Υπόθεση T-53/08

Ιταλική Δημοκρατία

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις – Αποζημίωση για απαλλοτρίωση λόγω δημοσίας ωφελείας – Παράταση της ισχύος μιας προνομιακής τιμής για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά – Έννοια του πλεονεκτήματος – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Αποζημίωση χορηγούμενη σε αντιστάθμιση για την απαλλοτρίωση στοιχείων ενεργητικού – Δεν περιλαμβάνεται

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

2.      Δίκαιο της Ένωσης – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Εφαρμογή στις διοικητικές διαδικασίες που κινεί η Επιτροπή – Εξέταση των σχεδίων ενισχύσεων – Περιεχόμενο

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής να κινήσει επίσημη διαδικασία εξετάσεως κρατικού μέτρου – Σκοπός και περιεχόμενο της διαδικασίας

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

1.      Αποτελούν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις δαπάνες που συνήθως βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, για τον λόγο αυτόν, έχουν τον χαρακτήρα επιδοτήσεως, όπως είναι, ιδίως, η παροχή αγαθών ή υπηρεσιών υπό προνομιακούς όρους. Αντιθέτως, αποζημιώσεις τις οποίες οι εθνικές αρχές υποχρεώνονται να καταβάλλουν, ενδεχομένως, σε ιδιώτες προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία τους προκάλεσαν διαφέρουν θεμελιωδώς κατά τη νομική τους φύση και, επομένως, δεν αποτελούν ενισχύσεις υπό την έννοια των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ.

Αντιθέτως, πρέπει να χαρακτηρίζεται ως κρατική ενίσχυση η παράταση της ισχύος μέτρου προβλέποντος προνομιακή τιμή για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, στο πλαίσιο αποζημιώσεως λόγω απαλλοτριώσεως στο πλαίσιο εθνικοποιήσεως του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, όταν η προνομιακή τιμή παραχωρήθηκε για σαφώς συγκεκριμένη περίοδο, χωρίς δυνατότητα παρατάσεως. Εξάλλου, μέτρο που αποτελεί απλώς έναν από τους ευνοϊκούς τιμολογιακούς όρους των οποίων η παράταση έχει ως σκοπό να «καταστεί δυνατή η ανάπτυξη και η αναδιάρθρωση της παραγωγής των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων» δεν μπορεί να λογίζεται ως κατά νόμο συνέχεια της αποζημιώσεως που χορηγήθηκε στη δικαιούχο επιχείρηση κατόπιν της εθνικοποιήσεως.

(βλ. σκέψεις 49, 52, 55, 63, 65, 75, 77)

2.      Στον τομέα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας απαιτεί να παρέχεται στο οικείο κράτος μέλος η δυνατότητα να καθιστά λυσιτελώς γνωστή την άποψή του επί των παρατηρήσεων που υποβάλλουν τρίτοι ενδιαφερόμενοι, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2, EK και επί των οποίων η Επιτροπή σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της και, εφόσον δεν δόθηκε στο κράτος μέλος η δυνατότητα να σχολιάσει τέτοιες παρατηρήσεις, η Επιτροπή δεν μπορεί να τις λάβει υπόψη στην απόφασή της κατά του κράτους αυτού. Εντούτοις, για να συνεπάγεται μια τέτοια προσβολή των δικαιωμάτων υπερασπίσεως ακυρότητα, πρέπει η διαδικασία να μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν δεν υφίστατο η πλημμέλεια αυτή.

(βλ. σκέψη 115)

3.      Η επίσημη διαδικασία εξετάσεως έχει ως σκοπό να παράσχει τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να εκφράσουν την άποψή τους και στην Επιτροπή να διαφωτισθεί πλήρως επί του συνόλου των στοιχείων της υποθέσεως πριν αυτή λάβει την απόφασή της. Η επίσημη διαδικασία εξετάσεως δεν μπορεί να έχει άλλο περιεχόμενο· στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής η Επιτροπή, ιδίως, δεν μπορεί να λαμβάνει οριστική θέση, ήδη προ της λήψεως της τελικής αποφάσεως, επί ορισμένων στοιχείων του φακέλου. Εξάλλου, δεν προκύπτει από καμία διάταξη περί κρατικών ενισχύσεων αλλά ούτε και από τη νομολογία ότι η Επιτροπή υποχρεούται να ακούει την άποψη του ωφελούμενου από κρατικούς πόρους όσον αφορά την εκ μέρους της νομική εκτίμηση του οικείου μέτρου ή ότι υποχρεούται να ενημερώνει το οικείο κράτος μέλος –και, κατά μείζονα λόγο, τον λαβόντα την ενίσχυση– για την άποψή της πριν από την έκδοση της αποφάσεώς της όταν έχει καλέσει τους ενδιαφερόμενους και το κράτος μέλος να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

(βλ. σκέψεις 122-123)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 1ης Ιουλίου 2010 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις − Αποζημίωση για απαλλοτρίωση λόγω δημοσίας ωφελείας − Παράταση της ισχύος μιας προνομιακής τιμής για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας − Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά − Έννοια του πλεονεκτήματος − Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως»

Στην υπόθεση T‑53/08,

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον S. Fiorentino, avvocato dello Stato,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους C. Giolito και G. Conte,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2008/408/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Νοεμβρίου 2007, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 36/A/06 (πρώην NN 38/06) που έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία υπέρ των ThyssenKrupp, Cementir και Nuova Terni Industrie Chimiche (ΕΕ 2008, L 144, σ. 37),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά (εισηγητή), πρόεδρο, M. Prek και V. M. Ciucă, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Ιουλίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Ιταλική Δημοκρατία εθνικοποίησε τον τομέα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με τον νόμο 1643, της 6ης Δεκεμβρίου 1962, περί ιδρύσεως της Ente nazionale per l’energia elettrica (ENEL) [δημόσιας επιχειρήσεως ηλεκτρισμού] και περί της υπαγωγής σ’ αυτήν των εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (GURI 316, της 12ης Δεκεμβρίου 1962, σ. 5007, στο εξής: νόμος 1643/62). Με τον νόμο αυτό, παραχωρήθηκε στην ENEL το μονοπώλιο της ασκήσεως στην εθνική επικράτεια δραστηριοτήτων παραγωγής, εισαγωγής και εξαγωγής, μεταφοράς, μετασχηματισμού, διανομής και πωλήσεως ηλεκτρικής ενέργειας ανεξαρτήτως του τρόπου παραγωγής της, με ορισμένες, πάντως, εξαιρέσεις.

2        Έτσι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 6, του νόμου 1643/62, οι επιχειρήσεις που παρήγαν ηλεκτρική ενεργεία κυρίως προς αυτοκατανάλωση (στο εξής: παραγωγοί προς αυτοκατανάλωση) εξαιρέθηκαν από τη διαδικασία εθνικοποιήσεως του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας.

3        Την περίοδο εκείνη, η Terni, εταιρία της οποίας το κράτος ήταν ο έχων την πλειοψηφία μέτοχος, ασκούσε τις δραστηριότητές της στους τομείς της σιδηροβιομηχανίας, των χημικών προϊόντων και της παραγωγής σκυροδέματος. Επιπλέον, είχε την κυριότητα και την εκμετάλλευση υδροηλεκτρικών εργοστασίων, τα οποία παρείχαν ηλεκτρική ενέργεια κυρίως στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις παραγωγής της.

4        Λαμβανομένης υπόψη της στρατηγικής του σημασίας για τον εφοδιασμό της χώρας με ενέργεια, ο αφορών την υδροηλεκτρική ενέργεια τομέας δραστηριοτήτων της Terni περιελήφθη στην εθνικοποίηση, παρά το ότι η επιχείρηση αυτή ήταν παραγωγός προς αυτοκατανάλωση.

5        Με το προεδρικό διάταγμα 1165 της 21ης Αυγούστου 1963, περί συνολικής μεταβιβάσεως στην ENEL οργανωμένων περιουσιακών στοιχείων που προορίζονται για τις δραστηριότητες περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, του νόμου 1643/62 και τις οποίες ασκεί η εταιρία «Terni: Società per l’Industria e l’Elettricità» SpA (τακτικό συμπλήρωμα του GURI 230, της 31ης Αυγούστου 1963, σ. 58, στο εξής: διάταγμα 1165/63), η Ιταλική Δημοκρατία αποζημίωσε την Terni για τη μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού της, προβλέποντας υπέρ αυτής ένα προνομιακό τιμολόγιο ηλεκτρικής ενέργειας (στο εξής: τιμολόγιο Terni) για την περίοδο 1963 έως 1992.

6        Το 1964 η Terni διαιρέθηκε σε τρεις χωριστές εταιρίες: την Terni Acciai Speciali, που παράγει χάλυβα, τη Nuova Terni Industrie Chimiche, με δραστηριότητες στον τομέα των χημικών προϊόντων, και τη Cementir, που παράγει σκυρόδεμα (στο εξής, από κοινού: εταιρίες διάδοχοι της Terni). Στη συνέχεια, οι εταιρίες αυτές ιδιωτικοποιήθηκαν και εξαγοράστηκαν, αντιστοίχως, από τις ThyssenKrupp, Norsk Hydro και Caltagirone, με αποτέλεσμα τη δημιουργία, αντιστοίχως, των εταιριών ThyssenKrupp Acciai Speciali Terni SpA, Nuova Terni Industrie Chimiche SpA και Cementir SpA, οι οποίες συνέχισαν να επωφελούνται του τιμολογίου Terni.

7        Με τον νόμο 9 της 9ης Ιανουαρίου 1991, περί θεσπίσεως διατάξεων για την ενημέρωση του νέου εθνικού ενεργητικού σχεδίου: πτυχές θεσμικού χαρακτήρα, υδροηλεκτρικά εργοστάσια και άλλα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, υδρογονάνθρακες και γεωθερμία, παραγωγή ενέργειας προς ίδια χρήση και φορολογικές διατάξεις (τακτικό συμπλήρωμα του GURI 13, της 16ης Ιανουαρίου 1991, σ. 3, στο εξής: νόμος 9/91), η Ιταλική Δημοκρατία παρέτεινε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2001 τις υφιστάμενες άδειες λειτουργίας υδροηλεκτρικών σταθμών, άδειες βάσει των οποίων λειτουργούσαν οι εταιρίες που εκμεταλλεύονταν δημόσιους υδάτινους πόρους με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

8        Κατά το άρθρο 20, παράγραφος 4, του νόμου αυτού, η Ιταλική Δημοκρατία παρέτεινε επίσης μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2001 το τιμολόγιο Terni. Ακόμη, προβλέφθηκε ότι η επιδοτούμενη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που θα παρεχόταν στις εταιρίες διαδόχους της Terni θα μειωνόταν σταδιακά κατά τη διάρκεια των έξι ακολούθων ετών (2002-2007), έτσι ώστε το εν λόγω τιμολογιακó πλεονέκτημα να λήξει πριν από το τέλος του έτους 2007.

9        Οι ιταλικές αρχές κοινοποίησαν τον νόμο 9/91 στην Επιτροπή, η οποία αποφάσισε, στις 6 Αυγούστου 1991, να μην προβάλει αντιρρήσεις συναφώς (απόφαση σχετικά με την κρατική ενίσχυση NN 52/91).

