ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 25ης Φεβρουαρίου 2010 ( *1 )

«Περιβάλλον — Οδηγία 1999/31/ΕΚ — Άρθρο 10 — Ειδικό τέλος επί της αποθέσεως των στερεών αποβλήτων — Υπαγωγή του φορέα εκμετάλλευσης χώρου υγειονομικής ταφής στο τέλος αυτό — Λειτουργικές δαπάνες χώρου υγειονομικής ταφής — Οδηγία 2000/35/ΕΚ — Τόκοι υπερημερίας»

Στην υπόθεση C-172/08,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε η Commissione tributaria provinciale di Roma (Ιταλία) με απόφαση της 1ης Απριλίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις , στο πλαίσιο της δίκης

Pontina Ambiente Srl

κατά

Regione Lazio,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τη C. Toader, πρόεδρο του ογδόου τμήματος, προεδρεύουσα του δευτέρου τμήματος, και τους C.W. A. Timmermans, K. Schiemann, P. Kūris (εισηγητή) και L. Bay Larsen, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: R. Şereş, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Ιουνίου 2009,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Pontina Ambiente Srl, εκπροσωπούμενη από τους F. Zadotti, ragioniere, και A. Presutti, avvocato,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την I. Bruni, επικουρούμενη από τον G. De Bellis, avvocato dello Stato,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους A. Aresu και J.-B. Laignelot,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 12 ΕΚ, 14 ΕΚ, 43 ΕΚ και 46 ΕΚ, του άρθρου 10 της οδηγίας 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (EE L 182, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της (EE L 284, σ. 1, στο εξής: οδηγία 1999/31), καθώς και της οδηγίας 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της , για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (EE L 200, σ. 35).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Pontina Ambiente Srl (στο εξής: Pontina Ambiente) και της Regione Lazio σχετικά με δύο πράξεις επιβολής τέλους με τις οποίες διαπιστώθηκε η εκ μέρους της Pontina Ambiente εκπρόθεσμη καταβολή του ειδικού τέλους επί της αποθέσεως των στερεών αποβλήτων για το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνο του 2004 και επιβλήθηκαν σε αυτή κυρώσεις, καθώς και η καταβολή τόκων.

Το νομικό πλαίσιο

Η νομοθεσία της Ενώσεως

3

Η εικοστή ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 1999/31 έχει ως εξής:

«ότι θα πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι η τιμή που χρεώνεται για τη διάθεση αποβλήτων με τη μέθοδο της υγειονομικής ταφής καλύπτει όλες τις δαπάνες οργάνωσης και λειτουργίας της εγκατάστασης, συμπεριλαμβανομένης κατά το δυνατόν της χρηματοοικονομικής ή άλλης ισοδύναμης εγγύησης την οποία πρέπει να παρέχει ο φορέας εκμετάλλευσης, και του εκτιμώμενου κόστους παύσης λειτουργίας και της απαιτούμενης μετέπειτα διαχείρισης».

4

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/31 προβλέπει τα εξής:

«Προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (EE L 194, σ. 39), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 96/350/ΕΚ της Επιτροπής, της (EE L 135, σ. 32, στο εξής: οδηγία 75/442)], και ιδίως των άρθρων 3 και 4, στόχος της παρούσας οδηγίας είναι, μέσω αυστηρών λειτουργικών και τεχνικών απαιτήσεων για τα απόβλητα και τους χώρους υγειονομικής ταφής, ο καθορισμός μέτρων, διαδικασιών και κατευθύνσεων για την κατά το δυνατόν πρόληψη ή μείωση των αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ειδικότερα δε της ρύπανσης των επιφανειακών και των υπογείων υδάτων, του εδάφους και της ατμόσφαιρας και των επιπτώσεων σε όλο το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένου του φαινομένου του θερμοκηπίου, καθώς και οποιουδήποτε κινδύνου προκύπτει για την υγεία του ανθρώπου από την υγειονομική ταφή των αποβλήτων καθ’ όλο τον κύκλο ζωής του χώρου υγειονομικής ταφής.»

