ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 1ης Οκτωβρίου 2009 ( *1 )

Στην υπόθεση C-552/08 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2008,

Agrar-Invest-Tatschl GmbH, με έδρα το St. Andrä im Lavanttal (Αυστρία), εκπροσωπούμενη από τον O. Wenzlaff, Rechtsanwalt,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον S. Schønberg, επικουρούμενο από τον B. Wägenbaur, Rechtsanwalt, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, K. Schiemann και C. Toader (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro

γραμματέας: R. Grass

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Agrar-Invest-Tatschl GmbH (στο εξής: Agrar-Invest-Tatschl) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Οκτωβρίου 2008, T-51/07 (Agrar-Invest-Tatschl κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-2825, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η νυν αναιρεσείουσα κατά της αποφάσεως C (2006) 5789 τελικό της Επιτροπής, της , με την οποία η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφάσισε, μεταξύ άλλων, ότι η άρνηση εκ των υστέρων είσπραξης εισαγωγικών δασμών και η διαγραφή τους δεν δικαιολογούνται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

2

Με την απόφαση 2001/868/EK του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 2001 (ΕΕ L 330, σ. 1), το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενέκρινε την υπογραφή εξ ονόματος της Κοινότητας και την προσωρινή εφαρμογή της ενδιάμεσης συμφωνίας για το εμπόριο και τα εμπορικά θέματα μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αφ’ ενός, και της Δημοκρατίας της Κροατίας αφ’ ετέρου (στο εξής: ενδιάμεση συμφωνία).

3

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ενδιάμεσης συμφωνίας, από της θέσεως σε ισχύ της ενδιάμεσης αυτής συμφωνίας, καταργούνται οι δασμοί για την εισαγωγή στην Κοινότητα προϊόντων κροατικής καταγωγής.

4

Το άρθρο 220, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2700/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της (ΕΕ L 311, σ. 17, στο εξής: τελωνειακός κώδικας), προβλέπει τα ακόλουθα:

«[…] δεν επιτρέπεται εκ των υστέρων βεβαίωση όταν:

[…]

β)

το νομίμως οφειλόμενο ποσό των δασμών δεν βεβαιώθηκε από λάθος των ίδιων των τελωνειακών αρχών, το οποίο λογικά δεν μπορούσε να ανακαλυφθεί από τον οφειλέτη, εφόσον ο τελευταίος ενήργησε με καλή πίστη και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την τελωνειακή διασάφηση.

Όταν το προτιμησιακό καθεστώς ενός εμπορεύματος θεσπίζεται βάσει συστήματος διοικητικής συνεργασίας με τη συμμετοχή των αρχών τρίτης χώρας, η χορήγηση πιστοποιητικού από τις εν λόγω αρχές, εφόσον αυτό αποδειχθεί ανακριβές, συνιστά σφάλμα το οποίο δεν όφειλε ευλόγως να έχει γίνει αντιληπτό κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου.

Η έκδοση ανακριβούς πιστοποιητικού, ωστόσο, δεν συνιστά σφάλμα εάν το πιστοποιητικό βασίζεται σε ανακριβή έκθεση των γεγονότων εκ μέρους του εξαγωγέα, εκτός εάν, ιδίως, είναι προφανές ότι οι αρμόδιες για την έκδοσή του αρχές γνώριζαν ή θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι τα εμπορεύματα δεν πληρούν τους απαιτούμενους όρους προκειμένου να επωφεληθούν προτιμησιακής μεταχείρισης.

Ο υπόχρεος μπορεί να επικαλεστεί την καλή του πίστη εφόσον μπορεί να αποδείξει ότι, κατά την περίοδο των συγκεκριμένων εμπορικών πράξεων, κατέβαλε κάθε επιμέλεια ώστε να εξακριβωθεί ότι τηρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την προτιμησιακή μεταχείριση.

Ο υπόχρεος δεν μπορεί, ωστόσο, να επικαλεστεί την καλή του πίστη εάν η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανακοίνωση στην οποία αναφέρεται ότι υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες όσον αφορά την ορθή εφαρμογή του προτιμησιακού καθεστώτος από τη δικαιούχο χώρα.»

5

Ο δικαιολογητικός λόγος για τη θέσπιση, με τον τελωνειακό κώδικα, του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, δεύτερο έως πέμπτο εδάφιο, του εν λόγω κώδικα περιλαμβάνεται στην ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2700/2000, που έχει ως εξής:

«Είναι σκόπιμο, στη συγκεκριμένη περίπτωση των προτιμησιακών καθεστώτων, να οριστούν οι έννοιες του σφάλματος των τελωνειακών αρχών και της καλής πίστεως του υπόχρεου. Ο υπόχρεος δεν θα πρέπει να θεωρείται υπεύθυνος για την κακή λειτουργία του συστήματος λόγω σφάλματος που διεπράχθη από τις αρχές τρίτης χώρας. Πάντως, η έκδοση λανθασμένου πιστοποιητικού από τις αρχές αυτές, δεν θα πρέπει να θεωρείται ως σφάλμα, εάν το πιστοποιητικό βασίζεται σε αίτηση η οποία περιέχει εσφαλμένα πληροφοριακά στοιχεία. Ο εσφαλμένος χαρακτήρας των πληροφοριών που παρέχει ο εξαγωγέας στην αίτησή του, θα πρέπει να εκτιμάται με βάση όλα τα πραγματικά στοιχεία που περιέχονται στην αίτηση αυτή. Ο υπόχρεος μπορεί να επικαλείται την καλή του πίστη, εφόσον μπορεί να αποδείξει ότι κατέβαλε κάθε επιμέλεια, εκτός εάν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανακοίνωση στην οποία αναφέρεται ότι υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες.»

