Υπόθεση C-537/08 P

Kahla Thüringen Porzellan GmbH

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται το μη συμβατό ενισχύσεως προς την κοινή αγορά και διατάσσεται η ανάκτησή της – Αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής περί μη προβολής αντιρρήσεων έναντι καθεστώτος ενισχύσεων – Περιεχόμενο – Στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη

(Άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ)

2.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Γενικό καθεστώς ενισχύσεων εγκεκριμένο από την Επιτροπή – Καθεστώς που αποκλείει τις προβληματικές επιχειρήσεις και τις ιδιωτικές – Απουσία ρητών περιορισμών όσον αφορά τις επιχειρήσεις αυτές στην εγκριτική απόφαση – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων που έλαβαν παράνομα τις ενισχύσεις αυτές – Δεν υφίσταται

(Άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ)

1.        Το περιεχόμενο της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση έναντι κοινοποιηθέντος από κράτος μέλος καθεστώτος ενισχύσεων πρέπει να καθορίζεται όχι μόνο με αναφορά στο ίδιο το κείμενο της εν λόγω αποφάσεως, της οποίας περίληψη απλώς δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αλλά λαμβανομένου επίσης υπόψη και του καθεστώτος ενισχύσεων όπως αυτό κοινοποιήθηκε από το εν λόγω κράτος μέλος.

Αίτηση περί παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών, με την οποία η Επιτροπή ζητεί πρόσθετα στοιχεία όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής καθεστώτος ενισχύσεων κοινοποιηθέντος από κράτος μέλος, καθώς και η απάντηση των εθνικών αρχών στην αίτηση αυτή, πρέπει να θεωρούνται ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κοινοποιηθέντος καθεστώτος ενισχύσεων. Τούτο ισχύει τοσούτω μάλλον όταν η Επιτροπή αποφάσισε βάσει ακριβώς των πληροφοριών αυτών να μην προβάλει αντίρρηση έναντι του οικείου καθεστώτος ενισχύσεων.

(βλ. σκέψεις 44-45)

2.        Την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δικαιούται να επικαλεστεί κάθε ιδιώτης στον οποίο κάποιο θεσμικό όργανο της Ένωσης δημιούργησε, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, βάσιμες προσδοκίες. Τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις, ανεξαρτήτως της μορφής υπό την οποία παρέχονται, συνιστούν οι πληροφορίες που είναι σαφείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες.

Εξάλλου, στο πλαίσιο εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεως, η έλλειψη, σε απόφαση της Επιτροπής περί μη προβολής αντιρρήσεων σε σχέση με αυτό το καθεστώς, ρητού περιορισμού όσον αφορά τις προβληματικές επιχειρήσεις και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν μπορεί, εξ ορισμού, να εξομοιωθεί προς σαφείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες πληροφορίες που παρέσχε η Επιτροπή στον ενδιαφερόμενο όσον αφορά το ότι το καθεστώς αυτό επέτρεπε τη χορήγηση ενισχύσεων, και δεν μπορεί επομένως να στηρίξει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ενδιαφερομένου αυτού όσον αφορά το σύννομο των επιχορηγήσεων που του χορηγήθηκαν. Όλως αντιθέτως, δεδομένου ότι η δυνατότητα χορηγήσεως ενισχύσεων στις επιχειρήσεις αυτές ήταν τουλάχιστον αβέβαιη, από την απουσία αυτή ρητού περιορισμού δεν μπορεί συνεπώς να πήγασαν συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις δυνάμενες να δημιουργήσουν οποιαδήποτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στον ενδιαφερόμενο.

(βλ. σκέψεις 63-66)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 16ης Δεκεμβρίου 2010 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται το μη συμβατό ενισχύσεως προς την κοινή αγορά και διατάσσεται η ανάκτησή της – Αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης»

Στην υπόθεση C‑537/08 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2008,

Kahla Thüringen Porzellan GmbH, με έδρα την Kahla (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους M. Schütte, S. Zühlke και P. Werner, Rechtsanwälte,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Kreuschitz και K. Gross, επικουρούμενους από τον C. Koenig, professeur, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

το Freistaat Thüringen, εκπροσωπούμενο από τους A. Weitbrecht και M. Núñez-Müller, Rechtsanwälte,

η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους M. Lumma και W.-D. Plessing,

παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J.‑J. Kasel, A. Borg Barthet, E. Levits και M. Berger, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Μαΐου 2010,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Kahla Thüringen Porzellan GmbH ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [νυν Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης] της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, T-20/03, Kahla Thüringen Porzellan κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. II-2305, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της αποφάσεως 2003/643/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2003, σχετικά με την κρατική ενίσχυση την οποία χορήγησε η Γερμανία υπέρ της Kahla Porzellan GmbH και της Kahla/Thüringen Porzellan GmbH (EE L 227, σ. 12, στο εξής: επίδικη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Συσταθείσα τον Νοέμβριο του 1993, η αναιρεσείουσα αγόρασε, τον Ιανουάριο του 1994, τα οικόπεδα, τα μηχανήματα και τις εγκαταστάσεις και προσέλαβε τους 380 εργαζομένους της υπό εκκαθάριση εταιρίας Kahla Porzellan GmbH. Η τελευταία αυτή, που παρήγε οικιακά σκεύη και αντικείμενα από πορσελάνη, είχε την έδρα της στο ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας, που αποτελεί μία από τις περιφέρειες στις οποίες μπορούσαν ενδεχομένως να χορηγηθούν ενισχύσεις κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΕΚ.