5

Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 1999/31:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

λ)

φορέας εκμετάλλευσης, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που φέρει την ευθύνη για το χώρο ταφής σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο τελευταίος· το πρόσωπο αυτό μπορεί να είναι διαφορετικό μεταξύ των φάσεων προετοιμασίας του χώρου και μέριμνας έπειτα από την παύση λειτουργίας του·

[…]

n)

κάτοχος, ο παραγωγός των αποβλήτων ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην κατοχή του οποίου ευρίσκονται τα απόβλητα·

[…]».

6

Το άρθρο 10 της οδηγίας 1999/31 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλες οι δαπάνες κατασκευής και λειτουργίας ενός χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων, στις οποίες περιλαμβάνεται, στο μέτρο του δυνατού, το κόστος της χρηματοοικονομικής ή ισοδύναμης εγγύησης που αναφέρεται στο άρθρο 8, στοιχείο αʹ, σημείο iv, καθώς και το κατ’ εκτίμηση κόστος της παύσης λειτουργίας του χώρου και της μετέπειτα φροντίδας για το χώρο αυτό για χρονική περίοδο τουλάχιστον τριάντα ετών, καλύπτονται από την τιμή που χρεώνει ο φορέας εκμετάλλευσης για τη διάθεση οποιουδήποτε τύπου αποβλήτων στον εν λόγω χώρο. Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 1990, σχετικά με την ελεύθερη πληροφόρηση για θέματα περιβάλλοντος [EE L 158, σ. 56], τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη διαφάνεια κατά τη συλλογή και χρήση όλων των αναγκαίων πληροφοριών σχετικά με το κόστος.»

7

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 75/442 έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα για να προωθήσουν:

α)

κατά πρώτον, την πρόληψη ή τη μείωση της παραγωγής […] των αποβλήτων […]».

8

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/35 προβλέπει ότι οι διατάξεις αυτής εφαρμόζονται σε όλες τις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής στα πλαίσια εμπορικών συναλλαγών.

9

Κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2000/35, ως «εμπορική συναλλαγή» νοείται «κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία οδηγεί στην παράδοση αγαθών ή στην παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής».

10

Το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/35, με τίτλο «Τόκος σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής», προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τόκος καθίσταται απαιτητός σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής και μπορεί να απαιτηθεί από τον δανειστή που έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις και δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εγκαίρως, εκτός εάν δεν ευθύνεται ο οφειλέτης για την καθυστέρηση.

Η εθνική νομοθεσία

11

Προκειμένου να προαγάγει τη μείωση της παραγωγής αποβλήτων, καθώς και την ανάκτηση από τα απόβλητα πρώτων υλών και ενέργειας, το άρθρο 3, παράγραφος 24, του νόμου 549, της 28ης Δεκεμβρίου 1995, περί των μέτρων εξορθολογισμού των δημοσίων οικονομικών (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 302, της , στο εξής: νόμος 549/95), θεσπίζει ειδικό τέλος επί της αποθέσεως των στερεών αποβλήτων.

12

Βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 25, του νόμου 549/95, το γενεσιουργό γεγονός της επιβολής του τέλους είναι η απόθεση στερεών αποβλήτων.

13

Από το άρθρο 3, παράγραφος 26, του νόμου 549/95 προκύπτει ότι ο υποκείμενος στο εν λόγω τέλος είναι ο φορέας εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως της οριστικής αποθηκεύσεως, ο οποίος έχει την υποχρέωση να μετακυλίει το ίδιο αυτό τέλος σε αυτόν που αποθέτει τα απόβλητα στον χώρο υγειονομικής ταφής.

14

Το άρθρο 3, παράγραφος 27, του νόμου 549/95 προβλέπει ότι το ειδικό τέλος επί της αποθέσεως στερεών αποβλήτων σε χώρο υγειονομικής ταφής οφείλεται στις περιφέρειες.

15

Κατά το άρθρο 3, παράγραφοι 28 και 29, του νόμου 549/95, το καταβλητέο ποσό καθορίζεται με πολλαπλασιασμό του ποσού του τέλους αυτού επί την ποσότητα των αποβλήτων που αποτίθενται στον χώρο υγειονομικής ταφής εκφρασμένη σε χιλιόγραμμα, καθώς και επί ένα διορθωτικό συντελεστή ο οποίος λαμβάνει υπόψη το ειδικό βάρος, την ποιότητα και τις συνθήκες της αποθέσεως των αποβλήτων στον χώρο υγειονομικής ταφής.

