ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 1ης Δεκεμβρίου 2008 ( *1 )

«Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις — Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ — Άρθρο 27 — Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και διαδικασίες παραδόσεως μεταξύ κρατών μελών — Αρχή της ειδικότητας — Διαδικασία συγκαταθέσεως»

Στην υπόθεση C-388/08 PPU,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Korkein oikeus (Φινλανδία) με απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο αυθημερόν, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά

Artur Leymann,

Aleksei Pustovarov,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, J. N. Cunha Rodrigues, J. Klučka, P. Lindh (εισηγήτρια) και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου της 5ης Σεπτεμβρίου 2008, που περιήλθε στο Δικαστήριο αυθημερόν, να εκδικαστεί η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 104γ του Κανονισμού Διαδικασίας,

έχοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2008 του τρίτου τμήματος να δεχθεί το εν λόγω αίτημα,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Νοεμβρίου 2008,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

o Α. Leymann, εκπροσωπούμενος από τον M. Annala, asianajaja,

ο Α. Pustovarov, εκπροσωπούμενος από τον H. Tuominen, oikeustieteen maisteri,

η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Guimaraes-Purokoski,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. M. Rodríguez Cárcamo,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη C. ten Dam,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους I. Koskinen και R. Troosters, καθώς και την S. Grünheid,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Αντικείμενο της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι η ερμηνεία του άρθρου 27, παράγραφοι 2 έως 4, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 190, σ. 1, στο εξής: απόφαση-πλαίσιο).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά των Α. Leymann και Α. Pustovarov στη Φινλανδία, οι οποίοι κατηγορούνται για διακεκριμένη («törkeä») διακίνηση ναρκωτικών και οι οποίοι παραδόθηκαν στις φινλανδικές αρχές σε εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

3

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει τα εξής:

«Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μπορεί να εκδίδεται για πράξεις που τιμωρούνται από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης του σχετικού εντάλματος […] με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον δώδεκα μηνών […]»

4

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου απαριθμεί 32 παραβάσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, οι οποίες, αν τιμωρούνται στο κράτος μέλος εκδόσεως του σχετικού εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας τουλάχιστον τριών ετών, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, οδηγούν σε παράδοση βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου της πράξεως.

5

Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 4, της αποφάσεως-πλαισίου, μπορεί να πραγματοποιείται έλεγχος του διττού αξιοποίνου της πράξεως όταν πρόκειται για παραβάσεις που δεν περιλαμβάνονται στις απαριθμούμενες στο άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου.

6

Στο άρθρο 3 της αποφάσεως-πλαισίου απαριθμούνται οι λόγοι υποχρεωτικής μη εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

7

Το άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαισίου απαριθμεί τους λόγους προαιρετικής μη εκτελέσεως της αποφάσεως-πλαισίου.

8

Το άρθρο 8 της αποφάσεως-πλαισίου αφορά το περιεχόμενο και τον τύπο του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Οι πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχεία δ’ και ε’, της διατάξεως αυτής είναι οι ακόλουθες:

«δ)

φύση και νομικός χαρακτηρισμός του αδικήματος, ιδίως όσον αφορά το άρθρο 2·

ε)

περιγραφή των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου, του τόπου της τέλεσης και του βαθμού συμμετοχής του καταζητουμένου στην αξιόποινη πράξη.»

9

Το άρθρο 27, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου ορίζει ότι «πρόσωπο το οποίο παραδόθηκε δεν διώκεται, καταδικάζεται ή άλλως πως στερείται της ελευθερίας του για αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα πριν από την παράδοσή του πλην εκείνης [η οποία] προκάλεσε [την παράδοσή του]», εκτός από την περίπτωση για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, δυνάμει της οποίας η συγκατάθεση για μια τέτοια παράδοση μπορεί να τεκμαίρεται, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου 27.

10

Το άρθρο 27, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου ορίζει ότι «η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν ο παραδοθείς, μολονότι είχε τη δυνατότητα να εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο παραδόθηκε, δεν το έπραξε εντός 45 ημερών από την οριστική απαλλαγή του ή επέστρεψε σε αυτό αφού το είχε εγκαταλείψει·

β)

η αξιόποινη πράξη δεν τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας·

γ)

η ποινική διαδικασία δεν συνεπάγεται την εφαρμογή μέτρου περιοριστικού της ελευθερίας του προσώπου·

δ)

όταν στον παραδοθέντα ενδέχεται να επιβληθεί ποινή ή μέτρο που δεν συνεπάγονται στέρηση της ελευθερίας, ιδίως χρηματική ποινή ή υποκατάστατο μέτρο, ακόμη και εάν αυτή η ποινή ή το μέτρο ενδέχεται να περιορίζει την ατομική του ελευθερία·

ε)

όταν ο συλληφθείς συγκατατέθηκε να παραδοθεί, ενδεχομένως συγχρόνως με την παραίτηση από το ευεργέτημα του κανόνα της ειδικότητας, σύμφωνα με το άρθρο 13·

στ)

όταν ο συλληφθείς μετά την παράδοσή του παραιτήθηκε ρητά από το ευεργέτημα του κανόνα της ειδικότητας όσον αφορά συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις προγενέστερης της παράδοσής του […]

ζ)

οσάκις η δικαστική αρχή εκτέλεσης που παρέδωσε τον συλληφθέντα δίδει τη σχετική συγκατάθεσή της σύμφωνα με την παράγραφο 4».

11

Το άρθρο 27, παράγραφος 4, της αποφάσεως-πλαισίου έχει ως ακολούθως:

«Η αίτηση συγκατάθεσης υποβάλλεται στη δικαστική αρχή εκτέλεσης και συνοδεύεται από τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, και από τη μετάφραση που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2. Δίδεται συγκατάθεση όταν για την αξιόποινη πράξη για την οποία ζητείται χωρεί επίσης παράδοση σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο. Η δικαστική αρχή εκτέλεσης αρνείται τη συγκατάθεσή της για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 και μπορεί πέραν αυτού να την αρνηθεί μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 4. Η απόφαση λαμβάνεται το αργότερο 30 ημέρες μετά την παραλαβή της αίτησης.

