25.10.2008 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 272/11 |
Αναίρεση που άσκησε στις 7 Αυγούστου 2008 η Internationaler Hilfsfonds eV κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) στις 5 Ιουνίου 2008 στην υπόθεση T-141/05, Internationaler Hilfsfonds e.V. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
(Υπόθεση C-362/08 P)
(2008/C 272/20)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: Internationaler Hilfsfonds eV (εκπρόσωπος: H. Kaltenecker, δικηγόρος)
Αντίδικος κατ' αναίρεση: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της αναιρεσείουσας
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
— |
να ακυρώσει την απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Ιουνίου 2008, |
— |
να αποφανθεί οριστικώς επί της υποθέσεως και να κηρύξει άκυρη την προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής της 14ης Φεβρουαρίου 2005 (άρθρο 54 του Οργανισμού του Δικαστηρίου), |
— |
επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο προκειμένου να κριθεί εκ νέου, |
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή σε όλα τα δικαστικά έξοδα και σε αυτά της αναιρεσείουσας. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Το Πρωτοδικείο απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή περί ακυρώσεως της αναιρεσείουσας κατά της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία αυτή αρνήθηκε στην αναιρεσείουσα την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα σχετικά με τη σύμβαση LIEN 97-2011, περί της συγχρηματοδοτήσεως προγράμματος ιατρικής βοηθείας διοργανούμενου στο Καζακστάν, με την ακόλουθη αιτιολογία: η προσφυγή βάλλει κατά αποφάσεως με την οποία απλώς επιβεβαιώνεται προηγούμενη απρόσβλητη απόφαση της Επιτροπής, και για την περίπτωση που η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί απλώς επιβεβαιωτική απόφαση, αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ως απόφαση η οποία μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή υπό την έννοια του κανονισμού 1049/2001.
Η απόφαση του Πρωτοδικείου εμφανίζει σημαντικά ελαττώματα τόσον από νομικής απόψεως όσον και από απόψεως εκτιμήσεως πραγματικών περιστατικών.
Πρώτον, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απάντηση της Επιτροπής την οποία αυτή απηύθυνε προηγουμένως στην αναιρεσείουσα ως απάντηση σε δεύτερη αίτηση υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, έπρεπε να έχει θεωρηθεί ανίσχυρη, διότι δεν είχε συνταχθεί από τον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής και δεν περιείχε ούτε αιτιολογία ούτε μνεία δικαιωμάτων. Επειδή, συνεπώς, αποτελεί νομικώς ανίσχυρη δευτερολογία, το έγγραφο αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής περί ακυρώσεως. Επομένως, μόνον η προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή η απάντηση της Επιτροπής στη νέα αίτηση της αναιρεσείουσας, μπορεί να θεωρηθεί οριστική απάντηση της οποίας προηγείται πράγματι, αντίθετα προς την άποψη του Πρωτοδικείου, νέα και πλήρης εξέταση της καταστάσεως από την Επιτροπή. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να είναι «απλώς επιβεβαιωτική», διότι η επιβεβαίωση μέτρου που δεν έχει έννομα αποτελέσματα αποτελεί παραλογισμό. Δυστυχώς, όμως, το Πρωτοδικείο παρέλειψε να εξετάσει το νομικό κύρος της προηγουμένης απαντήσεως της Επιτροπής, γεγονός το οποίο οδήγησε σε λανθασμένο χαρακτηρισμό της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής.
Δεύτερον, ο ισχυρισμός του Πρωτοδικείου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί απάντηση σε πρώτη αίτηση υπό την έννοια του κανονισμού 1049/2001 και, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόφαση η οποία δύναται να προσβληθεί με προσφυγή, πρέπει να αποδοθεί στην εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001. Το Πρωτοδικείο παρέβλεψε ότι η διάταξη αυτή καθιστά μεν δυνατή την υποβολή δεύτερης αιτήσεως, αλλά δεν την καθιστά υποχρεωτικά αναγκαία. Ενόψει αυτού και λαμβάνοντας υπόψη την απορριπτική στάση της Επιτροπής καθ' όλην την πριν από την άσκηση της προσφυγής διαδικασία, η αναιρεσείουσα δεν ήταν πλέον υποχρεωμένη να υποβάλει και άλλη αίτηση. Η αναιρεσείουσα ζήτησε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας να περιληφθεί στα πρακτικά της συνεδριάσεως η υπόδειξή της όσον αφορά τον χαρακτήρα της διατάξεως αυτής, διότι αυτά δεν ήσαν πλήρη ως προς το σημείο αυτό. Απορρίπτοντας το αίτημα για διόρθωση των πρακτικών της συνεδριάσεως, το Πρωτοδικείο περιέπεσε περαιτέρω και σε δικονομικό σφάλμα.