10      Με το νομοθετικό διάταγμα 79 της 16ης Μαρτίου 1999, όσον αφορά την οδηγία 96/92/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (GURI 75, της 31ης Μαρτίου 1999, σ. 8, στο εξής: διάταγμα 79/99), η Ιταλική Δημοκρατία παρέτεινε την ισχύ των υφισταμένων αδειών λειτουργίας υδροηλεκτρικών σταθμών. Το άρθρο 12, παράγραφοι 7 και 8, του εν λόγω διατάγματος προέβλεπε τα ακόλουθα:

«7. Οι άδειες που έχουν λήξει ή λήγουν το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2010 παρατείνονται κατά την ημερομηνία αυτή, οι δε δικαιούχοι των σχετικών αδειών συνεχίζουν τη δραστηριότητά τους ενημερώνοντας την παραχωρούσα τις άδειες διοίκηση εντός ενενήντα ημερών από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος διατάγματος, χωρίς να απαιτείται η έκδοση διοικητικών πράξεων […].

8. Για τις άδειες των οποίων η λήξη έχει προσδιοριστεί μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2010, έχουν εφαρμογή οι όροι λήξεως της ισχύος που προβλέπονται στην πράξη περί χορηγήσεως αδείας.»

11      Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 11, του νομοθετικού διατάγματος 35, της 14ης Μαρτίου 2005, περί επειγουσών διατάξεων σχετικών με το σχέδιο δράσεως για την οικονομική, κοινωνική και περιφερειακή ανάπτυξη (GURI 62, της 16ης Μαρτίου 2005, σ. 4), που κατέστη στη συνέχεια ο νόμος 80, της 14ης Μαΐου 2005 (στο εξής: νόμος 80/05), η Ιταλική Δημοκρατία παρέτεινε, εκ νέου, το τιμολόγιο Terni μέχρι το 2010, ενώ το μέτρο αυτό άρχισε να ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 2005 (στο εξής: επίμαχο μέτρο). Ο νόμος 80/05 ορίζει περαιτέρω ότι, μέχρι το 2010, οι εταιρίες διάδοχοι της Terni θα συνεχίσουν να απολαύουν της μεταχειρίσεως που τους επιφυλασσόταν στις 31 Δεκεμβρίου 2004 όσον αφορά τις παρεχόμενες ποσότητες (συνολικά 926 GWh για τις τρεις εταιρίες) και τις τιμές (1,32 λεπτά του ευρώ/kWh). Λίγο αργότερα, οι άδειες λειτουργίας υδροηλεκτρικών σταθμών ανανεώθηκαν, γενικά, μέχρι το 2020 με τον νόμο 266, της 23ης Δεκεμβρίου 2005.

12      Όταν έλαβε γνώση του ως άνω μέτρου παρατάσεως στο πλαίσιο έρευνας για άλλη υπόθεση, η Επιτροπή ζήτησε πληροφορίες από τις ιταλικές αρχές με έγγραφο της 23ης Δεκεμβρίου 2005, οι οποίες της παρασχέθηκαν με έγγραφο της 24ης Φεβρουαρίου 2006, ακολουθούμενο από δύο άλλα έγγραφα, αντιστοίχως, της 2ας Μαρτίου και της 27ης Απριλίου 2006.

13      Με έγγραφο της 19ης Ιουλίου 2006 η Επιτροπή πληροφόρησε την Ιταλική Δημοκρατία περί της αποφάσεώς της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ. H απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 214, σ. 5), η δε Επιτροπή κάλεσε τους τρίτους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των ως άνω μέτρων.

14      Η Ιταλική Δημοκρατία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της με έγγραφο της 25ης Οκτωβρίου 2006 και παρέσχε συμπληρωματικές πληροφορίες με έγγραφα της 9ης Νοεμβρίου και της 7ης Δεκεμβρίου 2006.

15      Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις τρίτων ενδιαφερομένων και τις διαβίβασε στις ιταλικές αρχές, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να εκφράσουν την άποψή τους. Οι παρατηρήσεις περιήλθαν στην Επιτροπή με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2006.

16      Με έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2007 η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες, τις οποίες παρέσχαν οι ιταλικές αρχές με έγγραφα της 16ης Απριλίου και της 10ης και της 14ης Μαΐου 2007.

17      Στις 20 Νοεμβρίου 2007 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 36/A/06 (πρώην NN 38/06) που έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία υπέρ των ThyssenKrupp, Cementir και Nuova Terni Industrie Chimiche (ΕΕ 2008, L 144, σ. 37, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

18      Η αιτιολογική σκέψη 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Η Επιτροπή κρίνει ότι η [Ιταλική Δημοκρατία] έθεσε παράνομα σε εφαρμογή, κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, της [ΕΚ], τη διάταξη του άρθρου 11, παράγραφος 11, του νομοθετικού διατάγματος 80/2005, το οποίο μετατράπηκε στον νόμο [35]/2005, στην οποία προβλέπεται η μεταβολή και παράταση έως το 2010 του προνομιακού καθεστώτος τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας για τις τρεις εταιρείες Terni. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το εν λόγω μέτρο, το οποίο συνιστά αμιγή λειτουργική ενίσχυση, δεν υπάγεται σε καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στη Συνθήκη ΕΚ και συνεπώς δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία του ανωτέρω μέτρου που δεν έχουν χορηγηθεί ή καταβληθεί μέχρι στιγμής δεν πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή, ενώ η ενίσχυση που ήδη καταβλήθηκε πρέπει να ανακτηθεί. Από το σύνολο του προς ανάκτηση ποσού μπορούν να αφαιρεθούν τα ποσά που θα είχαν δικαίωμα να εισπράξουν οι δικαιούχοι κατά τα έτη 2005, 2006 και 2007 βάσει του νόμου [9/91].»

19      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως περιλαμβάνει τις ακόλουθες διατάξεις:

«Άρθρο 1

1.       Η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε από την [Ιταλική Δημοκρατία] στις ThyssenKrupp, Cementir και Nuova Terni Industrie Chimiche δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

2.       Η κρατική ενίσχυση την οποία η [Ιταλική Δημοκρατία] χορήγησε πλην όμως δεν κατέβαλε ακόμη στις ThyssenKrupp, Cementir και Nuova Terni Industrie Chimiche επίσης δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή.

Άρθρο 2

1.       Η [Ιταλική Δημοκρατία] υποχρεούται να ανακτήσει από τους δικαιούχους την ενίσχυση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1.

[…]»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 31 Ιανουαρίου 2008 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, νυν Γενικού Δικαστηρίου, η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

21      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

22      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

23      Η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους, ο πρώτος, από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ διότι το επίμαχο μέτρο έχει τον χαρακτήρα αποζημιώσεως, ο δεύτερος, από παράβαση των ίδιων διατάξεων διότι το επίμαχο μέτρο δεν συνεπάγεται παραχώρηση δημόσιων πόρων και, ο τρίτος, από παράβαση ουσιώδους τύπου και από προσβολή της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

24      Ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Ιταλική Δημοκρατία παραιτήθηκε ρητά από τον δεύτερο λόγο, πράγμα το οποίο το Γενικό Δικαστήριο σημείωσε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει μόνον τον πρώτο και τον τρίτο λόγο.

 Eπί του λόγου που αντλείται από τον ισχυρισμό ότι το επίμαχο μέτρο έχει τον χαρακτήρα αποζημιώσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

25      Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι κακώς η Επιτροπή χαρακτήρισε ως κρατική ενίσχυση το επίμαχο μέτρο και έκρινε, συνεπώς, ότι το εν λόγω μέτρο έπρεπε να της κοινοποιηθεί.

26      Υποστηρίζει ότι δεν αποτελεί οικονομικό πλεονέκτημα η παραχώρηση πόρων η οποία συνιστά αποζημίωση για περιουσιακής φύσεως θυσία του ενδιαφερομένου υπέρ του γενικού συμφέροντος, όταν αυτή δεν υπερβαίνει αδικαιολόγητα την αντιπαροχή που θα μπορούσε να λάβει ο ενδιαφερόμενος ως αντάλλαγμα για την ίδια περιουσιακής φύσεως θυσία από έναν ιδιώτη επενδυτή στο πλαίσιο οικονομίας της αγοράς.

27      Το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι το επίμαχο μέτρο παρέσχε ένα πλεονέκτημα στις εταιρίες διαδόχους της Terni στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση του αντικειμένου της απαλλοτριώσεως που επιβλήθηκε στην Terni το 1962. Η εν λόγω απαλλοτρίωση δεν είχε αποκλειστικά ως αντικείμενο ενσώματα αγαθά, αλλά αφορούσε επίσης το δικαίωμα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο αποτελεί την ουσία των αδειών λειτουργίας υδροηλεκτρικών σταθμών που ίσχυαν κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος του νόμου 1643/62.

28      Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, ήταν σημαντικό να ληφθεί υπόψη η αξία την οποία είχε η εν λόγω άδεια, εξεταζομένη αυτοτελώς ως άυλο αγαθό περιλαμβανόμενο στην περιουσία της επιχειρήσεως, αξία η οποία αποτελεί συνάρτηση της διάρκειας της αδείας. Επομένως, δεν είναι ορθός ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι το πρόβλημα που ανακύπτει στην υπό κρίση υπόθεση αφορά την αποζημίωση της Terni για την «αγοραία αξία των απαλλοτριωθέντων αγαθών», σύμφωνα με την αρχή κατά την οποία η αποζημίωση λόγω απαλλοτριώσεως ενός αγαθού πρέπει να προσδιορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την αξία του κατά τον χρόνο της απαλλοτριώσεως.

29      Συνεπώς, το αντικείμενο της απαλλοτριώσεως που επιβλήθηκε στην Terni, όπως περιγράφεται ανωτέρω, ήταν ο λόγος για τον οποίο οι ιταλικές αρχές προέβλεψαν έναν μηχανισμό αποζημιώσεως δυνάμει του οποίου η αξία της αποζημιώσεως αποτελούσε άμεση συνάρτηση της διάρκειας της αδείας. Γι’ αυτό, προβλέφθηκε ο παραλληλισμός της διάρκειας του ειδικού τιμολογιακού καθεστώτος προς την εναπομένουσα διάρκεια ισχύος της αδείας, ήτοι μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992.

30      Η Ιταλική Δημοκρατία εκθέτει ότι η ως άνω άμεση σχέση μεταξύ της διάρκειας της ισχύος του τιμολογίου Terni, σκοπός της οποίας ήταν να φέρει η Terni για την καταναλωνόμενη ενέργεια κόστος ανάλογο προς εκείνο με το οποίο θα επιβαρυνόταν αν μπορούσε να διατηρήσει το δικαίωμα παραγωγής ενέργειας, καθώς και η διάρκεια των αδειών, αποτελούν στοιχεία που εξασφάλιζαν τα δύο συμβαλλόμενα μέρη έναντι του ενδεχομένου χορηγήσεως είτε υπερβολικά υψηλής είτε υπερβολικά χαμηλής αποζημιώσεως. Η εν λόγω άμεση σχέση αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της συμφωνίας αποζημιώσεως μεταξύ των μερών, όπως την περιγράφει η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, διότι διασφάλιζε την οικονομική της ισορροπία.

31      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η ίδια η Επιτροπή εξετίμησε ως αποδεκτό το ως άνω σύστημα αποζημιώσεως, θέτοντας παράλληλα το όντως σημαντικό ζήτημα σχετικά με το αν οι παρατάσεις του ειδικού τιμολογιακού καθεστώτος μπορούν να εκληφθούν ως αποτελούσες μέρος της αποζημιώσεως.

32      Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει, συναφώς, ότι η συμπληρωματική αποζημίωση δεν στηρίζεται στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, οι μεταβολές της οποίας αποτελούν συνήθη ενδεχόμενα στο πλαίσιο της συμφωνίας αποζημιώσεως. Στην πραγματικότητα, το γεγονός που δικαιολογεί τις παρατάσεις, οι οποίες αποφασίστηκαν το 1991 και το 2005, είναι το ότι μεταγενέστερες νομοθετικές διατάξεις, που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο της συμφωνίας αποζημιώσεως, παρέτειναν τη διάρκεια των αδειών των παραγωγών προς αυτοκατανάλωση.

