Υπόθεση C-221/08

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Ιρλανδίας

«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 95/59/ΕΚ – Φόροι, εκτός των φόρων κύκλου εργασιών, επί της καταναλώσεως επεξεργασμένων καπνών – Άρθρο 9, παράγραφος 1 – Ελεύθερος καθορισμός, εκ μέρους των καπνοβιομηχάνων και των εισαγωγέων, ανωτάτου ορίου τιμών λιανικής πωλήσεως των προϊόντων τους – Εθνική ρύθμιση επιβάλλουσα ένα κατώτατο όριο τιμής λιανικής πωλήσεως τσιγάρων – Δικαιολογία – Προστασία της δημόσιας υγείας – Σύμβαση-πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για την καταπολέμηση του καπνίσματος»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Φορολογικές διατάξεις – Εναρμόνιση των νομοθεσιών – Φόροι, εκτός των φόρων κύκλου εργασιών, επί της καταναλώσεως επεξεργασμένων καπνών

(Οδηγία 95/59 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/10/ΕΚ, άρθρο 9 § 1)

2.        Κράτη μέλη – Υποχρεώσεις – Καθήκον επιτηρήσεως που ανατίθεται στην Επιτροπή – Καθήκον των κρατών μελών

(Άρθρα 10 ΕΚ και 226 ΕΚ)

1.        Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/10, το κράτος μέλος που επιβάλλει κατώτατα όρια τιμών λιανικής πωλήσεως τσιγάρων όταν το σχετικό σύστημα δεν αποκλείει, σε κάθε περίπτωση, τη δυνατότητα το επιβαλλόμενο κατώτατο όριο τιμής να περιορίζει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που ενδέχεται να απορρέει, για ορισμένους καπνοβιομηχάνους ή εισαγωγείς προϊόντων καπνού, από χαμηλότερο κόστος κτήσεως. Πράγματι, ένα τέτοιο σύστημα το οποίο, επιπλέον, καθορίζει το κατώτατο όριο τιμής σε συνάρτηση με τη μέση σταθμισμένη τιμή στην αγορά για κάθε κατηγορία τσιγάρων, είναι ικανό να εξαλείψει τις διαφορές μεταξύ των τιμών ανταγωνιστικών προϊόντων και να εξισώσει τις τιμές αυτές με την υψηλότερη τιμή του προϊόντος. Επομένως, το εν λόγω σύστημα προσβάλλει την ελευθερία των καπνοβιομηχάνων και των εισαγωγέων να προσδιορίζουν τα ανώτατα όρια των τιμών λιανικής πωλήσεως, ελευθερία την οποία διασφαλίζει το άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/59.

Η Σύμβαση-πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για την καταπολέμηση του καπνίσματος δεν μπορεί να ασκεί επιρροή επί του αν ένα τέτοιο σύστημα είναι συμβατό προς το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59, καθόσον η σύμβαση αυτή δεν επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη καμία συγκεκριμένη υποχρέωση έναντι της πολιτικής τιμών στον τομέα των προϊόντων καπνού, αλλά απλώς περιγράφει τις ενδεχόμενες λύσεις ώστε να ληφθούν υπόψη σκοποί εθνικού χαρακτήρα όσον αφορά την καταπολέμηση του καπνίσματος. Πράγματι, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συμβάσεως αυτής απλώς προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θεσπίζουν ή διατηρούν σε ισχύ μέτρα «τα οποία μπορούν να περιλαμβάνουν» την υιοθέτηση φορολογικής πολιτικής και, «ανάλογα με την περίπτωση», τιμολογιακής πολιτικής όσον αφορά τα προϊόντα καπνού.

Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται το άρθρο 30 ΕΚ για να δικαιολογούν παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59 σε σχέση με σκοπούς προστασίας της δημόσιας υγείας και της ζωής των ατόμων. Πράγματι, το άρθρο 30 ΕΚ δεν πρέπει να νοείται ως επιτρέπον μέτρα άλλης φύσεως εκτός από ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών και επί των εξαγωγών και μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος που προβλέπουν τα άρθρα 28 και 29 ΕΚ.

Εντούτοις, η οδηγία 95/59 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να συνεχίσουν να λαμβάνουν μέτρα για την καταπολέμηση του καπνίσματος, με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας.

(βλ. σκέψεις 45-46, 50-51, 57, διατακτ. 1)

2.        Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ το κράτος μέλος που παραλείπει να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκ μέρους της Επιτροπής εκτέλεση του συνιστάμενου στον έλεγχο της τηρήσεως της οδηγίας 95/59 έργου της, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/10.

(βλ. σκέψη 62, διατακτ. 2)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 4ης Μαρτίου 2010 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 95/59/ΕΚ – Φόροι, εκτός των φόρων κύκλου εργασιών, επί της καταναλώσεως επεξεργασμένων καπνών – Άρθρο 9, παράγραφος 1 – Ελεύθερος καθορισμός, εκ μέρους των καπνοβιομηχάνων και των εισαγωγέων, ανωτάτου ορίου τιμών λιανικής πωλήσεως των προϊόντων τους – Εθνική ρύθμιση επιβάλλουσα ένα κατώτατο όριο τιμής λιανικής πωλήσεως τσιγάρων – Δικαιολογία – Προστασία της δημόσιας υγείας – Σύμβαση-πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για την καταπολέμηση του καπνίσματος»

Στην υπόθεση C-221/08,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 22 Μαΐου 2008,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους R. Lyal και W. Mölls, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιρλανδίας, εκπροσωπουμένης από τον D. O’ Hagan, επικουρούμενο από τον G. Hogan, SC, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο του δευτέρου τμήματος, προεδρεύοντα του τρίτου τμήματος, P. Lindh, A. Rosas, U. Lõhmus και A. Arabadjiev (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: R. Şereş, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Ιουνίου 2009,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 22ας Οκτωβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με το δικόγραφο της προσφυγής της η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ιρλανδία,

–        επιβάλλοντας κατώτατα και ανώτατα όρια τιμών λιανικής πωλήσεως τσιγάρων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1995, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των [επεξεργασμένων] καπνών (ΕΕ L 291, σ. 40), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/10/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2002 (ΕΕ L 46, σ. 26, στο εξής: οδηγία 95/59), και

–        παραλείποντας να παράσχει στην Επιτροπή τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε η τελευταία να ασκήσει το καθήκον της όσον αφορά τον έλεγχο της συμμορφώσεως προς την οδηγία 95/59, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

2        Η δεύτερη, η τρίτη και η έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 95/59 έχουν ως ακολούθως:

