ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NIILO JÄÄSKINEN

της 11ης Μαρτίου 2010 (1)

Υπόθεση C‑393/08

Emanuela Sbarigia

κατά

Azienda USL RM/A


παρισταμένων των:

Comune di Roma,

Assiprofar (Associazione Sindacale Proprietari Farmacia),

Ordine dei Farmacisti della Provincia di Roma


[αίτηση του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Περιφερειακή νομοθεσία περί ρυθμίσεως των ωραρίων και των περιόδων λειτουργίας και αργίας των φαρμακείων – Απαγόρευση της δυνατότητας παραιτήσεως από την περίοδο ετήσιων διακοπών και της δυνατότητας λειτουργίας πέραν των επιτρεπόμενων ανωτάτων ορίων λειτουργίας – Άδεια κατ’ εξαίρεση λειτουργίας»





I –    Εισαγωγή

1.        Το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (Ιταλία) (στο εξής: Tribunale) επελήφθη διαφοράς μεταξύ της E. Sbarigia, φαρμακοποιού, και των διοικητικών αρχών του Δήμου της Ρώμης, σχετικά με την περιφερειακή νομοθεσία περί ρυθμίσεως των ωραρίων λειτουργίας των φαρμακείων και, ιδίως, τον αποκλεισμό κάθε δυνατότητας παραιτήσεως από την περίοδο των ετήσιων διακοπών. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο δύο προδικαστικά ερωτήματα, εκ των οποίων το πρώτο αφορά την ερμηνεία των άρθρων 49 ΕΚ, 81 ΕΚ, 82 ΕΚ, 83 ΕΚ, 84 ΕΚ, 85 ΕΚ και 86 ΕΚ, και το δεύτερο την ερμηνεία των άρθρων 152 ΕΚ και 153 ΕΚ (2).

2.        Από την αίτηση για την έκδοση προδικαστικού ερωτήματος προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τo συμβατό της επίμαχης περιφερειακής νομοθεσίας ιδίως με τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η πολιτική περί ελεύθερου ανταγωνισμού. Εντούτοις, δεν καταδεικνύεται σαφώς ότι ο διάλογος που διεξάγεται συναφώς, τόσο σε εθνικό όσο και περιφερειακό επίπεδο, όσον αφορά τον ανταγωνισμό συνδέεται πράγματι με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που μνημονεύονται στην απόφαση περί παραπομπής. Ως εκ τούτου, εγείρονται ερωτήματα ως προς το παραδεκτό των ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, και ως προς την ενδεχόμενη ανάγκη αναδιατυπώσεώς τους.

II – Το νομικό πλαίσιο

3.        Στην Ιταλία, η παροχή υπηρεσιών από τα φαρμακεία έχει ουσιαστικώς διαμορφωθεί ως κατά παραχώρηση άσκηση δημόσιας υπηρεσίας, η οποία προϋποθέτει τη χορήγηση άδειας.

4.        Προκειμένου να διασφαλίζεται η συνέχεια της παροχής των υπηρεσιών των φαρμακείων, η οποία αποτελεί εχέγγυο για την προστασία της δημόσιας υγείας, τα ωράρια, οι εφημερίες και οι διακοπές των φαρμακείων ρυθμίζονται από περιφερειακούς νόμους. Στην Περιφέρεια του Λατίου, ισχύει ο περιφερειακός νόμος αριθ. 26, της 30ής Ιουλίου 2002 (Legge regionale Lazio n. 26/2002, στο εξής: περιφερειακός νόμος 26/2002) (3).

5.        Τα άρθρα 2 έως 8 του περιφερειακού νόμου 26/2002 καθορίζουν τα ωράρια λειτουργίας των φαρμακείων, τις εφημερίες σε εθελοντική βάση, την εβδομαδιαία ανάπαυση και τις ετήσιες διακοπές των φαρμακείων. Οι εν λόγω διατάξεις επιβάλλουν, μεταξύ άλλων, τα ανώτατα ωράρια λειτουργίας των φαρμακείων, την υποχρέωση μη λειτουργίας κατά τις Κυριακές και τις επίσημες αργίες, την υποχρέωση εβδομαδιαίας αναπαύσεως μισής ημέρας, καθώς και την ελάχιστη περίοδο των ετήσιων διακοπών. Η εφαρμογή πλειόνων άρθρων του περιφερειακού νόμου 26/2002 εξαρτάται από προϋποθέσεις σχετικές με τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες των ενδιαφερόμενων δήμων ή του σημείου στο οποίο βρίσκεται το εκάστοτε φαρμακείο.

6.        Το άρθρο 10 του περιφερειακού νόμου 26/2002 ορίζει τα εξής:

«1.      Στο Δήμο της Ρώμης, κάθε τοπική Υγειονομική Μονάδα (Unità Sanitaria Locale, στο εξής: USL) λαμβάνει τα προβλεπόμενα από τον παρόντα νόμο μέτρα που άπτονται της αρμοδιότητάς της, κατόπιν συναινέσεως των λοιπών ενδιαφερόμενων USL.

2.      Όσον αφορά τις ιδιαίτερες ζώνες του ενδιαφερόμενου Δήμου, το εβδομαδιαίο ωράριο λειτουργίας των φαρμακείων για το κοινό, οι διακοπές των φαρμακείων που βρίσκονται σε αστικές περιοχές και η εβδομαδιαία ανάπαυση μισής ημέρας […] μπορούν να τροποποιούνται κατόπιν αποφάσεως της αρμόδιας USL, η οποία εκδίδεται από συμφώνου με τον Δήμαρχο του ενδιαφερόμενου Δήμου, με τον Επαρχιακό Σύλλογο Φαρμακοποιών και τις αντιπροσωπευτικές επαρχιακές επαγγελματικές οργανώσεις των δημόσιων και ιδιωτικών φαρμακείων.»

III – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

7.        Η E. Sbarigia είναι ιδιοκτήτρια ενός παλιού φαρμακείου, τοποθετημένου σε ιδιαίτερη ζώνη του Δήμου της Ρώμης, η οποία έχει την ονομασία Tridente και βρίσκεται εντός του ιστορικού κέντρου της Ρώμης. Το εν λόγω οικοδομικό τετράγωνο έχει πεζοδρομηθεί πλήρως και βρίσκεται στην καρδιά της τουριστικής περιοχής της πρωτεύουσας.

8.        Λόγω ακριβώς του σημείου στο οποίο βρίσκεται το φαρμακείο και της σημαντικής αυξήσεως του αριθμού των πιθανών πελατών οι οποίοι συρρέουν στο εν λόγω οικοδομικό τετράγωνο κατά τους θερινούς μήνες του Ιουλίου και του Αυγούστου, στις 31 Μαΐου 2006 η E. Sbarigia ζήτησε από την κατά τόπο αρμόδια Azienda USL RM/A να εξαιρεθεί από την υποχρέωση κλεισίματος των φαρμακείων κατά τις θερινές διακοπές του 2006, δηλώνοντας την πρόθεσή της να παραιτηθεί από το σχετικό δικαίωμα κλεισίματος.

9.        Το αντικείμενο της εν λόγω αιτήσεως, η οποία στηρίχθηκε στο άρθρο 10, παράγραφος 2, του περιφερειακού νόμου 26/2002, στη συνέχεια διευρύνθηκε με την υποβολή νέας αιτήσεως, με την οποία η E. Sbarigia ζήτησε να απαλλαγεί από την υποχρέωση κλεισίματος του φαρμακείου της κατά τις ετήσιες διακοπές, να εφαρμόζει, κατά τη διάρκεια όλου του έτους, εβδομαδιαίο ωράριο λειτουργίας μεγαλύτερης διάρκειας από το επιβαλλόμενο έως τότε, και να μην τηρεί την υποχρέωση της εκ περιτροπής μη λειτουργίας κατά τις αργίες. Συναφώς, η E. Sbarigia προέβαλε ότι αντίστοιχη άδεια χορηγήθηκε επίσης, στις 8 Σεπτεμβρίου 2006, σε ένα άλλο φαρμακείο, που βρίσκεται κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό Termini και του οποίου η πελατεία εμφανίζει τις ίδιες ιδιαιτερότητες με την πελατεία του δικού της φαρμακείου.

10.      Η Azienda USL RM/A απέρριψε επανειλημμένως τα αιτήματα της E. Sbarigia, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, του περιφερειακού νόμου 26/2002, κατόπιν σύμφωνης αρνητικής γνώμης του Δήμου της Ρώμης, του Ordine dei Farmacisti della Provincia di Roma (σύλλογος φαρμακοποιών της Επαρχίας της Ρώμης), καθώς και των επαγγελματικών οργανώσεων Assiprofar (Associazione Sindacale Proprietari Farmacia) και Confservizi.

