21.6.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 158/8


Προσφυγή της 11ης Μαρτίου 2008 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας

(Υπόθεση C-110/08)

(2008/C 158/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: T. Scharf και D. Recchia)

Καθής: Δημοκρατία της Αυστρίας

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας, επειδή παρέλειψε να διαβιβάσει μέχρι σήμερα στην Επιτροπή πλήρη κατάλογο των τόπων που προτείνονται ως τόποι κοινοτικής σημασίας και επειδή στον κατάλογο που έχει διαβιβάσει στην Επιτροπή δεν περιλαμβάνονται πλήρως έξι τύποι φυσικών οικοτόπων στη βιογεωγραφική αλπική περιοχή (3230, 6520, *7220, 8130, 9110 και 9180), καθώς και δέκα τύποι φυσικών οικοτόπων (*1530, 3240, *6110, *6230, 6520, 8150, 8220, 9150, 91F0 και *91I0) και δώδεκα είδη (Vertigo moulinsiana, *Osmoderma eremita, Rutilus pigus, Triturus cristatus, Triturus carnifex, Rhinolophus hipposideros, Barbastella barastellus, Myotis emarginatus, Myotis myotis, Mannia triandra, Buxbaumia viridis, Drepanocladus vernicosus) στην ηπειρωτική βιογεωγραφική περιοχή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206, της 22ας Ιουλίου 1992, σ. 7

να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Αυστρίας στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα προβάλλει τους ακόλουθους ισχυρισμούς και επιχειρήματα:

Προκειμένου να δημιουργηθεί ένα συνεπές ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών διατηρήσεως, εντός ορισμένου χρονοδιαγράμματος, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/43 επιβάλλει στα κράτη μέλη να προτείνουν, βάσει των κριτηρίων που καθορίζονται στο παράρτημα III της οδηγίας και των σχετικών επιστημονικών δεδομένων, κατάλογο τόπων στους οποίους να υποδεικνύονται οι τύποι φυσικών οικοτόπων από τους αναφερόμενους στο παράρτημα I και τα τοπικά είδη, από τα απαριθμούμενα στο παράρτημα II, που απαντώνται στους εν λόγω τόπους. Στον εθνικό αυτόν κατάλογο πρέπει να αναφέρονται οι τόποι στους οποίους ευρίσκονται οι τύποι φυσικών οικοτόπων προτεραιότητας και τα είδη προτεραιότητας που επέλεξαν τα κράτη μέλη βάσει των κριτηρίων που καθορίζονται στο παράρτημα III. Ως «προτεραιότητας» χαρακτηρίζονται τα είδη και οι τύποι φυσικών οικοτόπων που απειλούνται με εξαφάνιση και για τη διατήρηση των οποίων η Κοινότητα φέρει ιδιαίτερη ευθύνη δεδομένου ότι μεγάλο μέρος της εκτάσεως φυσικής εξαπλώσεώς τους περιλαμβάνεται στα ευρωπαϊκά εδάφη των κρατών μελών. Ο κατάλογος αυτός πρέπει να διαβιβαστεί στην Επιτροπή εντός τριών ετών από της γνωστοποιήσεως της οδηγίας μαζί με τα πληροφοριακά στοιχεία που αφορούν κάθε τόπο. Η οδηγία τέθηκε σε ισχύ, όσον αφορά την Αυστρία, την 1η Ιανουαρίου 1995, ημερομηνία προσχωρήσεώς της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τις τροποποιήσεις που επέφερε η Συνθήκη Προσχωρήσεως· εν πάση περιπτώσει, έχει αναμφισβητήτως εκπνεύσει η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη.

Δεδομένου ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας δεν έχει ακόμα διαβιβάσει στην Επιτροπή πλήρη κατάλογο των τόπων που προτείνονται ως τόποι κοινοτικής σημασίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/43.

Η Δημοκρατία της Αυστρίας προβάλλει διαδικαστικές πλημμέλειες που καθιστούν παράνομες τις ενέργειες της Επιτροπής.

Η πρώτη αντίρρηση της καθής αφορά τους «εφεδρικούς καταλόγους», δηλαδή τους καταλόγους τύπων φυσικών οικοτόπων και ειδών που η Επιτροπή έχει διαπιστώσει ότι δεν είναι πλήρεις με τις αποφάσεις της περί των καταλόγων τόπων κοινοτικής σημασίας για τις βιογεωγραφικές αλπικές περιοχές και για την ηπειρωτική περιοχή. Η καθής υποστηρίζει ότι η κατάρτιση εφεδρικών καταλόγων δεν προβλέπεται από την οδηγία και επομένως η Επιτροπή δεν μπορεί να τους επικαλείται προκειμένου να προσάψει στην καθής ελλιπή κοινοποίηση ζωνών προστασίας.

Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, το κύριο ζήτημα δεν είναι αν η οδηγία ρυθμίζει την κατάρτιση εφεδρικών καταλόγων, αλλά αν οι διαβιβαζόμενοι στην Επιτροπή εθνικοί κατάλογοι προτάσεων είναι πλήρεις. Κατά την Επιτροπή, οι εφεδρικοί κατάλογοι απαριθμούν απλώς τις ελλείψεις με σκοπό την υλοποίηση ενός πλήρους δικτύου Natura 2000. Μολονότι η οδηγία δεν προβλέπει την κατάρτιση τέτοιων καταλόγων, εντούτοις δεν απαγορεύει την κατάρτισή τους.

Λόγω της εκ των υστέρων αναγγελίας συμπληρωματικών χαρακτηρισμών, το επιχείρημα της καθής ότι δεν της παρασχέθηκε η δυνατότητα άμυνας διότι αδυνατεί να κατανοήσει τα επιστημονικά στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή, είναι επίσης αβάσιμο: η καθής είναι απολύτως σε θέση να αντιληφθεί την ανάγκη συμπληρωματικών a posteriori χαρακτηρισμών. Εξάλλου, αναμφισβητήτως μετέχει στις διαδικασίες που αφορούν τα βιογεωγραφικά δεδομένα.

Το μεγάλο χρονικό διάστημα που διέτρεξε μεταξύ της πρώτης αιτιολογημένης γνώμης και της δεύτερης συμπληρωματικής αιτιολογημένης γνώμης ουδόλως την αποστέρησε από τα διαδικαστικά δικαιώματά της και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αντιταχθεί στην Επιτροπή. Το 1998 η Επιτροπή δεν προχώρησε απευθείας στην άσκηση προσφυγής επειδή είχε λόγους να πιστεύει ότι η καθής θα συμμορφωνόταν συντόμως προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία. Τρεις συνολικώς φορές τάχθηκε στην καθής προθεσμία προκειμένου να κοινοποιήσει στην Επιτροπή τον πλήρη κατάλογο. Είχε, επομένως, στη διάθεσή της ασυνήθιστα μακρά περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας είχε τη δυνατότητα τόσο να διατυπώσει τη γνώμη της επί των αιτιάσεων της Επιτροπής όσο και να συμμορφωθεί καθιστώντας τη διαδικασία άνευ αντικειμένου.

Ομοίως αβάσιμο είναι το επιχείρημα κατά το οποίο οι προς την καθής απευθυνόμενες οχλήσεις προκειμένου να προχωρήσει στους a posteriori χαρακτηρισμούς εμπίπτουν στη διαδικασία του άρθρου 4, της οδηγίας και ότι, κατά συνέπεια, «δεν μπορούν παραλλήλως να θεωρηθούν ως συνέχιση της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως». Ακριβώς διότι οι οχλήσεις για τους a posteriori χαρακτηρισμούς εμπίπτουν στη διαδικασία του άρθρου 4, της οδηγίας, αλλά η διαδικασία χαρακτηρισμού έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί από μακρού, οι οχλήσεις αυτές αποτελούν σαφείς ενδείξεις περί του ότι η καθής δεν έχει συμμορφωθεί προς την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 4. Δεδομένου ότι η Επιτροπή επί σειρά ετών αποδέχθηκε τους a posteriori χαρακτηρισμούς χωρίς να προχωρήσει στην άσκηση προσφυγής, η καθής είχε κάθε φορά νέες δυνατότητες να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις της καθιστώντας τη διαδικασία άνευ αντικειμένου.

Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς τον ισχυρισμό της καθής, η διαδικασία συνεννοήσεως που προβλέπει το άρθρο 5, της οδηγίας δεν εφαρμόστηκε στην παρούσα υπόθεση. Πράγματι, η διαδικασία αυτή προβλέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται να διελευκανθεί ένα επιστημονικό ζήτημα επί του οποίου έχουν διαφορετικές απόψεις η Επιτροπή και ένα κράτος μέλος ως προς συγκεκριμένο τόπο, όχι όμως και στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες, όπως εν προκειμένω, πρόκειται γενικώς για κοινοποίηση καταλόγων που δεν πλήρεις.

Επομένως, είναι αβάσιμες οι δικονομικές ενστάσεις που προβάλλει η καθής.