[…]»

12

Δυνάμει του άρθρου 31, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου, η απόφαση αυτή αντικαθιστά τις αντίστοιχες διατάξεις διαφόρων συμβάσεων που ισχύουν όσον αφορά την έκδοση μεταξύ κρατών μελών, ιδίως την Ευρωπαϊκή Σύμβαση εκδόσεως της 13ης Δεκεμβρίου 1957, τη Σύμβαση η οποία καταρτίστηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση για την απλουστευμένη διαδικασία έκδοσης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που υπογράφηκε στις 10 Μαρτίου 1995 (ΕΕ C 78, σ. 2), και τη Σύμβαση η οποία καταρτίστηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την έκδοση μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που υπογράφηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1996 (ΕΕ C 313, σ. 12, στο εξής: Σύμβαση του 1996).

13

Από την ενημέρωση σχετικά με την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την 1η Μαΐου 1999 (ΕΕ L 114, σ. 56), προκύπτει ότι η Δημοκρατία της Φινλανδίας προέβη σε δήλωση κατά το άρθρο 35, παράγραφος 2, ΕΕ, με την οποία αποδέχθηκε την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται προδικαστικώς σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 35, παράγραφος 3, στοιχείο β’, ΕΕ.

Το εθνικό δίκαιο

14

Κατά το άρθρο 1 του κεφαλαίου 50 του φινλανδικού ποινικού κώδικα (rikoslaki, ως έχει βάσει του νόμου 1304/1993), που ίσχυε κατά την περίοδο των πραγματικών περιστατικών περί των οποίων γίνεται λόγος στο σχετικό κατηγορητήριο, διαπράττει διακίνηση ναρκωτικών, μεταξύ άλλων, όποιος εισάγει ή επιχειρεί να εισαγάγει παράνομα στη χώρα, μεταφέρει, φροντίζει για τη μεταφορά, πωλεί, διαπραγματεύεται, μεταβιβάζει σε τρίτον ή παραδίδει ή επιχειρεί να παραδώσει ή κατέχει ή επιχειρεί να προμηθευτεί ναρκωτικές ουσίες.

15

Δυνάμει του άρθρου 2 του κεφαλαίου 50 του ως άνω κώδικα, το έγκλημα της διακινήσεως ναρκωτικών καθίσταται «διακεκριμένο» σε περίπτωση κατά την οποία, μεταξύ άλλων, αφορά ιδιαίτερα επικίνδυνα ναρκωτικά ή ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών και το έγκλημα είναι σοβαρό, εξεταζόμενο στο σύνολό του. Ο δράστης διακεκριμένης διακινήσεως ναρκωτικών καταδικάζεται σε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους μέχρι δέκα ετών.

16

Ο νόμος περί παραδόσεως μεταξύ της Φινλανδίας και των λοιπών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως [rikoksen johdosta tapahtuvasta luovuttamisesta Suomen ja muiden Euroopan unionin jäsenvaltioiden välillä annettu laki (1286/2003)] αποσκοπεί στη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της αποφάσεως-πλαισίου. Το άρθρο 14 του νόμου αυτού προβλέπει ότι το αίτημα συλλήψεως και παραδόσεως πρέπει να αναφέρει τη φύση και τον νομικό χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξεως, ιδίως όταν πρόκειται για πράξεις για τις οποίες δεν απαιτείται το διπλό αξιόποινο, καθώς και έκθεση των περιστάσεων υπό τις οποίες διαπράχθηκε η πράξη, περιλαμβανομένου του χρόνου, του τόπου και του βαθμού συμμετοχής του ατόμου του οποίου ζητείται η παράδοση.

17

Το άρθρο 58, παράγραφος 1, του νόμου αυτού ορίζει ότι το άτομο που παραδίδεται στη Δημοκρατία της Φινλανδίας από άλλο κράτος μέλος δεν μπορεί να διωχθεί, να καταδικαστεί ή να στερηθεί της ελευθερίας του για έγκλημα που διαπράχθηκε πριν από την παράδοσή του διαφορετικό από εκείνο για το οποίο παραδόθηκε. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει, μεταξύ άλλων, αν η ποινική δίκη δεν συνεπάγεται μέτρο περιοριστικό της ελευθερίας του παραδοθέντος ατόμου ή αν το κράτος μέλος που προέβη στην παράδοση παρέχει τη συγκατάθεσή του για την άρση της απαγορεύσεως αυτής.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

18

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά ποινική δίκη σε βάρος των Α. Leymann και Α. Pustovarov, οι οποίοι κατηγορούνται από τις φινλανδικές αρχές ότι ετέλεσαν διακεκριμένη διακίνηση ναρκωτικών. Διατάχθηκε η προσωρινή κράτηση των ενδιαφερομένων, του μεν Α. Leymann βάσει αποφάσεως του Helsingin käräjäoikeus (πλημμελειοδικείου του Ελσίνκι) της 21ης Μαρτίου 2006, του δε Α. Pustovarov βάσει αποφάσεως του ίδιου δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 2006.

Η ποινική δίκη όσον αφορά τον Α. Leymann

19

Με ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως της 21ης Μαρτίου 2006 ο εισαγγελέας της περιφέρειας του Ελσίνκι ζήτησε από τις πολωνικές δικαστικές αρχές τη σύλληψη και την παράδοση του Α. Leymann που θεωρείται ύποπτος για τη διάπραξη διακεκριμένης διακινήσεως ναρκωτικών μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2005 και 21ης Μαρτίου 2006 προς άσκηση ποινικής διώξεως. Σύμφωνα με το ως άνω ένταλμα συλλήψεως, ο Α. Leymann εισήγαγε παρανόμως στη Φινλανδία, με τη βοήθεια συνεργών, μεγάλη ποσότητα αμφεταμινών, ουσία η οποία θεωρείται ως ιδιαιτέρως επικίνδυνο ναρκωτικό, με σκοπό τη μεταπώλησή της.

20

Στις 28 Ιουνίου 2006 οι πολωνικές δικαστικές αρχές αποφάσισαν να παραδώσουν τον Α. Leymann στη Δημοκρατία της Φινλανδίας βάσει του αιτήματος που περιελάμβανε το ως άνω ένταλμα συλλήψεως.

21

Στις 2 Οκτωβρίου 2006 ο εισαγγελέας της περιφέρειας του Ελσίνκι ζήτησε ενώπιον του Helsingin käräjäoikeus την καταδίκη του Α. Leymann για διακεκριμένη διακίνηση ναρκωτικών διαπραχθείσα μεταξύ 15 και 26 Φεβρουαρίου 2006. Κατά το κατηγορητήριο, ο Α. Leymann, μαζί με τον Α. Pustovarov και άλλα άτομα, εισήγαγε στη Φινλανδία 26 kg χασίς προς μεταπώληση. Ο Α. Leymann παρουσιαζόταν ως εκτελεστικό όργανο, ενώ ο Α. Pustovarov και ένα άλλο άτομο είχαν οργανώσει την παράνομη διακίνηση. Το επίμαχο προϊόν μεταφέρθηκε στην πόλη Kouvola (Φινλανδία) μέσω του λιμένα του Hanko (Φινλανδία), με αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως, για να το παραλάβει στη συνέχεια άλλο άτομο.