16

Το άρθρο 3, παράγραφος 31, του νόμου 549/95 προβλέπει χρηματική κύρωση σε περίπτωση μη πληρωμής, ανεπαρκούς ή εκπρόθεσμης πληρωμής του εν λόγω τέλους, η οποία μπορεί να ανέλθει στο 400% του ποσού του τέλους που αφορά την εκτελεσθείσα εργασία.

17

Τα άρθρα 1, παράγραφος 1, και 2, στοιχείο a, του νομοθετικού διατάγματος 231, της 9ης Οκτωβρίου 2002, περί μεταφοράς της οδηγίας 2000/35 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (GURI αριθ. 249, της , σ. 16), επαναλαμβάνουν κατ’ ουσίαν το γράμμα των άρθρων 1 και 2, σημείο 1, της οδηγίας αυτής.

Η διαφορά της κύριας δίκης και η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως

18

Η Pontina Ambiente, που εδρεύει στη Ρώμη, πραγματοποιεί συλλογή και διάθεση αποβλήτων. Η δραστηριότητά της συνίσταται, μεταξύ άλλων, στο να δέχεται, σε προς τούτο προβλεπόμενο χώρο υγειονομικής ταφής, τα στερεά απόβλητα που προέρχονται από διάφορους δήμους της Regione Lazio, να τα αποθηκεύει, να τα επεξεργάζεται για τη δημιουργία παραγώγων προϊόντων και οργανικών λιπασμάτων, καθώς και για τη μείωση του όγκου τους.

19

Βάσει του νόμου 549/95 και του περιφερειακού νόμου εφαρμογής, η Pontina Ambiente υποχρεούται στην ανά τρίμηνο καταβολή, στη Regione Lazio, του ειδικού τέλους επί της αποθέσεως των στερεών αποβλήτων, το οποίο πρέπει να καταβάλλεται το αργότερο εντός του μηνός που έπεται της λήξεως του ημερολογιακού τριμήνου εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε η απόθεση των σχετικών αποβλήτων. Η Pontina Ambiente οφείλει να μετακυλίει το τέλος αυτό στους δήμους οι οποίοι προσκομίζουν τα απόβλητά τους στον χώρο υγειονομικής ταφής.

20

Η εν λόγω εταιρία κατέβαλε με καθυστέρηση το αναλογούν στο τρίτο και στο τέταρτο τρίμηνο του 2004 τέλος, πράγμα που οδήγησε τις αρμόδιες αρχές της Regione Lazio να της απευθύνουν τον Οκτώβριο του 2006 δύο πράξεις επιβολής του τέλους και, ταυτοχρόνως, να της επιβάλουν τις χρηματικές κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 31, του νόμου 549/95.

21

Στις 4 Ιανουαρίου 2007, η Pontina Ambiente ζήτησε από την Commissione tributaria την ακύρωση των μέτρων που έλαβε η Regione Lazio.

22

Η Pontina Ambiente έβαλε κατά των διατάξεων του νόμου 549/95, στον βαθμό που καθιστούν υπόχρεο καταβολής του επίμαχου τέλους τον φορέα εκμετάλλευσης του χώρου υγειονομικής ταφής. Αμφισβήτησε επίσης τις κυρώσεις που της επιβλήθηκαν λόγω της καθυστερήσεως κατά την καταβολή του τέλους αυτού στη Regione Lazio, καθόσον η καθυστέρηση αυτή οφειλόταν στους οικείους δήμους. Κατήγγειλε το γεγονός ότι η καταβολή του εν λόγω τέλους από τον φορέα εκμετάλλευσης του χώρου υγειονομικής ταφής δεν εξαρτάται από την εκ μέρους των οικείων δήμων πληρωμή του αντιτίμου για την παρασχεθείσα υπηρεσία και ότι ουδεμία κύρωση προβλέπεται κατά των δήμων αυτών.

