ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 24ης Μαρτίου 2009 ( 1 )

Υπόθεση C-123/08

Dominic Wolzenburg

«Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις — Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ — Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και διαδικασίες παραδόσεως μεταξύ των κρατών μελών — Άρθρο 4, σημείο 6 — Λόγος προαιρετικής μη εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως — Εφαρμογή του εθνικού δικαίου — Καταζητούμενος υπήκοος του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος — Μη εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως από το κράτος μέλος εκτελέσεως εξαρτώμενη από διαμονή πέντε ετών επί του εδάφους του — Άρθρο 12 ΕΚ»

1. 

Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί εκ νέου επί του περιεχομένου του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου ( 2 ), το οποίο προβλέπει λόγο προαιρετικής μη εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

2. 

Κατά τη διάταξη αυτή, η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως ( 3 ) μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση εντάλματος εκδοθέντος για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής όταν ο εκζητούμενος «διαμένει στο κράτος μέλος εκτέλεσης, είναι υπήκοος ή κάτοικός του» και το κράτος αυτό δεσμεύεται να εκτελέσει την ποινή.

3. 

Το Rechtbank Amsterdam (Κάτω Χώρες) ( 4 ) επιθυμεί να μάθει σε ποιο βαθμό μπορεί να τύχει εφαρμογής η μη εκτέλεση στην περίπτωση Γερμανού υπηκόου ο οποίος αποτέλεσε το αντικείμενο εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για την εκτέλεση ποινής φυλακίσεως και ο οποίος, από τον Ιούνιο του 2005, εργάζεται στις Κάτω Χώρες όπου ζει με τη σύζυγό του.

4. 

Το αιτούν δικαστήριο αντιμετωπίζει επίσης το ζήτημα ότι ο ενδιαφερόμενος δεν διαθέτει άδεια παραμονής αορίστου χρόνου στις Κάτω Χώρες και, κατά το ολλανδικό δίκαιο, δεν μπορεί να τύχει της μη εκτελέσεως αυτής διότι ο κανόνας ότι μπορεί να υπάρξει άρνηση της παραδόσεως ενός Ολλανδού υπηκόου για την εκτέλεση ποινής εκτείνεται στους υπηκόους των άλλων κρατών μελών οι οποίοι είναι κάτοχοι τέτοιας άδειας παραμονής.

5. 

Επομένως, το αιτούν δικαστήριο επιζητεί να μάθει, πρώτον, ποια πρέπει να είναι η διάρκεια παραμονής εντός του κράτους μέλους εκτελέσεως του προσώπου που αποτελεί το αντικείμενο ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως ώστε το πρόσωπο αυτό να θεωρείται ότι κατοικεί ή διαμένει στο κράτος αυτό, υπό την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου.

6. 

Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν ο λόγος περί της προαιρετικής μη εκτελέσεως της διατάξεως αυτής μπορεί να εξαρτάται από πρόσθετες διοικητικές επιταγές, όπως από την κατοχή άδειας παραμονής αορίστου χρόνου.

7. 

Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, τρίτον, αν η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων απαγορεύει εθνική νομοθετική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία ο κανόνας περί της αρνήσεως παραδόσεως ενός ημεδαπού όταν η παράδοση ζητείται για την εκτέλεση ποινής εκτείνεται μόνο στους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών οι οποίοι είναι κάτοχοι άδειας παραμονής αορίστου χρόνου.

8. 

Τα τρία αυτά ερωτήματα προσεγγίζουν κατά πολύ τα ερωτήματα τα οποία, εντός διαφορετικού πλαισίου, υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στην υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Kozłowski ( 5 ), εκδοθείσα κατόπιν της υποβολής της υπό κρίση αιτήσεως για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

9. 

Με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο καθόρισε τις έννοιες «κάτοικος» και «διαμένει» εντός του κράτους μέλους εκτελέσεως, υπό την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου. Απάντησε επίσης στο δεύτερο ερώτημα, περί του αν η προαιρετική μη εκτέλεση που θεσπίζει η διάταξη αυτή μπορεί να εξαρτηθεί από διοικητικές επιταγές, όπως από την εθνική άδεια παραμονής. Αντιθέτως, δεν αποφάνθηκε επί του τελευταίου ζητήματος, που αφορά το αν συμβιβάζεται με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία απαγορεύει την παράδοση ημεδαπού και όχι υπηκόου άλλου κράτους μέλους.

10. 

Η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να οδηγήσει το Δικαστήριο στη διευκρίνιση και συμπλήρωση των απαντήσεων που δόθηκαν με την προπαρατεθείσα απόφαση Kozłowski, όσον αφορά το περιεχόμενο του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου.

11. 

Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι, στην έννοια «διαμένει» καθώς και στην έννοια «κάτοικος», καθοριστικής σημασίας είναι το αν το πρόσωπο που αποτελεί το αντικείμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως έχει επαρκείς δεσμούς βάσει των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ότι η εκτέλεση της ποινής στο κράτος αυτό αυξάνει τις πιθανότητες επανεντάξεως του προσώπου αυτού. Επισημαίνω ότι η διάρκεια της παραμονής στο κράτος αυτό αποτελεί ένα από τα λυσιτελή στοιχεία τα οποία απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να λάβει υπόψη του για να κρίνει αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή.

12. 

Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ότι η προαιρετική μη εκτέλεση του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου δεν μπορεί να εξαρτηθεί από πρόσθετες διοικητικές επιταγές, όπως από την κατοχή άδειας παραμονής αορίστου χρόνου.

13. 

Τέλος, σε απάντηση στο τρίτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι η επίμαχη εθνική νομοθετική ρύθμιση αντίκειται στην αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που θεσπίζει το άρθρο 12 ΕΚ.

14. 

Προτού προβώ σε λεπτομερή εξέταση της αναλύσεώς μου, θεωρώ χρήσιμο να εκθέσω τις ουσιώδεις αρχές που απαντώνται στις προτάσεις μου και καθοδήγησαν τη συλλογιστική μου:

η διαδικασία του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως που θεσπίστηκε με την απόφαση-πλαίσιο αντικατέστησε, μεταξύ των κρατών μελών, τη διαδικασία εκδόσεως, η οποία εξακολουθεί να ισχύει στις σχέσεις συνεργασίας με τρίτα κράτη καθώς και μεταξύ των κρατών μελών όταν η διαδικασία του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, κατ’ εξαίρεση, δεν τυγχάνει εφαρμογής, για λόγους αφορώντες τη διαχρονική εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου·

οι διατάξεις του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου επιβάλλουν να θιγούν ζητήματα τα οποία, στην πραγματικότητα, εμπίπτουν στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, καθόσον η εφαρμογή τους βρίσκεται κατ’ ανάγκη σε άμεση σχέση με την έννοια της επανεντάξεως του καταδίκου. Εφόσον η σύγχρονη εξέλιξη του ποινικού δικαίου στα κράτη μέλη, θεωρεί την επανένταξη ως ουσιώδη συνάρτηση της ποινής, επομένως, δυνάμει της αρχής της εξατομικεύσεως της κυρώσεως, μέρος της οποίας αποτελεί το καθεστώς της εκτελέσεώς της, για κάθε απόφαση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική κατάσταση κάθε καταδίκου·

όσον αφορά ποινή ή παρεμφερές μέτρο, όπως το «στερητικό της ελευθερίας μέτρο», η εκτέλεσή του καθώς και η απόφαση περί λήψεώς του θίγουν την ατομική ελευθερία. Συνεπώς, οι ίδιοι κανόνες του δικαστικού συστήματος, το οποίο εγγυάται σε όλα τα κράτη μέλη την ελευθερία αυτή, πρέπει να διασφαλίζονται, μεταξύ άλλων, ως προς την απαιτούμενη ελευθερία εκτιμήσεως που πρέπει να απολαύει ο δικαστής κατά την πραγματική εφαρμογή των αρχών, τις οποίες έχει αποστολή να εφαρμόζει.

I — Το κοινοτικό δίκαιο

Α — Οι λυσιτελείς διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου

15.

Η απόφαση-πλαίσιο έχει σκοπό την κατάργηση της τυπικής διαδικασίας εκδόσεως μεταξύ κρατών μελών, την οποία προβλέπουν διάφορες συναφθείσες από τα κράτη αυτά συμβάσεις, και την αντικατάστασή της από σύστημα παραδόσεως μεταξύ δικαστικών αρχών ( 6 ). Η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου αυτής προβλέπει συναφώς:

«Ο στόχος που έχει θέσει η [Ευρωπαϊκή] Ένωση, να αποτελέσει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, συνεπάγεται την κατάργηση της έκδοσης μεταξύ κρατών μελών και την αντικατάστασή της από σύστημα παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών. Εξάλλου, η εισαγωγή ενός νέου απλουστευμένου συστήματος παράδοσης προσώπων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα, προς τον σκοπό της εκτέλεσης καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων ή ποινικής δίωξης, επιτρέπει να αρθούν η πολυπλοκότητα και το ενδεχόμενο καθυστερήσεων που είναι εγγενή στις ισχύουσες διαδικασίες έκδοσης. Οι κλασικές σχέσεις συνεργασίας που ισχύουν μέχρι σήμερα μεταξύ κρατών μελών θα πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε σύστημα ελεύθερης κυκλοφορίας τόσο των προδικαστικών όσο και των οριστικών ποινικών αποφάσεων, σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.»

16.

Η απόφαση-πλαίσιο βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις, η οποία αποτελεί τον «ακρογωνιαίο λίθο» της δικαστικής συνεργασίας ( 7 ), και «σε υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης» μεταξύ των κρατών μελών ( 8 ).

17.

Το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου έχει τίτλο «Ορισμός και υποχρέωση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης». Προβλέπει:

«1.   Το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς τον σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που [εκ]ζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

2.   Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας αποφάσεως-πλαισίου.

3.   H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»

18.

Όταν ένα ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκδίδεται για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου, πρέπει να πρόκειται, κατά το άρθρο 2 της αποφάσεως-πλαισίου, για καταδίκη τουλάχιστον τεσσάρων μηνών.

19.

Το ίδιο άρθρο 2 προβλέπει κατάλογο 32 αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες, εφόσον κολάζονται στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, πρέπει να εκτελείται το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως ακόμα και αν οι αξιόποινες πράξεις δεν κολάζονται στο κράτος μέλος εκτελέσεως. Για τις λοιπές παραβάσεις, η παράδοση του προσώπου το οποίο αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως μπορεί να εξαρτάται στο κράτος μέλος εκτελέσεως από την προϋπόθεση διττού αξιοποίνου τους.

20.

Τα άρθρα 3 και 4 της αποφάσεως-πλαισίου περιλαμβάνουν, αντιστοίχως, τους λόγους της υποχρεωτικής και της προαιρετικής μη εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαίσιο προβλέπει:

«Η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης:

[…]

 

εάν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, όταν ο καταζητούμενος διαμένει στο κράτος μέλος εκτέλεσης, είναι υπήκοος ή κάτοικός του και αυτό το κράτος δεσμεύεται να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο.»

21.

Ο λόγος αυτός μη προαιρετικής εκτελέσεως συμπληρώνεται με το άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκδίδεται για ποινικές διώξεις. Κατά τη διάταξη αυτή, η παράδοση του προσώπου το οποίο αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο, μετά από ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στο κράτος μέλος εκτελέσεως ώστε να εκτίσει εκεί τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος.

Β — Το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών της αποφάσεως-πλαισίου κατά την απόφαση Kozłowski

22.

Η προαναφερθείσα απόφαση Kozłowski έχει το ακόλουθο πραγματικό και νομικό πλαίσιο.

23.

Οι γερμανικές δικαστικές αρχές επελήφθησαν αιτήσεως παραδόσεως του S. Kozłowski, Πολωνού υπηκόου, δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος από πολωνικό δικαστήριο για την εκτέλεση ποινής φυλακίσεως πέντε μηνών, επιβληθείσας με δικαστική απόφαση που κατέστη αμετάκλητη.

24.

Ο S. Kozłowski εκρατείτο στο σωφρονιστικό κατάστημα της Στουτγκάρδης (Γερμανία), όπου εξέτιε στερητική της ελευθερίας ποινή διάρκειας τριών ετών και έξι μηνών, στην οποία καταδικάστηκε από γερμανικά δικαστήρια για περιπτώσεις απάτης που διέπραξε στη Γερμανία.

25.

Ο S. Kozłowski ήταν άγαμος και άτεκνος. Εγνώριζε ελάχιστα ή και καθόλου τη γερμανική. Είχε εισέλθει στη Γερμανία τον Φεβρουάριο του 2005 και διέμενε εκεί μέχρι τις 10 Μαΐου 2006, ημερομηνία συλλήψεώς του, έχοντας διακόψει ορισμένες φορές την παραμονή του, μεταξύ άλλων κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων του 2005. Εργαζόταν εκεί περιστασιακά στον τομέα των οικοδομών. Δεν συναίνεσε στην παράδοσή του στις πολωνικές δικαστικές αρχές και επιθυμούσε να παραμείνει στη Γερμανία μετά την απελευθέρωσή του.

26.

Κατά το γερμανικό δίκαιο, το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου μεταφέρθηκε με διαφορετικές διατάξεις αναλόγως του αν το πρόσωπο το οποίο αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως είναι Γερμανός υπήκοος ή αλλοδαπός.

27.