«(2)      (Εκτιμώντας) ότι σκοπός της Συνθήκης [ΕΚ] είναι η δημιουργία μιας οικονομικής ενώσεως εντός της οποίας θα υπάρχει υγιής ανταγωνισμός και της οποίας τα χαρακτηριστικά θα είναι ανάλογα με εκείνα μιας εσωτερικής αγοράς· ότι, όσον αφορά τον τομέα των επεξεργασμένων καπνών, η πραγματοποίηση του σκοπού αυτού προϋποθέτει ότι η εφαρμογή στα κράτη μέλη φόρων που επιβαρύνουν την κατανάλωση των προϊόντων αυτού του τομέα δεν νοθεύει τους όρους ανταγωνισμού και δεν εμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία τους εντός της Κοινότητας·

(3)      ότι, όσον αφορά τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης καπνού, η εναρμόνιση της διαρθρώσεως των φόρων αυτών πρέπει, ιδίως, να έχει ως αποτέλεσμα τη μη νόθευση του ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών επεξεργασμένων καπνών που ανήκουν στην ίδια ομάδα εξ αιτίας της φορολογίας και την παράλληλη πραγματοποίηση του ανοίγματος των εθνικών αγορών των κρατών μελών·

[…]

(7)      ότι οι απαιτήσεις του ανταγωνισμού προϋποθέτουν ένα σύστημα ελευθέρως διαμορφούμενων τιμών για όλες τις ομάδες επεξεργασίας καπνών».

3        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής:

«Ως επεξεργασμένα καπνά θεωρούνται τα ακόλουθα:

α)       τα σιγαρέτα·

β)       τα πούρα και τα σιγαρίλος·

γ)       ο καπνός καπνίσματος:

–        ο λεπτοκομμένος καπνός που προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων (στριφτών) σιγαρέτων,

–        άλλα καπνά για κάπνισμα,

όπως ορίζονται στα άρθρα 3 έως 7.»

4        Το άρθρο 8 της οδηγίας 95/59 ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Σε κάθε κράτος μέλος, τα σιγαρέτα κοινοτικής κατασκευής και τα σιγαρέτα που εισάγονται από τρίτες χώρες υποβάλλονται σε ένα αναλογικό φόρο καπνού υπολογισμένο επί της μέγιστης τιμής λιανικής πωλήσεως, συμπεριλαμβανομένων των δασμών, καθώς επίσης και σε ένα πάγιο φόρο καπνού υπολογιζόμενο ανά μονάδα προϊόντος.

2.      Ο συντελεστής του αναλογικού φόρου καπνού και το ποσό του παγίου φόρου καπνού πρέπει να είναι οι αυτοί για όλα τα σιγαρέτα.

[…]»

5        Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής:

«Ως καπνοβιομήχανος θεωρείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο στην Κοινότητα και μεταποιεί τον καπνό σε προϊόντα επεξεργασμένα για λιανική πώληση.

Οι καπνοβιομήχανοι ή, κατά περίπτωση, οι αντιπρόσωποι ή εντολοδόχοι τους στην Κοινότητα καθώς και οι εισαγωγείς από τρίτες χώρες καθορίζουν ελεύθερα τις ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης κάθε προϊόντος σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο προορίζεται να διατεθεί στην κατανάλωση.

Η διάταξη του δευτέρου εδαφίου δεν εμποδίζει την εφαρμογή των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά τον έλεγχο των τιμών ή την τήρηση των επιβαλλόμενων τιμών, εφόσον οι νομοθεσίες αυτές δεν αντιβαίνουν προς την κοινοτική νομοθεσία.»

6        Το άρθρο 16 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.      Το ποσό του ειδικού φόρου καταναλώσεως σιγαρέτων καθορίζεται για πρώτη φορά δι’ αναγωγής στα σιγαρέτα της περισσότερο ζητουμένης κατηγορίας, σύμφωνα με τα στοιχεία τα γνωστά κατά την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 1978.

2.      Το πάγιο στοιχείο του ειδικού φόρου καταναλώσεως δεν δύναται να είναι κατώτερο του 5 % ούτε ανώτερο του 55 % του ποσού της συνολικής επιβαρύνσεως που προκύπτει από το άθροισμα του αναλογικού φόρου καταναλώσεως, του παγίου φόρου καταναλώσεως και του φόρου κύκλου εργασιών, των επιβαλλομένων επί των σιγαρέτων αυτών.

[…]

5.      Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν έναν ελάχιστο ειδικό φόρο κατανάλωσης στα τσιγάρα που πωλούνται σε τιμή μικρότερη από την τιμή λιανικής πώλησης των τσιγάρων της πλέον ζητούμενης κατηγορίας τιμών, υπό τον όρο ότι αυτός ο ειδικός φόρος κατανάλωσης δεν υπερβαίνει το ποσό του ειδικού φόρου κατανάλωσης που επιβάλλεται στα τσιγάρα της πλέον ζητούμενης κατηγορίας τιμών.»

7        Οι οδηγίες 92/79/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των φόρων στα τσιγάρα (ΕΕ L 316, σ. 8), και 92/80/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των φόρων στα βιομηχανοποιημένα καπνά εκτός των τσιγάρων (ΕΕ L 316, σ. 10), όπως τροποποιήθηκαν με την οδηγία 2003/117/ΕΚ του Συμβουλίου, της 5ης Δεκεμβρίου 2003 (ΕΕ L 333, σ. 49), ορίζουν ελάχιστα όρια συντελεστή ή/και ποσού του συνολικού ειδικού φόρου καταναλώσεως, αντιστοίχως, επί των τσιγάρων και των επεξεργασμένων καπνών εκτός των τσιγάρων. Η οδηγία 92/80 περιλαμβάνει επίσης ορισμένους κανόνες σχετικούς με τη δομή του ειδικού φόρου καταναλώσεως επί των ως άνω προϊόντων.

8        Με την απόφαση 2004/513/ΕΚ του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 2004 (ΕΕ L 213, σ. 8), εγκρίθηκε στο όνομα της Κοινότητας η σύμβαση-πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για την καταπολέμηση του καπνίσματος, που υπογράφηκε στη Γενεύη στις 21 Μαΐου 2003 (στο εξής: σύμβαση ΠΟΥ). Το άρθρο 6 της συμβάσεως αυτής, με τίτλο «Τιμολογιακά και φορολογικά μέτρα για τη μείωση της ζήτησης καπνού», έχει ως ακολούθως:

«1.      Τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναγνωρίζουν ότι τα τιμολογιακά και φορολογικά μέτρα είναι αποτελεσματικό μέσο μείωσης της ζήτησης καπνού εκ μέρους διαφόρων τμημάτων του πληθυσμού, ιδίως των νέων.

