμογής] του ετήσιου σχεδίου». Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η προϋπόθεση αυτή έχει την έννοια ότι η προμήθεια μπορεί να προβλεφθεί σε περίπτωση ελλείψεως προϊόντων κατά το οικονομικό έτος εφαρμογής του σχεδίου ή εφόσον διαπιστώνεται, κατά την κατάρτιση του ετήσιου σχεδίου, ότι τα υπάρχοντα αποθέματα παρεμβάσεως είναι κατά πάσα πιθανότητα ή μετά βεβαιότητος ανεπαρκή. Βάσει του προσβαλλόμενου κανονισμού, όμως, χορηγούνται κεφάλαια για την προμήθεια προϊόντων στην περίπτωση των οποίων δεν είχε προβλεφθεί, όταν καταρτίσθηκε το σχέδιο, κανένα απόθεμα παρεμβάσεως για το έτος.

49      Τρίτον, το καθορισθέν σχέδιο δεν στηρίχθηκε στο ύψος των υφιστάμενων ή αναμενόμενων αποθεμάτων παρεμβάσεως, αλλά αποκλειστικά και μόνον στις ανάγκες που δήλωσαν τα μετέχοντα κράτη μέλη, και συνεπώς δεν αντιστοιχεί σε αυτό που είναι «αναγκαίο» για την υλοποίησή του. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, οι ποσότητες τις οποίες αφορά το σχέδιο πρέπει να συναρτώνται με τα αποθέματα παρεμβάσεως. Έτσι, βάσει του άρθρου 43, στοιχείο ζ΄, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, η Επιτροπή μπορεί να καταρτίζει ετήσιο πλάνο αποκλειστικώς σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, το οποίο προβλέπει τη διανομή προϊόντων από τα αποθέματα παρεμβάσεως.

50      Εν συνεχεία, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι το σχέδιο που εγκρίθηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό δεν κατατείνει στην επίτευξη κανενός από τους σκοπούς του άρθρου 33 ΕΚ. Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η επιλογή της νομικής βάσεως μιας πράξεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων καταλέγονται, ιδίως, ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως αυτής. Κατά την προσφεύγουσα, η επίμαχη ρύθμιση δεν αφορά την παραγωγή και τη διάθεση στο εμπόριο γεωργικών προϊόντων και δεν αποτελεί νομοθετικό μέτρο που θεσπίσθηκε στο πλαίσιο της ΚΓΠ.

51      Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, το οικείο σχέδιο «έχει απομακρυνθεί εντελώς» από την ΚΓΠ και ειδικότερα από τον σκοπό της σταθεροποιήσεως των αγορών κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, ΕΚ. Δεδομένου ότι συντελέσθηκε τόσο μεγάλη μείωση των αποθεμάτων παρεμβάσεως και δεδομένου ότι το σχέδιο στηριζόταν κυρίως στην προμήθεια τροφίμων, το μέτρο αυτό δεν εντάσσεται πλέον στη γεωργική αγορά, αλλά έπεται αυτής. Το επίμαχο σχέδιο σχετίζεται με τα άρθρα 33 ΕΚ και 37 ΕΚ ως δευτερεύον μόνο στοιχείο του μηχανισμού παρεμβάσεως, δεδομένου ότι ο πρωταρχικός σκοπός του είναι κοινωνικός. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, όμως, το πεδίο εφαρμογής της ΚΓΠ είναι περιορισμένο σε περίπτωση κατά την οποία νομική πράξη έχει ορισμένα αποτελέσματα επί της γεωργίας τα οποία έχουν απλώς παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με τον κύριο σκοπό.

52      Ομοίως, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η Επιτροπή, το πρόγραμμα κοινοτικής επισιτιστικής βοήθειας δεν συμβάλλει στη διασφάλιση λογικών τιμών κατά την προσφορά αγαθών στους καταναλωτές, κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, ΕΚ. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι τα τρόφιμα προσφέρονται στους απόρους, ο σκοπός περί λογικών τιμών δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επιτευχθεί. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο λογικός χαρακτήρας της τιμής δεν μπορεί να ταυτισθεί με τις χαμηλότερες δυνατές τιμές.

53      Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, οι εκτιμήσεις της επιβεβαιώνονται από το σχέδιο της Επιτροπής, της 17ης Σεπτεμβρίου 2008, περί τροποποιήσεως του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, με το οποίο προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η κατάργηση του περιορισμού των προμηθειών σε περιπτώσεις προσωρινής ελλείψεως στα αποθέματα παρεμβάσεως. Η τροποποίηση αυτή επιβάλλεται από την ανάγκη προσαρμογής του παράγωγου δικαίου στην πραγματικότητα, στοιχείο το οποίο επιβεβαίωσε η Επιτροπή.

54      Όσον αφορά τον κανονισμό 3149/92, αυτός δεν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ενώσεως, αλλά πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των ανώτερης τυπικής ισχύος κανόνων δικαίου, από τους οποίους δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εισάγει παρέκκλιση.

55      Το Βασίλειο της Σουηδίας προσθέτει, πρώτον, ότι ο ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ προβλέπει, καταρχήν, αποκλειστικά τη χρήση των αποθεμάτων παρεμβάσεως, ενώ η σε σημαντικό βαθμό προμήθεια προϊόντων από την κοινοτική αγορά συνιστά «καταστρατήγηση» του κανονισμού αυτού. Οι προϋποθέσεις για την προμήθεια των προϊόντων, τις οποίες θέτει το άρθρο 27, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικώς, δεδομένου ότι πρόκειται για εξαιρέσεις.

56      Όσον αφορά το χρονικό σημείο κατά το οποίο είναι δυνατή η προμήθεια, το Βασίλειο της Σουηδίας επικαλείται το ενδεχόμενο διαφοροποιήσεως ως προς το γράμμα της διατάξεως μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ. Κατά την απόδοση στη σουηδική γλώσσα, η έλλειψη προϊόντος πρέπει να ανακύπτει κατά την εφαρμογή του σχεδίου, οπότε αρκεί η τροποποίηση του ετήσιου σχεδίου. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το πλαίσιο και τον σκοπό της διατάξεως αυτής, ο οποίος συνίσταται στην προσήκουσα χρήση των αποθεμάτων παρεμβάσεως και όχι, καταρχάς, στην ενίσχυση των απόρων. Επιπλέον, κατά το άρθρο 4 του κανονισμού 3149/92, η προμήθεια συγκεκριμένου προϊόντος από την αγορά είναι δυνατή μόνον εφόσον τα τρόφιμα πρώτης ανάγκης που πρέπει να παρασχεθούν έχουν ήδη κατανεμηθεί από τα αποθέματα παρεμβάσεως μέσω μεταφορών μεταξύ των κρατών μελών.

57      Η πρόθεση του νομοθέτη της Ενώσεως δεν ήταν σε καμία περίπτωση η πρόβλεψη μόνιμου προγράμματος βοηθείας. Αντιθέτως, βάσει της δέκατης όγδοης αιτιολογικής σκέψεως του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, η μείωση των αποθεμάτων παρεμβάσεως συνεπάγεται συρρίκνωση του εύρους του σχεδίου. Τουναντίον, οι σκοποί κοινωνικής πολιτικής συνάγονται σαφώς από τα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού 3149/92.

58      Εν συνεχεία, το Βασίλειο της Σουηδίας υποστηρίζει ότι το άρθρο 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ δεν σκοπεί να διασφαλίσει λογικές τιμές κατά την προσφορά αγαθών στους καταναλωτές, όπως προβλέπει το άρθρο 33, παράγραφος 1, ΕΚ. Όσον αφορά τον σκοπό της σταθεροποιήσεως των αγορών, το εν λόγω κράτος μέλος υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, αυτός προϋποθέτει και τη βούληση μειώσεως των πλεονασμάτων στην Κοινότητα. Η καθοριζόμενη με τον προσβαλλόμενο κανονισμό κατανομή των προϊόντων, όμως, δεν συνδέεται προσηκόντως με τις προμήθειες παρεμβάσεως όσον αφορά τον σκοπό αυτό. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται το άρθρο 37 ΕΚ ως νομική βάση κάθε νομοθεσίας σκοπούσας στην επιδότηση της αγοράς τροφίμων.

59      Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση κατά την οποία από τον έλεγχο κοινοτικής πράξεως καταδεικνύεται ότι αυτή έχει διττό σκοπό ή ότι αποτελείται από δύο συνιστώσες και εφόσον ο ένας/η μία εξ αυτών μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κύριος/κύρια ή πρωταρχικός/ πρωταρχική, η πράξη πρέπει να στηρίζεται σ’ αυτόν ή σ’ αυτήν. Κατά το Βασίλειο της Σουηδίας, πράξη όπως ο προσβαλλόμενος κανονισμός μπορεί να εκδοθεί βάσει του άρθρου 308 ΕΚ.