3        Για την περιοχή αυτή, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είχε συγκεκριμένα εγκρίνει δύο γενικά καθεστώτα ενισχύσεων, ήτοι, με την απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1993, το πρόγραμμα του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας υπέρ των επενδύσεων των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων [KMU-Investitionsprogramm des Landes Thüringen (ενίσχυση N 408/93 – SG(93) D/19245 της 26.11.1993, EE C 335, σ. 7)] και, με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 1994, πρόγραμμα το οποίο περιελάμβανε μέτρα για την προώθηση της απασχολήσεως στους τομείς του περιβάλλοντος και των κοινωνικών υπηρεσιών καθώς και υπέρ της νεολαίας στο έδαφος της πρώην ΛΔΓ [ενίσχυση NN 117/92 – SG(95) D/341, EE C 401, σ. 2].

4        Από την επίδικη απόφαση προκύπτει ότι, στο πλαίσιο των καθεστώτων αυτών, οι γερμανικές αρχές χορήγησαν 23 χρηματοδοτικές ενισχύσεις στην αναιρεσείουσα μεταξύ 1994 και 1999, για συνολικό ποσό 39,028 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (DEM). Μεταξύ των μέτρων αυτών, περιλαμβάνονταν επιχορήγηση για επενδύσεις των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜME) 2,5 εκατομμυρίων DEM, η οποία καταβλήθηκε τον Μάιο του 1994 από το ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας (στο εξής: μέτρο 15), καθώς και επιχορηγήσεις για την ενίσχυση της απασχόλησης που συνδέονταν με επενδύσεις στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος ύψους 1,549 εκατομμυρίου DEM, οι οποίες χορηγήθηκαν από τη Bundesanstalt für Arbeit (ομοσπονδιακή διεύθυνση απασχόλησης) μεταξύ 1994 και 1996, δυνάμει του άρθρου 249h του νόμου για την προαγωγή της απασχόλησης (Arbeitsförderungsgesetz, στο εξής: AFG) (στο εξής: μέτρο 26).

5        Όσον αφορά το μέτρο 15, η Επιτροπή διαπίστωσε ωστόσο, στις αιτιολογικές σκέψεις 128 και 129 της επίδικης αποφάσεως, ότι δεν ήταν σύμφωνο προς το προηγουμένως εγκριθέν καθεστώς ενισχύσεων, δεδομένου ότι, κατά τον χρόνο της καταβολής της εν λόγω επιχορηγήσεως, η προσφεύγουσα έπρεπε να θεωρηθεί προβληματική επιχείρηση, αυτή δε η κατηγορία επιχειρήσεων αποκλειόταν ρητώς από το πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος αυτού. Εξάλλου, η Επιτροπή εξέδωσε στο μεταξύ την απόφαση 2003/225/ΕΚ, της 19ης Ιουνίου 2002, σχετικά με το πρόγραμμα του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας για επενδύσεις σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την εφαρμογή του σε μεμονωμένες περιπτώσεις (EE 2003, L 91, σ. 1), η οποία ήταν αρνητική σε σχέση με το εν λόγω καθεστώς, λόγω του ότι αυτό είχε εφαρμοσθεί, μεταξύ άλλων, σε προβληματικές επιχειρήσεις, σε αντίθεση προς τις ειδικές διατάξεις του εγκριθέντος από την Επιτροπή καθεστώτος ενισχύσεων.

6        Όσον αφορά το μέτρο 26, η Επιτροπή σημείωσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 134 έως 139 της επίδικης αποφάσεως, ότι οι επίμαχες επιχορηγήσεις δεν ενέπιπταν στο καθεστώς που προβλεπόταν στο άρθρο 249h του AFG, το οποίο είχε εγκρίνει ως καθεστώς το οποίο δεν αποτελούσε καθεστώς ενισχύσεων. Συναφώς, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, πέραν των επιχειρήσεων της Treuhandanstalt, το εγκριθέν καθεστώς αφορούσε τις δημόσιες επιχειρήσεις, ενώ η αναιρεσείουσα ήταν ιδιωτική επιχείρηση κατά τον χρόνο χορηγήσεως των επίμαχων ενισχύσεων.

7        Η Επιτροπή κήρυξε κατά συνέπεια, μεταξύ άλλων, τα μέτρα 15 και 26 ασύμβατα προς την κοινή αγορά και κάλεσε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να λάβει όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για την ανάκτηση από την αναιρεσείουσα των επίμαχων ενισχύσεων.

 Η προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

8        Με την προσφυγή της ενώπιον του τότε Πρωτοδικείου, η αναιρεσείουσα ζήτησε να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση καθόσον την αφορά, προβάλλοντας τέσσερις λόγους προς στήριξη των αιτημάτων της. Οι τρεις πρώτοι λόγοι, οι οποίοι αφορούσαν αποκλειστικώς τα μέτρα 15 και 26, αντλούνταν αντιστοίχως, ο πρώτος, από παράβαση των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, ο δεύτερος, από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και, ο τρίτος, από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Ο τέταρτος λόγος, ο οποίος δεν θα εξεταστεί κατωτέρω καθόσον δεν τον αφορά η αίτηση αναιρέσεως, είχε ως αντικείμενο διάφορες περιπτώσεις πλάνης περί τα πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεως στις οποίες φερόταν ότι υπέπεσε η Επιτροπή.

9        Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε ότι τα επίδικα μέτρα είχαν χορηγηθεί σύμφωνα με εγκεκριμένα καθεστώτα ενισχύσεων και συνιστούσαν συνεπώς υφιστάμενες ενισχύσεις. Η Επιτροπή είχε συνεπώς παραβεί τα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ εισάγοντας αναδρομικώς πρόσθετες προϋποθέσεις, όσον αφορά τα εν λόγω καθεστώτα, βάσει των οποίων εκτίμησε, κακώς, ότι τα εν λόγω μέτρα αποτελούσαν νέες ενισχύσεις.

