7.3.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 55/12


Προσφυγή της 19ης Δεκεμβρίου 2008 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας

(Υπόθεση C-565/08)

(2009/C 55/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: E. Traversa και L. Prete)

Καθής: Ιταλική Δημοκρατία

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, επιβάλλοντας με τη νομοθεσία της στους δικηγόρους την υποχρέωση τήρησης ορισμένων ανώτατων ορίων για τις αμοιβές τους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ,

να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Ο καθορισμός υποχρεωτικών ανώτατων ορίων για τις αμοιβές των δικηγόρων για τις δικαστικές και εξωδικαστικές δραστηριότητές τους συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης κατά την έννοια του άρθρου 43 ΕΚ, καθώς και περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ. Συγκεκριμένα, η επιβολή υποχρεωτικών ανώτατων ορίων αμοιβών, τα οποία ισχύουν ανεξάρτητα από την ποιότητα του επιτελεσθέντος έργου, από την αναγκαία εργασία για την επιτέλεσή του και από τις σχετικές δαπάνες, είναι ικανή να καταστήσει την ιταλική αγορά νομικών υπηρεσιών μη ελκυστική για τους αλλοδαπούς επαγγελματίες. Τούτο αποτελεί συνεπώς αντικίνητρο για την εγκατάσταση στην Ιταλία δικηγόρων που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη και για την εκ μέρους τους προσωρινή παροχή υπηρεσιών εντός της χώρας αυτής.

Ο πρώτος λόγος είναι ότι η υποχρέωση προσαρμογής σε ένα νέο (και επιπλέον πολύπλοκο) σύστημα αμοιβών συνεπάγεται πρόσθετες δαπάνες, οι οποίες ενδέχεται να αποτελούν εμπόδιο για την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που προβλέπει η Συνθήκη.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι τα ανώτατα όρια αμοιβών αποτελούν μια επιπλέον τροχοπέδη στην ελεύθερη κυκλοφορία των νομικών υπηρεσιών εντός της εσωτερικής αγοράς, διότι εμποδίζουν την καταβολή δίκαιης αμοιβής για την ποιότητα των δραστηριοτήτων των δικηγόρων που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη εκτός της Ιταλίας και, συνεπώς, αποθαρρύνουν τους δικηγόρους αυτούς, οι οποίοι απαιτούν αμοιβές υψηλότερες από τις αμοιβές που καθορίζει η ιταλική νομοθεσία σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά της ιταλικής αγοράς, από το να παρέχουν προσωρινά τις υπηρεσίες τους εντός της Ιταλίας και από το να εγκατασταθούν στο εν λόγω κράτος.

Τέλος, η ακαμψία του ιταλικού συστήματος αμοιβών εμποδίζει τους δικηγόρους (περιλαμβανομένων και όσων είναι εγκατεστημένοι στην αλλοδαπή) να υποβάλλουν ειδικές προσφορές σε περιπτώσεις ιδιαίτερων καταστάσεων και/ή ιδιαίτερων πελατών. Για παράδειγμα, δεν μπορούν να προσφέρουν ένα σύνολο συγκεκριμένων νομικών υπηρεσιών έναντι ενός κατ' αποκοπή ποσού ή ένα σύνολο νομικών υπηρεσιών που να παρέχονται εντός περισσότερων από ένα κρατών μελών έναντι της καταβολής ενιαίας αμοιβής. Η ιταλική νομοθεσία μπορεί επομένως να οδηγήσει σε μείωση της ανταγωνιστικότητας των εγκατεστημένων στην αλλοδαπή δικηγόρων, διότι τους στερεί κάθε αποτελεσματικό μέσο διείσδυσης στην ιταλική αγορά νομικών υπηρεσιών.

Επιπλέον, το επίμαχο μέτρο δεν είναι ούτε κατάλληλο για την επίτευξη των γενικού συμφέροντος σκοπών που αναφέρουν οι ιταλικές αρχές ούτε το λιγότερο επαχθές μέτρο για την επίτευξη αυτή. Ειδικότερα, δεν είναι κατάλληλο για την παροχή στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα της δυνατότητας πρόσβασης στη δικαιοσύνη ούτε για την εγγύηση της προστασίας των αποδεκτών των νομικών υπηρεσιών ούτε βέβαια για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης. Το εν λόγω μέτρο είναι εξάλλου δυσανάλογο, διότι υπάρχουν άλλα μέτρα που είναι πολύ λιγότερο περιοριστικά έναντι των εγκατεστημένων στην αλλοδαπή δικηγόρων και εξίσου (αν όχι περισσότερο) κατάλληλα για την επίτευξη των σκοπών προστασίας που επικαλούνται οι ιταλικές αρχές.

Τέλος, οι ιταλικές αρχές δεν ανέφεραν κατά πόσον εξετάστηκαν εναλλακτικά μέτρα, λιγότερο περιοριστικά έναντι των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη δικηγόρων, και δεν εξήγησαν ποια ήσαν αυτά ούτε παρέθεσαν τους λόγους για τους οποίους έκριναν ότι οι διατάξεις που διέπουν το δικηγορικό επάγγελμα στα άλλα κράτη μέλη της Κοινότητας δεν αρκούν για την προστασία των εν λόγω γενικών συμφερόντων.