Διάταξη του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 9ης Μαρτίου 2010 – Buzzi Unicem κ.λπ. κατά Ministero dello Sviluppo economico κ.λπ., αφενός, και Dow Italia Divisione Commerciale κατά Ministero Ambiente e Tutela del Territorio e del Mare κ.λπ., αφετέρου

(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑478/08 και C-479/08)

«Άρθρο 104, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας – Αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει” – Οδηγία 2004/35/ΕΚ – Περιβαλλοντική ευθύνη – Ratione temporis εφαρμογή – Ρύπανση προκληθείσα προ της ημερομηνίας εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας αυτής και συνεχιζόμενη μετά την ημερομηνία αυτή – Εθνική ρύθμιση καταλογίζουσα τη δαπάνη αποκαταστάσεως ζημίας συνδεόμενης με τη ρύπανση αυτή σε πλείονες επιχειρήσεις – Απαίτηση περί υπάρξεως δόλου ή αμέλειας – Απαίτηση περί υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας – Μέτρα αποκαταστάσεως – Υποχρέωση διαβουλεύσεως με τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις – Παράρτημα II της εν λόγω οδηγίας»

1.                     Περιβάλλον – Πρόληψη και αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας – Περιβαλλοντική ευθύνη – Οδηγία 2004/35 – Αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» (Οδηγία 2004/35 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 3 § 1, 4 § 5, 9 και 11 § 2) (βλ. σκέψη 48, διατακτ. 1)

2.                     Περιβάλλον – Πρόληψη και αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας – Περιβαλλοντική ευθύνη – Οδηγία 2004/35 – Μέτρα αποκαταστάσεως (Οδηγία 2004/35 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 7 και 11 § 4 και παράρτημα II, σημείο 1.3.1) (βλ. σκέψη 57, διατακτ. 2)

Αντικείμενο

Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως – Tribunale Amministrativo Regionale della Sicilia – Ερμηνεία του άρθρου 174 ΕΚ, της οδηγίας 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας (ΕΕ L 143, σ. 56), και της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» – Εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει στη διοίκηση να επιβάλλει σε ιδιώτες επιχειρηματίες τη λήψη μέτρων αποκαταστάσεως, ανεξαρτήτως της διεξαγωγής έρευνας με στόχο να προσδιοριστεί ο υπεύθυνος για την εν λόγω ρύπανση

Διατακτικό

1)

Σε δεδομένη κατάσταση περιβαλλοντικής ρυπάνσεως, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις της κύριας δίκης:

–      όταν οι όροι εφαρμογής ratione temporis και/ή ratione materiæ της οδηγίας 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας, δεν συντρέχουν, η κατάσταση αυτή ρυθμίζεται από το εθνικό δίκαιο, τηρουμένων των κανόνων της Συνθήκης και υπό την επιφύλαξη άλλων πράξεων του παραγώγου δικαίου·

–      η οδηγία 2004/35 δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση παρέχουσα σε αρμόδια αρχή, ενεργούσα στο πλαίσιο της οδηγίας αυτής, τη δυνατότητα να τεκμαίρεται την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, συμπεριλαμβανομένης της περιπτώσεως ρυπάνσεων διάχυτου χαρακτήρα, μεταξύ φορέων εκμεταλλεύσεως και διαπιστωθείσας ρυπάνσεως, λόγω ακριβώς της εγγύτητας των εγκαταστάσεών τους με τη ζώνη ρυπάνσεως. Σύμφωνα, όμως, με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», προκειμένου να τεκμαρθεί τέτοιου είδους αιτιώδης συνάφεια, η αρχή αυτή πρέπει να διαθέτει ευλογοφανείς ενδείξεις ικανές να στηρίζουν την υπόθεσή της, όπως είναι η εγγύτητα της εγκαταστάσεως του φορέα εκμεταλλεύσεως με τη διαπιστωθείσα ρύπανση και η αντιστοιχία μεταξύ των ρυπογόνων ουσιών που ανευρέθηκαν και των συστατικών που χρησιμοποιεί ο εν λόγω φορέας εκμεταλλεύσεως στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του·

–      τα άρθρα 3, παράγραφος 1, 4, παράγραφος 5, και 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/35 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, όταν η αρμόδια αρχή αποφασίζει να επιβάλει μέτρα αποκαταστάσεως περιβαλλοντικής ζημίας σε φορείς εκμεταλλεύσεως των οποίων οι δραστηριότητες εμπίπτουν στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας αυτής, δεν οφείλει να αποδείξει ούτε πταίσμα ούτε αμέλεια ούτε δόλο εκ μέρους των φορέων εκμεταλλεύσεως των οποίων οι δραστηριότητες φέρονται ως ευθυνόμενες για την προκληθείσα ζημία στο περιβάλλον. Αντιθέτως, απόκειται στην αρχή αυτή, αφενός, να διεξαγάγει προηγουμένως έρευνα για τον εντοπισμό της πηγής της διαπιστωθείσας ρυπάνσεως, διαθέτοντας ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τις διαδικασίες, τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν και τη διάρκεια της έρευνας αυτής. Αφετέρου, η αρχή αυτή οφείλει να αποδείξει, κατά τους εθνικούς κανόνες περί αποδείξεως, αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των δραστηριοτήτων των φορέων εκμεταλλεύσεως τους οποίους αφορούν τα μέτρα αποκαταστάσεως και της ρυπάνσεως αυτής·