10      Όσον αφορά, πρώτον, το μέτρο 15, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε εκ προοιμίου ότι το εγκεκριμένο πρόγραμμα ενισχύσεων απευθυνόταν –όπως το επιβεβαίωσε και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με ανακοίνωση της 26ης Αυγούστου 1993 σε απάντηση σε αίτηση της Επιτροπής περί παροχής πρόσθετων πληροφοριών– σε επιχειρήσεις που ιδιωτικοποιήθηκαν μετά το 1989 και οι οποίες, «μολονότι υγιείς, τελού[σα]ν συχνά σε επισφαλή χρηματοοικονομική κατάσταση» (σκέψεις 102 έως 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

11      Κατά το Πρωτοδικείο όμως, αφενός, η αναφορά στην εν λόγω χρηματοοικονομική κατάσταση πρέπει να θεωρείται ότι παραπέμπει σε προβλήματα συνδεόμενα με τη μετάβαση από μια ελεγχόμενη οικονομία σε μια οικονομία της αγοράς και όχι στα προβλήματα που χαρακτηρίζουν την έννοια της προβληματικής επιχειρήσεως (σκέψη 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Αφετέρου, το γεγονός ότι το ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας είχε επίσης κοινοποιήσει ένα πρόγραμμα που αποσκοπούσε ειδικώς στη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, επιβεβαιώνει ότι οι τελευταίες αυτές δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του επίμαχου καθεστώτος, όπως είχε εκτιμήσει και η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση (σκέψεις 108, 109 και 111 της εν λόγω αποφάσεως).

12      Κατόπιν της ως άνω διευκρινίσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε στη συνέχεια, στη σκέψη 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως διαπιστώνοντας ότι η αναιρεσείουσα αποτελούσε προβληματική επιχείρηση.

13      Έκρινε επομένως, στις σκέψεις 134 και 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το θεσμικό αυτό όργανο βασίμως θεώρησε ότι η ενίσχυση την οποία συνιστούσε το μέτρο 15 δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις χορηγήσεως που καθορίζονταν στο πρόγραμμα του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας και ότι, κατά συνέπεια, έπρεπε να χαρακτηρισθεί ως νέα ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

14      Όσον αφορά, δεύτερον, το μέτρο 26, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι δεν είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις που προβλέπονταν στο πλαίσιο του καθεστώτος ενισχύσεων που είχε θεσπίσει το άρθρο 249h του AFG, όπως αυτό είχε εγκριθεί. Συγκεκριμένα, όπως είχε θεωρήσει και η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως η αναιρεσείουσα, δεν ήσαν επιλέξιμες βάσει της διατάξεως αυτής (σκέψεις 175 και 180 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, όπως και η ίδια η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε διευκρινίσει με ανακοίνωση της 29ης Ιουλίου 1994, τα μέτρα αυτά έπρεπε να ληφθούν προς το γενικό συμφέρον, και όχι να υπηρετούν τα επί μέρους συμφέροντα επιχειρήσεως (σκέψεις 181, 182 και 185 της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως). Στην προκειμένη όμως περίπτωση αυτό δεν συνέβη (σκέψη 186 της ίδιας αποφάσεως).

15      Το Πρωτοδικείο απέρριψε συνεπώς το σύνολο των σχετικών με παράβαση των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ επιχειρημάτων και όσον αφορά το μέτρο 26 (σκέψη 203 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

16      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η αναιρεσείουσα υποστήριξε ότι η Επιτροπή είχε παραβιάσει την αρχή της ασφάλειας δικαίου στηριζόμενη, στην επίδικη απόφαση, σε περιοριστικές προϋποθέσεις οι οποίες δεν προβλέπονταν ούτε στα επίμαχα καθεστώτα ούτε στην απόφαση περί εγκρίσεως των καθεστώτων αυτών.

17      Το Πρωτοδικείο απέρριψε τον λόγο αυτόν, διαπιστώνοντας, πρώτον, ότι, κατά την εκτίμηση της συμφωνίας του μέτρου 15 προς το εγκριθέν καθεστώς ενισχύσεων, η Επιτροπή περιορίστηκε αυστηρά στην εξέταση των προϋποθέσεων που έθεσε η απόφαση περί εγκρίσεως του εν λόγω καθεστώτος (σκέψη 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

18      Επιπλέον, και εν πάση περιπτώσει, και οι ίδιες οι γερμανικές αρχές, στην ανακοίνωσή τους της 26ης Αυγούστου 1993, είχαν ρητώς αποκλείσει τις προβληματικές επιχειρήσεις από το επίμαχο καθεστώς (σκέψη 140 της εν λόγω αποφάσεως). Ήταν συνεπώς πρόδηλο, βάσει της ανακοινώσεως αυτής, ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν μπορούσαν να λάβουν ενίσχυση σύμφωνα με το εν λόγω καθεστώς (σκέψη 141 της ίδιας αποφάσεως).

19      Το Πρωτοδικείο θεώρησε συνεπώς ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου διαπιστώνοντας ότι το μέτρο 15 δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο πλαίσιο του προγράμματος του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας υπέρ των επενδύσεων των ΜΜΕ καθόσον η αναιρεσείουσα, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο έλαβε την ενίσχυση, ήταν προβληματική επιχείρηση (σκέψη 144 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

20      Δεύτερον, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, κατά την εξέταση του συμβατού προς την κοινή αγορά των επιχορηγήσεων που συνιστούν το μέτρο 26, η Επιτροπή περιορίσθηκε αυστηρώς στην εκτίμηση του συμβατού των επιχορηγήσεων αυτών προς τις προϋποθέσεις που καθόρισε η απόφαση περί εγκρίσεως του καθεστώτος που προβλέπει το άρθρο 249h του AFG. Στην απόφαση αυτή όμως, η Επιτροπή είχε ρητώς αναφέρει, μεταξύ άλλων, την ανακοίνωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας της 29ης Ιουλίου 1994 που διευκρίνιζε το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, την οποία είχε ορθώς ερμηνεύσει και εφαρμόσει όσον αφορά τις επίμαχες επιχορηγήσεις (σκέψη 205 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

21      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η αναιρεσείουσα προέβαλε παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ούτε από τα επίμαχα καθεστώτα ενισχύσεων ούτε από τις αποφάσεις που τα ενέκριναν μπορούσαν να συναχθούν οι περιοριστικές προϋποθέσεις που αυτή εφάρμοσε στο πλαίσιο της επίδικης αποφάσεως. Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι ένας επιχειρηματίας που ασκεί τις δραστηριότητές του ως συνετός οικογενειάρχης μπορεί να υποθέσει ότι μια ενίσχυση δεν είναι νέα όταν πληροί όλες τις προϋποθέσεις ενός εγκεκριμένου προγράμματος.