33      Λόγω του όλως εξαιρετικού χαρακτήρα της απαλλοτριώσεως που επιβλήθηκε στην Terni έπρεπε να αποκατασταθεί έναντι της εταιρίας αυτής μια κατάσταση όσο το δυνατό παραπλήσια εκείνης που θα εδημιουργείτο αν δεν της είχε επιβληθεί η εν λόγω απαλλοτρίωση, πράγμα το οποίο εξηγεί το γιατί οι ιταλικές αρχές μεταχειρίστηκαν την Terni ως «εικονικό» («virtual») παραγωγό προς αυτοκατανάλωση στο πλαίσιο του μηχανισμού αποζημιώσεως που προέβλεψαν οι αρχές αυτές. Η Ιταλική Δημοκρατία εκθέτει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα δεν είναι τόσο η εξακρίβωση του αν υπήρχε κάποια σχέση μεταξύ του προβλεφθέντος για την Terni μηχανισμού αποζημιώσεως και των αδειών των άλλων παραγωγών προς αυτοκατανάλωση, αλλά η εξέταση του αν οι νόμοι περί των σχετικών παρατάσεων θα εφαρμόζονταν στην Terni αν αυτή δεν είχε υποστεί την ως άνω απαλλοτρίωση.

34       Πάντως, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι νομοθετικές διατάξεις περί παρατάσεως της διάρκειας των αδειών θα αφορούσαν επίσης τις άδειες της Terni αν η εταιρία αυτή εξακολουθούσε να είναι κάτοχος τέτοιων αδειών. Αν οι εταιρίες διάδοχοι της Terni στερούνταν από τη δυνατότητα να επωφεληθούν από τις εν λόγω παρατάσεις, έτσι ώστε να μην εξακολουθεί να ισχύει το τιμολόγιο Terni, τούτο θα έθετε υπό αμφισβήτηση την κατάστασή τους ως «εικονικών» παραγωγών προς αυτοκατανάλωση, την οποία εύλογο ήταν να διατηρήσουν οι εταιρίες αυτές, όπως ομολόγησε η ίδια η Επιτροπή.

35      Επομένως, οι δύο παρατάσεις του 1991 και του 2005 όχι μόνο δεν αποτελούν αναθεώρηση του λόγου υπάρξεως των αρχικών μέτρων, αλλά συνιστούν ακριβώς, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, το αποτέλεσμα στην πράξη του ως άνω λόγου υπάρξεως, καθώς και της κοινής στο δίκαιο των συμβάσεων των κρατών μελών αρχής κατά την οποία, στις διαρκείς έννομες σχέσεις, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αλλοίωση της προβλεπόμενης από τη σύμβαση ισορροπίας που δεν εξαρτάται από την επέλευση του συνήθους κινδύνου τον οποίο αναναμβάνουν τα μέρη κατά τη σύναψή της, αλλά που είναι το αποτέλεσμα ενός μεταγενέστερου γεγονότος το οποίο δεν είχε προβλεφθεί ούτε μπορούσε να προβλεφθεί κατά τον χρόνο της συνάψεως της συμβάσεως.

36      Η Ιταλική Δημοκρατία επικαλείται την αρχή της καλής πίστεως και της επιεικείας, προσθέτοντας ότι η αρχή περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 35 ανωτέρω έχει κωδικοποιηθεί με τη λεγόμενη ρήτρα «hardship», την οποία προβλέπουν οι αρχές περί διεθνών εμπορικών συμβάσεων καθώς οι αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων. Εν προκειμένω, πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής των αρχών αυτών.

37      Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι είναι άνευ σημασίας το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η Terni μπορούσε να αμφισβητήσει τον μηχανισμό της αποζημιώσεως αν τον έκρινε απρόσφορο. Κατά τον χρόνο εκδόσεως του διατάγματος 1165/63, η Terni θα μπορούσε να εκφράσει τη διαφωνία της μόνον αν προβλεπόταν ότι η διάρκεια του τιμολογίου Terni θα ήταν μικρότερη από τη διάρκεια των αδειών, οι οποίες, την περίοδο εκείνη, επρόκειτο να λήξουν στις 31 Δεκεμβρίου 1992, ημερομηνία η οποία ορίστηκε ως ημερομηνία λήξεως της ισχύος του τιμολογίου Terni. Η Ιταλική Δημοκρατία προσθέτει ότι, εφόσον γίνεται δεκτό ότι η ημερομηνία λήξεως του τιμολογίου Terni δεν καθορίστηκε βάσει υπολογισμού των συνολικών κερδών που θα είχε αποκομίσει η Terni μέχρι την ημερομηνία αυτή, αλλά αποκλειστικά με παραλληλισμό μεταξύ της διάρκειας του τιμολογίου Terni και της διάρκειας των αδειών, η Terni δεν είχε λόγο να παραπονείται για τον μηχανισμό αυτό, εφόσον η εφαρμογή του έπρεπε να συνεπάγεται αυτόματη παράταση του εν λόγω τιμολογίου παράλληλα με την παράταση των αδειών.

38      Όσον αφορά την αμφιβολία που εξέφρασε η Επιτροπή σχετικά με τον πραγματικό σκοπό των διατάξεων περί παρατάσεως του τιμολογίου Terni, ο οποίος ήταν η συμπλήρωση της αρχικής αποζημιώσεως λαμβανομένης υπόψη τής, έστω και «εικονικής», παρατάσεως της διάρκειας ισχύος της αδείας λειτουργίας του ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού ο οποίος απαλλοτριώθηκε, η Ιταλική Δημοκρατία διατείνεται ότι, προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα μέτρο ως κρατική ενίσχυση, πρέπει να εκτιμώνται μόνον τα πραγματικά ή δυνητικά του αποτελέσματα και ότι, αν δεν αμφισβητείται ότι οι εταιρίες διάδοχοι της Terni είχαν δικαίωμα για παράταση της ισχύος του τιμολογίου Terni ώστε να συμπληρωθεί δεόντως η αρχική αποζημίωση, το μέτρο που είχε ως αντικείμενο την εν λόγω παράταση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση, ανεξάρτητα από τους σκοπούς που επιδίωκε ο εθνικός νομοθέτης λαμβάνοντας το μέτρο αυτό.

39      Η Ιταλική Δημοκρατία καταλήγει εκθέτοντας ότι το επίμαχο μέτρο είχε ως σκοπό να διατηρήσει την οικονομική επικαιρότητα ενός μηχανισμού που κατ’ ανάγκη προοριζόταν να συνεχιστεί στο μέλλον και ότι, εμποδίζοντας μια αλλοίωση των θεμελιωδών όρων της συμβάσεως, δεν παρέσχε κανένα αδικαιολόγητο πλεονέκτημα στις εταιρίες διαδόχους της Terni, αλλά, αντιθέτως, ενήργησε έτσι ώστε οι εταιρίες αυτές να μην υποστούν ζημία αδίκως.

40      Η Επιτροπή απαντά υποστηρίζοντας ότι ο λόγος αυτός της Ιταλικής Δημοκρατίας πρέπει να απορριφθεί, διότι στηρίζεται επί εσφαλμένης βάσεως.

41      Η Επιτροπή εκθέτει ότι η Ιταλική Δημοκρατία δείχνει να αγνοεί ότι το άρθρο 6 του διατάγματος 1165/63 είχε προβλέψει, ως αποζημίωση για τη μεταβίβαση στην ENEL των εγκαταστάσεων της Terni, την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας με μειωμένο τιμολόγιο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992. Από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει σαφώς ότι το τιμολόγιο Terni παραχωρήθηκε, ως αποζημίωση, για σαφώς συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το οποίο προσδιορίστηκε οριστικά κατά τον χρόνο της απαλλοτριώσεως, και ότι το διάστημα αυτό πιθανότατα καθορίστηκε λαμβάνοντας υπόψη την εναπομένουσα διάρκεια της αδείας λειτουργίας υδροηλεκτρικού σταθμού της Terni, η οποία αποτελούσε στοιχείο θεμελιώδους σημασίας για τον προσδιορισμό της αξίας της αδείας λειτουργίας του ηλεκτρικού σταθμού τον οποίο αφορούσε η απαλλοτρίωση.

42      Η Επιτροπή διατείνεται ότι ούτε το διάταγμα 1165/63 ούτε ο νόμος 9/91 εξάρτησαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την παράταση του τιμολογίου Terni από εκείνη των αδειών λειτουργίας υδροηλεκτρικών σταθμών άλλων παραγωγών προς αυτοκατανάλωση οι οποίοι δεν εθίγησαν από την απαλλοτρίωση. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι η παράταση του εν λόγω τιμολογίου που παραχωρήθηκε το 2005 με το επίμαχο μέτρο συνδέεται, ειδικότερα, με την παράταση των αδειών η οποία είχε προβλεφθεί, έξι έτη προηγουμένως, με το διάταγμα 79/99. Αντιθέτως, από τον νόμο 80/05 προκύπτει σαφώς ότι η παράταση των ευνοϊκών τιμολογίων, μεταξύ των οποίων το τιμολόγιο Terni, παραχωρήθηκε συνολικά με σκοπό να «καταστεί δυνατή η ανάπτυξη και η αναδιάρθρωση της παραγωγής των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων».

43      Υποστηρίζει ότι, αν το διάταγμα 1165/63 είχε προβλέψει την αυτόματη παράταση του τιμολογίου Terni σε περίπτωση παρατάσεως των αδειών άλλων παραγωγών προς αυτοκατανάλωση, τούτο θα ήταν αντίθετο προς την αρχή κατά την οποία η αποζημίωση που καταβάλλεται για την απαλλοτρίωση ενός αγαθού (περιλαμβανομένων των άυλων αγαθών όπως οι σχετικές άδειες) πρέπει να προσδιορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την αξία του αγαθού κατά τον χρόνο της απαλλοτριώσεως.

44      Επιπλέον, είναι εσφαλμένος ο ισχυρισμός που προβάλλει η Ιταλική Δημοκρατία ότι «οι εταιρίες διάδοχοι της Terni εδικαιούντο παράταση των τιμολογίων Terni ως οφειλόμενη συμπληρωματική αποζημίωση επιπλέον της αρχικής αποζημιώσεως». Η Επιτροπή εκθέτει ότι οι ιταλικές αρχές προφανώς διατείνονται με τον τρόπο αυτόν ότι οι εταιρίες διάδοχοι της Terni είχαν ένα «δικαίωμα» παρατάσεως του τιμολογίου Terni απλώς και μόνο λόγω του γεγονότος ότι, αν δεν τους είχε επιβληθεί η απαλλοτρίωση, θα τους είχε δοθεί παράταση των αδειών λειτουργίας των υδροηλεκτρικών σταθμών.

45      Όμως, κατά την Επιτροπή, οι εταιρίες διάδοχοι της Terni δεν είχαν κανένα «δικαίωμα» για σχετική παράταση βάσει του διατάγματος 1165/63, που προέβλεπε την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας με μειωμένο τιμολόγιο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992, χωρίς τη δυνατότητα μεταβολής της εν λόγω καταληκτικής ημερομηνίας. Η ανυπαρξία «δικαιώματος» παρατάσεως του τιμολογίου Terni συνάγεται επίσης από το γεγονός ότι οι παρατάσεις που προέβλεψαν ο νόμος 9/91 και το επίμαχο μέτρο παραχωρήθηκαν μονομερώς από τις ιταλικές αρχές στο πλαίσιο της ασκήσεως της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που χαρακτηρίζει τη νομοθετική δραστηριότητα.