60      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία, την Ιταλική Δημοκρατία και τη Δημοκρατία της Πολωνίας, διατείνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός είναι σύμφωνος με τον ενιαίο κανονισμό ΚΟΑ και με τον κανονισμό 3149/92.

61      Πρώτον, η Επιτροπή διατείνεται ότι τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας περί της ερμηνείας του άρθρου 33 ΕΚ στερούνται σημασίας. Ωστόσο, προκειμένου να αντικρούσει την κριτική ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν επιδιώκει την επίτευξη των σκοπών του άρθρου αυτού, η Επιτροπή υπενθυμίζει την νομολογία, κατά την οποία μια ρύθμιση πρέπει να υπαχθεί στον τομέα της γεωργίας και, επομένως, στο άρθρο 37 ΕΚ, εφόσον τα προϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της Συνθήκης ΕΚ και εφόσον η επίμαχη ρύθμιση συμβάλλει στην επίτευξη ενός ή πλειόνων σκοπών της ΚΓΠ, κάτι που συμβαίνει στην περίπτωση των προϊόντων τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ.

62      Συγκεκριμένα, το άρθρο 33 ΕΚ σκοπεί στη σταθεροποίηση των αγορών μέσω της διαθέσεως και της προσωρινής προμήθειας προϊόντων από την κοινοτική αγορά, καθώς επίσης και στη διασφάλιση λογικών τιμών κατά την προσφορά αγαθών στους καταναλωτές, μεταξύ των οποίων καταλέγονται και οι άποροι, παρέχοντάς τους γεωργικά προϊόντα σε προσιτές τιμές. Η Επιτροπή προσθέτει ότι ο κοινωνικός σκοπός του σχεδίου διανομής καθίστατο ανέκαθεν σαφής στις βασικές διατάξεις και στα άρθρα 2 ΕΚ και 3 ΕΚ, υπό το πρίσμα των οποίων πρέπει να ερμηνεύεται η ΚΓΠ. Το σχέδιο αυτό εξακολουθεί να συνδέεται με την ΚΓΠ.

63      Δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προϋπόθεση της ελλείψεως των αποθεμάτων «κατά την [εφαρμογή] του ετήσιου σχεδίου» πληρούται εφόσον τα αποθέματα παρεμβάσεως δεν είναι διαθέσιμα κατά τον χρόνο υλοποιήσεως του ετήσιου σχεδίου. Εξάλλου, από τον κανονισμό 3149/92 και από το πλαίσιο και τον σκοπό του άρθρου 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ προκύπτει ότι το ζήτημα αν τα αποθέματα είναι διαθέσιμα πρέπει να εξετάζεται κατά τον χρόνο εγκρίσεως του ετήσιου σχεδίου. Σύμφωνα με τον κανονισμό 3149/92, ο προγραμματισμός της διανομής καθορίζεται από τον μήνα Μάιο του προηγούμενου έτους (όταν τα κράτη μέλη ανακοινώνουν τις ανάγκες τους) προκειμένου το σχέδιο να εγκριθεί πριν την 1η Οκτωβρίου, όταν θα αρχίσει η εκτέλεσή του. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, σημείο 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού αυτού, η ενίσχυση διατίθεται στα κράτη μέλη για την περίπτωση προσωρινής ελλείψεως προϊόντος, η οποία διαπιστώνεται κατά την έγκριση του ετήσιου σχεδίου. Εξάλλου, τα επιχειρήματα που παραθέτει σχετικώς η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο υπόμνημά της απαντήσεως, ενισχύουν κατά τα φαινόμενα την ερμηνεία αυτή.

64      Όσον αφορά την «προσωρινή έλλειψη» των αποθεμάτων παρεμβάσεως, η Επιτροπή συμφωνεί με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ως προς τον επικουρικό χαρακτήρα των προμηθειών σε σχέση με τα αποθέματα παρεμβάσεως. Εντούτοις, η καθού διατείνεται ότι, ελλείψει σχετικής διευκρινίσεως, η προϋπόθεση αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του σκοπού του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δημόσιες παρεμβάσεις στην αγορά συνιστούν πάγιο τρόπο ασκήσεως πολιτικής στο πλαίσιο της ΚΟΑ, ο οποίος απαιτεί τις προσήκουσες δυνατότητες διαθέσεως, στοιχείο το οποίο δεν αμφισβητείται από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Προκειμένου να συνεχίσουν να υφίστανται οι δυνατότητες αυτές, οι οικείες προμήθειες δεν επιτρέπονται απλώς, αλλά είναι απαραίτητες. Έτσι, καθόσον η δημιουργία αποθεμάτων παρεμβάσεως ορισμένων προϊόντων είναι νομικώς δυνατή και ουσιαστικά αρκετά πιθανή, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να προβλέπει το ενδεχόμενο συμπληρωματικής προμήθειας τέτοιων προϊόντων.

65      Επιπλέον, η έννοια της «προσωρινής ελλείψεως» πρέπει να ερμηνευθεί στο πλαίσιο συνολικής εξετάσεως λαμβάνουσας υπόψη περισσότερα έτη. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 3149/92, η Επιτροπή υποχρεούται, κατά την έγκριση του σχεδίου, να λάβει υπόψη τη χρήση των πόρων κατά τα προηγούμενα οικονομικά έτη. Συγκεκριμένα, δεδομένης της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει προς τούτο η Επιτροπή, οι οικείες προμήθειες θα απαγορεύονται μόνο σε περίπτωση καταργήσεως ή μακροπρόθεσμης αναστολής του μηχανισμού παρεμβάσεως για ένα προϊόν.

66      Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει στην περίπτωση του προσβαλλόμενου κανονισμού. Συγκεκριμένα, προκειμένου να πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, η Επιτροπή οφείλει να διενεργήσει έλεγχο διαθεσιμότητας για κάθε προϊόν χωριστά και όχι για το σύνολο των αποθεμάτων παρεμβάσεως. Πλην όμως, πρώτον, βάσει του κανονισμού αυτού, τα προϊόντα που αφορά το σχέδιο είναι επιλέξιμα για συμπληρωματικές προμήθειες με σκοπό την παρέμβαση. Δεύτερον, το ύψος των αποθεμάτων παρεμβάσεως των διαφόρων προϊόντων δεν είναι σταθερό, αλλά μεταβάλλεται στον χρόνο. Τρίτον, τα προϊόντα που έπρεπε να συγκεντρωθούν το 2009 δεν ήταν διαθέσιμα για βραχύ χρονικό διάστημα. Επιπλέον, τα νέα αποθέματα παρεμβάσεως τα οποία συγκεντρώνονταν μπορούσαν να καλύψουν μεγάλο μέρος του ετήσιου σχεδίου για το οικονομικό έτος 2010. Ως εκ τούτου, ορθώς έκρινε η Επιτροπή ότι η έλλειψη των αποθεμάτων αυτών ήταν απλώς προσωρινή και ότι μπορούσε να προβλέψει το ενδεχόμενο προμήθειας των προϊόντων αυτών από την κοινοτική αγορά.

67      Η Επιτροπή φρονεί ότι η σχετική επιχειρηματολογία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ενέχει αντιφάσεις και δεν δίδει απάντηση στο ζήτημα ποιο είναι το ελάχιστο όριο των υπαρχόντων αποθεμάτων παρεμβάσεως, πέραν του οποίου μπορεί να αποφασισθεί η διενέργεια συμπληρωματικών προμηθειών. Το ποσοτικό στοιχείο, το οποίο προβάλλει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, δεν συνάγεται από την οικεία διάταξη του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ. Αντιβαίνει εξάλλου στον σκοπό του κανονισμού αυτού και θίγει την ασφάλεια δικαίου κατά την εφαρμογή του. Εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματα αυτά δεν δύνανται να αντικρούσουν την ερμηνεία της οικείας διατάξεως την οποία προκρίνει η Επιτροπή, ούτε να θέσουν εν αμφιβόλω τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού, ο οποίος στηρίζεται στην ερμηνεία αυτή. Το έγγραφο εξαμήνου που προσκόμισε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αφορά τις μακροπρόθεσμες προβλέψεις στις οποίες δεν μπορεί να βασισθεί η απόφαση της Επιτροπής περί εκτελέσεως των ετησίων σχεδίων. Εν πάση περιπτώσει, προκειμένου να εκτιμηθεί η νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού, σημασία έχει αποκλειστικώς η υφιστάμενη κατά την έκδοσή του νομική κατάσταση.

