ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 29ης Μαρτίου 2012 ( *1 )

«Γεωργία — Κοινή οργάνωση των αγορών — Απαιτούμενα μέτρα λόγω της προσχωρήσεως νέων κρατών μελών — Πράξη Προσχωρήσεως του 2003 — Προσδιορισμός πλεοναζόντων αποθεμάτων γεωργικών προϊόντων πλην της ζάχαρης και δημοσιονομικές επιπτώσεις της εξαλείψεώς τους — Σκοπός τον οποίο επιδιώκει διάταξη του πρωτογενούς δίκαιου — Απόφαση 2007/361/ΕΚ»

Στην υπόθεση T-262/07,

Δημοκρατία της Λιθουανίας, εκπροσωπούμενη από τους D. Kriaučiūnas, E. Matulionytė και R. Krasuckaitė,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

τη Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον T. Nowakowski, στη συνέχεια, από τον M. Dowgielewicz και, τέλος, από τους M. Szpunar, B. Majczyna και D. Krawczyk,

και από

τη Σλοβακική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον J. Čorba, στη συνέχεια, από την B. Ricziová,

παρεμβαίνουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τις Ε. Τσερέπα-Lacombe και A. Steiblytė,

καθής,

με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως 2007/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 4ης Μαΐου 2007, για τον προσδιορισμό πλεοναζόντων αποθεμάτων γεωργικών προϊόντων άλλων από τη ζάχαρη και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της εξάλειψής τους σε σχέση με την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας (ΕΕ L 138, σ. 14),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Truchot, πρόεδρο, M. E. Martins Ribeiro και H. Kanninen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Απριλίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1

Στο πλαίσιο της διευρύνσεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία κατέληξε στην προσχώρηση, την 1η Μαΐου 2004, της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Δημοκρατίας της Κύπρου, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας (στο εξής: νέα κράτη μέλη) στην Ένωση (στο εξής: προσχώρηση), η Ένωση και τα νέα κράτη μέλη κίνησαν διαπραγματεύσεις για πολλά θέματα, τα οποία περιελήφθησαν σε διάφορα κεφάλαια της διαπραγματεύσεως. Η διαπραγμάτευση στο πλαίσιο του κεφαλαίου για τη γεωργία αφορούσε κυρίως τη νομική κατάσταση των αποθεμάτων γεωργικών προϊόντων τα οποία βρίσκονταν σε ελεύθερη κυκλοφορία στο έδαφος των νέων κρατών μελών κατά την ημερομηνία προσχωρήσεως και υπερέβαιναν την ποσότητα που μπορούσε να θεωρηθεί κανονικό απόθεμα εκ μεταφοράς (στο εξής: πλεονάζοντα αποθέματα).

2

Το ζήτημα αυτό διέπεται, δυνάμει του άρθρου 22 της πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση των νέων κρατών μελών και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2003, L 236, σ. 39, στο εξής: Πράξη Προσχωρήσεως), από το σημείο 4 του παραρτήματος IV της Πράξεως Προσχωρήσεως (ΕΕ 2003, L 236, σ. 798), το οποίο ορίζει τα εξής:

«[…]

2.   Τα αποθέματα [γεωργικών] προϊόντων, ιδιωτικά και δημόσια, τα οποία την ημερομηνία Προσχωρήσεως βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία στο έδαφος των νέων κρατών μελών και τα οποία υπερβαίνουν την ποσότητα η οποία μπορεί να θεωρηθεί κανονικό απόθεμα εκ μεταφοράς πρέπει να καταστρέφονται με επιβάρυνση των νέων κρατών μελών.

Η έννοια του “κανονικού αποθέματος εκ μεταφοράς” ορίζεται για κάθε προϊόν με βάση τα κριτήρια και τους στόχους που ισχύουν ειδικά για κάθε κοινή οργάνωση αγοράς.

[…]

4.   Η Επιτροπή θέτει σε εφαρμογή και επιβάλλει τις ανωτέρω περιγραφείσες ρυθμίσεις […]».