46      Είναι επίσης αβάσιμα τα επιχειρήματα κατά τα οποία η τροποποίηση της διάρκειας του τιμολογίου στηρίχθηκε στους κανόνες ιδιωτικού δικαίου περί υπερβολικού κόστους των μεταγενέστερων συμβατικών παροχών, καθόσον οι εν λόγω κανόνες κατά πάσα πιθανότητα δεν έχουν εφαρμογή σε περιπτώσεις απαλλοτριώσεως λόγω δημοσίας ωφελείας. Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι, ακόμα και αν εξομοιωθεί η απαλλοτρίωση προς συμβατική πράξη, η υποχρέωση της Terni να μεταβιβάσει στην ENEL την άδεια λειτουργίας υδροηλεκτρικού σταθμού μαζί με τις αντίστοιχες εγκαταστάσεις θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως «άμεση» παροχή και όχι ως συνεχής παροχή ικανή να καταστεί υπερβολικά επαχθής μετά από ορισμένο χρόνο. Επιπλέον, η παράταση των αδειών λειτουργίας υδροηλεκτρικών σταθμών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως γεγονότος «εξαιρετικού χαρακτήρα και μη δυνάμενο να προβλεφθεί».

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

47      Κατά πάγια νομολογία, ο χαρακτηρισμός της «ενισχύσεως», υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, απαιτεί τη συνδρομή όλων των προβλεπόμενων στη διάταξη αυτή προϋποθέσεων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, λεγόμενη «Tubemeuse», Συλλογή 1990, σ. I-959, σκέψη 25, και της 1ης Ιουλίου 2008, C-341/06 P και C-342/06 P, Chronopost και La Poste κατά Ufex κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I-4777, σκέψη 121).

48      Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάζει τις μεταξύ κρατών μελών εμπορικές συναλλαγές. Τρίτον, πρέπει να χορηγεί πλεονέκτημα στον εξ αυτής ωφελούμενο. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (αποφάσεις της 30ής Μαρτίου 2006, C-451/03, Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, Συλλογή 2006, σ. I 2941, σκέψη 56, και Chronopost και La Poste κατά Ufex κ.λπ., σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 122).

49      Πρέπει να υπομνησθεί ότι αποτελούν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις δαπάνες που κανονικά βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, για τον λόγο αυτόν, έχουν τον χαρακτήρα επιδοτήσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 1999, C-256/97, DM Transport, Συλλογή 1999, σ. I-3913, σκέψη 19, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, C-276/02, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-8091, σκέψη 24), όπως είναι, ιδίως, η παροχή αγαθών ή υπηρεσιών υπό προνομιακούς όρους (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, T-274/01, Valmont κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-3145, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50      Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το επίμαχο μέτρο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση, καθόσον δεν πληρούται η προϋπόθεση χορηγήσεως πλεονεκτήματος στους δικαιούχους, επειδή το εν λόγω μέτρο έχει μόνον τον χαρακτήρα αποζημιώσεως.

51       Δεν αμφισβητείται ότι ορισμένες μορφές αποζημιώσεως χορηγούμενες στις επιχειρήσεις δεν αποτελούν ενίσχυση.

52      Συγκεκριμένα, με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 106/87 έως 120/87, Αστερίς κ.λπ. (Συλλογή 1988, σ. 5515, σκέψεις 23 και 24), το Δικαστήριο δέχθηκε ειδικότερα ότι οι ενισχύσεις εκ μέρους του κράτους, που αποτελούν μέτρα της δημόσιας αρχής ευνοούντα ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένα προϊόντα, διαφέρουν θεμελιωδώς κατά τη νομική τους φύση από τις αποζημιώσεις τις οποίες οι εθνικές αρχές υποχρεώνονται να καταβάλλουν, ενδεχομένως, σε ιδιώτες προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία τους προκάλεσαν και ότι, επομένως, οι εν λόγω αποζημιώσεις δεν αποτελούν ενισχύσεις υπό την έννοια των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ.

53      Το Δικαστήριο δέχθηκε επίσης ότι δημόσιες επιδοτήσεις υπέρ επιχειρήσεων που έχουν ρητά επιφορτιστεί με την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, οι οποίες χορηγούνται προς αντιστάθμιση των δαπανών που προκαλούνται από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών και οι οποίες πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιουλίου 2003, C-280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, Συλλογή 2003, σ. I-7747, σκέψη 94).

54      Η Επιτροπή εκθέτει ότι, γενικά, η αποζημίωση που καταβάλλεται από το κράτος ως αποζημίωση για απαλλοτρίωση περιουσιακών στοιχείων δεν συνιστά ενίσχυση (αιτιολογική σκέψη 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

55      Το επίμαχο μέτρο αποτελείται από την παράταση ενός αρχικού μέτρου περί παραχωρήσεως στην Terni προνομιακού τιμολογίου για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, τούτο δε στο πλαίσιο αποζημιώσεως κατόπιν της εθνικοποιήσεως του αφορώντος την υδροηλεκτρική ενέργεια τομέα της εταιρίας αυτής το 1962.

56      Το άρθρο 6 του διατάγματος 1165/63, που προσδιορίζει την εν λόγω αποζημίωση, έχει ως εξής:

«Η ENEL υποχρεούται να παράσχει στην Terni […] 1 025 000 000 kWh (ένα δισεκατομμύριο είκοσι πέντε εκατομμύρια) κάθε έτος, με ισχύ 170 000 kW (εκατόν εβδομήντα χιλιάδες), ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που κατανάλωσε το 1961 η Terni […] για δραστηριότητες μη περιλαμβανόμενες σε αυτές περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 1 του νόμου 1643[/62], και 595 000 000 kWh (πεντακόσια ενενήντα πέντε εκατομμύρια) κατ’ έτος, με συμπληρωματική ισχύ 100 000 kW (εκατό χιλιάδες), για τις δραστηριότητες που βρίσκονταν εν εξελίξει την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του νόμου 1643[/62].

Η εν λόγω παροχή ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να συντελείται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992 στα σημεία παραδόσεως πλησίον των βιομηχανικών εγκαταστάσεων της Terni που θα καθοριστούν κατόπιν κοινής συμφωνίας μεταξύ των μερών».

57      Η ως άνω σταθερή ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας έπρεπε να παρέχεται σε προνομιακή τιμή καθοριζόμενη στο άρθρο 7 του διατάγματος 1165/63, ως ακολούθως:

«Για την παροχή 1 025 000 000 kWh ετησίως, η τιμή παροχής ανά kWh θα καθορίζεται σε συνάρτηση με τις εσωτερικές τιμές που ίσχυαν κατά μέσο όρο κατά τη διάρκεια της περιόδου 1959-1961 στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρισμού της Terni […] για τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις της εταιρίας με διαφορετική παραγωγική δραστηριότητα.

Για τις ποσότητες ενέργειας που θα καταναλώσει η Terni […] οι οποίες θα υπερβαίνουν το 1 025 000 000 kWh ετησίως μέχρι 595 000 000 kWh ετησίως, η τιμή περί της οποίας γίνεται λόγος στο προηγούμενο εδάφιο θα αυξάνεται κατά 0,45 [ιταλικές] λίρες ανά kWh.»

58      Κατά συνέπεια, το μέτρο του οποίου η Terni ήταν αποδέκτης συντίθεται από τρία στοιχεία: από την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας, την τιμή της και τη διάρκεια του προτιμησιακού συστήματος.

59      Η Επιτροπή φρονεί ότι το αρχικό μέτρο αποτελούσε αποζημίωση, ότι η αποζημίωση αυτή ήταν πρόσφορη και ότι το τιμολόγιο Terni δεν παρέσχε κανένα πλεονέκτημα στους δικαιούχους καθ’ όλη τη διάρκεια που προέβλεπε το εν λόγω μέτρο, ήτοι μέχρι το 1992. Στηριζόμενη σε γραμματική ερμηνεία του άρθρου 6 του διατάγματος 1165/63 και στον σαφή καθορισμό μιας περιόδου 30 ετών για την εφαρμογή του εν λόγω τιμολογίου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η παράταση του τιμολογίου αυτού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποτελούσα αναπόσπαστο μέρος της αποζημιώσεως, συνάγει δε ότι το εν λόγω τιμολόγιο που παραχωρήθηκε από 1ης Ιανουαρίου 2005, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 11, του νόμου 80/05, συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (αιτιολογικές σκέψεις 78, 79, 94 και 117 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

60      Η Ιταλική Δημοκρατία διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε πεπλανημένη εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση της φύσεως και της πραγματικής λειτουργίας του μέτρου αποζημιώσεως που προέβλεπε η σχετική με την εθνικοποίηση της Terni ρύθμιση. Σκοπός της εν λόγω ρυθμίσεως ήταν να αποζημιωθεί η Terni για την απαλλοτρίωση που της επιβλήθηκε το 1962, η οποία αποτελούσε εξαίρεση από το γενικό καθεστώς που προβλεπόταν για τους παραγωγούς προς αυτοκατανάλωση και αφορούσε όχι μόνο διάφορες εγκαταστάσεις, αλλά και το δικαίωμα παραγωγής ενέργειας, που απορρέει από την άδεια λειτουργίας υδροηλεκτρικού σταθμού.

61      Η ως άνω κατάσταση εξηγεί, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, την εκ μέρους του εθνικού νομοθέτη θέσπιση ενός ειδικού μηχανισμού αποζημιώσεως παρέχοντος τη δυνατότητα στην Terni να προμηθεύεται ηλεκτρική ενέργεια υπό οικονομικούς όρους ανάλογους προς εκείνους οι οποίοι θα ίσχυαν αν δεν είχε συντελεστεί η εθνικοποίηση, για χρονικό διάστημα προσδιοριζόμενο σε συνάρτηση με τη διάρκεια ισχύος της αδείας.

62      Πρώτον, εκθέτει ότι, ορίζοντας την 31η Δεκεμβρίου 1992 ως ημερομηνία λήξεως του τιμολογίου Terni, ο εθνικός νομοθέτης αποφάσισε να εξισώσει τη διάρκεια του εν λόγω τιμολογίου με εκείνη των αδειών λειτουργίας υδροηλεκτρικών σταθμών των παραγωγών προς αυτοκατανάλωση των οποίων οι εγκαταστάσεις δεν απαλλοτριώθηκαν, προβλέποντας με τον τρόπο αυτό μια άμεση σχέση μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων. Υποστηρίζει ότι οι δύο παρατάσεις του τιμολογίου Terni δικαιολογούνται από το γεγονός ότι νομοθετικές διατάξεις, που ασφαλώς δεν μπορούσαν να προβλεφθούν όταν καθορίστηκε η αρχική αποζημίωση, παρέτειναν τη διάρκεια των αδειών των παραγωγών προς αυτοκατανάλωση, διάρκεια η οποία αποτελούσε παράμετρο της οφειλόμενης στην Terni αποζημιώσεως. Οι εν λόγω δύο παρατάσεις όχι μόνο δεν συνεπάγονται αναθεώρηση του λόγου υπάρξεως του αρχικού μηχανισμού αποζημιώσεως, αλλά αποτελούν ακριβώς εφαρμογή στην πράξη του ως άνω λόγου υπάρξεως.

63      Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η παρούσα διαφορά εντάσσεται στο πλαίσιο της εθνικοποιήσεως του τομέα του ηλεκτρισμού στην Ιταλία, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 43 του ιταλικού Συντάγματος, εθνικοποίηση η οποία συντελέστηκε έχοντας ως νομική βάση τον νόμο 1643/62, που συμπληρώθηκε με το διάταγμα 1165/63.

64      Επομένως, με βάση αυτές τις τελευταίες πράξεις πρέπει να εκτιμηθεί η εν λόγω εθνικοποίηση σε όλες τις διαστάσεις της, περιλαμβανομένης της αποζημιώσεως που επιβάλλεται νομικά σε μια τέτοια κατάσταση μεταβιβάσεως κυριότητας την οποία αποφασίζει μονομερώς το κράτος.