22      Συναφώς, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε καταρχάς, στη σκέψη 146 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το δικαίωμα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης το έχει κάθε ιδιώτης που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η κοινοτική διοίκηση, με το να του παράσχει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες.

23      Υπενθύμισε επίσης, στη σκέψη 148 της αποφάσεως αυτής, ότι δεν μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση συνεπαγόμενη την επιστροφή ενισχύσεων εις βάρος δικαιούχου ο οποίος τήρησε τις προϋποθέσεις των ενισχύσεων αυτών όπως τις είχε επιβάλει το θεσμικό αυτό όργανο με τις εγκριτικές αποφάσεις.

24      Το Πρωτοδικείο έκρινε εντούτοις ότι τούτο δεν ίσχυε εν προκειμένω, στον βαθμό που τόσο το μέτρο 15 όσο και το μέτρο 26 χορηγήθηκαν στην αναιρεσείουσα κατά παράβαση των προϋποθέσεων που καθορίστηκαν με τις αποφάσεις περί εγκρίσεως του προγράμματος του ομοσπόνδου κράτους της Θουριγγίας υπέρ των επενδύσεων των ΜΜΕ (σκέψη 149 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) και του άρθρου 249h του AFG (σκέψη 207 της αποφάσεως αυτής).

25      Το Πρωτοδικείο έκρινε, επιπλέον, ότι η προβαλλόμενη έλλειψη ρητού περιορισμού όσον αφορά τις προβληματικές επιχειρήσεις και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις στα επίμαχα καθεστώτα ή στις δημοσιεύσεις στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που είχαν ως αντικείμενο τα καθεστώτα αυτά δεν μπορούσε να στηρίξει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της αναιρεσείουσας στο σύννομο της χορηγήσεως των επιχορηγήσεων οι οποίες συνιστούν τα μέτρα 15 και 26. Συγκεκριμένα, το γεγονός αυτό ουδόλως μπορούσε να εξομοιωθεί με συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις παρασχεθείσες από την Επιτροπή για το ότι οι προβληματικές επιχειρήσεις και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να τύχουν ενισχύσεων, αντιστοίχως, βάσει του προγράμματος του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας υπέρ των επενδύσεων των ΜΜΕ και του άρθρου 249h του AFG (σκέψεις 150 και 208 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

26      Τέλος, όσον αφορά αποκλειστικώς το μέτρο 15, το Πρωτοδικείο διευκρίνισε επίσης ότι, εν πάση περιπτώσει, η αναιρεσείουσα δεν ήταν απαλλαγμένη από την υποχρέωση να πληροφορηθεί σχετικά με το σύννομο της χορηγήσεως της ενισχύσεως που της καταβλήθηκε (σκέψη 150 της εν λόγω αποφάσεως).

27      Έχοντας κρίνει αβάσιμο το σύνολο των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η αναιρεσείουσα προς στήριξη της προσφυγή της, το τότε Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

 Αιτήματα των διαδίκων στην κατ’ αναίρεση διαδικασία

28      Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στον βαθμό που αφορά τα μέτρα 15 και 26, καθώς και την απόφαση περί δικαστικών εξόδων·

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχεία δ΄ και ζ΄, καθώς και το άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως, στον βαθμό που το τελευταίο αυτό άρθρο αφορά τα μέτρα 15 και 26 ή, εν πάση περιπτώσει, στον βαθμό που διατάσσει την ανάκτηση των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν κατ’ εφαρμογήν των μέτρων αυτών·

–        επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στον βαθμό που το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι οι επιχορηγήσεις που έλαβε η αναιρεσείουσα βάσει του μέτρου 26 πρέπει να θεωρηθούν ότι συνιστούν πλεονέκτημα για την τελευταία αυτή καθ’ όλο το ύψος τους και ότι πρέπει, ως εκ τούτου, να ανακτηθούν, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

29      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

30      Η αναιρεσείουσα προβάλλει προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως δύο λόγους κυρίως και ένα λόγο επικουρικώς.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

31      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου κρίνοντας, αφενός, στις σκέψεις 97 έως 111 και 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το καθεστώς υπέρ των επενδύσεων των ΜΜΕ που εγκρίθηκε από την Επιτροπή προέβλεπε, εξ αρχής, περιορισμό όσον αφορά τις προβληματικές επιχειρήσεις και, αφετέρου, στις σκέψεις 167 έως 188 και 205 της εν λόγω αποφάσεως, ότι το καθεστώς του άρθρου 249h του AFG δεν αφορούσε τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.

32      Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται συναφώς ότι η εν λόγω αρχή επιβάλλει οι περιορισμοί που ισχύουν για καθεστώς κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εμφαίνονται σαφώς και χωρίς διφορούμενα είτε στο ίδιο το καθεστώς ενισχύσεων είτε στην εγκριτική απόφαση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή στο έγγραφο της Επιτροπής που επιβεβαιώνει την εν λόγω έγκριση, προκειμένου να παρέχεται η δυνατότητα στους δυνητικούς δικαιούχους να καθορίζουν αν το εγκριθέν πρόγραμμα τους αφορά ή όχι.