22

Ο εισαγγελέας της περιφέρειας του Ελσίνκι δήλωσε ότι έλαβε μια πληροφορία από έναν εκπρόσωπο της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας (Eurojust), προτού το Helsingin käräjäoikeus αρχίσει την εξέταση της υποθέσεως, κατά την οποία δεν ήταν αναγκαίο να ζητηθεί από το κράτος μέλος αυτό η συγκατάθεσή του βάσει του άρθρου 27, παράγραφοι 3, στοιχείο ζ’, και 4, της αποφάσεως-πλαισίου με σκοπό τη δίωξη του Α. Leymann για διακεκριμένη διακίνηση ναρκωτικών συνιστάμενη στην εισαγωγή χασίς, ενώ η παράδοση είχε πραγματοποιηθεί βάσει υποψίας διακινήσεως αμφεταμινών.

23

Στις 7 Νοεμβρίου 2006 το Helsingin käräjäoikeus, ενώπιον του οποίου δεν προβλήθηκε καμία ένσταση όσον αφορά την παράδοση ή την κατηγορία των κατηγορουμένων, κήρυξε ενόχους τους υπόπτους της παραβάσεως, μεταξύ των οποίων τον Α. Leymann, και καταδίκασε τον τελευταίο σε ποινή φυλακίσεως.

24

O Α. Leymann άσκησε έφεση κατά της καταδίκης του ενώπιον του Helsingin hovioikeus (εφετείου του Ελσίνκι), υποστηρίζοντας ότι δεν έπρεπε να διωχθεί για διακεκριμένη διακίνηση ναρκωτικών (χασίς) διαπραχθείσα μεταξύ 15 και 26 Φεβρουαρίου 2006, δεδομένου ότι δεν είχε παραδοθεί στις φινλανδικές δικαστικές αρχές για την εν λόγω αξιόποινη πράξη. Με απόφαση της 16ης Αυγούστου 2007 το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι το Helsingin käräjäoikeus είχε λάβει τη συγκατάθεση των πολωνικών δικαστικών αρχών, μέσω του εκπροσώπου τους στη Eurojust, σχετικά με τη δίωξη του Α. Leymann για την ως άνω αξιόποινη πράξη.

25

Στις 30 Νοεμβρίου 2007 το Helsingin hovioikeus εκδίκασε την υπόθεση επί της ουσίας και καταδίκασε τον Α. Leymann σε ποινή φυλακίσεως τριών ετών και τεσσάρων μηνών. Μολονότι, σύμφωνα με την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, ο Α. Leymann στερήθηκε την ελευθερία του από τη στιγμή της συλλήψεώς του στο πλαίσιο της διαδικασίας παραδόσεως, ο εκπρόσωπός του δήλωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου ότι έχει αφεθεί ελεύθερος υπό όρους από τον Φεβρουάριο του 2008.

Η ποινική δίκη όσον αφορά τον Α. Pustovarov

26

Με ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως της 8ης Μαΐου 2006 ο εισαγγελέας της περιφέρειας του Ελσίνκι ζήτησε από τις ισπανικές δικαστικές αρχές τη σύλληψη και παράδοση του Α. Pustovarov, που εθεωρείτο ύποπτος ότι ετέλεσε διακεκριμένη διακίνηση ναρκωτικών μεταξύ 19 και 25 Φεβρουαρίου 2006. Κατά το εν λόγω ένταλμα συλλήψεως, ο Α. Pustovarov εισήγαγε παρανόμως στη Φινλανδία, με τη βοήθεια συνεργών, μεγάλη ποσότητα αμφεταμινών, που θεωρούνται ως ιδιαίτερα επικίνδυνα ναρκωτικά, με σκοπό τη μεταπώλησή της. Ο ενδιαφερόμενος παρουσιαζόταν ως διοργανωτής της εισαγωγής και της μεταπωλήσεως. Το εν λόγω ένταλμα συλλήψεως αφορούσε επίσης δύο άλλες παραβάσεις διακεκριμένης διακινήσεως ναρκωτικών, που συνίσταντο στην εισαγωγή μεγάλων ποσοτήτων χασίς προς μεταπώληση, εκ των οποίων η μία τελέστηκε μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου του 2005 και η άλλη τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.

27

Στις 20 Ιουνίου 2006 οι ισπανικές δικαστικές αρχές αποφάσισαν να παραδώσουν τον Α. Pustovarov στη Δημοκρατία της Φινλανδίας βάσει του αιτήματος που περιελάμβανε το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως της 8ης Μαΐου 2006.

28

Στις 2 Οκτωβρίου 2006 ο εισαγγελέας της περιφέρειας του Ελσίνκι ζήτησε ενώπιον του Helsingin käräjäoikeus την καταδίκη του Α. Pustovarov για τους αφορώντες τον κατηγορούμενο αυτό λόγους οι οποίοι παρατίθενται στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως.

29

Στις 24 Οκτωβρίου 2006, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η εξέταση της υποθέσεως από το δικαστήριο αυτό, ο ως άνω εισαγγελέας εξέδωσε νέο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, με το οποίο ζήτησε από τις ισπανικές δικαστικές αρχές τη συγκατάθεσή τους προκειμένου να μπορέσει να διωχθεί ο Α. Pustovarov για διακεκριμένη παράβαση διακινήσεως ναρκωτικών τελεσθείσα μεταξύ 19 και 25 Φεβρουαρίου 2006, συνιστάμενη στην εισαγωγή προς μεταπώληση μεγάλης ποσότητας χασίς, και όχι πλέον αμφεταμινών, όπως ανέφερε το αρχικό ένταλμα συλλήψεως.

30

Με απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2006, εκδοθείσα πριν ληφθεί η συγκατάθεση των ισπανικών δικαστικών αρχών επί του δευτέρου εντάλματος συλλήψεως, το Helsingin käräjäoikeus καταδίκασε τον Α. Pustovarov σε ποινή φυλακίσεως επειδή ετέλεσε τις πράξεις που περιγράφονται στο κατηγορητήριο, οι οποίες χαρακτηρίζονταν ως διακεκριμένη διακίνηση ναρκωτικών μεταξύ 15 και 26 Φεβρουαρίου 2006, καθώς και τα δύο άλλα διακεκριμένα ποινικά αδικήματα σχετικά με διακίνηση ναρκωτικών για τα οποία κατηγορείτο.