2.      Με την επιφύλαξη του κυρίαρχου δικαιώματος των Συμβαλλομένων Μερών να αποφασίζουν και να καθορίζουν τη φορολογική πολιτική τους, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα πρέπει να μελετήσει τους εθνικούς στόχους του στον τομέα της υγείας σε σχέση με τον έλεγχο του καπνού και να υιοθετήσει ή να διατηρεί, ανάλογα με την περίπτωση, μέτρα τα οποία μπορούν να περιλαμβάνουν:

α)      εφαρμογή φορολογικής πολιτικής και, ανάλογα με τις ανάγκες, τιμολογιακής πολιτικής σε σχέση με τα προϊόντα καπνού η οποία θα συμβάλλει στην επίτευξη του στόχου της μείωσης της κατανάλωσης καπνού, […]

[…]».

 Η εθνική νομοθεσία

9        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο i, του νόμου του 1978 περί προϊόντων καπνού (έλεγχος της διαφημίσεως, των χορηγιών και των μεθόδων εμπορικής προωθήσεως), 27/1978 [Tobacco Products (Control of Advertising, Sponsorship and Sales Promotion) Act 1978, No 27/1978], ο Υπουργός Υγείας μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις για τον έλεγχο και τη ρύθμιση της διαφημίσεως των προϊόντων καπνού, των χορηγιών και κάθε άλλης δραστηριότητας που έχει ως σκοπό ή που είναι ικανή να προωθήσει τις πωλήσεις προϊόντων καπνού.

10      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο i, του νόμου αυτού, με τις αποφάσεις αυτές μπορεί να επιβάλλεται «απαγόρευση της πωλήσεως προϊόντων καπνού σε τιμές τόσο χαμηλότερες από αυτές προϊόντων καπνού αναλόγου είδους ή κατηγορίας σε συγκεκριμένο χρόνο, ώστε η πώληση σε αυτές τις χαμηλότερες τιμές να αποτελεί, κατά την άποψη του Υπουργού [Υγείας], μορφή εμπορικής προωθήσεως».

11      Η υπουργική απόφαση του 1991 περί προϊόντων καπνού (έλεγχος της διαφημίσεως, των χορηγιών και των μεθόδων εμπορικής προωθήσεως) [Tobacco Products (Control of Advertising, Sponsorship and Sales Promotion) Regulations 1991, S.I. n° 326/1991, στο εξής: υπουργική απόφαση του 1991] επεξέτεινε την ως άνω ρύθμιση καταργώντας παράλληλα την υπουργική απόφαση του 1986 περί προϊόντων καπνού (έλεγχος της διαφημίσεως, των χορηγιών και των μεθόδων εμπορικής προωθήσεως) (n° 2) [Tobacco Products (Control of Advertising, Sponsorship and Sales Promotion) (No 2) Regulations 1986, S.I. n° 107/1986, στο εξής: υπουργική απόφαση του 1986]. Το άρθρο 16 της υπουργικής αποφάσεως του 1991, που αντιστοιχεί προς το άρθρο 18 της υπουργικής αποφάσεως του 1986, ορίζει τα ακόλουθα:

«(1)      Απαγορεύεται η λιανική πώληση προϊόντων καπνού συγκεκριμένης μάρκας σε τιμή χαμηλότερη από αυτή που ισχύει, κατά τα λοιπά, για τη μάρκα αυτή.

(2)      Απαγορεύεται η λιανική πώληση προϊόντων καπνού συγκεκριμένης μάρκας σε τιμή χαμηλότερη από αυτή που θα προέκυπτε, κατά τα λοιπά, για τη μάρκα αυτή από τη διανομή κουπονιών στο κοινό ή με παρόμοιο τρόπο.

(3)      Όσον αφορά τη λιανική πώληση ή την αγορά προϊόντων καπνού, δεν επιτρέπεται η χρησιμοποίηση κουπονιών προσφοράς, εκπτωτικών ενσήμων, κουπονιών ή προσφορών γενικώς, ειδικών κερμάτων που ανταλλάσσονται με προϊόντα ή δώρων (περιλαμβανομένης της προσφοράς προϊόντων καπνού ως δώρων).»

12      Το άρθρο 17 της υπουργικής αποφάσεως του 1991, που αντιστοιχεί στο άρθρο 19 της υπουργικής αποφάσεως του 1986, έχει ως ακολούθως:

«(1)      Απαγορεύεται η λιανική πώληση προϊόντων καπνού σε τιμή η οποία αποτελεί μορφή εμπορικής προωθήσεως κατά την άποψη του Υπουργού [Υγείας], ενεργούντος στο πλαίσιο της ασκήσεως των εξουσιών που του παρέχει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο i, του νόμου [του 1978 περί προϊόντων καπνού].

(2)      Η άποψη του υπουργού, υπό την έννοια της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ανακοινώνεται εγγράφως στον ενδιαφερόμενο.»

13      Ο Υπουργός Υγείας συνέταξε το 1986 εγκύκλιο (Memorandum of Clarification) σχετικά με την υπουργική απόφαση του 1986. Η πρώτη περίοδος του σημείου 2 του αφορώντος το άρθρο 19 της υπουργικής αποφάσεως του 1986 τμήματος της εν λόγω εγκυκλίου έχει ως ακολούθως:

«Η μέση σταθμισμένη τιμή όλων των τσιγάρων κάθε κατηγορίας που διαθέτουν στο εμπόριο οι εταιρίες μέλη της [Irish Tobacco Manufacturers Advisory Council (συμβουλευτικής επιτροπής ιρλανδών καπνοβιομηχάνων)] θα υπολογίζεται, αφενός, βάσει του καθαρού όγκου πωλήσεων από την αποθήκη για κάθε μάρκα όσον αφορά το προηγούμενο έτος, με ημερομηνία αναφοράς τις 31 Δεκεμβρίου, και, αφετέρου, της προτεινόμενης τιμής λιανικής πωλήσεως τον χρόνο κατά τον οποίο καθορίζεται η μέση σταθμισμένη τιμή για κάθε κατηγορίας»

14      Κατά την πρώτη περίοδο του σημείου 3 της ίδιας εγκυκλίου, «υφίσταται εμπορική προώθηση αν η προτεινόμενη τιμή λιανικής πωλήσεως μιας μάρκας τσιγάρων είναι χαμηλότερη από τη μέση σταθμισμένη τιμή της κατηγορίας της σε ποσοστό άνω του 3 %».

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

15      Εκτιμώντας ότι η ιρλανδική νομοθεσία περί πωλήσεως προϊόντων καπνού είναι ασυμβίβαστη προς το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59, στις 23 Οκτωβρίου 2001 η Επιτροπή απηύθυνε στην Ιρλανδία έγγραφο οχλήσεως.

16      Στις 27 Ιουλίου 2002, η Επιτροπή απηύθυνε επίσης στο κράτος μέλος αυτό αίτημα παροχής πληροφοριών σχετικά με την εφαρμοστέα ιρλανδική νομοθεσία.