6

Το άρθρο 239 του τελωνειακού κώδικα έχει ως εξής:

«1.   Η επιστροφή ή η διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών είναι δυνατή σε περιπτώσεις διαφορετικές από εκείνες που αναφέρονται στα άρθρο 236, 237 και 238, οι οποίες:

καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία της επιτροπής,

προκύπτουν από περιστάσεις που δεν συνεπάγονται ούτε δόλο ούτε πρόδηλη αμέλεια εκ μέρους του ενδιαφερόμενου. Οι καταστάσεις στις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη αυτή, καθώς και οι λεπτομέρειες της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθείται καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία της επιτροπής. Η επιστροφή ή διαγραφή είναι δυνατόν να υπόκειται σε ειδικούς όρους.

2.   Η επιστροφή ή η διαγραφή δασμών για τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, παραχωρείται κατόπιν υποβολής αιτήσεως στο αρμόδιο τελωνείο […]

[…]».

7

Στις 26 Ιουνίου 2002, η Επιτροπή δημοσίευσε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μια ανακοίνωση στους εισαγωγείς σχετικά με τις εισαγωγές ζάχαρης στην Κοινότητα από χώρες των Δυτικών Βαλκανίων (ΕΕ C 152, σ. 14, στο εξής: ανακοίνωση προς τους εισαγωγείς). Η ανακοίνωση αυτή έχει ως εξής:

«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενημερώνει τους επιχειρηματίες της Κοινότητας ότι υπάρχουν βασικές αμφιβολίες σχετικά με τη σωστή εφαρμογή των προτιμησιακών καθεστώτων για τη ζάχαρη των κωδικών ΣΟ 1701 και ΣΟ 1702, που δηλώνεται κατά την εισαγωγή ως καταγωγής Αλβανίας, Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, Κροατίας, Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, περιλαμβανομένου και του Κοσσυφοπεδίου, όπως καθορίζεται από το ψήφισμα 1244 του Συμβουλίου των Ηνωμένων Εθνών της 10ης Ιουνίου 1999, και Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας για να επωφεληθούν από προτιμησιακά δασμολογικά μέτρα.

Από την αρχή του 2001 σημειώθηκε σημαντική και ταχεία αύξηση των προτιμησιακών εισαγωγών ζάχαρης στην Κοινότητα από ορισμένες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, ενώ στο πρόσφατο παρελθόν οι εν λόγω χώρες είχαν έλλειμμα στην παραγωγή ζάχαρης. Συγχρόνως, οι εξαγωγές ζάχαρης από την Κοινότητα προς τις χώρες της περιοχής αυξήθηκαν περίπου κατά την ίδια αναλογία. Αυτή η εξέλιξη των εμπορικών συναλλαγών προς τις δύο κατευθύνσεις φαίνεται ότι είναι σε μεγάλο βαθμό τεχνητή και υπάρχουν ενδείξεις που αφήνουν να υποτεθεί η πιθανότητα απάτης.

Ως εκ τούτου ειδοποιούνται οι επιχειρηματίες της Κοινότητας που προσκομίζουν δικαιολογητικά καταγωγής με στόχο να εξασφαλίσουν προτιμησιακή μεταχείριση για τη ζάχαρη των κωδικών ΣΟ 1701 και ΣΟ 1702 να προβούν σε όλες τις αναγκαίες προληπτικές ενέργειες, δεδομένου ότι η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εν λόγω εμπορευμάτων μπορεί να γεννήσει τελωνειακή οφειλή και να αποτελέσει απάτη κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας.»

Τα πραγματικά περιστατικά της ένδικης διαφοράς όπως προκύπτουν από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

8

Η Agrar-Invest-Tatschl είναι μια αυστριακή επιχείρηση, που ειδικεύεται στο εμπόριο γεωργικών προϊόντων. Μεταξύ της 20ής Σεπτεμβρίου 2001 και της , πραγματοποίησε 76 πράξεις εισαγωγής ζάχαρης από την Κροατία. Μεταξύ των πράξεων αυτών, εννέα πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα από 1 Ιουλίου μέχρι (στο εξής: επίδικες εισαγωγές).

9

Οι επίδικες εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν βάσει της ενδιάμεσης συμφωνίας, δυνάμει της οποίας έτυχαν προνομιακής μεταχείρισης που χορηγήθηκε κατόπιν υποβολής στις τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής ενός πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 (στο εξής: πιστοποιητικό EUR.1), που εξέδωσαν οι κροατικές αρχές.

10

Στις 2 Απριλίου 2002, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) πληροφόρησε την Επιτροπή ότι υπήρχαν υποψίες ότι χρησιμοποιούνταν πλαστά πιστοποιητικά προελεύσεως σχετικά με τις προτιμησιακές εισαγωγές ζάχαρης που προέρχονταν από ορισμένες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων.

11

Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή δημοσίευσε την ανακοίνωση προς τους εισαγωγείς. Οι επίδικες εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν μετά τη δημοσίευση της ανακοινώσεως αυτής στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

12

Κατόπιν αιτήσεως των αυστριακών τελωνειακών αρχών, οι κροατικές τελωνειακές αρχές διενήργησαν, μεταξύ της 23ης Ιουλίου 2002 και της , εκ των υστέρων έλεγχο των πιστοποιητικών EUR.1 που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα για τις επίδικες εισαγωγές.

13

Κατόπιν των ελέγχων αυτών, η κροατική τελωνειακή υπηρεσία επιβεβαίωσε, στις 18 Φεβρουαρίου και στις 16 Σεπτεμβρίου 2003, τη γνησιότητα και την ακρίβεια των πιστοποιητικών EUR.1 που είχαν εκδοθεί για τις επίδικες εισαγωγές.

