|
8.3.2008 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 64/47 |
Αναίρεση που άσκησαν στις 28 Δεκεμβρίου 2007 οι Carlos Sanchez Ferriz κ.λπ. κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις 17 Οκτωβρίου 2007 στην υπόθεση F-115/06, Sanchez Ferriz κ.λπ. κατά Επιτροπής
(Υπόθεση Τ-492/07 P)
(2008/C 64/77)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Αναιρεσείοντες: Carlos Sanchez Ferriz (Βρυξέλλες, Βέλγιο), Isabelle Chantraine (Βρυξέλλες, Βέλγιο), José De Viana Costa Ribeiro (Meise, Βέλγιο), Brigitte Housiaux (Ramillies, Βέλγιο), Chantal Vellemans (Βρυξέλλες, Βέλγιο), Sylvie Schaack (Remich, Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου), Andrea Losito (Sandweiler, Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου), Alain Hertert (Scheidgen, Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου), Marie-Josée Gaspar-Lis (Λουξεμβούργο, Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου), Otilia Ferreira-Nielsen (Gostingen, Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου) (εκπρόσωπος: F. Frabetti, δικηγόρος)
Αντίδικος κατ' αναίρεση: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα των αναιρεσειόντων
Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να αναιρέσει την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 17ης Οκτωβρίου 2007 στην υπόθεση F-115/06· |
|
— |
να δεχθεί τα αιτήματα που είχαν υποβάλει πρωτοδίκως οι αναιρεσείοντες και, συνεπώς, να κρίνει παραδεκτή και βάσιμη την προσφυγή τους στην υπόθεση F-115/06· |
|
— |
επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, και |
|
— |
να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων και των συναφών δαπανών και αμοιβών και να υποχρεώσει την Επιτροπή να τα καταβάλει. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Οι αναιρεσείοντες ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η προσφυγή που άσκησαν ζητώντας την ακύρωση του καταλόγου των υπαλλήλων που προήχθησαν κατά την περίοδο προαγωγών του 2005, στο μέτρο που δεν περιείχε τα ονόματά τους, και, επικουρικώς, την ακύρωση των αποφάσεων περί απονομής μορίων προτεραιότητας για την ίδια περίοδο, οι οποίες τους αφορούσαν.
Προς στήριξη της αιτήσεώς τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι κακώς το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξή του ότι δεν υφίσταται άμεσος νομικός σύνδεσμος μεταξύ των διατάξεων των ΓΕΔ της 26ης Απριλίου 2002, των οποίων ο παράνομος χαρακτήρας προβλήθηκε πρωτοδίκως, και της υπό κρίση διαφοράς.
Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως που αφορούσε παράβαση των ΓΕΔ 45 της 23ης Δεκεμβρίου 2004 ως απαράδεκτο λόγω καθυστερημένης προβολής του με το υπόμνημα απαντήσεως. Συγκεκριμένα, διατείνονται ότι ο λόγος αυτός περιεχόταν τόσο στη διοικητική ένσταση που είχαν υποβάλει όσο και στο δικόγραφο της προσφυγής, ενώ με το υπόμνημα απαντήσεως ανέπτυξαν απλώς περαιτέρω τον λόγο αυτόν.
Τέλος, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, η παράβαση των άρθρων 6, πρώτο εδάφιο, και 10, παράγραφος 2, του παραρτήματος ΧΙΙ του ΚΥΚ τους αφορούσε άμεσα και ατομικά και, ως εκ τούτου, είχαν προδήλως έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως.