ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 25ης Μαρτίου 2010 (1)

Υπόθεση C‑439/08

VZW Vlaamse federatie van verenigingen van Brood– en Banketbakkers, Ijsbereiders en Chocoladebewerkers (VEBIC)

κατά

Raad voor de Mededinging,

Minister van Economie

[αίτηση του hof van beroep te Brussel (Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Πολιτική ανταγωνισμού – Ερμηνεία των άρθρων 2, 5, 15, παράγραφος 3, και 35, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 – Εθνική διαδικασία – Υποβολή από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού γραπτών παρατηρήσεων και προβολή πραγματικών και νομικών λόγων στο πλαίσιο εφέσεως στρεφόμενης κατ’ αποφάσεως των αρχών αυτών – Ύπαρξη πλειόνων αρχών ανταγωνισμού σε ένα κράτος μέλος – Αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας»





I –    Εισαγωγή

1.        Η παρούσα αίτηση για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 2, 5, 15, παράγραφος 3, και 35 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (2).

2.        Στην ουσία, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν οι προαναφερθείσες διατάξεις επιτρέπουν, αν δεν υποχρεώνουν, τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις ή να καταθέσουν υπόμνημα αντικρούσεως στο πλαίσιο εφέσεως ασκηθείσας κατ’ αποφάσεως εκδοθείσας από μια εξ αυτών.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α –     Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

3.        Το άρθρο 2 του κανονισμού 1/2003, που φέρει τον τίτλο «βάρος αποδείξεως», ορίζει τα εξής:

«Στο πλαίσιο του συνόλου των εθνικών και των κοινοτικών διαδικασιών εφαρμογής των άρθρων 81 και 82 [ΕΚ], η απόδειξη της παράβασης του άρθρου 81, παράγραφος 1, ή του άρθρου 82 [ΕΚ] βαρύνει το μέρος ή την αρχή που [επικαλείται] την παράβαση. Η απόδειξη ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 81, παράγραφος 3, [ΕΚ] βαρύνει την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που επικαλείται τη διάταξη αυτή.»

4.        Το άρθρο 5 του κανονισμού 1/2003 ορίζει τα εξής:

«Οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών είναι αρμόδιες να εφαρμόζουν τα άρθρα 81 και 82 [ΕΚ] σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Προς τον σκοπό αυτό, δύνανται, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας, να εκδίδουν τις ακόλουθες αποφάσεις:

–        για την παύση της παράβασης,

–        για τη λήψη προσωρινών μέτρων,

–        για την αποδοχή ανάληψης δεσμεύσεων,

–        για την επιβολή προστίμου, χρηματικής ποινής ή κάθε άλλης κύρωσης προβλεπόμενης από την εθνική τους νομοθεσία.

Εάν με βάση τις πληροφορίες που διαθέτουν διαπιστώσουν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις μιας απαγόρευσης, δύνανται επίσης να αποφαίνονται ότι δεν συντρέχει λόγος δράσης από μέρους τους».

5.        Στο άρθρο 15 του ιδίου κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «συνεργασία με τα εθνικά δικαστήρια», ορίζεται ότι:

«1.      Στο πλαίσιο των διαδικασιών εφαρμογής του άρθρου 81 ή του άρθρου 82 [ΕΚ], τα δικαστήρια των κρατών μελών δύνανται να ζητούν από την Επιτροπή να τους διαβιβάσει πληροφορίες που κατέχει ή τη γνώμη της επί ζητημάτων που άπτονται της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας ανταγωνισμού.

2.      Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή αντίγραφο οποιασδήποτε γραπτής απόφασης εθνικού δικαστηρίου επί της εφαρμογής του άρθρου 81 ή του άρθρου 82 [ΕΚ]. Το εν λόγω αντίγραφο διαβιβάζεται το συντομότερο δυνατόν μετά την ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιείται στα μέρη η πλήρης γραπτή απόφαση.

3.      Οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών μπορούν να υποβάλλουν εξ ιδίας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις στα εθνικά δικαστήρια της χώρας τους σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 81 ή του άρθρου 82 [ΕΚ]. Με την άδεια του εν λόγω δικαστηρίου, μπορούν επίσης να υποβάλλουν προφορικές παρατηρήσεις. Όταν το απαιτεί η συνεπής εφαρμογή του άρθρου 81 και του άρθρου 82 [ΕΚ], η Επιτροπή δύναται να υποβάλλει εξ ιδίας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις στα δικαστήρια των κρατών μελών. Με την άδεια του εν λόγω δικαστηρίου, μπορεί επίσης να υποβάλλει προφορικές παρατηρήσεις.

Προκειμένου να προετοιμάσουν τις παρατηρήσεις τους και μόνο, οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών και η Επιτροπή δύνανται να ζητούν από το οικείο δικαστήριο του κράτους μέλους να τους διαβιβάσει οποιοδήποτε αναγκαίο έγγραφο για την αξιολόγηση της υπόθεσης ή να εξασφαλίσει τη διαβίβασή του.

4.      Το παρόν άρθρο δεν θίγει την ευρύτερη εξουσία υποβολής παρατηρήσεων ενώπιον των δικαστηρίων την οποία παρέχει στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών η εθνική τους νομοθεσία.»

6.        Τέλος, το άρθρο 35 του κανονισμού 1/2003 προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη ορίζουν την αρχή ανταγωνισμού ή τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 [ΕΚ] κατά τρόπον ώστε να τηρούνται όντως οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την παραχώρηση στις αρχές αυτές της εξουσίας να εφαρμόζουν τα εν λόγω άρθρα λαμβάνονται πριν από την 1η Μαΐου 2004. [Μεταξύ των οριζόμενων αρχών ενδέχεται να περιλαμβάνονται και] δικαστήρια.

2.      Όταν η επιβολή της κοινοτικής νομοθεσίας ανταγωνισμού ανατίθεται σε εθνικές διοικητικές και δικαστικές αρχές, τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν διάφορες εξουσίες και καθήκοντα στις διάφορες αυτές εθνικές αρχές, είτε είναι διοικητικές είτε δικαστικές.

3.      Τα αποτελέσματα του άρθρου 11, παράγραφος 6, εφαρμόζονται στις αρχές που ορίζουν τα κράτη μέλη, περιλαμβανομένων των δικαστηρίων που ασκούν καθήκοντα σχετικά με την προπαρασκευή και την έκδοση τύπων αποφάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 5. Tα αποτελέσματα του άρθρου 11, παράγραφος 6, δεν εκτείνονται στα δικαστήρια εφόσον αυτά ενεργούν ως δευτεροβάθμια όργανα σε σχέση με τους τύπους αποφάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 5.

4.      Παρά την παράγραφο 3, όταν [εντός των κρατών μελών], για την έκδοση ορισμένων τύπων αποφάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 5, μια αρχή προσφεύγει σε δικαστική αρχή που είναι ανεξάρτητη και διάφορη της διωκτικής αρχής και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρούσας παραγράφου, τα αποτελέσματα του άρθρου 11, παράγραφος 6, εφαρμόζονται μόνο στη συγκεκριμένη διωκτική αρχή, η οποία αποσύρει την αίτησή της προς τη δικαστική αρχή μόλις κινήσει διαδικασία η Επιτροπή, με αυτή δε την απόσυρση λήγει [στην πράξη] η εθνική διαδικασία.»

 B –      Η εθνική νομοθεσία

7.        Το άρθρο 1 του νόμου περί προστασίας του οικονομικού ανταγωνισμού (3) (στο εξής: ΝΠΟΑ [LCPE]), που τέθηκε σε ισχύ την 1η Οκτωβρίου 2006, ορίζει τη βελγική αρχή ανταγωνισμού ως εξής:

«4º Βελγική αρχή ανταγωνισμού: το [σ]υμβούλιο ανταγωνισμού και η [υ]πηρεσία ανταγωνισμού παρά τω Ομοσπονδιακώ Υπουργείω Οικονομίας, ΜΜΕ, Μεσαίων Τάξεων και Ενεργείας, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους που ορίζει ο παρών νόμος.

Η βελγική αρχή ανταγωνισμού είναι η αρχή ανταγωνισμού που είναι αρμόδια για την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 [ΕΚ], εφαρμογή την οποία αφορά το άρθρο 35 του κανονισμού [1/2003].»

8.        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ΝΠΟΑ προβλέπει:

«Απαγορεύονται, χωρίς να είναι αναγκαία προηγούμενη απόφαση σχετικά, όλες οι αποφάσεις μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και όλες οι εναρμονισμένες πρακτικές που έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να εμποδίσουν, να περιορίσουν ή να στρεβλώσουν αισθητά τον ανταγωνισμό στη σχετική βελγική αγορά ή σε σημαντικό μέρος της και ιδίως αυτές που συνίστανται:

1.      στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων των συναλλαγών,

[…]».

9.        Στο άρθρο 11 του ΝΠΟΑ ορίζεται ότι:

«§1 Ιδρύεται [σ]υμβούλιο ανταγωνισμού. Το [σ]υμβούλιο αυτό είναι διοικητικό δικαστήριο το οποίο έχει την εξουσία εκδόσεως αποφάσεων και τις λοιπές αρμοδιότητες που του παρέχει ο παρών νόμος.

§2 Το [σ]υμβούλιο ανταγωνισμού αποτελείται από:

1º το σώμα των συμβούλων·

2º την ελεγκτική αρχή·

3º τη γραμματεία.

[…]»

10.      Στο άρθρο 12 του ΝΠΟΑ αναφέρεται ότι:

«§1 Το σώμα των συμβούλων αποτελείται από δώδεκα συμβούλους [...]».

11.      Το άρθρο 20 του εν λόγω νόμου ορίζει ότι:

«Κάθε τμήμα του [σ]υμβουλίου και ο πρόεδρος ή ο σύμβουλος τον οποίο αυτός ορίζει σε περίπτωση προσωρινών μέτρων αποφαίνονται με αιτιολογημένη απόφαση επί όλων των υποθέσεων των οποίων έχουν επιληφθεί, μετά από ακρόαση των ενδιαφερομένων καθώς και, κατόπιν αιτήσεώς τους, των τυχόν καταγγελλόντων, ή του δικηγόρου της επιλογής τους.»