68      Όσον αφορά την προϋπόθεση περί αναγκαιότητας, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το ετήσιο σχέδιο για το οικονομικό έτος 2009 περιορίζεται στις δαπάνες οι οποίες προβλέπονται προς τούτο βάσει του προϋπολογισμού της Ενώσεως, όπως ορίζεται στο άρθρο 27, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ο αναγκαίος χαρακτήρας δεν πρέπει να εκτιμάται βάσει του συσχετισμού μεταξύ των ποσοτήτων τις οποίες αφορά το σχέδιο και του ύψους των αποθεμάτων παρεμβάσεως, αλλά βάσει των προμηθειών που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση του σχεδίου στα μετέχοντα κράτη μέλη. Επομένως, η καθής υποστηρίζει ότι, κατά τα οικονομικά έτη κατά τα οποία το ύψος των αποθεμάτων παρεμβάσεως ήταν ιδιαίτερα μεγάλο, βάσει του σχεδίου διατέθηκε μικρό μόνο μέρος των αποθεμάτων. Συγκεκριμένα, το ετήσιο σχέδιο είχε ως σκοπό να καλύψει – στο πλαίσιο των προοριζόμενων για τον σκοπό αυτό πιστώσεων του προϋπολογισμού – τις ανάγκες που δήλωσαν τα κράτη μέλη, λαμβάνοντας υπόψη τους ακριβέστερους υπολογισμούς τους όσον αφορά τον αριθμό των απόρων.

69      Συναφώς, η Επιτροπή αμφισβητεί το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας περί αυξήσεως του προϋπολογισμού και υποστηρίζει ότι αυτός δεν καταρτίζεται επί αφηρημένης βάσεως, αλλά λαμβάνοντας υπόψη τα έξοδα για την προμήθεια ορισμένης ποσότητας προϊόντων στις τιμές της αγοράς, οι οποίες αυξήθηκαν κατά πολύ το 2008 και ήταν σαφώς υψηλότερες από τις τιμές παρεμβάσεως.

70      Κατά την Επιτροπή, τυχόν συρρίκνωση ή κατάργηση του σχεδίου βραχυπρόθεσμα, λόγω προσωρινής μειώσεως των αποθεμάτων παρεμβάσεως εν γένει και ειδικά λόγω της ελλείψεως ορισμένων προϊόντων, είναι αντίθετη στον σκοπό του. Συγκεκριμένα, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση από το σχέδιο των φιλανθρωπικών οργανώσεων που εξαρτώνται από αυτό και την εξαφάνιση των υποδομών που συνδέονται με το μέσο διαθέσεως των αποθεμάτων κατά τα επόμενα έτη, κατά τα οποία πρόκειται να αυξηθούν σαφώς τα αποθέματα. Αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών της σταθεροποιήσεως της αγοράς και της διασφαλίσεως υψηλού επιπέδου κοινωνικής προστασίας, οι οποίοι επιδιώκονται με το σχέδιο.

71      Τέλος, η Επιτροπή διατείνεται ότι η πρότασή της περί τροποποιήσεως του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ δεν παράγει κανένα υποχρεωτικό νομικό αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, δεν είναι δεκτική προσφυγής.

72      Με τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του Βασιλείου της Σουηδίας, η Επιτροπή αμφισβητεί την ερμηνεία ότι οι συμπληρωματικές προμήθειες επιτρέπονται μόνον σε περίπτωση κατά την οποία η έλλειψη των προϊόντων στα αποθέματα παρεμβάσεως ανακύπτει κατά την υλοποίηση του σχεδίου. Η μεγάλη πλειονότητα των γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ μάλλον ενισχύει τη ερμηνεία της Επιτροπής. Εξάλλου, η καθής υποστηρίζει ότι ουδόλως προκύπτει από την δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού ότι ο νομοθέτης προέβλεψε μείωση του εύρους του σχεδίου σε περίπτωση μειώσεως του ύψους των διαθέσιμων αποθεμάτων παρεμβάσεως.

73      Η Ιταλική Δημοκρατία φρονεί, εξάλλου, ότι η απόφαση της 4ης Απριλίου 2000, C‑269/97, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2000, σ. I‑2257), με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα άρθρα 33 ΕΚ και 37 ΕΚ μπορούν να αποτελέσουν τη νομική βάση για την θέσπιση νομοθετικού μέτρου το οποίο σκοπεί και ή, ίσως, κυρίως στην προστασία της δημόσιας υγείας, αφορά και την προκειμένη περίπτωση. Από τις διατάξεις των άρθρων 2 ΕΚ, 136 ΕΚ και 137 ΕΚ προκύπτει ότι τα άρθρα 33 ΕΚ και 37 ΕΚ μπορούν να αποτελέσουν την αποκλειστική νομική βάση για τη λήψη μέτρων τα οποία έχουν, ενδεχομένως και πρωταρχικό, κοινωνικό σκοπό, υπό την προϋπόθεση να χρησιμοποιηθούν τα μέσα που προβλέπονται για τη νομοθετική και κανονιστική ρύθμιση στον τομέα των γεωργικών αγορών, καθώς και για την παρέμβαση σ’ αυτές, η οποία συντρέχει στην περίπτωση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

74      Η Ιταλική Δημοκρατία υπενθυμίζει ότι ο κανονισμός (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 209, σ. 1), προβλέπει ότι το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) χρηματοδοτεί τη σταθεροποίηση των γεωργικών αγορών. Καθόσον βάσει του άρθρου 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ ανατίθεται στο ΕΓΤΕ η αποστολή χρηματοδοτήσεως των επίμαχων προμηθειών, αυτές αποτελούν επίσης δαπάνες για τη σταθεροποίηση των γεωργικών αγορών, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3730/87 του Συμβουλίου, της 10ης Δεκεμβρίου 1987, περί καθορισμού των γενικών κανόνων για την παροχή τροφίμων από τα αποθέματα παρέμβασης σε ορισμένους οργανισμούς με σκοπό τη διανομή τους στα […] άπορα άτομα της Κοινότητας (ΕΕ L 352, σ. 1), εντός των ορίων των επιτρεπόμενων δαπανών που έχει καθορίσει προς τούτο η αρμόδια για την κατάρτιση του προϋπολογισμού αρχή.

75      Από την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 2535/95 του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την τροποποίηση του κανονισμού 3730/87 (ΕΕ L 260, σ. 3), προκύπτει ότι, παρά τη σταδιακή μείωση των αποθεμάτων παρεμβάσεως, βούληση του νομοθέτη της Ενώσεως ήταν να εξακολουθεί να υφίσταται το οικείο σχέδιο, με την πρόβλεψη της προμήθειας από την αγορά ως «διάδοχου συστήματος», δηλαδή μέτρου ισοδύναμου και όχι επικουρικού ούτε παρεπόμενου χαρακτήρα σε σχέση με τη διάθεση των αποθεμάτων, το οποίο είναι πάντα σύμφωνο με τους σκοπούς της ΚΓΠ. Κατόπιν της διαπιστώσεως της ελλείψεως ενός προϊόντος, η ελευθερία επιλογής μεταξύ της διαθέσεως των αποθεμάτων και της προμήθειας από την αγορά περιορίζεται, επομένως, μόνον από την υποχρέωση να χρησιμοποιηθούν καταρχάς τα πρώτα, πριν την προμήθεια. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3730/87, την τρίτη αιτιολογική σκέψη και το άρθρο 4 του κανονισμού 3149/92, από την τρίτη και από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 267/96 της Επιτροπής, της 13ης Φεβρουαρίου 1996, για τροποποίηση του κανονισμού 3149/92 (ΕΕ L 36, σ. 2), και από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 1127/2007 της Επιτροπής, της 28ης Σεπτεμβρίου 2007, για την τροποποίηση του κανονισμού 3149/92 (ΕΕ L 255, σ. 18).

76      Η Ιταλική Δημοκρατία χαρακτηρίζει ως αναγκαίες όλες τις προμήθειες που σκοπούν στην κάλυψη των αναγκών οι οποίες μνημονεύονται στο σχέδιο και δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθούν, εκ των προτέρων, με τη χρήση των αποθεμάτων παρεμβάσεως. Η προϋπόθεση αυτή δεν συνδέεται πάντως με την ύπαρξη ελαχίστου ορίου χρησιμοποιήσιμων αποθεμάτων, ακόμη λιγότερο δε με το αν το ελάχιστο αυτό όριο υπερβαίνει το όριο των προμηθειών από την αγορά.

77      Όσον αφορά την έλλειψη προϊόντος κατά την εφαρμογή του σχεδίου, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το άρθρο 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ είναι διατυπωμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο διότι μόνον κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο είναι δυνατές οι αναγκαίες προμήθειες από την αγορά, στοιχείο σύμφωνο και με το άρθρο 3 του κανονισμού 3149/92. Επομένως, οι προμήθειες διενεργούνται μόνον εφόσον η έλλειψη των αποθεμάτων επιβεβαιώνεται κατά την εφαρμογή του σχεδίου. Η μνεία αυτή της περιόδου εφαρμογής του σχεδίου δεν αποκλείει τον προηγούμενο υπολογισμό της ανεπάρκειας των αποθεμάτων, καθόσον αυτός είναι απαραίτητος για τον καθορισμό των πιστώσεων εκ του προϋπολογισμού που προορίζονται για τις προμήθειες. Τούτο επιβεβαιώνεται από την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 267/96.