3

Στις 4 Μαΐου 2007, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε, βάσει του παραρτήματος IV, σημείο 4, παράγραφος 4, της Πράξεως Προσχωρήσεως, την απόφαση 2007/361/ΕΚ για τον προσδιορισμό πλεοναζόντων αποθεμάτων γεωργικών προϊόντων άλλων από τη ζάχαρη και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της εξάλειψής τους σε σχέση με την προσχώρηση των νέων κρατών μελών (ΕΕ L 138, σ. 14, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

4

Με τις αιτιολογικές σκέψεις 11 και 12 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέθετε τα εξής:

«Η πιο ενδεδειγμένη μέθοδος για τον υπολογισμό των δημοσιονομικών επιπτώσεων των πλεοναζόντων αποθεμάτων, σύμφωνα με τους σκοπούς του [παραρτήματος IV, κεφάλαιο 4, παράγραφος 2, της Πράξης Προσχωρήσεως], θα πρέπει να συνίσταται σε μια αξιολόγηση του κόστους της διάθεσης των αποθεμάτων αυτών σε κάθε σχετικό τομέα. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, το έτος που έπεται της προσχώρησης, χορηγήθηκαν επιστροφές κατά την εξαγωγή για προϊόντα, είναι σκόπιμο να προσδιοριστούν οι δημοσιονομικές επιπτώσεις βάσει της διαφοράς μεταξύ των επιπέδων εσωτερικών και εξωτερικών τιμών, η οποία αντικατοπτρίζεται από τη μέση επιστροφή κατά την εξαγωγή κατά τη διάρκεια της δωδεκάμηνης περιόδου αμέσως μετά την προσχώρηση.

Όσον αφορά προϊόντα τα οποία δεν είναι επιλέξιμα για επιστροφές κατά την εξαγωγή […] είναι σκόπιμο, σε μια προσέγγιση ισοδυναμίας, να ληφθούν ως βάση οι διαφορές επιπέδων μεταξύ των μέσων εσωτερικών και εξωτερικών τιμών. Λαμβανομένου υπόψη του χρονικά περιορισμένου χαρακτήρα των δημοσιονομικών επιπτώσεων που προκύπτουν από τη σύσταση πλεοναζόντων αποθεμάτων διαφόρων γεωργικών προϊόντων σε ορισμένα νέα κράτη μέλη, τα σχετικά κράτη μέλη πρέπει να καταβάλουν τα αντίστοιχα ποσά στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Είναι σκόπιμο να οριστεί η ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να πραγματοποιηθούν οι πληρωμές αυτές.»

5

Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Οι ποσότητες γεωργικών προϊόντων οι οποίες την ημερομηνία προσχώρησης βρίσκονταν σε ελεύθερη κυκλοφορία στα νέα κράτη μέλη, και οι οποίες υπερβαίνουν τις ποσότητες που μπορούσαν να θεωρηθούν κανονικό απόθεμα εκ μεταφοράς την 1η Μαΐου 2004, και τα ποσά που πρέπει να καταλογιστούν στα νέα κράτη μέλη για την κάλυψη του κόστους εξάλειψης των εν λόγω ποσοτήτων καθορίζονται στο παράρτημα.

Άρθρο 2

1.   Τα ποσά που καθορίζονται στο παράρτημα θεωρούνται ως έσοδα για τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

2.   Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να καταβάλουν στον κοινοτικό προϋπολογισμό τα ποσά αυτά που καθορίζονται στο παράρτημα σε τέσσερις ίσες δόσεις. Η πρώτη δόση καταβάλλεται το αργότερο την τελευταία ημέρα του δεύτερου μήνα που έπεται της ημερομηνίας κοινοποίησης της παρούσας απόφασης στο σχετικό νέο κράτος μέλος. Οι επόμενες δόσεις καταβάλλονται έως τις 31 Μαΐου 2008, τις 31 Μαΐου 2009 και τις 31 Μαΐου 2010 αντίστοιχα.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Τσεχική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Εσθονίας, τη Δημοκρατία της Κύπρου, τη Δημοκρατία της Λεττονίας, τη Δημοκρατία της Λιθουανίας, τη Δημοκρατία της Μάλτας, τη Δημοκρατία της Πολωνίας, τη Δημοκρατία της Σλοβενίας και τη [Σλοβακική Δημοκρατία].»