65      Όμως, από το γράμμα του άρθρου 6 του διατάγματος 1165/63, που δεν δίδει λαβή για αμφιβολίες, προκύπτει ότι το τιμολόγιο Terni παραχωρήθηκε ως αποζημίωση για σαφώς καθορισμένο χρονικό διάστημα, χωρίς δυνατότητα παρατάσεως. Έτσι, το ίδιο αυτό άρθρο ορίζει ότι η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στην Terni «πρέπει να λαμβάνει χώρα μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992», η δε μνεία μιας συγκεκριμένης ημερομηνίας αποκλείει a priori κάθε ερμηνευτική δυσχέρεια επί του χρονικού πεδίου εφαρμογής της διατάξεως.

66      Επιπλέον, η Ιταλική Δημοκρατία δεν επικαλείται καμία διάταξη του νόμου 1643/62 ή του διατάγματος 1165/63 προβλέπουσα αναθεώρηση της διάρκειας εφαρμογής του τιμολογίου Terni, με δυνατότητα παρατάσεως της εν λόγω διάρκειας μετά την προβλεπόμενη καταληκτική ημερομηνία. Πρέπει να σημειωθεί ότι, αντιθέτως, ο εθνικός νομοθέτης προέβλεψε ρητά στο άρθρο 8 του διατάγματος 1165/63 τη δυνατότητα αναθεωρήσεως της τιμής παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στην Terni.

67      Υπογραμμίζοντας ότι, κατά την περίοδο της εθνικοποιήσεως, ο εθνικός νομοθέτης είχε λάβει υπόψη την ημερομηνία λήξεως των αδειών λειτουργίας υδροηλεκτρικών σταθμών των παραγωγών προς αυτοκατανάλωση προκειμένου να καθορίσει την ημερομηνία της 31ης Δεκεμβρίου 1992 με το διάταγμα 1165/63, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η έλλειψη ρητής διατάξεως όσον αφορά τη δυνατότητα αναθεωρήσεως της διάρκειας εφαρμογής του τιμολογίου Terni σε συνάρτηση με εκείνη των ως άνω αδειών εξηγείται από το γεγονός ότι η ανανέωση των τελευταίων ήταν, για τον νομοθέτη αυτόν κατά την ίδια περίοδο, «ασφαλώς απρόβλεπτο» γεγονός.

68      Πρέπει να σημειωθεί ότι ο αρχικός καθορισμός μιας διάρκειας ισχύος των αδειών έθετε ήδη, καθαυτός, το ζήτημα της μετέπειτα εξελίξεως των αδειών αυτών μετά τη λήξη τους, η δε διατήρησή τους σε ισχύ, κατόπιν νομοθετικώς προβλεπομένης παρατάσεως ή κατόπιν διαδικασίας συνεπαγόμενης άνοιγμα της αγοράς στον ανταγωνισμό, ήταν γεγονός ενδεχόμενο και όχι «ασφαλώς απρόβλεπτο». Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η έλλειψη ρητής διατάξεως στην εθνική νομοθεσία που να προβλέπει τη δυνατότητα αναθεωρήσεως της διάρκειας ισχύος του τιμολογίου Terni είναι απλώς το αποτέλεσμα της επιλογής του νομοθέτη να αποζημιώσει την Terni παραχωρώντας στην εταιρία αυτή μια προνομιακή τιμή παροχής ηλεκτρικής ενέργειας για σαφώς συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το οποίο καθορίστηκε οριστικά κατά την περίοδο της εθνικοποιήσεως.

69      Πρέπει να προστεθεί ότι νομοθεσία σχετικά με τις παρατάσεις των αδειών λειτουργίας υδροηλεκτρικών σταθμών που θεσπίστηκε μετά την έκδοση του νόμου 1643/62 και του διατάγματος 1165/63 διαψεύδει την ερμηνεία των νομοθετικών αυτών πράξεων την οποία υποστηρίζει η Ιταλική Δημοκρατία, κατά την οποία οι πράξεις αυτές συνδέουν τη διάρκεια του τιμολογίου Terni, μέσω μιας κατά κάποιο τρόπο έμμεσης και δυναμικού χαρακτήρα παραπομπής, με εκείνη των αδειών λειτουργίας υδροηλεκτρικών σταθμών των παραγωγών προς αυτοκατανάλωση, έτσι ώστε η παράταση των τελευταίων αυτών αδειών να επιφέρει αυτομάτως παράταση της ισχύος του εν λόγω τιμολογίου.

70      Η ερμηνεία αυτή προσκρούει στο γεγονός ότι οι παρατάσεις του τιμολογίου Terni, όχι μόνο δεν ήταν αυτόματες, αλλά απαίτησαν νομοθετικές παρεμβάσεις προκειμένου να τροποποιηθεί η αρχικώς καθορισθείσα με το διάταγμα 1165/63 αποζημίωση.

71      Η πρώτη παράταση του τιμολογίου Terni απορρέει από το άρθρο 20, παράγραφος 4, του νόμου 9/91, το οποίο παρέτεινε επίσης τις τότε υφιστάμενες άδειες λειτουργίας υδροηλεκτρικών σταθμών μέχρι το 2001. Τα αποτελέσματα του εν λόγω νόμου δεν περιορίζονται απλώς στην παράλληλη παράταση της διάρκειας του τιμολογίου Terni και εκείνης των αδειών λειτουργίας υδροηλεκτρικών σταθμών των παραγωγών προς αυτοκατανάλωση μέχρι το 2001, καθόσον ο νόμος αυτός είχε διττό αντικείμενο, ήτοι την παράταση του τιμολογίου Terni αλλά και την οριστική του λήξη μετά την καταληκτική ημερομηνία το 2007 (βλ. αιτιολογική σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως), σε μεταγενέστερο χρόνο και, επομένως, σε χρόνο μη εξαρτώμενο από αυτόν της λήξεως των υφισταμένων τότε αδειών λειτουργίας υδροηλεκτρικών σταθμών. Τα εν λόγω δύο στοιχεία συνδέονται στενά μεταξύ τους και αποδεικνύουν στην πραγματικότητα την αυτοτέλεια του ζητήματος της διάρκειας του εν λόγω τιμολογίου έναντι της καταστάσεως των παραγωγών προς αυτοκατανάλωση.

72      Το γεγονός ότι η μεταχείριση που θα επιφυλασσόταν στις εταιρίες διαδόχους της Terni δεν συνδέεται με εκείνη που θα επιφυλασσόταν στους παραγωγούς προς αυτοκατανάλωση επιβεβαιώνεται από το ότι, το 1999, οι ιταλικές αρχές παρενέβησαν αποκλειστικά και μόνο για να ανανεώσουν μέχρι το 2010 τις υφιστάμενες τότε άδειες λειτουργίας υδροηλεκτρικών σταθμών.

73      Η δεύτερη παράταση του τιμολογίου Terni απορρέει από το άρθρο 11, παράγραφος 11, του νόμου 80/05, που ορίζει τα ακόλουθα:

«Προκειμένου καταστεί δυνατή η ανάπτυξη και η αναδιάρθρωση της παραγωγής των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, η εφαρμογή των προνομιακών τιμολογιακών όρων για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 1, παράγραφος 1, [στοιχείο] c), του νομοθετικού διατάγματος 25 της 18ης Φεβρουαρίου 2003, που κατέστη, με ορισμένες τροποποίησεις, ο νόμος […] 83 της 17ης Απριλίου 2003, παρατείνεται καθ’ όλο το έτος 2010 με τους τιμολογιακούς όρους που ίσχυαν στις 31 Δεκεμβρίου 2004».

74      Η εν λόγω διάταξη ούτε καν μνημονεύει τις άδειες λειτουργίας υδροηλεκτρικών σταθμών και δεν περιλαμβάνει καμία ένδειξη που να δικαιολογεί τη σκέψη ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να προσαρμόσει τη διάρκεια του τιμολογίου Terni παράλληλα με εκείνη των ως άνω αδειών.

75      Αντιθέτως, από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι το τιμολόγιο Terni αποτελεί απλώς έναν από τους ευνοϊκούς τιμολογιακούς όρους των οποίων η παράταση έχει ως σκοπό να «καταστεί δυνατή η ανάπτυξη και η αναδιάρθρωση της παραγωγής των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων». Η αιτιολογική σκέψη 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία εντάσσεται στο γενικό πλαίσιο των παρατηρήσεων που διατύπωσαν οι ιταλικές αρχές κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, εκθέτει ότι οι εν λόγω αρχές τονίζουν το γεγονός ότι «η αμφισβητούμενη παράταση του τιμολογίου την οποία προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 11, του νόμου 80/05 συνδέεται με ένα ευρείας εκτάσεως πρόγραμμα επενδύσεων εκ μέρους της ThyssenKrupp στη βιομηχανική ζώνη Terni-Narni» και ότι το εν λόγω «σχέδιο δράσεως προβλέπει την ανάπτυξη νέου δυναμικού παραγωγής ηλεκτρισμού στην περιοχή αυτή». Παρατηρείται ότι «[τ]ο τιμολόγιο αποτελεί […] προσωρινή λύση εν αναμονή της αναπτύξεως του νέου αυτού παραγωγικού δυναμικού, ενώ η κατάργησή του θα έθετε σε κίνδυνο τις υπό εξέλιξη επενδύσεις».

76      Όπως εκθέτει η αιτιολογική σκέψη 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία αφορά τους «πολιτικούς λόγους που πρυτάνευσαν για [τη δεύτερη] παράταση», οι ιταλικές αρχές τόνισαν τα ακόλουθα:

«[Ε]ν αναμονή της ολοκληρώσεως των ευρισκομένων σε εξέλιξη σχεδίων στον τομέα παραγωγής και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, το τιμολόγιο είναι απαραίτητο για να εξασφαλίσει την ίση μεταχείριση μεταξύ των εταιριών αυτών, που είναι μεγάλοι καταναλωτές ενέργειας εγκατεστημένοι στην Ιταλία, και των ανταγωνιστών τους στην [Ευρωπαϊκή Ένωση] οι οποίοι επωφελούνται και αυτοί από μειωμένες τιμές ενέργειας (είτε βάσει τιμολογίων είτε βάσει συμβάσεων). Αν καταργηθεί το τιμολόγιο αυτό, οι ως άνω εταιρίες θα μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους εκτός της [Ενώσεως], πράγμα το οποίο θα προκαλέσει αναπόφευκτα βιομηχανική κρίση και απολύσεις με βαρειές συνέπειες στις σχετικές περιοχές. Γι’ αυτό, κατά [την Ιταλική Δημοκρατία], η παράταση πρέπει να θεωρηθεί ως προσωρινή λύση.»

77      Επομένως, ουδόλως πρόκειται για μέτρο αποτελούν την κατά νόμο συνέχεια της αποζημιώσεως που παραχωρήθηκε στην Terni κατόπιν της εθνικοποιήσεως του αφορώντος την υδροηλεκτρική ενέργεια τομέα της το 1962.

78      Δεύτερον, η Ιταλική Δημοκρατία, αφού εξέθεσε, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι η διάρκεια ισχύος του τιμολογιακού καθεστώτος καθορίστηκε έτσι ώστε να ταυτίζεται με την «εναπομένουσα» διάρκεια της αδείας της Terni, τόνισε ότι «το κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα δεν είναι τόσο η εξακρίβωση του αν υπήρχε κάποια σχέση μεταξύ του προβλεφθέντος για την Terni μηχανισμού αποζημιώσεως και των αδειών των άλλων παραγωγών προς αυτοκατανάλωση, αλλά η εξέταση του αν οι νόμοι περί των σχετικών παρατάσεων θα εφαρμόζονταν στην Terni αν αυτή δεν είχε υποστεί την ως άνω απαλλοτρίωση».

