Υπόθεση C-264/08

Belgische Staat

κατά

Direct Parcel Distribution Belgium NV

(αίτηση του Hof van Cassatie για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας — Τελωνειακή οφειλή — Ποσό των δασμών — Άρθρα 217 και 221 — Ίδιοι πόροι των Κοινοτήτων — Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 1150/2000 — Άρθρο 6 — Απαίτηση βεβαιώσεως του ποσού των δασμών πριν από τη γνωστοποίησή του στον οφειλέτη — Έννοια του όρου “νομίμως οφειλόμενο” ποσό»

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 28ης Ιανουαρίου 2010   I ‐ 736

Περίληψη της αποφάσεως

  1. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών

    (Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρα 217 § 1 και 221 § 1)

  2. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών

    (Κανονισμοί του Συμβουλίου 2913/92, άρθρα 217 § 1 και 221 § 1, και 1150/2000, άρθρο 6)

  3. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών – Απαίτηση βεβαιώσεως του ποσού των δασμών πριν από τη γνωστοποίηση στον οφειλέτη

    (Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρο 221 § 1)

  4. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών – Απαίτηση βεβαιώσεως του ποσού των δασμών πριν από τη γνωστοποίηση στον οφειλέτη

    (Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρο 217)

  5. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Επιστροφή ή διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών – Απαίτηση βεβαιώσεως του ποσού των δασμών πριν από τη γνωστοποίηση στον οφειλέτη

    (Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρα 217 § 1 και 221 § 1)

  6. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Επιστροφή ή διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών – Απαίτηση βεβαιώσεως του ποσού των δασμών πριν από τη γνωστοποίηση στον οφειλέτη

    (Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρα 221 §§ 1 και 3 και 236 § 1, εδ. 1)

  1.  Το άρθρο 221, παράγραφος 1, του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, έχει την έννοια ότι η «βεβαίωση» του ποσού των εισπρακτέων δασμών στην οποία αναφέρεται το άρθρο αυτό συνιστά τη «βεβαίωση» του εν λόγω ποσού, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 217, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

    (βλ. σκέψη 17, διατακτ. 1)

  2.  Η κατά την έννοια του άρθρου 217, παράγραφος 1, του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, «βεβαίωση» πρέπει να διακρίνεται από την εγγραφή των βεβαιωθεισών απαιτήσεων στους λογαριασμούς των ιδίων πόρων κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 1150/2000, για την εφαρμογή της αποφάσεως 94/728 για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων. Καθόσον το άρθρο 217 του κανονισμού 2913/92 δεν προβλέπει πρακτικές λεπτομέρειες για τη «βεβαίωση» κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, ούτε, κατά συνέπεια, τεχνικές ή τυπικές ελάχιστες απαιτήσεις, η ως άνω βεβαίωση, η οποία μπορεί να γίνει με την εγγραφή του ποσού σε έκθεση με την οποία διαπιστώνεται τελωνειακή παράβαση, πρέπει να πραγματοποιείται κατά τρόπον ώστε οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές να εγγράφουν το ακριβές ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που απορρέει από τελωνειακή οφειλή στα λογιστικά βιβλία ή σε οποιοδήποτε άλλο υπόθεμα επέχει θέση τέτοιων βιβλίων, προκειμένου να καθίσταται δυνατό, ιδίως, να αποδειχθεί η βεβαίωση των εν λόγω ποσών κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο και έναντι του οφειλέτη.

    (βλ. σκέψεις 18-20, 22-25, διατακτ. 2)

  3.  Το άρθρο 221, παράγραφος 1, του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, έχει την έννοια ότι η γνωστοποίηση από τις τελωνειακές αρχές, με την κατάλληλη διαδικασία, στον οφειλέτη του ποσού των καταβλητέων εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών είναι έγκυρη μόνον αν το ποσό των δασμών αυτών έχει προηγουμένως βεβαιωθεί από τις εν λόγω αρχές. Ειδικότερα, η χρονική αυτή σειρά των πράξεων της βεβαιώσεως και της γνωστοποιήσεως του ποσού των δασμών πρέπει να τηρείται, καθόσον, άλλως, προκαλείται διαφορετική μεταχείριση των οφειλετών και πλήττεται η εύρυθμη λειτουργία της τελωνειακής ενώσεως.

    Επιπλέον, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να θεσπίσουν ειδικούς διαδικαστικούς κανόνες όσον αφορά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία πρέπει να γίνει η γνωστοποίηση στον οφειλέτη του ποσού των εν λόγω δασμών εφόσον μπορούν να εφαρμοστούν για την ως άνω γνωστοποίηση οι εσωτερικοί διαδικαστικοί κανόνες γενικής εφαρμογής που εξασφαλίζουν στον οφειλέτη προσήκουσα πληροφόρηση και του παρέχουν τη δυνατότητα, έχοντας πλήρη γνώση της υποθέσεως, να προασπίσει τα δικαιώματά του.