Όσον αφορά τους Γερμανούς υπηκόους, η έκδοσή τους για την εκτέλεση ποινής είναι δυνατή μόνον όταν το καταζητούμενο πρόσωπο συναινεί ( 9 ). Όσον αφορά τους αλλοδαπούς των οποίων η συνήθης κατοικία βρίσκεται επί του γερμανικού εδάφους, ανεξαρτήτως του αν είναι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους ή τρίτου κράτους, μπορεί να μη γίνει δεκτή η έκδοσή τους για την εκτέλεση ποινής όταν το πρόσωπο το οποίο αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως δεν συναινεί στην παράδοσή του και επικρατήσει το άξιον προστασίας συμφέρον του προς εκτέλεση της ποινής επί του εθνικού εδάφους ( 10 ).

28.

Η νομοθετική ρύθμιση αυτή αποτελεί συνέχεια αποφάσεως του Bundesverfassungsgericht (Γερμανία), της 18ης Ιουλίου 2005, με την οποία ο προγενέστερος νόμος εκρίθη αντισυνταγματικός για τον λόγο ότι θίγει δυσανάλογα το θεμελιώδες δικαίωμα κάθε Γερμανού περί μη εκδόσεώς του ( 11 ).

29.

Το Oberlandesgericht (Γερμανία) αντιμετώπισε τα εξής δύο ζητήματα. Αφενός, έπρεπε να καθορίσει αν ο S. Kozłowski κατοικούσε ή διέμενε επί του γερμανικού εδάφους υπό την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου. Ειδικότερα, διερωτήθηκε περί των συνεπειών που πρέπει να αντληθούν για την εκτίμηση αυτή, πρώτον, από το ότι ο S. Kozłowski διέκοψε την παραμονή του στη Γερμανία το 2005 και το 2006, δεύτερον, από το γεγονός ότι ο S. Kozłowski, για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών από την είσοδό του στη Γερμανία, δεν ασκούσε καμία δραστηριότητα και εξασφάλιζε τα προς το ζην διαπράττοντας ποινικά αδικήματα, οπότε το νομότυπον της παραμονής του στη Γερμανία είναι προφανώς αβέβαιο, και, τρίτον, από το γεγονός ότι ο S. Kozłowski βρισκόταν υπό κράτηση.

30.

Αφετέρου, το Oberlandesgericht διερωτήθηκε περί του αν το γερμανικό δίκαιο, που διασφαλίζει τη μεταφορά του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου στην εσωτερική έννομη τάξη, συμβιβάζεται με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Επιθυμούσε, ειδικότερα, από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του αν, και σε ποιο βαθμό, είναι δυνατό να γίνει διάκριση μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών υπηκόων που είναι πολίτες της Ενώσεως.

31.

Επομένως, το Oberlandesgericht υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα δύο ερωτήματα:

«1)

Μπορεί να θεωρηθεί, ενόψει της εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 6, της αποφάσεως-πλαισίου […], ότι ένα πρόσωπο “διαμένει” σε κράτος μέλος ή ότι είναι “κάτοικος” κράτους μέλους, παρά το γεγονός ότι

α)

η παραμονή του στο [κράτος μέλος εκτέλεσης του εντάλματος] δεν είναι αδιάλειπτη,

β)

η παραμονή του στο εν λόγω κράτος δεν είναι σύννομη, σύμφωνα με τη νομοθεσία περί εισόδου και παραμονής αλλοδαπών,

γ)

διαπράττει κατ’ εξακολούθηση ποινικά αδικήματα και/ή

δ)

εκτίει στο εν λόγω κράτος μέλος ποινή στερητική της ελευθερίας·

2)

Είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο και, ειδικότερα, με τις θεμελιώδεις αρχές της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της ιθαγένειας της Ενώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΕΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 12 ΕΚ και 17 επ. ΕΚ, κανονιστική ρύθμιση για τη μεταφορά του άρθρου 4, παράγραφος 6, της αποφάσεως-πλαισίου […] στο εσωτερικό δίκαιο κράτους μέλους, δυνάμει της οποίας, ενώ η παράδοση υπηκόων του [κράτους μέλους εκτελέσεως] προς εκτέλεση ποινής επιτρέπεται μόνο με τη συναίνεσή τους, οι αρχές του εν λόγω κράτους μέλους μπορούν, κατά διακριτική ευχέρεια, να εγκρίνουν την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος κατά υπηκόων άλλων κρατών μελών οι οποίοι δεν συναινούν στην παράδοσή τους. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, πρέπει οι εν λόγω θεμελιώδεις αρχές να λαμβάνονται υπόψη κατά την άσκηση της προαναφερθείσας διακριτικής ευχέρειας;»

32.

Με την προπαρατεθείσα απόφαση Kozłowski, το Δικαστήριο απάντησε μόνο στο πρώτο ερώτημα. Αποφάνθηκε ότι:

«Το άρθρο 4, σημείο 6, της [αποφάσεως-πλαισίου], πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι:

ένας εκζητούμενος είναι “κάτοικος” του κράτους μέλους εκτέλεσης εφόσον έχει εκεί την πραγματική κατοικία του και “διαμένει” σε αυτό εφόσον, μετά από σταθερή παραμονή ορισμένης διάρκειας στο εν λόγω κράτος μέλος, δημιούργησε δεσμούς παρόμοιους προς εκείνους που δημιουργεί ένας κάτοικος·

για να διαπιστωθεί αν σε μια συγκεκριμένη περίπτωση υφίστανται μεταξύ του εκζητουμένου και του κράτους μέλους εκτέλεσης δεσμοί που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρόσωπο αυτό “διαμένει” στο εν λόγω κράτος κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, η δικαστική αρχή εκτέλεσης απαιτείται να προβεί σε συνολική εκτίμηση διαφόρων αντικειμενικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την περίπτωση του προσώπου αυτού, στα οποία καταλέγονται, μεταξύ άλλων, η διάρκεια, η φύση και οι συνθήκες παραμονής του εκζητουμένου, καθώς και οι οικογενειακοί και οικονομικοί δεσμοί του με το κράτος μέλος εκτελέσεως.»

33.

Το Δικαστήριο βάσισε την απάντηση αυτή στους ακόλουθους λόγους:

η σημασία και το περιεχόμενο των λέξεων «κάτοικος» και «διαμένει» δεν καθορίζονται με την απόφαση-πλαίσιο·

ο όρος «κάτοικος» δεν μπορεί να ερμηνευθεί διασταλτικώς με συνέπεια η δικαστική αρχή εκτελέσεως να μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως για τον λόγο και μόνον ότι ο εκζητούμενος βρίσκεται προσωρινώς επί του εδάφους του κράτους μέλους εκτελέσεως. Ωστόσο, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ούτε υπό την έννοια ότι εκζητούμενος ο οποίος κατοικεί εκεί ορισμένο χρόνο δεν δύναται, σε καμία περίπτωση, να έχει δημιουργήσει με το κράτος αυτό δεσμούς δυνάμενους να δικαιολογήσουν την επίκληση αυτού του λόγου προαιρετικής μη εκτελέσεως·

επομένως, για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου είναι λυσιτελής ο όρος «κάτοικος»·

οι όροι «κάτοικος» και «διαμένει» πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο ομοιόμορφου ορισμού εντός της Ενώσεως και τα κράτη μέλη δεν μπορούν να τους προσδώσουν ευρύτερο περιεχόμενο αυτού που απορρέει από τον ορισμό αυτόν·

σε μία δεδομένη κατάσταση, η δικαστική αρχή εκτελέσεως, για να μάθει αν τυγχάνει εφαρμογής η προαιρετική μη εκτέλεση του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου πρέπει, αρχικώς, να καθορίσει μόνον αν το πρόσωπο είναι υπήκοος, διαμένει ή κατοικεί στο κράτος αυτό, κατόπιν, αν πρόκειται περί αυτού, να εκτιμήσει αν υφίσταται έννομο συμφέρον που να δικαιολογεί την εκτέλεση της επιβληθείσας στο κράτος μέλος εκδόσεως ποινής στο έδαφος του κράτους μέλους εκτελέσεως·

συναφώς, το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, να καταστήσει δυνατό στη δικαστική αρχή εκτελέσεως να αποδώσει ιδιαίτερη σημασία στη δυνατότητα αυξήσεως των πιθανοτήτων επανεντάξεως του εκζητουμένου·

συνεπώς, οι όροι «διαμένει» και «κάτοικος» αποσκοπούν, αντιστοίχως, στις καταστάσεις όπου το πρόσωπο που αποτελεί το αντικείμενο ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως είτε έχει την πραγματική κατοικία του στο κράτος μέλος εκτελέσεως, είτε έχει αποκτήσει, λόγω σταθεράς παραμονής ορισμένης διάρκειας στο ίδιο αυτό κράτος, δεσμούς με το κράτος αυτό ανάλογους με τους δεσμούς που δημιουργεί ένας κάτοικος·

για να καθοριστεί αν, σε μια δεδομένη κατάσταση, ένα πρόσωπο έχει δημιουργήσει τέτοιους δεσμούς, πρέπει να γίνει συνολική εκτίμηση πολλών αντικειμενικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση του προσώπου αυτού, στα οποία καταλέγονται, μεταξύ άλλων, η διάρκεια, η φύση και οι συνθήκες παραμονής του εκζητουμένου, καθώς και οι οικογενειακοί και οικονομικοί δεσμοί του με το κράτος μέλος εκτελέσεως·

στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτιμήσεως, δεν μπορεί να έχει καθοριστική σημασία ένα μόνον από τα στοιχεία αυτά·

όσον αφορά τις περιστάσεις που επικαλείται το αιτούν δικαστήριο, μόνον το γεγονός ότι ο εκζητούμενος δεν διέμεινε αδιαλείπτως στο κράτος μέλος εκτελέσεως και το γεγονός ότι δεν διαμένει εκεί, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία περί της εισόδου και διαμονής των αλλοδαπών, δεν αποκλείουν μεν ότι το πρόσωπο αυτό «κατοικεί» στο κράτος αυτό, δύνανται όμως να έχουν λυσιτελή χαρακτήρα, και

το γεγονός ότι ο εκζητούμενος διαπράττει συνήθως αξιόποινες πράξεις στο κράτος μέλος εκτελέσεως και το γεγονός ότι βρίσκεται εκεί υπό κράτηση δεν είναι λυσιτελή για να εκτιμηθεί αν το πρόσωπο αυτό είναι «κάτοικος» στο κράτος αυτό, μπορούν όμως να είναι λυσιτελή αν το πρόσωπο αυτό είναι κάτοικος για να εκτιμηθεί αν υφίσταται νόμιμος λόγος μη εκτελέσεως.

34.

Εφαρμοσθέντα στην ιδιαίτερη κατάσταση του S. Kozłowski, τα κριτήρια αυτά οδήγησαν το Δικαστήριο να κρίνει, αφενός, ότι ο S. Kozłowski δεν κατοικούσε στη Γερμανία και, αφετέρου, ότι δεν διέμενε εκεί, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας, της φύσεως και των όρων διαμονής του, καθώς και την ανυπαρξία οικογενειακών δεσμών και τους αμελητέους οικονομικούς δεσμούς του με το κράτος αυτό.

II — Το πραγματικό και νομικό πλαίσιο της αποφάσεως περί παραπομπής

Α — Η κατάσταση του εκζητουμένου

35.

Ο D. Wolzenburg καταδικάστηκε από πολλά γερμανικά δικαστήρια σε φυλάκιση ενός έτους και εννέα μηνών για σειρά αξιοποίνων πράξεων, μεταξύ άλλων, για την εισαγωγή μαριχουάνας στη Γερμανία.

36.

Στις 13 Ιουλίου 2006, η εισαγγελική αρχή του Aix-la-Chapelle (Γερμανία) εξέδωσε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως κατά του D. Wolzenburg για την εκτέλεση της ποινής αυτής, το οποίο απέστειλε στις .

37.

Ο D. Wolzenburg εισήλθε στις Κάτω Χώρες στις αρχές του Ιουνίου του 2005. Από τις 16 Ιουνίου 2005, κατοικεί σε διαμέρισμα που κείται στο Venlo, δυνάμει μισθωτηρίου συμφωνητικού επ’ ονόματί του και της συζύγου του. Είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα της κοινότητας αυτής. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση της , ο D. Wolzenburg δήλωσε ότι η σύζυγός του, επίσης γερμανικής ιθαγενείας, είναι έγκυος.

38.

Ο D. Wolzenburg άσκησε μισθωτή δραστηριότητα στις Κάτω Χώρες κατά τα έτη 2005 έως 2007. Στις 24 Ιουλίου 2005 του χορηγήθηκε αριθμός φορολογικού μητρώου. Δικαιολόγησε ότι είχε ιατροφαρμακευτική ασφάλιση από έως .

39.

Στις 20 Σεπτεμβρίου 2006, παρουσιάστηκε στην Υπηρεσία Μεταναστεύσεως και Πολιτογραφήσεως για να καταχωριστεί ως πολίτης της Ενώσεως. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι απολαύει δικαιώματος διαμονής βάσει του κοινοτικού δικαίου και ότι, λόγω των αξιοποίνων πράξεων για τη διάπραξη των οποίων καταδικάστηκε, δεν πρέπει να απολέσει το δικαίωμά του διαμονής στις Κάτω Χώρες.

40.

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει επίσης ότι οι πράξεις σχετικά με την εισαγωγή μαριχουάνας στη Γερμανία διαπράχθηκαν εν μέρει στις Κάτω Χώρες, οπότε ο εκζητούμενος μπορεί να διωχθεί και σε αυτό το κράτος μέλος.