79      Κατ’ αυτήν, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι διατάξεις περί παρατάσεως (ήτοι το άρθρο 24 του νόμου 9/91 και το άρθρο 12, παράγραφος 7, του διατάγματος 79/99) θα κάλυπταν επίσης τις άδειες της Terni «αν η εταιρία αυτή εξακολουθούσε να είναι κάτοχος τέτοιων αδειών», ενώ είναι προφανές ότι αν οι εταιρίες διάδοχοι της Terni στερούνταν από τη δυνατότητα να επωφεληθούν από τις εν λόγω παρατάσεις, έτσι ώστε να μην εξακολουθεί να ισχύει το τιμολόγιο Terni, τούτο θα έθετε υπό αμφισβήτηση την κατάστασή τους ως «εικονικών» παραγωγών προς αυτοκατανάλωση, την οποία εύλογο ήταν να διατηρήσουν οι εταιρίες αυτές, όπως ομολόγησε η ίδια η Επιτροπή.

80      Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η συλλογιστική αυτή της Ιταλικής Δημοκρατίας αποσκοπεί να δώσει μιαν ερμηνεία του προβλεφθέντος με το άρθρο 6 του διατάγματος 1165/63 μηχανισμού αποζημιώσεως στηριζόμενη σε ένα αξίωμα το οποίο όμως αγνοεί την απαλλοτρίωση η οποία αποτέλεσε το έναυσμα για την παρούσα διαφορά και τη διαφωνία επί του περιεχομένου του μηχανισμού αυτού.

81      Ενδεχομένως, αν ο αφορών την υδροηλεκτρική ενέργεια τομέας της Terni δεν είχε εθνικοποιηθεί, η άδεια της εταιρίας αυτής θα είχε ανανεωθεί όπως και οι άδειες άλλων παραγωγών προς αυτοκατανάλωση. Περαιτέρω, επίσης ενδεχομένως, σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα ανέκυπτε ζήτημα αποζημιώσεως της Terni με την πρόβλεψη προνομιακού τιμολογίου ηλεκτρικής ενέργειας.

82      Εντούτοις, οι συλλογισμοί αυτοί είναι καθαρά υποθετικοί, με σκοπό την υπέρβαση του εμποδίου του χρονικού περιορισμού, τον οποίο θέτει σαφώς το άρθρο 6 του διατάγματος 1165/63 όσον αφορά την εφαρμογή του τιμολογίου Terni, και πρέπει να απορριφθούν.

83      Η Ιταλική Δημοκρατία υπογραμμίζει επίσης ότι η Επιτροπή αμφιβάλλει αν σκοπός των διατάξεων περί παρατάσεως του τιμολογίου Terni ήταν η συμπλήρωση της αρχικής αποζημιώσεως που προέβλεψε το άρθρο 6 του διατάγματος 1165/63, ενώ, κατά τη νομολογία, ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως απαιτεί μόνον εκτίμηση των πραγματικών ή ενδεχόμενων αποτελεσμάτων του.

84      Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή σαφώς εξέθεσε, στην αιτιολογική σκέψη 99 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, αδιαμφισβήτητα, η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος σε τιμές χαμηλότερες του κανονικού τιμολογίου συνιστά σαφές οικονομικό πλεονέκτημα για τους δικαιούχους, των οποίων μειώνεται το κόστος παραγωγής και ενισχύεται η ανταγωνιστική θέση.

85      Η επίκληση του πραγματικού σκοπού του επίμαχου μέτρου εντάσσεται στο πλαίσιο της εξετάσεως του ακριβούς περιεχομένου του μηχανισμού αποζημιώσεως που προέβλεψε το άρθρο 6 του διατάγματος 1165/63, ενώ η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το μέτρο αυτό αποτελούσε την κατά νόμο συνέχεια της αποζημιώσεως που παραχωρήθηκε στην Terni κατόπιν της εθνικοποιήσεως του αφορώντος την υδροηλεκτρική ενέργεια τομέα της το 1962.

86      Ο ως άνω ισχυρισμός διαψεύδεται τόσο από το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 11, του νόμου 80/05, που παρέτεινε το τιμολόγιο Terni μέχρι το 2010, όσο και από τις δηλώσεις των ιταλικών αρχών κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, που συνοψίζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 61 και 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από τις οποίες προκύπτει ότι η βαλλόμενη παράταση του τιμολογίου Terni αποτελεί, στην πραγματικότητα, αντιπαροχή έναντι ενός ευρείας εκτάσεως προγράμματος επενδύσεων εκ μέρους της ThyssenKrupp στη βιομηχανική ζώνη Terni-Narni.

87      Τρίτον, η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι οι δύο παρατάσεις του 1991 και του 2005 αποτελούν επίσης την εφαρμογή μιας κοινής στο δίκαιο των συμβάσεων των κρατών μελών αρχής κατά την οποία, στις διαρκείς έννομες σχέσεις, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αλλοίωση της προβλεπόμενης από τη σύμβαση ισορροπίας που δεν εξαρτάται από την επέλευση ενός συνήθους κινδύνου τον οποίο ανέλαβαν τα μέρη συνάπτοντας τη σύμβαση, αλλά που είναι το αποτέλεσμα ενός γεγονότος το οποίο επήλθε αργότερα και το οποίο δεν είχε προβλεφθεί ούτε μπορούσε να προβλεφθεί κατά τον χρόνο της συνάψεως της συμβάσεως, συγκεκριμένα λόγω της θεσπίσεως νομοθετικών διατάξεων που παρέτειναν τη διάρκεια των αδειών λειτουργίας υδροηλεκτρικών σταθμών των παραγωγών προς αυτοκατανάλωση.

88       Επιπλέον της επικλήσεως της αρχής της καλής πίστεως και της επιεικείας, η Ιταλική Δημοκρατία προσθέτει ότι η αρχή περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 87 ανωτέρω έχει κωδικοποιηθεί στη λεγόμενη ρήτρα «hardship», την οποία προβλέπουν οι αρχές περί διεθνών εμπορικών συμβάσεων καθώς και οι αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων, που καθορίστηκαν από την επιτροπή για το ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων.

89      Η ως άνω επιχειρηματολογία είναι απορριπτέα, καθόσον στηρίζεται επί εσφαλμένης βάσεως, ήτοι επί της εξομοιώσεως της εθνικοποιήσεως διαφόρων περιουσιακών στοιχείων, που έχει ως αναγκαία συνέπεια την παροχή αποζημιώσεως, προς ένα γεγονός απορρέον από σύμβαση.

90      Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι η παρούσα διαφορά εντάσσεται στο πλαίσιο της εθνικοποιήσεως του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ιταλία, που στηρίζεται στο άρθρο 43 του ιταλικού Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι, «προς εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος, ο νόμος μπορεί να προβλέπει ότι ορισμένες επιχειρήσεις ή κατηγορίες επιχειρήσεων, που παρέχουν ουσιώδεις δημόσιες υπηρεσίες ή που εκμεταλλεύονται ενεργειακούς πόρους ή αφορούν καταστάσεις μονοπωλίου και έχουν χαρακτήρα ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος, θα υπάγονται εξαρχής ή η κυριότητά τους θα μεταβιβάζεται, στο πλαίσιο απαλλοτριώσεως και κατόπιν σχετικής αποζημιώσεως, στο κράτος, σε δημόσιους οργανισμούς ή σε ενώσεις εργαζομένων ή χρηστών».

91      Η μόνη νομική πράξη που προβλέπει τα της εθνικοποιήσεως είναι ο νόμος 1643/62, που συμπληρώθηκε με το διάταγμα 1165/63.

92      Κατόπιν τούτων, προκύπτει ότι η μεταβίβαση της κυριότητας αποφασίζεται μονομερώς από το κράτος, προς εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος, και ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις του εν λόγω νόμου και του ως άνω διατάγματος για την κατανόηση της επίμαχης εθνικοποιήσεως σε όλες τις διαστάσεις της, περιλαμβανομένης της αποζημιώσεως την οποία επιβάλλει ο νόμος σε τέτοιες καταστάσεις.

93      Η Ιταλική Δημοκρατία ουδόλως αποδεικνύει τη δυνατότητα εφαρμογής σε μια τέτοια κατάσταση κανόνων ή αρχών που διέπουν τις συμβατικές σχέσεις. Το γεγονός ότι το διάταγμα 1165/63 προέβλεψε έναν ειδικό μηχανισμό αποζημιώσεως με τη μορφή παροχής ηλεκτρικής ενέργειας σε προνομιακή τιμή για 30 έτη δεν μπορεί να στηρίξει τον παραλληλισμό, στον οποίο προβαίνει η Ιταλική Δημοκρατία, μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και μιας διαρκούς συμβατικής σχέσεως.

94      Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν υποτεθεί ότι μπορεί να γίνει δεκτός ένας τέτοιος παραλληλισμός, είναι απορριπτέα η επιχειρηματολογία που προβάλλεται προς δικαιολόγηση του επίμαχου μέτρου με την επίκληση της υπάρξεως αρχών που παρέχουν τη δυνατότητα αποκαταστάσεως της ισορροπίας μιας διαρκούς συμβατικής σχέσεως, ισορροπία η οποία φέρεται ότι κλονίστηκε εξαιτίας ενός γεγονότος που δεν είχε προβλεφθεί ούτε μπορούσε να προβλεφθεί κατά τον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας.

95      Επιπλέον του γεγονότος ότι η μεταβίβαση στην ENEL περιουσιακών στοιχείων της Terni συντελέστηκε στο σύνολό της λίγο χρόνο μετά την έκδοση του διατάγματος 1165/63 και, επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ως «άμεση» και όχι ως «διαρκής» παροχή, η παράταση των αδειών λειτουργίας υδροηλεκτρικών σταθμών των παραγωγών προς αυτοκατανάλωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «απρόβλεπτο» γεγονός.

96      Πρέπει να υπομνησθεί ότι ο αρχικός καθορισμός της διάρκειας της ισχύος των αδειών έθετε ήδη, καθαυτός, το ζήτημα της μετέπειτα εξελίξεως των αδειών αυτών μετά τη λήξη τους και της διατηρήσεώς τους σε ισχύ, κατόπιν νομοθετικώς προβλεπομένης παρατάσεως ή κατόπιν διαδικασίας συνεπαγόμενης άνοιγμα της αγοράς στον ανταγωνισμό, οπότε αποτελούσε γεγονός απολύτως προβλέψιμο και όχι απρόβλεπτο. H θέσπιση διατάξεων περί παρατάσεως των αδειών λειτουργίας υδροηλεκτρικών σταθμών των παραγωγών προς αυτοκατανάλωση το 1991, το 1999 και το 2005 το επιβεβαιώνει a posteriori.

97      Από τις ανωτέρω παρατηρήσεις προκύπτει ότι ο λόγος που προβάλλεται προς αμφισβήτηση του χαρακτηρισμού του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως ο οποίος στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι το επίμαχο μέτρο έχει χαρακτήρα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του λόγου που στηρίζεται σε παράβαση ουσιώδους τύπου, σε προσβολή της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και σε προσβολή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

 Επιχειρήματα των διαδίκων

98      Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, κατόπιν ρητού αιτήματος της Επιτροπής, της απέστειλε μια μελέτη η οποία συγκρίνει τη λογιστική αξία των απαλλοτριωμένων αγαθών προς την αξία των παραχωρηθέντων μέσω του τιμολογίου Terni πλεονεκτημάτων καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου, μελέτη από την οποία προέκυψε ότι η παραχωρηθείσα αποζημίωση δεν ήταν υπερβολικά υψηλή.