12.      Με το άρθρο 25 του ΝΠΟΑ ιδρύεται παρά τω συμβουλίω ανταγωνισμού ελεγκτική αρχή, συγκροτούμενη από τουλάχιστον έξι και το πολύ δέκα μέλη, στα οποία περιλαμβάνεται ο γενικός ελεγκτής και οι ελεγκτές ή οι αναπληρωτές ελεγκτές.

13.      Το άρθρο 29 του ιδίου νόμου ορίζει ότι:

«§1 Οι ελεγκτές είναι αρμόδιοι:

1º να παραλαμβάνουν τις καταγγελίες και τις αιτήσεις προσωρινών μέτρων που αφορούν πρακτικές περιοριστικές του ανταγωνισμού, καθώς και τις ανακοινώσεις συγκεντρώσεων·

2º να διευθύνουν και να οργανώνουν την έρευνα και να μεριμνούν για την εκτέλεση των αποφάσεων του [σ]υμβουλίου ανταγωνισμού·

3º να εκδίδουν παραγγελίες προς τους δημοσίους λειτουργούς της [υ]πηρεσίας ανταγωνισμού με τις οποίες τους ανατίθενται οι εκάστοτε αποστολές [...]·

4º να συντάσσουν και να καταθέτουν αιτιολογημένες εισηγήσεις στο [σ]υμβούλιο ανταγωνισμού·

5º να θέτουν στο αρχείο τις καταγγελίες και τις αιτήσεις προσωρινών μέτρων·

[…]

§2 […] Τηρουμένου του άρθρου 27, οι ελεγκτές δεν δύνανται να ζητούν ούτε να δέχονται διαταγές ή οδηγίες σχετικά με τον χειρισμό των υποθέσεων που εισάγονται βάσει του άρθρου 44, §1, ή σχετικά με τη θέση που λαμβάνουν κατά τις συνεδριάσεις της ελεγκτικής αρχής που έχουν ως αντικείμενο τον καθορισμό των προτεραιοτήτων της πολιτικής για την εφαρμογή του νόμου και τον καθορισμό της σειράς εξετάσεως των υποθέσεων.

§3 Όταν η ελεγκτική αρχή αποφασίζει να κινήσει έρευνα βάσει του άρθρου 44, § 1, ο δημόσιος λειτουργός που διευθύνει την [υ]πηρεσία ανταγωνισμού ορίζει, κατόπιν συνεννοήσεως με τον γενικό ελεγκτή, τους δημόσιους λειτουργούς της εν λόγω [υ]πηρεσίας που απαρτίζουν την ομάδα που αναλαμβάνει την έρευνα.

Οι δημόσιοι λειτουργοί που έχουν οριστεί μέλη ομάδας έρευνας δεν δύνανται να λάβουν διαταγές ή οδηγίες παρά μόνον από τον ελεγκτή που διευθύνει την έρευνα αυτή.

[…]»

14.      Κατά το άρθρο 34 του ΝΠΟΑ, η υπηρεσία ανταγωνισμού είναι ιδίως αρμόδια για τον εντοπισμό και την εξέταση των πρακτικών στις οποίες αναφέρεται το κεφάλαιο II, υπό την εποπτεία της ελεγκτικής αρχής.

15.      Κατά το άρθρο 45, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του ΝΠΟΑ, οσάκις η ελεγκτική αρχή εκτιμά ότι η καταγγελία ή η αίτηση ή, ενδεχομένως, μια αυτεπάγγελτη έρευνα είναι βάσιμη, ο ελεγκτής καταθέτει, για λογαριασμό της ελεγκτικής αρχής, αιτιολογημένη εισήγηση ενώπιον του αρμοδίου τμήματος του συμβουλίου ανταγωνισμού. Η εισήγηση αυτή περιλαμβάνει την έκθεση της έρευνας, τις αιτιάσεις καθώς και πρόταση αποφάσεως. Συνοδεύεται από τον φάκελο της έρευνας και από κατάλογο των εγγράφων που τον απαρτίζουν. Ο κατάλογος αυτός επισημαίνει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εγγράφων σε σχέση με καθένα από τα μέρη που έχουν πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης.

16.      Το άρθρο 75 του ΝΠΟΑ ορίζει τα εξής:

«Κατά των αποφάσεων του [σ]υμβουλίου ανταγωνισμού και του προέδρου του […] δύναται να ασκηθεί έφεση ενώπιον του Cour d’appel de Bruxelles, εκτός όταν το [σ]υμβούλιο ανταγωνισμού αποφαίνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 79 (4).

Το Cour d’appel έχει πλήρη δικαιοδοσία όσον αφορά τις φερόμενες περιοριστικές του ανταγωνισμού πρακτικές και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, όσον αφορά τις επιβληθείσες κυρώσεις [...]. Το Cour d’appel δύναται να λάβει υπόψη τις εξελίξεις που έλαβαν χώρα μετά την εφεσιβαλλόμενη απόφαση του [σ]υμβουλίου.

Το Cour d’appel δύναται να επιβάλλει πρόστιμα και χρηματικές ποινές σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος 8 του κεφαλαίου IV.»

17.      Το άρθρο 76 του ΝΠΟΑ ορίζει τα εξής:

«§1 Δεν δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο χωριστής εφέσεως οι αποφάσεις με τις οποίες το [σ]υμβούλιο ανταγωνισμού παραπέμπει την υπόθεση στον ελεγκτή.

§2 Οι κατά το άρθρο 75 εφέσεις δύνανται να ασκηθούν από τα μέρη που εμπλέκονται στη διαδικασία ενώπιον του [σ]υμβουλίου [ανταγωνισμού], από τον καταγγέλλοντα, καθώς και από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που δικαιολογεί έννομο συμφέρον σύμφωνα με το άρθρο 48, §2, ή το άρθρο 57, §2, και που είχε ζητήσει να ακουστεί από το [σ]υμβούλιο [ανταγωνισμού]. ΄Έφεση δύναται να ασκήσει και ο υπουργός, χωρίς να πρέπει να δικαιολογήσει έννομο συμφέρον και χωρίς να έχει εκπροσωπηθεί ενώπιον του [σ]υμβουλίου ανταγωνισμού.

[…]

Εντός πέντε ημερών από της καταθέσεως της εφέσεως, ο εφεσείων οφείλει, επί ποινή απαραδέκτου αυτής, να απευθύνει αντίγραφο της εφέσεώς του, με συστημένη επιστολή επί αποδείξει παραλαβής, στα μέρη στα οποία κοινοποιήθηκε η εφεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από το έγγραφο κοινοποιήσεως που προβλέπει το άρθρο 67, στο [σ]υμβούλιο ανταγωνισμού καθώς και στον υπουργό, εφόσον αυτός δεν είναι ο εφεσείων.

Είναι δυνατό να ασκηθεί παρεμπίπτουσα έφεση. Είναι παραδεκτή μόνον εφόσον υποβληθεί εντός μηνός από της παραλαβής της επιστολής που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο.

[…]

Το Cour [d’appel de Bruxelles] δύναται να ζητήσει από την ελεγκτική αρχή παρά τω [σ]υμβουλίω ανταγωνισμού να διεξαγάγει έρευνα και να του κοινοποιήσει σχετική έκθεση. Στην περίπτωση αυτή, η ελεγκτική αρχή διαθέτει τις ανακριτικές αρμοδιότητες που προβλέπονται στο πρώτο τμήμα του κεφαλαίου IV.

[…]

Ο υπουργός δύναται να καταθέσει γραπτές παρατηρήσεις στη γραμματεία του Cour d’appel de Bruxelles και να λάβει γνώση της δικογραφίας που τηρείται στη γραμματεία. Το Cour d’appel de Bruxelles τάσσει προθεσμία για την κατάθεση των παρατηρήσεων αυτών. Η γραμματεία τις φέρει σε γνώση των διαδίκων.

[…]»

III – Η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

18.      Μετά την απελευθέρωση των τιμών του άρτου στο Βέλγιο, την 1η Ιουλίου 2004, ο Υπουργός Οικονομίας απηύθυνε έγγραφο στο συμβούλιο ανταγωνισμού με το οποίο το κάλεσε να ερευνήσει κατά προτεραιότητα την τυχόν ύπαρξη συμφωνιών επί των τιμών μεταξύ των ενώσεων αρτοποιών και των αρτοποιών.

19.      Στις 20 Απριλίου 2005, η υπηρεσία ανταγωνισμού απέστειλε αιτήσεις πληροφοριών, ιδίως στη Vlaamse federatie van verenigingen van Brood- en Banketbakkers, Ijsbereiders en Chocoladebewerkers VZW (στο εξής: VEBIC), ένωση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα η οποία συνεστήθη με σκοπό να υπερασπίζεται τα συμφέροντα, ιδίως, των επαρχιακών ενώσεων βιοτεχνών αρτοποιών και ζαχαροπλαστών της Φλάνδρας. Η VEBIC διαβίβασε τις αιτηθείσες πληροφορίες.

20.      Κατόπιν διεξαγωγής αποδεικτικών μέτρων στο πλαίσιο της έρευνάς του, στις 8 Ιουνίου 2007, ο γενικός ελεγκτής παρά τω συμβουλίω ανταγωνισμού διαβίβασε στον πρόεδρο του συμβουλίου την εισήγησή του που περιείχε τις αιτιάσεις και τον φάκελο της διεξαχθείσης έρευνας, η οποία απεστάλη στην VEBIC. Η εν λόγω εισήγηση ανέφερε ότι οι αποφάσεις των ομοσπονδιών των αρτοποιών δεν είχαν επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και ότι, για τον λόγο αυτό, δεν μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής στις εξετασθείσες πρακτικές οι κοινοτικοί κανόνες περί ανταγωνισμού. Αντίθετα, η ελεγκτική αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η VEBIC παρέβη το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ΝΠΟΑ καθόσον, στην ουσία, κοινολόγησε προς τα μέλη της και δημοσίευσε δείκτη της τιμής του άρτου καθώς και τον τρόπο διαμορφώσεως των σχετικών εξόδων.