Β — Το ολλανδικό δίκαιο

41.

Το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου τέθηκε σε εφαρμογή στις Κάτω Χώρες με το άρθρο 6 του νόμου περί παραδόσεως εκζητουμένων προσώπων (Overleveringswet), της 29ης Απριλίου 2004 ( 12 ), το οποίο προβλέπει:

«1.   Η παράδοση Ολλανδού επιτρέπεται καθόσον ζητηθεί για τους σκοπούς ποινικής διαδικασίας στρεφομένης εναντίον του και, κατά τη δικαστική αρχή εκτελέσεως, διασφαλίζεται ότι, αν καταδικαστεί σε στερητική της ελευθερίας ποινή απαλλαγμένη αιρέσεων στο κράτος μέλος εκδόσεως για πράξεις για τις οποίες επιτρέπεται η παράδοση, μπορεί να εκτίσει την ποινή αυτή στις Κάτω Χώρες.

2.   Παράδοση Ολλανδού δεν επιτρέπεται αν αυτή ζητείται για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής που του επιβλήθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.

3.   Σε περίπτωση αρνήσεως αποκλειστικά βάσει του παραγράφου 2, η εισαγγελική αρχή γνωστοποιεί στη δικαστική αρχή εκδόσεως της αποφάσεως ότι είναι διατεθειμένη να αναλάβει την εκτέλεση της αποφάσεως σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11 της τεθείσης σε ισχύ στις 21 Μαρτίου 1983 Συμβάσεως για τη μεταφορά καταδίκων (Trb. 1983, 74) ή άλλης εφαρμοστέας συμβάσεως.

[…]

5.   Το πρώτο έως και τέταρτο εδάφιο έχουν εφαρμογή και επί αλλοδαπού έχοντος άδεια παραμονής αορίστου χρόνου, εφόσον δύναται να διωχθεί στις Κάτω Χώρες για τις πράξεις που αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και εφόσον σχετικά με αυτόν αναμένεται ότι δεν θα χάσει το δικαίωμά του διαμονής στις Κάτω Χώρες συνεπεία ποινής ή μέτρου ασφαλείας που θα εφαρμοστεί επ’ αυτού μετά την παράδοση.»

III — Τα προδικαστικά ερωτήματα

42.

Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι οι διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 5, του OLW τυγχάνουν εφαρμογής εφόσον το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκδόθηκε για την εκτέλεση ποινής, οπότε η παράδοση δεν πρέπει να γίνεται δεκτή όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του OLW.

43.

Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει επίσης ότι οι διατάξεις αυτές έχουν αντικείμενο τη διευκόλυνση της επανεντάξεως του καταδικασθέντος, δίνοντάς του τη δυνατότητα να εκτίσει την ποινή του όσο το δυνατόν πλησιέστερα του κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο πρέπει να επανενταχθεί.

44.

Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ωστόσο ότι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 5, του OLW, υπήκοοι άλλου κράτους μέλους με δικαίωμα διαμονής στις Κάτω Χώρες βάσει του άρθρου 18 ΕΚ, οι οποίοι όμως δεν είναι κάτοχοι άδειας παραμονής αποκλείονται του ευεργετήματος της διατάξεως αυτής του OLW.

45.

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η χορήγηση αυτής της άδειας παραμονής αορίστου χρόνου εξαρτάται από τη διπλή προϋπόθεση αδιάλειπτης διαμονής πέντε ετών στις Κάτω Χώρες και την καταβολή εισφοράς 201 ευρώ.

46.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η αδυναμία των υπηκόων ενός κράτους μέλους οι οποίοι δεν είναι κάτοχοι τέτοιας άδειας παραμονής να τύχουν εφαρμογής του λόγου μη παραδόσεως που θεσπίζει το άρθρο 6, παράγραφος 5, του OLW θίγει τα δικαιώματα που αντλούν από την ιδιότητά τους ως πολίτες της Ενώσεως.

47.

Το Rechtbank Amsterdam, αφού υπενθύμισε ότι, δυνάμει της αποφάσεως της 16ης Ιουνίου 2005, C-105/03, Pupino ( 13 ), ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να ερμηνεύει το εσωτερικό του δίκαιο σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο, εντός του ορίου της contra legem ερμηνείας, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει ως πρόσωπα που διαμένουν ή είναι κάτοικοι του κράτους μέλους εκτελέσεως κατά το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαίσιο να νοηθούν πρόσωπα που δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους μέλους εκτελέσεως, αλλά άλλου κράτους μέλους και βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 1, ΕΚ έχουν νόμιμη διαμονή στο κράτος μέλος εκτελέσεως, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της νόμιμης διαμονής·

2)

α)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 1, πρέπει οι κατά το ερώτημα 1 έννοιες να ερμηνευθούν έτσι ώστε να αφορούν πρόσωπα που δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους μέλους εκτελέσεως, αλλά την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους και βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 1, ΕΚ είχαν τουλάχιστον για ορισμένο χρόνο νόμιμη διαμονή στο κράτος μέλος εκτελέσεως πριν συλληφθούν δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως·

β)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 2α, ποιες επιταγές δύνανται να τεθούν σχετικά με τη διάρκεια της νόμιμης διαμονής·

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 2α, δύναται το κράτος μέλος εκτελέσεως, πέραν της επιταγής σχετικά με τη διάρκεια της νόμιμης διαμονής, να θέσει πρόσθετες διοικητικές επιταγές, όπως η κατοχή άδειας παραμονής αορίστου χρόνου·

4)

Εμπίπτει στο (καθ’ ύλην) πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ ένα εθνικό μέτρο που θέτει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες δεν γίνεται δεκτό από τη δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως που εκδόθηκε για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής·

5)

Λαμβανομένου υπόψη:

ότι στο άρθρο 6, δεύτερο και πέμπτο εδάφιο, του νόμου OLW περιέχεται ρύθμιση η οποία εξομοιώνει με Ολλανδούς πρόσωπα που δεν έχουν την ολλανδική ιθαγένεια αλλά κατέχουν ολλανδική άδεια παραμονής αορίστου χρόνου

και

ότι η ρύθμιση αυτή συνεπάγεται ότι για αυτές τις ομάδες προσώπων δύναται να μην επιτραπεί η παράδοση αν το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως αφορά την εκτέλεση αμετάκλητης στερητικής της ελευθερίας ποινής,

δημιουργεί το άρθρο 6, δεύτερο και πέμπτο εδάφιο, του νόμου OLW απαγορευόμενες από το άρθρο 12 ΕΚ δυσμενείς διακρίσεις καθόσον η ως άνω εξομοίωση δεν ισχύει και για υπηκόους άλλων κρατών μελών με δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 1, ΕΚ που δεν θα χάσουν το δικαίωμα αυτό συνεπεία της αμετάκλητης στερητικής της ελευθερίας ποινής που τους επιβλήθηκε, αλλά που δεν κατέχουν ολλανδική άδεια παραμονής αορίστου χρόνου;»

IV — Ανάλυση

48.

Τα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου καλύπτουν τρία ζητήματα, τα οποία θα εξετάσω διαδοχικά. Πρόκειται, πρώτον, για το ποια πρέπει να είναι η διάρκεια διαμονής του εκζητουμένου στο κράτος μέλος εκτελέσεως ώστε το πρόσωπο αυτό να είναι «κάτοικος» ή να «διαμένει» στο κράτος αυτό υπό την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, δεύτερον, αν η προαιρετική μη εκτέλεση της διατάξεως αυτής μπορεί να εξαρτηθεί από διοικητικές επιταγές, όπως από την κατοχή άδειας παραμονής αορίστου χρόνου, και, τρίτον, αν η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που τίθεται με το άρθρο 12 ΕΚ απαγορεύει τη νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας η παράδοση ημεδαπών δεν πρέπει να γίνεται δεκτή, ενώ η παράδοση υπηκόων των λοιπών κρατών μελών δεν γίνεται δεκτή μόνον αν είναι κάτοχοι άδειας παραμονής αορίστου χρόνου.

Α — Επί της διάρκειας διαμονής στο κράτος μέλος εκτελέσεως

49.

Με το πρώτο ερώτημά του καθώς και με το δεύτερο ερώτημα, στοιχεία αʹ και βʹ, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, ποια πρέπει να είναι η διάρκεια διαμονής του εκζητουμένου στο κράτος μέλος εκτελέσεως ώστε το πρόσωπο αυτό να θεωρηθεί ότι είναι κάτοικος ή διαμένει στο κράτος αυτό, υπό την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου.

50.

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό συνάγεται σαφέστατα, κατά την άποψή μου, από την προπαρατεθείσα απόφαση Kozłowski. Με την απόφαση αυτή, υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα πρόσωπο είναι «κάτοικος» του κράτους μέλους εκτελέσεως εφόσον έχει εκεί την πραγματική κατοικία του και «διαμένει» σε αυτό εφόσον, μετά από σταθερή παραμονή ορισμένης διάρκειας στο εν λόγω κράτος μέλος, δημιούργησε δεσμούς ανάλογους προς εκείνους που δημιουργεί ένας κάτοικος.

51.

Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, για να διαπιστωθεί αν, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, ένα πρόσωπο δημιούργησε τέτοιους δεσμούς με το κράτος μέλος εκτελέσεως, πρέπει να γίνει συνολική εκτίμηση διαφόρων αντικειμενικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την περίπτωση του προσώπου αυτού, στα οποία καταλέγονται, μεταξύ άλλων, η διάρκεια, η φύση και οι συνθήκες παραμονής του εκζητουμένου, καθώς και οι οικογενειακοί και οικονομικοί δεσμοί του με το κράτος μέλος εκτελέσεως.

52.

Το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση αυτή από το γεγονός ότι οι έννοιες «κάτοικος» και «διαμένει» δεν καθορίζονται με την απόφαση-πλαίσιο, πρέπει δε να αποτελέσουν αντικείμενο ενιαίου, μη διασταλτικού ορισμού εντός της Ενώσεως, καθορισμένου από απόψεως των σκοπών που επιδιώκονται μέσω του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, μεταξύ των οποίων καταλέγεται, ιδίως, η αύξηση των πιθανοτήτων επανεντάξεως του εκζητουμένου.

53.

Συνεπώς, μπορούμε να αντλήσουμε τα ακόλουθα διδάγματα από τα στοιχεία αυτά για την υπό κρίση υπόθεση.

54.

Αφενός, η διάρκεια διαμονής του εκζητουμένου στο κράτος μέλος εκτελέσεως αποτελεί ένα από τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να καθοριστεί αν το πρόσωπο αυτό έχει επαρκείς δεσμούς με το εν λόγω κράτος. Η ανάλυση αυτή ισχύει όσον αφορά την έννοια «διαμένει» και την έννοια «κάτοικος», όπως πιστοποιεί ο ορισμός της τελευταίας αυτής έννοιας, σύμφωνα με την οποία πρόσωπο είναι κάτοικος του κράτους μέλους εκτελέσεως όταν, κατόπιν σταθεράς διαμονής ορισμένης διάρκειας στο κράτος αυτό, έχει δημιουργήσει δεσμούς ανάλογους προς εκείνους που δημιουργεί ένας κάτοικος.

55.

Αφετέρου, η διαμονή αυτή πρέπει να έχει «ορισμένη διάρκεια» ( 14 ), δηλαδή σημαντική διάρκεια για να αποδεικνύεται, από απόψεως της συνολικής καταστάσεως του εκζητουμένου, η ύπαρξη πραγματικών δεσμών του προσώπου αυτού με το κράτος μέλος εκτελέσεως.

56.

Επομένως, ένα πρόσωπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κατοικεί ή διαμένει στο έδαφος του κράτους μέλους εκτελέσεως, υπό την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, ανεξαρτήτως της διάρκειας της διαμονής του στο κράτος αυτό. Συγκεκριμένα, όπως δεν αρκεί να βρίσκεται προσωρινώς στο έδαφος του κράτους μέλους εκτελέσεως ο εκζητούμενος για να θεωρηθεί ότι κατοικεί εκεί ( 15 ), δεν αρκεί μόνο να έχει εκεί την πραγματική ή κύρια κατοικία του λίγο καιρό μόνον πριν, χωρίς να έχει ακόμα με το κράτος αυτό δεσμούς, όπως επαγγελματική δραστηριότητα ή την παρουσία μελών της οικογενείας του.

57.

Εντούτοις, από τη φράση «ορισμένης διάρκειας» που χρησιμοποιείται στην προπαρατεθείσα απόφαση Kozłowski, προκύπτει ότι δεν απαιτείται ο εκζητούμενος να έχει διαμείνει αδιαλείπτως για ορισμένη διάρκεια, παραδείγματος χάρη πέντε ετών, όπως απαιτεί το άρθρο 16 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 16 ) για να έχει δικαίωμα μόνιμης διαμονής. Εφόσον οι έννοιες «διαμένει» και «κάτοικος» πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο ομοιόμορφης ερμηνείας εντός της Ενώσεως, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να απαιτεί υποχρεωτική διάρκεια νόμιμης διαμονής. Κατά την άποψή μου, η ολλανδική νομοθετική ρύθμιση, καθόσον καταλήγει να εξαρτά τη μη παράδοση υπηκόου άλλου κράτους μέλους από την προϋπόθεση ο υπήκοος αυτός να έχει διαμείνει αδιαλείπτως για πέντε έτη στις Κάτω Χώρες, αντίκειται, συναφώς, στην απόφαση-πλαίσιο.

58.