11.      Το Tribunale επισημαίνει ότι τα ωράρια λειτουργίας των φαρμακείων, οι εκ περιτροπής εφημερίες τις Κυριακές και το εκ περιτροπής κλείσιμο των φαρμακείων κατά τις αργίες και τις ετήσιες διακοπές δεν επαφίενται στην οργανωτική και επιχειρηματική ελευθερία του κάθε φαρμακοποιού. Οι δυνατότητες παρεκκλίσεων είναι περιορισμένες και υπόκεινται πάντοτε στην έγκριση των αρχών, οι οποίες λαμβάνουν την απόφασή τους, κατόπιν των αναγκαίων εκτιμήσεων, κατ’ άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας· οι δε απορριπτικές αποφάσεις δύσκολα μπορούν να αμφισβητηθούν από τους ενδιαφερόμενους φαρμακοποιούς.

12.      Κατά το Tribunale, ο χαρακτήρας της φαρμακευτικής υπηρεσίας ως δημόσιας υπηρεσίας που αποσκοπεί στην προστασία της υγείας των καταναλωτών δεν αποτελεί, εκ πρώτης όψεως, επαρκή δικαιολογητικό λόγο για τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις που επιβάλλουν στα φαρμακεία υποχρεώσεις σχετικά με τη λειτουργία τους. Η ελευθέρωση των ωραρίων και του χρόνου λειτουργίας, η οποία θα ισχύσει για όλα τα φαρμακεία, είναι πιθανό ότι θα οδηγήσει γενικώς, δεδομένου ότι η πυκνότητα του δικτύου των φαρμακείων διασφαλίζεται από τον τρόπο της κατά τόπο κατανομής τους, σε διεύρυνση της προσφοράς υπέρ των καταναλωτών. Παρόμοια μεταρρύθμιση προτείνει εξάλλου και η σύσταση που εξέδωσε η Εγγυητική αρχή ανταγωνισμού και αγοράς την 1η Φεβρουαρίου 2007.

13.      Επιπλέον, κατά το Tribunale, οι επίμαχες διατάξεις είναι ενδεχομένως υπερβολικές και αδικαιολόγητες, διότι η προστασία του γενικού συμφέροντος και των επιτακτικών αναγκών που εξυπηρετεί η φαρμακευτική υπηρεσία διασφαλίζεται καλύτερα, εάν υπάρχει ανταγωνισμός απαλλαγμένος από τους περιορισμούς ως προς τα ωράρια και τον χρόνο λειτουργίας οι οποίοι επιβάλλονται στα φαρμακεία.

14.      Επομένως, το Tribunale διατηρεί αμφιβολίες ως προς το συμβατό των επίδικων περιορισμών με ορισμένες κοινοτικές αρχές.

15.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Tribunale αποφάσισε να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συμβιβάζονται με τις κοινοτικές αρχές που διέπουν την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 49 [ΕΚ], 81 [ΕΚ], 82 [ΕΚ], 83 [ΕΚ], 84 [ΕΚ], 85 [ΕΚ] και 86 ΕΚ η επιβολή στα φαρμακεία των ανωτέρω αναφερθεισών απαγορεύσεων, κατά τις οποίες τα φαρμακεία δεν μπορούν να παραιτούνται από τις ετήσιες διακοπές τους ούτε να παραμένουν ελεύθερα ανοικτά πέραν των ανώτατων ορίων λειτουργίας που επιτρέπονται επί του παρόντος από τις προαναφερθείσες διατάξεις του περιφερειακού νόμου 26/2002, και η επιβολή, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 2, του περιφερειακού αυτού νόμου, της συνακόλουθης προϋπόθεσης ότι, για να εγκριθεί στον Δήμο της Ρώμης παρέκκλιση από τις παραπάνω απαγορεύσεις, πρέπει η διοίκηση να εκτιμήσει κατά διακριτική ευχέρεια (από συμφώνου με τους φορείς και οργανισμούς που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο) ότι το αιτούν φαρμακείο βρίσκεται σε ιδιαίτερη ζώνη του ενδιαφερόμενου δήμου;

2)      Συμβιβάζεται με τα άρθρα 152 [ΕΚ] και 153 [ΕΚ] η επιβολή στη φαρμακευτική δημόσια υπηρεσία, προς τον σκοπό έστω της προστασίας της υγείας των καταναλωτών, προϋποθέσεων όπως οι προβλεπόμενες από τον περιφερειακό νόμο 26/2002, οι οποίες περιορίζουν ή απαγορεύουν τη δυνατότητα επέκτασης του ημερήσιου, εβδομαδιαίου και ετήσιου ωραρίου λειτουργίας των φαρμακείων;» (4)

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

16.      Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 11 Σεπτεμβρίου 2008.

17.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η E. Sbarigia, ο Δήμος της Ρώμης, η Ελληνική, η Ιταλική, η Ολλανδική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

18.      Με παράρτημα της κλήσεως στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι μετέχοντες στη διαδικασία κλήθηκαν επίσης, κατά την προφορική ανάπτυξη των παρατηρήσεών τους, να διατυπώσουν την άποψή τους επί του παραδεκτού της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως και συγκεκριμένα επί της υπάρξεως συνδέσμου μεταξύ των προδικαστικών ερωτημάτων και του κοινοτικού δικαίου, καθώς και επί της ουσίας της υποθέσεως και συγκεκριμένα επί της ερμηνείας των άρθρων 28 ΕΚ, 29 EK, 30 EK, 31 EK και 86, παράγραφος 2, EK.

19.      Η E. Sbarigia, η Assiprofar, o Ordine dei Farmacisti della Provincia di Roma, η Ελληνική, η Ιταλική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή εκπροσωπήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που έλαβε χώρα στις 17 Δεκεμβρίου 2009.

V –    Ανάλυση

 A –         Εισαγωγή

20.      Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δεν διευκρινίζει για ποιους λόγους καθίσταται αναγκαία η ερμηνεία των εννέα άρθρων της Συνθήκης ΕΚ και των δύο κοινοτικών αρχών που παραθέτει. Είναι εμφανές ότι οι μετέχοντες στη διαδικασία που υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις διατηρούν επίσης αμφιβολίες συναφώς.

21.      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι από την απόφαση περί παραπομπής πρέπει να προκύπτουν οι ακριβείς λόγοι που ώθησαν το εθνικό δικαστήριο να διερωτηθεί επί της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης και να κρίνει αναγκαία την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο (5). Στο πλαίσιο αυτό, είναι απολύτως απαραίτητο το εθνικό δικαστήριο να παράσχει ορισμένες, τουλάχιστον, διευκρινίσεις σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους επέλεξε τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης των οποίων την ερμηνεία ζητεί, καθώς και με το σύνδεσμο που υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοζόμενης επί της διαφοράς της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας (6).

22.      Η ανάλυση της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως θα ακολουθήσει την εξής σειρά: αφού ολοκληρωθεί η εξέταση του παραδεκτού των ερωτημάτων, θα προηγηθεί η ανάλυση του δεύτερου ερωτήματος σχετικά με τα άρθρα 152 ΕΚ και 153 ΕΚ, και θα ακολουθήσει η εξέταση του πρώτου ερωτήματος όσον αφορά το δίκαιο του ανταγωνισμού (άρθρα 81 ΕΚ έως 86 ΕΚ) και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρο 49 ΕΚ).

 Β          Επί του παραδεκτού

23.      Στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως προβάλλονται δύο λόγοι απαραδέκτου.

24.      Πρώτον, με τις γραπτές της παρατηρήσεις, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη, καθόσον δεν παρέχει τα νομικά και πραγματικά στοιχεία που είναι απολύτως αναγκαία προκειμένου να κατανοηθεί για ποιους λόγους οι διατάξεις στις οποίες αναφέρεται έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση.

25.      Συναφώς, αρκεί να σημειωθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν είναι δυνατόν να προβληθεί άρνηση απαντήσεως σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο, δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (7).

26.      Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών και νομικών στοιχείων τα οποία παρέχει το εθνικό δικαστήριο, το Δικαστήριο έχει, κατά τη γνώμη μου, στη διάθεσή του επαρκή στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί επί της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικού ερωτήματος.

27.      Δεύτερον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατόπιν σχετικού αιτήματος του Δικαστηρίου, το ζήτημα του παραδεκτού εξετάσθηκε, επίσης, υπό το πρίσμα της ελλείψεως κάθε διασυνοριακού στοιχείου στην υπό εξέταση διαφορά.