21.      Ο γενικός ελεγκτής πρότεινε επίσης στο αρμόδιο τμήμα του συμβουλίου ανταγωνισμού, αφενός, να επιβάλει στην VEBIC πρόστιμο, λαμβάνοντας υπόψη επιβαρυντικές περιστάσεις, αφού η εν λόγω ένωση γνώριζε τον παράνομο χαρακτήρα των συμφωνιών σχετικά με τις τιμές και δεν έκανε χρήση της δυνατότητας να υποβάλει στην αρχή ανταγωνισμού τη μέθοδο υπολογισμού της τιμής, και, αφετέρου, να απαγορεύσει την επικρινόμενη πρακτική επιβάλλοντας χρηματική ποινή σε περίπτωση μη συμμορφώσεως με την απαγόρευση.

22.      Στις 13 Αυγούστου 2007, η VEBIC κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις επί της εισηγήσεως της ελεγκτικής αρχής.

23.      Με απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2008, το συμβούλιο ανταγωνισμού διαπίστωσε ότι η VEBIC διέπραξε παράβαση του άρθρου 2 του ΝΠΟΑ, κατά το διάστημα μεταξύ 1ης Ιουλίου 2004 και 8ης Ιουνίου 2007, απαγόρευσε την εν λόγω πρακτική και επέβαλε στην VEBIC πρόστιμο ύψους 29 121 ευρώ.

24.      Στις 22 Φεβρουαρίου 2008, η VEBIC άσκησε έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του hof van beroep te Brussel (Cour d’appel Βρυξελλών) (Βέλγιο).

25.      Κατά το εν λόγω δικαστήριο, οι διατάξεις του ΝΠΟΑ, ιδίως τα άρθρα του 75 και 76, δεν επιτρέπουν ούτε στην ελεγκτική αρχή ούτε στο συμβούλιο ανταγωνισμού να λάβει μέρος στην ενώπιον του Cour d’appel διαδικασία. Μια τέτοια απαγόρευση εξυπακούεται προκειμένου για την ελεγκτική αρχή, αφού μπορεί να της ανατεθεί από το Cour d’appel η διεξαγωγή έρευνας. Μόνο ο ομοσπονδιακός Υφυπουργός Οικονομίας μπορεί να ζητήσει τη μεταρρύθμιση της αποφάσεως του συμβουλίου ανταγωνισμού και να καταστεί διάδικος στη δίκη ενώπιον του Cour d’appel.

26.      Ωστόσο, στη διαφορά που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι διάδικος στη διαδικασία για την εκδίκαση της εφέσεως είναι μόνο η VEBIC, αφού ο υπουργός δεν έκανε χρήση της δυνατότητας που του παρέχεται να υποβάλλει γραπτές παρατηρήσεις.

27.      Λαμβανομένου υπόψη του προβλήματος που δημιουργεί το γεγονός ότι η εφεσείουσα της κυρίας δίκης δεν αντιδικεί τύποις με τρίτον, κατ’ εφαρμογήν του ΝΠΟΑ, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν μια τέτοια διαδικασία συμβιβάζεται με τις διατάξεις του κανονισμού 1/2003, καθόσον, ιδίως, δεν διασφαλίζεται προφανώς η αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού και ο εν λόγω νόμος δεν επιτρέπει την προστασία του γενικού οικονομικού συμφέροντος.

28.      Όσον αφορά τον λυσιτελή χαρακτήρα των ερωτημάτων του σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης του οποίου ζητεί την ερμηνεία, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, αφενός, ότι οι επίμαχοι διαδικαστικοί κανόνες πρέπει να εφαρμόζονται ομοιόμορφα, ανεξάρτητα από το ότι η διαδικασία την οποία κίνησε το συμβούλιο ανταγωνισμού στηρίζεται στους εθνικούς κανόνες περί ανταγωνισμού ή στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Αφετέρου, εκτιμά ότι τα στοιχεία της δικογραφίας ενδέχεται να το οδηγήσουν να μεταρρυθμίσει την απόφαση του συμβουλίου ανταγωνισμού και να θεωρήσει ότι η εξεταζόμενη συμπεριφορά επηρεάζει προφανώς το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και, κατά συνέπεια, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

29.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour d’appel των Βρυξελλών ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα εξής τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει [τα άρθρα 2, 15, παράγραφος 3, και 35, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003] να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού αρύονται ευθέως από τις διατάξεις αυτές τη δυνατότητα να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις επί των ισχυρισμών που προβάλλονται στο πλαίσιο εφέσεως ασκούμενης κατ’ αποφάσεως των αρχών αυτών, ή ακόμη και να προβάλουν πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς, με αποτέλεσμα ένα κράτος μέλος να μη μπορεί να τους αφαιρέσει τη δυνατότητα αυτή;

2)      Πρέπει οι ίδιες διατάξεις να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, για την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού με σκοπό την προστασία του γενικού συμφέροντος, οι δημόσιες εποπτεύουσες αρχές που έχουν οριστεί ως αρχές ανταγωνισμού δεν διαθέτουν μόνον τη δυνατότητα αλλά υπέχουν και την υποχρέωση να μετέχουν στις δίκες επί των εφέσεων κατά των αποφάσεών τους, προβάλλοντας την άποψή τους με πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς;

3)      Αν τα ερωτήματα 1 και 2 χρήζουν καταφατικής απαντήσεως, πρέπει οι διατάξεις αυτές να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, όταν δεν υπάρχουν εθνικές διατάξεις σχετικά με τη συμμετοχή της αρχής ανταγωνισμού στη δίκη επί εφέσεως και όταν έχουν οριστεί διάφορες αρχές, η αρχή που είναι αρμόδια για τις αποφάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 5 του κανονισμού [1/2003] είναι εκείνη που μετέχει επίσης στη δίκη επί της εφέσεως κατά της δικής της αποφάσεως;

4)      Χρήζουν διαφορετικής απαντήσεως τα ανωτέρω ερωτήματα όταν, κατά την εθνική νομοθεσία, η αρχή ανταγωνισμού ενεργεί ως δικαστήριο και/ή όταν η τελική απόφαση εκδίδεται μετά από έρευνα διεξαχθείσα από όργανο το οποίο ανήκει στο δικαστήριο αυτό και είναι επιφορτισμένο με τη διατύπωση αιτιάσεων και την κατάρτιση σχεδίου αποφάσεως;»

IV – Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

30.      Με την απόφασή του περί παραπομπής, το Cour d’appel de Bruxelles ζήτησε από το Δικαστήριο να εφαρμόσει επί της προδικαστικής παραπομπής ταχεία διαδικασία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 104α, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

31.      Με διάταξη της 3ης Δεκεμβρίου 2008, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε το αίτημα.

32.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η VEBIC, το συμβούλιο ανταγωνισμού, η Βελγική και η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή. Οι εν λόγω ενδιαφερόμενοι ανέπτυξαν επίσης προφορικά τις απόψεις τους κατά την επ’ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Ιανουαρίου 2010.

V –    Νομική ανάλυση

 Α –      Το παραδεκτό και ο λυσιτελής χαρακτήρας της αιτήσεως ερμηνείας των επιμάχων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης

33.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η VEBIC προέβαλε ένσταση απαραδέκτου της προδικαστικής παραπομπής ως εκ του ότι η αιτούμενη ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού 1/2003 ή, γενικότερα, του δικαίου της Ένωσης δεν είναι λυσιτελής για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Στην ουσία, κατά την VEBIC, πρέπει να διαπιστωθεί είτε ότι όλα τα στοιχεία της διαφοράς της κύριας δίκης περιορίζονται εντός ενός μόνο κράτους μέλους είτε ότι το Δικαστήριο καλείται να απαντήσει σε αλυσιτελή ή υποθετικά ερωτήματα.

34.      Δεν βρίσκω πειστική την επιχειρηματολογία αυτή.

35.      Όσον αφορά την πρώτη ένσταση, είμαι πρόθυμος να αναγνωρίσω ότι, όπως καθίσταται άλλωστε σαφές από την περιγραφή της κύριας διαφοράς που συνοψίζεται ανωτέρω, το αιτούν δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί εφέσεως κατ’ αποφάσεως του βελγικού συμβουλίου ανταγωνισμού η οποία στηρίχθηκε αποκλειστικά στο εθνικό δίκαιο του ανταγωνισμού, λόγω του ότι η επίμαχη συμπεριφορά δεν επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

36.      Ωστόσο, και ανεξάρτητα από το αμφισβητούμενο ως ένα βαθμό ζήτημα του τι πρέπει να συναγάγει το Δικαστήριο από το γεγονός ότι μια αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στηρίζεται σε πραγματικά και νομικά στοιχεία που στερούνται οποιουδήποτε συνδέσμου με το δίκαιο της Ένωσης (5), από την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει επίσης ότι διάφορα στοιχεία της δικογραφίας που κατατέθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου θα έπρεπε να οδηγήσουν το εν λόγω δικαστήριο στο να κάνει χρήση της εξουσίας που του παρέχει το άρθρο 75 του ΝΠΟΑ να μεταρρυθμίζει τις αποφάσεις του συμβουλίου ανταγωνισμού προκειμένου να ταχθεί υπέρ της εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ.

37.      Κατά πάγια δε νομολογία, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 234 ΕΚ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, απόκειται αποκλειστικώς και μόνο στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιόν του, τόσο το αν η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι αναγκαία προκειμένου να μπορέσει να εκδώσει τη δική του απόφαση όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο (6).

38.      Οσάκις τα υποβαλλόμενα από τα εθνικά δικαστήρια προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί, εκτός αν είναι πρόδηλον ότι με το προδικαστικό ερώτημα επιδιώκεται, στην πραγματικότητα, να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε έκδοση αποφάσεως μέσω μιας κατασκευασμένης διαφοράς ή να διατυπώσει συμβουλευτικές γνώμες επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, ή ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (7).

39.      Στο πλαίσιο αυτό, ούτε η δεύτερη ένσταση της VEBIC ότι το αιτούν δικαστήριο προχώρησε στην προδικαστική παραπομπή χωρίς να έχει αποφανθεί οριστικά επί του εφαρμοστέου του άρθρου 81 ΕΚ, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να κληθεί να δώσει μη λυσιτελείς ή υποθετικές απαντήσεις, δεν μπορεί κατά τη γνώμη μου να ευοδωθεί.