17      Εκτιμώντας ότι η απάντηση της Ιρλανδίας στο έγγραφο οχλήσεως της 4ης Σεπτεμβρίου 2002 δεν περιελάμβανε τις πληροφορίες που ζητήθηκαν, την 1η Οκτωβρίου 2002 η Επιτροπή απηύθυνε νέο αίτημα παροχής πληροφοριών στο ως άνω κράτος μέλος, στο οποίο δεν δόθηκε απάντηση.

18      Στη συνέχεια, στις 17 Οκτωβρίου 2003 και στις 9 Ιουλίου 2004, αντιστοίχως, η Επιτροπή απέστειλε στην Ιρλανδία έγγραφο οχλήσεως και αιτιολογημένη γνώμη, έγγραφα με τα οποία συνήγαγε ότι το ως άνω κράτος μέλος, παραλείποντας να παράσχει τα ζητηθέντα πληροφοριακά στοιχεία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ. Με την εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη κάλεσε το εν λόγω κράτος μέλος να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις αυτές εντός προθεσμίας δύο μηνών από της παραλαβής της αιτιολογημένης γνώμης.

19      Στις 10 Δεκεμβρίου 2004, το ιρλανδικό Υπουργείο Υγείας και Παιδικής Ηλικίας απέστειλε στον κ. Medghoul, διευθυντή φορολογικών υποθέσεων και ζητημάτων τελωνειακής ενώσεως στην Επιτροπή, ένα έγγραφο περιγράφον συνοπτικά την ιρλανδική νομοθεσία που μόλις είχε θεσπιστεί στον τομέα της δημόσιας υγείας και του καπνού, υπογραμμίζοντας εντούτοις ότι κατά της εν λόγω νομοθεσίας εκκρεμούσε προσφυγή ενώπιον των ιρλανδικών δικαστηρίων, οπότε αυτή δεν είχε ακόμη αρχίσει να ισχύει. Η ως άνω νομοθεσία εξακολουθούσε να μην ισχύει κατά τον χρόνο της λήξεως της προθεσμίας που έτασσε η αιτιολογημένη γνώμη της 15ης Δεκεμβρίου 2006, περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως.

20      Αιτήσει της Επιτροπής, στις 10 Φεβρουαρίου 2005 πραγματοποιήθηκε μια σύσκεψη μεταξύ της ιδίας και των ιρλανδικών αρχών.

21      Στις 10 Απριλίου 2006, η Επιτροπή απέστειλε στην Ιρλανδία έγγραφο οχλήσεως και, στις 15 Δεκεμβρίου 2006, νέα αιτιολογημένη γνώμη, έγγραφα με τα οποία το εν λόγω θεσμικό όργανο υποστήριξε ότι, με τη θέσπιση ενός συστήματος κατώτατων και ανώτατων ορίων τιμών λιανικής πωλήσεως τσιγάρων, το κράτος μέλος αυτό παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59. Με την εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη η Ιρλανδία κλήθηκε να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί προς αυτή εντός προθεσμίας δύο μηνών από της λήψεώς της.

22      Η Ιρλανδία απάντησε στην ως άνω αιτιολογημένη γνώμη με έγγραφο της 15ης Ιανουαρίου 2007, υποστηρίζοντας ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση ήταν αναγκαία για την προστασία της δημόσιας υγείας.

23      Κατόπιν τούτου η Επιτροπή απέστειλε συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, στις 29 Ιουνίου 2007. Εκτιμώντας ότι, λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως της Ιρλανδίας στις ως άνω αιτιολογημένες γνώμες, η κατάσταση δεν ήταν ικανοποιητική, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή.

 Επί της προσφυγής

 Επί των αιτιάσεων που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59

 Επιχειρήματα των διαδίκων

24      Βάσει των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της, ιδίως εκείνων που προκύπτουν από τα πρακτικά της συσκέψεως της 10ης Φεβρουαρίου 2005, η Επιτροπή φρονεί ότι, δυνάμει της επίμαχης ιρλανδικής ρυθμίσεως και λαμβανομένης υπόψη της πρακτικής των ιρλανδικών αρχών, αφενός, καθορίζονται κατώτατα όρια τιμών λιανικής πωλήσεως, καθόσον απαγορεύεται η πώληση σε τιμή χαμηλότερη από τη μέση σταθμισμένη τιμή των τσιγάρων της κάθε κατηγορίας σε ποσοστό άνω του 3 % και, αφετέρου, καθορίζονται ανώτατα όρια τιμών, καθόσον απαγορεύεται η υπέρβαση της εν λόγω μέσης σταθμισμένης τιμής σε ποσοστό άνω του 3 %. Το εν λόγω σύστημα έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της ελευθερίας των καπνοβιομηχάνων και των εισαγωγέων να προσδιορίζουν τα μέγιστα όρια τιμών λιανικής πωλήσεως των προϊόντων τους και, επομένως, είναι αντίθετο προς το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59. Όπως και τα άλλα παρόμοια εθνικά συστήματα που έχει εξετάσει το Δικαστήριο, το σύστημα αυτό εμποδίζει την πώληση τσιγάρων σε τιμή χαμηλότερη από εκείνη την οποία έχει καθορίσει το εμπλεκόμενο κράτος μέλος. Το ως άνω συμπέρασμα δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 95/59.

25      Ακόμη, το σύστημα κατωτάτων και ανωτάτων ορίων τιμών δεν δικαιολογείται από τον σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 30 ΕΚ. Πράγματι, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την απόφαση της 17ης Απριλίου 2007, C-470/03, AGM-COS.MET (Συλλογή 2007, σ. I-2749), ζήτημα που έχει αποτελέσει το αντικείμενο εναρμονίσεως δεν μπορεί να εξετάζεται σε συνάρτηση με διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου προβλέπουσες παρεκκλίσεις από τις θεμελιώδεις ελευθερίες.

26      Εν πάση περιπτώσει, τα κράτη μέλη μπορούν να εξασφαλίζουν ένα αρκούντως υψηλό επίπεδο τιμών λιανικής πωλήσεως των προϊόντων καπνού, καθόσον τούτο είναι αναγκαίο για την καταπολέμηση του καπνίσματος, μέσω μιας γενικής αυξήσεως του επιπέδου φορολογίας των προϊόντων αυτών, αλλά και μέσω μιας ειδικής αυξήσεως, λαμβάνοντας ως βάση τα διάφορα συστατικά στοιχεία του ειδικού φόρου καταναλώσεως και καθορίζοντας ένα ελάχιστο όριο ειδικού φόρου καταναλώσεως. Οι οδηγίες περί φορολογίας των τσιγάρων παρέχουν στα κράτη μέλη την ελευθερία να προσαρμόζουν τη φορολογία αυτή προς τις προτεραιότητες που καθορίζουν τα ίδια.