14

Μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης προς τους εισαγωγείς, η OLAF ανέλυσε, στην Ελλάδα, ζάχαρη η οποία φερόταν ως προελεύσεως Κροατίας. Η υπηρεσία αυτή ανακάλυψε ότι το εν λόγω προϊόν περιείχε μίγμα ζάχαρης από ζαχαρότευτλα και ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο, πράγμα που απέκλειε παντελώς την κροατική προέλευση. Στις 28 Οκτωβρίου 2002, η OLAF ενημέρωσε σχετικώς τα κράτη μέλη.

15

Τον Ιούνιο του 2003, η OLAF διενήργησε έρευνα στον Κροάτη παραγωγό ζάχαρης IPK Tvornica Šećera Osijek d.o.o. και διαπίστωσε ότι η επιχείρηση αυτή, από την οποία η Agrar-Invest-Tatschl είχε αγοράσει τη ζάχαρη, χρησιμοποιούσε επίσης ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο την οποία είχε εισαγάγει για την παραγωγή της, χωρίς να είναι δυνατό να διακριθούν οι διάφορες παρτίδες ζάχαρης μεταξύ τους.

16

Οι κροατικές τελωνειακές αρχές ανακάλεσαν κατόπιν αυτού όλα τα πιστοποιητικά EUR.1 που εκδόθηκαν μεταξύ της 14ης Σεπτεμβρίου 2001 και της . Στις , οι αυστριακές τελωνειακές αρχές πληροφόρησαν τους ενδιαφερομένους εισαγωγείς σχετικά με την ανάκληση των πιστοποιητικών.

17

Κατόπιν της ανακλήσεως αυτής, οι εν λόγω αυστριακές αρχές απέστειλαν στην Agrar-Invest-Tatschl, στις 9 Αυγούστου 2004, μια πράξη εκ των υστέρων επιβολής δασμών αφορώσα ποσόν 916807,21 ευρώ.

18

Η εταιρία αυτή άσκησε προσφυγή κατά της πράξεως αυτής ενώπιον του αρμόδιου αυστριακού δικαστηρίου και ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα, την εκ των υστέρων μη βεβαίωση του ποσού των δασμών τους οποίους αφορούσε η πράξη επιβολής και, επικουρικώς, βάσει του άρθρου 239 του κώδικα αυτού, τη διαγραφή τους.

19

Με επιστολή της 1ης Ιουνίου 2005, η Δημοκρατία της Αυστρίας ζήτησε από την Επιτροπή να αποφασίσει, κατ’ εφαρμογή των προπαρατεθέντων άρθρων του τελωνειακού κώδικα, αν δικαιολογείται, στην περίπτωση της Agrar-Invest-Tatschl, να παραιτηθεί από την εκ των υστέρων βεβαίωση του ποσού των εισαγωγικών δασμών και, επικουρικώς, να αποφασίσει αν η διαγραφή των δασμών αυτών είναι δικαιολογημένη.

20

Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή ανέφερε ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας έπρεπε να παραιτηθεί από την εκ των υστέρων βεβαίωση των δασμών για τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν πριν τη δημοσίευση της ανακοίνωσης προς τους εισαγωγείς. Αντιθέτως, όσον αφορά τις επίδικες εισαγωγές, το θεσμικό αυτό όργανο δεν δέχτηκε μια τέτοια παραίτηση ούτε και τη διαγραφή των εν λόγω δασμών, οι οποίοι αφορούσαν συνολικό ποσό 110937,60 ευρώ.

21

Κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι αρμόδιες κροατικές αρχές γνώριζαν, ή τουλάχιστον θα έπρεπε ευλόγως να γνωρίζουν, ότι τα εμπορεύματα δεν πληρούσαν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να μπορούν να τύχουν της προτιμησιακής μεταχειρίσεως που προβλέπει η ενδιάμεση συμφωνία και ότι, συνεπώς, υπέπεσαν σε σφάλμα κατά την έννοια του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα. Ωστόσο, μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης προς τους εισαγωγείς, η Agrar-Invest-Tatschl δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να επικαλεστεί την καλή της πίστη όσον αφορά τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν μετά την ημερομηνία της εν λόγω δημοσίευσης. Το γεγονός ότι οι κροατικές αρχές επιβεβαίωσαν την εγκυρότητα ορισμένων πιστοποιητικών EUR.1 μετά τη δημοσίευση της ανακοινώσεως δεν ασκεί συναφώς επιρροή, δεδομένου ότι, κατά την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποίησε τις επίδικες εισαγωγές, η εταιρία αυτή γνώριζε, κατά την Επιτροπή, τους κινδύνους που διέτρεχε, ενώ η επιβεβαίωση της εγκυρότητας των σχετικών πιστοποιητικών δεν μπορούσε να της δημιουργήσει εκ των υστέρων δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, καθόσον άλλως θα καθίστατο κενό περιεχομένου το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, πέμπτο εδάφιο, του ΚΤΚ.

Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

22

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Φεβρουαρίου 2007, η Agrar-Invest-Tatschl άσκησε προσφυγή με την οποία ζήτησε, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καθόσον η απόφαση αυτή απέρριψε τα αιτήματά της σχετικά με την εκ των υστέρων μη βεβαίωση εισαγωγικών δασμών για τις επίμαχες εισαγωγές και με τη διαγραφή των δασμών αυτών.

