14.8.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 221/4


Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 24ης Ιουνίου 2010 [αιτήσεις της Commissione Tributaria Regionale di Torino (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — P. Ferrero E C. SPA κατά Agenzia delle Entrate — Ufficio Alba (C-338/08), General Beverage Europe BV κατά Agenzia delle Entrate — Ufficio di Torino 1 (C-339/08)

(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-338/08 και C-339/08) (1)

(Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως - Οδηγία 90/435/ΕΟΚ - Έννοια της «παρακρατήσεως στην πηγή» - Επιβολή εισφοράς 5 % κατά τη διανομή μερισμάτων και την «επιστροφή της προσαυξήσεως φόρου βάσει τελικής εκκαθαρίσεως» μιας ιταλικής θυγατρικής στην εγκατεστημένη στις Κάτω Χώρες μητρική εταιρία κατ’ εφαρμογή διμερούς συμβάσεως)

2010/C 221/05

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Commissione Tributaria Regionale di Torino

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

P. Ferrero E C. SPA (C-338/08), General Beverage Europe BV (C-339/08)

κατά

Agenzia delle Entrate — Ufficio Alba (C-338/08), Agenzia delle Entrate — Ufficio di Torino 1 (C-339/08)

Αντικείμενο

Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Commissione Tributaria Regionale Torino — Ερμηνεία των άρθρων 5, παράγραφος 1 και 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ, του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 225, σ. 6) — Έννοια της παρακρατήσεως στην πηγή — Μητρική εταιρία στις Κάτω Χώρες στην οποία καταβάλλονται από την ιταλική θυγατρική της εταιρία μερίσματα κατόπιν εκπτώσεως εισφοράς ύψους 5 %, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 2, της συμβάσεως μεταξύ Ιταλίας και Κάτω Χωρών για την αποφυγή της διπλής φορολογήσεως των μερισμάτων — Παρακράτηση επί των ποσών που έχουν καταβληθεί ως maggiorazione di conguaglio, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 10, παράγραφος 3, της συμβάσεως

Διατακτικό

1)

Υπό την επιφύλαξη, μεταξύ άλλων, της εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, όπως ρητώς διευκρινίστηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, της φύσεως της «επιστροφής» της «προσαυξήσεως φόρου βάσει τελικής εκκαθαρίσεως» την οποία διενήργησε ιταλική εταιρία προς ολλανδική εταιρία, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, της συμβάσεως μεταξύ της Ιταλικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών περί αποφυγής της διπλής φορολογίας, όσον αφορά τον φόρο εισοδήματος και περιουσίας, και περί πατάξεως της φοροδιαφυγής, με πρόσθετο πρωτόκολλο, που συνήφθη στη Χάγη στις 8 Μαΐου 1990, πρέπει να θεωρηθεί ότι, ως εφαρμοζόμενη στην εν λόγω επιστροφή, παρακράτηση φόρου, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις της κύριας δίκης, δεν αποτελεί παρακράτηση στην πηγή επί των διανεμομένων κερδών απαγορευόμενη καταρχήν από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης. Ωστόσο, σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο εκτιμήσει ότι η εν λόγω «επιστροφή» της φορολογικής αυτής προσαυξήσεως δεν είναι φορολογικής φύσεως, παρακράτηση φόρου, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις της κύριας δίκης, θα συνιστά παρακράτηση στην πηγή επί των διανεμομένων κερδών, απαγορευόμενη καταρχήν από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας 90/435.

2)

Αν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι η επίμαχη στις υποθέσεις της κύριας δίκης παρακράτηση φόρου αποτελεί παρακράτηση στην πηγή επί των διανεμομένων κερδών κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/435, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, η εν λόγω παρακράτηση φόρου θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας 90/435 μόνον αν, αφενός, η εν λόγω σύμβαση προέβλεπε διατάξεις αποσκοπούσες στην κατάργηση ή στον μετριασμό της διπλής φορολογίας της διανομής μερισμάτων και, αφετέρου, η εφαρμογή της εν λόγω παρακρατήσεως δεν αναιρούσε τις συνέπειες της φορολογίας αυτής, πράγμα που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.


(1)  ΕΕ C 260 της 11.10.2008.