40.      Πράγματι, εκτιμώ ότι, γενικώς, στο στάδιο του ελέγχου του παραδεκτού, πρέπει να εξετάζεται αν πιθανολογείται ότι οποιαδήποτε απάντηση και αν έδιδε το Δικαστήριο σε προδικαστικό ερώτημα, η απάντηση αυτή προφανώς δεν θα ασκούσε επιρροή στην επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, καθόσον, στην περίπτωση για την οποία πρόκειται, η ζητούμενη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου δεν είναι αντικειμενικά αναγκαία για την απόφαση που θα εκδώσει το εθνικό δικαστήριο (8).

41.      Είναι σαφές ότι η περίπτωση αυτή δεν συντρέχει εν προκειμένω, αφού, όπως αναγνώρισαν το συμβούλιο ανταγωνισμού και η Βελγική Κυβέρνηση, η αιτούμενη ερμηνεία του κανονισμού 1/2003 ενδέχεται να προσδώσει στην εθνική αρχή ανταγωνισμού την ιδιότητα του διαδίκου στη δίκη ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, πράγμα που δεν επιτρέπει, επί του παρόντος, ο ΝΠΟΑ. Εξάλλου, το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο προτίμησε να μην αποφανθεί οριστικά επί της εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ στο οποίο προτίθεται να ανατρέξει αυτεπαγγέλτως μπορεί κάλλιστα να εξηγηθεί από το αντικείμενο της αιτήσεώς του η οποία αφορά τα δικονομικά δικαιώματα που πρέπει να αναγνωριστούν στην εθνική αρχή ανταγωνισμού στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

42.      Επομένως, σε αντίθεση προς τα υποστηριζόμενα από την VEBIC, θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, τουλάχιστον ασυνεπές να αναμένεται από το αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί οριστικά επί ζητήματος το οποίο προτίθεται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως χωρίς την παρουσία της εθνικής αρχής ανταγωνισμού, μολονότι, στην ουσία, τα ερωτήματά του αφορούν ακριβώς τη δυνατότητα της εν λόγω αρχής να λάβει μέρος με την ιδιότητα του διαδίκου στη δίκη που διεξάγεται ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και, κατά συνέπεια, να μπορέσει να καταθέσει υπόμνημα απαντήσεως στην εν λόγω δίκη, δυνατότητα η οποία, κατά το Cour d’appel de Bruxelles, θα μπορούσε να προκύψει μόνο από την ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού 1/2003.

43.      Με άλλα λόγια, αν το αιτούν δικαστήριο είχε αποφανθεί οριστικά ως προς το αν είναι εφαρμοστέο το άρθρο 81 ΕΚ, ζήτημα το οποίο προτίθεται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, θα είχε αγνοήσει μία από τις ενδεχόμενες συνέπειες της εφαρμογής των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης τις οποίες ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει, ήτοι τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας των διαδίκων. Επομένως, το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο δεν απεφάνθη οριστικά για το εφαρμοστέο του άρθρου 81 ΕΚ δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελέσει εμπόδιο στην αναγνώριση του παραδεκτού της αιτήσεώς του για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

44.      Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει παραδεκτή την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

 Β –      Επί της ουσίας

1.      Τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα

45.      Με τα δύο πρώτα του ερωτήματα, τα οποία, κατά τη γνώμη μου, είναι σκόπιμο να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, στην ουσία, αν τα άρθρα 2, 15, παράγραφος 3, και 35, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 επιτρέπουν σε μια εθνική αρχή ανταγωνισμού ή την υποχρεώνουν ευθέως να καταθέσει γραπτές παρατηρήσεις προβάλλοντας πραγματικούς και/ή νομικούς ισχυρισμούς ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου το οποίο έχει επιληφθεί εφέσεως κατά μιας από τις αποφάσεις της.

46.      Η απάντηση στο ερώτημα αυτό απαιτεί τον καθορισμό της εκτάσεως της επεμβάσεως των εθνικών αρχών ανταγωνισμού ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων όταν τα εν λόγω δικαστήρια εφαρμόζουν το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης.

47.      Όπως είχα την ευκαιρία να εκθέσω στο σημείο 41 των προτάσεών μου στην υπόθεση X BV (9), είναι προφανές ότι η μετάβαση από μια ιδιαιτέρως συγκεντρωτική εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, όπως εκείνη που ίσχυε υπό το κράτος του κανονισμού 17 του Συμβουλίου (10), σε ένα καθεστώς αποκεντρωτικής εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, όπως αυτό που θεσμοθέτησε ο κανονισμός 1/2003, απαιτεί τη χρησιμοποίηση μηχανισμών κατάλληλων να διασφαλίσουν την «πραγματική», «αποτελεσματική», «ομοιόμορφη» και/ή «συνεπή» εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, ανάλογα με τις διάφορες εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο εν λόγω κανονισμός (11).

48.      Συγκεκριμένα, ενώ στην τριακοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1/2003 αναφέρεται ότι σκοπός του εν λόγω κανονισμού είναι να «επιτευχθεί η πλήρης επιβολή της κοινοτικής νομοθεσίας ανταγωνισμού», στην έκτη αιτιολογική σκέψη του διευκρινίζεται ότι, για να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό, «είναι σκόπιμο [να] αποκτήσουν [στενότερη] σχέση με την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού», οι οποίες εξουσιοδοτούνται πλέον να επιβάλλουν την εφαρμογή του συνόλου των διατάξεων των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ «προς το δημόσιο συμφέρον» (12) και σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή, σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 11 του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, μαζί με την Επιτροπή, οι αρχές αυτές συνθέτουν ένα δίκτυο δημοσίων αρχών που συνεργάζονται στενά κατά την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού (13).

49.      Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση X BV, οι μηχανισμοί συνεργασίας που καθιερώνει το κεφάλαιο IV του κανονισμού 1/2003 μεταξύ της Επιτροπής, των εθνικών αρχών ανταγωνισμού και των δικαστηρίων των κρατών μελών εντάσσονται στο πλαίσιο της εφαρμογής της γενικής αρχής της κατά το άρθρο 10 ΕΚ έντιμης συνεργασίας, η οποία διέπει τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (14).

50.      Το άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1/2003, που υπάγεται στο κεφάλαιο IV του εν λόγω κανονισμού, παρέχει στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλλουν εξ ιδίας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις καθώς και προφορικές παρατηρήσεις μετά από σχετική άδεια του οικείου εθνικού δικαστηρίου, στα δικαστήρια του κράτους μέλους όπου λειτουργούν, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 81 και/ή του άρθρου 82 ΕΚ.

51.      Με βάση το γράμμα της διατάξεως αυτής, η εν λόγω δυνατότητα παρέχεται προφανώς στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού σε όλες τις περιπτώσεις όπου ένα εθνικό δικαστήριο εφαρμόζει τα άρθρα 81 ΕΚ και/ή 82 ΕΚ. Αυτό μπορεί να συμβαίνει όταν δικαστήριο κράτους μέλους εκδικάζει διαφορά μεταξύ ιδιωτών ή όταν ασκείται ενώπιον τέτοιου δικαστηρίου ένδικο βοήθημα κατ’ αποφάσεως της εθνικής αρχής ανταγωνισμού η οποία εφαρμόζει τα άρθρα 81 ΕΚ και/ή 82 ΕΚ, ή ακόμη όταν, όπως στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το εν λόγω δικαστήριο προτίθεται να μεταρρυθμίσει την απόφαση της αρχής ανταγωνισμού ώστε να εφαρμόσει ένα από τα άρθρα αυτά.

52.      Γεγονός είναι ότι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι δύο αυτές τελευταίες περιπτώσεις δεν αποτελούν συνήθεις περιπτώσεις ενεργοποιήσεως του μηχανισμού που προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003.

53.      Πράγματι, διευκρινίζοντας ότι, «[π]ροκειμένου να προετοιμάσουν τις παρατηρήσεις τους και μόνο, οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών [...] δύνανται να ζητούν από το οικείο δικαστήριο του κράτους μέλους να τους διαβιβάσει οποιοδήποτε αναγκαίο έγγραφο για την αξιολόγηση της υπόθεσης ή να εξασφαλίσει τη διαβίβασή του», το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου 15, παράγραφος 3, προϋποθέτει, προφανώς, ότι ο μηχανισμός που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο για τη διευκόλυνση του έργου των εθνικών αρχών ανταγωνισμού τίθεται σε κίνηση, κατά γενικό κανόνα, σε περιπτώσεις όπου οι εν λόγω αρχές δεν έχουν για κάποιον άλλο λόγο, δυνατότητα πρόσβασης, έστω και μερικής, στο φάκελο της δικογραφίας της υποθέσεως η οποία έχει υποβληθεί στο εθνικό δικαστήριο. Η εκτίμηση αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνεται a contrario από την εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη του ιδίου κανονισμού όπου διευκρινίζεται ότι οι παρατηρήσεις αυτές πρέπει να υποβάλλονται σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων των μερών.

54.      Επομένως, στην περίπτωση που το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο επιλαμβάνεται ενδίκου βοηθήματος ασκηθέντος κατ’ αποφάσεως εθνικής αρχής ανταγωνισμού, η δυνατότητα που προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι περιττή, αφού η εν λόγω αρχή μπορεί, κατ’ αρχήν, να έχει την ιδιότητα του διαδίκου στη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, πράγμα που της επιτρέπει να γνωρίζει το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας (τα οποία, άλλωστε, προέρχονται κυρίως από την ίδια) και, κατά συνέπεια, να εκπληρώσει ικανοποιητικά την αποστολή της ως δημόσιας αρχής επιφορτισμένης να διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης προς το δημόσιο συμφέρον, όπως απαιτεί ο κανονισμός 1/2003.

