ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)
της 18ης Δεκεμβρίου 2008
Υπόθεση T-223/07 P
Michel Thierry
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προαγωγή – Περίοδος προαγωγών 2004 – Απόρριψη αιτήματος περί εξετάσεως μάρτυρα – Αίτηση αναιρέσεως προδήλως απαράδεκτη»
Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκή Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 16ης Απριλίου 2007, F-82/05, Thierry κατά Επιτροπής (η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), με σκοπό την αναίρεση της διατάξεως αυτής.
Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Michel Thierry φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.
Περίληψη
1. Αναίρεση – Λόγοι – Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών – Απαράδεκτο – Έλεγχος από το Πρωτοδικείο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται εκτός από την περίπτωση της παραμορφώσεως του περιεχομένου τους
(Άρθρο 225 A ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1)
2. Διαδικασία – Αποδεικτικά μέσα – Εξέταση μαρτύρων – Εξουσία εκτιμήσεως του Πρωτοδικείου
(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 59 § 1· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)
3. Αναίρεση – Λόγοι – Λόγος προβληθείς για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως – Απαράδεκτο
(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρα 48 § 2 και 144)
1. Από το άρθρο 225 Α ΕΚ και το άρθρο 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως κατά των αποφάσεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να βασίζεται μόνον σε λόγους αφορώντες την παράβαση των κανόνων δικαίου, αποκλειομένης κάθε εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών. Ο πρωτοβάθμιος δικαστής είναι ο μόνος αρμόδιος, αφενός, για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του έχουν υποβληθεί, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών Επομένως, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί νομικό ζήτημα, υποκείμενο συνεπώς στον έλεγχο του αναιρετικού δικαστή, εκτός αν συντρέχει παραμόρφωση του περιεχομένου των στοιχείων αυτών.
(βλ. σκέψη 20)
Παραπομπή: ΔΕΚ, 28 Μαΐου 1998, C‑8/95 P, New Holland Ford κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑3175, σκέψεις 25 και 26· ΠΕΚ 12 Ιουλίου 2007, T‑252/06 P, Beau κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 45 και 46
2. Ο πρωτοβάθμιος δικαστής είναι αποκλειστικά αρμόδιος να κρίνει την ενδεχόμενη ανάγκη συμπληρώσεως των πληροφοριακών στοιχείων επί των υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνεται. Ακόμη και όταν μια αίτηση εξετάσεως μαρτύρων αναφέρει με ακρίβεια τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία επιβάλλεται εξέταση μάρτυρα ή μαρτύρων και οι λόγοι που δικαιολογούν την εξέτασή του[ς], εναπόκειται στον πρωτοβάθμιο δικαστή να εκτιμήσει τη χρησιμότητα της αιτήσεως σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς και την αναγκαιότητα να προχωρήσει στην εξέταση των προταθέντων μαρτύρων.
Το ότι ο πρωτοβάθμιος δικαστής διαθέτει συναφώς εξουσία εκτιμήσεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με την επίκληση της γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικαστεί δικαίως, όπως επιβεβαιώθηκε με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, από τη γενική αυτή αρχή δεν απορρέει ένα απόλυτο δικαίωμα προς εξέταση μαρτύρων ενώπιον δικαστηρίου. Αντιθέτως, εναπόκειται κατ’ αρχήν στο εθνικό δικαστήριο να αποφασίζει για το αν είναι αναγκαίο ή σκόπιμο να κλητεύσει ένα μάρτυρα, εφόσον η ένδικη διαδικασία έχει, μεταξύ άλλων, ως αντικείμενο, τηρώντας αυστηρώς την ισότητα των όπλων, να προσφέρει στον προσφεύγοντα μια πρόσφορη και επαρκή ευκαιρία να υποστηρίξει τη βασιμότητα της προσφυγής του.
(βλ. σκέψεις 21 και 22)
Παραπομπή: ΔΕΚ, 28 Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψεις 67 έως 71 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία
3. Από το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το οποίο εφαρμόζεται, δυνάμει του άρθρου 144 του εν λόγω Κανονισμού, στην ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, προκύπτει ότι απαγορεύεται η προβολή νέων λόγων κατά τη διάρκεια της δίκης. Επομένως, η αιτίαση, η οποία αντλείται από αλλοίωση των αποδεικτικών στοιχείων, προβληθείσα για πρώτη φορά στην περί συνεδριάσεως αίτηση, πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη.
(βλ. σκέψη 27)