ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)
της 21ης Οκτωβρίου 2009
Υπόθεση F-74/08
Dominique Ramaekers-Jørgensen
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Κοινοτικός φόρος – Υπολογισμός – Σώρευση των ποσών των προσωπικών αποδοχών και της συντάξεως επιζώντος – Τρόπος εισπράξεως του φόρου – Ημερομηνία της εισπράξεως του φόρου»
Αντικείμενο: Προσφυγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία η D. Ramaekers-Jørgensen ζητεί, πρώτον, την ακύρωση της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής της 20ής Μαΐου 2008, με την οποία απορρίφθηκε η ένστασή της κατά του τρόπου υπολογισμού και εισπράξεως του οφειλόμενου κοινοτικού φόρου επί της συντάξεώς της επιζώντος, καθώς και, κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 16ης Οκτωβρίου 2007, που της χορήγησε τη σύνταξη αυτή, στον βαθμό που η τελευταία αυτή απόφαση προβλέπει τον ως άνω τρόπο∙ δεύτερον, την αναγνώριση του παράνομου χαρακτήρα των άρθρων 3 και 4 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 260/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 115), όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 420/2008 του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2008, για την αναπροσαρμογή, από 1ης Ιουλίου 2007, των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 127, σ. 1), κατά το μέτρο που οι διατάξεις αυτές προβλέπουν, για τον υπολογισμό του κοινοτικού φόρου, τη σώρευση της συντάξεως επιζώντος που χορηγείται σε υπάλληλο και του μισθού του.
Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσφεύγουσα φέρει τα δικαστικά έξοδά της και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρεμβαίνον υπέρ της Επιτροπής, φέρει τα δικαστικά του έξοδα.
Περίληψη
1. Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή – Αίτημα ακυρώσεως βλαπτικής ατομικής πράξεως – Έλλειψη αρμοδιότητας του κοινοτικού δικαστή για τη διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα γενικής διατάξεως με το διατακτικό των αποφάσεών του
(Άρθρο 230 ΕΚ)
2. Υπάλληλοι – Συντάξεις – Σύνταξη επιζώντος
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 79· παράρτημα VIII, άρθρο 17· κανονισμός 260/68 του Συμβουλίου, άρθρα 2, 3 § 1, 4 και 8)
3. Υπάλληλοι – Φόρος επί των αποδοχών – Εφαρμογή διαφορετικών συντελεστών στα διαφορετικά τμήματα του εισοδήματος
(Κανονισμός 260/68 του Συμβουλίου, άρθρο 4)
4. Υπάλληλοι – Συντάξεις – Σύνταξη επιζώντος
(Πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άρθρο 13· κανονισμός 260/68 του Συμβουλίου, άρθρα 3 και 4)
1. Μολονότι, στο πλαίσιο αιτήματος ακυρώσεως βλαπτικής ατομικής πράξεως, ο κοινοτικός δικαστής είναι όντως αρμόδιος να διαπιστώσει παρεμπιπτόντως τον παράνομο χαρακτήρα γενικής διατάξεως επί της οποίας στηρίζεται η προσβαλλόμενη πράξη, εντούτοις, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν είναι αρμόδιο να προβαίνει σε τέτοιες διαπιστώσεις με το διατακτικό των αποφάσεών του.
(βλ. σκέψη 37)
2. Το κοινοτικό φορολογικό σύστημα προβλέπει την προοδευτική επιβολή φόρου, η οποία λαμβάνει υπόψη όλα τα έσοδα κάθε δικαιούχου για να υπολογίσει τη φορολογητέα βάση. Έτσι, το άρθρο 4 του κανονισμού 260/68, το οποίο καθορίζει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία εφαρμογής του φόρου υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ορίζει ότι ο φόρος υπολογίζεται επί του φορολογητέου ποσού που προκύπτει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, το οποίο προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι «[ο] φόρος οφείλεται κάθε μήνα, ανάλογα με τους μισθούς, ημερομίσθια και απολαβές πάσης φύσεως που καταβάλλονται από τις Κοινότητες σε κάθε φορολογούμενο». Η φορολογητέα βάση που υπόκειται στον κοινοτικό φόρο συνίσταται, επομένως, στο ποσό των μισθών, ημερομισθίων και άλλων απολαβών κοινοτικής προελεύσεως, που καταβάλλονται σε κάθε φορολογούμενο.