31

Ο Α. Pustovarov άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Helsingin hovioikeus, υποστηρίζοντας ότι δεν έπρεπε να διωχθεί για διακεκριμένη διακίνηση ναρκωτικών (χασίς) τελεσθείσα μεταξύ 15 και 26 Φεβρουαρίου 2006, δεδομένου ότι δεν είχε παραδοθεί στις φινλανδικές δικαστικές αρχές για την ως άνω αξιόποινη πράξη.

32

Στις 11 Ιουλίου 2007 οι ισπανικές δικαστικές αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους προκειμένου να διωχθεί ο Α. Pustovarov με βάση τα διαλαμβανόμενα στο δεύτερο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως.

33

Το Helsingin hovioikeus θεώρησε ότι η συγκατάθεση των ισπανικών δικαστικών αρχών, μολονότι ελήφθη μετά την απόφαση του Helsingin käräjäoikeus, του παρείχε τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της προσαπτόμενης στον Α. Pustovarov διακεκριμένης διακινήσεως ναρκωτικών που τελέστηκε μεταξύ 15 και 26 Φεβρουαρίου 2006.

34

Στις 30 Νοεμβρίου 2007 το Helsingin hovioikeus δίκασε τον Α. Pustovarov για την εν λόγω αξιόποινη πράξη καθώς και για τις δύο άλλες πράξεις για τις οποίες κατηγορείτο και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως συνολικής διάρκειας πέντε ετών και οκτώ μηνών.

Οι αιτήσεις αναιρέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου

35

Στις 28 Μαΐου 2008 επετράπη στους Α. Leymann και Α. Pustovarov να ασκήσουν αναίρεση ενώπιον του Korkein oikeus (ανωτάτου δικαστηρίου) σχετικά με το αν εμποδίζει η αρχή της ειδικότητας, όπως αυτή περιλαμβάνεται στην εθνική ρύθμιση περί μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο του άρθρου 27, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου, τη δίωξή τους για διακεκριμένη διακίνηση ναρκωτικών, όσον αφορά ποσότητα χασίς, τελεσθείσα μεταξύ 15 και 26 Φεβρουαρίου 2006.

Τα προδικαστικά ερωτήματα

36

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Korkein oikeus αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πώς πρέπει να ερμηνευθεί η έκφραση “αξιόποινη πράξη […] πλην εκείνης [η οποία] προκάλεσε [την παράδοσή του]”, που χρησιμοποιείται στο άρθρο 27, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου και, ειδικότερα, ποια είναι τα αποφασιστικά κριτήρια προκειμένου να προσδιοριστεί αν η περιγραφή των σχετικών πράξεων που αποτελούν τη βάση του κατηγορητηρίου διαφέρει από εκείνη που αποτελεί τη βάση για την έκδοσή του, έτσι ώστε να πρέπει να θεωρηθεί ότι πρόκειται για “άλλη αξιόποινη πράξη”, μη τιμωρούμενη παρά μόνο με τη συγκατάθεση περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 27, παράγραφοι 3, στοιχείο ζ’, και 4;

2)

Έχει το άρθρο 27, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου την έννοια ότι η σχετική με τη συγκατάθεση διαδικασία περί της οποίας γίνεται λόγος στις παραγράφους 3, στοιχείο ζ’, και 4 του ίδιου άρθρου εφαρμόζεται σε περίπτωση στην οποία τόσο το ένταλμα συλλήψεως όσο και το οριστικό κατηγορητήριο [αναφέρονταν] μεν στο έγκλημα της (διακεκριμένης) διακινήσεως ναρκωτικών, αλλά η περιγραφή των πραγματικών περιστατικών στο κατηγορητήριο τροποποιήθηκε στη συνέχεια, έτσι ώστε να αφορά διαφορετική κατηγορία ναρκωτικών έναντι εκείνης που αναφέρει το ένταλμα συλλήψεως;

3)

Πώς πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 27, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου, κατά το οποίο άτομο το οποίο εκδόθηκε δεν διώκεται, καταδικάζεται ή άλλως πως στερείται της ελευθερίας του για άλλη αξιόποινη πράξη, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της σχετικής με τη συγκατάθεση διαδικασίας περί της οποίας γίνεται λόγος στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου και λαμβανομένης υπόψη της διατάξεως του άρθρου 27, παράγραφος 3, στοιχείο γ’, κατά το οποίο ο “κανόνας της ειδικότητας” δεν έχει εφαρμογή όταν η ποινική διαδικασία δεν συνεπάγεται την εφαρμογή μέτρου περιοριστικού της ελευθερίας του ατόμου;

α)

Στις περιπτώσεις τις οποίες αφορά η σχετική με τη συγκατάθεση διαδικασία, πρέπει να ερμηνευθούν οι προαναφερόμενες διατάξεις υπό την έννοια ότι δεν εμποδίζουν τη δίωξη για την επίμαχη αξιόποινη πράξη, τη διεξαγωγή σχετικής δίκης και την έκδοση αποφάσεως πριν υπάρξει σχετική συγκατάθεση, υπό την προϋπόθεση ότι ο κατηγορούμενος δεν διατρέχει τον κίνδυνο να του επιβληθεί στερητική ή περιοριστική της ελευθερίας ποινή;

β)

Τι σημασία έχει το γεγονός ότι η ποινική διαδικασία που συνεπάγεται περιορισμό της ελευθερίας αφορά πολλές αξιόποινες πράξεις, μία από τις οποίες εμπίπτει στη σχετική με τη συγκατάθεση διαδικασία; Πρέπει τότε να ερμηνευθούν οι προαναφερθείσες διατάξεις υπό την έννοια ότι δεν εμποδίζουν τη δίωξη της τελευταίας αυτής αξιόποινης πράξεως, τη διεξαγωγή σχετικής δίκης και την έκδοση αποφάσεως πριν υπάρξει σχετική συγκατάθεση, τούτο δε μάλιστα μολονότι ελήφθη σε βάρος του κατηγορούμενου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μέτρο περιοριστικό της ελευθερίας, αν το μέτρο αυτό δικαιολογείται εκ του νόμου λόγω άλλων κατηγοριών σε βάρος του;»

Επί της επείγουσας διαδικασίας

37

Με έγγραφο της 5ης Σεπτεμβρίου 2008, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυθημερόν, το Korkein oikeus ζήτησε να εκδικαστεί η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα διαδικασία την οποία προβλέπει το άρθρο 104γ του Κανονισμού Διαδικασίας.