6

Οι ποσότητες και τα ποσά του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορούν τα εννέα νέα κράτη μέλη του άρθρου 3 της αποφάσεως αυτής καθορίστηκαν στο παράρτημα της αποφάσεως αυτής. Όσον αφορά τη Δημοκρατία της Λιθουανίας, ορίσθηκαν ως εξής:

Ομάδα προϊόντων

Ποσότητες σε τόνους

Ποσό σε χιλιάδες ευρώ

Γάλα

2 804

2 971

Φρούτα

658

180

Ρύζι

569

30

Σύνολο

 

3 181

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

7

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 13 Ιουλίου 2007, η Δημοκρατία της Λιθουανίας άσκησε, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

8

Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 24 και 29 Οκτωβρίου 2007 αντιστοίχως, η Σλοβακική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Πολωνίας ζήτησαν να παρέμβουν στην υπόθεση προς στήριξη των αιτημάτων της Δημοκρατίας της Λιθουανίας και το αίτημα αυτό έγινε δεκτό με διάταξη του προέδρου του πρώτου τμήματος του Πρωτοδικείου στις 18 Ιανουαρίου 2008.

9

Η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Σλοβακική Δημοκρατία κατέθεσαν υπόμνημα παρεμβάσεως στις 29 Φεβρουαρίου και στις 6 Μαρτίου 2008 αντιστοίχως. Στις 20 Ιουνίου 2008, η Δημοκρατία της Λιθουανίας υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί των ανωτέρω υπομνημάτων. Στις 2 και στις 23 Ιουλίου 2008, η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως της Σλοβακικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

10

Η σύνθεση των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου μεταβλήθηκε και ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο τμήμα στο οποίο ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

11

Στις 10 Μαρτίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο υπέβαλε στους διαδίκους γραπτές ερωτήσεις, στις οποίες αυτοί απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

12

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

13

Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Απριλίου 2011.

14

Η Δημοκρατία της Λιθουανίας, υποστηριζόμενη από τη Δημοκρατία της Πολωνίας και τη Σλοβακική Δημοκρατία, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση ή, επικουρικώς, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που αφορά τη Δημοκρατία της Λιθουανίας·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

15

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Λιθουανίας στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

16

Τα επιχειρήματα της Δημοκρατίας της Λιθουανίας μπορούν, κατ’ ουσία, να διακριθούν σε επτά λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι στηρίζονται, πρώτον, σε αναρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και παράβαση του παραρτήματος IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως, δεύτερον, χρήση εσφαλμένης νομικής βάσεως και υπέρβαση της προθεσμίας του άρθρου 41 της Πράξεως Προσχωρήσεως, τρίτον, παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, τέταρτον, παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, πέμπτον, παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της χρηστής διοικήσεως, έκτον, ανεπαρκή αιτιολογία και, έβδομον, πρόδηλες πλάνες εκτιμήσεως.

17

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η Δημοκρατία της Λιθουανίας υποστηρίζει, κατ’ ουσία, ότι το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 4, της Πράξεως Προσχωρήσεως, το οποίο αποτελεί τη νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να επιβάλει στα νέα κράτη μέλη την υποχρέωση καταβολής στον κοινοτικό προϋπολογισμό των χρηματικών ποσών που προβλέπει η απόφαση αυτή.

18

Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 2 ανωτέρω, το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 4, της Πράξεως Προσχωρήσεως προβλέπει ότι η Επιτροπή θέτει σε εφαρμογή και επιβάλλει τις ρυθμίσεις του παραρτήματος IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της εν λόγω πράξεως. Οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν, συνεπώς, στην Επιτροπή την υποχρέωση να θεσπίσει ένα σύστημα το οποίο να διασφαλίζει την καταστροφή, με επιβάρυνση των νέων κρατών μελών, των υφισταμένων στο έδαφός τους, κατά την ημερομηνία προσχωρήσεώς τους, πλεοναζόντων αποθεμάτων.

19

Η Δημοκρατία της Λιθουανίας δεν αμφισβητεί αυτή καθαυτή την εξουσία της Επιτροπής να λάβει μέτρα για την εφαρμογή του παραρτήματος IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως, αλλά εκτιμά ότι η μέθοδος που επέλεξε η Επιτροπή για τον σκοπό αυτό είναι αντίθετη προς τη διάταξη αυτή.

20

Κατά τη Δημοκρατία της Λιθουανίας, η επίμαχη διάταξη θεσπίζει κυρίως την υποχρέωση των νέων κρατών μελών να καταστρέψουν τα πλεονάζοντα αποθέματά τους με δική τους επιβάρυνση. Για τον σκοπό αυτό παρασχέθηκαν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες, οι οποίες συνίστανται, ιδίως, στην εξουσία καθορισμού της έννοιας του «κανονικού αποθέματος εκ μεταφοράς», των μεθόδων υπολογισμού των μεταφερομένων αποθεμάτων και των κανόνων παρακολουθήσεως της καταστροφής τους. Όμως, τα χρηματικά ποσά που προβλέπει η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορούσαν να επιβληθούν στο πλαίσιο ασκήσεως των εν λόγω εκτελεστικών αρμοδιοτήτων και είχαν τον χαρακτήρα κυρώσεων, καθόσον δεν αντιστάθμιζαν ζημία που υπέστη η Κοινότητα ή οι φορείς της. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει την ύπαρξη ζημίας. Ο κυρωτικός χαρακτήρας ήταν ιδιαιτέρως πρόδηλος στην περίπτωση των γεωργικών προϊόντων που δεν παρείχαν δικαίωμα επιστροφών κατά την εξαγωγή.

21

Η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Σλοβακική Δημοκρατία συντάσσονται με την άποψη της Δημοκρατίας της Λιθουανίας. Προσθέτουν δε ότι το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως θεσπίζει την υποχρέωση «φυσικής» καταστροφής των πλεοναζόντων αποθεμάτων.

22

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως δεν διευκρινίζει τον τρόπο εξαλείψεως των πλεοναζόντων αποθεμάτων. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή συνάδει με κάθε είδους προβλεπόμενη εξάλειψη, συμπεριλαμβανομένης της απορροφήσεως απλώς των πλεοναζόντων αποθεμάτων από την αγορά. Μια τέτοια απορρόφηση επάγεται συγκεκριμένα, αλλά μη δυνάμενα να προσδιοριστούν ποσοτικώς οικονομικά αποτελέσματα, τα οποία πρέπει να θεωρηθούν ως το κόστος εξαλείψεως των πλεοναζόντων αποθεμάτων. Στο παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως πρέπει, συνεπώς, να δοθεί η ερμηνεία ότι η Επιτροπή οφείλει να υπολογίζει ορθολογικώς το κόστος αυτό και να διασφαλίζει ότι τα νέα κράτη μέλη θα φέρουν το εν λόγω κόστος διά της καταβολής χρηματικών ποσών στον κοινοτικό προϋπολογισμό.

23

Επιβάλλεται, ως εκ τούτου, η διαπίστωση ότι η άποψη της προσφεύγουσας στην υπό κρίση υπόθεση διαφέρει ουσιωδώς από την άποψη της Επιτροπής σχετικά με τα μέτρα που αυτή δύναται να λαμβάνει για την εφαρμογή του παραρτήματος IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως.

