23.6.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 140/35


Προσφυγή της Aughinish Alumina κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-130/07)

(2007/C 140/60)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Aughinish Alumina Ltd (Askeaton, Ιρλανδία) (εκπρόσωποι: J. Handoll, C. Waterson, Solicitors)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Με τα αιτήματά της, η AAL ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής του Φεβρουαρίου 2007 σχετικά με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία στο μέτρο που αφορά την AAL·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας στα οποία υποβλήθηκε η AAL.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την υπό κρίση προσφυγή η προσφεύγουσα ζητεί τη μερική ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής C(2007)286, τελικό, της 7ης Φεβρουαρίου 2007 σχετικά με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία, η οποία εφαρμόζεται αντίστοιχα από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία, στο μέτρο που αφορά την Aughinish Alumina Ltd (στο εξής: AAL).

Προς στήριξη των αιτημάτων η AAL προβάλλει οκτώ λόγους ακυρώσεως:

Πρώτον, η Επιτροπή παρέλειψε, κατά την προσφεύγουσα, να λάβει υπόψη της ότι η απαλλαγή υπάγεται στη φύση και στη λογική του φορολογικού συστήματος της Ιρλανδίας και επομένως δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.

Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν ανέλυσε επαρκώς τις σχετικές αγορές και την ανταγωνιστική τους διάρθρωση. Υπό περιστάσεις υπό τις οποίες η Επιτροπή είχε προγενέστερα δεχθεί ότι δεν υπήρχε στρέβλωση του ανταγωνισμού και συνεκτιμώντας το γεγονός ότι το Συμβούλιο είχε επιτρέψει τις απαλλαγές μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι εναπέκειτο στην Επιτροπή να αποδείξει ότι διεξήγαγε επισταμένη οικονομική ανάλυση για το αν υφίστατο απειλή στρεβλώσεως του ανταγωνισμού. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ως εκ τούτου ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η απαλλαγή αποτελούσε ενίσχυση.

Τρίτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι ακόμη και αν η απαλλαγή θεωρηθεί ως ενίσχυση, η Επιτροπή εσφαλμένως δεν εξέτασε την εν λόγω ενίσχυση ως υφιστάμενη ενίσχυση εμπίπτουσα στο άρθρο 88, παράγραφος 1, ΕΚ. Η ενίσχυση αποτελούσε αντικείμενο δεσμευτικής υποχρεώσεως αναληφθείσας πριν από την προσχώρηση της Ιρλανδίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, που κοινοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1983. Εφόσον η Επιτροπή δεν ενήργησε έως τις 17 Ιουλίου 2000, παρήλθε η δεκαετής προθεσμία και επομένως δεν μπορεί να ζητηθεί η ανάκτηση. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επομένως ότι η ενίσχυση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «καθεστώς ενισχύσεων».

Τέταρτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της το συνολικό κεκτημένο σε θέματα εναρμόνισης των ειδικών φόρων κατανάλωσης, προκειμένου να καθορίσει αν και πως θα ασκήσει τις εξουσίες της δυνάμει των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ περί κρατικών ενισχύσεων. Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ασφαλείας δικαίου καθόσον αναιρεί τις εγκρίσεις που χορήγησε το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 93 ΕΚ, βάσει προτάσεως της Επιτροπής. Επιπλέον, η Επιτροπή φέρεται ότι δεν έλαβε υπόψη της ότι τα μέτρα που έλαβε το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 93 ΕΚ αποτελούν lex specialis ο οποίος υπερισχύει της εφαρμογής των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, η Επιτροπή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τις διαδικασίες που διαθέτει βάσει του άρθρου 8 της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ για να επιλύσει ζητήματα κρατικών ενισχύσεων ή άλλα ζητήματα, ή να επιδιώξει πράγματι την ακύρωση των συναφών αποφάσεων του Συμβουλίου και, επομένως, υπονόμευσε το ωφέλιμο αποτέλεσμα των μέτρων του Συμβουλίου.

Πέμπτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλειψε να λάβει υπόψη τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 157 ΕΚ, να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της κοινοτικής βιομηχανίας και να εξασφαλίσει την ύπαρξη των απαραιτήτων συναφών προϋποθέσεων.

Έκτον, η Επιτροπή, συνάγοντας ότι το 20 % της απαλλαγής συνιστούσε ενίσχυση, παρέλειψε να εκτιμήσει ορισμένες περιβαλλοντικές υποχρεώσεις και να λάβει υπόψη της μέτρα τα οποία θα είχαν το ίδιο κίνητρο με την υποχρέωση καταβολής ενός σημαντικού ποσοστού του εθνικού φόρου.

Έβδομον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας δικαίου.

Όγδοον, ο υπερβολικά μακρύς χρόνος της διαδικασίας βάσει του άρθρου 88(2) ΕΚ προσβάλλει τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και ασφαλείας δικαίου και το γεγονός αυτό επιτείνεται, κατά την προσφεύγουσα, διότι η Επιτροπή, πριν την κίνηση της διαδικασίας, παρέλειψε να αναλάβει δράση όσον αφορά την κοινοποιηθείσα ενίσχυση του 1983.