Επομένως, το ζήτημα αν αρκεί η διάρκεια διαμονής του εκζητουμένου στο κράτος μέλος εκτελέσεως για να μπορεί να τύχει εφαρμογής του λόγου μη εκτελέσεως του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου εμπίπτει σε συγκεκριμένη εκτίμηση της διάρκειας αυτής λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των λοιπών λυσιτελών αντικειμενικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση του προσώπου αυτού.

59.

Ειδικότερα, το Δικαστήριο περιέγραψε τη μέθοδο αναλύσεως που πρέπει να ακολουθήσει η δικαστική αρχή εκτελέσεως για να καθορίσει αν πρέπει να τύχει εφαρμογής ο λόγος μη εκτελέσεως. Η αρχή αυτή πρέπει, αρχικώς, να καθορίσει μόνον αν το πρόσωπο είναι υπήκοος του κράτους αυτού, αν διαμένει ή κατοικεί εκεί, κατόπιν, αν πρόκειται περί αυτού, να εκτιμήσει αν υφίσταται έννομο συμφέρον δικαιολογούν την εκτέλεση της επιβληθείσας στο κράτος μέλος εκδόσεως ποινής στο κράτος μέλος εκτελέσεως ( 17 ). Υπό το πρίσμα αυτό, η επανένταξη του εκζητουμένου αποτελεί ένα από τα έννομα αυτά συμφέροντα.

60.

Δεν είμαι πεπεισμένος με την ερμηνεία αυτή του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου.

61.

Αφενός, δεν αντιλαμβάνομαι, ενόψει των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο αυτό και του συστήματος της αποφάσεως-πλαισίου, ποιο άλλο έννομο συμφέρον μπορεί να επιδιώκεται μέσω της διατάξεως αυτής. Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει εξαίρεση από την αρχή της παραδόσεως του άρθρου 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως αυτής, οπότε δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διασταλτικής ερμηνείας, όπως επισήμανε το Δικαστήριο ως προς την έννοια «κάτοικος» ( 18 ).

62.

Αφετέρου, αυτή η μέθοδος αναλύσεως για την εφαρμογή του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου δεν συνάδει προφανώς με τη μέθοδο ερμηνείας εννοίας την οποία αφορά κοινοτική νομοθετική πράξη, σύμφωνα με την οποία, όταν η έννοια αυτή δεν προσδιορίζεται με την εν λόγω πράξη και η πράξη δεν παραπέμπει στο δίκαιο των κρατών μελών, πρέπει να καθορίζεται με βάσει το περιεχόμενό της και τον σκοπό που επιδιώκει ( 19 ). Λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό που επιδιώκει η επίμαχη κοινοτική διάταξη πρέπει να εκτιμώνται ανά περίπτωση οι έννοιες από τις οποίες εξαρτάται η εφαρμογή της.

63.

Επομένως, θεωρώ ότι, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, η δικαστική αρχή εκτελέσεως, για να καθορίσει αν ο εκζητούμενος «κατοικεί» ή «διαμένει» στο κράτος μέλος εκτελέσεως υπό την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, πρέπει να εξετάζει αν το πρόσωπο αυτό έχει με το εν λόγω κράτος τέτοιους δεσμούς ώστε η εκτέλεση της ποινής εντός του κράτους αυτού είναι προφανώς αναγκαία προς διευκόλυνση της επανεντάξεώς του. Με την προπαρατεθείσα απόφαση Kozłowski, το Δικαστήριο καθόρισε σαφώς το περιεχόμενο των εν λόγω εννοιών με βάση τον σκοπό αυτόν και έτσι πρέπει να εκτιμάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

64.

Ο τόπος κατοικίας ή διαμονής του προσώπου που πρέπει να εκτίσει ποινή φυλακίσεως ή μέτρο ασφαλείας έχει σημασία για την κοινωνική επανένταξή του, προκειμένου το πρόσωπο αυτό να βρει εκ νέου τη θέση του στην κοινωνία, δηλαδή στο οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον εντός του οποίου διαβιούσε πριν την εκτέλεση της ποινής του και στο οποίο κατά πάσα πιθανότητα θα επιστρέψει μετά την έκτιση της ποινής αυτής.

65.

Για τον λόγο αυτόν, τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, με τις σχετικές προς τους σωφρονιστικούς κανόνες συστάσεις τους ( 20 ), έχουν ζητήσει η φυλάκιση να είναι οργανωμένη, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπον ώστε ο κρατούμενος να διατηρεί και να ενισχύει τους οικογενειακούς δεσμούς του. Επίσης, ο κρατούμενος δεν πρέπει, κατά τη φυλάκισή του, να αποκομίζει την εντύπωση ότι είναι αποκλεισμένος από την κοινωνία. Τέλος, η κράτηση πρέπει να γίνεται κατά τρόπο που να διευκολύνεται η εύρεση ή η ανάκτηση θέσεως εργασίας μετά την έκτιση της ποινής, με διεξαγόμενα στο σωφρονιστικό κατάστημα προγράμματα προετοιμασίας ενόψει της αποφυλακίσεως ή με την υπό όρους ελεγχόμενη αποφυλάκιση ( 21 ).

66.

Επομένως, η εφαρμογή των συστάσεων αυτών επιβάλλει η εκτέλεση της ποινής ή του μέτρου ασφαλείας να διαρρηγνύει στον μικρότερο δυνατό βαθμό τους δεσμούς του κρατουμένου με την οικογένειά του καθώς και με το κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον του.

67.

Με βάση τα στοιχεία αυτά η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να εκτιμά, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, αν ο εκζητούμενος είναι «κάτοικος» ή «διαμένει» στο κράτος μέλος εκτελέσεως υπό την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου.

68.

Συνεπώς, το πρόσωπο αυτό δύναται, κατά την άποψή μου, να θεωρηθεί ότι διαμένει στο κράτος μέλος εκτελέσεως υπό την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, ακόμη και αν διαμένει εκεί λίγο καιρό μόνον πριν, αν ωστόσο έχει με το κράτος αυτό αρκούντως δυνατούς δεσμούς, όπως το να έχει εκεί την κύρια κατοικία του, να ζει με την οικογένειά του και να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα στο κράτος αυτό.

69.

Όσον αφορά την κατάσταση του D. Wolzenburg, είμαι της γνώμης ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι διαμένει στις Κάτω Χώρες υπό την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου εφόσον, κατά τον χρόνο παραλαβής από τις ολλανδικές αρχές του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως που τον αφορούσε, είχε εγκαταστήσει την κύρια κατοικία του στο κράτος αυτό πλέον του ενός έτους πριν, ζούσε εκεί με τη σύζυγό του και ασκούσε εκεί επαγγελματική δραστηριότητα.

70.

Με βάση τα στοιχεία αυτά, προτείνω να δοθεί η απάντηση ότι η διάρκεια διαμονής στο κράτος μέλος εκτελέσεως του εκζητουμένου δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, για τον καθορισμό του αν το πρόσωπο αυτό κατοικεί ή διαμένει στο κράτος αυτό υπό την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, πρέπει να αρκεί για να στοιχειοθετηθεί ότι, από της απόψεως των λοιπών αντικειμενικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη κατάσταση του εν λόγω προσώπου, το πρόσωπο αυτό έχει με το εν λόγω κράτος δεσμούς βάσει των οποίων πιθανολογείται ότι η εκτέλεση της ποινής φυλακίσεως στο κράτος μέλος εκτελέσεως δύναται να διευκολύνει την επανένταξή του.

Β —  Επί της δυνατότητας να εξαρτηθεί η εφαρμογή του λόγου μη εκτελέσεως του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου από πρόσθετες διοικητικές επιταγές, όπως η κατοχή άδειας παραμονής αορίστου χρόνου

71.

Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η εφαρμογή του λόγου μη εκτελέσεως της διατάξεως αυτής μπορεί να εξαρτηθεί από πρόσθετες διοικητικές επιταγές, όπως η κατοχή άδειας παραμονής αορίστου χρόνου.

72.

Η προαναφερθείσα απόφαση Kozłowski αποτελεί ένδειξη για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ερώτημα αυτό. Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο αποφάνθηκε περί του αν ο εκζητούμενος μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι «κάτοικος» ή «διαμένει» στο κράτος μέλος εκτελέσεως ενώ δεν διαμένει εκεί σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία περί της εισόδου και διαμονής των αλλοδαπών. Το Oberlandesgericht Stuttgart έθεσε το ερώτημα αυτό διότι ο S. Kozłowski, πλέον των τριών μηνών από την είσοδό του στη Γερμανία, δεν ασκούσε εκεί επαγγελματική δραστηριότητα και εξασφάλιζε τα προς το ζην διαπράττοντας ποινικά αδικήματα ( 22 ).

73.

Κατά το Δικαστήριο, το γεγονός αυτό δεν αποκλείει, καθεαυτό, ότι ο εκζητούμενος μπορεί να θεωρηθεί ότι κατοικεί στο κράτος μέλος εκτελέσεως, μπορεί όμως να αποτελέσει λυσιτελές στοιχείο για να εκτιμηθεί αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή.

74.

Από τα στοιχεία αυτά συνάγεται ότι, για να δοθεί απάντηση στο υπό εξέταση ερώτημα και όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να εκκινήσουμε από το ότι υπήκοος άλλου κράτους μέλους αντλεί το δικαίωμά του διαμονής στο κράτος μέλος εκτελέσεως από το άρθρο 18 ΕΚ ή, ενδεχομένως, από την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας δυνάμει προβλεπόμενης από τη Συνθήκη ΕΚ ελευθερίας κυκλοφορίας, και αυτό το κράτος μέλος μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το εν λόγω δικαίωμα μόνον υπό συνθήκες συνάδουσες με το κοινοτικό δίκαιο.

75.

Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΕΚ, κάθε πρόσωπο με ιθαγένεια κράτους μέλους είναι πολίτης της Ενώσεως και, κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ, κάθε πολίτης της Ενώσεως έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στη Συνθήκη ΕΚ και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή της. Συνομολογείται επίσης ότι η ιδιότητα του πολίτη της Ενώσεως αποτελεί το βασικό καθεστώς κάθε υπηκόου κράτους μέλους και το δικαίωμα, το οποίο εγγυάται η Συνθήκη ΕΚ, ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας στο κράτος μέλος της επιλογής του, ως ελεύθερος επαγγελματίας ή μισθωτός, έχει ως αναγκαίο συμπλήρωμα το δικαίωμα διαμονής στο κράτος αυτό.

76.

Όπως εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, αυτό το δικαίωμα διαμονής δεν εξαρτάται από διοικητικές προϋποθέσεις όπως από την κατοχή άδειας παραμονής αορίστου χρόνου. Η προϋπόθεση αυτή δεν περιλαμβάνεται ούτε στις προϋποθέσεις που θεσπίζει η Συνθήκη ΕΚ ούτε σ’ αυτές της οδηγίας 2004/38, αντιθέτως προς τη διάταξη περί διαθέσεως επαρκών πόρων για διαμονή πέραν των τριών μηνών και την υποχρέωση να μην αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη και τη δημόσια ασφάλεια του κράτους μέλους υποδοχής, όπως επρόκειτο στην υπόθεση που οδήγησε στην προαναφερθείσα απόφαση Kozłowski.

77.

Ομοίως, η κατοχή άδειας παραμονής αορίστου χρόνου δεν περιλαμβάνεται στις προϋποθέσεις εφαρμογής του λόγου μη εκτελέσεως του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου.

78.

Κατά συνέπεια, η μη κατοχή τέτοιας άδειας δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή του λόγου αυτού μη εκτελέσεως, ούτε καν να αποτελέσει λυσιτελές στοιχείο δυνάμενο να ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή του.

79.

Με βάση τα στοιχεία αυτά, προτείνω να δοθεί απάντηση στο τρίτο ερώτημα ότι το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η εφαρμογή του λόγου μη εκτελέσεως της διατάξεως αυτής δεν μπορεί να εξαρτηθεί από πρόσθετες διοικητικές επιταγές, όπως από την κατοχή άδειας παραμονής αορίστου χρόνου.

80.

Επιπροσθέτως, επισημαίνω ότι η ολλανδική νομοθετική ρύθμιση εξαρτά επίσης την εφαρμογή του λόγου αυτού μη εκτελέσεως από δύο πρόσθετες προϋποθέσεις. Αφενός, απαιτείται επίσης ο εκζητούμενος να μπορεί να διωχθεί στις Κάτω Χώρες για τα ποινικά αδικήματα τα οποία αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και να αναμένεται ότι δεν θα απολέσει το δικαίωμά του διαμονής στο κράτος μέλος αυτό κατόπιν ποινής ή μέτρου ασφαλείας που θα του επιβληθεί μετά την παράδοσή του.

81.

Το αιτούν δικαστήριο δεν ρώτησε το Δικαστήριο περί του συμβατού των προϋποθέσεων αυτών με την απόφαση-πλαίσιο, εφόσον διαπίστωσε ότι πληρούνται στην υπό κρίση υπόθεση. Ωστόσο, επισημαίνω ότι, κατά την άποψή μου, η πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές, σύμφωνα με την οποία ο εκζητούμενος πρέπει να μπορεί να διωχθεί στο κράτος μέλος εκτελέσεως για τα ποινικά αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε και όπου βασίζεται το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, δεν συνάδει με την απόφαση-πλαίσιο.

82.