28.      Είναι σαφές, κατά τη γνώμη μου, ότι η υπό κρίση στην κύρια δίκη πραγματική κατάσταση δεν ενέχει κανένα στοιχείο αλλοδαπότητας. Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, σε παρόμοια περίπτωση, η έλλειψη διασυνοριακών στοιχείων δεν μπορεί να ωθήσει το Δικαστήριο να κηρύξει απαράδεκτη μια αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Συγκεκριμένα, ειδικότερα όσον αφορά τα ερωτήματα που άπτονται της ερμηνείας του άρθρου 49 ΕΚ, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι όλα τα στοιχεία της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί το αιτούν δικαστήριο περιορίζονται στο εσωτερικό ενός και μόνον κράτους μέλους, εν προκειμένω σε μια περιφέρεια του οικείου κράτους μέλους, παρά ταύτα η σχετική απάντηση θα μπορούσε να είναι χρήσιμη στο αιτούν δικαστήριο, ιδίως στην περίπτωση όπου το εθνικό του δίκαιο θα επέβαλλε να απολαύει ο Ιταλός υπήκοος των ιδίων δικαιωμάτων με αυτά που υπήκοος άλλου κράτους μέλους, εκτός της Δημοκρατίας της Ιταλίας, θα αντλούσε από το δίκαιο της Ένωσης στο πλαίσιο της ιδίας καταστάσεως (8).

29.      Παρεμπιπτόντως, σημειώνεται ότι στις υποθέσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεις αμιγώς εθνικού χαρακτήρα, στη νομολογία του Δικαστηρίου έχουν αναπτυχθεί ποικίλες τάσεις.

30.      Αφενός, σε μια πρώτη σειρά υποθέσεων το Δικαστήριο αποφάνθηκε, με απόφαση, ότι οι διατάξεις της Συνθήκης τις οποίες επικαλείται το αιτούν δικαστήριο δεν μπορούν να εφαρμοστούν επί δραστηριοτήτων των οποίων όλα τα ασκούντα επιρροή στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός μόνον κράτους μέλους (9), και το ζήτημα εάν πρόκειται περί αυτού εξαρτάται από τα πραγματικά περιστατικά, η εξακρίβωση των οποίων εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο (10).

31.      Σε μια δεύτερη σειρά υποθέσεων, το Δικαστήριο διαπίστωσε, με διάταξη, ότι το εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης δεν αντίκειται στην επίμαχη εθνική ρύθμιση (11).

32.      Στο πλαίσιο μιας τρίτης τάσεως της νομολογίας, κρίθηκε ότι, σε περιπτώσεις όπου η επίμαχη εθνική ρύθμιση δεν εμπίπτει στο πεδίο του δικαίου της Ένωσης και το αντικείμενο της δίκης δεν εμφανίζει κανένα συνδετικό στοιχείο με οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που ρυθμίζουν οι διατάξεις των Συνθηκών, το Δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο να απαντήσει στο υποβληθέν ερώτημα (12).

33.      Εν τέλει, στο πλαίσιο μιας τετάρτης σειράς υποθέσεων, το Δικαστήριο προέβη σε επί της ουσίας εξέταση των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητήθηκε η ερμηνεία, κατά το μέτρο που το αμφισβητούμενο στην κύρια δίκη εθνικό δίκαιο θα εφαρμοζόταν σε μια διασυνοριακή υπόθεση, και τούτο μολονότι όλα τα στοιχεία της διαφοράς της κύριας δίκης περιορίζονταν στο εσωτερικό ενός και μόνον κράτους μέλους (13).

34.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω τάσεων της νομολογίας, διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο επιλέγει μεταξύ της εκδόσεως διατάξεως ή αποφάσεως με βάση τις διαδικασίες που ορίζει το άρθρο 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας. Όσον αφορά το εάν πρόκειται για εσωτερική ή μη διαφορά, η απάντηση στο ερώτημα αυτό ουδόλως πρέπει να επηρεάζει την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί των κριτηρίων εφαρμογής, ενδεχομένως δε και επί της ερμηνείας, των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης.

35.      Σε περίπτωση αμφιβολίας, το Δικαστήριο θα πρέπει ουσιαστικώς να εκκινεί από την υπόθεση ότι, κατ’ αρχάς, μάλλον επιβάλλεται να εξετασθούν τα προδικαστικά ερωτήματα επί της ουσίας, παρά να κηρυχθούν αυτά απαράδεκτα. Εάν το Δικαστήριο περιοριστεί στη διαπίστωση ότι το ερώτημα είναι απαράδεκτο, τα εθνικά δικαστήρια ενδέχεται να εκλάβουν τη στάση αυτή ως αντίθετη στη θεμελιώδη αρχή της αγαστής συνεργασίας επί της οποίας εδράζεται η σχέση του Δικαστηρίου με τα εθνικά δικαστήρια. Εξάλλου, αφενός, η εξέταση του παραδεκτού ευθείας προσφυγής ή αιτήσεως αναιρέσεως και, αφετέρου, η εξέταση του παραδεκτού προδικαστικού ερωτήματος διαφέρουν κατά πολύ. Σε περίπτωση ευθείας προσφυγής, η εξέταση του παραδεκτού αποβλέπει κυρίως στην προστασία των συμφερόντων του καθού. Σε περίπτωση αιτήσεως αναιρέσεως, η εφαρμογή αυστηρών κριτηρίων παραδεκτού ασκεί σημαντική επιρροή επί της τηρήσεως της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων βαθμών δικαιοδοσίας. Οι σκοποί αυτοί δεν επιδιώκονται υπό την ίδια έννοια όταν πρόκειται για προδικαστικό ερώτημα.

36.      Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, σημειώνεται ότι η απαίτηση περί της υπάρξεως διασυνοριακού χαρακτήρα δεν ασκεί το ίδιο σημαντική επιρροή ως προς τις διάφορες θεμελιώδεις ελευθερίες (14). Από τούτο συνάγεται ότι η δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης εξαρτάται από τον τρόπο ερμηνείας τους. Δεδομένου ότι τα ίδια ερωτήματα μπορούν επίσης να υποβληθούν στο Δικαστήριο στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως, χωρίς η ενδεχόμενη έλλειψη διασυνοριακού στοιχείου να επιφέρει την παραμικρή επίπτωση επί του παραδεκτού της εν λόγω προσφυγής, φρονώ ότι, προκειμένου να διευθετηθεί το ζήτημα του «αμιγώς εσωτερικού» χαρακτήρα μιας υποθέσεως, θα πρέπει μάλλον το ζήτημα αυτό να εξετάζεται επί της ουσίας, στο πλαίσιο της ερμηνείας των επίμαχων διατάξεων, παρά να εξετάζεται εάν αυτό εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αξιολογήσεως του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων.

37.      Εν τέλει, όπως θα καταστεί σαφές στη συνέχεια, αφενός, τα κριτήρια που καθιστούν δυνατή την εκτίμηση του παραδεκτού ενός προδικαστικού ερωτήματος και, αφετέρου, τα κριτήρια βάσει των οποίων αναλύεται επί της ουσίας εάν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία, όπως τα εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο, κρίνονται επαρκή δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκην μεταξύ τους.

38.      Επομένως, προτείνεται η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως να κριθεί παραδεκτή από το Δικαστήριο.

 Γ          Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της περιφερειακής νομοθεσίας

39.      Στην Ιταλία, η θέσπιση των κανόνων που διέπουν τα ωράρια και τις περιόδους λειτουργίας και κλεισίματος των φαρμακείων εμπίπτει στην αρμοδιότητα της περιφερειακής διοικήσεως. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι μετέχοντες στη διαδικασία υποστήριξαν ότι οι υιοθετηθείσες ρυθμίσεις διαφέρουν ανά περιφέρεια.

40.      Η εφαρμογή της αρχής του ελεύθερου ανταγωνισμού στα φαρμακεία είναι εμφανές ότι αποτελεί στην Ιταλία διφορούμενο ζήτημα. Εν πάση περιπτώσει, η χορήγηση φαρμάκων χωρίς ιατρική συνταγή έχει ελευθερωθεί. Όμως, μολονότι στην Ιταλία τα φαρμακεία αποτελούν επιχειρήσεις, εντούτοις εξακολουθούν να παρέχουν επίσης υπηρεσίες γενικού συμφέροντος (15).