23

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Agrar-Invest-Tatschl προέβαλε κατ’ ουσίαν, μεταξύ άλλων, ότι η δημοσίευση της ανακοίνωσης προς τους εισαγωγείς δεν αποτέλεσε εμπόδιο για να θεωρηθεί η εταιρία αυτή καλόπιστη, υπό την έννοια του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα, στο μέτρο που η επιβεβαίωση από τις κροατικές τελωνειακές αρχές της γνησιότητας των πιστοποιητικών EUR.1, η οποία παρασχέθηκε μετά την πραγματοποίηση των επίδικων εισαγωγών, χορηγήθηκε συγκεκριμένα προς απάντηση στην αίτηση που υπέβαλαν οι αυστριακές αρχές κατόπιν ακριβώς της δημοσίευσης αυτής.

24

Επομένως, κατά την Agrar-Invest-Tatschl, ακόμα και αν η εν λόγω διάταξη του τελωνειακού κώδικα απέκλειε την καλή πίστη της εταιρίας αυτής ως προς τη γνησιότητα και την ακρίβεια των πρωτότυπων αποδεικτικών στοιχείων που κατατέθηκαν κατά τον χρόνο πραγματοποίησης των επίδικων εισαγωγών, εντούτοις, η διάταξη αυτή δεν απαγόρευε την «αποκατάσταση» της καλής της πίστης μέσω ενός εκ των υστέρων ελέγχου διενεργούμενου με επιμέλεια τόσο του κράτους εισαγωγής όσο και του κράτους εξαγωγής.

25

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή της Agrar-Invest-Tatschl στο σύνολό της και καταδίκασε την εταιρία αυτή στα δικαστικά έξοδα.

26

Όσον αφορά την εκτίμηση της προϋπόθεσης σχετικά με την καλή πίστη του εισαγωγέα, η οποία απαιτείται κατά το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα, προκειμένου να μην πραγματοποιηθεί εκ των υστέρων η βεβαίωση τελωνειακών δασμών, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το γράμμα του πέμπτου εδαφίου της εν λόγω διάταξης είναι σαφές και όχι διφορούμενο. Έτσι, αφενός, ο εισαγωγέας δεν μπορεί να επικαλεστεί την καλή του πίστη όταν η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανακοίνωση προς τους εισαγωγείς στην οποία αναφέρεται ότι υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες και, αφετέρου, δεν έχει τη δυνατότητα να αποδείξει την καλή του πίστη λαμβάνοντας πρόσθετα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει τη γνησιότητα και την ακρίβεια των πιστοποιητικών που είναι απαραίτητα για τη χορήγηση καθεστώτος προτιμησιακής μεταχείρισης.

27

Με τη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ο απόλυτος αυτός αποκλεισμός της καλής πίστεως σε περίπτωση δημοσιεύσεως τέτοιας ανακοινώσεως εξασφαλίζει πολύ υψηλό επίπεδο ασφαλείας δικαίου. Ωστόσο, με τη σκέψη 44, επισήμανε συναφώς ότι, εν προκειμένω, η ανακοίνωση που δημοσίευσε η Επιτροπή δεν περιέχει παραπομπή στο άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, πέμπτο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα και ότι δεν είναι πολύ σαφής όσον αφορά τις έννομες συνέπειές της.

28

Με τη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο υπογράμμισε ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή δέχθηκε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, μπορεί να μετριάσει τη θέση της όσον αφορά το απόλυτο αποτέλεσμα μιας ανακοινώσεως προς τους εισαγωγείς, σε περίπτωση κατά την οποία ο εισαγωγέας, κατόπιν της δημοσιεύσεως μιας τέτοιας ανακοινώσεως, αλλά πριν από την εισαγωγή, έλαβε πρόσθετα μέτρα εξακριβώσεως που οδήγησαν στην επιβεβαίωση της καταγωγής των προϊόντων.

29

Αν και το Πρωτοδικείο επισήμανε, με τη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η Agrar-Invest-Tatschl δεν παρέσχε κανένα στοιχείο σχετικό με συναφείς ενέργειες στις οποίες ενδεχομένως προέβη πριν ή, το αργότερο, κατά την ημερομηνία των επίδικων εισαγωγών, έκρινε όμως ταυτόχρονα, με τη σκέψη 46 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, ανεξαρτήτως των συνθηκών, δεν χρειαζόταν να εξεταστεί η ενδεχόμενη αυτή εξαίρεση, καθόσον, εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν ενήργησε καλόπιστα εν προκειμένω.

30

Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι, στο μέτρο που η Agrar-Invest-Tatschl επικαλείται ότι η επιβεβαίωση των κροατικών τελωνειακών αρχών «αποκατέστησε» την καλή της πίστη, αναγνωρίζει εμμέσως ότι δεν υπήρξε καλόπιστη μέχρι το χρονικό σημείο κατά το οποίο πραγματοποιήθηκαν οι επίδικες εισαγωγές. Κατά το Πρωτοδικείο, κρίσιμος χρόνος για να ληφθεί υπόψη η καλή πίστη του υποχρεούμενου να καταβάλει δασμούς είναι ο χρόνος εισαγωγής των εμπορευμάτων και, επιπλέον, το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα ουδόλως προβλέπει τη δυνατότητα οι εκ των υστέρων έλεγχοι που επιβεβαιώνουν τη γνησιότητα των πιστοποιητικών να έχουν αναδρομική ισχύ όσον αφορά την εκτίμηση της καλής πίστης του εισαγωγέα κατά τον χρόνο πραγματοποίησης των εισαγωγών.