99      Όμως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εξετίμησε ότι η εν λόγω μελέτη ήταν άνευ σημασίας, με την αιτιολογία ότι ο πρόσφορος χαρακτήρας του μηχανισμού αποζημιώσεως δεν μπορούσε να εκτιμηθεί παρά μόνον ex ante, ήτοι κατά τον χρόνο της απαλλοτριώσεως. Η Επιτροπή, επομένως, εξέτασε το περιεχόμενο της μελέτης μόνον επικουρικώς και συνήγαγε ότι τα συμπεράσματά της ήταν εσφαλμένα.

100    Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η ως άνω μεταστροφή της Επιτροπής όσον αφορά τη χρησιμότητα μιας εκτιμήσεως ex post του πρόσφορου χαρακτήρα του μηχανισμού αποζημιώσεως έπρεπε να οδηγήσει το εν λόγω θεσμικό όργανο να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία της εκατέρωθεν ακροάσεως, προτείνοντας μια διαφορετική προσέγγιση ή ακόμα δεχόμενη τις εναλλακτικές προτάσεις της Ιταλικής Δημοκρατίας, πράγμα το οποίο όμως δεν έπραξε. Αν είχε ενεργήσει με τον τρόπο αυτόν, η Ιταλική Δημοκρατία ασφαλώς θα μπορούσε να επικαλεστεί τα επιχειρήματα που προβάλλει με τον πρώτο λόγο.

101    Το προσφεύγον κράτος μέλος προσθέτει ότι, αν η Επιτροπή είχε δηλώσει, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι είχε αλλάξει γνώμη ή ότι διατηρούσε αμφιβολίες όσον αφορά τη μέθοδο εκτιμήσεως που πρότεινε η ως άνω μελέτη, το κράτος μέλος αυτό θα μπορούσε να επικαλεστεί το γεγονός ότι, αν το εν λόγω θεσμικό όργανο υποτιμούσε, ενδεχομένως, το τιμολογιακó πλεονέκτημα της Terni, υποτιμούσε επίσης την οικονομική θυσία στην οποία υποβλήθηκε η εταιρία αυτή, περιορίζοντάς την στην αξία των σχετικών εγκαταστάσεων, χωρίς να λάβει υπόψη ως αυτοτελές στοιχείο εκτιμήσεως το απαλλοτριωθέν δικαίωμα, δηλαδή την άδεια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

102    Η εν λόγω διαδικαστική παρατυπία καθιστά πλημμελή ακόμα και την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση επί της ουσίας της εν λόγω μελέτης.

103    Αφού υπογράμμισε τον, τουλάχιστον, αντιφατικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς της Επιτροπής, η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίστηκε, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι η Επιτροπή, ζητώντας την εκπόνηση της εν λόγω μελέτης προκειμένου να εκτιμήσει την ενδεχόμενη ύπαρξη μιας υπερβολικά υψηλής αποζημιώσεως, προκάλεσε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ιταλικών αρχών όσον αφορά το ότι η Επιτροπή θα εκτιμούσε κατά κάποιο τρόπο τα αποτελέσματα των σχετικών εργασιών στο πλαίσιο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Δηλώνοντας ότι, εν πάση περιπτώσει, η μελέτη ήταν άνευ σημασίας και, μάλιστα, εκφράζοντας την εκτίμηση αυτή μόλις με την προσβαλλόμενη απόφαση και προβαίνοντας μόνον επικουρικώς σε εκτίμηση του περιεχομένου της εν λόγω μελέτης, η Επιτροπή προσέβαλε την ως άνω δικαιολογημένη εμπιστοσύνη την οποία δημιούργησε η αίτηση παροχής πληροφοριών που διατυπώθηκε με το έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2007.

104    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ουδέποτε δήλωσε, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, στην Ιταλική Δημοκρατία ότι θα εκτιμούσε ex post τον πρόσφορο χαρακτήρα του τιμολογίου Terni χωρίς να εξετάσει αν η παράταση του τιμολογίου αυτού την οποία προέβλεπε το επίμαχο μέτρο μπορούσε να δικαιολογηθεί στο πλαίσιο της αποζημιώσεως για την απαλλοτρίωση που επιβλήθηκε στην Terni το 1962, πράγμα το οποίο βεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι ιταλικές αρχές και οι εταιρίες διάδοχοι της Terni όντως προέβαλαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου προς απόδειξη του ότι η εν λόγω παράταση πρέπει να εκληφθεί ως αποτελούσα αναπόσπαστο μέρος του κριτηρίου το οποίο προέβλεψε ex ante το διάταγμα 1165/63 προκειμένου περί της παροχής αποζημιώσεως στην Terni.

105    Διατείνεται ότι, καθόσον οι ιταλικές αρχές όντως προέβαλαν τα ως άνω επιχειρήματα κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και καθόσον τα επιχειρήματα αυτά είναι εν πάση περιπτώσει αβάσιμα, όπως το αποδεικνύει η εξέταση του πρώτου λόγου, η προβαλλόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας που επικαλείται η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορεί να έχει καμία επίπτωση επί του κύρους της προσβαλλομένης αποφάσεως.

106    Δεν κλονίζει το εν λόγω συμπέρασμα ο ισχυρισμός της Ιταλικής Δημοκρατίας ότι, αν είχε λάβει γνώση των αντιρρήσεων της Επιτροπής όσον αφορά την εν λόγω μελέτη, «θα μπορούσε και η ίδια να προβάλει τις αμφιβολίες της». Είναι πρόδηλο, κατά την Επιτροπή, ότι, εφόσον η μελέτη εξετάστηκε μόνον επικουρικώς, εν πάση περιπτώσει οι ενδεχόμενες αμφιβολίες της Ιταλικής Δημοκρατίας όσον αφορά την αξιοπιστία της δεν θα μπορούσαν να ασκήσουν την παραμικρή επιρροή επί της κύριας εκτιμήσεως στην οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Επιπλέον, οι ιταλικές αρχές ουδόλως απέδειξαν ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση επί της ουσίας όσον αφορά την ως άνω μελέτη πάσχει λόγω κάποιου πραγματικού ή νομικού σφάλματος.

107    Η Επιτροπή υποστηρίζει, τέλος, ότι οι αιτιάσεις που στηρίζονται στη φερόμενη ως αντιφατική στάση της και στην προσβολή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει κριθούν απαράδεκτες, διότι προβάλλονται για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως, κατά παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να συναχθεί καμία αντίφαση ή προσβολή της προαναφερθείσας αρχής από το γεγονός ότι η Επιτροπή εξέτασε μόνον επικουρικώς τη μελέτη των ιταλικών αρχών. Η Επιτροπή υπενθυμίζει, τέλος, ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι προσβολή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης υφίσταται μόνον όταν η διοίκηση έχει παράσχει «σαφείς διαβεβαιώσεις» στους ενδιαφερομένους, πράγμα το οποίο προφανώς δεν συνέβη εν προκειμένω.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

108    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, με έγγραφο της 19ης Ιουλίου 2006, η Επιτροπή πληροφόρησε την Ιταλική Δημοκρατία περί της αποφάσεώς της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και ότι, με τη δημοσίευση της εν λόγω αποφάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάλεσε τους τρίτους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του επίμαχου μέτρου.

109    Με έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2007, αφού διαπίστωσε ότι περαιτέρω πληροφορίες ήταν «αναγκαίες για τη συναγωγή κάποιου συμπεράσματος», η Επιτροπή ζήτησε από την Ιταλική Δημοκρατία να της παράσχει, ιδίως, πληροφορίες βάσει των οποίων θα μπορούσε να συγκρίνει αντικειμενικά την αξία των απαλλοτριωθέντων περιουσιακών στοιχείων με την αξία του πλεονεκτήματος που παρασχέθηκε με το τιμολόγιο Terni από της ενάρξεως του εν λόγω καθεστώτος μέχρι το 2010, σε τρέχουσες τιμές.

110    Σε απάντηση στο αίτημα αυτό η Ιταλική Δημοκρατία γνωστοποίησε στην Επιτροπή, τον Απρίλιο του 2007, μελέτη εκπονηθείσα αιτήσει των εταιριών διαδόχων της Terni από έναν ανεξάρτητο σύμβουλο, στην οποία τονίζεται ότι η συνολική αξία του πλεονεκτήματος που παρείχε το τιμολόγιο Terni είναι χαμηλότερη από τη λογιστική αξία (σε τιμές 2006) των απαλλοτριωθέντων λόγω της εθνικοποιήσεως περιουσιακών στοιχείων και καταλήγει, επομένως, στο συμπέρασμα ότι η παρασχεθείσα αποζημίωση δεν ήταν υπερβολική.

111    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 82 και 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε, κατά κύριο λόγο, ότι η εν λόγω μελέτη ήταν άνευ σημασίας, με την αιτιολογία ότι κάθε εξέταση του πρόσφορου χαρακτήρα του μηχανισμού αποζημιώσεως θα έπρεπε οπωσδήποτε να πραγματοποιηθεί ex ante, ήτοι κατά τον χρόνο της απαλλοτριώσεως. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η Επιτροπή συνήγαγε ότι, μέχρι την ημερομηνία λήξεως της ισχύος του αρχικού μέτρου παραχωρήσεως προνομιακού τιμολογίου εν είδει αποζημιώσεως, και μόνο μέχρι την ημερομηνία αυτή, οι δικαιούχοι δεν αποκόμιζαν κανένα πλεονέκτημα, ενώ το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση παρά μόνο με υπολογισμό των κερδών και των ζημιών, ιδίως αυτών που πραγματοποιήθηκαν a posteriori.

112    Η Επιτροπή εξέτασε, επικουρικώς, επί της ουσίας τη μελέτη που γνωστοποίησαν οι ιταλικές αρχές για να συναγάγει ότι η μέθοδος στην οποία στηριζόταν η ως άνω μελέτη ήταν ανακριβής και εσφαλμένη, καθόσον υποτιμούσε συστηματικά το παρεχόμενο στις εταιρίες διαδόχους της Terni πλεονέκτημα και υπερεκτιμούσε κατά πάσα πιθανότητα την αξία των απαλλοτριωθέντων περιουσιακών στοιχείων (αιτιολογικές σκέψεις 87 έως 90 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

113    Πρώτον, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αιτίαση της Ιταλικής Δημοκρατίας, που παρατίθεται στις σκέψεις 101 έως 103 ανωτέρω, η οποία αντλείται από το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν τήρησε την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, πράγμα το οποίο φέρεται ότι κατέστησε πλημμελή την εκ μέρους του θεσμικού αυτού οργάνου εκτίμηση της μελέτης αυτής που είχαν υποβάλει οι ιταλικές αρχές σχετικά με την αξία των απαλλοτριωθέντων περιουσιακών στοιχείων.

114    Συναφώς, η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, που είναι θεμελιώδης αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, αποτελεί, ειδικότερα, μέρος των δικαιωμάτων άμυνας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2008, C-413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, Συλλογή 2008, σ. I-4951, σκέψη 61). Ο σεβασμός των δικαιωμάτων αυτών σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά ενός προσώπου και που μπορεί να καταλήξει σε βλαπτική γι’ αυτό πράξη αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου και πρέπει να εξασφαλίζεται ακόμη και όταν δεν υφίσταται ειδική ρύθμιση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1986, 234/84, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2263, σκέψη 27, και της 11ης Νοεμβρίου 1987, 259/85, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4393, σκέψη 12).