    (βλ. σκέψεις 26-30, διατακτ. 3)

  4.  Το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει στο εθνικό δικαστήριο να στηριχθεί σε τεκμήριο, συνιστάμενο στη δήλωση των τελωνειακών αρχών ότι η «βεβαίωση» του ποσού των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών κατά την έννοια του άρθρου 217 του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, έλαβε χώρα πριν από τη γνωστοποίησή του στον οφειλέτη, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας.

    Ειδικότερα, όταν σε συγκεκριμένο τομέα δεν υπάρχει κοινοτική ρύθμιση, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίσει τους διαδικαστικούς κανόνες για την άσκηση των μέσων παροχής ενδίκου προστασίας που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που αντλούν οι ιδιώτες από το άμεσο αποτέλεσμα του κοινοτικού δικαίου, υπό την προϋπόθεση ότι, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της ισοδυναμίας, οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοια μέσα παροχής ενδίκου προστασίας της εσωτερικής έννομης τάξης και ότι, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της αποτελεσματικότητας, δεν καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η κοινοτική έννομη τάξη. Τα ανωτέρω ισχύουν και σε ό, τι αφορά, ειδικότερα, τους κανόνες περί αποδείξεως, ιδίως τους κανόνες κατανομής του βάρους αποδείξεως, που εφαρμόζονται στα μέσα παροχής ενδίκου προστασίας τα οποία αφορούν διαφορές σχετικές με παραβίαση του κοινοτικού δικαίου.

    Έτσι, αν σε ορισμένη υπόθεση το εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι το γεγονός ότι ο οφειλέτης της τελωνειακής οφειλής φέρει το βάρος αποδείξεως της μη βεβαιώσεώς της μπορεί να καταστήσει τη διεξαγωγή της αποδείξεως αυτής αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή, ιδίως λόγω του ότι αφορά στοιχεία τα οποία ο οφειλέτης δεν μπορεί να διαθέτει, υποχρεούται, προκειμένου να τηρήσει την αρχή της αποτελεσματικότητας, να χρησιμοποιήσει όλα τα δικονομικά μέσα που του παρέχει το εθνικό δίκαιο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η διαταγή διεξαγωγής των αναγκαίων αποδείξεων, συμπεριλαμβανομένης της προσκομίσεως από διάδικο ή τρίτον μιας πράξεως ή ενός στοιχείου.

    (βλ. σκέψεις 32-36, διατακτ. 4)

  5.  Το άρθρο 221, παράγραφος 1, του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, έχει την έννοια ότι της γνωστοποιήσεως του ποσού των εισπρακτέων δασμών πρέπει να προηγείται βεβαίωση του ποσού αυτού από τις τελωνειακές αρχές του οικείου κράτους μέλους και ότι, ελλείψει βεβαιώσεως σύμφωνα με το άρθρο 217, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού, το εν λόγω ποσό δεν μπορεί να εισπραχθεί από τις ως άνω αρχές, οι οποίες όμως έχουν πάντα τη δυνατότητα να προβούν σε νέα γνωστοποίησή του, τηρώντας τις προϋποθέσεις του άρθρου 221, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού και τους κανόνες παραγραφής που ίσχυαν κατά την ημερομηνία γενέσεως της τελωνειακής οφειλής.

    (βλ. σκέψεις 37-39, διατακτ. 5)

  6.  Καίτοι το ποσό των εισαγωγικών ή των εξαγωγικών δασμών εξακολουθεί να «οφείλεται νομίμως», κατά την έννοια του άρθρου 236, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, έστω και αν το ποσό αυτό γνωστοποιήθηκε στον οφειλέτη χωρίς να έχει προηγουμένως βεβαιωθεί σύμφωνα με το άρθρο 221, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού, εντούτοις, αν η γνωστοποίηση δεν είναι πλέον δυνατή λόγω παρόδου της προθεσμίας του άρθρου 221, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, ο εν λόγω υπόχρεος πρέπει καταρχήν να μπορεί να επιτύχει την επιστροφή του ποσού αυτού από το κράτος μέλος που το εισέπραξε.

    Ελλείψει κοινοτικής ρυθμίσεως για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίσει τους διαδικαστικούς κανόνες ασκήσεως των μέσων παροχής ενδίκου προστασίας που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοια μέσα παροχής ενδίκου προστασίας της εσωτερικής έννομης τάξεως (αρχή της ισοδυναμίας) και, αφετέρου, ότι δεν καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας).

    (βλ. σκέψεις 40-47, διατακτ. 6)