78      Η Γαλλική Δημοκρατία υπογραμμίζει τον σκοπό του προσβαλλόμενου κανονισμού, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση λογικών τιμών για τους καταναλωτές, πλην όμως αμφισβητείται από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Συγκεκριμένα, είτε με την καταβολή χρηματικού ποσού, είτε δωρεάν, ο κανονισμός αυτός σκοπεί ακριβώς να διασφαλίσει τη μόνη τιμή που μπορεί να θεωρηθεί λογική για τα άπορα άτομα, ιδίως σε σύγκριση με τις τιμές που αυτά καταβάλλουν για τα τρόφιμα που αγοράζουν από το σύνηθες δίκτυο διανομής.

79      Το κράτος μέλος αυτό προσθέτει ότι η ΚΓΠ καταλέγεται μεταξύ των δράσεων της Κοινότητας που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, ΕΚ και των οποίων η εφαρμογή πρέπει, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζει, σύμφωνα με το άρθρο 2 ΕΚ, υψηλό επίπεδο κοινωνικής προστασίας στο σύνολο της Κοινότητας. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η επιδίωξη των σκοπών της ΚΓΠ, ιδίως στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως αγορών, πρέπει να λαμβάνει υπόψη απαιτήσεις γενικού συμφέροντος, όπως η προστασία των καταναλωτών, της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων. Η βοήθεια στους απόρους αποτελεί επίσης απαίτηση γενικού συμφέροντος.

80      Όσον αφορά τον προσωρινό χαρακτήρα της ελλείψεως των αποθεμάτων παρεμβάσεως, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η μείωση της χρήσεως των αποθεμάτων αυτών ήταν ιδιαιτέρως σημαντική μόνον κατά τα δύο τελευταία έτη, δηλαδή από το 2008 και μετά.

81      Η Δημοκρατία της Πολωνίας διατείνεται ότι, καθόσον η διατύπωση του άρθρου 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ είναι αόριστη και ιδιαιτέρως γενική, η Επιτροπή διαθέτει σημαντικό περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τις προϋποθέσεις για την προμήθεια τροφίμων από την αγορά. Εν πάση περιπτώσει, η μόνο προσήκουσα ερμηνεία του άρθρου αυτού είναι η ερμηνεία την οποία δίδει ο κανονισμός 3149/92. Αντιθέτως, αν γινόταν δεκτή η επιχειρηματολογία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας όσον αφορά το μερίδιο των προμηθειών από την αγορά το οποίο καθορίζεται με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, τότε θα προσετίθετο νέα προϋπόθεση στον μηχανισμό διανομής, την οποία δεν προβλέπει μέχρι σήμερα ο ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ. Επιπλέον, στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή επί θεμάτων ΚΓΠ, μόνον ο προδήλως ακατάλληλος χαρακτήρας μέτρου λαμβανομένου στον τομέα αυτό θα μπορούσε να θέσει εν αμφιβόλω τη νομιμότητά του.

82      Όσον αφορά, ειδικότερα, την προϋπόθεση περί προσωρινής ελλείψεως των προϊόντων, αυτή δεν αφορά το παρελθόν του οικείου μέτρου, αλλά το «προβλέψιμο μέλλον» του. Επομένως, ελλείψει βεβαιότητας περί του ότι θα συγκεντρωθούν τα αποθέματα εντός «προβλέψιμου χρονικού ορίζοντα», πρέπει να γίνει δεκτό ότι πληρούται η προϋπόθεση αυτή.

83      Όσον αφορά τους σκοπούς της ΚΓΠ, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να ερμηνεύονται λαμβανομένων υπόψη των γενικών κοινωνικών και οικονομικών σκοπών της Ενώσεως, όπως ορίζονται βάσει του άρθρου 2 ΕΚ, καθώς και της παρούσας οικονομικής και κοινωνικής καταστάσεως και των διαρκώς μεταβαλλόμενων συνθηκών. Η ερμηνεία, όμως, την οποία προτείνει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν πληροί τα κριτήρια αυτά. Ειδικότερα, δεν λαμβάνει υπόψη την ουσιώδη μεταβολή της καταστάσεως στον τομέα της γεωργίας μετά τις τελευταίες διευρύνσεις της Ενώσεως.

84      Κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, οι απαριθμούμενοι στο άρθρο 33, παράγραφος 1, ΕΚ σκοποί της ΚΓΠ διακρίνονται σε δύο ισοδύναμες κατηγορίες, η πρώτη εκ των οποίων σκοπεί στη διασφάλιση της αναπτύξεως της γεωργίας και στη διατήρηση του προσήκοντος βιοτικού επιπέδου του γεωργικού πληθυσμού, ενώ η δεύτερη στη διασφάλιση του εφοδιασμού και λογικών τιμών ιδίως υπέρ των καταναλωτών τροφίμων. Το κράτος μέλος αυτό φρονεί συναφώς ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κακώς εξομοιώνει την έννοια των λογικών τιμών με αυτήν των τιμών της αγοράς, δεδομένου ότι η πρώτη πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών κάθε περιπτώσεως και, συνεπώς, δεν είναι πάντα ισοδύναμη της δεύτερης. Επιπλέον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ερμήνευσε πεπλανημένα τη νομολογία του Δικαστηρίου περί της έννοιας της λογικής τιμής, καθόσον αυτή δεν αφορά την ειδική κατηγορία καταναλωτών την οποία αποτελούν οι άποροι.

85      Τέλος, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι, ανεξαρτήτως προελεύσεως, τα γεωργικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του μηχανισμού διανομής μειώνουν το πλεόνασμα προϊόντων στην αγορά, γεγονός που συμβάλλει στη σταθεροποίησή της και στη βελτίωση του εισοδήματος των εργαζομένων στη γεωργία.

86      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Βασίλειο της Ισπανίας υπογράμμισε την απαίτηση σταθερότητας όσον αφορά το μέτρο της διανομής τροφίμων στους απόρους, επισημαίνοντας ότι οι συμπληρωματικές προμήθειες ήταν απαραίτητες για τη διατήρηση και την εύρυθμη λειτουργία του μέτρου αυτού επί πλείονα έτη. Συγκεκριμένα, η χρήση υλικών και ανθρώπινων πόρων για την εφαρμογή του σχεδίου μόνον κατά τα έτη στα οποία υφίσταται πλεόνασμα αποθεμάτων θα ήταν κατά πολύ επαχθέστερη από δημοσιονομικής και λειτουργικής απόψεως. Εξάλλου, το μέτρο αυτό δεν είναι απλώς κοινωνικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι δεν είναι επωφελές μόνο για τους απόρους, αλλά και για την αγορά γεωργικών προϊόντων και τροφίμων στο σύνολό της.

87      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φρονεί ότι, αντιθέτως προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα στη σκέψη 73 απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου, στην οποία παραπέμπει η Ιταλική Δημοκρατία, ο προσβαλλόμενος εν προκειμένω κανονισμός δεν σκοπεί στην παραγωγή και στη διάθεση στο εμπόριο γεωργικών προϊόντων, αλλά αφορά, σε ποσοστό 90 %, προμήθειες γεωργικών προϊόντων οι οποίες διενεργούνται εντελώς ανεξάρτητα από τα μέσα ασκήσεως της ΚΓΠ. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας ότι η επισιτιστική βοήθεια κατέστη σταθερός σκοπός της ΚΓΠ, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στους κανόνες κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών. Επιπλέον, δεν είναι δυνατό να δικαιολογηθεί ο χαρακτηρισμός μέτρου ως υπαγόμενου στην ΚΓΠ με το επιχείρημα ότι προκύπτει de jure βάσει της πιστώσεως των αντίστοιχων πόρων στο ΕΓΤΕ.

88      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επισημαίνει επίσης ότι ο κανονισμός 2535/95 δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση και ότι το συμπέρασμα της Ιταλικής Δημοκρατίας δεν αφορά το τελευταίο μέρος της πρώτης αιτιολογικής σκέψεως του κανονισμού αυτού. Όσον αφορά δε τον κανονισμό 1127/2007, αυτός δεν μπορεί να ασκήσει επιρροή στην ερμηνεία κανόνων δικαίου ανώτερης τυπικής ισχύος. Τέλος, ο κανονισμός 3730/87 δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως έχων την έννοια ότι προβλέπει ήδη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των μέτρων στο πλαίσιο του επισιτιστικού προγράμματος.