23

Η εν λόγω εταιρία προέβαλε, μεταξύ άλλων, το ασύμβατο ορισμένων κανόνων εφαρμογής του επίμαχου τέλους, όσον αφορά τον καθορισμό του υποκειμένου στο τέλους αυτό και το καθεστώς των κυρώσεων σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής του, προς το δίκαιο της Ενώσεως και, ειδικότερα, προς τα άρθρα 12 ΕΚ, 14 ΕΚ, 43 ΕΚ, 46 ΕΚ, το άρθρο 10 της οδηγίας 1999/31, καθώς και προς τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2000/35.

24

Εκτιμώντας ότι οι αιτιάσεις που διατύπωσε η Pontina Ambiente θα μπορούσαν να είναι βάσιμες, η Commissione tributaria provinciale di Roma αποφάσισε ως ακολούθως:

«Θεωρώντας ότι το άρθρο 3, παράγραφοι 26 και 31, του νόμου 549/95, […] όπως τον ερμηνεύει […] η φορολογική υπηρεσία, σύμφωνα εξάλλου και με το αναμφισβήτητο νόημα του γράμματός του, θα μπορούσε να είναι αντίθετο προς τα άρθρα 12 [ΕΚ], 14 [ΕΚ], 43 [ΕΚ] και 46 [ΕΚ], καθώς και το άρθρο 10 της οδηγίας 1999/31[…], και [την έβδομη, τη δέκατη, τη δέκατη έκτη και τη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη] της οδηγίας 2000/35 […], θεωρώντας συνεπώς ότι ανακύπτει ζήτημα συμβατού της προπαρατεθείσας εθνικής νομοθεσίας προς το κοινοτικό δίκαιο, αναστέλλει τη διαδικασία και την εκτέλεση της πράξεως επιβολής του τέλους και ζητεί από το Δικαστήριο την επίλυση του ζητήματος, στο πλαίσιο των δικών του ειδικών αρμοδιοτήτων».

Επί της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως και της διατυπώσεως των ερωτημάτων

25

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διερωτάται ως προς το παραδεκτό της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, στον βαθμό που, αφενός, το αιτούν δικαστήριο δεν διατύπωσε ρητώς ερώτημα και, αφετέρου, με την εν λόγω αίτηση ζητείται από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του συμβατού της εθνικής νομοθεσίας προς το δίκαιο της Ενώσεως.

26

Περαιτέρω, η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή παρατηρούν ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει καμία ένδειξη βάσει της οποίας να μπορεί να κατανοηθεί ο λόγος για τον οποίο η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά τα άρθρα 12 ΕΚ, 14 ΕΚ, 43 ΕΚ και 46 ΕΚ.

27

Πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, το Δικαστήριο ναι μεν δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της συμβατότητας εθνικού μέτρου προς το δίκαιο της Ενώσεως, πλην όμως είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα απτόμενα του δικαίου της Ενώσεως ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να του δώσουν τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη συμβατότητα αυτή στο πλαίσιο της υποθέσεως που εκδικάζει (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, C-254/08, Futura Immobiliare κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I-6995, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28

Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι, καίτοι μεν το αιτούν δικαστήριο δεν διατύπωσε ρητώς ερώτημα, εντούτοις παρέσχε επαρκείς ενδείξεις, τόσον ως προς τα πραγματικά όσον και ως προς τα νομικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη διαφορά της κύριας δίκης, προκειμένου το Δικαστήριο να κατανοήσει το αντικείμενο της αιτήσεώς του και να του παράσχει ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων του δικαίου της Ενώσεως που μπορεί να είναι χρήσιμη στη λύση της εν λόγω διαφοράς.

29

Τούτο ισχύει όσον αφορά το άρθρο 10 της οδηγίας 1999/31 και την οδηγία 2000/35. Αντιθέτως, η απόφαση περί παραπομπής δεν παρέχει καμιά εξήγηση ως προς τη λυσιτέλεια της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως καθόσον αφορά τα άρθρα 12 ΕΚ, 14 ΕΚ, 43 ΕΚ και 46 ΕΚ. Ειδικότερα, δεν διευκρινίζει τον λόγο για τον οποίο τα εν λόγω άρθρα θα μπορούσαν να έχουν εφαρμογή στην κατάσταση την οποία περιγράφει και η οποία, όπως ορθώς τόνισε και η γενική εισαγγελέας στα σημεία 35 έως 38 των προτάσεών της, φαίνεται να είναι αμιγώς εσωτερική σε ένα και μόνο κράτος μέλος και δεν παρουσιάζει κανένα στοιχείο που να τη συνδέει με μια διασυνοριακή κατάσταση.