27      Η Επιτροπή φρονεί εξάλλου ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59 είναι σύμφωνο προς τη σύμβαση ΠΟΥ. Αφενός, η εν λόγω σύμβαση δεν έχει ως αντικείμενο να υποχρεώσει τα συμβαλλόμενα μέρη να επιβάλουν κατώτατα όρια τιμών. Αφετέρου, δεν παρέχει στα κράτη μέλη αντιτάξιμο έναντι της Κοινότητας δικαίωμα να επιλέγουν μεταξύ φορολογικής και τιμολογιακής πολιτικής, διότι το ζήτημα αυτό αφορά την εσωτερική λειτουργία της Κοινότητας.

28      Όσον αφορά τη σύσταση 2003/54/ΕΚ του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την πρόληψη του καπνίσματος και με πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της καταπολέμησής του (ΕΕ 2003, L 22, σ. 31), που επικαλείται η Ιρλανδία καθόσον η σύσταση αυτή κάνει λόγο για «κατάλληλα μέτρα τιμολόγησης των προϊόντων καπνού προκειμένου να αποθαρρύνουν την κατανάλωση καπνού», η Επιτροπή εκτιμά ότι οι διατάξεις της εν λόγω συστάσεως δεν είναι δεσμευτικές και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούν να ερμηνεύονται ως προτροπή προς παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59.

29      Επιπλέον, κατά την εναρμόνιση των ειδικών φόρων καταναλώσεως των προϊόντων καπνού δεν αγνοήθηκαν παντελώς λόγοι συνδεόμενοι με τη δημόσια υγεία.

30      Η Ιρλανδία υποστηρίζει ότι ούτε η επίμαχη εθνική ρύθμιση ούτε η εγκύκλιος του 1986 προβλέπουν απαγόρευση υπερβάσεως σε ποσοστό άνω του 3 % της μέσης σταθμισμένης τιμής για κάθε κατηγορία τσιγάρων. Κατά συνέπεια, δεν επιβάλλονται ανώτατα όρια τιμών. Η Ιρλανδία παραδέχεται ότι τα πρακτικά της συσκέψεως της 10ης Φεβρουαρίου 2005 δεν εκφράζουν την πραγματικότητα επί του ζητήματος αυτού.

31      Εξάλλου, το κράτος μέλος αυτό υποστηρίζει ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59, που προβλέπει ότι οι καπνοβιομήχανοι και οι εισαγωγείς επεξεργασμένων καπνών καθορίζουν ελεύθερα τα μέγιστα όρια τιμών λιανικής πωλήσεως των προϊόντων τους, δεν κάνει λόγο για κατώτατα όρια τιμών και, κατά συνέπεια, δεν απαγορεύει την επιβολή τέτοιων κατωτάτων ορίων. Η επιβολή ενός κατωτάτου ορίου τιμής δεν εμποδίζει τους καπνοβιομηχάνους και τους εισαγωγείς να καθορίζουν τα μέγιστα όρια των τιμών παρά μόνον υπό τεχνική έννοια και κατά τρόπο εντελώς επίπλαστο. Επιπλέον, αντιθέτως προς άλλα εθνικά συστήματα που έχει εξετάσει το Δικαστήριο, το ιρλανδικό σύστημα αποσκοπεί αποκλειστικά να καταπολεμήσει την πώληση προϊόντων καπνού σε χαμηλή τιμή.

32      Η Ιρλανδία φρονεί ότι η παρατιθέμενη από την Επιτροπή νομολογία προς στήριξη του επιχειρήματός της ότι δεν μπορεί να γίνεται επίκληση του άρθρου 30 ΕΚ εν προκειμένω δεν μπορεί να μεταφερθεί στην υπό κρίση υπόθεση. Με την απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2000, C-216/98, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 2000, σ. I-8921), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το άρθρο 30 ΕΚ, ειδικότερα ο σκοπός της προστασίας της ζωής και της υγείας των ανθρώπων, μπορεί να δικαιολογεί, καταρχήν, τον καθορισμό κατωτάτων ορίων λιανικής πωλήσεως προϊόντων καπνού. Όμως, τα κράτη μέλη έχουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τον αναγκαίο και πρόσφορο χαρακτήρα των μέτρων που λαμβάνονται προς προστασία της δημόσιας υγείας. Συναφώς, η ιρλανδική ρύθμιση ικανοποιεί το κριτήριο της αναλογικότητας. Η ρύθμιση αυτή απορρέει από μια εύλογη επιλογή πολιτικής μεταξύ του καθορισμού κατωτάτων ορίων τιμών και της αυξήσεως της φορολογικής επιβαρύνσεως.

33      Η Ιρλανδία υποστηρίζει ακόμη ότι τα φορολογικά μέτρα δεν αποτελούν καθαυτά επαρκές μέσο προς επίτευξη του σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας, ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή της πωλήσεως τσιγάρων σε χαμηλή τιμή. Το αποτέλεσμα τέτοιων μέτρων είναι αβέβαιο, δεδομένου ότι οι καπνοβιομήχανοι μπορούν να αποφασίσουν να μην μετακυλίσουν περαιτέρω την αύξηση του ειδικού φόρου καταναλώσεως. Επιπροσθέτως, το καθού κράτος μέλος δεν θα μπορούσε να καταπολεμήσει αποτελεσματικά την πώληση τσιγάρων σε χαμηλή τιμή μέσω του καθορισμού ενός ελάχιστου ορίου ειδικού φόρου καταναλώσεως χωρίς να προκαλέσει γενική αύξηση της ήδη πολύ υψηλής στην Ιρλανδία φορολογικής επιβαρύνσεως για όλα τα τσιγάρα. Επιπλέον, η αύξηση του επιπέδου του ειδικού φόρου καταναλώσεως θα ενίσχυε τον κίνδυνο λαθρεμπορίου.