38

Το αιτούν δικαστήριο αιτιολόγησε το αίτημα αυτό εκθέτον ότι ο Α. Pustovarov εκτίει τώρα ποινή φυλακίσεως για διάφορες παραβάσεις, μεταξύ των οποίων εκείνη της παράνομης εισαγωγής 26 kg χασίς, η δίκη για την οποία έδωσε αφορμή για την υπό κρίση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως. Ο ενδιαφερόμενος πρέπει να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους στις 18 Μαρτίου 2009. Το ως άνω δικαστήριο εκθέτει ότι, αν το κατηγορητήριο σχετικά με την παράβαση αυτή είναι ανίσχυρο, θα μειωθεί η διάρκεια της ποινής που επιβλήθηκε στον Α. Pustovarov και αυτός θα αφεθεί ελεύθερος ενωρίτερα.

39

Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το τρίτο τμήμα του Δικαστηρίου, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να δεχθεί το αίτημα του εθνικού δικαστηρίου να εκδικάσει την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα διαδικασία.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

40

Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο είναι εν προκειμένω αρμόδιο να αποφανθεί επί της ερμηνείας της αποφάσεως-πλαισίου δυνάμει του άρθρου 35 ΕΕ.

Επί του πρώτου ερωτήματος

41

Με το πρώτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, βάσει ποιων κριτηρίων μπορεί να προσδιοριστεί αν το παραδιδόμενο άτομο διώκεται για άλλη αξιόποινη πράξη πλην εκείνης η οποία προκάλεσε την παράδοσή του, υπό την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου, οπότε απαιτείται η εφαρμογή της διαδικασίας συγκαταθέσεως περί της οποίας γίνεται λόγος στο ως άνω άρθρο 27, παράγραφοι 3, στοιχείο ζ’, και 4.

42

Όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως-πλαισίου και από την πέμπτη, την έκτη, την έβδομη και την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της, σκοπός της αποφάσεως αυτής είναι η αντικατάσταση του πολυμερούς συστήματος εκδόσεως μεταξύ των κρατών μελών από ένα σύστημα παραδόσεως, μεταξύ δικαστικών αρχών, των ατόμων που έχουν καταδικαστεί για αξιόποινη πράξη ή θεωρούνται ύποπτα για την τέλεσή της, με σκοπό την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων ή την άσκηση διώξεως, σύστημα το οποίο βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως. Η απόφαση-πλαίσιο αποσκοπεί ιδίως στο να διευκολύνει και να επιταχύνει τη δικαστική συνεργασία (βλ. απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, C-303/05, Advocaten voor de Wereld, Συλλογή 2007, σ. I-3633, σκέψη 28).

43

Το άρθρο 27, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει τον κανόνα της ειδικότητας, σύμφωνα με τον οποίο ένα άτομο που παραδίδεται δεν μπορεί να διωχθεί, να καταδικαστεί ή να στερηθεί την ελευθερία του για αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα πριν από την παράδοσή του διαφορετική από εκείνη η οποία προκάλεσε την παράδοση αυτή.

44

Ο κανόνας αυτός συνδέεται με την κυριαρχία του κράτους μέλους εκτελέσεως και παρέχει στο καταζητούμενο άτομο το δικαίωμα να μη διωχθεί, να μην καταδικαστεί ή να μη στερηθεί την ελευθερία του παρά μόνο για την αξιόποινη πράξη που προκάλεσε την παράδοσή του.

45

Τα κράτη μέλη μπορούν να παραιτούνται από την εφαρμογή του κανόνα της ειδικότητας, σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου. Πάντως, ο εν λόγω κανόνας περιλαμβάνει πολλές εξαιρέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου.

46

Προκειμένου να εκτιμηθεί το περιεχόμενο του άρθρου 27, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου και, ειδικότερα, των όρων «αξιόποινη πράξη […] πλην εκείνης» η οποία προκάλεσε την παράδοσή του πρέπει να ληφθεί υπόψη ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η απόφαση-πλαίσιο.

47

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου υπογραμμίζει ότι ο σκοπός που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να αποτελέσει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης συνεπάγεται την κατάργηση της εκδόσεως μεταξύ κρατών μελών και την αντικατάστασή της με ένα σύστημα παραδόσεως μεταξύ δικαστικών αρχών.

48

Η ίδια αιτιολογική σκέψη προσθέτει ότι οι κλασικές σχέσεις συνεργασίας που υφίστανται μέχρι σήμερα μεταξύ κρατών μελών πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε ένα σύστημα ελεύθερης κυκλοφορίας τόσο των οριστικών ποινικών αποφάσεων όσο και εκείνων που εκδίδονται σε προ της επιβολής ποινής διαδικαστικό στάδιο.

49

Η έκτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου εκθέτει ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως αποτελεί την πρώτη περίπτωση συγκεκριμένης εφαρμογής, στον τομέα του ποινικού δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, την οποία το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχει χαρακτηρίσει ως «ακρογωνιαίο λίθο» της δικαστικής συνεργασίας.

50

Κατά τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου, η εφαρμογή του μηχανισμού του εντάλματος συλλήψεως απαιτεί υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών.

51

Η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, που διέπει την οικονομία της αποφάσεως-πλαισίου, συνεπάγεται επίσης, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, αυτής, ότι τα κράτη μέλη καταρχήν υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως. Πράγματι, τα κράτη αυτά οφείλουν ή μπορούν να αρνούνται την εκτέλεση τέτοιου εντάλματος μόνο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται στα άρθρα 3 και 4 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου.

52

Για να αποφασίσουν σχετικά με την παράδοση καταζητούμενου ατόμου προκειμένου αυτό να διωχθεί για αξιόποινη πράξη προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία που ισχύει εντός του κράτους μέλους το οποίο εκδίδει το οικείο ένταλμα συλλήψεως, οι δικαστικές αρχές του κράτους μέλους εκτελέσεως, στηριζόμενες στις διατάξεις του άρθρου 2 της αποφάσεως-πλαισίου, εξετάζουν την περιγραφή της αξιόποινης πράξεως που περιέχει το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως. Σύμφωνα με το σχετικό υπόδειγμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της αποφάσεως-πλαισίου, η περιγραφή αυτή πρέπει να περιλαμβάνει τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο άρθρο 8 της αποφάσεως αυτής, ήτοι, ιδίως, τη φύση και τον νομικό χαρακτηρισμό του ποινικού αδικήματος, περιγραφή των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, περιλαμβανομένου του χρόνου, του τόπου τελέσεως και του βαθμού συμμετοχής του καταζητουμένου για την αξιόποινη πράξη, καθώς και την κλίμακα ποινών που προβλέπεται για την οικεία αξιόποινη πράξη.