30

Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή, πλην καθόσον αφορά τα άρθρα 12 ΕΚ, 14 ΕΚ, 43 ΕΚ και 46 ΕΚ.

31

Από τις ενδείξεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο μπορεί να συναχθεί ότι η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά τα ακόλουθα ερωτήματα:

1)

Έχει το άρθρο 10 της οδηγίας 1999/31 την έννοια ότι αποκλείει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει στον φορέα εκμετάλλευσης χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων την καταβολή ειδικού τέλους επί της αποθέσεως σε χώρο υγειονομικής ταφής στερεών αποβλήτων το οποίο πρέπει να του ανακαταβληθεί από τον οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης που απέθεσε τα απόβλητα στον χώρο υγειονομικής ταφής και η οποία προβλέπει την επιβολή χρηματικών κυρώσεων κατά του φορέα εκμετάλλευσης σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής του τέλους αυτού, χωρίς εντούτοις να απαιτεί να ανακαταβάλλει ο εν λόγω οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης το εν λόγω τέλος στον φορέα αυτόν εκμετάλλευσης εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και να επιβαρύνεται, σε περίπτωση εκπρόθεσμης ανακαταβολής του τέλους, με το σύνολο των δαπανών που προκλήθηκαν από την καθυστέρησή του αυτή, συμπεριλαμβανομένου του ποσού των χρηματικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν στον εν λόγω φορέα εκμετάλλευσης;

2)

Έχει η οδηγία 2000/35 την έννοια ότι τα ποσά που οφείλει στον φορέα εκμετάλλευσης χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης που απέθεσε απόβλητα στον χώρο υγειονομικής ταφής αποβλήτων, όπως αυτά που οφείλονται λόγω ανακαταβολής τέλους, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας και ότι τα κράτη μέλη οφείλουν επομένως να διασφαλίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 3 αυτής, ότι τόκος καθίσταται απαιτητός σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής των εν λόγω ποσών;

Επί της ουσίας

Επί του πρώτου ερωτήματος

32

Βάσει του άρθρου 10 της οδηγίας 1999/31, τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα ώστε όλες οι δαπάνες κατασκευής και λειτουργίας ενός χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων να καλύπτονται από την τιμή που χρεώνει ο φορέας εκμετάλλευσης τέτοιου χώρου για τη διάθεση οποιουδήποτε τύπου αποβλήτων στον εν λόγω χώρο.

33

Όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 49 των προτάσεών της, το άρθρο 10 της οδηγίας 1999/31 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη καμία συγκεκριμένη μέθοδο όσον αφορά τη χρηματοδότηση του κόστους των χώρων υγειονομικής ταφής αποβλήτων. Κατά συνέπεια, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ενώσεως δεν υφίσταται καμία κανονιστική ρύθμιση, θεσπισθείσα βάσει του άρθρου 175 ΕΚ, η οποία να επιβάλλει στα κράτη μέλη συγκεκριμένη μέθοδο ως προς τη χρηματοδότηση του κόστους αυτού, οπότε η χρηματοδότηση αυτή μπορεί, κατ’ επιλογήν του ενδιαφερομένου κράτους μέλους, να διασφαλίζεται αδιακρίτως, με φόρο, με τέλος ή με οιονδήποτε άλλο τρόπο (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Futura Immobiliare κ.λπ., προαναφερθείσα, σκέψη 48).

34

Επομένως, το άρθρο 10 της οδηγίας 1999/31 δεν εμποδίζει την εκ μέρους κράτους μέλους θέσπιση ενός τέλους επί των αποτιθεμένων αποβλήτων το οποίο ο φορέας εκμετάλλευσης του χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων πρέπει να καταβάλλει και να μετακυλίει στον κάτοχο των αποβλήτων ο οποίος τα απέθεσε στον χώρο υγειονομικής ταφής. Ομοίως, το άρθρο αυτό δεν εμποδίζει την επιβολή κυρώσεων στον εν λόγω φορέα εκμετάλλευσης ο οποίος καταβάλλει το εν λόγω τέλος εκπρόθεσμα, καθόσον η πρόβλεψη τέτοιων κυρώσεων, όπως και ο προσδιορισμός του υποχρέου στην καταβολή του τέλους αυτού, εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών.