34      Η συμφωνία του ιρλανδικού συστήματος καθορισμού κατωτάτων ορίων τιμών προς την αρχή της αναλογικότητας, σε σχέση με τον σκοπό αυτό, επιβεβαιώνεται από το σημείο 7 της συστάσεως 2003/54 και από το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της συμβάσεως ΠΟΥ. Όσον αφορά την ως άνω σύσταση, η Ιρλανδία υποστηρίζει ότι, μολονότι οι συστάσεις δεν είναι δεσμευτικές, εντούτοις μπορούν να λαμβάνονται υπόψη όταν είναι ικανές να παράσχουν διαφωτιστικά στοιχεία προς ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου. Όσον αφορά τη σύμβαση ΠΟΥ, το καθού κράτος μέλος ισχυρίζεται ότι, μολονότι αυτή δεν επιβάλλει την υποχρέωση εφαρμογής ενός συστήματος κατωτάτων ορίων τιμών, εντούτοις υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα μέρη να ελέγχουν τις τιμές λιανικής πωλήσεως των προϊόντων καπνού είτε με φορολογικές πολιτικές, είτε με πολιτικές καθορισμού των τιμών, ανάλογα με το ποια είναι η πλέον πρόσφορη λύση. Η Ιρλανδία, δυνάμει της εξουσίας εκτιμήσεως που έχει, έκρινε ότι η πολιτική καθορισμού των τιμών αποτελεί πρόσφορο συμπλήρωμα της φορολογικής πολιτικής.

35      Η Ιρλανδία διατείνεται, τέλος, ότι η οδηγία 95/59 στηρίζεται σε σκοπούς προστασίας του ανταγωνισμού και ότι δεν λαμβάνει υπόψη τους λόγους δημόσιας υγείας. Συναφώς, η ίδια η Επιτροπή πρότεινε πρόσφατα τροποποιήσεις της οδηγίας αυτής [πρόταση οδηγίας COM(2008) 459 τελικό] με σκοπό, σε μεγάλο βαθμό, τη μείωση της καταναλώσεως καπνού. Η Επιτροπή έχει επίσης αναγνωρίσει ότι το ισχύον κοινοτικό σύστημα δεν μπόρεσε να εμποδίσει σημαντικές διαφορές τιμών μεταξύ των κρατών μελών και ότι οι διαφορές αυτές προκάλεσαν την ανάπτυξη λαθρεμπορίου και την προώθηση διασυνοριακών αγορών σε μεγάλο βαθμό, πράγμα το οποίο νοθεύει τον ανταγωνισμό στην αγορά καπνού, έχει ως αποτέλεσμα απώλειες πόρων σε βάρος των κρατών μελών που διατηρούν ένα σχετικά υψηλό επίπεδο φορολογίας και θέτει εξάλλου σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών δημόσιας υγείας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

36      Πρέπει να υπομνησθεί, εισαγωγικώς, ότι από την τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 95/59 προκύπτει ότι η οδηγία αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο μιας πολιτικής εναρμονίσεως της διαρθρώσεως των ειδικών φόρων καταναλώσεως επί των επεξεργασμένων καπνών, με σκοπό την αποτροπή της νοθεύσεως του ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών επεξεργασμένων καπνών που ανήκουν στην ίδια ομάδα και, με τον τρόπο αυτόν, την πραγματοποίηση του ανοίγματος των εθνικών αγορών των κρατών μελών.

37      Συναφώς, το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι στα παρασκευαζόμενα εντός της Κοινότητας και στα εισαγόμενα από τρίτες χώρες τσιγάρα επιβάλλεται εντός κάθε κράτους μέλους αναλογικός ειδικός φόρος καταναλώσεως υπολογιζόμενος επί της μέγιστης τιμής λιανικής πωλήσεως, περιλαμβανομένων των δασμών, καθώς και πάγιος φόρος καπνού υπολογιζόμενος ανά μονάδα προϊόντος (απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, προαναφερθείσα, σκέψη 19).

38      Επιπροσθέτως, από την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 95/59 προκύπτει ότι οι απαιτήσεις του ανταγωνισμού προϋποθέτουν ένα σύστημα ελευθέρως διαμορφούμενων τιμών για όλες τις κατηγορίες επεξεργασμένων καπνών.

39      Συναφώς, το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι οι καπνοβιομήχανοι ή, ενδεχομένως, οι αντιπρόσωποι ή εντολοδόχοι τους στην Κοινότητα, καθώς και οι εισαγωγείς από τρίτες χώρες, καθορίζουν ελεύθερα τα ανώτατα όρια τιμής λιανικής πωλήσεως για καθένα από τα προϊόντα τους, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ουσιαστική ανάπτυξη του ανταγωνισμού μεταξύ τους (απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, προαναφερθείσα, σκέψη 20). Η διάταξη αυτή αποσκοπεί να εξασφαλίσει ότι ο προσδιορισμός της βάσεως επιβολής του αναλογικού ειδικού φόρου καταναλώσεως επί των προϊόντων καπνού, ήτοι το ανώτατο όριο τιμής λιανικής πωλήσεως των προϊόντων αυτών, θα υπόκειται στους ίδιους κανόνες εντός όλων των κρατών μελών. Αποσκοπεί επίσης, όπως σημείωσε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 40 των προτάσεών της, στη διασφάλιση της ελευθερίας των ανωτέρω επιχειρηματιών που τους παρέχει τη δυνατότητα να εκμεταλλεύονται πραγματικά το από πλευράς ανταγωνισμού πλεονέκτημα που προκύπτει από ενδεχομένως χαμηλότερο κόστος.

40      Εντούτοις, η εκ μέρους των δημοσίων αρχών επιβολή ενός κατωτάτου ορίου τιμής λιανικής πωλήσεως έχει ως αποτέλεσμα ότι, εν πάση περιπτώσει, το ανώτατο όριο τιμής λιανικής πωλήσεως που ορίζουν οι καπνοβιομήχανοι και οι εισαγωγείς δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο από αυτό το υποχρεωτικό κατώτατο όριο τιμής. Κατά συνέπεια, κανονιστική ρύθμιση που επιβάλλει τέτοιο κατώτατο όριο τιμής είναι ικανή να θίξει τις ανταγωνιστικές σχέσεις, εμποδίζοντας ορισμένους από τους εν λόγω καπνοβιομηχάνους ή εισαγωγείς να εκμεταλλεύονται το πλεονέκτημα του χαμηλότερου κόστους προκειμένου να προτείνουν ελκυστικότερες τιμές λιανικής.

41      Συνεπώς, σύστημα κατωτάτου ορίου τιμής λιανικής πωλήσεως επεξεργασμένων προϊόντων καπνού δεν μπορεί να είναι σύμφωνο προς το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59 αν δεν είναι έτσι διαμορφωμένο ώστε να αποκλείει, σε κάθε περίπτωση, περιορισμό του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που μπορεί να προκύπτει, για ορισμένους καπνοβιομηχάνους ή εισαγωγείς τέτοιων προϊόντων, από ενδεχόμενο χαμηλότερο κόστος και, επομένως, στρέβλωση του ανταγωνισμού (βλ. αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 2010, C-197/08, Επιτροπή κατά Γαλλίας, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή σκέψη 38, και C-198/08, Επιτροπή κατά Αυστρίας, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 30).

42      Με γνώμονα αυτές τις αρχές πρέπει να εξεταστεί η εθνική ρύθμιση την οποία αφορά η παρούσα προσφυγή.