Αφενός, πράγματι, το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου αυτής προβλέπει μόνον ως προϋποθέσεις εφαρμογής, πρώτον, ο εκζητούμενος να είναι υπήκοος του κράτους μέλους εκτελέσεως, να κατοικεί ή να διαμένει εκεί και, δεύτερον, το κράτος αυτό να δεσμεύεται να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο. Εξάλλου, το Δικαστήριο, όπως είδαμε, έκρινε ότι οι έννοιες «κάτοικος » ή «διαμένει» πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο ομοιόμορφης ερμηνείας σε όλα τα κράτη μέλη. Η ανάλυση αυτή των εννοιών που θέτουν προϋποθέσεις για την εφαρμογή του λόγου μη εκτελέσεως του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου συνεπάγεται, κατά την άποψή μου, ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να εξαρτά την εφαρμογή του λόγου αυτού από πρόσθετη προϋπόθεση μη προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη.

83.

Αφετέρου, η πρόσθετη επίμαχη προϋπόθεση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τον σκοπό που επιδιώκεται με το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, για την επανένταξη του εκζητουμένου. Α priori, δεν υφίσταται κανένας δεσμός μεταξύ του τόπου διαπράξεως της αξιόποινης πράξεως και του τόπου όπου ένα πρόσωπο έχει καθορίσει ως κέντρο των ενδιαφερόντων του και όπου, κατά συνέπεια, η κράτησή του θα διευκολύνει περισσότερο την επανένταξή του.

84.

Η δεύτερη προϋπόθεση ότι ο εκζητούμενος δεν πρέπει να απολέσει το δικαίωμά του διαμονής στο κράτος μέλος εκτελέσεως συνάδει προφανώς με την απόφαση-πλαίσιο καθόσον ο σκοπός της επανεντάξεως που επιδιώκει το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως αυτής, προϋποθέτει σιωπηρώς ότι ο εκζητούμενος μπορεί να εξακολουθήσει να διαμένει στο κράτος αυτό και καθόσον το δικαίωμα διαμονής ενός πολίτη της Ενώσεως εντός κράτους μέλους, του οποίου δεν είναι υπήκοος, δεν είναι απαλλαγμένο αιρέσεων.

85.

Υπενθυμίζω απλώς ότι, μολονότι, κατόπιν της διαπράξεως αξιόποινης πράξεως εντός κράτους μέλους, ένας πολίτης της Ενώσεως μπορεί να στερηθεί το δικαίωμά του διαμονής στο κράτος αυτό, η στέρηση αυτή μπορεί να προκύψει μόνον από απόφαση απομακρύνσεως εκδοθείσα σύμφωνα με τις πολύ περιοριστικές προϋποθέσεις των άρθρων 27 έως 33 της οδηγίας 2004/38.

86.

Επομένως, η απόφαση αυτή μπορεί να ληφθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δηλαδή όταν η συμπεριφορά του ενδιαφερομένου αντιπροσωπεύει πραγματικό, υφιστάμενο και αρκούντως σοβαρό κίνδυνο για θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας. Εξάλλου, προ της λήψεως αποφάσεως περί απομακρύνσεως από το έδαφος κράτους μέλους για λόγους δημόσιας τάξεως ή δημόσιας ασφάλειας, το κράτος μέλος υποδοχής πρέπει να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τη διάρκεια διαμονής του ενδιαφερομένου επί του εδάφους του, την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του, την οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική και πολιτιστική του επανένταξη στο κράτος αυτό, καθώς και την ένταση των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής του.

Γ — Ενδιάμεσο συμπέρασμα

87.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, εκζητούμενος ευρισκόμενος στην κατάσταση του D. Wolzenburg πρέπει συνεπώς να μπορεί να θεωρηθεί ότι κατοικεί ή διαμένει στις Κάτω Χώρες υπό την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου και, επομένως, να μπορεί να τύχει εφαρμογής του λόγου μη εκτελέσεως της διατάξεως αυτής.

88.

Όπως προκύπτει από την προπαρατεθείσα απόφαση Pupino, και όπως υπενθύμισε το αιτούν δικαστήριο, απόκειται στα εθνικά δικαστήρια, σύμφωνα με την αρχή της σύμφωνης προς το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας, να ερμηνεύουν το εσωτερικό τους δίκαιο, στο μέτρο του δυνατού υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού της αποφάσεως-πλαισίου προς επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η απόφαση αυτή ( 23 ). Ωστόσο, η υποχρέωση αυτή παύει όταν το εσωτερικό δίκαιο δεν μπορεί να τύχει ερμηνείας συνάδουσας προς την απόφαση-πλαίσιο, εφόσον η αρχή της σύμφωνης προς το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση contra legem ερμηνείας ( 24 ).

89.

Με την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, C-397/01 έως C-403/01, Pfeiffer κ.λπ. ( 25 ), το Δικαστήριο διευκρίνισε πάντως σε ποιο βαθμό μπορεί να υπερπηδηθεί το εμπόδιο αυτό χάρη στην αρχή της ισοδυναμίας. Κατά το Δικαστήριο, μολονότι το εθνικό δίκαιο, με την εφαρμογή αναγνωρισμένων από αυτό ερμηνευτικών μεθόδων, καθιστά δυνατή, σε ορισμένες περιπτώσεις, την ερμηνεία διατάξεως της εσωτερικής έννομης τάξεως ούτως ώστε να αποφεύγεται σύγκρουση με άλλον κανόνα του εσωτερικού δικαίου ή να μειώνεται συναφώς το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής εφαρμόζοντάς την μόνον καθόσον συνάδει προς τον άλλον αυτόν κανόνα, το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να χρησιμοποιεί τις ίδιες μεθόδους προς επίτευξη του επιδιωκομένου από την οικεία οδηγία αποτελέσματος ( 26 ). Η ερμηνεία αυτή του περιεχομένου της αρχής της σύμφωνης προς το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας δύναται να μεταφερθεί στην περίπτωση της αποφάσεως-πλαισίου.

90.

Στην υπό κρίση υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο δεν εξέθεσε αν και σε ποιο βαθμό οι αναγνωρισμένες από το εθνικό του δίκαιο ερμηνευτικές μέθοδοι του παρέχουν τη δυνατότητα να επιλύσει τη σύγκρουση μεταξύ των άρθρων 6 του OLW και 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου ώστε να δοθεί η δυνατότητα σε πρόσωπο ευρισκόμενο στην κατάσταση του D. Wolzenburg να αποτελέσει το αντικείμενο αποφάσεως περί μη παραδόσεως και να εκτίσει την ποινή του στις Κάτω Χώρες.

91.

Το αιτούν δικαστήριο δεν ανέφερε τίνι τρόπω το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα είναι λυσιτελή για το αν η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση αντίκειται στην αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων του άρθρου 12 ΕΚ. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, δυνάμει των ερμηνευτικών μεθόδων του εσωτερικού του δικαίου, η δυνατότητα του αιτούντος δικαστηρίου να καταλήξει στο επιδιωκόμενο με την απόφαση-πλαίσιο αποτέλεσμα εξαρτάται από την απάντηση στο ερώτημα αυτό. Επομένως, το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα, το παραδεκτό των οποίων δεν αμφισβητείται, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως προδήλως στερούμενα ενδιαφέροντος για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, οπότε προτείνω στο Δικαστήριο να τα εξετάσει.

Δ — Επί της συμβατότητας του επιμάχου καθεστώτος με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων

92.

Με το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η εθνική νομοθετική του ρύθμιση συμβιβάζεται με το άρθρο 12 ΕΚ, το οποίο απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας στον τομέα εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ.

93.

Επομένως, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 12 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, απαγορεύει νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους που προβλέπει ότι δεν πρέπει να γίνεται δεκτή η παράδοση των υπηκόων του σε εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, ενώ η παράδοση υπηκόων των λοιπών κρατών μελών οι οποίοι κατοικούν ή διαμένουν στο κράτος μέλος εκτελέσεως υπό την έννοια της αποφάσεως-πλαισίου μπορεί να μη γίνει δεκτή μόνον αν είναι κάτοχοι άδειας παραμονής αορίστου χρόνου.

94.

Πολλά κράτη μέλη που παρενέβησαν στην παρούσα διαδικασία ζητούν από το Δικαστήριο να δώσει αρνητική απάντηση το ερώτημα αυτό για διάφορους λόγους που συνοψίζονται ως εξής.

95.

Πρώτον, κατά τη Δανική, τη Γερμανική και την Αυστριακή Κυβέρνηση, το άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαισίου χορηγεί στα κράτη μέλη το δικαίωμα να αρνηθούν την παράδοση στις προβλεπόμενες με τη διάταξη αυτή περιπτώσεις, αλλά τα κράτη αυτά δεν υποχρεούνται να μεταφέρουν τις περιπτώσεις αυτές στο εσωτερικό δίκαιο. Επομένως, διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όταν αποφασίζουν τη μη εκτέλεση του άρθρου 4, σημείο 6, οπότε δικαιούνται να εξαρτούν την εφαρμογή του όσον αφορά τους ημεδαπούς και τους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών από διαφορετικές προϋποθέσεις.

96.

Δεύτερον, κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, η νομοθετική αυτή ρύθμιση δεν μπορεί να εκτιμηθεί από απόψεως του άρθρου 12 ΕΚ διότι δεν εμπίπτει στη Συνθήκη ΕΚ, αλλά στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Εξάλλου, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο D. Wolzenburg δεν καλύπτεται από τη Συνθήκη ΕΚ, εφόσον ο ενδιαφερόμενος συνελήφθη την 1η Αυγούστου 2006 βάσει καταχωρίσεως στο πλαίσιο του συστήματος πληροφορήσεως Σένγκεν για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής.

97.

Τρίτον, ένα κράτος μέλος δικαιούται να απαγορεύει την παράδοση των υπηκόων του. Κατά την Αυστριακή Κυβέρνηση, η απαγόρευση αυτή συνάδει προς τα άρθρα 4, σημείο 6, και 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου, στα οποία η ύπαρξη στενών σχέσεων μεταξύ των υπηκόων του κράτους μέλους εκτελέσεως και του κράτους αυτού είναι αμάχητο τεκμήριο.

98.

Εξάλλου, η απαγόρευση της εκδόσεως από ένα κράτος των υπηκόων του εκφράζεται στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 ( 27 ). Πρόκειται επίσης για θεμελιώδη αρχή εφαρμοσθείσα με άλλα νομοθετικά κείμενα εκδοθέντα στο πλαίσιο του τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ, περί της αστυνομικής και δικαστικής προστασίας σε ποινικές υποθέσεις ( 28 ).

99.

Ομοίως, με πολυάριθμες αποφάσεις, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να λάβει διαφορετικά μέτρα έναντι των υπηκόων του και των υπηκόων των λοιπών κρατών μελών, εφόσον η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικώς ( 29 ). Εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, αρνείται την παράδοση των ημεδαπών και εκτείνει την άρνηση αυτή μόνο στους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών που είναι κάτοχοι άδειας παραμονής αορίστου χρόνου δικαιολογείται αντικειμενικώς εφόσον οι δύο αυτές κατηγορίες πολιτών της Ενώσεως έχουν στενότερους δεσμούς με το κράτος μέλος εκτελέσεως.

100.

Περαιτέρω, ο νομοθέτης της Ενώσεως, θεσπίζοντας το άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου, αποφάσισε ότι οι πολίτες της, οι οποίοι κατοικούν στο κράτος μέλος εκτελέσεως, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιον τρόπο με αυτούς που διαμένουν στο κράτος αυτό χωρίς να έχουν εκεί την κατοικία τους.

1. Επί της διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών να μη μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου και το περιθώριο εκτιμήσεώς τους σε περίπτωση μεταφοράς

101.

Είμαι της γνώμης ότι η διαφορετική μεταχείριση της επίμαχης νομοθετικής ρυθμίσεως δεν δικαιολογείται από το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη κατά τη μεταφορά του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου στο εσωτερικό δίκαιο, και τούτο για τους εξής δύο λόγους.

102.

Φρονώ ότι η εφαρμογή στο εσωτερικό δίκαιο της μη εκτελέσεως του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου δεν απόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών, αλλά έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα. Επικουρικώς, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η μεταφορά αυτή στο εσωτερικό δίκαιο δεν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να λάβει μέτρο που συνεπάγεται διάκριση λόγω ιθαγενείας.

103.

Επί του πρώτου σημείου, όπως εξέθεσε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Kozłowski, η μη εκτέλεση του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου αποσκοπεί στη διευκόλυνση της επανεντάξεως του καταδίκου. Καθόσον το πρόσωπο αυτό, αν πρόκειται για πολίτη της Ενώσεως, δικαιούται να κυκλοφορεί και να διαμένει στο σύνολο των κρατών μελών, η επιτυχής επανένταξη δεν αφορά μόνον το κράτος μέλος εκτελέσεως, αλλά και όλα τα λοιπά κράτη μέλη και τα πρόσωπα που ζουν εκεί.

104.

Η ίδια ανάλυση μπορεί να γίνει όσον αφορά τους υπηκόους τρίτων κρατών. Οι υπήκοοι αυτοί, λόγω της καταργήσεως των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα του χώρου Σένγκεν, μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα εντός του χώρου αυτού. Δύνανται επίσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν στο σύνολο της Ενώσεως ως μέλη της οικογενείας υπηκόου κράτους μέλους.

105.

Κατά συνέπεια, το άνοιγμα των συνόρων κατέστησε τα κράτη μέλη αλληλεγγύως υπεύθυνα για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Είναι σαφώς ο λόγος για τον οποίο η δημιουργία του ευρωπαϊκού ποινικού χώρου εμφανίστηκε ως αναγκαιότητα προκειμένου να μην ασκούνται οι ελευθερίες κυκλοφορίας σε βάρος της δημόσιας ασφάλειας.