53

Όπως υποστήριξε η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της, το αίτημα παραδόσεως στηρίζεται σε πληροφορίες που εκθέτουν την κατάσταση των οικείων ερευνών κατά τον χρόνο εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Επομένως, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας είναι δυνατόν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το αρμόδιο δικαστήριο να μην αντιστοιχούν πλέον ως προς όλα τα σημεία προς την αρχική περιγραφή. Οι συλλεγόμενες αποδείξεις μπορούν να οδηγήσουν σε περαιτέρω διευκρίνιση ή ακόμα και σε τροποποίηση των στοιχείων που συνθέτουν την αξιόποινη πράξη τα οποία είχαν δικαιολογήσει αρχικά την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

54

Οι όροι «διώκεται», «καταδικάζεται» ή «στερείται της ελευθερίας» που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 27, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου αποτελούν ένδειξη ότι η έννοια της άλλης «αξιόποινης πράξεως πλην εκείνης» η οποία προκάλεσε την παράδοση πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας και με βάση κάθε διαδικαστική πράξη ικανή να τροποποιήσει τον νομικό χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξεως.

55

Λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης υπάρξεως συγκαταθέσεως, για να εκτιμηθεί αν μια διαδικαστική πράξη οδηγεί σε άλλη αξιόποινη πράξη πλην εκείνης που περιλαμβάνει το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως πρέπει να γίνεται σύγκριση της περιγραφής της αξιόποινης πράξεως στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως από εκείνη που περιλαμβάνεται στη μεταγενέστερη διαδικαστική πράξη.

56

Το να απαιτείται η συγκατάθεση του κράτους μέλους εκτελέσεως για κάθε μεταβολή της περιγραφής των πραγματικών περιστατικών υπερβαίνει τα όρια του κανόνα της ειδικότητας και αντιβαίνει προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ο οποίος είναι η επιτάχυνση και η διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών, όπως προβλέπει η απόφαση-πλαίσιο.

57

Για να προσδιοριστεί αν πρόκειται ή όχι για άλλη παράβαση πλην εκείνης η οποία προκάλεσε την παράδοση, πρέπει να εξακριβώνεται αν τα στοιχεία που συνθέτουν την αξιόποινη πράξη, σύμφωνα με τη νομική περιγραφή της εντός του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, είναι εκείνα για τα οποία παραδόθηκε ο καταζητούμενος και αν υπάρχει επαρκής αντιστοιχία μεταξύ των περιλαμβανομένων στο ένταλμα συλλήψεως στοιχείων και εκείνων της μεταγενέστερης διαδικαστικής πράξεως. Μεταβολές όσον αφορά τον χρόνο και τον τόπο είναι αποδεκτές, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι απορρέουν από στοιχεία συλλεγέντα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που κινήθηκε εντός του κράτους εκδόσεως του εντάλματος σχετικά με τις πράξεις που περιγράφονται στο ένταλμα συλλήψεως, ότι δεν αλλοιώνουν τη φύση της αξιόποινης πράξεως και ότι δεν συνεπάγονται λόγο μη εκτελέσεως βάσει των άρθρων 3 και 4 της αποφάσεως-πλαισίου.

58

Εναπόκειται στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει, με γνώμονα τα παρατιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη κριτήρια, αν η αξιόποινη πράξη που περιγράφεται στο κατηγορητήριο αποτελεί διαφορετική αξιόποινη πράξη από εκείνη περί της οποίας γίνεται λόγος στα εντάλματα συλλήψεως κατά των Α. Leymann και Α. Pustovarov.

59

Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, προκειμένου να προσδιοριστεί αν πρόκειται για άλλη αξιόποινη πράξη «πλην εκείνης» η οποία προκάλεσε την παράδοση, υπό την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου, ώστε να απαιτείται η εφαρμογή της διαδικασίας συγκαταθέσεως περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 27, παράγραφοι 3, στοιχείο ζ’, και 4, της αποφάσεως-πλαισίου, πρέπει να εξακριβωθεί αν τα στοιχεία που συνθέτουν την αξιόποινη πράξη, σύμφωνα με τη νομική περιγραφή της εντός του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, είναι εκείνα για τα οποία παραδόθηκε ο καταζητούμενος και αν υπάρχει επαρκής αντιστοιχία μεταξύ των περιλαμβανομένων στο ένταλμα συλλήψεως στοιχείων και εκείνων της μεταγενέστερης διαδικαστικής πράξεως. Μεταβολές όσον αφορά τον χρόνο και τον τόπο είναι αποδεκτές, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι απορρέουν από στοιχεία συλλεγέντα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που κινήθηκε εντός του κράτους εκδόσεως του εντάλματος σχετικά με τις πράξεις που περιγράφονται στο ένταλμα συλλήψεως, ότι δεν αλλοιώνουν τη φύση της αξιόποινης πράξεως και ότι δεν συνεπάγονται λόγο μη εκτελέσεως βάσει των άρθρων 3 και 4 της αποφάσεως-πλαισίου.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

60

Με το δεύτερο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν μια μεταβολή της περιγραφής της αξιόποινης πράξεως που αφορά αποκλειστικά την επίμαχη κατηγορία ναρκωτικών, χωρίς τροποποίηση του νομικού χαρακτηρισμού της πράξεως, είναι ικανή να προσδιορίσει άλλη αξιόποινη πράξη πλην εκείνης η οποία προκάλεσε την παράδοση, υπό την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου, και να καταστήσει αναγκαία την προσφυγή στη διαδικασία συγκαταθέσεως περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 27, παράγραφοι 3, στοιχείο ζ’, και 4, αυτής.

61

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, το κατηγορητήριο αφορά εισαγωγή χασίς, ενώ τα εντάλματα συλλήψεως αφορούν εισαγωγή αμφεταμινών.

62

Εντούτοις, και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και εμπίπτει στην κατηγορία «Παράνομη διακίνηση ναρκωτικών» περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου.