89      Όσον αφορά τα επιχειρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας περί του ότι με τον προσβαλλόμενο κανονισμό επιδιώκεται η επίτευξη των σκοπών της ΚΓΠ, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο σκοπός της σταθεροποιήσεως της αγοράς συνεπάγεται την εγκαθίδρυση ισορροπίας στην αγορά μεταξύ της προσφοράς και της ζητήσεως, οπότε τα επίμαχα μέτρα πρέπει να συμβάλλουν στη λειτουργία της κοινής αγοράς, κάτι που δεν συμβαίνει στην περίπτωση των προμηθειών που προβλέπει ο προσβαλλόμενος κανονισμός. Επιπλέον, η ανώτατη τιμή που μπορεί να ζητηθεί για την προμήθεια τροφίμων υπολογίζεται αποκλειστικά με βάση τις πραγματικές δαπάνες και, επομένως, δεν είναι δυνατό να κατατείνει στην επίτευξη του σκοπού της διασφαλίσεως λογικών τιμών. Εξάλλου, καμία από τις πράξεις που αποτελούν τη νομική βάση του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν μνημονεύει ρητώς ή εμμέσως τον σκοπό αυτό.

90      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αμφισβητεί επίσης την ανάλυση της Γαλλικής Δημοκρατίας περί προσωρινού χαρακτήρα της ελλείψεως των αποθεμάτων και υποστηρίζει ότι ποσοστό 20 έως 30 % των προμηθειών από την αγορά πρέπει ήδη να θεωρείται σημαντικό, οπότε οι δυσχέρειες εφοδιασμού υφίστανται τουλάχιστον από τετραετίας.

91      Όσον αφορά την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή και η οποία προκύπτει από τη νομολογία στην οποία παραπέμπει η Δημοκρατία της Πολωνίας, αυτή δεν αφορά, κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, την ερμηνεία των σκοπών ενός μέτρου και, ως εκ τούτου, την υπό κρίση υπόθεση.

92      Όσον αφορά το κριτήριο περί προσωρινής ελλείψεως των προϊόντων, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φρονεί ότι η έλλειψη αυτή συνδέεται με την αξία των συμπληρωματικών προμηθειών, δεδομένου ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν μπορεί να στηρίζεται σε προμήθειες οι οποίες αυξάνονται επί αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και αποτελούν το σύνολο σχεδόν των παροχών των δύο τελευταίων ετών. Κατά την εκτίμηση του στοιχείου αυτού, πρέπει οπωσδήποτε να ληφθεί υπόψη το παρελθόν.

93      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επικαλείται την αριθ. 6/2009 ειδική έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία φέρει τον τίτλο «Επισιτιστική βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους απόρους: αξιολόγηση των στόχων, των μέσων και των μεθόδων που εφαρμόστηκαν», στην οποία το Ελεγκτικό Συνέδριο εκτιμά ότι ένα πρόγραμμα επισιτιστικής βοήθειας είναι βεβαίως επιθυμητό από πολιτικής απόψεως ως κοινωνικό μέτρο, πλην όμως δεν είναι συμβατό με τις διατάξεις περί ΚΓΠ και με τη χρηματοδότησή της. Το Ελεγκτικό Συνέδριο εξέφρασε επίσης αμφιβολίες ως προς τη συμβολή του προγράμματος αυτού στη ρύθμιση της αγοράς.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

94      Καταρχάς, πρέπει να διευκρινισθεί η σχέση μεταξύ του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, του κανονισμού 3149/92 και του προσβαλλόμενου κανονισμού.

95      Πρώτον, από τα υπόψη του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι αυτός εκδόθηκε βάσει του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, ιδίως δε του άρθρου του 43, στοιχείο ζ΄, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του ιδίου κανονισμού, δεδομένου ότι τα δύο αυτά άρθρα κάνουν λόγο για την εκ μέρους της Επιτροπής έγκριση των όρων για την κατάρτιση του ετήσιου σχεδίου που διαλαμβάνεται στο άρθρο 27, παράγραφος 1, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, καθώς και για τη διαδικασία την οποία πρέπει να ακολουθήσει.

96      Επιπλέον, από το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι η διανομή τροφίμων στους απόρους της Κοινότητας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, υλοποιείται σύμφωνα με το ετήσιο σχέδιο.

97      Δεύτερον, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του προσβαλλόμενου κανονισμού και του κανονισμού 3149/92, πρέπει να επισημανθεί ότι, με τον δεύτερο, η Επιτροπή καθόρισε ορισμένους κανόνες με τους οποίους ρυθμίζεται η άσκηση των εξουσιών που αντλεί από τον ενιαίο κανονισμό ΚΟΑ.

98      Έτσι, κατά την έγκριση του ετήσιου σχεδίου, η Επιτροπή όφειλε επίσης να τηρήσει τον κανονισμό 3149/92. Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι η πρώτη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού έχει ως εξής:

«Σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού […] 3149/92 […], η Επιτροπή οφείλει να εγκρίνει σχέδιο διανομής που θα χρηματοδοτηθεί από τους διαθέσιμους πόρους για το δημοσιονομικό έτος 2009. Στο σχέδιο πρέπει να καθορίζονται κυρίως, για κάθε κράτος μέλος που υλοποιεί τη δράση, το μέγιστο ποσό χρηματοδοτικών πόρων που διατίθενται για την εκτέλεση του μέρους του σχεδίου που το αφορά, καθώς και η ποσότητα κάθε είδους προϊόντων, η οποία μπορεί να αποσυρθεί από τα αποθέματα που κατέχουν οι οργανισμοί παρέμβασης.»

99      Ως εκ τούτου, η νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού πρέπει να εξετασθεί λαμβανομένων υπόψη, αφενός, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, ο οποίος αποτελεί τη νομική βάση του, και, αφετέρου του κανονισμού 3149/92.

100    Σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ των διατάξεων των δύο αυτών τελευταίων κανονισμών, πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει της αρχής της τηρήσεως της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου, ένας εκτελεστικός κανονισμός δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τους κανόνες που περιέχονται στην πράξη στης οποίας την εκτέλεση σκοπεί (βλ.. απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Μαΐου 2007, T‑219/04, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑1323, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

101    Πρέπει, πάντως, να επισημανθεί ότι εν προκειμένω οι διάδικοι δεν υποστηρίζουν ότι υφίσταται κάποιας μορφής ασυμβατότητα μεταξύ του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ και του κανονισμού 3149/92, αλλά έκαστος εξ αυτών υποστηρίζει διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ.

102    Ως εκ τούτου, η επίλυση της υπό κρίση διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ η οποία πρέπει να επιλεγεί.

103    Κατά πάγια νομολογία, οσάκις χρήζει ερμηνείας νομοθέτημα του παράγωγου δικαίου της Ενώσεως, πρέπει να ερμηνεύεται, κατά το δυνατό, κατά τρόπο σύμφωνο με τις διατάξεις της Συνθήκης. Ένας εκτελεστικός κανονισμός πρέπει επίσης να ερμηνεύεται, κατά το δυνατό, κατά τρόπο σύμφωνο με τις διατάξεις του βασικού κανονισμού (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Ιουνίου 1993, C‑90/92, Dr Tretter, Συλλογή 1993, σ. I‑3569, σκέψη 11, και της 10ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑61/94, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1996, σ. I‑3989, σκέψη 52).

104    Συνεπώς, ο ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο με τις εφαρμοστέες διατάξεις της Συνθήκης όσον αφορά την ΚΓΠ, στην οποία εντάσσεται.

105    Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να ερμηνευθεί διάταξη του δικαίου της Ενώσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2005, C‑17/03, VEMW κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑4983, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

106    Εξάλλου, σε περίπτωση κατά την οποία η γραμματική ερμηνεία και η ερμηνεία βάσει του ιστορικού θεσπίσεως κανονισμού δεν καθιστούν δυνατό να εκτιμηθεί το ακριβές περιεχόμενό του, ο κανονισμός πρέπει να ερμηνευθεί βάσει τόσο του σκοπού όσο και της εν γένει οικονομίας του (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1998, C‑68/94 και C‑30/95, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑1375, σκέψη 168, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Μαρτίου 1999, T‑102/96, Gencor κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑753, σκέψη 148).

107    Η νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα των αρχών αυτών.

–       Επί του μόνου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από την προβαλλόμενη έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά παράβαση του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, ιδίως δε του άρθρου του 27

108    Όπως προκύπτει από τη δέκατη αιτιολογική σκέψη του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, οι προμήθειες παρεμβάσεως αποτελούν μέσο της ΚΓΠ με σκοπό τη σταθεροποίηση των γεωργικών αγορών και τη διασφάλιση δίκαιου βιοτικού επιπέδου για τον γεωργικό πληθυσμό. Η δημόσια παρέμβαση διέπεται επί του παρόντος από τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο I του τίτλου I του μέρους II του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ. Ένα εκ των μέσων διαθέσεως των αποθεμάτων παρεμβάσεως που συγκεντρώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι, κατά το άρθρο 27 του ιδίου αυτού κανονισμού, η διανομή τους στους απόρους.

109    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξή αυτή.