41.      Πρέπει πάντως να τονισθεί ότι η τελευταία αυτή έκφανση της παροχής των υπηρεσιών γενικού συμφέροντος από τα φαρμακεία προκύπτει ούτως ή άλλως από τον περιφερειακό νόμο 26/2002. Ο νόμος αυτός πρέπει να θεωρηθεί ως πράξη δημόσιας εξουσίας η οποία καθιερώνει με σαφήνεια τα ιδιαίτερα καθήκοντα, τα οποία, βάσει του εν λόγω νόμου, ανατίθενται σε όλα τα φαρμακεία, ως υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας. Τα άρθρα 2 έως 8 του περιφερειακού νόμου 26/2002 καθορίζουν λεπτομερώς τις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας των φαρμακείων όσον αφορά τα ωράρια λειτουργίας τους, καθώς και τις ημερήσιες και νυκτερινές εφημερίες τους τις Κυριακές και τις αργίες, ήτοι, αναλυτικώς, το καθήκον των φαρμακείων να διασφαλίζουν ότι οι υπηρεσίες τους παρέχονται υποχρεωτικώς και εκτός των κανονικών ωραρίων λειτουργίας που ισχύουν τις εργάσιμες ημέρες τους, τις εκ περιτροπής εφημερίες, τις ημέρες της εβδομαδιαίας αναπαύσεως, καθώς και τις ετήσιες διακοπές τους. Οι υποχρεώσεις που αποβλέπουν στη διασφάλιση διαρκούς, εκτεταμένης και νόμιμης προμήθειας φαρμάκων στους ασθενείς περιορίζουν την ελευθερία ασκήσεως εμπορικής δραστηριότητας των ιδιοκτητών φαρμακείων σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι υποχρεώσεις αυτές να απέχουν κατά πολύ από τις συνήθεις προϋποθέσεις χορηγήσεως άδειας ασκήσεως επιχειρηματικής δραστηριότητας σε ένα συγκεκριμένο τομέα.

42.      Ο περιφερειακός νομοθέτης έκρινε προφανώς ότι η διαρκής και αποτελεσματική προμήθεια φαρμάκων προϋποθέτει την τήρηση από τα φαρμακεία συγκεκριμένων κανόνων σε σχέση με τα ωράρια λειτουργίας τους και τον καθορισμό των ετήσιων διακοπών τους.

43.      Επιπλέον, η πυκνότητα του δικτύου των φαρμακείων, τα οποία έχουν όλα στη διάθεσή τους την ίδια σειρά φαρμάκων και στα οποία παρέχεται πρόσβαση νομίμως κατά τη διάρκεια του ωραρίου λειτουργίας που καθορίζεται κατά ομοιόμορφο τρόπο σε περιφερειακό επίπεδο, διασφαλίζει τον εκ του σύνεγγυς εφοδιασμό με φάρμακα των σχετικώς απομονωμένων περιοχών, που αποτελεί επιτακτικό σκοπό γενικού συμφέροντος τον οποίο έχει αναγνωρίσει η νομολογία του Δικαστηρίου (16). Η ομοιόμορφη ρύθμιση των ωραρίων λειτουργίας ενέχει πάντως και μειονεκτήματα, και δη από δύο διαφορετικές σκοπιές. Συνακολούθως, όταν ένα φαρμακείο βρίσκεται σε ευνοϊκή τοποθεσία, η ρύθμιση αυτή μπορεί να εκληφθεί ως εμπόδιο σε περίπτωση που ο ιδιοκτήτης του φαρμακείου επιθυμεί να παρατείνει τις περιόδους λειτουργίας του εν λόγω καταστήματος του οποίου οι εργασίες είναι ιδιαιτέρως αποδοτικές· αντιθέτως, όταν η τοποθεσία του φαρμακείου δεν είναι τόσο ευνοϊκή, η ίδια ρύθμιση μπορεί να θεωρηθεί ως πρόσκομμα σε περίπτωση που ο ιδιοκτήτης του φαρμακείου επιθυμεί να συντμήσει τις εν λόγω περιόδους λειτουργίας, ούτως ώστε να περιορίσει τα έξοδα που συνδέονται με τη λειτουργία του.

44.      Τα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο ερωτήματα πρέπει, συνεπώς, να εξετασθούν υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων στοιχείων.

 Δ –         Επί των άρθρων 152 ΕΚ και 153 ΕΚ

45.      Κατά πρώτο λόγο, θα εξετασθούν τα άρθρα 152 ΕΚ (δημόσια υγεία) και 153 ΕΚ (προστασία του καταναλωτή), καίτοι αυτά αποτελούν αντικείμενο του δευτέρου ερωτήματος.

46.      Η E. Sbarigia έχει τη γνώμη ότι η επιβολή υποχρεώσεων όσον αφορά τα καθημερινά, εβδομαδιαία και ετήσια ωράρια λειτουργίας των φαρμακείων, όπως οι υποχρεώσεις που προβλέπει ο περιφερειακός νόμος 26/2002, αντιβαίνει προς τα ανωτέρω άρθρα. Οι καθών της κύριας δίκης προβάλλουν, αντιθέτως, ότι ο επίμαχος περιφερειακός νόμος δεν αντίκειται στις εν λόγω διατάξεις.

47.      Η Επιτροπή και οι κυβερνήσεις που υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις, με εξαίρεση την Ελληνική Κυβέρνηση, κατ’ ουσίαν υποστηρίζουν ότι τα άρθρα 152 ΕΚ και 153 ΕΚ αποτελούν απλούς κανόνες περί αρμοδιότητας οι οποίοι αφορούν ειδικότερα τον κοινοτικό νομοθέτη, οπότε πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύουν εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας επιβάλλονται περιορισμοί όσον αφορά τα ωράρια και τις περιόδους λειτουργίας των φαρμακείων. Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο καθορισμός ωραρίου λειτουργίας για τα φαρμακεία δεν αντίκειται στα άρθρα 152 ΕΚ και 153 ΕΚ.

48.      Κατ’ αρχάς, ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να αντιληφθώ με ποιον τρόπο η ερμηνεία του άρθρου 153 ΕΚ ασκεί επιρροή στην επίλυση της διαφοράς που έχει αχθεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο, στο οποίο αναφέρεται μόνον το προδικαστικό ερώτημα, αφορά την προστασία των καταναλωτών και προβλέπει ειδικότερα το πλαίσιο συμβολής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην επίτευξη των στόχων που επιδιώκονται στον εν λόγω τομέα. Το αιτούν δικαστήριο δεν εξηγεί όμως σε ποιο βαθμό διακυβεύθηκε εν προκειμένω η προστασία των καταναλωτών, ως εκ τούτου θεωρώ ότι το ερώτημα στην πραγματικότητα αφορά μόνον το άρθρο 152 ΕΚ.

49.      Όσον αφορά το άρθρο 152 ΕΚ, συμμερίζομαι την προβαλλόμενη από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη, με εξαίρεση την Ελληνική Κυβέρνηση, ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 152 ΕΚ περιέχει κατ’ ουσίαν έναν κανόνα περί αρμοδιότητας ο οποίος αφορά ειδικότερα τον κοινοτικό νομοθέτη. Το άρθρο 152, παράγραφος 1, ΕΚ επιτάσσει, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών και δράσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, να εξασφαλίζεται υψηλού επιπέδου προστασία της υγείας του ανθρώπου. Ωστόσο, εν προκειμένω, δεν πρόκειται περί εφαρμογής των πολιτικών και δράσεων της Κοινότητας.

50.      Εξάλλου, το άρθρο 152, παράγραφος 5, ΕΚ δεν τυγχάνει άμεσης εφαρμογής εν προκειμένω. Το Δικαστήριο έκρινε επί του σημείου αυτού ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να διαρρυθμίζουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως και να θεσπίζουν διατάξεις προκειμένου, ειδικότερα, να ρυθμίζουν την οργάνωση και την παροχή των υγειονομικών υπηρεσιών, όπως οι φαρμακευτικές υπηρεσίες. Εντούτοις, στο πλαίσιο της ασκήσεως αυτής της αρμοδιότητας, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα τις διατάξεις της Συνθήκης που διέπουν τις ελευθερίες κινήσεως, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η οποία πρόκειται να αναλυθεί κατωτέρω (17).

51.      Επομένως, το άρθρο 152 ΕΚ δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση.

 Ε –         Επί των άρθρων 81 ΕΚ έως 86 ΕΚ

52.      Η E. Sbarigia υποστηρίζει ότι η επίμαχη περιφερειακή νομοθεσία δεν συνάδει προς τα άρθρα 81 ΕΚ έως 86 ΕΚ. Οι καθών της κύριας δίκης ισχυρίζονται, αντιθέτως, ότι οι διατάξεις της περιφερειακής νομοθεσίας είναι σύμφωνες προς το δίκαιο της Ένωσης. Η Ολλανδική και η Αυστριακή Κυβέρνηση προβάλλουν ότι τα εν λόγω άρθρα δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω, ενώ η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η μνεία των άρθρων 81 ΕΚ έως 86 ΕΚ είναι ασαφής, καθόσον το αιτούν δικαστήριο δεν έδωσε εξηγήσεις επί της δυνατότητας εφαρμογής των διαφόρων αυτών διατάξεων στην παρούσα υπόθεση. Η Επιτροπή διερωτάται κατά πόσον οι εν λόγω διατάξεις ως σύνολο είναι λυσιτελείς εν προκειμένω, εντούτοις προτείνει τα άρθρα 10 ΕΚ και 81 ΕΚ να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιβαίνει προς τα άρθρα αυτά η εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τη συμβουλευτική συμμετοχή των αντιπροσωπευτικών επαρχιακών συνδικαλιστικών οργανώσεων των δημόσιων και ιδιωτικών φαρμακείων, καθώς και του Επαρχιακού Συλλόγου Φαρμακοποιών, στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων σχετικά με τον καθορισμό των ωραρίων και τις περιόδους λειτουργίας των φαρμακείων.