63

Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σε περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, μεταβολή στην περιγραφή της παραβάσεως, που αφορά την κατηγορία ναρκωτικών, δεν είναι ικανή από μόνη της να προσδιορίσει μιαν άλλη παράβαση πλην εκείνης η οποία προκάλεσε την παράδοση, υπό την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου.

Επί του τρίτου ερωτήματος

64

Με το τρίτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, πώς πρέπει να ερμηνευθεί η εξαίρεση από τον κανόνα της ειδικότητας που περιλαμβάνεται στο άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο γ’, της αποφάσεως-πλαισίου, λαμβανομένης υπόψη της διαδικασίας συγκαταθέσεως περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 27, παράγραφος 4, της αποφάσεως-πλαισίου. Ερωτά ειδικότερα αν οι διατάξεις αυτές επιτρέπουν τη δίωξη και την καταδίκη ατόμου για άλλη αξιόποινη πράξη από αυτή που προκάλεσε την έκδοσή του, οπότε απαιτείται η συγκατάθεση του κράτους μέλους εκτελέσεως, πριν ληφθεί η συγκατάθεση αυτή, όταν το άτομο αυτό δεν διατρέχει τον κίνδυνο να του επιβληθεί μέτρο περιοριστικό της ελευθερίας. Ερωτά, επίσης, αν το γεγονός ότι, κατά τα λοιπά, το εν λόγω άτομο κρατείται για άλλες κατηγορίες που δικαιολογούν κατά νόμο την κράτησή του ασκεί επιρροή επί της δυνατότητας διώξεως και καταδίκης του για την ως άνω «άλλη αξιόποινη πράξη».

65

Εισαγωγικώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το τρίτο ερώτημα αφορά περίπτωση που ανακύπτει μόνον αν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές επιλαμβάνονται άλλης αξιόποινης πράξεως σε σχέση με αυτήν που προκάλεσε την παράδοση, διότι, εξ ορισμού, οι εξαιρέσεις από τον κανόνα της ειδικότητας έχουν εφαρμογή μόνο στην περίπτωση αυτή.

66

Για να προσδιοριστεί το ακριβές περιεχόμενο του άρθρου 27, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο, την οικονομία και τον σκοπό της αποφάσεως-πλαισίου.

67

Οι εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 27, παράγραφοι 1 και 3, στοιχεία α’ έως ζ’, της αποφάσεως-πλαισίου επαναλαμβάνουν τις εξαιρέσεις οι οποίες περιλαμβάνονταν στις προγενέστερες συμβάσεις περί εκδόσεως, ιδίως εκείνες που απαριθμούνται στη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1996, για την έκδοση μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εξαιρέσεις τις οποίες προβλέπει το ως άνω άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχεία β’ έως δ’, αντιστοιχούν στις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχεία α’ έως γ’, της εν λόγω συμβάσεως.

68

Οι εξαιρέσεις αυτές στηρίζονται σε διάφορους λόγους. Οι εξαιρέσεις που παρατίθενται στο άρθρο 27, παράγραφοι 1 και 3, στοιχεία ε’ έως ζ’, στηρίζονται στη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων κρατών μελών, ή στη συγκατάθεση των δικαστικών αρχών του κράτους μέλους εκτελέσεως, ή ακόμη σ’ εκείνη του ίδιου του ατόμου το οποίο αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως. Οι εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχεία β’ και δ’, αφορούν τις επιβλητέες ποινές ή τα επιβαλλόμενα μέτρα. Η σύμφωνα με την παράγραφο 3, στοιχείο γ’, εξαίρεση αφορά την ποινική διαδικασία.

69

Οι εξαιρέσεις οι οποίες στηρίζονται στη συγκατάθεση εφαρμόζονται ανεξάρτητα από την ακολουθούμενη διαδικασία και από τη φύση της επαπειλούμενης ποινής.

70

Οι εξαιρέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχεία β’ έως δ’, της αποφάσεως-πλαισίου περιλαμβάνουν επίσης διαφορετικά καθεστώτα. Έτσι, η εξαίρεση που περιλαμβάνεται στο άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο β’, αφορά καταστάσεις όπου η οικεία αξιόποινη πράξη δεν τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή άλλο σχετικό μέτρο έχον τέτοιο αποτέλεσμα. Η εξαίρεση που περιλαμβάνεται στο άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο γ’, αφορά τις καταστάσεις στις οποίες η ποινική διαδικασία, σύμφωνα με τον νόμο ή την εκτίμηση της δικαστικής αρχής, δεν οδηγεί στη λήψη μέτρου περιοριστικού της ατομικής ελευθερίας του ενδιαφερομένου. Το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο δ’, της αποφάσεως πλαισίου αφορά καταστάσεις στις οποίες η ποινική διαδικασία συνεπάγεται την επιβολή ποινής ή την εφαρμογή μέτρου που δεν συνεπάγονται στέρηση της ελευθερίας του ενδιαφερομένου, έστω και αν η ποινή ή το μέτρο αυτό ενδέχεται να περιορίσουν την ατομική ελευθερία του. Η τελευταία αυτή περίπτωση καλύπτει τις περιπτώσεις στις οποίες επιβάλλονται χρηματικές ποινές ή άλλα μέτρα, όπως εργασία προς το κοινό συμφέρον, ή ακόμη επιβάλλονται υποχρεώσεις προς πράξη ή παράλειψη, όπως, για παράδειγμα, η απαγόρευση μεταβάσεως σε ορισμένα μέρη ή η απαγόρευση αποχωρήσεως από το οικείο κράτος μέλος.

71

Όταν η διαδικασία οδηγεί στη διαπίστωση άλλης αξιόποινης πράξεως από εκείνη που προκάλεσε την παράδοση, δεν χωρεί δίωξη της εν λόγω αξιόποινης πράξεως χωρίς σχετική συγκατάθεση, εκτός των περιπτώσεων εφαρμογής των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχεία α’ έως στ’.

72

Η εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο γ’, της αποφάσεως πλαισίου αφορά μια κατάσταση όπου η ποινική διαδικασία δεν οδηγεί σε επιβολή μέτρου περιοριστικού της ατομικής ελευθερίας.