110    Το μέτρο της διανομής τροφίμων στους απόρους της Κοινότητας θεσπίσθηκε με τον κανονισμό 3730/87. Από την τρίτη αιτιολογική σκέψη, μεταξύ άλλων, του κανονισμού αυτού προέκυπτε ότι, «με τα αποθέματα παρέμβασης διάφορων γεωργικών προϊόντων, η Κοινότητα διαθέτει τα μέσα για να συμβάλει αποτελεσματικά στην ευημερία των […] απόρων [πολιτών] της» και ότι «είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας και σύμφωνο με τους στόχους της [ΚΓΠ] να γίνει εκμετάλλευση της δυνατότητας αυτής σε μόνιμη βάση μέχρις ότου μειωθούν αυτά τα αποθέματα σε κανονικό επίπεδο με τη θέσπιση κατάλληλων μέτρων».

111    Κατόπιν διαδοχικών αναθεωρήσεων της ΚΓΠ, τα αποθέματα παρεμβάσεως μειώθηκαν σταδιακά, ενώ πολλαπλασιάσθηκαν τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία τα αποθέματα αυτά ήταν μικρά ή και ανύπαρκτα. Έτσι, ο κανονισμός 3730/87 τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2535/95. Ο κανονισμός αυτός εισήγαγε τη δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, της προμήθειας ορισμένων προϊόντων από την αγορά.

112    Η πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2535/95 έχει ως εξής:

«εκτιμώντας […] ότι το καθεστώς που θεσπίστηκε από τον κανονισμό […] 3730/87 […] στηρίζεται στην ύπαρξη διαθέσιμων δημοσίων αποθεμάτων κατόπιν μέτρων αγοράς από τους οργανισμούς παρέμβασης […]· ότι θεωρήθηκε ότι η θέσπιση και η εκτέλεση του ετήσιου σχεδίου παροχής τροφίμων μπορούν να καταστούν δύσκολες επειδή δεν θα υπάρχουν προσωρινώς διαθέσιμα ορισμένα προϊόντα βάσης στα αποθέματα παρέμβασης κατά τη διάρκεια του έτους· ότι ο κίνδυνος αυτός ενδέχεται να αυξηθεί λαμβανομένων υπόψη των μέτρων που ελήφθησαν για να ενισχυθεί ο καλύτερος έλεγχος των αγορών και η καλύτερη προσαρμογή της παραγωγής στις ανάγκες· ότι κρίνεται σκόπιμο, στο πλαίσιο του διαδόχου συστήματος σε παρόμοιες συνθήκες και για να μην απειληθεί η θέσπιση και η υλοποίηση των προγραμμάτων παροχών, να προβλεφθεί η δυνατότητα [προμήθειας] των σχετικών προϊόντων από την κοινοτική αγορά, με όρους ωστόσο που δεν θα θέτουν σε κίνδυνο την αρχή της παροχής προϊόντων που προέρχονται από τα αποθέματα παρέμβασης, ούτε το πλαίσιο των πιστώσεων που εγγράφονται για το σκοπό αυτό στον κοινοτικό προϋπολογισμό».

113    Η διάταξη των κανονισμών 3730/87 και 2535/95 περιελήφθη στο άρθρο 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, του οποίου η δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη υπενθυμίζει ότι «[χ]άρη στα αποθέματα παρέμβασης διαφόρων γεωργικών προϊόντων, η Κοινότητα διαθέτει τα μέσα για να συμβάλλει σημαντικά στην ευημερία των [..] απόρων πολιτών της», επισημαίνοντας ότι «[ε]ίναι προς το συμφέρον της Κοινότητας να εκμεταλλευθεί τη δυνατότητα αυτή σε μόνιμη βάση, έως ότου μειωθούν τα εν λόγω αποθέματα σε κανονικό επίπεδο με τη θέσπιση κατάλληλων μέτρων». Από την ίδια αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι βάσει των ανωτέρω με τον κανονισμό 3730/87 προβλέφθηκε το «κοινωνικό μέτρο» της διανομής τροφίμων στα άπορα άτομα της Κοινότητας, το οποίο πρέπει να παραμείνει σε ισχύ και να ενσωματωθεί στον ενιαίο κανονισμό ΚΟΑ.

114    Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 3 ανωτέρω, το μέρος ΙΙ, τίτλος Ι, κεφάλαιο Ι, τμήμα ΙΙ, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ περιλαμβάνει υποτμήμα IV το οποίο φέρει τον τίτλο «Διάθεση από την παρέμβαση» και περιέχει το εν λόγω άρθρο 27. Το άρθρο αυτό, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διανομή στους απόρους της Κοινότητας», ορίζει, στην παράγραφό του 1, ότι τα προϊόντα που βρίσκονται στα αποθέματα παρέμβασης τίθενται στη διάθεση ορισμένων οργανισμών, οι οποίοι καθορίζονται σύμφωνα με το ετήσιο σχέδιο. Η παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του ιδίου άρθρου προβλέπει ότι επιτρέπεται η προμήθεια προϊόντος από την κοινοτική αγορά σε περίπτωση κατά την οποία, μεταξύ άλλων, το προϊόν αυτό «δεν είναι διαθέσιμο προσωρινά στα κοινοτικά αποθέματα παρέμβασης κατά τη διάρκεια της υλοποίησης του ετήσιου σχεδίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, στον βαθμό που απαιτείται για την υλοποίηση του σχεδίου σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη και εφόσον τα έξοδα παραμένουν εντός των ορίων εξόδων που προβλέπονται για τον σκοπό αυτό από τον κοινοτικό προϋπολογισμό».

115    Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι προβλέπει μέτρο επωφελούς χρήσεως των αποθεμάτων παρεμβάσεως.

116    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υπό κρίση ένδικη διαφορά εντάσσεται στο πλαίσιο της εφαρμογής ρυθμίσεως προβλέπουσας δύο στάδια. Το κύριο στάδιο, αυτό της δημόσιας παρεμβάσεως στην αγορά, κατατείνει στην επίτευξη των σκοπών της ΚΓΠ που προσδιορίζονται με το άρθρο 33, παράγραφος 1, ΕΚ, ιδίως δε του σκοπού της σταθεροποιήσεως των αγορών. Το επόμενο στάδιο είναι αυτό της διαθέσεως των αποθεμάτων παρεμβάσεως που συγκεντρώθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο, της οποίας όρο εφαρμογής αποτελεί η διανομή των προϊόντων στους απόρους. Με τη διανομή αυτή επιδιώκεται η επίτευξη κοινωνικού σκοπού, ο οποίος είναι απλώς δευτερεύων και τρόπον τινά παρεπόμενος σε σχέση με τους πρωταρχικούς σκοπούς της ΚΓΠ και, ως εκ τούτου, μπορεί, καταρχήν, να επιτευχθεί μόνον εντός των ορίων των πλεονασματικών αποθεμάτων και λαμβανομένου υπόψη αυτού που είναι «σύμφωνο με τους [σκοπούς της ΚΓΠ] να γίνει εκμετάλλευση της δυνατότητας αυτής σε μόνιμη βάση μέχρις ότου μειωθούν αυτά τα αποθέματα σε κανονικό επίπεδο».

117    Όσον αφορά τη δυνατότητα συμπληρωματικών προμηθειών, από την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2535/95 προκύπτει ότι το μέτρο αυτό προβλέφθηκε για τον λόγο ότι «[αποδείχθηκε ότι η έγκριση] και η εκτέλεση του ετήσιου σχεδίου παροχής τροφίμων [ενδέχεται] να καταστούν δυσχερείς [λόγω της προσωρινής ελλείψεως ορισμένων βασικών προϊόντων] στα αποθέματα παρέμβασης κατά τη διάρκεια του έτους» και διότι έπρεπε «στο πλαίσιο του διαδόχου συστήματος, σε παρόμοιες συνθήκες και για να μην απειληθεί η [έγκριση] και η υλοποίηση των προγραμμάτων παροχών, να προβλεφθεί η δυνατότητα [προμήθειας] των σχετικών προϊόντων από την κοινοτική αγορά». Αντιθέτως, με την ίδια αιτιολογική σκέψη διευκρινίζεται ότι αυτό πρέπει να γίνει «με όρους […] που δεν θα θέτουν σε κίνδυνο την αρχή της παροχής προϊόντων που προέρχονται από τα αποθέματα παρέμβασης, ούτε το πλαίσιο των πιστώσεων που εγγράφονται για το σκοπό αυτό στον κοινοτικό προϋπολογισμό».

118    Ως εκ τούτου, από τα ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι ο λόγος υπάρξεως του μέτρου αυτού έγκειται στην ύπαρξη αποθεμάτων παρεμβάσεως και στο ετήσιο σχέδιο διανομής τους στους απόρους. Συνεπώς, σκοπός του ετήσιου σχεδίου και των συμπληρωματικών προμηθειών που αυτό καθορίζει δεν μπορεί να είναι, όπως διατείνεται η Επιτροπή, η κάλυψη των αναγκών που δήλωσαν τα κράτη μέλη τα οποία μετέχουν στο σχέδιο, αλλά η διανομή στους απόρους των ποσοτήτων των υφισταμένων αποθεμάτων παρεμβάσεως.