53.      Αντιθέτως προς την Επιτροπή, φρονώ ότι το εν λόγω μέρος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος ουδόλως μπορεί να ασκήσει επιρροή για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

54.      Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα άρθρα 83 ΕΚ, 84 ΕΚ και 85 ΕΚ ουδόλως μπορούν να τύχουν εφαρμογής στο πλαίσιο της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί το αιτούν δικαστήριο, διότι πρόκειται είτε για διατάξεις αμιγώς διαδικαστικού χαρακτήρα (τούτο ισχύει για τα άρθρα 83 ΕΚ και 85 ΕΚ) είτε για μεταβατικές διατάξεις (τούτο ισχύει για το άρθρο 84 ΕΚ).

55.      Στη συνέχεια, θα πρέπει να ελεγχθεί κατά πόσον μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 81 ΕΚ. Θεωρώ ότι το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου σκοπεί, στην πραγματικότητα, στο να καταδειχθεί εάν διατάξεις όπως αυτές του περιφερειακού νόμου 26/2002 συνάδουν προς το άρθρο 81 ΕΚ ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 10 ΕΚ.

56.      Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, μολονότι το άρθρο 81 ΕΚ ρυθμίζει αποκλειστικά τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων και δεν αφορά τα θεσπιζόμενα από τα κράτη μέλη νομοθετικά ή κανονιστικά μέτρα, εντούτοις, τα άρθρο αυτό, σε συνδυασμό με το άρθρο 10 ΕΚ, το οποίο επιτάσσει υποχρέωση συνεργασίας, επιβάλλει στα κράτη μέλη να μη λαμβάνουν ή διατηρούν σε ισχύ μέτρα, έστω και νομοθετικής ή κανονιστικής φύσεως, δυνάμενα να εξουδετερώσουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των εφαρμοστέων επί επιχειρήσεων κανόνων ανταγωνισμού (18).

57.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι συντρέχει παράβαση των άρθρων 10 ΕΚ και 81 ΕΚ όταν κράτος μέλος είτε επιβάλλει ή ευνοεί τη σύναψη συμπράξεων αντιθέτων προς το άρθρο 81 ΕΚ ή ενισχύει τα αποτελέσματα τέτοιων συμπράξεων είτε αφαιρεί από τη δική του κανονιστική ρύθμιση τον κρατικό της χαρακτήρα, μεταβιβάζοντας σε ιδιώτες την αρμοδιότητα λήψεως αποφάσεων σχετικά με οικονομικά θέματα (19).

58.      Πάντως, πρέπει να επισημανθεί ότι νομοθετική ρύθμιση όπως ο περιφερειακός νόμος 26/2002, καθόσον θέτει περιορισμούς ως προς τις περιόδους λειτουργίας των φαρμακείων και προβλέπει δυνατότητες παρεκκλίσεως από τους περιορισμούς αυτούς, δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιπτώσεις συνδυασμένης εφαρμογής των άρθρων 10 ΕΚ και 81 ΕΚ.

59.      Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει εν προκειμένω κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο περιφερειακός νόμος 26/2002 ευνοεί, ενισχύει ή νομιμοποιεί μια σύμπραξη ή μια συμφωνία επιχειρήσεων. Κλίνω προς την άποψη ότι η προβλεπόμενη από τον οικείο περιφερειακό νόμο διαβούλευση με τις οργανώσεις των φαρμακείων ανταποκρίνεται στην ανάγκη οργανώσεως της κατανομής των εφημεριών μεταξύ των φαρμακείων. Επιπλέον, από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι η επίμαχη νομοθετική διάταξη έχει στερηθεί τον κρατικό της χαρακτήρα υπό την έννοια ότι το οικείο κράτος μέλος έχει μεταβιβάσει σε ιδιώτες την αρμοδιότητα λήψεως αποφάσεων σχετικά με οικονομικά θέματα.

60.      Τέλος, από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι η παρούσα υπόθεση αφορά οποιαδήποτε επιχειρηματική συμφωνία, απόφαση ή συμφωνημένη πρακτική που μπορούν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και οι οποίες έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να εμποδίζουν, να περιορίζουν ή να νοθεύουν τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

61.      Περαιτέρω, το άρθρο 82, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει τα εξής:

«Είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά και απαγορεύεται, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της.»

62.      Η μνεία του άρθρου 82 ΕΚ, το οποίο απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως, αποδεικνύεται, επομένως, αλυσιτελής, καθόσον από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι το φαρμακείο που ανήκει στην E. Sbarigia ή άλλο κατάστημα ανταγωνιστικό του εν λόγω φαρμακείου βρίσκονται σε τέτοια θέση.

63.      Κατά το άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ, «[τ]α κράτη μέλη δεν θεσπίζουν ούτε διατηρούν μέτρα αντίθετα προς τους κανόνες της παρούσας συνθήκης, ιδίως προς εκείνους των άρθρων 12 και 81 μέχρι και 89, ως προς τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα». Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, κράτος μέλος παραβαίνει τις εν λόγω απαγορεύσεις όταν η σχετική επιχείρηση οδηγείται, απλώς και μόνον με την άσκηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων που της έχουν χορηγηθεί, σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς της ή όταν τα δικαιώματα αυτά είναι ικανά να δημιουργήσουν μια κατάσταση εντός της οποίας η επιχείρηση αυτή οδηγείται σε τέτοια καταχρηστική συμπεριφορά (20).

64.      Πάντως, η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει καμία ένδειξη σχετική, μεταξύ άλλων, με τον ορισμό της σχετικής αγοράς, τον υπολογισμό των μεριδίων της αγοράς που κατέχουν οι διάφορες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά αυτή και την υποτιθέμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως. Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δεν αναφέρει ούτε εθνικούς ούτε περιφερειακούς κανόνες σχετικά με το σημείο εγκαταστάσεως φαρμακείου ούτε παρέχει πληροφορίες περί της δυνατότητας να υπάρχουν ένα ή περισσότερα φαρμακεία σε μια ιδιαίτερη ζώνη, όπως αυτή με την ονομασία Tridente ή η ζώνη περί του σταθμού Termini. Περαιτέρω, δεν διευκρινίζει ούτε εάν υπάρχουν κανόνες οι οποίοι να καθορίζουν την ελάχιστη απόσταση που πρέπει να τηρείται μεταξύ των φαρμακείων.

65.      Όσον αφορά το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ, κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, «[ο]ι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες της παρούσας συνθήκης, ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί. Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Κοινότητας».

66.      Το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ, υπάγει μεν τις επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή έχουν χαρακτήρα φορολογικού μονοπωλίου στους κανόνες της Συνθήκης (21), επιτρέπει όμως ορισμένες παρεκκλίσεις προς όφελος των επιχειρήσεων αυτών (22). Εντούτοις, εφόσον δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη οιασδήποτε αντιθέσεως προς τη Συνθήκη, τότε παρέλκει η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ. Το ίδιο συμπέρασμα συνάγεται και ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ.

67.      Βάσει των πληροφοριών που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, καταλήγω μάλλον στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν μπορούν να τύχουν ουσιαστικής εφαρμογής εν προκειμένω, παρά ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι εν μέρει απαράδεκτο. Όπως προαναφέρθηκε, σε παρόμοιες περιπτώσεις το Δικαστήριο θα πρέπει όχι να κηρύσσει το προδικαστικό ερώτημα απαράδεκτο, αλλά να εξετάζει το ερώτημα επί της ουσίας προκειμένου να διακριβώσει εάν οι επίμαχες διατάξεις έχουν ή όχι εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση (23).

68.      Προτείνεται συνεπώς στο Δικαστήριο να απαντήσει ότι τα άρθρα 10 ΕΚ και 81 ΕΚ έχουν την έννοια ότι δεν αντιβαίνει προς τα άρθρα αυτά η περιφερειακή νομοθεσία η οποία προβλέπει τη συμβουλευτική συμμετοχή των αντιπροσωπευτικών επαρχιακών συνδικαλιστικών οργανώσεων των δημόσιων και ιδιωτικών φαρμακείων, καθώς και του Επαρχιακού Συλλόγου Φαρμακοποιών, στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων σχετικά με τον καθορισμό των ωραρίων και τις περιόδους λειτουργίας των φαρμακείων. Οι λοιπές διατάξεις στις οποίες αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο δεν έχουν εφαρμογή.