55.      Τούτο εξηγεί για ποιον λόγο ο κανονισμός 1/2003 δεν ρυθμίζει ρητά το ζήτημα της παρεμβάσεως μιας εθνικής αρχής ανταγωνισμού, αφού, κατά τον χρόνο εκπονήσεως του εν λόγω κανονισμού, ο κοινοτικός νομοθέτης στηρίχθηκε στην υπόθεση ότι κάθε εθνική αρχή ανταγωνισμού είχε το δικαίωμα να υπερασπίζεται τις αποφάσεις της ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου εδρεύει. Υπενθυμίζεται σχετικώς ότι, κατά το χρόνο εκδόσεως και θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 1/2003, η βελγική αρχή ανταγωνισμού είχε όντως το δικαίωμα αυτό ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και ότι τούτο καταργήθηκε μόλις το 2006, όταν ο ΝΠΟΑ προσέδωσε στο συμβούλιο ανταγωνισμού το καθεστώς δικαστικού οργάνου κατά την έννοια του βελγικού δικαίου.

56.      Ωστόσο, σε πρώτη φάση, εκτιμώ ότι, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου μια εθνική αρχή ανταγωνισμού δεν έχει τη δυνατότητα να είναι διάδικος στο πλαίσιο εφέσεως κατά μιας από τις αποφάσεις της, και εφόσον το επιληφθέν της εφέσεως εθνικό δικαστήριο προτίθεται να εφαρμόσει το άρθρο 81 ΕΚ, η εν λόγω αρχή πρέπει σαφώς να έχει το δικαίωμα να καταθέσει παρατηρήσεις ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, σύμφωνα με το μηχανισμό που προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003.

57.      Σύμφωνα με την αρχή της έντιμης συνεργασίας που υπενθύμισε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση X BV, και με στόχο την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, η δυνατότητα υποβολής γραπτών παρατηρήσεων πρέπει να μπορεί να ασκείται με αποτελεσματικό τρόπο, λαμβανομένων υπόψη των διαδικαστικών ιδιαιτεροτήτων των κρατών μελών.

58.      Στο πλαίσιο αυτό, διερωτώμαι αν, σε περιπτώσεις όπως η εδώ εξεταζόμενη, η εθνική αρχή ανταγωνισμού έχει στη διάθεσή της όλα τα μέσα που θα της επιτρέψουν πράγματι να ενεργοποιήσει το δικαίωμά της να υποβάλει εξ ιδίας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και/ή 82 ΕΚ, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, αφού, όπως επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το συμβούλιο ανταγωνισμού και η Βελγική Κυβέρνηση, καμία εθνική διάταξη δεν υποχρεώνει το Cour d’appel de Bruxelles, οσάκις προτίθεται να ανατρέξει αυτεπαγγέλτως στους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης σε μια συγκεκριμένη υπόθεση, να πληροφορήσει την εθνική αρχή ανταγωνισμού για την πρόθεσή της αυτή.

59.      Πράγματι, χωρίς την εν λόγω προηγούμενη ενημέρωση και εφόσον, άλλωστε, η εθνική αρχή ανταγωνισμού δεν μπορεί, με βάση τον ΝΠΟΑ και τα παρατιθέμενα στην αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στοιχεία, να είναι διάδικος στην ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαδικασία, η εν λόγω αρχή δεν θα μπορέσει στη συγκεκριμένη περίπτωση να ενεργοποιήσει τη δυνατότητα που προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 (15).

60.      Η σχετική παράλειψη θα μπορούσε να θεραπευθεί αν, σε δεύτερη φάση και όπως ζητεί κατ’ ουσίαν το αιτούν δικαστήριο, οι διατάξεις του κανονισμού 1/2003 απαιτούσαν να αναγνωρίζεται στην εθνική αρχή ανταγωνισμού η ιδιότητα του διαδίκου στη διαδικασία ενώπιον του αρμόδιου για την εκδίκαση των εφέσεων κατά των αποφάσεων μιας τέτοιας αρχής ή ενός από τα όργανα που τη συνθέτουν δικαστηρίου.

61.      Οι ενδιαφερόμενοι που κατέθεσαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου είναι διχασμένοι επί του ζητήματος αυτού. Στην ουσία, κατά την Πολωνική Κυβέρνηση και την Επιτροπή, η αποτελεσματική εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, την οποία επιδιώκουν οι διατάξεις του κανονισμού1/2003, επιτάσσει οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού να διαθέτουν πλήρως παθητική νομιμοποίηση σε διαδικασία στρεφόμενη κατ’ αποφάσεώς τους, οσάκις το εθνικό δικαστήριο εφαρμόζει τα εν λόγω άρθρα, χωρίς, ωστόσο, να είναι υποχρεωμένες να το πράξουν. Αντίθετα, η Βελγική Κυβέρνηση, το συμβούλιο ανταγωνισμού καθώς και η VEBIC φρονούν, κατ’ ουσίαν, ότι, αφού καμία διάταξη του κανονισμού 1/2003 δεν ρυθμίζει το ζήτημα, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να το ρυθμίζουν τα ίδια, με βάση τη δικονομική αυτοτέλεια και την αρχή της επικουρικότητας. Οι ίδιοι ενδιαφερόμενοι εκτιμούν, στο πλαίσιο αυτό, ότι το ότι η εθνική αρχή ανταγωνισμού δεν έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου την απόφασή της που βάλλεται με έφεση εξηγείται από το γεγονός ότι ο ΝΠΟΑ προσέδωσε στο συμβούλιο ανταγωνισμού το καθεστώς δικαιοδοτικού οργάνου. Υπό τις συνθήκες αυτές, η VEBIC προσθέτει ότι το να παρέχεται η δυνατότητα σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως είναι το συμβούλιο ανταγωνισμού, να αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου στη διαδικασία ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ισοδυναμεί με προσβολή των δικών της δικαιωμάτων άμυνας.

62.      Κατ’ εμέ, για τους λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια, για να εξασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ επιβάλλεται να αναγνωρίζεται στην αρχή ανταγωνισμού ενός κράτους μέλους, λαμβανομένης υπόψη της ευθύνης που φέρει η ίδια με βάση τον κανονισμό 1/2003, η ιδιότητα του διαδίκου σε διαδικασία με αντικείμενο τη νομιμότητα της αποφάσεως ενός από τα απαρτίζοντα την αρχή όργανα η οποία αφορά την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Ενώσεως.

63.      Κατ’ αρχάς, προέχει η υπόμνηση ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ακόμη και ελλείψει σχετικής κοινοτικής ρυθμίσεως, η δικονομική αυτοτέλεια της οποίας απολαύουν τα κράτη μέλη να ορίζουν τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίζουν τους δικονομικούς κανόνες ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων σκοπούντων στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης περιορίζεται από την υποχρέωση τηρήσεως των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (16).

64.      Πάντα κατά τη νομολογία, η τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας, μόνη λυσιτελής στην παρούσα υπόθεση, που επιβάλλεται στα κράτη μέλη, σημαίνει ότι οι δικονομικοί κανόνες που θεσπίζουν τα εν λόγω κράτη δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη (17).

65.      Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο της οποίας τίθεται το ζήτημα αν ο εθνικός δικονομικός κανόνας καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να αναλύεται λαμβάνοντας υπόψη τη θέση της διατάξεως αυτής στο σύνολο της διαδικασίας, την εξέλιξη και τις ιδιαιτερότητες της διαδικασίας ενώπιον των διαφόρων εθνικών αρχών. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ενδεχομένως, οι αρχές που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφαλείας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας (18).

66.      Η πρώτη ένταση σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής της νομολογίας αυτής σε υποθέσεις όπως η εκκρεμής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, την οποία προέβαλε το συμβούλιο ανταγωνισμού και η οποία, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να απορριφθεί, είναι ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας προστατεύει αποκλειστικά και μόνο τα δικαιώματα που αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης.

67.      Είναι βέβαια γεγονός ότι δεν υπάρχει νομολογιακό προηγούμενο όπου το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της εφαρμογής της αρχής της αποτελεσματικότητας υπέρ μιας εθνικής αρχής με την προοπτική του παραμερισμού εθνικών διαδικαστικών κανόνων.

68.      Ωστόσο, το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω δεν είναι στην πραγματικότητα αυτό. Όντως, πρόκειται μάλλον για το αν προσκρούει στην αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης η εφαρμογή εθνικών διαδικαστικών κανόνων οι οποίοι καθιστούν υπερβολικά δυσχερή ή πρακτικά αδύνατη την εκπλήρωση των ειδικών υποχρεώσεων που βαρύνουν τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού δυνάμει των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, στην προκειμένη δε περίπτωση των διατάξεων του κανονισμού 1/2003.

69.      Όπως προεκτέθηκε, στο πλαίσιο της αποκεντρώσεως της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, ο κανονισμός 1/2003 αναθέτει στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού που ορίζονται από κάθε κράτος μέλος το έργο της εξασφάλισης της αποτελεσματικής εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ προς το γενικό συμφέρον. Επομένως, έχει ανατεθεί στις εν λόγω αρχές και στην Επιτροπή η αποστολή να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή θεμελιωδών διατάξεων που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (19).

70.      Η υποχρέωση αυτή περιλαμβάνει ιδίως, όπως προβλέπεται ρητώς, το δικαίωμα αυτεπάγγελτης υποβολής γραπτών παρατηρήσεων ενώπιον των δικαστηρίων του οικείου κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, καθώς και προφορικών παρατηρήσεων, μετά από σχετική άδεια των εν λόγω δικαστηρίων.

71.      Συνίσταται επίσης, κατά τη γνώμη μου, στο να μπορούν οι εν λόγω αρχές να εκθέτουν τις απόψεις τους σε κάθε ένδικη διαδικασία ως προς τη νομιμότητα των αποφάσεων τις οποίες έχουν εκδώσει οι ίδιες και στο πλαίσιο των οποίων οι εν λόγω αρχές και/ή το εθνικό δικαστήριο εκτιμούν ότι πρέπει να τύχουν εφαρμογής τα άρθρα 81 ΕΚ και/ή 82 ΕΚ.

72.      Πράγματι, αν δεν συνέβαινε αυτό, θα αποδυναμωνόταν σημαντικά η πρακτική αποτελεσματικότητα των εν λόγω άρθρων, αφού η εθνική αρχή ανταγωνισμού θα στερούνταν παντελώς της δυνατότητας να υπερασπιστεί την άποψη που υιοθέτησε προς το γενικό συμφέρον ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου το οποίο έχει επιληφθεί της υποθέσεως ή να εκθέσει τις απόψεις ενώπιον αυτού επί οποιουδήποτε ζητήματος που το εν λόγω δικαστήριο θα έκρινε ότι όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως.

73.      Πρέπει να επισημανθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, το άρθρο 75 του ΝΠΟΑ απονέμει στο Cour d’appel de Bruxelles πλήρη δικαιοδοσία η οποία μπορεί να ασκηθεί τόσο όσον αφορά την εκτίμηση περί υπάρξεως παραβάσεως των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ όσο και όσον αφορά το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται στις διωκόμενες επιχειρήσεις, και η οποία περιλαμβάνει τη δυνατότητα, όπως υπενθυμίζεται άλλωστε ρητά στο ίδιο άρθρο του ΝΠΟΑ, συνεκτιμήσεως των μεταγενέστερων της εκδόσεως της αποφάσεως του συμβουλίου ανταγωνισμού η οποία προσβάλλεται ενώπιον του Cour d’appel εξελίξεων.

74.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το να μην αναγνωρίζεται στην εθνική αρχή ανταγωνισμού η ιδιότητα του διαδίκου και, κατά συνέπεια, το να μην της επιτρέπεται να υπερασπιστεί την απόφαση που εξέδωσε προς το κοινό συμφέρον, ενέχει τον κίνδυνο να καταστήσει το δικάζον σε δεύτερο βαθμό δικαστήριο «δέσμιο» των ισχυρισμών και επιχειρημάτων που προβάλλονται από την ή τις επιχειρήσεις που ασκούν αναίρεση κατά της αποφάσεως του συμβουλίου ανταγωνισμού.

75.      Όμως, όταν πρόκειται για ζήτημα όπως αυτό της διαπιστώσεως παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού, το οποίο απαιτεί περίπλοκες νομικές και οικονομικές εκτιμήσεις, αλλά και το της επιβολής προστίμων, το οποίο καθίσταται συχνά αντικείμενο διαφωνιών αγομένων ενώπιον των εθνικών ή των κοινοτικών δικαστηρίων, η ίδια η ύπαρξη ενός τέτοιου κινδύνου μπορεί να διακυβεύσει την εκπλήρωση της ειδικής υποχρεώσεως που υπέχουν οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού δυνάμει του κανονισμού 1/2003 να διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

76.      Επιπλέον, το να μην αναγνωρίζεται η ιδιότητα του διαδίκου σε εθνική αρχή ανταγωνισμού, υπό περιστάσεις όπως οι χαρακτηρίζουσες την κύρια δίκη, σημαίνει επίσης ότι η εν λόγω αρχή δεν θα είναι σε θέση να ασκήσει άλλα ένδικα βοηθήματα, όπως να ασκήσει αναίρεση κατά της αποφάσεως του δικαστηρίου με την οποία εξαφανίζεται και/ή μεταρρυθμίζεται η απόφαση του συμβουλίου ανταγωνισμού, όπως παραδέχθηκαν, άλλωστε, η Βελγική Κυβέρνηση και το συμβούλιο ανταγωνισμού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

77.      Επομένως, υπό τέτοιες συνθήκες, καμία δημόσια αρχή που έχει ως αποστολή να εξασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης δυνάμει του κανονισμού 1/2003 δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ενδεχομένως εσφαλμένη ερμηνεία των εν λόγω κανόνων από το Cour d’appel de Bruxelles.

78.      Βέβαια, η εθνική αρχή ανταγωνισμού μπορεί πάντα να κάνει χρήση του δικαιώματος να καταθέσει παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 ενώπιον του Cour de Cassation (Ακυρωτικό Δικαστήριο). Ωστόσο, η ύπαρξη της δυνατότητας αυτής δεν θεραπεύει τις αδυναμίες που περιέγραψα προηγουμένως, αφού η ενεργοποίηση του μηχανισμού του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 εξαρτάται, σε κάθε περίπτωση, από την προηγούμενη άσκηση αναιρέσεως από έναν από τους κατά τη διαδικασία ενώπιον του Cour d’appel de Bruxelles διαδίκους. Είναι δε προφανές ότι οι εν λόγω διάδικοι ενδέχεται, για διάφορους υποκειμενικούς λόγους, να θεωρήσουν ότι δεν τους συμφέρει να ασκήσουν αναίρεση.

79.      Επομένως, η εθνική αρχή ανταγωνισμού θα βρεθεί, κατά τη γνώμη μου, σε μια κατάσταση όπου η εκπλήρωση των υποχρεώσεών της δυνάμει του κανονισμού 1/2003 θα καταστεί υπερβολικά δυσχερής λόγω των εθνικών διαδικαστικών κανόνων οι οποίοι δεν της επιτρέπουν να παρέμβει με την ιδιότητα του διαδίκου σε μια ένδικη διαδικασία με αντικείμενο απόφασή της και στο πλαίσιο της οποίας τίθεται θέμα εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και/ή 82 ΕΚ.

80.      Περαιτέρω, σε αντίθεση προς τα υποστηριζόμενα από τη Βελγική Κυβέρνηση και το συμβούλιο ανταγωνισμού, η αδυναμία της εθνικής αρχής ανταγωνισμού να είναι διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του Cour d’appel de Bruxelles δεν θεραπεύεται στο πλαίσιο της παρούσης υποθέσεως δι’ υποκαταστάσεως, η οποία καθίσταται δυνατή λόγω του ότι ο ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομίας μπορεί να συμμετάσχει ως διάδικος στην εν λόγω διαδικασία. Πράγματι, είναι βέβαιο ότι ο υπουργός δεν έχει οριστεί από το Βασίλειο του Βελγίου ως η «εθνική αρχή ανταγωνισμού» κατά την έννοια του κανονισμού 1/2003 και δεν του έχει ανατεθεί, δυνάμει του κανονισμού, το έργο να εξασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ προς το γενικό συμφέρον.

81.      Επιπλέον, η εν λόγω αδυναμία δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε χάρη στη δυνατότητα που έχει το Cour d’appel de Bruxelles να ζητήσει τη διεξαγωγή πρόσθετης έρευνας από την ελεγκτική αρχή, αφού ένα τέτοιο μέτρο έχει, ως εκ της φύσεώς του, περιορισμένο αντικείμενο και η ενεργοποίησή του εξαρτάται τόσο από τα δεδομένα της δικογραφίας όσο και από τη βούληση του επιληφθέντος αυτής δικαστηρίου.

82.      Τέλος, δεν βρίσκω περισσότερο πειστικό ούτε το προβαλλόμενο από την VEBIC και τη Βελγική Κυβέρνηση επιχείρημα, κατά το οποίο το ότι ο ΝΠΟΑ προσδίδει στο συμβούλιο ανταγωνισμού καθεστώς δικαστικού οργάνου συνεπάγεται αδυναμία της εθνικής αρχής ανταγωνισμού να είναι διάδικος στην ενώπιον του Cour d’appel των Βρυξελλών διαδικασία. Πράγματι, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του ΝΠΟΑ, το συμβούλιο ανταγωνισμού αποτελεί απλώς μια από τις συνιστώσες της εθνικής αρχής ανταγωνισμού που έχει ορίσει το Βασίλειο του Βελγίου σύμφωνα με τον κανονισμό 1/2003, αρχή η οποία έχει, όπως αναγνώρισε η Βελγική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, μικτό χαρακτήρα, εν μέρει δικαστικό και εν μέρει διοικητικό. Για τον ίδιο λόγο, πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός της VEBIC, που προβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά τον οποίο ισοδυναμεί με προσβολή των δικών της δικαιωμάτων άμυνας το να αναγνωριστεί σε εθνικό δικαστήριο πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας η ιδιότητα του διαδίκου στην ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαδικασία. Πράγματι, δεν προκύπτει τέτοια απαίτηση από τον κανονισμό 1/2003.

83.      Ενώ η αποτελεσματική εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ επιβάλλει, κατά τη γνώμη μου, να παρέχεται στην εθνική αρχή στην οποία έχει ανατεθεί το έργο της εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων προς το κοινό συμφέρον στο εθνικό έδαφος η δυνατότητα να είναι διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου το οποίο καλείται να αποφανθεί επί των διατάξεων αυτών, το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει επίσης να μπορεί η εν λόγω αρχή να απολαύει των δικαιωμάτων που της παρέχει η εν λόγω ιδιότητα, και πρωτίστως το δικαίωμα για τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως.

84.      Υπενθυμίζω σχετικώς ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι θα παραβιαζόταν βασική αρχή του δικαίου σε περίπτωση θεμελιώσεως δικαστικής αποφάσεως σε πραγματικά περιστατικά και έγγραφα των οποίων οι διάδικοι ή ένας εξ αυτών δεν μπόρεσαν να λάβουν γνώση και επί των οποίων δεν είχαν, συνεπώς, τη δυνατότητα να τοποθετηθούν (20) και ότι η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως συνεπάγεται επίσης, κατά γενικό κανόνα, το δικαίωμα των διαδίκων να λαμβάνουν γνώση των ληφθέντων υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο νομικών επιχειρημάτων επί των οποίων προτίθεται να στηρίξει την απόφασή του αλλά και να εκφέρουν την άποψή τους επ’ αυτών (21), διαπιστώσεις που απορρέουν και από την εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (22).

85.      Υπό το πρίσμα αυτό, είναι απολύτως κατανοητοί οι λόγοι που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο, το οποίο προτίθετο να θεμελιώσει την μέλλουσα απόφασή του στο άρθρο 81 ΕΚ, χωρίς να του έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα από την εφεσείουσα, να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει ερώτημα στο Δικαστήριο σχετικά με το αν επιβάλλεται, δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού 1/2003, να εξασφαλιστούν, ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου, η εκπροσώπηση της εθνικής αρχής ανταγωνισμού και η πλήρης άσκηση των δικαιωμάτων της άμυνας.