31

Όσον αφορά την επιχειρηματολογία που προβάλλει η Agrar-Invest-Tatschl προς στήριξη της αιτίασης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απορρίπτει την κατά το άρθρο 239 του τελωνειακού κώδικα διαγραφή των τελωνειακών δασμών, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η εταιρία αυτή δεν μπορεί να περιορίζεται στο να παραπέμψει στις εξηγήσεις που παρέσχε στο μέρος της προσφυγής που αφορά την απόρριψη του αιτήματος περί της εκ των υστέρων μη βεβαίωσης των τελωνειακών δασμών.

32

Συγκεκριμένα, με τη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επισήμανε ειδικότερα, συναφώς, ότι ναι μεν είναι αληθές ότι το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα επιδιώκει τον ίδιο σκοπό με αυτόν που επιδιώκει το άρθρο 239 του κώδικα αυτού, πλην όμως οι δύο διατάξεις δεν συμπίπτουν. Το πρώτο άρθρο επιδιώκει έναν πιο περιορισμένο σκοπό από το δεύτερο, στον βαθμό που αποσκοπεί αποκλειστικά στην προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του υποχρέου όσον αφορά το βάσιμο του συνόλου των στοιχείων που υπεισέρχονται στη λήψη της αποφάσεως περί βεβαιώσεως ή μη των δασμών. Αντιθέτως, το άρθρο 239 του ίδιου κώδικα συνιστά γενική ρήτρα επιείκειας.

33

Κρίνοντας ότι το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 239 του τελωνειακού κώδικα αποτελούν δύο χωριστές διατάξεις των οποίων τα κριτήρια εφαρμογής διαφέρουν, το Πρωτοδικείο κατέληξε, με τη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Agrar-Invest-Tatschl δεν μπορεί να περιορίζεται στην παραπομπή στις εξηγήσεις που αφορούν το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα για να στηρίξει το σχετικό με το άρθρο 239 του ίδιου κώδικα αίτημά της.

34

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η προσφυγή με την οποία ζητήθηκε η ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως για τον λόγο ότι δεν δέχτηκε τη διαγραφή τελωνειακών δασμών υπό την έννοια του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και, ως εκ τούτου, με τη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, απέρριψε στο σύνολό της την προσφυγή της οποίας είχε επιληφθεί.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

35

Η Agrar-Invest-Tatschl ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να δεχτεί τα πρωτοδίκως προβληθέντα αιτήματά της και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, ενώ το θεσμικό αυτό όργανο ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη της αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα.

36

Σύμφωνα με το άρθρο 119 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί, κατά πάσα στάση της δίκης, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως με αιτιολογημένη διάταξη.

Επιχειρήματα των διαδίκων

37

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Agrar-Invest-Tatschl προβάλλει κυρίως ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την ερμηνεία του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, πέμπτο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα, καθόσον έκρινε ότι η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μιας ανακοίνωσης προς τους εισαγωγείς συνεπάγεται τον αποκλεισμό της δυνατότητας ενός οικονομικού φορέα να επικαλεστεί την καλή του πίστη προκειμένου να μη βεβαιωθούν εκ των υστέρων οφειλόμενοι δασμοί, και τούτο ακόμα και όταν τα πιστοποιητικά προελεύσεως που υποβλήθηκαν κατά τον χρόνο πραγματοποίησης των επίδικων εισαγωγών έχουν αποτελέσει αντικείμενο εκ των υστέρων ελέγχου, ο οποίος διενεργήθηκε με επιμέλεια των τελωνειακών αρχών του τρίτου κράτους εξαγωγής κατόπιν αιτήσεως των τελωνειακών αρχών του κράτους εισαγωγής και ο οποίος οδήγησε στην επιβεβαίωση της γνησιότητας των πιστοποιητικών αυτών.

38

Κατά την Agrar-Invest-Tatschl, είναι αναμφισβήτητο ότι δεν μπορεί να επικαλείται την καλή πίστη ένας αμελής εισαγωγέας ο οποίος δεν θα προέβαινε σε καμία ενέργεια για να εξασφαλίσει την ομαλή εφαρμογή του προτιμησιακού καθεστώτος. Ωστόσο, τούτο δεν ισχύει οσάκις, όπως εν προκειμένω, οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής, κατόπιν της δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως προς τους εισαγωγείς, απευθύνονται στις αντίστοιχες αρχές του τρίτου κράτους εξαγωγής προκειμένου αυτές να αναλάβουν τη διενέργεια εκ των υστέρων ελέγχου της γνησιότητας και της ακρίβειας των πιστοποιητικών προελεύσεως. Συγκεκριμένα, οσάκις, κατόπιν των ελέγχων αυτών, επιβεβαιώνεται από τις τελωνειακές αρχές του τρίτου κράτους εξαγωγής η γνησιότητα των πιστοποιητικών, η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του εισαγωγέα αποκαθίσταται καθόσον ο εισαγωγέας αυτός δικαιολογείται να υποθέσει ότι το αποτέλεσμα αυτών των εκ των υστέρων ελέγχων διασκέδασε τις αμφιβολίες και τις υποψίες που κατέστησαν αναγκαία τη δημοσίευση της εν λόγω ανακοίνωσης προς τους εισαγωγείς.

39

Επομένως, η Agrar-Invest-Tatschl φρονεί ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υπόθεσης, το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα σκοπό έχει την προστασία της καλής πίστης του εισαγωγέα όσον αφορά τον εκ των υστέρων έλεγχο των πιστοποιητικών προελεύσεως, όχι όμως την καλή του πίστη ως προς το νομότυπο των πιστοποιητικών αυτών κατά τον χρόνο που πραγματοποιήθηκαν οι επίδικες εισαγωγές, ήτοι κατά τον χρόνο υποβολής των απαιτούμενων εγγράφων στο τελωνείο. Συνεπώς, η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της ανακοίνωσης προς τους εισαγωγείς συνεπάγεται ότι οι οικονομικοί φορείς φέρουν ένα τεκμήριο κακής πίστης, το οποίο μπορεί ωστόσο να ανατραπεί εφόσον αποδειχτεί ότι ελήφθησαν μέτρα ελέγχου μετά από τις πράξεις αυτές, όπως είναι η διενέργεια εκ των υστέρων ελέγχου με επιμέλεια των τελωνειακών αρχών του τρίτου κράτους εξαγωγής.