 ΣΤ –         Επί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (άρθρο 49 ΕΚ)

69.      Όσον αφορά τις θεμελιώδεις ελευθερίες, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να ερμηνευθεί μόνον το άρθρο 49 ΕΚ.

70.      Το άρθρο 49 ΕΚ απαγορεύει τους περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Κοινότητας όσον αφορά τους υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος της Κοινότητας άλλο από εκείνο του αποδέκτου της παροχής.

71.      Η E. Sbarigia ισχυρίζεται ότι ο περιφερειακός νόμος 26/2002 και η εφαρμογή του δεν συνάδουν προς το άρθρο 49 ΕΚ. Αντιθέτως, η Ελληνική και η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι, ελλείψει διασυνοριακών στοιχείων, το εν λόγω άρθρο δεν έχει εφαρμογή.

72.      Η Επιτροπή προβάλλει ότι η μνεία του άρθρου 49 ΕΚ είναι προδήλως εσφαλμένη. Συγκεκριμένα, επικαλείται την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία υπήκοος κράτους μέλους ο οποίος, κατά τρόπο σταθερό και συνεχή, ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος υπάγεται στις διατάξεις του κεφαλαίου της Συνθήκης που αφορά το δικαίωμα εγκαταστάσεως και όχι αυτού που αφορά τις υπηρεσίες (24). Επομένως, κατά την Επιτροπή, το τελευταίο αυτό κεφάλαιο που αφορά τις υπηρεσίες –αντιθέτως προς το πρώτο–έχει εφαρμογή όχι στην περίπτωση υπηκόου κράτους μέλους ο οποίος συμμετέχει, κατά τρόπο σταθερό, στην οικονομική ζωή άλλου κράτους μέλους, αλλά μόνον στην περίπτωση του παρέχοντος υπηρεσίες ο οποίος ασκεί την επιχειρηματική του δραστηριότητα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους προσωρινώς.

73.      Συναφώς, συμμερίζομαι την ανάλυση της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η E. Sbarigia έχει στην κυριότητά της φαρμακείο το οποίο βρίσκεται στη Ρώμη, όπου η ίδια ασκεί δραστηριότητα πωλήσεως φαρμακευτικών και παραφαρμακευτικών προϊόντων, κατά τρόπο σταθερό και συνεχή.

74.      Επιβάλλεται, επίσης, να εξετασθεί η θέση των αποδεκτών των επίμαχων υπηρεσιών. Η υπό κρίση νομοθεσία περιορίζει τη δυνατότητα των τουριστών να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες του φαρμακείου της E. Sbarigia κατά τις περιόδους υποχρεωτικής αργίας του. Ο περιορισμός αυτός εντούτοις δεν συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας, καθώς κάθε αποδέκτης των οικείων υπηρεσιών έχει τη δυνατότητα να επισκεφθεί τα λοιπά λειτουργούντα ή εφημερεύοντα φαρμακεία (25).

75.      Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ότι το άρθρο 49 ΕΚ έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει προς το άρθρο αυτό η περιφερειακή νομοθεσία η οποία επιβάλλει περιορισμούς ως προς το καθημερινό, εβδομαδιαίο και ετήσιο ωράριο λειτουργίας των φαρμακείων, σε περιπτώσεις όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

 Ζ          Επί της ενδεχόμενης μεταβολής της νομικής βάσεως των προδικαστικών ερωτημάτων

76.      Κατόπιν της εξετάσεως του συνόλου των προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, φρονώ ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να συνεχίσει την ανάλυσή του.

77.      Βεβαίως, ορισμένοι από τους μετέχοντες στη διαδικασία οι οποίοι υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου ανέφεραν επίσης δύο άλλες περιπτώσεις άρθρων, ήτοι, αφενός, το άρθρο 43 ΕΚ, σχετικά με την ελευθερία εγκαταστάσεως, και, αφετέρου, το άρθρο 28 ΕΚ που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση έγινε μνεία της δυνατότητας εφαρμογής των εν λόγω άρθρων στην παρούσα υπόθεση.

78.      Παρά ταύτα, θεωρώ ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να αποφανθεί επί των δύο αυτών διατάξεων, για τις οποίες το αιτούν δικαστήριο δεν υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα, και τούτο για δύο σειρές λόγων.

79.      Πρώτον, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, των οποίων η ερμηνεία εκτιμά ότι είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Με την παρούσα απόφαση περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να έπραξε τούτο κατά τρόπο εξαντλητικό, καθόσον επί των ειδικών αρχών τις οποίες αναφέρει ρητώς στηρίζεται σημαντικός αριθμός διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να εντοπίσει όλες τις άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης των οποίων η ερμηνεία θα μπορούσε να είναι χρήσιμη για το αιτούν δικαστήριο. Η ευχέρεια αναδιατυπώσεως των προδικαστικών ερωτημάτων, την οποία το Δικαστήριο επιφυλάσσει στον εαυτό του, κατατείνει, κατά τη γνώμη μου, στο να παρέχεται σε αυτό η δυνατότητα να συνδράμει το αιτούν δικαστήριο στην εξεύρεση της ορθής διατυπώσεως ενός ουσιώδους για την επίδικη διαφορά ζητήματος ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να καθορίσει, και όχι να διευρύνει, το πεδίο της προβληματικής την οποία θέτει η απόφαση περί παραπομπής (26).

80.      Δεύτερον, η ανωτέρω περιοριστική ερμηνεία ερείδεται επίσης επί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, η απόφαση περί παραπομπής όπως διατυπώθηκε από το αιτούν δικαστήριο κοινοποιείται, σύμφωνα με τον Οργανισμό του Δικαστηρίου, ιδίως στα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Βάσει του εγγράφου αυτού, τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη αξιολογούν κατά πόσον θα ήταν χρήσιμο να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις και να μετάσχουν στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου (27). Το οικείο έγγραφο αποτελεί έγγραφο αναφοράς και ως προς το Δικαστήριο. Επομένως, είναι προφανές ότι τυχόν αναδιατύπωση της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως προϋποθέτει ότι το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του όλα τα αναγκαία και ουσιώδη στοιχεία της υποθέσεως, περιλαμβανομένων όσων αφορούν τα οικεία πραγματικά περιστατικά και το συναφές εθνικό νομικό πλαίσιο.

81.      Ως εκ περισσού, υπενθυμίζεται εν πάση περιπτώσει ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 28 ΕΚ δεν έχει εφαρμογή επί εθνικής ρυθμίσεως περί υποχρεωτικής μη λειτουργίας των καταστημάτων που ισχύει για όλους τους επιχειρηματίες που ασκούν δραστηριότητες επί του εθνικού εδάφους και επηρεάζει κατά τον ίδιο τρόπο, τόσο από νομικής απόψεως όσο και στην πράξη, τη διάθεση στο εμπόριο των εγχώριων και των προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη προϊόντων (28).

82.      Όσον αφορά το άρθρο 43 ΕΚ, το Δικαστήριο προσφάτως διαπίστωσε ότι συνάδουν προς τη Συνθήκη ιταλικές διατάξεις με ιδιαιτέρως περιοριστικό περιεχόμενο σχετικά με τα φαρμακεία, οι οποίες τελούν σε πολύ αμεσότερο σύνδεσμο με την ελευθερία εγκαταστάσεως απ’ ό,τι οι επίμαχες στην κύρια δίκη διατάξεις (29).

83.      Επιπροσθέτως, δεν θεωρώ ότι μια περιφερειακή νομοθεσία όπως ο περιφερειακός νόμος 26/2002, που εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλα τα φαρμακεία που βρίσκονται εντός των ορίων της οικείας περιφέρειας, συγκαταλέγεται μεταξύ των μέτρων που απαγορεύουν, παρακωλύουν ή καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως από τις επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών. Επομένως, δεν πρόκειται για περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως που να εμπίπτει στον ορισμό που δίδει η νομολογία του Δικαστηρίου (30).

84.      Κατά τη γνώμη μου, στο αντίθετο συμπέρασμα θα ήταν δυνατό να καταλήξει κανείς μόνον εάν η νομοθεσία περί των ωραρίων λειτουργίας και των διακοπών στερούνταν πλήρως διαφάνειας ή η εφαρμογή της επαφίονταν πρωτίστως στη διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως.