106.

Επομένως, η μεταφορά στο δίκαιο κράτους μέλους του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου επιβάλλεται, κατά τη γνώμη μου, προκειμένου το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως να μην εφαρμόζεται σε βάρος της επανεντάξεως του καταδίκου και, συνεπώς, του εννόμου συμφέροντος όλων των κρατών μελών για την πρόληψη της εγκληματικότητας, την οποία αποσκοπεί να διασφαλίσει ο θεσπιζόμενος με τη διάταξη αυτή λόγος μη εκτελέσεως.

107.

Για τον λόγο αυτόν συντάσσομαι με την Επιτροπή ότι οι πρώτες λέξεις του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, δηλαδή «[η] δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως», πρέπει να γίνουν αντιληπτές υπό την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να δύναται κατά το εσωτερικό δίκαιο να αρνηθεί την παράδοση όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής. Κατά την άποψή μου, η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται με την απόφαση-πλαίσιο 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου ( 30 ), η οποία αποσκοπεί στη διευκόλυνση της εκτελέσεως των ποινών φυλακίσεως στο κράτος όπου η εκτέλεση αυτή δύναται να αυξήσει τις πιθανότητες επανεντάξεως του καταδίκου.

108.

Επί του δευτέρου σημείου, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι τα κράτη μέλη έχουν την ελευθερία μεταφοράς ή μη μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, αν προβούν στη μεταφορά αυτή, δεν μπορούν να παραβιάσουν την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

2. Επί της εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

109.

Ασφαλώς, η απόφαση-πλαίσιο εκδόθηκε βάσει της Συνθήκης ΕΕ και όχι της Συνθήκης ΕΚ. Είναι επίσης αληθές ότι το δικαίωμα ιθαγενείας εξακολουθεί να εμπίπτει στην κυριαρχική εξουσία των κρατών μελών και το κοινοτικό δίκαιο δεν έχει αντικείμενο την εξάλειψη κάθε διαφορετικής μεταχειρίσεως στο δίκαιο ενός κράτους μέλους μεταξύ των υπηκόων του κράτους αυτού και των λοιπών πολιτών της Ενώσεως. Τα καθήκοντα και τα δικαιώματα που συνδέουν αμοιβαίως ένα κράτος μέλος με καθέναν από τους υπηκόους του δεν μεταφέρονται συστηματικώς σε κάθε υπήκοο των λοιπών κρατών μελών ( 31 ).

110.

Γι’ αυτό, από την υποθετική αυτή περίπτωση δεν συνάγεται ότι οι διατάξεις που θεσπίζει κράτος μέλος για την εφαρμογή νομοθετικής πράξεως εμπίπτουσας στην Συνθήκη ΕΕ εκφεύγουν κάθε ελέγχου νομιμότητας από απόψεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

111.

Αφενός, συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει ότι τα πρόσωπα που έχουν ασκήσει ελευθερία κυκλοφορίας την οποία εγγυάται η Συνθήκη ΕΚ δικαιούνται να επικαλεστούν το άρθρο 12 ΕΚ. Η άσκηση ελευθερίας κυκλοφορίας συνιστά το συνδετικό στοιχείο με το κοινοτικό δίκαιο που απαιτείται για την εφαρμογή του άρθρου αυτού ( 32 ). Επομένως, το συμβατό νομοθετικής ρυθμίσεως κράτους μέλους με το άρθρο αυτό μπορεί να εξετασθεί όταν εφαρμόζεται σε πρόσωπο που άσκησε ελευθερία κυκλοφορίας, ακόμη κι αν η νομοθετική αυτή ρύθμιση εμπίπτει σε τομέα αρμοδιότητας που διατηρούν τα κράτη μέλη ( 33 ).

112.

Επομένως, με την προπαρατεθείσα απόφαση Cowan, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι Βρετανός υπήκοος, ο οποίος δέχθηκε επίθεση στη Γαλλία, κατά τη διάρκεια τουριστικής διαμονής, δικαιούται να επικαλεστεί την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά του γαλλικού νόμου περί αποζημιώσεως των θυμάτων εγκλήματος, μολονότι ο νόμος αυτός έχει χαρακτήρα ποινικού δικονομικού κανόνα στο εσωτερικό δίκαιο. Ομοίως, με την προπαρατεθείσα απόφαση Garcia Avello, το Δικαστήριο έκρινε ότι τέκνα Ισπανών υπηκόων που διαμένουν νομίμως στο Βέλγιο ως πολίτες της Ενώσεως δύνανται να επικαλούνται την ίδια αρχή κατά των βελγικών κανόνων που διέπουν το επώνυμο.

113.

Οι αποφάσεις αυτές αποτελούν μέρος πάγιας νομολογίας σύμφωνα με την οποία, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που διατηρούν τα κράτη μέλη, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να θίξει τους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ ( 34 ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η απαγόρευση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας του άρθρου 12 ΕΚ. Η νομολογία αυτή τυγχάνει εφαρμογής, a fortiori, όταν ένα κράτος μέλος εφαρμόζει νομοθετική πράξη του δικαίου της Ενώσεως, όπως απόφαση-πλαίσιο, γεγονός που επιβεβαιώνει το άρθρο 47 ΕΕ, δυνάμει του οποίου καμία διάταξη της Συνθήκης ΕΕ δεν πρέπει να θίγει τους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ.

114.

Κατά συνέπεια, ο D. Wolzenburg, ο οποίος βρίσκεται στις Κάτω Χώρες κατόπιν ασκήσεως των ελευθεριών κυκλοφορίας που παρέχει η Συνθήκη ΕΚ, ως πολίτης της Ενώσεως ή επιχειρηματίας, δικαιούται να επικαλεστεί το άρθρο 12 ΕΚ κατά της ολλανδικής νομοθετικής ρυθμίσεως, η οποία διευκρινίζει υπό ποίες προϋποθέσεις μπορεί να τύχει της μη εκτελέσεως του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου.

115.

Αφετέρου, ένα κράτος μέλος δεν δύναται, στο πλαίσιο εφαρμογής αποφάσεως-πλαισίου, να προσβάλει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων ως θεμελιώδους αρχής που περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), καθώς και το άρθρο 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, του οποίου η διακήρυξη έγινε στη Νίκαια στις  ( 35 ).

116.

Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, τα κράτη μέλη, όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ενώσεως, υποχρεούνται να τηρούν τα θεμελιώδη δικαιώματα όπως διασφαλίζονται με την ΕΣΔΑ και προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου ( 36 ).

117.

Επομένως, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα κράτος μέλος εφαρμόζει τη μη εκτέλεση του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου δεν εκφεύγουν του ελέγχου συμβατότητάς τους με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

3. Επί της υπάρξεως διακρίσεως

118.

Συνομολογείται ότι η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση στοιχειοθετεί διαφορετική μεταχείριση λόγω ιθαγενείας. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, ενώ οι Ολλανδοί υπήκοοι απολαύουν υποχρεωτικώς και ανεπιφυλάκτως της μη εκτελέσεως, οι υπήκοοι των λοιπών κρατών μελών που κατοικούν ή διαμένουν στις Κάτω Χώρες, υπό την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, απολαύουν της μη εκτελέσεως αυτής μόνον αν πληρούν πρόσθετες διοικητικές επιταγές.

119.

Κατά τη νομολογία, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο όμοιες καταστάσεις ούτε καθ’ όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς ( 37 ). Απαιτείται επίσης η επίμαχη διαφορετική μεταχείριση να είναι αναγκαία και ανάλογη του επιδιωκόμενου σκοπού ( 38 ).

120.

Πολλά κράτη μέλη υποστήριξαν ότι δικαιούνται να αποκλείουν συστηματικώς την παράδοση των υπηκόων τους και, βάσει αυτού, δεν είναι συγκρίσιμη η κατάσταση των υπηκόων τους και των υπηκόων των λοιπών κρατών μελών, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου. Δεν συντάσσομαι με την ανάλυση αυτή για τους ακόλουθους λόγους.

121.

Πρώτον, δεν φρονώ ότι η απόλυτη αδυναμία της παραδόσεως των υπηκόων του κράτους μέλους εκτελέσεως συμβιβάζεται με την απόφαση-πλαίσιο.

122.

Αφενός, διαπιστώνω ότι το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου αφορά την ιδιότητα του υπηκόου του κράτους μέλους εκτελέσεως όπως και τις ιδιότητες του «κατοίκου» ή «διαμένοντος» στο κράτος αυτό, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε απόφαση περί μη παραδόσεως μόνον κατόπιν εκτιμήσεως της ιδιαίτερης καταστάσεως του εκζητουμένου, πραγματοποιηθείσας ανά περίπτωση από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως.

123.

Αφετέρου, η μη εκτέλεση του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου έχει ως αντικείμενο την αύξηση των πιθανοτήτων επανεντάξεως του εκζητουμένου. Λαμβανομένης υπόψη της ιδιότητας του υπηκόου του κράτους μέλους εκτελέσεως στη διάταξη αυτή, ο νομοθέτης της Ενώσεως θεώρησε ότι η ιδιότητα αυτή αποτελεί τεκμήριο της υπάρξεως δεσμών μεταξύ του εκζητουμένου και του κράτους μέλους εκτελέσεως, βάσει των οποίων τεκμαίρεται ότι η έκτιση της ποινής στο κράτος αυτό δύναται να διευκολύνει την επανένταξη αυτή.

124.

Επομένως, φρονώ ότι ένα κράτος μέλος δεν δύναται να θεωρήσει το τεκμήριο αυτό αμάχητο. Ως απόδειξη συναφώς θεωρώ τη μεγάλη ποικιλία των ανθρωπίνων καταστάσεων τις οποίες αντιμετωπίζουν καθημερινώς οι δικαστικές αρχές ενός κράτους μέλους. Συνεπώς, μπορώ να φανταστώ την περίπτωση Ολλανδού υπηκόου ο οποίος ζει από πολλών ετών σε κράτος μέλος εκτός του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, όπου έχει οικογένεια και επαγγελματική απασχόληση, και το οποίο εγκαταλείπει μόνο για να αποφύγει την εκτέλεση καταδίκης που του επιβλήθηκε στο κράτος αυτό. Δεν πιστεύω ότι, στην περίπτωση αυτή, είναι δυνατό να συναχθεί αμάχητο τεκμήριο ότι η επανένταξη του ενδιαφερομένου διασφαλίζεται καλύτερα με την εκτέλεση της ποινής στις Κάτω Χώρες.

125.

Για τον λόγο αυτόν είμαι της γνώμης ότι ο σκοπός της επανεντάξεως, που επιδιώκεται μέσω του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την εξατομίκευση του καθεστώτος εκτελέσεως της ποινής, η οποία προϋποθέτει ότι ο δικαστής απολαύει πλήρως των δικαστικών εξουσιών του και της απόλυτης ελευθερίας εκτιμήσεως. Συνεπώς, κατά την άποψή μου, ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να δικαιολογήσει ότι κράτος μέλος στερεί την αρμόδια δικαστική αρχή κάθε εξουσίας εκτιμήσεως όταν ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως αφορά ημεδαπό. Επομένως, η δικαστική αρχή πρέπει να μπορεί να δεχθεί αίτηση παραδόσεως όταν ο μόνος δεσμός του εν λόγω προσώπου, όπως στο προαναφερθέν παράδειγμα, με το κράτος μέλος εκτελέσεως είναι η ιθαγένεια του κράτους αυτού.

126.

Δεύτερον, θεωρώ ότι η απόλυτη αδυναμία παραδόσεως υπηκόων του κράτους μέλους εκτελέσεως δεν συνάδει με την οικονομία και τους σκοπούς της αποφάσεως-πλαισίου.

127.

Η μη έκδοση, από ένα κράτος, των υπηκόων του συνιστά παραδοσιακή αρχή του δικαίου της εκδόσεως. Αναγνωρίζεται από την ευρωπαϊκή σύμβαση εκδόσεως, υπογραφείσα από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Παρίσι στις 13 Δεκεμβρίου 1957, η οποία προβλέπει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος έχει τη διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση των υπηκόων του.

128.

Η αρχή της μη εκδόσεως ημεδαπών αντλεί την αφετηρία της από την κυριαρχία των κρατών επί των υπηκόων τους, τις αμοιβαίες υποχρεώσεις που τους συνδέουν και την έλλειψη εμπιστοσύνης στα δικαστικά συστήματα των άλλων κρατών. Επομένως, μεταξύ των λόγων των οποίων γίνεται επίκληση ως δικαιολογία της αρχής αυτής περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, το καθήκον του κράτους να προστατεύει τους υπηκόους του έναντι της εφαρμογής αλλοδαπού ποινικού συστήματος, του οποίου δεν γνωρίζουν τη διαδικασία και τη γλώσσα και στο πλαίσιο του οποίου δυσκόλως μπορούν να αμυνθούν ( 39 ).

129.

Η απόφαση-πλαίσιο τονίζει σαφώς την εγκατάλειψη της αρχής αυτής μεταξύ των κρατών μελών. Η εν λόγω απόφαση έχει ρητώς ως σκοπό, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της και τα άρθρα της, μεταξύ άλλων του άρθρου 31, την κατάργηση, μεταξύ των κρατών μελών, της διαδικασίας εκδόσεως και της αντικαταστάσεώς της από ένα σύστημα παραδόσεως, στο πλαίσιο του οποίου η δικαστική αρχή εκτελέσεως δύναται να αρνηθεί την παράδοση αυτή με απόφαση αιτιολογημένη ειδικώς με έναν από τους λόγους μη εκτελέσεως που απαριθμούνται περιοριστικώς στα άρθρα 3 και 4 της αποφάσεως-πλαισίου.

