Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Περιορισμοί – Φορολογική νομοθεσία – Φόρος μεταβιβάσεως ακινήτων

(Άρθρο 56 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 40)

Περίληψη

Δεν παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 18 ΕΚ, 43 ΕΚ και 56 ΕΚ, καθώς και από τα άρθρα 31 και 40 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), κράτος μέλος που διατηρεί σε ισχύ νομοθεσία κατά την οποία, για τον υπολογισμό ενός φορολογικού πλεονεκτήματος για την αγορά ακινήτου προοριζόμενου για νέα κύρια κατοικία, το ποσό του φόρου καταχωρίσεως που καταβλήθηκε κατά την αγορά προηγούμενης κύριας κατοικίας λαμβάνεται υπόψη μόνον αν η κατοικία αυτή βρισκόταν εντός συγκεκριμένης περιφέρειας του κράτους αυτού και όχι αν βρισκόταν σε άλλο κράτος μέλος ή σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών.

Βεβαίως, μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση συνιστά περιορισμό υπό την έννοια του άρθρου 56 ΕΚ εφόσον, αποκλείοντας από το ευεργέτημα του φορολογικού πλεονεκτήματος τους υπηκόους κρατών μελών άλλων πλην του οικείου κράτους μέλους που αλλάζουν τον τόπο της κύριας κατοικίας τους από άλλο κράτος μέλος προς το έδαφος περιφέρειας του οικείου κράτους μέλους και χρησιμοποιούν τα χρήματα που έλαβαν από την πώληση της προηγούμενης κύριας κατοικίας τους για να χρηματοδοτήσουν την αγορά του νέου ακινήτου τους που βρίσκεται στην περιφέρεια αυτή, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η μη έκπτωση του φόρου καταχωρίσεως που έχει καταβληθεί εντός άλλου κράτους μέλους μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αποθαρρύνει τα πρόσωπα που ασκούν το δικαίωμά τους επί της ελεύθερης κυκλοφορίας να προβούν στην αγορά ακινήτου στην οικεία περιφέρεια.

Ειδικότερα, η ως άνω θεσπισθείσα διαφορετική μεταχείριση αφορά αντικειμενικά συγκρίσιμες καταστάσεις εφόσον, όσον αφορά τον επίδικο φόρο καταχωρίσεως, η μοναδική διαφορά μεταξύ της καταστάσεως των μη κατοίκων ημεδαπής, συμπεριλαμβανομένων των ημεδαπών υπηκόων που έχουν κάνει χρήση του δικαιώματός τους επί της ελεύθερης κυκλοφορίας εντός της Ένωσης, και της καταστάσεως των κατοίκων της οικείας περιφέρειας, που είναι ημεδαποί υπήκοοι ή υπήκοοι άλλου κράτους μέλους και αγοράζουν νέα κύρια κατοικία εντός της περιφέρειας αυτής, έγκειται στον τόπο της προηγούμενης κύριας κατοικίας τους. Συγκεκριμένα, σε αμφότερες τις καταστάσεις αυτές, τα πρόσωπα αυτά αγοράζουν ακίνητο στην οικεία περιφέρεια για να εγκατασταθούν εκεί και, κατά την αγορά της προγενέστερης κύριας κατοικίας τους, τα μεν έχουν καταβάλει φόρο της ίδιας φύσεως με τον φόρο καταχωρίσεως εντός του κράτους στο οποίο βρισκόταν η κατοικία αυτή, ενώ τα δε έχουν καταβάλει τον εν λόγω φόρο εντός της οικείας περιφέρειας.

Εντούτοις, ο περιορισμός αυτός στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων δικαιολογείται από λόγους που άπτονται της διαφυλάξεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος. Πράγματι, δεδομένου ότι το οικείο κράτος μέλος δεν διαθέτει κανένα δικαίωμα επιβολής φόρου επί της αγοράς που έχει προηγουμένως πραγματοποιηθεί εντός άλλου κράτους μέλους από τα πρόσωπα που αποφασίζουν να έχουν τη νέα κύρια κατοικία τους στην οικεία περιφέρεια, ο τρόπος με τον οποίο έχει διαμορφωθεί το φορολογικό αυτό πλεονέκτημα αντανακλά μια συμμετρική λογική. Αν στα πρόσωπα αυτά εφαρμοζόταν το καθεστώς της δυνατότητας συναποκομίσεως κατά την αγορά ακινήτου στην οικεία περιφέρεια, τα εν λόγω πρόσωπα θα αντλούσαν ένα αδικαιολόγητο πλεονέκτημα από ένα καθεστώς φορολογήσεως στο οποίο δεν θα υπέκειτο η αγορά ακινήτου που τα πρόσωπα αυτά πραγματοποίησαν προηγουμένως εκτός του οικείου κράτους μέλους. Επομένως, στο πλαίσιο του εν λόγω καθεστώτος, υφίσταται ένας σύνδεσμος μεταξύ του φορολογικού πλεονεκτήματος και της αρχικής φορολογήσεως. Συγκεκριμένα, πρόκειται, αφενός, για τον φορολογούμενο που έχει ήδη καταβάλει τον επίμαχο φόρο και ο οποίος είναι επιλέξιμος για την έκπτωση και, αφετέρου, για ένα πλεονέκτημα που χορηγείται στο πλαίσιο της ίδιας φορολογίας.

Επιπλέον, ο επίμαχος περιορισμός είναι κατάλληλος για την επίτευξη ενός τέτοιου σκοπού στον βαθμό που ενεργεί κατ’ απόλυτα συμμετρικό τρόπο, δεδομένου ότι μόνον ο φόρος που έχει προηγουμένως καταβληθεί στο πλαίσιο του εθνικού φορολογικού συστήματος μπορεί να εκπέσει. Ομοίως, ο εν λόγω περιορισμός είναι απόλυτα αναλογικός προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, εφόσον η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση περιορίζει κατ’ ανώτατο όριο το ποσό της εκπτώσεως που χορηγείται επί του φόρου καταχωρίσεως τον οποίο οφείλει το πρόσωπο που αγοράζει νέα κύρια κατοικία στην οικεία περιφέρεια. Συγκεκριμένα, προβλέποντας έναν τέτοιο περιορισμό, το επίδικο καθεστώς διατηρεί τον χαρακτήρα του ως φορολογικού πλεονεκτήματος και δεν προσομοιάζει με συγκεκαλυμμένη απαλλαγή.

Στο μέτρο που οι διατάξεις του άρθρου 40 της Συμφωνίας ΕΟΧ έχουν το ίδιο νομικό περιεχόμενο με τις κατ’ ουσίαν ταυτόσημες διατάξεις του άρθρου 56 ΕΚ, το σύνολο των προεκτεθεισών εκτιμήσεων ισχύει mutatis mutandis για το εν λόγω άρθρο 40.

(βλ. σκέψεις 42, 44-45, 59-60, 73-75, 80-83)