85.      Η E. Sbarigia, καθώς και η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή έθεσαν το ζήτημα εάν ο τρόπος λήψεως αποφάσεως επί της χορηγήσεως των παρεκκλίσεων του άρθρου 10, παράγραφος 2, του περιφερειακού νόμου 26/2002 συνάδει προς τα άρθρα 28 ΕΚ ή/και 43 ΕΚ, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των προβλεπόμενων διαβουλεύσεων και της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζεται στη διοίκηση.

86.      Η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στη διοίκηση από τον περιφερειακό νόμο 26/2002 φαίνεται ότι αφορά ιδίως την εφαρμογή των παρεκκλίσεων και των εξαιρέσεων που προβλέπουν τα άρθρα 2, παράγραφος 6, 6, 7, παράγραφος 3, 8, παράγραφος 1, στοιχεία δ΄ και ε΄, και 10, παράγραφος 2, του περιφερειακού νόμου 26/2002.

87.      Προφανώς, οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η διοίκηση καλείται να αποφανθεί επί παρεκκλίσεως ή απαλλαγής ποικίλλουν. Κατ’ αρχάς, είναι πιθανόν να υπάρχει κάποια απαγόρευση ή κάποιος γενικός όρος εφαρμογής ο οποίος να επιτρέπει στη διοίκηση να χορηγεί παρεκκλίσεις ή απαλλαγές, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος. Στην περίπτωση αυτή η παρέκκλιση ή η απαλλαγή εγκρίνεται σχεδόν αυτομάτως, χωρίς άσκηση διακριτικής ευχέρειας από τη διοίκηση. Μια δεύτερη περίπτωση είναι αυτή στην οποία, ακόμη και όταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής παρεκκλίσεως συντρέχουν, εντούτοις η έγκριση της παρεκκλίσεως επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας διοικητικής αρχής. Δεν πρόκειται μάλιστα για εξαιρετική περίπτωση. Η άσκηση διακριτικής ευχέρειας εκτιμήσεως ενδέχεται να καταστεί αναγκαία, επί παραδείγματι, διότι είναι αδύνατον να γίνουν δεκτές όλες οι αιτήσεις παρεκκλίσεως. Μια τρίτη περίπτωση είναι αυτή στην οποία η νομοθεσία δεν διευκρινίζει τις προϋποθέσεις εγκρίσεως μιας παρεκκλίσεως από τη διοίκηση. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο συμμορφώσεως προς τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, όπως οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως, της αμεροληψίας, της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως κάθε καταχρήσεως εξουσίας.

88.      Η δυνατότητα παρεκκλίσεως που προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 2, του περιφερειακού νόμου 26/2002 φαίνεται να τοποθετείται ενδιαμέσως των δυο τελευταίων περιπτώσεων. Βεβαίως, υπόκειται σε ορισμένες προϋποθέσεις όσον αφορά την πυκνότητα του δικτύου και τη διαδικασία χορηγήσεως της παρεκκλίσεως. Ειδικότερα όμως, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, η δικογραφία δεν περιέχει επακριβείς πληροφορίες όσον αφορά τους κανόνες περί των σημείων εγκαταστάσεως των φαρμακείων που ενδεχομένως ισχύουν στην Περιφέρεια του Λατίου. Η ίδια παρατήρηση επιβάλλεται ως προς το ερώτημα πώς έχει ερμηνευθεί η έννοια «ιδιαίτερη ζώνη του ενδιαφερόμενου δήμου» στην πράξη από την περιφερειακή διοίκηση, καθώς και από την εθνική νομολογία. Εν πάση περιπτώσει, η διάταξη αυτή επιβάλλεται, κατά τη γνώμη μου, να εξετασθεί όχι μεμονωμένως, αλλά υπό το πρίσμα του συνόλου των διατάξεων του περιφερειακού νόμου 26/2002. Από τη σκοπιά αυτή, φαίνεται ότι πρόκειται για διάταξη που προβλέπει ειδικούς κανόνες, οι οποίοι εφαρμόζονται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, εμπεριέχουσα ιδίως, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα ρυθμίσεως των ωραρίων λειτουργίας των φαρμακείων αναλόγως των περιστάσεων.

89.      Λαμβανόμενη μεμονωμένως, η διάταξη του άρθρου 10, παράγραφος 2, του περιφερειακού νόμου 26/2002 θα μπορούσε ασφαλώς να επικριθεί λόγω ελλείψεως σαφήνειας και ακρίβειας· εξεταζόμενη όμως υπό το πρίσμα του συνόλου των διατάξεων του επίμαχου περιφερειακού νόμου, η οικεία ρύθμιση είναι, κατά τη γνώμη μου, εύλογη και κατανοητή. Εν πάση περιπτώσει, δεν ασπάζομαι τις αιτιάσεις που διατυπώθηκαν αναφορικά και μόνον με το παράδειγμα εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως το οποίο μνημονεύεται στη δικογραφία, ήτοι το παράδειγμα της χορηγήσεως παρεκκλίσεως σε φαρμακείο που βρίσκεται κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό Termini, κατά τις οποίες η εν λόγω απόφαση περί χορηγήσεως παρεκκλίσεως αποτελεί ένδειξη διακριτικής μεταχειρίσεως, είναι μη αντικειμενική ή εισάγει διάκριση. Οι λόγοι αναγνωρίσεως ειδικού καθεστώτος υπέρ φαρμακείου το οποίο είναι τοποθετημένο κοντά στο σημείο συμβολής των σιδηροδρομικών γραμμών διελεύσεως τοπικών, εθνικών και διεθνών συρμών σε μια ευρωπαϊκή μητρόπολη δεν ισχύουν κατ’ ανάγκην και όσον αφορά μια τουριστική ζώνη όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης (31).

90.      Είναι αναγκαίο η ρύθμιση των ωραρίων λειτουργίας και αργίας των φαρμακείων να εξετασθεί σφαιρικώς. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της Assiprofar παρέσχε ένα ιδιαιτέρως χρήσιμο παράδειγμα σχετικά με τη νυκτερινή εφημερία σε εθελοντική βάση η οποία αρχίζει περίπου στις 20.00. Συγκεκριμένα, το διάστημα από τις 20.00 έως τις 22.00 αποτελεί ώρα αιχμής για τη δραστηριότητα των νυκτερινών φαρμακείων διότι, στην ενδιαφερόμενη περιφέρεια, σημαντικό τμήμα του ενεργού πληθυσμού επιστρέφει στην οικία του όταν τα άλλα φαρμακεία έχουν ήδη παύσει να λειτουργούν. Ενδεχόμενη παράταση του ημερησίου ωραρίου θα οδηγούσε στον σφετερισμό του πλέον αποδοτικού χρόνου λειτουργίας των νυκτερινών φαρμακείων. Τούτο θα ενείχε τον κίνδυνο αποθαρρύνσεως των πιθανών εθελοντών από το να παράσχουν νυκτερινή υπηρεσία, καθόσον τα μειονεκτήματα που συνδέονται με την υπηρεσία αυτή δεν θα αντισταθμίζονταν πλέον από το όφελος που θα απέφερε σε αυτούς το προνόμιο ενάρξεως της λειτουργίας των φαρμακείων τους κατά τη διάρκεια του εν λόγω ωραρίου. Συνεπεία δε της ελλείψεως ιδιωτικής πρωτοβουλίας, θα επιβαλλόταν η επαναφορά του συστήματος των υποχρεωτικών εφημεριών.

91.      Όσον αφορά, τέλος, τη διαδικασία που προβλέπει ο περιφερειακός νόμος 26/2002, και ιδίως τις απαιτούμενες διαβουλεύσεις, είναι προφανές ότι αυτές εμπίπτουν στο πεδίο της ασκήσεως διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους της διοικήσεως. Η συμμετοχή άλλων ενδιαφερομένων μερών δεν καθιστά, αφ’ εαυτής, την οικεία διαδικασία ασύμβατη προς το δίκαιο της Ένωσης. Ωστόσο, η απόφαση πρέπει να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, πράγμα το οποίο φαίνεται να συμβαίνει εν προκειμένω.

92.      Έχοντας υπόψη το περιεχόμενο της αποφάσεως περί παραπομπής, προτείνω επομένως στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που του τέθηκαν, καθόσον αυτά είναι λυσιτελή, και, εν πάση περιπτώσει, να μην διευρύνει το πεδίο των εν λόγω ερωτημάτων πέραν του καθοριζομένου βάσει της αποφάσεως περί παραπομπής που υποβλήθηκε ενώπιόν του.