33      Στο πλαίσιο όμως της ερμηνείας του πεδίου εφαρμογής των επίμαχων προγραμμάτων, το Πρωτοδικείο έλαβε εσφαλμένως υπόψη περιορισμούς που η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε να γνωρίζει και οι οποίοι δεν μπορούν, συνεπώς, να της αντιταχθούν. Συγκεκριμένα, οι περιορισμοί αυτοί δεν προκύπτουν σαφώς ούτε από τα εγκριθέντα καθεστώτα ενισχύσεων ούτε από τα έγγραφα που δημοσιεύθηκαν ή στα οποία είχε πρόσβαση η αναιρεσείουσα, αλλά, το πολύ, από δυνητική ερμηνεία της αμιγώς εσωτερικής αλληλογραφίας μεταξύ της Επιτροπής και των γερμανικών αρχών.

34      Το σφάλμα αυτό οδήγησε το Πρωτοδικείο να παραβιάσει την αρχή της ασφάλειας δικαίου και να διαπιστώσει κακώς, όπως και η Επιτροπή στην επίδικη απόφαση, ότι οι επιχορηγήσεις που συνιστούσαν τα μέτρα 15 και 26 δεν καλύπτονταν από τα εγκριθέντα προγράμματα ενισχύσεων.

35      Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι τόσον η έγκριση του προγράμματος του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας υπέρ των επενδύσεων των ΜΜΕ όσο και αυτή που αφορά το καθεστώς που θεσπίστηκε με το άρθρο 249h του AFG εστάλησαν από την Επιτροπή ευθέως και αποκλειστικώς στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο πλαίσιο διαδικασίας με την οποία δημιουργήθηκε μια έννομη σχέση αποκλειστικώς μεταξύ της Επιτροπή και του εν λόγω κράτους μέλους, στην οποία ο δικαιούχος της ενισχύσεως, εν προκειμένω η αναιρεσείουσα, δεν μετέσχε. Επιπλέον, οι εγκρίσεις αυτές δε αφορούσαν ειδικώς τις επιχορηγήσεις που συνιστούσαν τα μέτρα 15 και 26, αλλά απλώς ένα «γενικό καθεστώς» ενισχύσεων του οποίου η Επιτροπή –σε αντίθεση προς το οικείο κράτος μέλος– δεν μπορούσε να γνωρίζει εκ των προτέρων τους δυνητικούς δικαιούχους. Συγκεκριμένα, οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους αποφασίζουν μόνες τους σχετικά με την ατομική και συγκεκριμένη καταβολή επιχορηγήσεως καλυπτόμενης από εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων.

36      Η αναιρεσείουσα όμως, δεδομένου ότι ουδεμιάς δεσμευτικής αποφάσεως της Επιτροπής είναι αποδέκτης, δεν μπορεί να επικαλείται την αρχή της ασφάλειας δικαίου έναντι της τελευταίας αυτής. Η παραβίαση της αρχής αυτής θα μπορούσε, αντιθέτως, να προβληθεί κατά των γερμανικών αρχών, οι οποίες είχαν την υποχρέωση και την ευθύνη να ενημερώσουν κατά τρόπο αρκούντως σαφή τους δυνητικούς δικαιούχους σχετικά με τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούσαν να τους χορηγηθούν εθνικές ενισχύσεις σύμφωνα με τα εγκριθέντα προγράμματα.

37      Επομένως, το σφάλμα το οποίο διέπραξαν οι γερμανικές αρχές και το οποίο συνίσταται στη χορήγηση εθνικών ενισχύσεων σε αντίθεση προς τα εγκριθέντα καθεστώτα και τις παρασχεθείσες στην Επιτροπή διευκρινίσεις σχετικά με τα καθεστώτα αυτά δεν μπορεί να καταλογίζεται στην τελευταία αυτή.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

38      Για να εκτιμηθεί το βάσιμο του λόγου αυτού, πρέπει να εξεταστεί αν το Πρωτοδικείο παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου κρίνοντας, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι τα εγκριθέντα από την Επιτροπή καθεστώτα δεν επέτρεπαν την καταβολή επιχορηγήσεων, αφενός, όσον αφορά το μέτρο 15, σε προβληματικές επιχειρήσεις και, αφετέρου, όσον αφορά το μέτρο 26, σε ιδιωτικές επιχειρήσεις.

39      Όσον αφορά το μέτρο 15, πρέπει να υπoμνησθεί ότι το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό αφού εξέτασε, στις σκέψεις 97 έως 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το περιεχόμενο του εγκριθέντος καθεστώτος ενισχύσεων.

40      Στο πλαίσιο της αναλύσεως αυτής, το Πρωτοδικείο τόνισε καταρχάς ότι, κατόπιν της –παρατεθείσας στη σκέψη 10 της παρούσας αποφάσεως– ανακοινώσεως των γερμανικών αρχών της 26ης Αυγούστου 1993, με την οποία οι εν λόγω αρχές διευκρίνισαν τον τομέα εφαρμογής του κοινοποιηθέντος προγράμματος ενισχύσεων, η Επιτροπή εδικαιούτο να θεωρήσει ότι οι προβληματικές επιχειρήσεις αποκλείονταν από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω προγράμματος (σκέψεις 108, 109 και 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

41      Το Πρωτοδικείο έκρινε στη συνέχεια, στη σκέψη 110 της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως, ότι η ανακοίνωση αυτή αποτελούσε τμήμα του εγκριθέντος προγράμματος ενισχύσεων, στον βαθμό που τα πρόσθετα στοιχεία και οι διευκρινίσεις που η εν λόγω ανακοίνωση περιείχε θεωρήθηκαν κατάλληλα από την Επιτροπή προκειμένου να αποφασίσει να μην προβάλει αντιρρήσεις όσον αφορά την εφαρμογή του κοινοποιηθέντος καθεστώτος, όπως ενημέρωσε συναφώς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με έγγραφο της 26ης Νοεμβρίου 1993. Τούτο επιβεβαιώνεται μεταξύ άλλων από το γεγονός ότι, στο έγγραφο αυτό, η Επιτροπή αναφέρθηκε ρητώς στην εν λόγω ανακοίνωση της 26ης Αυγούστου 1993 (σκέψη 104 της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως).

