1. Φορολογικές διατάξεις – Εναρμόνιση των νομοθεσιών – Φόροι, εκτός των φόρων κύκλου εργασιών, επί της καταναλώσεως επεξεργασμένων καπνών
(Οδηγία 95/59 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/10/ΕΚ, άρθρο 9 § 1)
2. Κράτη μέλη – Υποχρεώσεις – Καθήκον επιτηρήσεως που ανατίθεται στην Επιτροπή – Καθήκον των κρατών μελών
(Άρθρα 10 ΕΚ και 226 ΕΚ)
1. Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/10, το κράτος μέλος που επιβάλλει κατώτατα όρια τιμών λιανικής πωλήσεως τσιγάρων όταν το σχετικό σύστημα δεν αποκλείει, σε κάθε περίπτωση, τη δυνατότητα το επιβαλλόμενο κατώτατο όριο τιμής να περιορίζει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που ενδέχεται να απορρέει, για ορισμένους καπνοβιομηχάνους ή εισαγωγείς προϊόντων καπνού, από χαμηλότερο κόστος κτήσεως. Πράγματι, ένα τέτοιο σύστημα το οποίο, επιπλέον, καθορίζει το κατώτατο όριο τιμής σε συνάρτηση με τη μέση σταθμισμένη τιμή στην αγορά για κάθε κατηγορία τσιγάρων, είναι ικανό να εξαλείψει τις διαφορές μεταξύ των τιμών ανταγωνιστικών προϊόντων και να εξισώσει τις τιμές αυτές με την υψηλότερη τιμή του προϊόντος. Επομένως, το εν λόγω σύστημα προσβάλλει την ελευθερία των καπνοβιομηχάνων και των εισαγωγέων να προσδιορίζουν τα ανώτατα όρια των τιμών λιανικής πωλήσεως, ελευθερία την οποία διασφαλίζει το άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/59.
Η Σύμβαση-πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για την καταπολέμηση του καπνίσματος δεν μπορεί να ασκεί επιρροή επί του αν ένα τέτοιο σύστημα είναι συμβατό προς το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59, καθόσον η σύμβαση αυτή δεν επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη καμία συγκεκριμένη υποχρέωση έναντι της πολιτικής τιμών στον τομέα των προϊόντων καπνού, αλλά απλώς περιγράφει τις ενδεχόμενες λύσεις ώστε να ληφθούν υπόψη σκοποί εθνικού χαρακτήρα όσον αφορά την καταπολέμηση του καπνίσματος. Πράγματι, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συμβάσεως αυτής απλώς προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θεσπίζουν ή διατηρούν σε ισχύ μέτρα «τα οποία μπορούν να περιλαμβάνουν» την υιοθέτηση φορολογικής πολιτικής και, «ανάλογα με την περίπτωση», τιμολογιακής πολιτικής όσον αφορά τα προϊόντα καπνού.
Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται το άρθρο 30 ΕΚ για να δικαιολογούν παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59 σε σχέση με σκοπούς προστασίας της δημόσιας υγείας και της ζωής των ατόμων. Πράγματι, το άρθρο 30 ΕΚ δεν πρέπει να νοείται ως επιτρέπον μέτρα άλλης φύσεως εκτός από ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών και επί των εξαγωγών και μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος που προβλέπουν τα άρθρα 28 και 29 ΕΚ.
Εντούτοις, η οδηγία 95/59 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να συνεχίσουν να λαμβάνουν μέτρα για την καταπολέμηση του καπνίσματος, με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας.
(βλ. σκέψεις 45-46, 50-51, 57, διατακτ. 1)
2. Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ το κράτος μέλος που παραλείπει να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκ μέρους της Επιτροπής εκτέλεση του συνιστάμενου στον έλεγχο της τηρήσεως της οδηγίας 95/59 έργου της, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/10.
(βλ. σκέψη 62, διατακτ. 2)