–      κατά το μέτρο που η υποχρέωση αποκαταστάσεως βαρύνει τους φορείς εκμεταλλεύσεως μόνον ανάλογα με τη συμμετοχή τους στην πρόκληση ρυπάνσεως ή στον κίνδυνο ρυπάνσεως, η αρμόδια αρχή οφείλει, καταρχήν, να αποδείξει τη συμμετοχή κάθε φορέα εκμεταλλεύσεως στη ρύπανση την οποία επιχειρεί να αποκαταστήσει και να λάβει υπόψη την αντίστοιχη συμβολή τους κατά τον υπολογισμό του κόστους των ενεργειών αποκαταστάσεως με το οποίο η αρχή αυτή επιβαρύνει τους εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως, με την επιφύλαξη του άρθρου 9 της οδηγίας 2004/35.

2)

Τα άρθρα 7 και 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2004/35, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας αυτής, έχουν την έννοια ότι:

–      η αρμόδια αρχή έχει τη δυνατότητα να τροποποιεί ουσιωδώς μέτρα αποκαταστάσεως περιβαλλοντικής ζημίας τα οποία αποφασίσθηκαν μετά τη διεξαγωγή διαδικασίας ανταλλαγής απόψεων σε συνεργασία με τους ενδιαφερόμενους φορείς εκμεταλλεύσεως και τα οποία έχουν ήδη εκτελεσθεί ή έχουν ήδη αρχίσει να εκτελούνται. Ωστόσο, προκειμένου να ληφθεί μία τέτοια απόφαση:

–      η αρχή αυτή υπέχει την υποχρέωση ακροάσεως των φορέων εκμεταλλεύσεως στους οποίους επιβάλλονται τέτοια μέτρα, εκτός αν ο επείγων χαρακτήρας της περιβαλλοντικής καταστάσεως απαιτεί άμεση δράση της αρμόδιας αρχής·

–      η εν λόγω αρχή οφείλει, επίσης, να καλεί, μεταξύ άλλων, τα πρόσωπα στων οποίων τα οικόπεδα ή γεωτεμάχια θα πρέπει να εκτελεσθούν αυτά τα μέτρα αποκαταστάσεως να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους, τις οποίες λαμβάνει υπόψη·

–      η αρχή αυτή οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα κριτήρια του σημείου 1.3.1 του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2004/35 και να περιλαμβάνει στην απόφασή της την αιτιολογία της επιλογής της, καθώς και, ενδεχομένως, τους λόγους για τους οποίους δεν χρειαζόταν ή δεν ήταν δυνατό να γίνει εμπεριστατωμένη εξέταση βάσει των εν λόγω κριτηρίων, όπως για παράδειγμα λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της περιβαλλοντικής καταστάσεως·

–      υπό συνθήκες όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η οδηγία 2004/35 δεν απαγορεύει εθνική νομοθεσία που παρέχει τη δυνατότητα στην αρμόδια αρχή να εξαρτά την άσκηση του δικαιώματος των φορέων εκμεταλλεύσεως τους οποίους αφορούν τα μέτρα περιβαλλοντικής αποκαταστάσεως να χρησιμοποιούν τα οικόπεδα ή γεωτεμάχιά τους από την εκ μέρους τους εκτέλεση των απαιτούμενων εργασιών, τούτο δε έστω και αν τα σχετικά μέτρα δεν αφορούν τα εν λόγω οικόπεδα ή γεωτεμάχια, διότι έχουν ήδη «εξυγιανθεί» ή ουδέποτε έχουν μολυνθεί. Πάντως, ένα τέτοιο μέτρο πρέπει να δικαιολογείται από τον σκοπό της αποφυγής της χειροτερεύσεως της περιβαλλοντικής καταστάσεως εκεί όπου τα εν λόγω μέτρα εκτελέσθηκαν ή, κατ’ εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως, από τον σκοπό της προλήψεως της εμφανίσεως ή της επανεμφανίσεως άλλων περιβαλλοντικών ζημιών στα εν λόγω οικόπεδα ή γεωτεμάχια των φορέων εκμεταλλεύσεως, τα οποία βρίσκονται καθ’ όλο το μήκος του αιγιαλού που αποτελεί αντικείμενο των εν λόγω μέτρων αποκαταστάσεως.