Υπόθεση T‑540/08
Esso Société anonyme française κ.λπ.
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής
«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά των κηρών παραφίνης — Αγορά του κηρού ακατέργαστης παραφίνης (gatsch) — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Καθορισμός των τιμών και κατανομή των αγορών — Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων — Διάρκεια της παραβάσεως — Ίση μεταχείριση — Αναλογικότητα — Πλήρης δικαιοδοσία»
Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 11ης Ιουλίου 2014
Συμπράξεις – Συμμετοχή επιχειρήσεως σε αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ενέργειες – Αρκεί προς θεμελίωση της ευθύνης της επιχειρήσεως μια σιωπηρή έγκριση χωρίς δημόσια αποστασιοποίηση ούτε καταγγελία στις αρμόδιες αρχές – Η επιχείρηση φέρει το βάρος ανταποδείξεως
(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)
Ένδικη διαδικασία – Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας – Υποβολή γραπτών ερωτήσεων στους διαδίκους – Δεν έχει άμεσες συνέπειες για την επίλυση της διαφοράς – Κυριαρχική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων από το Γενικό Δικαστήριο
(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 49 και 64)
Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη – Έτος αναφοράς – Τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως – Ιδιαίτερος χαρακτήρας του έτους αυτού ως προς ορισμένους μετέχοντες – Συνεκτίμηση μεγαλύτερης περιόδου αναφοράς κατά τον ίδιο τρόπο για όλους τους μετέχοντες – Επιχείρηση ευρισκόμενη σε διαφορετική κατάσταση από εκείνη στην οποία βρίσκονται οι λοιπές επιχειρήσεις που μετέχουν στη σύμπραξη – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως
(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 6 και 13)
Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μέθοδος υπολογισμού προσδιοριζόμενη στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών που εξέδωσε η Επιτροπή – Υπολογισμός του βασικού ποσού του προστίμου – Προσδιορισμός της αξίας των πωλήσεων – Κριτήρια – Περίοδος αναφοράς για τον υπολογισμό της αξίας των πωλήσεων – Συγχώνευση πραγματοποιηθείσα κατά τη διάρκεια της συμπράξεως – Μη αντιπροσωπευτικότητα της αξίας των πωλήσεων κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς – Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας
(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)
Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης – Περιεχόμενο
(Άρθρο 261 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψεις 38-46, 54)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψεις 56-62)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψεις 93-103)
Στον τομέα του ανταγωνισμού, το βασικό ποσό του προστίμου, το οποίο υπολογίζεται, δυνάμει των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό τω προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003, με βάση την αξία των πωλήσεων κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς πολλαπλασιασμένη με τον συντελεστή διάρκειας της παραβάσεως, δεν συνιστά κατάλληλη βάση υπολογισμού που να αντικατοπτρίζει τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως, παρά μόνον αν το στοιχείο που αποτελεί το σημείο αφετηρίας —η αξία των πωλήσεων— είναι τουλάχιστον αντιπροσωπευτικό της συνολικής διάρκειας της παραβάσεως.
Είναι ασφαλώς αληθές ότι το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή κατά τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου της παρέχει τη δυνατότητα να λαμβάνει υπόψη, υπό κανονικές συνθήκες, το τελευταίο έτος συμμετοχής στην παράβαση ως περίοδο αναφοράς. Συγκεκριμένα, μια τέτοια λύση γενικής εφαρμογής κρίνεται δικαιολογημένη, διότι το εν λόγω περιθώριο εκτιμήσεως παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να μη λαμβάνει υπόψη την οποιαδήποτε διακύμανση της αξίας των πωλήσεων κατά τη διάρκεια των ετών της παραβάσεως και διότι η τυχόν αύξηση της αξίας των πωλήσεων ενδέχεται να αποτελεί συνέπεια της ίδιας της συμπράξεως.
Εντούτοις, στην περίπτωση που επήλθε συγχώνευση κατά τη διάρκεια της συμπράξεως, στην οποία, πριν τη συγχώνευση, μετείχε μόνο μία εκ των επιχειρήσεων, η αξία των πωλήσεων της οντότητας που προκύπτει από τη συγχώνευση κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους έτους, πολλαπλασιασμένη επί τον αριθμό των ετών συμμετοχής όχι μόνον της οντότητας που προκύπτει από τη συγχώνευση, αλλά και της επιχειρήσεως η οποία, πριν τη συγχώνευση, ήταν η μοναδική που μετείχε στη σύμπραξη, δεν μπορεί να συνιστά «κατάλληλη βάση υπολογισμού για να προσδιοριστεί η οικονομική σημασία της παράβασης καθώς και το σχετικό βάρος της συμμετοχής κάθε επιχείρησης σε αυτήν» ως προς τη συνολική διάρκεια συμμετοχής. Συγκεκριμένα, ο πολλαπλασιασμός της αξίας πωλήσεων της οντότητας που προκύπτει από τη συγχώνευση επίσης επί τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση μιας μόνον εκ των επιχειρήσεων που συγχωνεύθηκαν έχει ως συνέπεια η Επιτροπή να αυξάνει τεχνητά το βασικό ποσό του προστίμου κατά τρόπο δυσανάλογο ο οποίος δεν αντικατοπτρίζει τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα κατά τη διάρκεια των ετών που προηγήθηκαν της συγχωνεύσεως. Πράττοντας τούτο, η Επιτροπή παραβιάζει το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 καθώς και την αρχή της αναλογικότητας.
(βλ. σκέψεις 110-114)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψεις 132, 133)