73

Επομένως, στο πλαίσιο της εξαιρέσεως αυτής, ένα άτομο μπορεί να διωχθεί και να καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη πλην εκείνης που προκάλεσε την παράδοσή του, για την οποία προβλέπεται στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στη διαδικασία συγκαταθέσεως, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι κανένα στερητικό της ελευθερίας μέτρο δεν λαμβάνεται κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Εντούτοις, αν ο ενδιαφερόμενος καταδικάζεται, μετά την ολοκλήρωση του σταδίου της αποφάσεως, σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο, η συγκατάθεση είναι απαραίτητη για την εκτέλεση της εν λόγω ποινής.

74

Η ερμηνεία αυτή υπενθυμίζει εξάλλου τις διατάξεις του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της Συμβάσεως του 1996, όπως προκύπτει από την επεξηγηματική έκθεση της εν λόγω Συμβάσεως, που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 26 Μαΐου 1997 (ΕΕ 1997, C 191, σ. 13). Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, το αιτούν κράτος μέλος μπορεί να ασκήσει δίωξη ή να συνεχίσει διαδικασία διώξεως και να δικάσει κάποιο άτομο για πράξη διαφορετική από εκείνη που προκάλεσε την έκδοσή του, ακόμα και αν για την οικεία αξιόποινη πράξη προβλέπεται περιοριστική της ατομικής ελευθερίας ποινή, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος δεν υφίσταται περιορισμό της ατομικής ελευθερίας ούτε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αλλ’ ούτε και εξαιτίας αυτής. Έτσι, κατά την εν λόγω έκθεση, αν ο ενδιαφερόμενος καταδικάζεται σε ποινή ή σε μέτρο που προβλέπουν περιορισμό της ελευθερίας, η καταδικαστική αυτή απόφαση δεν μπορεί να εκτελεστεί αν το αιτούν κράτος μέλος λάβει τη συγκατάθεση είτε του ενδιαφερομένου είτε του κράτους μέλους από το οποίο ζητείται η έκδοση.

75

Εντούτοις, το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο γ’, της αποφάσεως-πλαισίου δεν εμποδίζει τη λήψη μέτρου στερητικού της ελευθερίας σε βάρος του παραδιδόμενου ατόμου πριν υπάρξει συγκατάθεση, όταν ο εν λόγω περιορισμός δικαιολογείται εκ του νόμου από άλλες κατηγορίες που τον βαρύνουν και οι οποίες περιλαμβάνονται στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως.

76

Επομένως, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο γ’, της αποφάσεως-πλαισίου έχει την έννοια ότι, όταν πρόκειται για αξιόποινη πράξη διαφορετική από εκείνη που προκάλεσε την παράδοση, απαιτείται η κατά το άρθρο 27, παράγραφος 4, της αποφάσεως-πλαισίου συγκατάθεση αν πρέπει να εκτελεστεί στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο. Ο παραδιδόμενος μπορεί να διωχθεί και να καταδικαστεί για μια τέτοια αξιόποινη πράξη πριν ληφθεί η εν λόγω συγκατάθεση, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι δεν λαμβάνεται κανένα στερητικό της ελευθερίας μέτρο κατά τη διάρκεια του αφορώντος την παράβαση αυτή σταδίου της διώξεως ή της εκδικάσεως της υποθέσεως. Η εξαίρεση περί της οποίας γίνεται λόγος στο ως άνω άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο γ’, δεν εμποδίζει, ωστόσο, τη λήψη μέτρου στερητικού της ελευθερίας σε βάρος του παραδιδόμενου ατόμου πριν υπάρξει συγκατάθεση, όταν το εν λόγω μέτρο δικαιολογείται εκ του νόμου από άλλες κατηγορίες που τον βαρύνουν και οι οποίες περιλαμβάνονται στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

77

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Προκειμένου να προσδιοριστεί αν πρόκειται για άλλη αξιόποινη πράξη «πλην εκείνης» η οποία προκάλεσε την παράδοση, υπό την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, ώστε να απαιτείται η εφαρμογή της διαδικασίας συγκαταθέσεως περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 27, παράγραφοι 3, στοιχείο ζ’, και 4, της αποφάσεως-πλαισίου, πρέπει να εξακριβωθεί αν τα στοιχεία που συνθέτουν την αξιόποινη πράξη, σύμφωνα με τη νομική περιγραφή της εντός του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, είναι εκείνα για τα οποία παραδόθηκε ο καταζητούμενος και αν υπάρχει επαρκής αντιστοιχία μεταξύ των περιλαμβανομένων στο ένταλμα συλλήψεως στοιχείων και εκείνων της μεταγενέστερης διαδικαστικής πράξεως. Μεταβολές όσον αφορά τον χρόνο και τον τόπο είναι αποδεκτές, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι απορρέουν από στοιχεία συλλεγέντα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που κινήθηκε εντός του κράτους εκδόσεως του εντάλματος σχετικά με τις πράξεις που περιγράφονται στο ένταλμα συλλήψεως, ότι δεν αλλοιώνουν τη φύση της αξιόποινης πράξεως και ότι δεν συνεπάγονται λόγο μη εκτελέσεως βάσει των άρθρων 3 και 4 της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου.

 

2)

Σε περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, μεταβολή στην περιγραφή της παραβάσεως, που αφορά την κατηγορία ναρκωτικών, δεν είναι ικανή από μόνη της να προσδιορίσει μιαν άλλη παράβαση πλην εκείνης η οποία προκάλεσε την παράδοση, υπό την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

 

3)

Η εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο γ’, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι, όταν πρόκειται για αξιόποινη πράξη διαφορετική από εκείνη που προκάλεσε την παράδοση, απαιτείται η κατά το άρθρο 27, παράγραφος 4, της αποφάσεως-πλαισίου συγκατάθεση αν πρέπει να εκτελεστεί στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο. Ο παραδιδόμενος μπορεί να διωχθεί και να καταδικαστεί για μια τέτοια αξιόποινη πράξη πριν ληφθεί η εν λόγω συγκατάθεση, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι δεν λαμβάνεται κανένα στερητικό της ελευθερίας μέτρο κατά τη διάρκεια του αφορώντος την παράβαση αυτή σταδίου της διώξεως ή της εκδικάσεως της υποθέσεως. Η εξαίρεση περί της οποίας γίνεται λόγος στο ως άνω άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο γ’, δεν εμποδίζει, ωστόσο, τη λήψη μέτρου στερητικού της ελευθερίας σε βάρος του παραδιδόμενου ατόμου πριν υπάρξει συγκατάθεση, όταν το εν λόγω μέτρο δικαιολογείται εκ του νόμου από άλλες κατηγορίες που τον βαρύνουν και οι οποίες περιλαμβάνονται στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική.