Υπόθεση T-341/07

Jose Maria Sison

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων στο πλαίσιο της καταστολής της τρομοκρατίας — Κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ και κανονισμός (ΕΚ) 2580/2001 — Προσφυγή ακυρώσεως — Προσαρμογή των αιτημάτων — Δικαστικός έλεγχος — Αιτιολογία — Προϋποθέσεις εφαρμογής κοινοτικού μέτρου περί δεσμεύσεως κεφαλαίων»

Απόφαση του Πρωτοδικείου (έβδομο τμήμα) της 30ής Σεπτεμβρίου 2009   II ‐ 3629

Περίληψη της αποφάσεως

  1. Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων ληφθείσα εις βάρος ορισμένων προσώπων και οντοτήτων κατά των οποίων υπάρχουν υπόνοιες τρομοκρατικών δραστηριοτήτων

    (Άρθρο 253 ΕΚ· κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 6· κανονισμός 2580/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 3)

  2. Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας – Λόγος ακυρώσεως αυτοτελής προς τον αφορώντα την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως

    (Άρθρα 230 ΕΚ και 253 ΕΚ)

  3. Ευρωπαϊκή Ένωση – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας – Eιδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων

    (Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 4· κανονισμός 2580/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 3)

  4. Ευρωπαϊκή Ένωση – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας – Eιδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων

    (Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, πρώτη αιτιολογική σκέψη και άρθρο 1 § 4· κανονισμός 2580/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 3)

  5. Ευρωπαϊκή Ένωση – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας – Eιδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων

    (Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 §§ 4 και 6· κανονισμός 2580/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 3)

  1.  Τόσο η αιτιολογία αρχικής αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων όσο και η αιτιολογία των μεταγενεστέρων αποφάσεων πρέπει να αφορά όχι μόνον τις νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής του κανονισμού 2580/2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και ειδικότερα την ύπαρξη εθνικής αποφάσεως αρμόδιας αρχής, αλλά και τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο εκτιμά, στο πλαίσιο ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας του εκτιμήσεως, ότι πρέπει να ληφθεί εις βάρος του ενδιαφερομένου το μέτρο της δεσμεύσεως κεφαλαίων.

    Εξάλλου, από το άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, στο οποίο παραπέμπει επίσης το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, προκύπτει ότι οι επακόλουθες αποφάσεις περί δεσμεύσεως κεφαλαίων εκδίδονται μετά από επανεξέταση της καταστάσεως του ενδιαφερομένου, για να διασφαλίζεται ότι η διατήρησή του στον επίδικο κατάλογο εξακολουθεί να δικαιολογείται, ενδεχομένως, βάσει νέων πληροφοριακών ή αποδεικτικών στοιχείων. Ωστόσο, όταν η αιτιολογία μεταγενέστερης αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων είναι κατ’ ουσίαν η ίδια με αυτήν που προβλήθηκε με προηγούμενη απόφαση, μπορεί να αρκεί απλή σχετική δήλωση, ιδίως όταν ο ενδιαφερόμενος είναι ομάδα ή οντότητα.

    Συναφώς, η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που έχει το Συμβούλιο ως προς τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη για τη λήψη ή τη διατήρηση σε ισχύ μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων καλύπτει την αξιολόγηση της απειλής την οποία εξακολουθεί να συνιστά ένα πρόσωπο ή μια οργάνωση που διέπραξε κατά το παρελθόν τρομοκρατικές πράξεις, παρά την αναστολή των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων της κατά μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να απαιτείται από το Συμβούλιο να επεξηγεί λεπτομερέστερα τους λόγους για τους οποίους η δέσμευση των κεφαλαίων του προσφεύγοντος συντελεί, συγκεκριμένα, στην καταστολή της τρομοκρατίας ή να αποδεικνύει ότι ο ενδιαφερόμενος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα κεφάλαιά του για να τελέσει ή να διευκολύνει τρομοκρατικές πράξεις στο μέλλον.

    (βλ. σκέψεις 60-62, 65-66)

  2.  Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως. Επομένως, η αμφισβήτηση του βασίμου της αιτιολογίας αυτής δεν μπορεί να εξετασθεί στο στάδιο του ελέγχου της τηρήσεως της απορρέουσας από το άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως.

    (βλ. σκέψη 67)

  3.  Στο πλαίσιο της εκδόσεως αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, δυνάμει του κανονισμού 2580/2001 και της κοινής θέσεως 2001/931, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, το Συμβούλιο αποστέλλει στα πρόσωπα τα οποία αφορά η απόφαση αυτή την αιτιολογική έκθεσή της. Εφόσον το Συμβούλιο παραπέμπει, με την εν λόγω αιτιολογική έκθεση, σε πλείονες εθνικές αποφάσεις ως προς τις οποίες θα μπορούσε εκ προοιμίου να λεχθεί ότι ελήφθησαν από αρμόδιες αρχές, υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της εν λόγω κοινής θέσεως, και ισχυρίζεται στη συνέχεια με το υπόμνημα αντικρούσεως και επιβεβαιώσει κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι μόνον ορισμένες από τις εν λόγω εθνικές αποφάσεις ελήφθησαν ως βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, υπό το πρίσμα της τελευταίας διατάξεως, οι εξηγήσεις αυτές ισοδυναμούν με δικαστική ομολογία η οποία πρέπει να ωφελήσει τον προσφεύγοντα, δεδομένου ότι δεν είναι προδήλως ασυμβίβαστες με το καθαυτό περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων.

    (βλ. σκέψεις 100-103)

  4.  Για τον προσδιορισμό του περιεχομένου μιας διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να συνεκτιμώνται το γράμμα της, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί της. Λαμβανομένων υπόψη τόσο του γράμματος, του πλαισίου και των σκοπών των σχετικών διατάξεων της κοινής θέσεως 2001/931, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (βλ., ειδικότερα, την αιτιολογική σκέψη 1 της εν λόγω κοινής θέσεως), και του κανονισμού 2580/2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, όσο και του μείζονος ρόλου των εθνικών αρχών στη διαδικασία δεσμεύσεως κεφαλαίων του άρθρου 2, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, απόφαση αφορώσα την «έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως» πρέπει, για να μπορεί να την επικαλεσθεί βασίμως το Συμβούλιο, να εντάσσεται στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας σκοπούσας αμέσως και κυρίως στην επιβολή προληπτικού ή κατασταλτικού μέτρου στον ενδιαφερόμενο, προκειμένου να κατασταλεί η τρομοκρατία και λόγω της αναμίξεώς του σ’ αυτή. Δεν ανταποκρίνεται στην επιταγή αυτή απόφαση μιας εθνικής δικαστικής αρχής η οποία κρίνει μόνον επικουρικώς και παρεμπιπτόντως επί της ενδεχόμενης αναμίξεως του ενδιαφερομένου σε μια τέτοια δραστηριότητα, στο πλαίσιο μιας διαφοράς αφορώσας, επί παραδείγματι, αστικού χαρακτήρα δικαιώματα και υποχρεώσεις

    (βλ. σκέψεις 110-111)

  5.  Όταν το Συμβούλιο σκοπεύει να λάβει ή να διατηρήσει σε ισχύ, κατόπιν επανεξετάσεως, ένα μέτρο περί δεσμεύσεως κεφαλαίων δυνάμει του κανονισμού 2580/2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, βάσει εθνικής αποφάσεως αφορώσας την «έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως» λόγω τρομοκρατικής ενέργειας, δεν μπορεί να αγνοήσει τις εξελίξεις που ακολούθησαν τις εν λόγω ανακριτικές πράξεις ή την ποινική δίωξη. Συγκεκριμένα, είναι δυνατόν ανακρίσεις διεξαγόμενες από την αστυνομία ή από τις υπηρεσίες ασφαλείας να περατωθούν χωρίς να υπάρξει συνέχεια ενώπιον δικαστηρίου, λόγω του ότι στο πλαίσιο των ανακρίσεων αυτών δεν προέκυψαν επαρκείς αποδείξεις, ή η δικαστική εξέταση της υποθέσεως μπορεί να καταλήξει σε κατάργηση της δίκης για τους ίδιους λόγους. Ομοίως, απόφαση περί ασκήσεως ποινικής διώξεως μπορεί να καταλήξει στην παύση της εν λόγω ποινικής διώξεως ή σε αθώωση στο πλαίσιο ποινικής δίκης. Θα ήταν ανεπίτρεπτο να μη λαμβάνει το Συμβούλιο υπόψη του τα στοιχεία αυτά, τα οποία αποτελούν μέρος του συνόλου των συναφών στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση της καταστάσεως. Διαφορετική απόφαση θα ισοδυναμούσε με απονομή στο Συμβούλιο και στα κράτη μέλη της υπέρμετρης εξουσία να δεσμεύουν επ’ αόριστο τα κεφάλαια ενός προσώπου, χωρίς κανένα δικαστικό έλεγχο και ανεξαρτήτως της εκβάσεως των ενδίκων διαδικασιών που ενδεχομένως κινούνται.

    (βλ. σκέψη 116)