86.      Η ανησυχία που εξέφρασε το αιτούν δικαστήριο μου φαίνεται ακόμη περισσότερο κατανοητή λαμβανομένου υπόψη ότι, δυνάμει του ΝΠΟΑ, το εν λόγω δικαστήριο έχει πλήρη δικαιοδοσία και, κατά συνέπεια, δικαιούται να λάβει υπόψη και στοιχεία μεταγενέστερα της εκδόσεως της αποφάσεως του συμβουλίου ανταγωνισμού καθώς και να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση εκείνη του συμβουλίου. Δεν χωρεί δε αμφιβολία ότι ορθώς το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι η άσκηση μιας τόσο ευρείας αρμοδιότητας δεν μπορεί να χωρήσει χωρίς να τηρηθούν οι διαδικαστικοί κανόνες που απορρέουν από την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως (23).

87.      Για όλους τους προεκτεθέντες λόγους, εκτιμώ ότι, λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως που έχουν οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ δυνάμει του κανονισμού 1/2003, ο εν λόγω κανονισμός πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού πρέπει να μπορούν να μετέχουν με την ιδιότητα του διαδίκου στην ένδικη διαδικασία που αφορά τη νομιμότητα αποφάσεως που έχει εκδοθεί από αυτές αλλά και την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και/ή 82 ΕΚ.

88.      Αντίθετα, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου θα απαντήσω, συμφωνώντας με την άποψη που υποστήριξαν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, ότι η αποτελεσματική εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ δεν μπορεί να υποχρεώνει τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού να υπερασπίζονται τη νομιμότητα των αποφάσεών τους σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις.

89.      Ωστόσο, θα προσθέσω ότι, όπως υποστήριξε ορθώς η Επιτροπή, η οιονεί συστηματική ερημοδικία μιας αρχής ανταγωνισμού θα διακύβευε την τήρηση της γενικής αρχής της έντιμης συνεργασίας καθώς και την πρακτική αποτελεσματικότητα των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

2.      Το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα

90.      Με το τρίτο του ερώτημα, το οποίο τίθεται μόνο σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα δύο πρώτα ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν εναπόκειται στην εθνική αρχή ανταγωνισμού, αρμόδια για την έκδοση των αποφάσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 5 του κανονισμού 1/2003, να μετέχει στη διαδικασία εξετάσεως ενδίκου βοηθήματος ή μέσου που ασκείται κατά των αποφάσεων αυτών. Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν οι απαντήσεις στα τρία πρώτα ερωτήματα θα διέφεραν λόγω της δικαιοδοτικής φύσεως μιας από τις συνιστώσες της εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή αν ένα από τα όργανά της διεξάγει την έρευνα που οδηγεί, ενδεχομένως, στην τελική απόφαση του δικαιοδοτικού της οργάνου.

91.      Μολονότι προτείνω να δοθεί καταφατική απάντηση μόνο στο πρώτο ερώτημα, το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα διατηρούν, παρά ταύτα, τη σημασία τους στο ακέραιο. Επομένως, πρέπει να απαντηθούν.

92.      Όσον αφορά τη διατύπωση των ερωτημάτων, υπενθυμίζω ότι, κατά τον ΝΠΟΑ, το Βασίλειο του Βελγίου όρισε μια μόνο αρχή ανταγωνισμού κατά την έννοια του κανονισμού 1/2003, απαρτιζόμενη από δύο διακριτά όργανα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΝΠΟΑ. Επομένως, το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα δεν μπορούν παρά να αφορούν την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων συνιστωσών της εν λόγω αρχής.

93.      Με δεδομένο το στοιχείο αυτό, η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί, κατά τη γνώμη μου, στην αρχή της δικονομικής αυτοτέλειας των κρατών μελών.

94.      Πράγματι, ενώ, όπως εξέθεσα ανωτέρω, τα κράτη μέλη οφείλουν να παρέχουν στην εθνική αρχή ανταγωνισμού, αρμόδια να εξασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ προς το κοινό συμφέρον, το δικαίωμα να μετέχει με την ιδιότητα του διαδίκου στη διαδικασία που αφορά αποφάσεις της, αντίθετα, τα ίδια αυτά κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι αρμόδια, ελλείψει σχετικής κοινοτικής ρυθμίσεως, να ορίζουν το ή τα όργανα της εν λόγω αρχής τα οποία έχουν το δικαίωμα ενεργοποιήσεως του εν λόγω δικαιώματος. Η ανάγκη αποτελεσματικής εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ δεν επιβάλλει, κατά τη γνώμη μου, να περιορίζεται η ελευθερία των κρατών μελών στο ζήτημα αυτό.

95.      Το περιεχόμενο της απαντήσεως αυτής καθώς και των απαντήσεων στα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο δεν διαφέρει, κατά τη γνώμη μου, στην περίπτωση όπου μια από τις συνιστώσες της εθνικής αρχής ανταγωνισμού έχει την ιδιότητα δικαιοδοτικού οργάνου κατά την έννοια του εθνικού δικαίου (24).

96.      Αν το Δικαστήριο υιοθετήσει τις απαντήσεις που προτείνω να δοθούν στα τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα, πιθανολογώ ότι ο εθνικός νομοθέτης θα πρέπει να τροποποιήσει τον ΝΠΟΑ κατά τρόπον ώστε να παράσχει σε μια από τις συνιστώσες της αρχής ανταγωνισμού την ιδιότητα του διαδίκου στην ενώπιον του Cour d’appel των Βρυξελλών διαδικασία.

97.      Ωστόσο, κατά πάσα πιθανότητα, το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί να αναμείνει την επέμβαση του εθνικού νομοθέτη για να δώσει λύση στο πρόβλημα αυτό.

98.      Εκτός αν θεωρήσει ότι πρέπει να αναστείλει τη διαδικασία μέχρι να τεθεί σε ισχύ η τροποποίηση του ΝΠΟΑ, το αιτούν δικαστήριο θα χρειαστεί, σύμφωνα με την υποχρέωση λήψεως κάθε γενικού ή ειδικού μέτρου, ικανού να διασφαλίσει την εκπλήρωση των απορρεουσών από το κοινοτικό δίκαιο υποχρεώσεων, που επιβάλλει στις αρχές των κρατών μελών το άρθρο 10 ΕΚ, να προβεί σε ερμηνεία του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, σύμφωνη, στο μέτρο του δυνατού, προς τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου (25).

99.      Η βαρύνουσα το εθνικό δικαστήριο υποχρέωση περιορίζεται στο «μέτρο του δυνατού», ενεργοποιείται, δηλαδή, μόνο στις περιπτώσεις όπου το γράμμα των εθνικών διατάξεων για τις οποίες πρόκειται αφήνει περιθώρια για πλείονες ερμηνείες. Επομένως, η υποχρέωση αυτή δεν φτάνει μέχρι του σημείου να επιβάλει contra legem ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας (26).

100. Μολονότι η σχετική εκτίμηση εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, το να ερμηνευθεί ο ΝΠΟΑ σύμφωνα με την επιταγή για επιδίωξη της πλήρους αποτελεσματικότητας των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ δεν είναι κατά τη γνώμη μου εξαιρετικά δύσκολο, λαμβανομένου υπόψη, αφενός, ότι η εθνική αρχή ανταγωνισμού την οποία έχει ορίσει το Βασίλειο του Βελγίου σύμφωνα με τον κανονισμό 1/2003 έχει διττό χαρακτήρα, εν μέρει διοικητικό και εν μέρει δικαστικό, και, αφετέρου, ότι, όπως υπενθυμίζεται στην αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, η μόνη σαφής πρόθεση του εθνικού νομοθέτη ήταν να αποκλείσει το ενδεχόμενο να μπορεί η δικαιοδοτική συνιστώσα της εν λόγω αρχής να συμμετάσχει ως διάδικος σε διαδικασία ενώπιον του Cour d’appel των Βρυξελλών με αντικείμενο έφεση κατ’ αποφάσεως εκδοθείσας από το συμβούλιο ανταγωνισμού.

101. Επομένως, στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου προτείνω να δοθεί η απάντηση ότι, ελλείψει σχετικής ρυθμίσεως σε κοινοτικό επίπεδο, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι αρμόδια για τον ορισμό του οργάνου το οποίο, μεταξύ των οργάνων που λειτουργούν στο πλαίσιο της εθνικής αρχής ανταγωνισμού η οποία έχει οριστεί δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού 1/2003, είναι εκείνο το οποίο μπορεί να ενεργοποιεί το δικαίωμα συμμετοχής με την ιδιότητα του διαδίκου στη διαφορά με αντικείμενο μία από τις αποφάσεις της εν λόγω αρχής η οποία αφορά την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και/ή 82 ΕΚ, ανεξαρτήτως του αν μια από τις συνιστώσες της εν λόγω αρχής λειτουργεί ως δικαστήριο κατά την έννοια του εθνικού δικαίου.

VI – Πρόταση

102. Για όλους τους προεκτεθέντες λόγους, προτείνω να δοθούν στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Cour d’appel των Βρυξελλών οι εξής απαντήσεις:

«1)      Λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως των εθνικών αρχών ανταγωνισμού να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ], ο εν λόγω κανονισμός πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν ως διάδικοι σε ένδικη διαδικασία με αντικείμενο τη νομιμότητα αποφάσεώς τους καθώς και την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και/ή 82 ΕΚ. Αντίθετα, η υποχρέωση αποτελεσματικής εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ δεν φτάνει μέχρι του σημείου να υποχρεώνει μια εθνική αρχή ανταγωνισμού να υπερασπίζεται τη νομιμότητα των αποφάσεών της σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις.