130.

Η απόφαση-πλαίσιο βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως. Το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, όπως προσδιορίζεται στην έκτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου, αποτελεί την πρώτη περίπτωση συγκεκριμένης εφαρμογής, στον τομέα του ποινικού δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως που έχει χαρακτηρισθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που έλαβε χώρα στο Tempere στις 15 και , ως «ακρογωνιαίος λίθος» της δικαστικής συνεργασίας.

131.

Δυνάμει της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, εφόσον δικαστική αρχή λαμβάνει απόφαση συνάδουσα με το δίκαιο του κράτους στο οποίο ανήκει, η απόφαση αυτή έχει πλήρη και άμεσα αποτελέσματα στο σύνολο της Ενώσεως, οπότε οι αρμόδιες αρχές κάθε άλλου κράτους μέλους πρέπει να συνδράμουν στην εκτέλεσή της ως εάν προερχόταν από δικαστική αρχή του κράτους τους ( 40 ). Επομένως, το πεδίο εφαρμογής δικαστικής αποφάσεως δεν περιορίζεται στο έδαφος του κράτους μέλους εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως αλλά εκτείνεται στο εξής στο σύνολο της Ενώσεως.

132.

Κατά συνέπεια, όταν η δικαστική αρχή κράτους μέλους ζητεί την παράδοση προσώπου, είτε δυνάμει αμετάκλητης καταδίκης είτε διότι το πρόσωπο αυτό αποτελεί το αντικείμενο ποινικών διώξεων, η απόφασή της πρέπει να αναγνωριστεί και εκτελεστεί αυτομάτως, σε όλα τα κράτη μέλη, χωρίς να υφίσταται άλλος δυνατός λόγος μη εκτελέσεως πλην των προβλεπομένων με την απόφαση-πλαίσιο. Με άλλα λόγια, τα κράτη μέλη, δεχόμενα τη δημιουργία ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου και, ειδικότερα, το σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, παραιτήθηκαν της κυριαρχικής εξουσίας τους να μην υποβάλουν τους υπηκόους τους στις έρευνες και κυρώσεις των δικαστικών αρχών των λοιπών κρατών μελών.

133.

Η παραίτηση αυτή κατέστη δυνατή διότι, όπως αναφέρεται στη δέκατη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου, «ο μηχανισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης βασίζεται σε υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών».

134.

Η εμπιστοσύνη αυτή εκφράστηκε κατ’ αρχάς με την παραίτηση των κρατών μελών από την άσκηση του δικαιώματός τους διώξεως, που περιλαμβάνεται στην αρχή ne bis in idem, η οποία διακηρύσσεται με το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν ( 41 ), δυνάμει της οποίας πρόσωπο για το οποίο έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση εντός κράτους μέλους δεν πρέπει να μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο νέας ποινικής διώξεως για τα ίδιες αξιόποινες πράξεις σε άλλο κράτος μέλος.

135.

Όπως το Δικαστήριο τόνισε με την απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2003, C-187/01 και C-385/01, Gözütok και Brügge ( 42 ), η αρχή αυτή προϋποθέτει κατ’ ανάγκη, ανεξαρτήτως των λεπτομερειών σύμφωνα με τις οποίες επιβάλλεται η κύρωση, ότι υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη των κρατών μελών στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης που εφαρμόζονται στα άλλα κράτη και ότι κάθε κράτος μέλος αποδέχεται την εφαρμογή του ποινικού δικαίου που ισχύει στα άλλα κράτη μέλη, έστω και αν η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας του οδηγούσε σε διαφορετική λύση ( 43 ).

136.

Η εμπιστοσύνη αυτή απορρέει από πολλούς παράγοντες. Αφενός, όλα τα κράτη μέλη απέδειξαν, όταν δημιούργησαν τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες στις οποίες προσχώρησαν, ότι ήσαν κράτη δικαίου, που σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως προβλέπονται με την ΕΣΔΑ και, από τις 7 Δεκεμβρίου 2000, με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Εξάλλου, πέραν της κυρώσεως της Συμβάσεως αυτής και της διακηρύξεως του εν λόγω Χάρτη, όλα τα κράτη θέτουν υψηλές απαιτήσεις όσον αφορά την τήρηση της αρχής του κράτους δικαίου, όπως διαπιστώνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 1 της προτάσεώς της για απόφαση-πλαίσιο ( 44 ).

137.

Μολονότι, επί του παρόντος, δεν υπάρχει εκτεταμένη εναρμόνιση του ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου εντός της Ενώσεως, τα κράτη μέλη πείσθηκαν ότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες διώκονται και δικάζονται οι υπήκοοί τους στα λοιπά κράτη μέλη σέβονται τα δικαιώματα των υπηκόων αυτών και τους παρέχουν τη δυνατότητα να αμυνθούν ορθώς, παρά τις γλωσσικές δυσχέρειες και την έλλειψη οικειότητας με τη διαδικασία.

138.

Αφετέρου, η εμπιστοσύνη που πρέπει να έχει κάθε κράτος μέλος και οι υπήκοοί του στη δικαιοσύνη των λοιπών κρατών μελών είναι προφανώς το εύλογο και αναπόφευκτο αποτέλεσμα της δημιουργίας της ενιαίας αγοράς καθώς και της ευρωπαϊκής ιθαγενείας.

139.

Συγκεκριμένα, κάθε κράτος μέλος έχει την υποχρέωση, κατ’ εφαρμογήν των ελευθεριών που θεσπίζει η Συνθήκη ΕΚ, να παρέχει στους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών τη δυνατότητα να ασκούν επί του εδάφους του οικονομική δραστηριότητα, ως ελεύθεροι επαγγελματίες ή μισθωτοί, υπό τις ίδιες συνθήκες όπως και οι ημεδαποί.

140.

Με τη δημιουργία της ιθαγενείας της Ενώσεως έγινε ένα ακόμα βήμα, εφόσον κάθε κράτος μέλος υποχρεούται επίσης να δεχθεί στο έδαφός του υπηκόους των λοιπών κρατών μελών οι οποίοι επιθυμούν να διαμείνουν εκεί, εάν διαθέτουν, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια των πρώτων πέντε ετών, επαρκείς πόρους και κοινωνική ασφάλιση. Το κράτος μέλος πρέπει επίσης να τους παρέχει τη δυνατότητα συμμετοχής στις τοπικές εκλογές καθώς και στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τέλος, πρέπει να εκτείνει την προστασία των διπλωματικών ή προξενικών του αρχών σε κάθε πολίτη της Ενώσεως ευρισκόμενο σε τρίτο κράτος, αν δεν εξασφαλίζεται προστασία από το κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια ο ενδιαφερόμενος.

141.

Επομένως, η πραγματοποίηση της ενιαίας αγοράς και της ιθαγενείας της Ενώσεως οδήγησαν διαδοχικώς τα κράτη μέλη να πρέπει να αντιμετωπίζουν τους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών όπως τους ημεδαπούς σε ένα ολοένα μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής, κοινωνικής ή πολιτικής ζωής. Καθίσταται επίσης δυνατό σε κάθε πολίτη να ζήσει ή να εργαστεί στο κράτος μέλος της επιλογής του εντός της Ενώσεως, όπως ο οιοσδήποτε ημεδαπός.

142.

Συνεπώς, ήρθε προφανώς η στιγμή να προστεθεί στο δικαστικό αυτό οικοδόμημα η ίση μεταχείριση ενώπιον της δικαιοσύνης. Με άλλα λόγια, εφόσον ένας πολίτης της Ενώσεως έχει στο εξής, σε κάθε κράτος μέλος, όμοια δικαιώματα, ως επί το πλείστον, με τα δικαιώματα των υπηκόων του κράτους αυτού, είναι δίκαιο να του επιβάλλονται οι ίδιες υποχρεώσεις επί ποινικών υποθέσεων. Τούτο συνεπάγεται ότι, αν διαπράξει αξιόποινη πράξη εντός του κράτους μέλους υποδοχής, θα διωχθεί και θα δικαστεί ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού, όπως οι ημεδαποί, και θα εκτίσει εκεί την ποινή του, πλην της περιπτώσεως όπου η εκτέλεσή της στο κράτος του δύναται να αυξήσει τις πιθανότητες επανεντάξεώς του.

143.

Η εγκατάλειψη της αρχής της μη εκδόσεως των ημεδαπών με την απόφαση-πλαίσιο επιβεβαιώνεται περαιτέρω, εν ανάγκη, με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 33 της αποφάσεως αυτής υπέρ της Δημοκρατίας της Αυστρίας, που επιτρέπει στο κράτος αυτό τη διατήρηση της εν λόγω αρχής για όσον χρόνο απαιτεί η τροποποίηση του Συντάγματός του και, το αργότερο, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2008.

144.

Είναι αληθές ότι, στην απόφαση-πλαίσιο 2002/946, εκδοθείσα μετά την απόφαση-πλαίσιο, το άρθρο 5 αφορά ρητώς την περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος, δυνάμει του εθνικού του δικαίου, «δεν εκδίδει τους υπηκόους του» και προβλέπει ότι, στην περίπτωση αυτή, το πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι διέπραξε την αξιόποινη πράξη, την οποία αφορά η νομοθετική αυτή πράξη, σε άλλο κράτος μέλος πρέπει να αποτελέσει το αντικείμενο διώξεων στο κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος, σύμφωνα με το σύστημα του άρθρου 6 της ευρωπαϊκής συμβάσεως εκδόσεως της 13ης Δεκεμβρίου 1957. Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές, που προβλέπονται με νομοθετικό κείμενο του οποίου σκοπός είναι η ενίσχυση της καταστολής μιας δεδομένης αξιόποινης πράξεως, δεν πρέπει να καθορίζουν την ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου.

145.

Τέλος, φρονώ ότι η παράδοση από ένα κράτος μέλος ενός από τους υπηκόους του για εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δεν αντίκειται στα θεμελιώδη δικαιώματα και, ειδικότερα, στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου αριθ. 4, δυνάμει του οποίου ουδείς μπορεί να εκδοθεί από το έδαφος του κράτους του οποίου είναι υπήκοος.

146.

Αφενός, η παράδοση στις δικαστικές αρχές ενός κράτους μέλους δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έκδοση υπό την έννοια της διατάξεως αυτής.

147.

Αφετέρου, η εγκατάλειψη της αρχής περί μη εκδόσεως των ημεδαπών, που διακηρύσσεται με την απόφαση-πλαίσιο, δεν στερεί τις δικαστικές αρχές εκτελέσεως από κάθε μέτρο προστασίας του εκζητουμένου αν, εξαιρετικώς, προκύψει ότι η αίτηση παραδόσεως δύναται να θίξει τα θεμελιώδη δικαιώματά του.

148.

Επομένως, μολονότι το κύρος αποφάσεως-πλαισίου, όπως κάθε πράξεως παραγώγου δικαίου εξαρτάται από το συμβατό της με τα θεμελιώδη δικαιώματα ( 45 ) και τα κράτη μέλη, εφαρμόζοντάς την όπως και κάθε άλλη πράξη κοινοτικού δικαίου, υποχρεούνται να σέβονται τα δικαιώματα αυτά, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως διευκρίνισε, με το άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου, ότι η υποχρέωση παραδόσεως που επιβάλλει η απόφαση αυτή ουδαμώς πρέπει να θίγει τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που διακηρύσσονται με το άρθρο 6 ΕΕ.

149.

Συνεπώς, η δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί, σε συγκεκριμένη περίπτωση και κατ’ εξαίρεση, να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως αν, όπως αναφέρει η δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου, υπάρχουν «αντικειμενικά στοιχεία […] ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται προς το σκοπό της διώξεως ή τιμωρίας προσώπου λόγω του φύλου, της φυλής, της θρησκείας, της εθνοτικής καταγωγής, της ιθαγένειας, της γλώσσας, των πολιτικών φρονημάτων ή του γενετήσιου προσανατολισμού τους ή ότι η θέση του προσώπου αυτού μπορεί να επιδεινωθεί για οποιονδήποτε από τους προαναφερόμενους λόγους».

150.

Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι, αν κράτος μέλος θεσπίσει ουσιαστικές ή δικονομικές ποινικές διατάξεις θίγουσες τις αρχές που διακηρύσσονται με το άρθρο 6 ΕΕ, το Συμβούλιο μπορεί να αναστείλει την εκτέλεση της αποφάσεως-πλαισίου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7 ΕΕ, όπως αναφέρεται στη δέκατη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως αυτής.

151.

Η διακήρυξη των διαφόρων αυτών εγγυήσεων με την απόφαση-πλαίσιο, η οποία δεν είναι καθεαυτή γενεσιουργός δικαιωμάτων, εφόσον οι εγγυήσεις αυτές αποτελούν ήδη άρρηκτο μέρος της κοινοτικής έννομης τάξεως, δείχνει σε ποιο βαθμό ο νομοθέτης της Ενώσεως θέλησε οι καινοτομίες της αποφάσεως-πλαισίου σε σχέση με το παραδοσιακό καθεστώς της εκδόσεως, όπως η εγκατάλειψη της αρχή της μη εκδόσεως ημεδαπών, να μη συνεπάγονται μείωση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

152.