35

Το άρθρο 10 της οδηγίας 1999/31 απαιτεί πάντως, όπως τούτο προκύπτει επίσης από την εικοστή ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής, τη λήψη μέτρων από τα κράτη μέλη ώστε να εξασφαλίζεται ότι η τιμή που χρεώνεται για τη διάθεση αποβλήτων με τη μέθοδο της υγειονομικής ταφής να καθορίζεται έτσι ώστε να καλύπτει όλες τις δαπάνες οργάνωσης και λειτουργίας της εγκατάστασης.

36

Η απαίτηση αυτή αποτελεί έκφραση της αρχής ο ρυπαίνων πληρώνει, η οποία έχει ως συνέπεια, όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της οδηγίας 75/442 και της οδηγίας 2006/12/ΕΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, περί των στερεών αποβλήτων (EE L 114, σ. 9), ότι το κόστος της διαθέσεως των αποβλήτων πρέπει να βαρύνει τους κατόχους τους (βλ. αποφάσεις της , C-1/03, Van de Walle κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. I-7613, σκέψη 57· της , C-188/07, Commune de Mesquer, Συλλογή 2004, σ. I-4501, σκέψη 71, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Futura Immobiliare κ.λπ., σκέψεις 44 και 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η εν λόγω απαίτηση εξυπηρετεί τον σκοπό της οδηγίας 1999/31 ο οποίος, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτής, συνίσταται στην ικανοποίηση των επιταγών της οδηγίας 75/442, ιδίως δε του άρθρου 3 αυτής που επιβάλλει, μεταξύ άλλων, στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την προαγωγή της πρόληψης ή της μείωσης της παραγωγής αποβλήτων.

37

Από τα ανωτέρω προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι, όποιοι και αν είναι οι εθνικοί κανόνες που διέπουν τους χώρους υγειονομικής ταφής αποβλήτων, οι εν λόγω κανόνες πρέπει να εξασφαλίζουν ότι το σύνολο του κόστους λειτουργίας ενός τέτοιου χώρου πρέπει πράγματι να βαρύνει τους κατόχους των αποβλήτων που τα αποθέτουν στους χώρους υγειονομικής ταφής προς επεξεργασία.

38

Κατά συνέπεια, καίτοι κράτος μέλος μπορεί να θεσπίσει τέλος επί των αποβλήτων το οποίο καταβάλλει ο φορέας εκμετάλλευσης χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων και ανακαταβάλλεται σε αυτόν από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης που αποθέτουν απόβλητα στον χώρο υγειονομικής ταφής, εντούτοις τούτο τελεί υπό την προϋπόθεση ότι ο φορολογικός αυτός μηχανισμός συνοδεύεται από μέτρα που εξασφαλίζουν ότι το τέλος ανακαταβάλλεται πράγματι και εντός σύντομης προθεσμίας, προκειμένου ο εν λόγω φορέας εκμετάλλευσης να μην επωμίζεται υπερβολικές λειτουργικές επιβαρύνσεις συνδεόμενες με καθυστερήσεις πληρωμής εκ μέρους των εν λόγω οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και να μην παραβιάζεται έτσι η αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει. Συγκεκριμένα, το να επωμιστεί ο φορέας εκμετάλλευσης τέτοιες επιβαρύνσεις, θα έχει ως συνέπεια την επιβάρυνση του εν λόγω φορέα εκμετάλλευσης με το κόστος διαθέσεως αποβλήτων τα οποία δεν δημιούργησε, αλλά των οποίων απλώς εξασφαλίζει τη διάθεση στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του ως παρέχοντος υπηρεσίες.