40

Επιπλέον, κρίνοντας ότι, για την εκτίμηση της καλής πίστης ενός εισαγωγέα υπό την έννοια του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα, ο κρίσιμος χρόνος ήταν είτε η περίοδος που προηγήθηκε των επίδικων εισαγωγών είτε η περίοδος πραγματοποίησης των εισαγωγών αυτών, το Πρωτοδικείο κακώς δεν έλαβε υπόψη του το περιεχόμενο των ενεργειών στις οποίες προέβη η Agrar-Invest-Tatschl μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης προς τους εισαγωγείς προκειμένου να εξασφαλίσει ότι οι εισαγωγές της ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγηση προτιμησιακής μεταχείρισης. Συναφώς, η εταιρία αυτή τονίζει ότι η ανάκληση των πιστοποιητικών EUR.1 από τις κροατικές τελωνειακές αρχές, αφότου οι τελευταίες επιβεβαίωσαν τη γνησιότητά τους, εξηγείται από το γεγονός ότι οι εν λόγω αρχές υποπτεύονταν ότι η εισαγόμενη ζάχαρη ήταν από ζαχαροκάλαμο προερχόμενο από τη Λατινική Αμερική. Η Agrar-Invest-Tatschl όμως επισημαίνει ότι οι επίδικες εισαγωγές αφορούν ζάχαρη από ζαχαρότευτλο.

41

Τέλος, η Agrar-Invest-Tatschl προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν έλαβε επαρκώς υπόψη το γεγονός ότι η ανακοίνωση προς τους εισαγωγείς δεν μπορούσε να έχει αναδρομική ισχύ όσον αφορά πράξεις εισαγωγής που πραγματοποιήθηκαν πριν τη δημοσίευση της εν λόγω ανακοίνωσης.

42

Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, επισημαίνοντας ταυτοχρόνως ότι η Agrar-Invest-Tatschl βάλλει κατά της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως μόνον όσον αφορά την εκ των υστέρων μη βεβαίωση των τελωνειακών δασμών, παραιτούμενη με τον τρόπο αυτό από τους λοιπούς ισχυρισμούς που είχε προβάλει πρωτοδίκως, ειδικότερα δε τους σχετικούς με την απόρριψη της αιτήσεως περί διαγραφής των δασμών κατά την έννοια του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα.

43

Η Επιτροπή εκτιμά ότι η Agrar-Invest-Tatschl, με την επιχειρηματολογία της, επιχειρεί να παρακάμψει το σαφές γράμμα του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, πέμπτο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα, προσπαθώντας να στηριχτεί σε μια φερόμενη καλή πίστη που απέκτησε όσον αφορά τους ελέγχους που πραγματοποίησαν οι κροατικές τελωνειακές αρχές μετά τις επίδικες εισαγωγές. Η πρόθεση όμως του κοινοτικού νομοθέτη ήταν επαρκώς σαφής, δεδομένου ότι αποφάσισε ότι η δημοσίευση μιας ανακοίνωσης προς τους εισαγωγείς εμποδίζει τη δυνατότητα των οικονομικών φορέων να επικαλούνται την καλή τους πίστη κατά τον χρόνο πραγματοποίησης των πράξεων εισαγωγής τις οποίες αφορά η εν λόγω ανακοίνωση. Επιπλέον, η εταιρία αυτή, καθόσον ισχυρίζεται ότι η επιβεβαίωση της γνησιότητας των πιστοποιητικών από τις αρχές αυτές «αποκατέστησε» αναδρομικά τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της κατά τον χρόνο των επίδικων εισαγωγών, παραδέχεται εμμέσως ότι ο καθοριστικός παράγοντας για την εκτίμηση της καλής πίστης υπό την έννοια της εν λόγω διάταξης είναι η ημερομηνία πραγματοποίησης των εισαγωγών αυτών.

44

Επιπλέον, ορισμένα επιχειρήματα που προέβαλε η Agrar-Invest-Tatschl βάλλουν κατά των εκτιμήσεων του Πρωτοδικείου επί των πραγματικών περιστατικών και, ως τέτοια, είναι απαράδεκτα.

45

Τέλος, όσον αφορά τη συζήτηση που άνοιξε με πρωτοβουλία της εν λόγω εταιρίας σχετικά με την αναδρομική ισχύ της ανακοίνωσης προς τους εισαγωγείς όσον αφορά τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν πριν τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το ζήτημα αυτό δεν συζητήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου και ότι, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε την εκ των υστέρων μη βεβαίωση των τελωνειακών δασμών στην περίπτωση των πράξεων που πραγματοποιήθηκαν πριν τη δημοσίευση της ανακοινώσεως ενώ την απέρριψε για τις επίδικες εισαγωγές, οι οποίες έπονται χρονικά της ανακοινώσεως. Κατά συνέπεια, στην υπό κρίση υπόθεση, το κρίσιμο ζήτημα ουδόλως έγκειται στο κατά πόσο η δημοσίευση αυτή έχει αναδρομική ισχύ ως προς τις πράξεις εισαγωγής που προηγούνται αυτής, εξ ου και οι αμφιβολίες που εκφράζει η Επιτροπή ως προς το παραδεκτό της επιχειρηματολογίας αυτής στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

46

Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι από τα άρθρα 225 ΕΚ και 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αναίρεση περιορίζεται στα νομικά ζητήματα. Κατά πάγια νομολογία, το Πρωτοδικείο είναι, επομένως, το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα υποβληθέντα σ’ αυτό στοιχεία της δικογραφίας, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της αλλοιώσεως των στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιόν του, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως εκ της φύσεώς του, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αναιρετικής δίκης (απόφαση της 3ης Μαρτίου 2005, C-499/03 P, Biegi Nahrungsmittel και Commonfood κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-1751, σκέψη 40 και παρατιθέμενη νομολογία).