42      Βάσει των διαπιστώσεων αυτών, το Πρωτοδικείο απέκλεισε, στη σκέψη 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κάθε παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, αποφασίζοντας ότι η Επιτροπή δεν είχε εισαγάγει, με την επίδικη απόφαση, αναδρομικώς πρόσθετες προϋποθέσεις σε σχέση με αυτές που περιλαμβάνονταν στην απόφαση περί εγκρίσεως του επίμαχου προγράμματος.

43      Αντίθετα προς όσα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο δεν παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου καταλήγοντας στο συμπέρασμα αυτό.

44      Συγκεκριμένα, πρέπει να τονιστεί, όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, ότι το περιεχόμενο της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση έναντι κοινοποιηθέντος από κράτος μέλος καθεστώτος ενισχύσεων πρέπει να καθορίζεται όχι μόνο με αναφορά στο ίδιο το κείμενο της εν λόγω αποφάσεως, της οποίας περίληψη απλώς δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αλλά λαμβανομένου επίσης υπόψη και του συστήματος ενισχύσεων όπως αυτό κοινοποιήθηκε από το εν λόγω κράτος μέλος (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2010, C-138/09, Todaro Nunziatina & C., που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 31, καθώς και της 14ης Οκτωβρίου 2010, C‑67/09‑P, Nuova Agricast και Cofra κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 64).

45      Αίτηση περί παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών, με την οποία η Επιτροπή ζητεί πρόσθετα στοιχεία όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής καθεστώτος ενισχύσεων κοινοποιηθέντος από κράτος μέλος, καθώς και η απάντηση των εθνικών αρχών στην αίτηση αυτή, πρέπει να θεωρούνται ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κοινοποιηθέντος καθεστώτος ενισχύσεων. Τούτο ισχύει τοσούτω μάλλον όταν, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή αποφάσισε βάσει ακριβώς των πληροφοριών αυτών να μην προβάλει αντίρρηση έναντι του οικείου καθεστώτος ενισχύσεων.

46      Επομένως, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι η ανακοίνωση των γερμανικών αρχών της 26ης Αυγούστου 1993 αποτελούσε τμήμα του εγκριθέντος προγράμματος ενισχύσεων και, συνεπώς, ότι η επιχορήγηση που συνιστούσε το μέτρο 15 δεν είχε χορηγηθεί συννόμως λόγω του ότι η αναιρεσείουσα ήταν, κατά τον χρόνο της χορηγήσεως της επιχορηγήσεως αυτής, προβληματική επιχείρηση.

47      Συναφώς, πρέπει, εντούτοις, να διευκρινιστεί ότι, στο πλαίσιο της εκτελέσεως του εγκεκριμένου από την Επιτροπή γενικού προγράμματος ενισχύσεων, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία διέθετε προφανέστατα την εν λόγω ανακοίνωση, δεν μπορούσε να αποστεί των πληροφοριών που είχε παράσχει στο θεσμικό αυτό όργανο, αλλά όφειλε, αντιθέτως, να λάβει τις πληροφορίες αυτές υπόψη προκειμένου οι επιμέρους εθνικές ενισχύσεις να χορηγηθούν σύμφωνα με αυτές.

48      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται το συμπέρασμα ότι η αναιρεσείουσα δεν μπορεί βασίμως να προβάλει παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου όσον αφορά το μέτρο 15.

49      Όσον αφορά το μέτρο 26, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να λάβουν επιχορηγήσεις όπως αυτές που συνιστούσαν το μέτρο αυτό, αφού εξέτασε, στις σκέψεις 167 έως 188 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το περιεχόμενο του άρθρου 249h του AFG, που θεσπίζει το εγκριθέν από την Επιτροπή καθεστώς.

50      Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, το Πρωτοδικείο τόνισε καταρχάς ότι, κατόπιν της –μνημονευόμενης στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως– ανακοινώσεως των γερμανικών αρχών της 29ης Ιουλίου 1994, με την οποία οι αρχές αυτές διευκρίνισαν τον τομέα εφαρμογής του καθεστώτος που θέσπισε το άρθρο 249h του AFG, η Επιτροπή αποφάσισε να μην προβάλει αντιρρήσεις στην εφαρμογή των προβλεπομένων μέτρων (σκέψεις 172 και 173 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

51      Το Πρωτοδικείο θεώρησε στη συνέχεια ότι οι διευκρινίσεις που περιέχονταν στην ανακοίνωση αυτή και από τις οποίες προέκυπτε ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν ήσαν επιλέξιμες βάσει του εν λόγω άρθρου ήσαν προσήκουσες για να καθοριστεί το ακριβές περιεχόμενο του εγκριθέντος καθεστώτος και ελήφθησαν πράγματι υπόψη από την Επιτροπή για να διαπιστώσει ότι τα σχεδιαζόμενα μέτρα δεν συνιστούσαν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ (σκέψεις 175, 176 και 180 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

52      Βάσει της εκτιμήσεως αυτής, το Πρωτοδικείο κατέληξε, στις σκέψεις 205 και 206 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου όσον αφορά το μέτρο 26, καθόσον περιορίσθηκε αυστηρώς στην εκτίμηση του συμβατού των επιχορηγήσεων που συνιστούσαν το μέτρο αυτό προς τις προϋποθέσεις που καθόρισε η απόφαση περί εγκρίσεως του οικείου καθεστώτος.

53      Αντίθετα προς όσα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο δεν παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου καταλήγοντας στο συμπέρασμα αυτό.