43      Η εν λόγω ρύθμιση επιβάλλει στους καπνοβιομηχάνους και στους εισαγωγείς που δραστηριοποιούνται στην ιρλανδική αγορά κατώτατο όριο τιμής λιανικής πωλήσεως τσιγάρων που αντιστοιχεί στο 97 % της μέσης σταθμισμένης τιμής στην αγορά αυτή για κάθε κατηγορία τσιγάρων.

44      Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το εν λόγω σύστημα επιβάλλει στους καπνοβιομηχάνους και στους εισαγωγείς ανώτατο όριο τιμής λιανικής πωλήσεως τσιγάρων.

45      Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το εν λόγω σύστημα δεν αποκλείει, σε κάθε περίπτωση, τη δυνατότητα το επιβαλλόμενο κατώτατο όριο τιμής να περιορίζει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που ενδέχεται να απορρέει, για ορισμένους καπνοβιομηχάνους ή εισαγωγείς προϊόντων καπνού, από χαμηλότερο κόστος κτήσεως. Αντιθέτως, όπως τόνισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς να διαψευσθεί επί του σημείου αυτού από την Ιρλανδία, το σύστημα αυτό, το οποίο, επιπλέον, καθορίζει το κατώτατο όριο τιμής σε συνάρτηση με τη μέση σταθμισμένη τιμή στην αγορά για κάθε κατηγορία τσιγάρων, είναι ικανό να εξαλείψει τις διαφορές μεταξύ των τιμών ανταγωνιστικών προϊόντων και να εξισώσει τις τιμές αυτές με την υψηλότερη τιμή του προϊόντος. Επομένως, το εν λόγω σύστημα προσβάλλει την ελευθερία των καπνοβιομηχάνων και των εισαγωγέων να προσδιορίζουν τα ανώτατα όρια των τιμών λιανικής πωλήσεως, ελευθερία την οποία διασφαλίζει το άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/59.

46      Όσον αφορά τη σύμβαση ΠΟΥ, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 50 και 51 των προτάσεών της, η σύμβαση αυτή δεν επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη καμία συγκεκριμένη υποχρέωση έναντι της πολιτικής τιμών στον τομέα των προϊόντων καπνού, αλλά απλώς περιγράφει τις ενδεχόμενες λύσεις ώστε να ληφθούν υπόψη σκοποί εθνικού χαρακτήρα όσον αφορά την καταπολέμηση του καπνίσματος. Πράγματι, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της συμβάσεως αυτής απλώς προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θεσπίζουν ή διατηρούν σε ισχύ μέτρα «τα οποία μπορούν να περιλαμβάνουν» την υιοθέτηση φορολογικής πολιτικής και, «ανάλογα με την περίπτωση», τιμολογιακής πολιτικής όσον αφορά τα προϊόντα καπνού.

47      Ομοίως, δεν μπορεί να συναχθεί καμία συγκεκριμένη ένδειξη όσον αφορά την προσφυγή σε συστήματα κατωτάτων ορίων τιμών από τη σύσταση 2003/54, πράξη η οποία εξάλλου στερείται δεσμευτικής ισχύος. Πράγματι, το χωρίο της πράξεως αυτής στο οποίο αναφέρεται η Ιρλανδία αποτελεί απλώς έκφραση της παραδοχής ότι οι υψηλές τιμές προϊόντων καπνού έχουν ως αποτέλεσμα να αποθαρρύνουν το κοινό να καταναλώνει τέτοια προϊόντα.

48      Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει από τη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, η οδηγία 95/59 δεν αποκλείει μια πολιτική τιμών η οποία δεν αντιστρατεύεται τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, ιδίως εκείνον του αποκλεισμού του ενδεχομένου στρεβλώσεως του ανταγωνισμού των διαφόρων κατηγοριών επεξεργασμένων καπνών που ανήκουν στην ίδια ομάδα.

49      Η Ιρλανδία ισχυρίζεται επίσης ότι το επίμαχο σύστημα κατωτάτου ορίου τιμής δικαιολογείται από τον σκοπό της προστασίας της ανθρώπινης υγείας και ζωής που προβλέπει το άρθρο 30 ΕΚ. Κατά το κράτος μέλος αυτό, η αύξηση του επιπέδου των φόρων δεν είναι ικανή να εξασφαλίσει αρκούντως υψηλές τιμές των προϊόντων καπνού, διότι οι καπνοβιομήχανοι ή οι εισαγωγείς μπορούν να απαμβλύνουν την αύξηση αυτή θυσιάζοντας ένα μέρος του περιθωρίου κέρδους τους, ή ακόμα και πωλώντας κάτω του κόστους.

50      Πρέπει να σημειωθεί, συναφώς, ότι το άρθρο 30 ΕΚ δεν πρέπει να νοείται ως επιτρέπον μέτρα άλλης φύσεως εκτός από τους ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών και επί των εξαγωγών και τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος που προβλέπουν τα άρθρα 28 ΕΚ και 29 ΕΚ (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2002, C-302/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2002, σ. I-2055, σκέψη 33). Όμως, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε παράβαση των τελευταίων αυτών διατάξεων.

51      Εντούτοις, η οδηγία 95/59 δεν εμποδίζει την Ιρλανδία να συνεχίσει να λαμβάνει μέτρα για την καταπολέμηση του καπνίσματος, με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας.

52      Ομοίως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο σκοπός αυτός δεν ελήφθη υπόψη στο πλαίσιο της εν λόγω οδηγίας.

53      Πράγματι, όπως τονίζεται στην έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/10, η οποία είναι η τελευταία πράξη που τροποποιεί την οδηγία 95/59/ΕΚ, το άρθρο 9 της οποίας ωστόσο παρέμεινε αμετάβλητο σε σχέση με την αρχική του διατύπωση, η Συνθήκη ΕΚ, και ειδικότερα το άρθρο 152, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, απαιτεί η διαμόρφωση και η εφαρμογή όλων των πολιτικών και δράσεων της Κοινότητας να εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας.

54      Η ίδια αιτιολογική σκέψη ορίζει επίσης ειδικότερα ότι το επίπεδο της φορολογήσεως αποτελεί μείζονος σημασίας παράγοντα της τιμής των προϊόντων καπνού, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει τις καπνιστικές συνήθειες των καταναλωτών. Ομοίως, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, όσον αφορά τα προϊόντα καπνού, η φορολογική ρύθμιση αποτελεί σημαντικό και αποτελεσματικό μέσον καταπολεμήσεως της καταναλώσεως των εν λόγω προϊόντων και ως εκ τούτου της προστασίας της δημόσιας υγείας (απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2006, C-140/05, Valeško, Συλλογή 2006, σ. I-10025, σκέψη 58) και ότι ο σκοπός που συνίσταται στον προσδιορισμό των τιμών των εν λόγω προϊόντων σε υψηλά επίπεδα μπορεί να επιδιώκεται κάλλιστα με αυξημένη φορολογία των προϊόντων αυτών, καθόσον αργά ή γρήγορα οι αυξήσεις των ειδικών φόρων καταναλώσεως θα έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών λιανικής, χωρίς τούτο να θίγει την ελευθερία προσδιορισμού των τιμών (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, προαναφερθείσα, σκέψη 31).