39

Εν πάση περιπτώσει, ακριβώς επειδή τέλος όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, υπολογιζόμενο βάσει της ποσότητας αποβλήτων που έχουν αποτεθεί σε χώρο υγειονομικής ταφής αποβλήτων, αποτελεί λειτουργική δαπάνη, κατά την έννοια του άρθρου 10 της οδηγίας 1999/31, περιλαμβανόμενη στην τιμή που πρέπει να καταβληθεί στον φορέα εκμετάλλευσης χώρου υγειονομικής ταφής από τον κάτοχο αποβλήτων ο οποίος τα απέθεσε στον χώρο υγειονομικής ταφής, όλες οι δαπάνες που συνδέονται με την είσπραξη των ποσών που οφείλονται συναφώς από τον κάτοχο των αποβλήτων στον εν λόγω φορέα εκμετάλλευσης και, ειδικότερα, οι δαπάνες που προκύπτουν από την καθυστέρηση κατά την πληρωμή των ποσών αυτών, στις οποίες περιλαμβάνονται οι ενδεχόμενες δαπάνες προς αποφυγή της επιβολής χρηματικής κυρώσεως, πρέπει, για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του άρθρου 10 της οδηγίας 1999/31, να ενσωματώνονται στην τιμή αυτή.

40

Το αυτό ισχύει για τις χρηματικές κυρώσεις που επιβάλλονται στον φορέα εκμετάλλευσης χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων λόγω της καθυστερημένης πληρωμής ενός τέτοιου τέλους όταν η καθυστέρηση αυτή οφείλεται στην καθυστέρηση του κατόχου των αποβλήτων να ανακαταβάλει τα οφειλόμενα ποσά του τέλους αυτού, πράγμα που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.

41

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10 της οδηγίας 1999/31 έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει στον φορέα εκμετάλλευσης χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων την καταβολή τέλους, το οποίο πρέπει να του ανακαταβάλει ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης ο οποίος απέθεσε απόβλητα στον χώρο υγειονομικής ταφής, και η οποία προβλέπει την επιβολή χρηματικών κυρώσεων στον φορέα εκμετάλλευσης σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής του τέλους αυτού, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση συνοδεύεται από μέτρα που εξασφαλίζουν ότι το εν λόγω τέλος ανακαταβάλλεται πράγματι και εντός σύντομης προθεσμίας και ότι όλες οι δαπάνες που συνδέονται με την είσπραξη και, ειδικότερα, οι δαπάνες που προκύπτουν από την καθυστέρηση πληρωμής στον φορέα αυτόν εκμετάλλευσης των οφειλομένων ποσών του τέλους αυτού από τον εν λόγω οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, συμπεριλαμβανομένων των χρηματικών κυρώσεων που ενδεχομένως επιβλήθηκαν στον φορέα εκμετάλλευσης λόγω της καθυστέρησης αυτής, ενσωματώνονται στην τιμή που πρέπει να καταβάλει ο οργανισμός αυτός τοπικής αυτοδιοίκησης στον εν λόγω φορέα εκμετάλλευσης. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

42

Η οδηγία 2000/35, αφού αναφέρει στο άρθρο της 1 ότι οι διατάξεις της εφαρμόζονται σε όλες τις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής στα πλαίσια εμπορικών συναλλαγών, ορίζει, στο άρθρο της 2, σημείο 1, ως «εμπορική συναλλαγή»«κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία οδηγεί στην παράδοση αγαθών ή στην παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής».

43

Οι διατάξεις αυτές μεταφέρθηκαν με παρόμοια διατύπωση στην ιταλική έννομη τάξη με το νομοθετικό διάταγμα 231, της 9ης Οκτωβρίου 2002.

44

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρόκειται για τη σχέση μεταξύ του φορέα εκμετάλλευσης του χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων και του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης που αποθέτει απόβλητα στον εν λόγω χώρο υγειονομικής ταφής, από τις περιεχόμενες στην απόφαση περί παραπομπής ενδείξεις προκύπτει ότι ο φορέας αυτός εκμετάλλευσης παρέχει σε αυτόν τον οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης μια υπηρεσία, ήτοι τη διάθεση των αποβλήτων που αποτίθενται στον χώρο υγειονομικής ταφής αποβλήτων, ο δε οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης του καταβάλλει ως αντιπαροχή μια αμοιβή περιλαμβάνουσα, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 26, του νόμου 549/95, το ποσό του ειδικού τέλους που καταβλήθηκε από αυτόν.