54      Συγκεκριμένα, λαμβανομένων υπόψη όσων αναφέρθηκαν στις σκέψεις 44 και 45 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ανακοίνωση των γερμανικών αρχών της 29ης Ιουλίου 1994 αποτελούσε τμήμα του εγκριθέντος προγράμματος ενισχύσεων με το οποίο συνδέεται το μέτρο 26 και ότι βάσει ακριβώς των πληροφοριών που περιέχονταν στην ανακοίνωση αυτή η Επιτροπή αποφάσισε να μην προβάλει αντίρρηση όσον αφορά το κοινοποιηθέν καθεστώς ενισχύσεων.

55      Επομένως, το Πρωτοδικείο βασίμως θεώρησε ότι το καθεστώς αυτό δεν επέτρεπε την καταβολή επιχορηγήσεων σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως η αναιρεσείουσα, και, συνεπώς, ότι οι ενισχύσεις που αυτή έλαβε δεν πληρούσαν τις καθορισθείσες στο πλαίσιο του εν λόγω καθεστώτος προϋποθέσεις.

56      Ο ισχυρισμός περί παραβιάσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου πρέπει επομένως να απορριφθεί επίσης όσον αφορά το μέτρο 26.

57      Από το σύνολο των προεκτεθέντων, προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

 Επιχειρήματα των διαδίκων

58      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κρίνοντας, στις σκέψεις 150 και 208 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απουσία ρητών περιορισμών στις αποφάσεις περί εγκρίσεως του προγράμματος του ομοσπόνδου κράτους της Θουριγγίας υπέρ των επενδύσεων των ΜΜΕ και του προγράμματος που θεσπίστηκε με το άρθρο 249h του AFG ουδόλως μπορούσε να εξομοιωθεί με «συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις», κατά την έννοια της νομολογίας των δικαστηρίων της Ένωσης, που παρέσχε η Επιτροπή και οι οποίες δύνανται να στηρίξουν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της προσφεύγουσας όσον αφορά το σύννομο των μέτρων 15 και 26.

59      Αφενός, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε, κακώς, υπόψη το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα δεν ήταν σε θέση να ανακαλύψει ενδεχόμενους περιορισμούς στα σχετικά με τα εγκριθέντα προγράμματα έγγραφα όπως αυτά είχαν δημοσιευθεί. Επομένως, η αναιρεσείουσα βασίμως θεώρησε ότι οι επιχορηγήσεις που συνιστούσαν τα εν λόγω μέτρα είχαν ορθώς χορηγηθεί, με τήρηση των προϋποθέσεων που επέβαλε η Επιτροπή σχετικά με τα εγκριθέντα προγράμματα, οπότε δεν μπορούσε να αναμένει ότι θα εκδοθεί απόφαση επιβάλλουσα την ανάκτηση των επιχορηγήσεων αυτών.

60      Αφετέρου, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι της αντέταξε ότι «δεν ήταν απαλλαγμένη από την υποχρέωση να πληροφορηθεί σχετικά με το σύννομο της χορηγήσεως της ενισχύσεως που της καταβλήθηκε» (σκέψη 150 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Συγκεκριμένα, μια τέτοια υποχρέωση πληροφορήσεως βαρύνει τον δικαιούχο ενισχύσεως αποκλειστικώς όταν –σε αντίθεση προς την υπό κρίση περίπτωση– υφίσταται αβεβαιότητα δυνάμενη να προσδιοριστεί από τον ενδιαφερόμενο όσον αφορά το περιεχόμενο της εγκρίσεως της οποίας αποτέλεσε αντικείμενο αυτό το είδος ενισχύσεων.

61      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αναιρεσείουσα, δεδομένου ότι ούτε αποδέκτης είναι της επίδικης αποφάσεως ούτε την αφορούν άμεσα τα εγκριθέντα προγράμματα –καθόσον αυτά δύνανται, αντιθέτως, να εφαρμοσθούν σε απροσδιόριστο αριθμό επιχειρήσεων–, δεν μπορεί βασίμως να επικαλεσθεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

62      Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, η αναιρεσείουσα έπρεπε εν πάση περιπτώσει να αναμένει την ανάκληση των επιχορηγήσεων που συνιστούν τα μέτρα 15 και 26, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι γερμανικές αρχές είχαν χορηγήσει τις επιχορηγήσεις αυτές μη τηρώντας προδήλως τις προϋποθέσεις που προβλέπονταν στο πλαίσιο των κοινοποιηθέντων προγραμμάτων.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

63      Κατά πάγια νομολογία, στην οποία το Πρωτοδικείο αναφέρθηκε εξάλλου ορθώς στη σκέψη 146 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δικαιούται να επικαλεστεί κάθε ιδιώτης στον οποίο κάποιο θεσμικό όργανο της Ένωσης δημιούργησε, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, βάσιμες προσδοκίες (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 2005, C-506/03, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 58, και της 18ης Ιουλίου 2007, C-213/06 P, AER κατά Καρατζόγλου, Συλλογή 2007, σ. I-6733, σκέψη 33). Τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις, ανεξαρτήτως της μορφής υπό την οποία παρέχονται, συνιστούν οι πληροφορίες που είναι σαφείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες [βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C-47/07 P, Masdar (UK) κατά Επιτροπής, σ. I-9761, σκέψεις 34 και 81].

64      Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο εφάρμοσε ορθώς τη νομολογία αυτή στο πλαίσιο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

65      Συγκεκριμένα, όπως τόνισε και το Πρωτοδικείο, η απουσία ρητού περιορισμού στα επίμαχα καθεστώτα ενισχύσεων δεν μπορεί, εξ ορισμού, να εξομοιωθεί προς σαφείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες πληροφορίες που παρέσχε η Επιτροπή στην αναιρεσείουσα όσον αφορά το ότι τα καθεστώτα αυτά επέτρεπαν τη χορήγηση ενισχύσεων, αντιστοίχως, υπέρ προβληματικών επιχειρήσεων, όσον αφορά το μέτρο 15, ή ιδιωτικών επιχειρήσεων, όσον αφορά το μέτρο 26, και δεν μπορεί επομένως να στηρίξει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη αυτής όσον αφορά το σύννομο των επιχορηγήσεων που της χορηγήθηκαν.