2)      Ελλείψει ρυθμίσεως του θέματος σε επίπεδο Ενώσεως, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι αρμόδια για τον ορισμό του οργάνου το οποίο, μεταξύ των οργάνων που λειτουργούν στο πλαίσιο της εθνικής αρχής ανταγωνισμού η οποία έχει οριστεί δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού 1/2003, είναι εκείνο το οποίο μπορεί να ενεργοποιεί το δικαίωμα συμμετοχής με την ιδιότητα του διαδίκου στη διαφορά με αντικείμενο μία από τις αποφάσεις της εν λόγω αρχής καθώς και την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και/ή 82 ΕΚ, ανεξαρτήτως του αν μια από τις συνιστώσες της λειτουργεί ως δικαστήριο κατά την έννοια του εθνικού δικαίου.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική


2 –      ΕΕ 2003, L 1, σ. 1.


3 –      Moniteurbelge της 29ης Σεπτεμβρίου 2006, Ed. 3, σ. 50613.


4 –      Κατά το άρθρο 79 του ΝΠΟΑ (που δεν ενδιαφέρει στο πλαίσιο της κύριας διαφοράς), το συμβούλιο ανταγωνισμού εκδικάζει τις ασκούμενες κατά των αποφάσεων που εκδίδουν οι ειδικές ρυθμιστικές αρχές ανταγωνισμού προσφυγές. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 81 του ΝΠΟΑ, κατά των αποφάσεων που εκδίδονται από το συμβούλιο ανταγωνισμού δυνάμει του άρθρου 79 του ΝΠΟΑ μπορεί να ασκηθεί αναίρεση ενώπιον του Cour de cassation.


5 –      Σχετικώς μπορεί να απαριθμήσει κανείς τουλάχιστον τέσσερις νομολογιακές τάσεις που συνυπάρχουν. Κατά την πρώτη και αρχαιότερη εξ αυτών, το Δικαστήριο δέχεται ότι οι κανόνες της Συνθήκης ΕΚ δεν εφαρμόζονται σε περιπτώσεις όπου το σύνολο των στοιχείων περιορίζεται στο εσωτερικό ενός μόνο κράτους μέλους (βλ., ιδίως, την απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 1999, C‑97/98, Jägerskiöld (Συλλογή 1999, σ. I‑7319, σκέψη 45), καθώς και τη διάταξη της 19ης Ιουνίου 2008, C‑104/08, Kurt (σκέψη 20). Στο πλαίσιο της δεύτερης τάσης, το Δικαστήριο δίδει απάντηση και δέχεται ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση δεν προσκρούει στο εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης (βλ., ιδίως, το διατακτικό της διατάξεως της 5ης Απριλίου 2004, C‑3/02, Mosconi και Ordine degli Ingegneri di Verona e Provincia, καθώς και τις διατάξεις της 21ης Ιανουαρίου 2008, C‑229/07, Mayeur (σκέψη 20) και της 17ης Μαρτίου 2009, C‑217/08, Mariano (σκέψεις 30 και 31). Κατά την τρίτη τάση της νομολογίας, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα (βλ., ιδίως, την απόφαση της 29ης Μαΐου 1997, C‑299/95, Kremzow (Συλλογή 1997, σ. I‑2629, σκέψη 15), καθώς και τις διατάξεις της 6ης Οκτωβρίου 2005, C‑328/04, Vajnai (Συλλογή 2005, σ. I‑8577, σκέψη 13), της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑302/06, Koval’ský (σκέψεις 20 και 23), και της 16ης Ιανουαρίου 2008, C‑361/07, Polier (σκέψεις 11 και 16). Κατά την τέταρτη τάση της νομολογίας, το Δικαστήριο κρίνει παραδεκτά προδικαστικά ερωτήματα τα οποία αφορούν πραγματικά περιστατικά εντοπιζόμενα στο έδαφος ενός μόνο κράτους μέλους, ιδίως στην περίπτωση που το εθνικό δίκαιο επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο να παρέχει στον υπήκοο του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται το ευεργέτημα των αυτών δικαιωμάτων με εκείνα που ο εν λόγω υπήκοος θα αντλούσε από το δίκαιο της Ένωσης υπό τις ίδιες περιστάσεις (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 2000, C‑448/98, Guimont (Συλλογή 2000, σ. I-10663, σκέψη 23), της 15ης Μαΐου 2003, C‑300/01, Salzmann (Συλλογή 2003, σ. I‑4899, σκέψεις 33 έως 35), καθώς και της 31ης Ιανουαρίου 2008, C‑380/05, Centro Europa 7 (Συλλογή 2008, σ. I‑349, σκέψη 69).


6 –      Βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C‑217/05, Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio (Συλλογή 2006, σ. I‑11987, σκέψη 16), και της 2ας Απριλίου 2009, C‑260/07, Pedro IV Servicios (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 28).


7 –      Βλ., σχετικώς, την προπαρατεθείσα απόφαση Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio (σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


8 –      Βλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 2001, C‑206/99, SONAE (Συλλογή 2001, σ. I‑4679, σκέψεις 45 και 46), καθώς και το σημείο 40 των προτάσεών μου στην υπόθεση επί της οποίας εξεδόθη η προπαρατεθείσα απόφαση Pedro IV Servicios.


9 –      Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, C‑429/07, X BV (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).


10 –      Κανονισμός της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1216/1999 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1999 (ΕΕ L 148, σ. 5).


11 –      Στο γαλλικό κείμενο του κανονισμού 1/2003 χρησιμοποιείται ο όρος «effectif[ve]» [στο ελληνικό κείμενο «αποτελεσματική»] στην πέμπτη και στην όγδοη αιτιολογική σκέψη και, υπό μορφή επιρρήματος, στο άρθρο 35, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Ο όρος «efficace» [«αποτελεσματική»] χρησιμοποιείται στην έκτη και στην τριακοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη. Ο όρος «uniforme» [«ομοιόμορφη»] χρησιμοποιείται στην εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη καθώς και στον τίτλο του άρθρου 16 του κανονισμού 1/2003. Ο όρος «cohérent(e)» [«συνεπής»] χρησιμοποιείται στη δέκατη τέταρτη, δέκατη έβδομη, δέκατη ένατη και εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη καθώς και στο άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003. Όπως επισήμανα στο σημείο 33 των προτάσεων που ανέπτυξα στην υπόθεση επί της οποίας εξεδόθη η προπαρατεθείσα απόφαση X BV, οι διακρίσεις αυτές δεν ασκούν κατ’ ανάγκη επιρροή όσον αφορά όλες τις άλλες γλωσσικές αποδόσεις του κανονισμού 1/2003.


12 –      Βλ., ιδίως, την τριακοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1/2003.


13 –      Δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1/2003.


14 –      Σκέψεις 20 και 21.


15 –      Θα προσθέσω, πάντως, ότι το γεγονός ότι η εθνική αρχή ανταγωνισμού ενημερώνεται, σύμφωνα με την εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1/2003 και το άρθρο 76 του ΝΠΟΑ, για την έφεση κατά της αποφάσεώς της ουδόλως μεταβάλλει την κατάσταση, αφού, στην προκειμένη περίπτωση, η VEBIC δεν προσάπτει στο συμβούλιο ανταγωνισμού ότι δεν εφήρμοσε το άρθρο 81 ΕΚ.


16 –      Βλ., σχετικώς, τις αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C‑430/93 και C‑431/93, van Schijndel και van Veen (Συλλογή 1995, σ. I‑4705, σκέψη 17), της 9ης Δεκεμβρίου 2003, C‑129/00, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2003, σ. I‑14637, σκέψη 25), της 13ης Ιουλίου 2006, C‑295/04 έως C‑298/04, Manfredi κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑6619, σκέψεις 62 και 71), της 7ης Ιουνίου 2007, C‑222/05 έως C‑225/05, van der Weerd κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I‑4233, σκέψη 28), καθώς και της 15ης Απριλίου 2008, C‑268/06, Impact (Συλλογή 2008, σ. I‑2483, σκέψεις 44 έως 46).


17 –      Βλ., ιδίως, τις προπαρατεθείσες αποφάσεις van Schijndel και van Veen (σκέψη 17), van der Weerd κ.λπ. (σκέψη 28), καθώς και Impact (σκέψη 46).


18 –      Βλ., σχετικώς, προπαρατεθείσα απόφαση van der Weerd κ.λπ. (σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


19 –      Βλ., σχετικώς, απόφαση της 1ης Ιουνίου 1999, C‑126/97, Eco Swiss (Συλλογή 1999, σ. I‑3055, σκέψη 36).


20 –      Αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 1961, 42/59 και 49/59, SNUPAT κατά Ανωτάτης Αρχής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 599), της 10ης Ιανουαρίου 2002, C‑480/99 P, Plant κ.λπ. κατά Επιτροπής και South Wales Small Mines (Συλλογή 2002, σ. I‑265, σκέψη 24), της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑199/99 P, Corus UK κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I‑11177, σκέψη 19), καθώς και της 2ας Δεκεμβρίου 2009, C‑89/08 P, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 52).


21 –      Απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (προπαρατεθείσα, σκέψη 55). Βλ., επίσης, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2009, C‑197/09 RX-II, M κατά EMEA [Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων] (Επανεξέταση) (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 57)].


22 –      Βλ., σχετικώς, τις αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 2008, C‑450/06, Varec (Συλλογή 2008, σ. I‑581, σκέψεις 46 και 47), καθώς και Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (προπαρατεθείσα, σκέψεις 54 έως 58).


23 –      Βλ., στο πλαίσιο αυτό, σχετικά με την τήρηση της εν λόγω αρχής από τα δικαστήρια της Ένωσης, απόφαση M κατά EMEA (Επανεξέταση) (προπαρατεθείσα, σκέψη 58).


24 –      Υπενθυμίζεται σχετικώς ότι η αναγνώριση της ιδιότητας αυτής δεν επηρεάζει την έννοια του εθνικού δικαστηρίου στο πλαίσιο του άρθρου 234 ΕΚ. Βλ., στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά τον μη δικαιοδοτικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ της ελληνικής εθνικής αρχής ανταγωνισμού, απόφαση της 31ης Μαΐου 2005, C‑53/03, ΣΥΦΑΙΤ κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I‑4609, σκέψεις 30 έως 37).


25 –      Βλ., ιδίως απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2009, C‑115/08, ČEZ (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 138).


26 –      Βλ., σχετικώς, μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, C‑54/96, Dorsch Consult (Συλλογή 1997, σ. I‑4961, σκέψη 45).