55      Επιπλέον, αν τα κράτη μέλη επιθυμούν να εξαλείψουν οριστικά κάθε δυνατότητα των καπνοβιομηχάνων ή των εισαγωγέων να απαμβλύνουν, ακόμα και πρόσκαιρα, την επίπτωση των φόρων επί των τιμών λιανικής των επεξεργασμένων καπνών με την πώλησή τους κάτω του κόστους, έχουν τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να απαγορεύουν την πώληση επεξεργασμένων προϊόντων καπνού σε τιμή χαμηλότερη από το άθροισμα της τιμής κόστους και του συνόλου των φόρων, παρέχοντας παράλληλα με τον τρόπο αυτόν τη δυνατότητα στους καπνοβιομηχάνους και στους εισαγωγείς να εκμεταλλεύονται ουσιαστικά το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που προκύπτει ενδεχομένως από χαμηλότερο κόστος κτήσεως (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 53, και Επιτροπή κατά Αυστρίας, σκέψη 43).

56      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτή όσον αφορά την αιτίαση σχετικά με την εντός της Ιρλανδίας επιβολή κατωτάτων ορίων τιμών λιανικής πωλήσεως τσιγάρων, αλλά πρέπει να απορριφθεί όσον αφορά την αιτίαση σχετικά με την εντός του κράτους μέλους αυτού επιβολή ανωτάτων ορίων τιμών λιανικής πωλήσεως τσιγάρων.

57      Κατά συνέπεια, πρέπει να διαπιστωθεί ότι η Ιρλανδία, επιβάλλοντας κατώτατα όρια τιμών λιανικής πωλήσεως τσιγάρων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59.

 Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 10 ΕΚ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

58      Κατά την Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 10 ΕΚ τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να διευκολύνουν την εκπλήρωση του έργου της, ειδικότερα απαντώντας σε αιτήματα παροχής πληροφοριών που η ίδια τους απευθύνει στο πλαίσιο διαδικασιών λόγω παραβάσεως. Όμως, η Ιρλανδία, παραλείποντας να παράσχει πληροφορίες επί της εφαρμοστέας ιρλανδικής νομοθεσίας παρά τα αιτήματα της Επιτροπής της 27ης Ιουλίου και της 1ης Οκτωβρίου 2002, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το εν λόγω άρθρο. Συγκεκριμένα, η απάντηση του κράτους μέλους αυτού, της 4ης Σεπτεμβρίου 2002, στο έγγραφο οχλήσεως της 23ης Οκτωβρίου 2001 δεν περιείχε τις ζητηθείσες πληροφορίες. Εξάλλου, η Ιρλανδία δεν απάντησε ούτε στο έγγραφο οχλήσεως της 17ης Οκτωβρίου 2003 ούτε στην αιτιολογημένη γνώμη της 9ης Ιουλίου 2004. Τέλος, με το από 10 Δεκεμβρίου 2004 έγγραφό της, η Ιρλανδία δεν συμμορφώθηκε προς τις υποχρεώσεις που υπέχει στον τομέα της συνεργασίας, δεδομένου ότι το τελευταίο αυτό έγγραφο απεστάλη δύο και πλέον έτη μετά τα αιτήματα παροχής πληροφοριών που της είχαν υποβληθεί.

59      Η Ιρλανδία υποστηρίζει ότι το Υπουργείο Υγείας και Παιδικής Ηλικίας διαβίβασε στις 30 Μαΐου 2002 αντίγραφο των νομοθετικών κειμένων τα οποία αφορά το αίτημα παροχής πληροφοριών της Επιτροπής στον κ. Medghoul. Στις 4 Σεπτεμβρίου 2002, το κράτος μέλος αυτό απάντησε τόσο στο έγγραφο οχλήσεως της 23ης Οκτωβρίου 2001 όσο και στο αίτημα παροχής πληροφοριών της Επιτροπής. Τέλος, με το έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2004, οι ιρλανδικές αρχές γνωστοποίησαν τη μόλις θεσπισθείσα εθνική νομοθεσία τους. Επομένως, η Επιτροπή είχε πλήρη γνώση της ιρλανδικής νομοθεσίας. Κατά συνέπεια, η Ιρλανδία αμφισβητεί ότι παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

60      Από το άρθρο 10 ΕΚ προκύπτει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να συνεργάζονται καλοπίστως όσον αφορά οποιαδήποτε έρευνα που διεξάγει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ και να της παρέχουν όλες τις ζητούμενες για το σκοπό αυτό πληροφορίες (βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2004, C-82/03, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2004, σ. I-6635, σκέψη 15 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61      Όμως, κατά τον χρόνο λήξεως της προθεσμίας που έτασσε η αιτιολογημένη γνώμη της 9ης Ιουλίου 2004, η οποία αφορούσε παράβαση του άρθρου 10 ΕΚ, η Ιρλανδία εξακολουθούσε να μην έχει παράσχει τις πληροφορίες που της είχαν ζητηθεί, ενώ είχε κληθεί προς τούτο επανειλημμένα. Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι μόλις με το έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2004 οι ιρλανδικές αρχές εξέθεσαν συνοπτικά την εθνική τους νομοθεσία στον τομέα της δημόσιας υγείας και του καπνού, στην πλέον πρόσφατη μορφή της.

62      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η Ιρλανδία, παραλείποντας να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκ μέρους της Επιτροπής εκτέλεση του συνιστάμενου στον έλεγχο της τηρήσεως της οδηγίας 95/59 έργου της, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

63      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Εντούτοις, μολονότι ένα μέρος της προσφυγής απορρίφθηκε, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφυγή της Επιτροπής είναι, κατ’ ουσίαν, βάσιμη. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Ιρλανδία πρέπει να καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Ιρλανδία, επιβάλλοντας κατώτατα όρια τιμών λιανικής πωλήσεως τσιγάρων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1995, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των [επεξεργασμένων] καπνών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/10/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2002.

2)      Η Ιρλανδία, παραλείποντας να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκ μέρους της Επιτροπής εκτέλεση του συνιστάμενου στον έλεγχο της τηρήσεως της οδηγίας 95/59 έργου της, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

4)      Καταδικάζει την Ιρλανδία στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.