VI – Πρόταση

93.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, φρονώ ότι στα υποβληθέντα από το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio ερωτήματα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

«1)      Το άρθρο 49 ΕΚ έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει προς το άρθρο αυτό η περιφερειακή νομοθεσία η οποία επιβάλλει περιορισμούς ως προς το καθημερινό, εβδομαδιαίο και ετήσιο ωράριο λειτουργίας των φαρμακείων, σε περιπτώσεις όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

2)      Τα άρθρα 10 ΕΚ και 81 ΕΚ έχουν την έννοια ότι δεν αντιβαίνει προς τα άρθρα αυτά η περιφερειακή νομοθεσία η οποία προβλέπει τη συμβουλευτική συμμετοχή των αντιπροσωπευτικών επαρχιακών συνδικαλιστικών οργανώσεων των δημόσιων και ιδιωτικών φαρμακείων, καθώς και του Επαρχιακού Συλλόγου Φαρμακοποιών, στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων σχετικά με τον καθορισμό των ωραρίων και τις περιόδους λειτουργίας των φαρμακείων.

3)      Οι λοιπές διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ στις οποίες αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο δεν έχουν εφαρμογή επί περιπτώσεως όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – Εφόσον η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ανάγεται στις 21 Μαΐου 2008, θα γίνει παραπομπή προς τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με την αρίθμηση που ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


3GURI αριθ. 24, serie speciale αριθ. 3, της 14ης Ιουνίου 2003, και Boll.Uff.Lazio αριθ. 23, Supplemento ordinario αριθ. 5, της 20ής Αυγούστου 2002.


4 –      Μολονότι το δεύτερο ερώτημα μνημονεύει τη Συνθήκη ΕΕ, αυτό αφορά ασφαλώς τη Συνθήκη ΕΚ. Προφανώς, πρόκειται για σφάλμα εκ παραδρομής.


5 – Βλ. ενημερωτικό σημείωμα σχετικά με τη διαδικασία υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων από τα εθνικά δικαστήρια (ΕΕ 2005, C 143, σ. 1), στην πλέον πρόσφατη έκδοσή του (ΕΕ 2009, C 297, σ. 1).


6 – Βλ., ιδίως, διάταξη της 7ης Απριλίου 1995, C‑167/94, Grau Gomis κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I‑1023, σκέψη 9), και αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2005, C‑453/03, C‑11/04, C‑12/04 και C‑194/04, ABNA κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I‑10423, σκέψη 46), της 31ης Ιανουαρίου 2008, C‑380/05, Centro Europa 7 (Συλλογή 2008, σ. I‑349, σκέψη 54), καθώς και της 22ας Οκτωβρίου 2009, C‑116/08, Meerts (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 27).


7 – Βλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, C‑314/08, Filipiak (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


8 – Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 2000, C‑448/98, Guimont (Συλλογή 2000, σ. I‑10663, σκέψη 23), της 30ής Μαρτίου 2006, C‑451/03, Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti (Συλλογή 2006, σ. I‑2941, σκέψη 29), καθώς και της 5ης Δεκεμβρίου 2006, C‑94/04 και C‑202/04, Cipolla κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑11421, σκέψη 30).


9 – Βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 19ης Μαρτίου 1992, C‑60/91, Batista Morais (Συλλογή 1992, σ. I‑2085, σκέψη 8), καθώς και της 16ης Φεβρουαρίου 1995, C‑29/94 έως C‑35/94, Aubertin κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I‑301, σκέψη 9).


10 – Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 23ης Απριλίου 1991, C‑41/90, Höfner και Elser (Συλλογή 1991, σ. I‑1979, σκέψη 37), καθώς και της 28ης Ιανουαρίου 1992, C‑332/90, Steen (Συλλογή 1992, σ. I‑341, σκέψη 9).


11 – Βλ., ιδίως, διατάξεις της 5ης Απριλίου 2004, C‑3/02, Mosconi και Ordine degli Ingegneri di Verona e Provincia (διατακτικό), καθώς και της 19ης Ιουνίου 2008, C‑104/08, Kurt (σκέψη 24 και διατακτικό).


12 – Βλ. διατάξεις της 6ης Οκτωβρίου 2005, C‑328/04, Vajnai (Συλλογή 2005, σ. I‑8577, σκέψη 13), της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑302/06, Koval’ský (σκέψεις 20 και 22), καθώς και της 16ης Ιανουαρίου 2008, C‑361/07, Polier (σκέψεις 11 επ.).


13 – Βλ., ιδίως, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑6/01, Anomar κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I‑8621, σκέψεις 40 επ.).


14 – Επί παραδείγματι, το διασυνοριακό στοιχείο δεν απαιτείται να έχει τόσο έντονη παρουσία σε σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, όσο σε σχέση με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.


15 – Βλ., επίσης, απόφαση της 19ης Μαΐου 2009, C‑531/06, Επιτροπή κατά Ιταλίας (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 76).


16 – Βλ. απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2000, C‑254/98, TK‑Heimdienst (Συλλογή 2000, σ. I‑151, σκέψη 34).


17 – Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2006, C‑372/04, Watts (Συλλογή 2006, σ. I‑4325, σκέψεις 92 και 146), της 10ης Μαρτίου 2009, C‑169/07, Hartlauer (Συλλογή 2009, σ. I‑1721, σκέψη 29), και προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 35).


18 – Βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Cipolla κ.λπ. (σκέψη 46), καθώς και απόφαση της 13ης Μαρτίου 2008, C‑446/05, Doulamis (Συλλογή 2008, σ. I‑1377, σκέψη 19).


19 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Cipolla κ.λπ. (σκέψη 47).


20 – Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑180/98 έως C‑184/98, Pavlov κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. I‑6451, σκέψη 127), της 25ης Οκτωβρίου 2001, C‑475/99, Ambulanz Glöckner (Συλλογή 2001, σ. I‑8089, σκέψη 39), καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti (σκέψη 23).


21 – Για παραδείγματα υπηρεσιών που κρίθηκε ότι εξυπηρετούν το γενικό οικονομικό συμφέρον, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz‑Jarabo Colomer της 20ής Οκτωβρίου 2009, στην υπόθεση C‑265/08, Federutility κ.λπ. (απόφαση της 20ής Απριλίου 2010, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σημείο 53).


22 – Βλ., ιδίως, σημεία 135 επ. των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 31ης Μαΐου 2005, C‑438/02, Hanner (Συλλογή 2005, σ. I‑4551).


23 – Η εν λόγω προσέγγιση όσον αφορά την επί της ουσίας εξέταση της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικού ερωτήματος σε μια τέτοια περίπτωση ενδεχομένως διαφέρει κάπως από τις λύσεις που έχει δεχθεί το Δικαστήριο (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Centro Europa 7, σκέψη 63).


24 – Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 1974, C‑2/74, Reyners (Συλλογή τόμος 1974, σ. 317, σκέψη 21), και της 30ής Νοεμβρίου 1995, C‑55/94, Gebhard (Συλλογή 1995, σ. I‑4165, σκέψη 28).


25 – Επομένως, ο εν λόγω περιορισμός ισχύει μεν αδιακρίτως τόσο έναντι των ημεδαπών αποδεκτών των οικείων παροχών όσο και έναντι αυτών των άλλων κρατών μελών, είναι όμως συμβατός προς το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον δεν μπορεί να παρεμποδίσει, να παρενοχλήσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστικές τις δραστηριότητες του παρέχοντος υπηρεσίες όταν αυτός είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, όπου νομίμως παρέχει ανάλογες υπηρεσίες. Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 1984, 286/82 και 26/83, Luisi και Carbone (Συλλογή 1984, σ. 377, σκέψη 16), της 25ης Ιουλίου 1991, C‑76/90, Säger (Συλλογή 1991, σ. I-4221, σκέψη 12), καθώς και της 3ης Οκτωβρίου 2000, C‑58/98, Corsten (Συλλογή 2000, σ. I-7919, σκέψη 33).


26 – Βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Doulamis.


27 – Βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, C-94/07, Raccanelli (Συλλογή 2008, σ. I‑5939, σκέψεις 24 και 25).


28 – Βλ. αποφάσεις της 20ής Ιουνίου 1996, C‑418/93 έως C‑421/93, C‑460/93 έως C‑462/93, C‑464/93, C‑9/94 έως C‑11/94, C‑14/94, C‑15/94, C‑23/94, C‑24/94 και C‑332/94, Semeraro Casa Uno κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I‑2975, σκέψη 28), καθώς και της 10ης Φεβρουαρίου 2009, C‑110/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2009, σ. I‑519, σκέψη 36).


29 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση της 19ης Μαΐου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας.


30 – Βλ., ιδίως, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, C‑442/02, CaixaBank France (Συλλογή 2004, σ. I‑8961, σκέψη 11 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


31 – Ο τουρισμός μνημονεύεται ειδικώς στον περιφερειακό νόμο 26/2002, και συγκεκριμένα στο άρθρο 6, παράγραφος 2, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα ημερήσιας εφημερίας των φαρμακείων σε εθελοντική βάση.