119    Έτσι, το άρθρο 27, παράγραφος 1, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ ορίζει ότι διατίθενται «τα προϊόντα που βρίσκονται στα αποθέματα παρέμβασης», ενώ, κατά την παράγραφο 2, στοιχείο α΄, του ιδίου άρθρου, επιτρέπεται η προμήθεια ενός προϊόντος από την κοινοτική αγορά σε περίπτωση κατά την οποία «δεν είναι διαθέσιμο προσωρινά στα κοινοτικά αποθέματα παρέμβασης [κατά την εφαρμογή] του ετήσιου σχεδίου». Αυτό σημαίνει ότι η συμπληρωματική προμήθεια τέτοιων προϊόντων προβλέπεται ως εξαίρεση από τον κανόνα, ο οποίος συνίσταται στη διανομή των προϊόντων από τα αποθέματα παρεμβάσεως. Συνεπώς, ως εξαίρεση, το μέτρο αυτό πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να καταστεί ο κανόνας.

120    Η συσταλτική ερμηνεία της έννοιας της «προσωρινής ελλείψεως […] κατά την εφαρμογή του ετήσιου σχεδίου» επιβάλλεται επίσης λόγω της πρόσθετης διευκρινίσεως που παρέχεται με το άρθρο 27, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, περί του ότι επιτρέπεται η προμήθεια προϊόντος από την αγορά «στον βαθμό που απαιτείται για την υλοποίηση του [ετήσιου] σχεδίου […] και εφόσον τα έξοδα παραμένουν εντός των ορίων εξόδων που προβλέπονται για τον σκοπό αυτόν από τον κοινοτικό προϋπολογισμό».

121    Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μόνον σε περίπτωση κατά την οποία η προσωρινή έλλειψη προϊόντος ανακύπτει κατά την εφαρμογή του ετήσιου σχεδίου επιτρέπεται η προμήθεια του προϊόντος αυτού από την αγορά. Η διάταξη προϋποθέτει επίσης την έγκριση ετήσιου σχεδίου και του προβλεπόμενου για την εκτέλεσή του προϋπολογισμού πριν από την ενδεχόμενη προμήθεια.

122    Βεβαίως, όπως διατείνεται η Επιτροπή, για πρακτικούς λόγους σχετικούς με την εφαρμογή και προκειμένου, ακριβώς, να είναι δυνατή η έγκριση του σχεδίου και του προβλεπόμενου για την εκτέλεσή του προϋπολογισμού, η Επιτροπή πρέπει να γνωρίζει κατά τον χρόνο εγκρίσεως του σχεδίου τις ποσότητες των προϊόντων που πρέπει να αγορασθούν επιπλέον, λόγω της ελλείψεώς τους στα αποθέματα παρεμβάσεως. Αυτή η μέθοδος είναι πράγματι η μόνη δυνατή και σύμφωνη με τις εφαρμοστέες διατάξεις του κανονισμού 3149/92.

123    Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού 3149/92, τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή όσον αφορά τις ανάγκες τους το αργότερο μέχρι την 31η Μαΐου που προηγείται της περιόδου εκτελέσεως του σχεδίου. Κατά το άρθρου 2 του ιδίου κανονισμού, η Επιτροπή εγκρίνει πριν την 1η Οκτωβρίου του ιδίου έτους το ετήσιο σχέδιο, βάσει του οποίου καθορίζεται, μεταξύ άλλων, «η ενίσχυση που […] διατίθεται [στα κράτη μέλη], για κάθε προϊόν, με σκοπό την [προμήθεια από την κοινοτική αγορά] για την αντιμετώπιση περιπτώσεων προσωρινής έλλειψης του εν λόγω προϊόντος στα αποθέματα που [κατέχουν οι οργανισμοί] παρέμβασης, η οποία έλλειψη διαπιστώθηκε κατά την έγκριση του ετήσιου σχεδίου».

124    Πάντως, οι προπαρατεθείσες διατάξεις δεν έχουν σε καμία περίπτωση την έννοια ότι βάσει αυτών παρέχεται στην Επιτροπή η εξουσία καθορισμού του σχεδίου ανεξαρτήτως των υφιστάμενων και/ή των υπολογιζόμενων για το οικείο έτος ποσοτήτων. Επομένως, μολονότι, για να καθορίσει τις ενισχύσεις, η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη τις ποσότητες που ζήτησαν τα κράτη μέλη, τις ποσότητες των αναγκαίων προϊόντων των οποίων υπάρχει έλλειψη στα αποθέματα παρεμβάσεως, καθώς και των προϊόντων που ζητήθηκαν, χορηγήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν πραγματικά κατά τη διάρκεια προηγούμενων ετών [άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3149/92], δεν μπορεί, όμως, να υπερβεί τα όρια που θέτει ο ανώτερης τυπικής ισχύος κανόνας δικαίου, δηλαδή ο ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ.

125    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έχει την ευθύνη να προσαρμόσει τις ποσότητες τις οποίες αφορά το σχέδιο στο ύψος των αποθεμάτων παρεμβάσεως ακριβώς κατά τον χρόνο εγκρίσεως του σχεδίου. Στο πλαίσιο αυτό, διαθέτει βεβαίως περιθώριο χειρισμών, βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 2, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, πλην όμως αυτό δεν συνεπάγεται ότι πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι η διάταξη αυτή αποτελεί εξαίρεση. Συγκεκριμένα, καθόσον πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα αποθέματα παρεμβάσεως αποτελούν μόνιμο θεσμό και ότι το μόνο στοιχείο που μεταβάλλεται είναι το ύψος τους, αναλόγως των διακυμάνσεων στην αγορά και των δημοσίων παρεμβάσεων, η φράση «δεν είναι διαθέσιμο προσωρινά» δεν έχει την έννοια ότι παραπέμπει σε αριθμό μηνών ή ετών, αλλά ότι εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα της διανομής των προϊόντων από τα αποθέματα παρεμβάσεως. Το ποσοστό των συμπληρωματικών προμηθειών πρέπει επομένως να αντικατοπτρίζει τον χαρακτήρα εξαιρέσεως που έχει το μέτρο αυτό σε σχέση με τις συνολικές ποσότητες του ετήσιου σχεδίου, μέτρο το οποίο έχει ως αποκλειστικό σκοπό την αντιμετώπιση των ελλείψεων που, αναλόγως της καταστάσεως των αποθεμάτων, ενδέχεται να ανακύψουν κατά την εκτέλεση του σχεδίου. Σε αντίθετη περίπτωση θα αντιστρέφονταν κανόνας και εξαίρεση.

126    Η κρίση αυτή δεν αντιβαίνει σε καμία από τις διατάξεις του κανονισμού 3149/92. Επιπλέον, είναι σύμφωνη με το γράμμα της πρώτης αιτιολογικής σκέψεως του κανονισμού 2535/95, που εισήγαγε τη δυνατότητα συμπληρωματικών προμηθειών και κατά την οποία η δυνατότητα έπρεπε να προβλεφθεί για να μην τεθεί σε κίνδυνο η έγκριση και η υλοποίηση των προγραμμάτων παροχών.

127    Εν προκειμένω, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, η Επιτροπή καθόρισε, για το οικονομικό έτος 2009, το ετήσιο σχέδιο διανομής τροφίμων στους απόρους, στο πλαίσιο του οποίου προέβλεψε, με το παράρτημα II, τις ενισχύσεις προς τα κράτη μέλη με σκοπό την προμήθεια προϊόντων από την αγορά συνολικής αξίας 431 420 891 ευρώ, δηλαδή κατά προσέγγιση σε ποσοστό 89,98 % των συνολικών ποσοτήτων που αφορά το σχέδιο και των οποίων η αξία ανερχόταν σε 496 εκατομμύρια ευρώ [παράρτημα I, στοιχείο α΄, του προσβαλλόμενου κανονισμού].

128    Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι κύριος σκοπός του ετήσιου σχεδίου που περιελάμβανε ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν ήταν η διάθεση των αποθεμάτων παρεμβάσεως, αλλά η κάλυψη των αναγκών που δήλωσαν τα κράτη μέλη τα οποία μετέχουν στο σχέδιο.

129    Εξάλλου, από τα συνημμένα έγγραφα στο υπόμνημα απαντήσεως προκύπτει ότι, κατόπιν της δηλώσεως του προέδρου της Επιτροπής περί αυξήσεως κατά τα δύο τρίτα του προϋπολογισμού για το πρόγραμμα διανομής τροφίμων στους απόρους, η Επιτροπή κάλεσε τα μετέχοντα κράτη να αναθεωρήσουν τις ανάγκες που δήλωσαν για το οικονομικό έτος 2009 και να τις κοινοποιήσουν σ’ αυτήν πριν το τέλος Αυγούστου του 2008, δηλαδή κατόπιν της λήξεως της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 3149/92.