115    Στον τομέα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας απαιτεί να παρέχεται στο οικείο κράτος μέλος η δυνατότητα να καθιστά λυσιτελώς γνωστή την άποψή του επί των παρατηρήσεων που υποβάλλουν τρίτοι ενδιαφερόμενοι, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, επί των οποίων η Επιτροπή σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της, ενώ, αν δεν δόθηκε στο κράτος μέλος η δυνατότητα να σχολιάσει τέτοιες παρατηρήσεις, η Επιτροπή δεν μπορεί να τις λάβει υπόψη στην απόφασή της σε βάρος του κράτους αυτού. Εντούτοις, για να συνεπάγεται μια τέτοια προσβολή των δικαιωμάτων υπερασπίσεως ακυρότητα, πρέπει η διαδικασία να μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν δεν υφίστατο η πλημμέλεια αυτή (αποφάσεις του Δικαστηρίου Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 114 ανωτέρω, σκέψεις 12 και 13, και της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-307, σκέψεις 30 και 31).

116    Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι ουδόλως προσάπτεται στην Επιτροπή ότι στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση σε παρατηρήσεις τρίτων ενδιαφερομένων σχετικά με τις οποίες η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπόρεσε να εκφράσει την άποψή της. Σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ και του άρθρου 6, παράγραφος 2, του κανονισμού (EK) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), δόθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας και της γνωστοποιήθηκαν οι παρατηρήσεις που διατύπωσαν στο πλαίσιο αυτό οι ενδιαφερόμενοι, παρατηρήσεις στις οποίες αντέδρασε με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2006 (αιτιολογική σκέψη 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

117    Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, στο πλαίσιο των παρατηρήσεών της ενώπιον της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, η Ιταλική Δημοκρατία εξέθεσε ότι ούτε η αρχική συμφωνία περί ειδικού τιμολογίου –που συνιστούσε τη νόμιμη αποζημίωση της Terni για την απαλλοτρίωση των περιουσιακών της στοιχείων– ούτε οι μετέπειτα παρατάσεις του συνιστούν κρατική ενίσχυση. Προς στήριξη της εν λόγω απόψεως, παρέθεσε διάφορες αποφάσεις του Δικαστηρίου κατά τις οποίες ορισμένες μορφές αποζημιώσεως προς επιχειρήσεις δεν συνιστούν ενίσχυση, ιδίως όταν πρόκειται για αποζημιώσεις προς αποκατάσταση ζημίας και για υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος (αιτιολογική σκέψη 58 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

118    Η αιτιολογική σκέψη 59 της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει ειδικότερα τα ακόλουθα:

«Όσον αφορά την έγκριση του τιμολογίου Terni βάσει των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων, η [Ιταλική Δημοκρατία] υπογραμμίζει ότι ο νόμος 9/91, με τον οποίο θεσπίζεται η πρώτη παράταση του τιμολογίου, κοινοποιήθηκε δεόντως στην Επιτροπή, η οποία και τον ενέκρινε. Οι μεταγενέστερες χρονικές παρατάσεις του τιμολογίου, που συμβαδίζουν με την παράταση ισχύος των συμβάσεων παραχώρησης [άδειας λειτουργίας] υδροηλεκτρικών σταθμών, βασίζονται στο ίδιο σκεπτικό, το οποίο ουδέποτε αμφισβητήθηκε από την Επιτροπή. Επομένως, σύμφωνα με την [Ιταλική Δημοκρατία], το τιμολόγιο Terni πρέπει να θεωρηθεί υφιστάμενο μέτρο που δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.»

119    Κατά συνέπεια, η Ιταλική Δημοκρατία σαφώς υποστήριξε, κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, την άποψή της ότι το επίμαχο μέτρο είχε χαρακτήρα αποζημιώσεως, πράγμα το οποίο αντιστοιχεί προς το περιεχόμενο του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται με το δικόγραφο της προσφυγής. Όμως, ακριβώς επί του σημείου αυτού στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο η Επιτροπή για να συναγάγει ότι το επίμαχο μέτρο ήταν κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

120     Καθόσον η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι η παράταση της προνομιακής τιμής που παραχωρήθηκε το 2005 με το επίμαχο μέτρο δεν αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της αποζημιώσεως που οφειλόταν στην Terni για την απαλλοτρίωση που της επιβλήθηκε το 1962 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παραχωρηθείσα από 1ης Ιανουαρίου 2005 στις εταιρίες διαδόχους της Terni προνομιακή τιμή ήταν κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ. σκέψη 97 ανωτέρω), εν πάση περιπτώσει η προβαλλόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας δεν μπορεί να έχει καμία επίπτωση επί του κύρους της προσβαλλομένης αποφάσεως.

121    Επιπροσθέτως, η αιτίαση της Ιταλικής Δημοκρατίας αγνοεί το αντικείμενο της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως και απορρέει από μια καθ’ υπέρβαση ερμηνεία του εγγράφου της Επιτροπής της 20ής Φεβρουαρίου 2007 το οποίο περιλαμβάνει το αίτημα παροχής πληροφοριών.

122    Πράγματι, η Επιτροπή έκρινε αναγκαίο να συλλέξει πληροφορίες επί της λογιστικής αξίας των παραχωρηθέντων στο Δημόσιο περιουσιακών στοιχείων κατά τον χρόνο της εθνικοποιήσεως. Ωστόσο, τούτο δεν ήταν το μόνο στοιχείο του αιτήματος παροχής πληροφοριών που περιελάμβανε το έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2007, το οποίο πρέπει να εκτιμηθεί στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως και των σκοπών της, που είναι η παροχή της δυνατότητας στους μεν ενδιαφερομένους να εκφράσουν την άποψή τους, στη δε Επιτροπή να διαφωτιστεί πλήρως επί του συνόλου των στοιχείων της υποθέσεως πριν λάβει την απόφασή της (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 1984, 84/82, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 1451, σκέψη 13).

123    Η επίσημη διαδικασία εξετάσεως δεν μπορεί να έχει άλλο περιεχόμενο πέραν του ανωτέρω περιγραφομένου, ενώ, ιδίως, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής η Επιτροπή δεν λαμβάνει οριστική απόφαση, ήδη προ της λήψεως της τελικής αποφάσεως, επί ορισμένων στοιχείων του φακέλου. Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι δεν προκύπτει από καμία διάταξη σχετική με τις κρατικές ενισχύσεις αλλά ούτε και από τη νομολογία ότι η Επιτροπή οφείλει να ζητήσει από τον ωφελούμενο από δημόσιους πόρους να εκφράσει την άποψή του σχετικά με τη νομική της εκτίμηση όσον αφορά το οικείο μέτρο ή ότι υποχρεούται να ενημερώσει το οικείο κράτος μέλος –και, κατά μείζονα λόγο, τον λαβόντα την ενίσχυση– για την άποψή της πριν από την έκδοση της αποφάσεώς της όταν έχει καλέσει τους ενδιαφερόμενους και το κράτος μέλος να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T-198/01, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-2717, σκέψη 198).

124    Ο ισχυρισμός της Ιταλικής Δημοκρατίας όσον αφορά μια «μεταστροφή» της Επιτροπής στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του εγγράφου της 20ής Φεβρουαρίου 2007, από το οποίο δεν προκύπτει ότι το θεσμικό αυτό όργανο εκτίμησε ως αποφασιστικής σημασίας, στο πλαίσιο του χαρακτηρισμού της παρατάσεως του τιμολογίου Terni ως κρατικής ενισχύσεως, την απόδειξη του ότι η αξία (σε σημερινές τιμές) της εν λόγω αποζημιώσεως ήταν ίση ή χαμηλότερη σε σχέση με την αξία των απαλλοτριωθέντων περιουσιακών στοιχείων.

125    Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή ουδέποτε δήλωσε στην Ιταλική Δημοκρατία ή στις εταιρίες διαδόχους της Terni ότι θα εκτιμούσε ex post τον πρόσφορο χαρακτήρα του τιμολογίου Terni χωρίς να εξετάσει αν η παράταση του τιμολογίου αυτού την οποία προέβλεψε το επίμαχο μέτρο μπορούσε να δικαιολογείται στο πλαίσιο της αποζημιώσεως για την απαλλοτρίωση που επιβλήθηκε στην Terni το 1962.

126    Δεύτερον, αφού υπογράμμισε ότι οι ενέργειες της Επιτροπής είναι αντιφατικές, η Ιταλική Δημοκρατία υποστήριξε ότι, η Επιτροπή, ζητώντας την ως άνω μελέτη προκειμένου να εκτιμήσει την ενδεχόμενη ύπαρξη μιας υπερβολικά υψηλής αποζημιώσεως, δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ιταλικών αρχών όσον αφορά το ότι η τελευταία «θα εκτιμούσε κατά κάποιο τρόπο τα αποτελέσματα των σχετικών εργασιών στο πλαίσιο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως». Χαρακτηρίζοντας τη μελέτη ως στερούμενη σημασίας εν πάση περιπτώσει και εκφράζοντας μάλιστα την εκτίμηση αυτή μόλις με την προσβαλλόμενη απόφαση και εκτιμώντας το περιεχόμενο της εν λόγω μελέτης μόνον ως εκ περισσού, η Επιτροπή προσέβαλε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που είχε δημιουργήσει η αίτηση παροχής πληροφοριών που διατυπώθηκε με το έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2007.

127    Στη συνέχεια, ο ισχυρισμός περί του αντιφατικού χαρακτήρα των ενεργειών της Επιτροπής στηρίζεται στην επιχειρηματολογία σχετικά με την αιτίαση που αντλείται από προσβολή της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και των δικαιωμάτων άμυνας της Ιταλικής Δημοκρατίας, η οποία πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

128    Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί προσβολής της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αιτίαση προβάλλεται απαραδέκτως, επικαλούμενη παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που προβλέπει ότι, κατά τη διάρκεια της δίκης, απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

129    Δεν αμφισβητείται ότι η Ιταλική Δημοκρατία επικαλέστηκε, για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως, προσβολή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, στηριζόμενη στο περιεχόμενο του εγγράφου της 20ής Φεβρουαρίου 2007 που περιλαμβάνει ένα αίτημα παροχής πληροφοριών, πραγματικό στοιχείο το οποίο προέβαλαν και συζήτησαν ήδη οι διάδικοι με το δικόγραφο της προσφυγής και με το υπόμνημα αντικρούσεως.

130    Επομένως, ο λόγος αυτός πρέπει να κριθεί απαράδεκτος.

131    Εν πάση περιπτώσει, ο ως άνω λόγος δεν θα μπορούσε παρά να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αφενός, το έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2007 δεν περιλαμβάνει καμία συγκεκριμένη διαβεβαίωση εκ μέρους της διοικήσεως, πράγμα το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για να μπορεί να προβληθεί βασίμως προσβολή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ., επ’ αυτού, απόφαση αποφάσεως του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2006, C-182/03 και C-217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-5479, σκέψη 147, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T-346/99 έως T-348/99, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-4259, σκέψη 93), όσον αφορά το γεγονός ότι τα αποτελέσματα των εργασιών που ζητήθηκαν με έγγραφο αυτό «θα εκτιμ[ώνταν] κατά κάποιο τρόπο [...] στο πλαίσιο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως». Αφετέρου, η Επιτροπή έλαβε πράγματι υπόψη τα εν λόγω αποτελέσματα και τα εξέτασε στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως, έστω και αν η σχετική εξέταση πραγματοποιήθηκε επικουρικώς.

132    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο λόγος που αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου λόγω ανεπαρκούς έρευνας και από προσβολή της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως πρέπει να απορριφθεί, ο δε ισχυρισμός περί διενέργειας ανεπαρκούς έρευνας δεν αποτελεί αυτοτελή αιτίαση, αλλά υπάγεται, στην πραγματικότητα, στην επιχειρηματολογία σχετικά με την προσβολή της ανωτέρω αρχής.

133    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

134    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Βηλαράς

Prek

Ciucă

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο την 1η Ιουλίου 2010.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.