45

Φαίνεται επομένως ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Ιταλική Κυβέρνηση, η σχέση μεταξύ του φορέα εκμετάλλευσης του χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων και του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης που αποθέτει απόβλητα στον εν λόγω χώρο υγειονομικής ταφής συνιστά συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεως και οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης με αντικείμενο παροχή υπηρεσίας έναντι αμοιβής και, συνεπώς, εμπορική συναλλαγή κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2000/35.

46

Επομένως, οι πληρωμές που πραγματοποιούνται ως αμοιβή για μια τέτοια συναλλαγή εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/35.

47

Από τα ανωτέρω έπεται ότι, σε κατάσταση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/35, τόκος καθίσταται απαιτητός σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής των ποσών που οφείλει συναφώς στον φορέα εκμετάλλευσης χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης που αποθέτει απόβλητα στον εν λόγω χώρο υγειονομικής ταφής, ποσών τα οποία περιλαμβάνουν ενδεχομένως, όπως τονίστηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, το ποσό του τέλους που καταβλήθηκε από τον εν λόγω φορέα εκμετάλλευσης και το οποίο πρέπει να ανακαταβληθεί από τον οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης που απέθεσε τα απόβλητα αυτά στον εν λόγω χώρο υγειονομικής ταφής.

48

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 1, 2, σημείο 1, και 3 της οδηγίας 2000/35 έχουν την έννοια ότι τα ποσά που οφείλονται στον φορέα εκμετάλλευσης χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων από οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης που απέθεσε απόβλητα στον εν λόγω χώρο υγειονομικής ταφής, όπως είναι τα ποσά που οφείλονται λόγω ανακαταβολής τέλους, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας και τα κράτη μέλη πρέπει συνεπώς να διασφαλίζουν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 αυτής, ο εν λόγω φορέας εκμετάλλευσης μπορεί να απαιτήσει τόκο σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής των εν λόγω ποσών που καταλογίζονται στον οργανισμό αυτόν τοπικής αυτοδιοίκησης.

Επί των δικαστικών εξόδων

49

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 10 της οδηγίας 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της , έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει στον φορέα εκμετάλλευσης χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων την καταβολή τέλους, το οποίο πρέπει να του ανακαταβάλει ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης ο οποίος απέθεσε απόβλητα στον χώρο υγειονομικής ταφής, και η οποία προβλέπει την επιβολή χρηματικών κυρώσεων στον φορέα εκμετάλλευσης σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής του τέλους αυτού, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση συνοδεύεται από μέτρα που εξασφαλίζουν ότι το εν λόγω τέλος ανακαταβάλλεται πράγματι και εντός σύντομης προθεσμίας και ότι όλες οι δαπάνες που συνδέονται με την είσπραξη και, ειδικότερα, οι δαπάνες που προκύπτουν από την καθυστέρηση πληρωμής στον φορέα αυτόν εκμετάλλευσης των οφειλομένων ποσών του τέλους αυτού από τον εν λόγω οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, συμπεριλαμβανομένων των χρηματικών κυρώσεων που ενδεχομένως επιβλήθηκαν στον φορέα εκμετάλλευσης λόγω της καθυστέρησης αυτής, ενσωματώνονται στην τιμή που πρέπει να καταβάλει ο οργανισμός αυτός τοπικής αυτοδιοίκησης στον εν λόγω φορέα εκμετάλλευσης. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.

 

2)

Τα άρθρα 1, 2, σημείο 1, και 3 της οδηγίας 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, έχουν την έννοια ότι τα ποσά που οφείλονται στον φορέα εκμετάλλευσης χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων από οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης που απέθεσε απόβλητα στον εν λόγω χώρο υγειονομικής ταφής, όπως είναι τα ποσά που οφείλονται λόγω ανακαταβολής τέλους, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας και τα κράτη μέλη πρέπει συνεπώς να διασφαλίζουν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 αυτής, ο εν λόγω φορέας εκμετάλλευσης μπορεί να απαιτήσει τόκο σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής των εν λόγω ποσών που καταλογίζονται στον οργανισμό αυτόν τοπικής αυτοδιοίκησης.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.