47

Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη η επιχειρηματολογία με την οποία η Agrar-Invest-Tatschl επιχειρεί να αποδείξει ότι πραγματοποίησε μόνον εισαγωγές ζάχαρης από ζαχαρότευτλα και όχι ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο, αντιθέτως προς τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου που περιέχονται στη σκέψη 12 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και τα συμπεράσματα στα οποία το δικαστήριο αυτό κατέληξε, με τις σκέψεις 56 και 57 της αποφάσεως αυτής, μετά την απόρριψη των αποδείξεων που προσκόμισε η εταιρία αυτή.

48

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ζήτημα των έννομων συνεπειών που έχει η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της ανακοίνωσης προς τους εισαγωγείς επί των πράξεων εισαγωγής που πραγματοποιήθηκαν πριν από τη δημοσίευση αυτή δεν προβλήθηκε προς εξέταση κατά τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου, οπότε το Πρωτοδικείο ουδόλως αναφέρθηκε στο ζήτημα αυτό και ότι, κατά τα λοιπά, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το αίτημα περί της εκ των υστέρων μη βεβαίωσης των τελωνειακών δασμών απορρίφθηκε από την Επιτροπή, βάσει της δημοσίευσης αυτής, μόνο για τις επίδικες εισαγωγές, ήτοι εκείνες που πραγματοποιήθηκαν μετά από την εν λόγω δημοσίευση.

49

Σύμφωνα όμως με το άρθρο 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Πρωτοδικείου δίκης. Συγκεκριμένα, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται, καταρχήν, στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε ενόψει των ισχυρισμών που προβλήθηκαν και εξετάσθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου (βλ. διάταξη της 13ης Φεβρουαρίου 2008, C-212/07 P, Indorata-Serviços και Gestão κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 49, καθώς και απόφαση της , C-295/07 P, Επιτροπή κατά Département du Loiret, Συλλογή 2008, σ. I-9363, σκέψεις 94 και 95).

50

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη και η επιχειρηματολογία της Agrar-Invest-Tatschl, με την οποία η εταιρία αυτή προφανώς προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε επαρκώς υπόψη το γεγονός ότι η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της ανακοίνωσης προς τους εισαγωγείς δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ ως προς τις πράξεις εισαγωγής που προηγήθηκαν της εν λόγω δημοσιεύσεως.

51

Τέλος, όσον αφορά τις νομικές πλάνες που προβάλλει η Agrar-Invest-Tatschl σχετικά με την εκτίμηση της καλής της πίστης υπό την έννοια του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της διάταξης αυτής, δεν επιτρέπεται εκ των υστέρων βεβαίωση όταν το νομίμως οφειλόμενο ποσό των δασμών δεν βεβαιώθηκε από λάθος των ίδιων των τελωνειακών αρχών, το οποίο λογικά δεν μπορούσε να ανακαλυφθεί από τον οφειλέτη, εφόσον ο τελευταίος ενήργησε με καλή πίστη και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την τελωνειακή διασάφηση.

52

Οι διαδικασίες των άρθρων 220 και 239 του τελωνειακού κώδικα αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, που είναι να περιορίζεται η καταβολή εκ των υστέρων των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών στις περιπτώσεις όπου είναι δικαιολογημένη και συμβιβάζεται με τη θεμελιώδη αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ. αποφάσεις της 1ης Απριλίου 1993, C-250/91, Hewlett Packard France, Συλλογή 1993, σ. I-1819, σκέψη 46, και της , C-375/07, Heuschen & Schrouff Oriëntal Foods Trading, Συλλογή 2008, σ. I-8691, σκέψη 57).

53

Η επιστροφή ή η διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, που παρέχονται υπό ορισμένες προϋποθέσεις και σε ειδικώς προβλεπόμενες περιπτώσεις, συνιστούν εξαίρεση από το κανονικό σύστημα εισαγωγών και εξαγωγών και, κατά συνέπεια, οι προβλέπουσες μια τέτοια επιστροφή ή διαγραφή διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Εφόσον η «καλή πίστη» αποτελεί προϋπόθεση sine qua non, προκειμένου να ζητηθεί η επιστροφή ή διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, έπεται ότι η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνευθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο αριθμός των περιπτώσεων επιστροφής ή διαγραφής να παραμείνει περιορισμένος (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1999, C-48/98, Söhl & Söhlke, Συλλογή 1999, σ. I-7877, σκέψη 52, και της , C-38/07 P, Heuschen & Schrouff Oriëntal Foods Trading κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I-8599, σκέψη 60).

54

Οι εκτιμήσεις αυτές επιβάλλονται κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μια ανακοίνωση προς τους εισαγωγείς.

55

Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, τέταρτο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα, ο υπόχρεος μπορεί να επικαλεστεί την καλή του πίστη εφόσον μπορεί να αποδείξει ότι, κατά την περίοδο των συγκεκριμένων εμπορικών πράξεων, κατέβαλε κάθε επιμέλεια ώστε να εξακριβωθεί ότι τηρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την προτιμησιακή μεταχείριση.