Το άρθρο 79 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) και το άρθρο 17 του παραρτήματός του VIII, σχετικά με τη σύνταξη επιζώντων, δεν προβλέπουν καμιά απόκλιση από τον γενικό κανόνα σωρεύσεως των αποδοχών για τον υπολογισμό του κοινοτικού φόρου. Πράγματι, καίτοι οι διατάξεις αυτές καθορίζουν το προ φόρου ποσό της συντάξεως επιζώντος αναλόγως της θέσεως του προαποβιώσαντος συζύγου, η σύνταξη αυτή αντιπροσωπεύει ένα υποκατάστατο εισόδημα, προς όφελος του επιζώντος συζύγου, προοριζόμενο να αντισταθμίσει την απώλεια των εσόδων του αποβιώσαντος συζύγου του. Εμπίπτει, έτσι, στις απολαβές που καταβάλλονται από τις Κοινότητες, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 260/68, άμεσος δικαιούχος των οποίων είναι ο επιζών σύζυγος, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ίδιου κανονισμού. Εφόσον ο εν λόγω σύζυγος είναι και αυτός μόνιμος υπάλληλος, υπόκειται επίσης στον κοινοτικό φόρο επί του μισθού του δυνάμει των ίδιων διατάξεων. Κατά συνέπεια, ο φόρος που οφείλεται από τον τελευταίο είναι όντως αυτός που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, και το άρθρο 4 του κανονισμού 260/68, καθόσον η φορολογητέα βάση αντιπροσωπεύει το ποσό του εν λόγω μισθού και της ως άνω συντάξεως, που καταβάλλονται μηνιαίως.
Δεδομένου ότι δεν υφίσταται ρητή διάταξη που να εισάγει εξαίρεση όσον αφορά τις συντάξεις επιζώντος, ο κανόνας σωρεύσεως πρέπει να εφαρμόζεται όταν καταβάλλονται ταυτόχρονα μισθός και τέτοιου είδους σύνταξη. Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται σε αμφισβήτηση εκ του λόγου ότι οι καταβολές του μισθού στον εν λόγω υπάλληλο, στις 15 κάθε μήνα, και της συντάξεώς του επιζώντος, στο τέλος κάθε μήνα, δεν πραγματοποιούνται ταυτόχρονα, καθόσον ο κανονισμός 260/68 δεν εξαρτά την εφαρμογή του κανόνα σωρεύσεως από την ταυτόχρονη καταβολή του συνόλου των απολαβών. Ειδικότερα, το άρθρο του 3, παράγραφος 1, ορίζει ότι «[ο] φόρος οφείλεται κάθε μήνα, ανάλογα με τους μισθούς, ημερομίσθια και απολαβές», οπότε ο φόρος υπολογίζεται βάσει του συνόλου των ποσών που καταβάλλονται κατά την περίοδο αυτή. Τέλος, το άρθρο 8 του κανονισμού 260/68, σύμφωνα με το οποίο «[ο] φόρος εισπράττεται δια παρακρατήσεως στην πηγή», καθορίζει απλώς μια διαδικαστική λεπτομέρεια της εισπράξεως.
(βλ. σκέψεις 48, 49 και 52 έως 56)
Παραπομπή:
ΠΕΚ: 1 Δεκεμβρίου 1994, T‑502/93, Coen-Porisini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑303 και II‑949, σκέψη 22, 28 και 29
3. Η εφαρμογή διαφορετικών συντελεστών στα διάφορα κλιμάκια των εσόδων που προβλέπονται από το άρθρο 4 του κανονισμού 260/68, περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δεν εμποδίζει την ενιαία είσπραξη του φόρου που βαρύνει τα συνολικά εισοδήματα αδιακρίτως, το δε ποσοστό της εν λόγω εισπράξεως αυξάνεται στον βαθμό που τα συνολικά εισοδήματα του φορολογουμένου εμπίπτουν σε υψηλότερο κλιμάκιο.
(βλ. σκέψη 64)
4. Αναθέτοντας στο Συμβούλιο το έργο του καθορισμού, μεταξύ άλλων, των όρων υπό τους οποίους οι υπάλληλοι υπόκεινται σε φόρο, υπέρ των Κοινοτήτων, επί των μισθών, ημερομισθίων και απολαβών που καταβάλλονται από αυτές και εξαιρώντας παράλληλα τις αποδοχές αυτές από οποιαδήποτε εθνική φορολογία, το άρθρο 13 του πρωτοκόλλου περί προνομιών και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθιέρωσε ένα φορολογικό καθεστώς που αφορά ειδικά τους υπαλλήλους των Κοινοτήτων. Το καθεστώς αυτό, με τον ομοιόμορφο και ανεξάρτητο έναντι των εθνικών φορολογικών νομοθεσιών χαρακτήρα του, σκοπό έχει να διασφαλίσει την ίση μεταχείριση όλων των υπαλλήλων των Κοινοτήτων. Η ιδιότητα του υπαλλήλου της Ένωσης είναι, επομένως, το κατάλληλο κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ της φορολογικής καταστάσεως ενός τέτοιου υπαλλήλου από εκείνη των προσώπων που δεν λαμβάνουν κοινοτικές αποδοχές.
(βλ. σκέψεις 73 και 74)
Παραπομπή:
ΔΕΚ: 16 Δεκεμβρίου 1960, 6/60, Humblet κατά État belge, Συλλογή τόμος 1954‑1964, σ. 543· 3 Ιουλίου 1974, 7/74, Brouerius van Nidek, Συλλογή τόμος 1974, σ. 391, σκέψη 11· 3 Μαρτίου 1988, 85/86, Επιτροπή κατά ΕΤΕπ, Συλλογή 1988, σ. 1281, σκέψη 23· 22 Μαρτίου 2007, C‑437/04, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2007, σ. I‑2513, σκέψη 61