66      Όλως αντιθέτως, δεδομένου ότι η δυνατότητα χορηγήσεως ενισχύσεων σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις ήταν τουλάχιστον αβέβαιη, από την απουσία αυτή ρητού περιορισμού δεν μπορεί συνεπώς να πήγασαν συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις δυνάμενες να δημιουργήσουν οποιαδήποτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στην προσφεύγουσα.

67      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν είναι προϊόν παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, οπότε ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει ομοίως να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

68      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ καθόσον διαπίστωσε, στις σκέψεις 193 έως 201 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι επιχορηγήσεις που συνιστούσαν το μέτρο 26 πρέπει να θεωρηθούν κρατική ενίσχυση καθ’ όλο το ύψος τους.

69      Προβαίνοντας όμως στη διαπίστωση αυτή, πρώτον, παραβίασε την αρχή της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Πρωτοδικείου και της Επιτροπής, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η επίδικη απόφαση αφήνει στο κράτος μέλος τη μέριμνα του υπολογισμού του πλεονεκτήματος που πράγματι απέκτησε η αναιρεσείουσα. Δεύτερον, το Πρωτοδικείο δεν τήρησε τη νομολογία κατά την οποία το πλεονέκτημα που αποκτά ο δικαιούχος δεν υπολογίζεται βάσει του κόστους στο οποίο υποβάλλεται το οικείο κράτος μέλος, αλλά βάσει των οικονομιών που πράγματι πραγματοποίησε ο δικαιούχος λόγω του ότι έλαβε την παράνομη ενίσχυση.

70      Έχοντας αντίθετη άποψη, η Επιτροπή αμφισβητεί οποιαδήποτε παραβίαση της εν λόγω αρχής, ισχυριζόμενη, πρώτον, ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε το ύψος των πλεονεκτημάτων που χορηγήθηκαν στην αναιρεσείουσα, αλλά αναφέρθηκε σαφώς στο ύψος της ενισχύσεως όπως αυτό μνημονεύεται στην επίδικη απόφαση. Δεύτερον, θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο ορθώς εφάρμοσε τα κριτήρια που καθορίζονται από τη νομολογία κατά τον υπολογισμό του πλεονεκτήματος που απέκτησε η αναιρεσείουσα συνεπεία του μέτρου 26, καθόσον στηρίχθηκε, στις σκέψεις 196 έως 198 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις οικονομίες που όντως πραγματοποίησε η αναιρεσείουσα χάρη στις μισθολογικές επιχορηγήσεις που έλαβε.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

71      Πρέπει, πρώτον, να τονιστεί ότι, αντίθετα προς όσα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο δεν έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 193 έως 201 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι επιχορηγήσεις που συνιστούσαν το μέτρο 26 πρέπει να θεωρηθούν κρατική ενίσχυση καθ’ όλο το ύψος τους.

72      Αντιθέτως, όπως ορθώς ισχυρίστηκε η Επιτροπή, από την ανάγνωση των εν λόγω σκέψεων προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο, χωρίς να εξετάσει το ύψος των χορηγηθέντων στην αναιρεσείουσα πλεονεκτημάτων, αναφέρθηκε σαφώς στο εν λόγω ύψος, όπως αυτό κατεγράφη από την Επιτροπή στην επίδικη απόφαση και μνημονεύθηκε, εξάλλου, ρητώς στις σκέψεις 18 και 192 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

73      Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, δεν μπορεί λυσιτελώς να υποστηριχθεί ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε την αρχή της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Πρωτοδικείου και της Επιτροπής βαίνοντας πέραν αυτού που το θεσμικό αυτό όργανο είχε αποφασίσει στο πλαίσιο της επίδικης αποφάσεως.

74      Δεύτερον, όσον αφορά την υποτιθέμενη παράβαση της κοινοτικής νομολογίας κατά την οποία το πλεονέκτημα υπολογίζεται με βάση τις οικονομίες που όντως πραγματοποίησε ο δικαιούχος συνεπεία της λήψεως της παράνομης ενισχύσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται πράγματι στην ορθή υπόθεση ότι τα έσοδα που συνίστανται στις επίμαχες επιχορηγήσεις αντιπροσωπεύουν το πλεονέκτημα το οποίο απέκτησε η αναιρεσείουσα.

75      Συγκεκριμένα, πρέπει συναφώς, να τονιστεί ότι, στη σκέψη 196 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι η αναιρεσείουσα «απαλλάχθηκε από το τμήμα των επιβαρύνσεων (μισθολογικό κόστος)» που σχετίζονται με τις εργασίες τις οποίες εκτέλεσε προς ίδιο συμφέρον. Ομοίως, στη σκέψη 198 της εν λόγω αποφάσεως, διαπίστωσε, όπως είχε ισχυριστεί και η Επιτροπή, ότι η αναιρεσείουσα «δεν [είχε] πράγματι [επιβαρυνθεί] με το τμήμα του κόστους που αντιστοιχεί στο ύψος της επιχορηγήσεως που [είχε λάβει]».

76      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

77      Δεδομένου ότι ουδείς από τους λόγους της αναιρέσεως έγινε δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

78      Δυνάμει του άρθρου 122, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, που εφαρμόζεται στην κατ’ αναίρεση διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του ιδίου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Επειδή η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα και η τελευταία αυτή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει την Kahla Thüringen Porzellan GmbH στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.