56

Εντούτοις, όπως ορθώς διαπίστωσε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, από το σαφές και όχι διφορούμενο γράμμα του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, πέμπτο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα προκύπτει ότι ο υπόχρεος δεν μπορεί να επικαλεστεί την καλή του πίστη όταν η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα ανακοίνωση προς τους εισαγωγείς στην οποία αναφέρεται ότι υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες όσον αφορά την ορθή εφαρμογή του προτιμησιακού καθεστώτος εκ μέρους του τρίτου κράτους στο οποίο το καθεστώς αυτό χορηγείται.

57

Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται επιπλέον από την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2700/2000, με την οποία περιελήφθη στον τελωνειακό κώδικα το πέμπτο εδάφιο του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κώδικα αυτού. Συγκεκριμένα, από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, έχοντας στόχο να ορίσει την έννοια της «καλής πίστης» στην ειδική περίπτωση των προτιμησιακών καθεστώτων, θέλησε να παράσχει στον υπόχρεο τη δυνατότητα επίκλησης της καλής του πίστης, εφόσον μπορεί να αποδείξει ότι κατέβαλε κάθε επιμέλεια, «εκτός εάν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανακοίνωση στην οποία αναφέρεται ότι υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες».

58

Επομένως, ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι ο υπόχρεος δεν μπορεί να επικαλείται την καλή του πίστη όταν η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα ανακοίνωση προς τους εισαγωγείς, οπότε η επιχειρηματολογία που προέβαλε συναφώς η Agrar-Invest-Tatschl πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη.

59

Επίσης, για τους ίδιους λόγους, συνάγεται ότι δεν ευσταθεί ούτε η επιχειρηματολογία με την οποία η εν λόγω εταιρία υποστηρίζει ότι η επιβεβαίωση από τις κροατικές τελωνειακές αρχές της γνησιότητας των πιστοποιητικών EUR.1, τα οποία ανακλήθηκαν αργότερα από τις ίδιες αρχές, «αποκατέστησε» αναδρομικά την καλή της πίστη κατά τον χρόνο πραγματοποίησης των επίδικων εισαγωγών.

60

Όσον αφορά τον ισχυρισμό με τον οποίο η Agrar-Invest-Tatschl αμφισβητεί την ορθότητα της ερμηνείας στην οποία κατέληξε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία, στο πλαίσιο του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα, η καλή πίστη του οικονομικού φορέα πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την περίοδο που προηγείται των πράξεων εισαγωγών ή την περίοδο κατά την οποία αυτές πραγματοποιούνται, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από το τέταρτο εδάφιο της διάταξης αυτής προκύπτει ρητώς ότι η εκ μέρους του οικονομικού φορέα απόδειξη της καλής του πίστης, εφόσον γίνει δεκτή, αφορά τη συμπεριφορά του «κατά την περίοδο των συγκεκριμένων εμπορικών πράξεων».

61

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο οδηγείται στη διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας, με τη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι ο κρίσιμος χρόνος για να ληφθεί υπόψη η καλή πίστη του υπόχρεου είναι εκείνος κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκαν οι πράξεις εισαγωγής.

62

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η επιχειρηματολογία που προέβαλε συναφώς η Agrar-Invest-Tatschl πρέπει επίσης να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη.

63

Τέλος, όσον αφορά τα επιχειρήματα της εταιρίας αυτής σχετικά με την πιθανότητα, την οποία δέχτηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Πρωτοδικείου, η λήψη συμπληρωματικών μέτρων από τον εισαγωγέα, μετά μεν τη δημοσίευση της ανακοίνωσης προς τους εισαγωγείς αλλά πριν από τις επίδικες εισαγωγές ή ταυτόχρονα με την πραγματοποίησή τους, να μπορεί να οδηγήσει το θεσμικό αυτό όργανο, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, να αναγνωρίσει την καλή πίστη του οικονομικού αυτού φορέα, επιβάλλεται η επισήμανση ότι το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, εξέφρασε ρητώς την πρόθεσή του να μην αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα (νυν αναιρεσείουσα) δεν είχε ενεργήσει καλόπιστα εν προκειμένω.

64

Συνεπώς, στο μέτρο που το Πρωτοδικείο ουδόλως αναφέρεται στο ζήτημα αυτό, η επιχειρηματολογία που προέβαλε συναφώς η Agrar-Invest-Tatschl πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη, σύμφωνα με τα προμνησθέντα με τη σκέψη 49 της παρούσας διατάξεως.

65

Κατά τα λοιπά, υπογραμμίζεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η Agrar-Invest-Tatschl, εν πάση περιπτώσει, δεν προσκόμισε ενώπιον του Πρωτοδικείο κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η εταιρία αυτή είχε λάβει, κατά τον χρόνο πραγματοποίησης των επίδικων εισαγωγών κατόπιν της δημοσιεύσεως της ανακοίνωσης προς τους εισαγωγείς, τέτοιας φύσεως συμπληρωματικά μέτρα. Στην πραγματικότητα, τα φερόμενα συμπληρωματικά μέτρα, τα οποία επικαλέστηκε η εταιρία αυτή με το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, αντιστοιχούν προς τα μέτρα που θεσπίστηκαν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής και του τρίτου κράτους εξαγωγής, μέτρα τα οποία, εξάλλου, έπονται χρονικώς των επίδικων εισαγωγών.

66

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη.

Επί των δικαστικών εξόδων

67

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του ιδίου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Agrar-Invest-Tatschl, αυτή δε ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει την Agrar-Invest-Tatschl GmbH στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.