Συνεπώς, τα κράτη μέλη δεν δύνανται, χωρίς να θίξουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της αποφάσεως-πλαισίου, να θεσπίσουν διατάξεις του εσωτερικού τους δικαίου, οι οποίες, κατά οιονδήποτε τρόπο, έχουν ως αποτέλεσμα την επαναφορά συστηματικής εξαιρέσεως υπέρ των υπηκόων τους.

153.

Εν πάση περιπτώσει, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου έχει την έννοια ότι κράτος μέλος δικαιούται να αποκλείει συστηματικώς την παράδοση των υπηκόων του, η ερμηνεία αυτή δεν δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση που περιλαμβάνεται στην επίδικη ολλανδική νομοθετική ρύθμιση.

154.

Σύμφωνα με το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, υπήκοος κράτους μέλους που κατοικεί ή διαμένει στο κράτος μέλος εκτελέσεως, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, εξομοιούται προς υπήκοο του κράτους αυτού, καθόσον πρέπει να μπορεί να τύχει αποφάσεως μη παραδόσεως και της δυνατότητας να εκτίσει επομένως την ποινή του στο εν λόγω κράτος.

155.

Ο αποκλεισμός τέτοιου υπηκόου από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως έχει ως αποτέλεσμα ότι ο εκζητούμενος πρέπει υποχρεωτικώς να εκτίσει την ποινή του στο κράτος μέλος εκδόσεως, ανεξαρτήτως της διάρκειας της ποινής αυτής και της αποστάσεως μεταξύ του κράτους μέλους εκτελέσεως και του κράτους μέλους εκδόσεως.

156.

Επομένως, η λύση αυτή μπορεί να καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή πολύ δυσχερή τη διατήρηση επαφών μεταξύ του καταδίκου και των οικείων του, μέσω επισκέψεων στον τόπο κρατήσεως, καθώς και την εξακολούθηση της επαγγελματικής δραστηριότητας του προσώπου αυτού, στο πλαίσιο, παραδείγματος χάρη, διευθετήσεως της εκτελέσεως της ποινής με καθεστώς ημι-ελεύθερης διαβιώσεως.

157.

Η διαφορετική αυτή μεταχείριση είναι προδήλως δυσανάλογη από απόψεως της διαφορετικής καταστάσεως που μπορεί να υφίσταται μεταξύ των υπηκόων του κράτους μέλους εκτελέσεως και των υπηκόων των λοιπών κρατών, οι οποίοι κατοικούν ή διαμένουν στο πρώτο κράτος, υπό την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, αν η διάταξη αυτή πρέπει να έχει την έννοια που υποστηρίζει η Ολλανδική Κυβέρνηση.

158.

Συνεπώς, κατά την άποψή μου, η επίδικη ολλανδική νομοθετική ρύθμιση αντίκειται στην αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

159.

Κατόπιν των στοιχείων αυτών, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 12 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, απαγορεύει νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει ότι δεν πρέπει να γίνεται δεκτή η παράδοση των υπηκόων του για εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, ενώ η παράδοση των υπηκόων των λοιπών κρατών μελών οι οποίοι κατοικούν ή διαμένουν στο κράτος μέλος εκτελέσεως, υπό την έννοια αυτής της διατάξεως της αποφάσεως-πλαισίου, μπορεί να μη γίνεται δεκτή μόνον αν είναι κάτοχοι άδειας παραμονής αορίστου χρόνου.

V — Πρόταση

160.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω να δοθεί η εξής απάντηση στα υποβληθέντα από το Rechtbank Amsterdam προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Η διάρκεια διαμονής στο κράτος μέλος εκτελέσεως του εκζητουμένου δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, προκειμένου να καθοριστεί αν το πρόσωπο αυτό κατοικεί ή διαμένει στο κράτος αυτό υπό την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και τις διαδικασίες παραδόσεως μεταξύ των κρατών μελών, πρέπει να αρκεί για να στοιχειοθετηθεί ότι, από απόψεως των λοιπών αντικειμενικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη κατάσταση του προσώπου αυτού, το εν λόγω πρόσωπο έχει δεσμούς με το κράτος αυτό βάσει των οποίων τεκμαίρεται ότι η εκτέλεση της ποινής φυλακίσεως στο κράτος αυτό δύναται να διευκολύνει την επανένταξή του.

2)

Το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι η εφαρμογή της μη εκτελέσεως της διατάξεως αυτής δεν μπορεί να εξαρτηθεί από πρόσθετες διοικητικές επιταγές, όπως από την κατοχή άδειας παραμονής αορίστου χρόνου.

3)

Το άρθρο 12 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, απαγορεύει νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει ότι δεν πρέπει να γίνεται δεκτή η παράδοση των υπηκόων του για εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, ενώ η παράδοση υπηκόων των λοιπών κρατών μελών οι οποίοι κατοικούν ή διαμένουν στο κράτος μέλος εκτελέσεως υπό την έννοια αυτής της διατάξεως της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 μπορεί να μη γίνεται δεκτή μόνον αν είναι κάτοχοι αδείας παραμονής αορίστου χρόνου.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Απόφαση-πλαίσιο, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και τις διαδικασίες παραδόσεως μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 190, σ. 1, στο εξής: απόφαση-πλαίσιο).

( 3 ) Στο εξής: δικαστική αρχή εκτελέσεως.

( 4 ) Δυνάμει της δηλώσεως του Βασιλείου των Κάτω Χωρών σύμφωνα με το άρθρο 35 ΕΕ, το δικαστήριο αυτό δικαιούται να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα περί της ερμηνείας πράξεως εκδοθείσας στο πλαίσιο αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, όπως η απόφαση-πλαίσιο [ενημέρωση σχετικά με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ (ΕΕ 1999, L 114, σ. 56)].

( 5 ) C-66/08 (Συλλογή 2008, σ. Ι-6041).

( 6 ) Πρώτη και πέμπτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου.

( 7 ) Έκτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου.

( 8 ) Δέκατη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου.

( 9 ) Άρθρο 80, παράγραφος 3, του νόμου περί διεθνούς δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (Gesetz über die internationale Rechtshilfe in Strafsachen), της 23ης Δεκεμβρίου 1982, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο περί ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως (Europäisches Haftbefehlsgesetz), της (BGBl. 2006 I, σ. 1721).

( 10 ) Άρθρο 83b, παράγραφος 2, του νόμου περί διεθνούς δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις.

( 11 ) Το άρθρο 16, παράγραφος 2, του Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Grundgesetz für die Bundesrepublik Deutschland) ορίζει:

«Απαγορεύεται η έκδοση Γερμανού υπηκόου στην αλλοδαπή. Κατ’ εξαίρεση, νόμος μπορεί να προβλέπει την έκδοση προς κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε διεθνές δικαστήριο, εφόσον διασφαλίζεται η τήρηση των αρχών του κράτους δικαίου.»

( 12 ) Staatsblad 2004, αριθ. 195, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα (στο εξής: OLW).

( 13 ) Συλλογή 2005, σ. I-5285

( 14 ) Προαναφερθείσα απόφαση Kozłowski (σκέψη 46).

( 15 ) Όπ.π. (σκέψη 36).

( 16 ) Οδηγία της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77).

( 17 ) Προαναφερθείσα απόφαση Kozłowski (σκέψη 44).

( 18 ) Όπ.π. (σκέψη 36).

( 19 ) Όπ.π. (σκέψη 42).

( 20 ) Βλ., ιδίως, σύσταση R (87) 3 της επιτροπής των Υπουργών των κρατών μελών, σχετικά με τους ευρωπαϊκούς σωφρονιστικούς κανόνες, η οποία εκδόθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1987 και αντικαταστάθηκε από τη σύσταση Rec(2006)2, της . Βλ., επίσης, σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, της , περί μεταφοράς των καταδικασθέντων. Η κοινωνική λειτουργία μνημονεύεται επίσης με το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περί του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (1997) (ΕΕ 1999, C 98, σ. 279), με το οποίο το όργανο αυτό υπενθύμισε ότι η ποινή λειτουργεί ως επανόρθωση και αποκατάσταση της ομαλής κοινωνικής συμπεριφοράς και ότι, υπ’ αυτήν την έννοια, στόχος της είναι η ανθρώπινη και κοινωνική επανένταξη του κρατουμένου (σημείο 78).

( 21 ) Σύσταση R (87) 3 (σημεία 24, 103 και 107), καθώς και Rec (2006)2 (σημεία 63, 68-1 και 86).

( 22 ) Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38, ένα κράτος μέλος δικαιούται να εξαρτά τη διαμονή των πολιτών της Ενώσεως επί του εδάφους του διάρκειας πλέον των τριών μηνών από την προϋπόθεση ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη των οικογενειών τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου παραμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής.

( 23 ) Απόφαση Pupino, προπαρατεθείσα (σκέψη 43).

( 24 ) Όπ.π. (σκέψη 47).

( 25 ) Συλλογή 2004, σ. I-8835.

( 26 ) Σκέψη 116.

( 27 ) Πρωτόκολλο αριθ. 4 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, της 16ης Σεπτεμβρίου 1963, περί αναγνωρίσεως ορισμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών πλην αυτών που περιλαμβάνονται στη Σύμβαση και στο πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο της Συμβάσεως, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο αριθ. 11 (στο εξής: πρωτόκολλο αριθ. 4).

( 28 ) Η Δανική Κυβέρνηση παραθέτει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 5 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/946/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2002, για την ενίσχυση του ποινικού πλαισίου για την πρόληψη της υποβοηθήσεως της παράνομης εισόδου, διελεύσεως και διαμονής (ΕΕ L 328, σ. 1).

( 29 ) Η Δανική Κυβέρνηση αναφέρει τις αποφάσεις της 23ης Ιανουαρίου 1997, C-29/95, Pastoors και Trans-Cap (Συλλογή 1997, σ. I-285), και της , C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri (Συλλογή 2004, σ. I-5257).

( 30 ) Απόφαση-πλαίσιο της 27ης Νοεμβρίου 2008 σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για το σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 327, σ. 27).

( 31 ) Ο ιδιαίτερος δεσμός μεταξύ κάθε κράτους μέλους και των υπηκόων του υπενθυμίζεται εξάλλου στο άρθρο 17, παράγραφος 1, ΕΚ, σύμφωνα με το οποίο η ιθαγένεια της Ενώσεως συμπληρώνει την εθνική ιθαγένεια αλλά δεν την αντικαθιστά.

( 32 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 1989, 186/87, Cowan (Συλλογή 1989, σ. 195, σκέψη 19), και της , C-148/02, Garcia Avello (Συλλογή 2003, σ. I-11613, σκέψη 29). Βλ., a contrario, απόφαση της , C-427/06, Bartsch (Συλλογή 2008, σ. Ι-7245, σκέψη 25).

( 33 ) Βλ., όσον αφορά τους δικονομικούς κανόνες, προπαρατεθείσα απόφαση Cowan, και, όσον αφορά τους κανόνες που διέπουν το επώνυμο, προπαρατεθείσα απόφαση Garcia Avello.

( 34 ) Βλ. ιδίως, σε θέματα άμεσης φορολογίας, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C-196/04, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas (Συλλογή 2006, σ. I-7995, σκέψη 40), καθώς και, σε θέματα δημόσιας ασφάλειας, απόφαση της , C-285/98, Kreil (Συλλογή 2000, σ. I-69, σκέψεις 15 και 16).

( 35 ) ΕΕ C 364, σ. 1. Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 21, παράγραφος 2, του Χάρτη αυτού προβλέπει ότι, «[σ]τον τομέα εφαρμογής της Συνθήκης [ΕΚ] και της Συνθήκης [ΕE], και με την επιφύλαξη των ιδιαιτέρων διατάξεων των εν λόγω Συνθηκών, απαγορεύεται κάθε δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγενείας».

( 36 ) Απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, C-303/05, Advocaten voor de Wereld (Συλλογή 2007, σ. I-3633, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 37 ) Όπ.π. (σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 38 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Pastoors και Trans-Cap (σκέψη 26).

( 39 ) Deen-Racsmány, Z., και Blekxtoon, R., «The Decline of the Nationality Exception in European Extradition?», European Journal of Crime, Criminal Law and Criminal Justice, τόμος 13/3, σ. 317 έως 363, Koninklijke Brill NV, Κάτω Χώρες, 2005.

( 40 ) Βλ., συναφώς, ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της 26ης Ιουλίου 2000 για την αμοιβαία αναγνώριση των οριστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις [COM(2000) 495 τελικό, ιδίως σ. 8].

( 41 ) Σύμβαση της 14ης Ιουνίου 1985 μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19), υπογραφείσα στο Σένγκεν στις .

( 42 ) Συλλογή 2003, σ. I-1345.

( 43 ) Σκέψη 33.

( 44 ) Πρόταση αποφάσεως-πλαισίου του Συμβουλίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2001, για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και τις διαδικασίες [παραδόσεως] μεταξύ κρατών μελών [COM(2001) 522 τελικό].

( 45 ) Το συμβατό της αποφάσεως-πλαισίου με τις διακηρυσσόμενες στο άρθρο 6 ΕΕ αρχές, όσον αφορά την κατάργηση της προϋποθέσεως του διττού αξιοποίνου για τις 32 αξιόποινες πράξεις του άρθρου 2 αυτής της αποφάσεως-πλαισίου, εξακριβώθηκε από το Δικαστήριο στο πλαίσιο αιτήσεως προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως για έλεγχο του κύρους, με την προαναφερθείσα απόφαση Advocaten voor de Wereld.