130    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το ετήσιο σχέδιο για το οικονομικό έτος 2009 είναι σύμφωνο με το άρθρο 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, όπως ερμηνεύθηκε ανωτέρω.

131    Η κρίση αυτή δεν τίθεται εν αμφιβόλω από κανένα εκ των επιχειρημάτων που προέβαλαν η Επιτροπή, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Πολωνίας.

132    Η Επιτροπή, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Πολωνίας διατείνονται μεταξύ άλλων ότι τυχόν μείωση ή κατάργηση βραχυπρόθεσμα του σχεδίου, λόγω προσωρινής μειώσεως ή ελλείψεως ορισμένων προϊόντων στα αποθέματα παρεμβάσεως, αντιβαίνει στον σκοπό του, καθόσον θα έχει ως αποτέλεσμα κατά τα προσεχή έτη την αποχώρηση από το εν λόγω σχέδιο των φιλανθρωπικών οργανώσεων που εξαρτώνται απ’ αυτό και την κατάργηση της υποδομής που συνδέεται με τον θεσμό της διαθέσεως αποθεμάτων, μολονότι κατά τα έτη αυτά το ύψος των αποθεμάτων πρόκειται να αυξηθεί. Κάτι τέτοιο αντιβαίνει στους σκοπούς της ΚΓΠ και καθιστά αδύνατη τη συμβολή του προγράμματος στον σκοπό που συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου κοινωνικής προστασίας.

133    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής δεν αμφισβητείται ο ίδιος ο θεσμός του ετήσιου σχεδίου διανομής τροφίμων στους απόρους. Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, ο κύριος σκοπός του σχεδίου αυτού συνίσταται στη διανομή των προϊόντων από τα αποθέματα παρεμβάσεως και όχι η σταθερή κάλυψη των αναγκών των φιλανθρωπικών οργανώσεων που μετέχουν στο πρόγραμμα. Δεύτερον, από τη δικογραφία και τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το σχέδιο για το οικονομικό έτος 2009 το οποίο καθορίσθηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό δεν έχει αποσυνδεθεί απλώς από το ύψος των διαθέσιμων αποθεμάτων παρεμβάσεως, αλλά προβλέπει και ενισχύσεις για τις συμπληρωματικές προμήθειες, στο πλαίσιο προϋπολογισμού πολύ μεγαλύτερου από αυτούς των τριών προηγουμένων ετών. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός σκοπούσε να διασφαλίσει τη σταθερότητα του οικείου προγράμματος.

134    Τα επιχειρήματα της Επιτροπής, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Πολωνίας ότι τόσο το άρθρο 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ όσο και ο προσβαλλόμενος κανονισμός επιδιώκουν την επίτευξη των διαφόρων σκοπών της ΚΓΠ, όπως καθορίζονται βάσει του άρθρου 33, παράγραφος 1, ΕΚ, ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι είναι ακριβή, δεν δύνανται να αναιρέσουν την κρίση περί του ότι, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω σκέψεις, ο προσβαλλόμενος κανονισμός αντιβαίνει στο άρθρο 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, άρθρο του οποίου επ’ ουδενί αμφισβητείται η νομιμότητα στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

135    Στο πλαίσιο αυτό, η νομολογία την οποία επικαλούνται η Επιτροπή, η Ιταλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, όσον αφορά τον καθορισμό της προσήκουσας νομικής βάσεως μέτρου σε σχέση με τους σκοπούς που αυτό επιδιώκει, στερείται εν προκειμένω σημασίας. Πράγματι, η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά το ζήτημα της επιλογής της νομικής βάσεως πράξεως.

136    Τέλος, όσον αφορά τα διάφορα αποσπάσματα αιτιολογικών σκέψεων κανονισμών τα οποία δεν ελήφθησαν υπόψη κατά την ανωτέρω ερμηνεία του άρθρου 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, δηλαδή των κανονισμών 267/96 και 1127/2007, περί τροποποιήσεως του κανονισμού 3149/92, στα οποία παραπέμπει η Ιταλική Δημοκρατία, για τον λόγο ότι καταδεικνύουν ότι η συμπληρωματική προμήθεια εξαρτάται αποκλειστικά από την έλλειψη του προϊόντος στα αποθέματα παρεμβάσεων των οποίων μειούται το ύψος, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν δύνανται να θέσουν εν αμφιβόλω την ερμηνεία του άρθρου 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ την οποία προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ερμηνεία του άρθρου 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ μπορεί να καθορίζεται από τις διατάξεις κανονισμών κατώτερης τυπικής ισχύος, οι οποίοι εκδόθηκαν με σκοπό την εφαρμογή του πρώτου κανονισμού.

137    Κατόπιν των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ.

–       Επί των συνεπειών της παραβάσεως του άρθρου 27 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ

138    Σε περίπτωση κατά την οποία γίνει δεκτή η προσφυγή, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Σουηδίας, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να κάνει χρήση της εξουσίας του και να περιορίσει τα αποτελέσματα της ακυρώσεως στο άρθρο 2 και στο παράρτημα ΙΙ του προσβαλλόμενου κανονισμού, «αναστέλλοντάς τα» προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο η ακύρωση αυτή να επηρεάσει την εφαρμογή του σχεδίου υπέρ φιλανθρωπικών οργανώσεων κατά το οικονομικό έτος 2009 ή –σε περίπτωση κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί μετά το πέρας του εν λόγω οικονομικού έτους– εκ των υστέρων.

139    Το ίδιο αίτημα υπέβαλε και η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιταλική Δημοκρατία και τη Δημοκρατία της Πολωνίας.

140    Διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι, με το αίτημα αυτό, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Σουηδίας, ζητεί κατ’ ουσίαν τη μερική ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού, δηλαδή την ακύρωση του άρθρου του 2 και του παραρτήματός του II.

141    Συγκεκριμένα, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται η νομιμότητα του μηχανισμού κατανομής πόρων υπέρ των απόρων, αλλά το ότι το σχέδιο για το οικονομικό έτος 2009, το οποίο καθορίσθηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, στηρίζεται κυρίως στις συμπληρωματικές προμήθειες των προϊόντων από την αγορά. Λαμβανομένης υπόψη της προπαρατεθείσας στη σκέψη 137 κρίσεως, πρέπει, συνεπώς, να ακυρωθούν μόνον οι διατάξεις που προβλέπουν τη χορήγηση ενισχύσεων για τέτοιες προμήθειες, δηλαδή το άρθρο 2 και το παράρτημα II του προσβαλλόμενου κανονισμού.

142    Εν συνεχεία, πρέπει να διευκρινισθεί ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός ακυρώνεται σε χρονικό σημείο κατά το οποίο το σύνολο των ενισχύσεων έχει, καταρχήν, ήδη χορηγηθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές και προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο τα κράτη που έτυχαν των ενισχύσεων αυτών να υποχρεωθούν να τις επιστρέψουν, πρέπει να Γενικό Δικαστήριο να κάνει χρήση της εξουσίας του να προσδιορίσει τα αποτελέσματα της ακυρωθείσας πράξεως τα οποία πρέπει να γίνει δεκτό ότι διατηρούν την ισχύ τους.

143    Υπό τις ειδικές συνθήκες της προκειμένης περιπτώσεως, πρέπει επομένως να ακυρωθεί το άρθρο 2 και το παράρτημα II του προσβαλλόμενου κανονισμού και να αποφασισθεί ότι η αυτή η μερική ακύρωση δεν θίγει το κύρος των ενισχύσεων που έχουν ήδη χορηγηθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

144    .Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί, εκτός των εξόδων της, και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της δεύτερης.

145    Επιπλέον, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, του ως άνω Κανονισμού, τα κράτη μέλη τα οποία παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα έξοδά τους. Κατά συνέπεια, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Πολωνίας και το Βασίλειο της Σουηδίας φέρουν τα έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:.

1)      Ακυρώνει το άρθρο 2 και το παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) 983/2008 της Επιτροπής, της 3ης Οκτωβρίου 2008, σχετικά με την έγκριση σχεδίου κατανομής, στα κράτη μέλη, των πόρων που θα καταλογισθούν στο δημοσιονομικό έτος 2009 για την παροχή τροφίμων από τα αποθέματα παρέμβασης στους απόρους της Κοινότητας.

2)      Η ακύρωση του άρθρου 2 και του παραρτήματος II του κανονισμού 983/2008 δεν θίγει το κύρος των ενισχύσεων που έχουν ήδη χορηγηθεί.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα έξοδά της, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

4)      Το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Πολωνίας και το Βασίλειο της Σουηδίας φέρουν τα έξοδά τους.

Prek

Soldevila Fragoso

Frimodt Nielsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Απριλίου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.