24

Προκειμένου να εξεταστεί η επιχειρηματολογία των διαδίκων σχετικά με τη συμβατότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως με το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως, πρέπει καταρχάς να εκτεθούν τα διάφορα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τα υφιστάμενα στο έδαφος των νέων κρατών μελών, κατά την ημερομηνία προσχωρήσεως, πλεονάζοντα αποθέματα.

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως

25

Το άρθρο 2, παράγραφος 3, της Συνθήκης μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου, του Βασιλείου της Δανίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Ελληνικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιρλανδίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, του Βασιλείου της Σουηδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας (κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), και των νέων κρατών μελών, για την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 236, σ. 17, στο εξής: Συνθήκη Προσχωρήσεως), που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2003, προβλέπει ότι τα όργανα της Ένωσης μπορούν, πριν από την προσχώρηση, να θεσπίσουν, μεταξύ άλλων, τα μέτρα του άρθρου 41 και του παραρτήματος IV της Πράξεως Προσχωρήσεως. Το άρθρο 41, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω πράξεως ορίζει ότι τα μεταβατικά μέτρα που απαιτούνται για να διευκολυνθεί η μετάβαση από το καθεστώς που εφαρμόζεται σήμερα στα νέα κράτη μέλη στο καθεστώς που προκύπτει από την εφαρμογή της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ) υπό τους όρους που προβλέπονται στην πράξη αυτή μπορούν να ληφθούν από την Επιτροπή εντός τριετίας από την ημερομηνία προσχωρήσεως, και η εφαρμογή τους περιορίζεται μόνον εντός της περιόδου αυτής.

26

Στις 10 Νοεμβρίου 2003, η Επιτροπή εξέδωσε, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, της Συνθήκης Προσχωρήσεως και του άρθρου 41, πρώτο εδάφιο, της Πράξεως Προσχωρήσεως, τον κανονισμό (ΕΚ) 1972/2003 για τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων όσον αφορά τις συναλλαγές γεωργικών προϊόντων λόγω της προσχωρήσεως των νέων κρατών μελών (ΕΕ L 293, σ. 3).

27

Από την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι επιβάλλεται η θέσπιση μεταβατικών μέτρων προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος εκτροπής της ροής του εμπορίου που θα μπορούσε να θίξει την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών, ως συνέπεια της προσχωρήσεως. Η τρίτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού επισημαίνει ότι οι εκτροπές αυτές αφορούν συχνά προϊόντα τα οποία μετακινούνται πλασματικά ενόψει της διευρύνσεως, ενώ δεν αποτελούν μέρος των κανονικών αποθεμάτων του οικείου κράτους, αλλά και ότι τα πλεονάζοντα αποθέματα μπορούν, επίσης, να προέρχονται από την εθνική παραγωγή. Τέλος, διευκρινίζεται ότι, για τους ως άνω λόγους, στα πλεονάζοντα αποθέματα που βρίσκονται στα νέα κράτη μέλη πρέπει να επιβάλλονται επιβαρύνσεις αποτρεπτικού χαρακτήρα.

28

Το άρθρο 4 του κανονισμού 1972/2003, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) 735/2004 της Επιτροπής, της 20ής Απριλίου 2004 (ΕΕ L 114, σ. 13), προβλέπει ένα σύστημα επιβολής επιβαρύνσεων στα πλεονάζοντα αποθέματα ορισμένων γεωργικών προϊόντων που βρίσκονται σε κυκλοφορία στο έδαφος των νέων κρατών μελών κατά την ημερομηνία προσχωρήσεως. Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι, με την επιφύλαξη του παραρτήματος IV, σημείο 4, της Πράξεως Προσχωρήσεως, και εφόσον δεν εφαρμόζεται αυστηρότερη νομοθεσία σε εθνικό επίπεδο, τα νέα κράτη μέλη επιβάλλουν επιβαρύνσεις στους κατόχους τέτοιων αποθεμάτων. Το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1972/2003, όπως έχει τροποποιηθεί, προβλέπει το ποσό της εν λόγω επιβαρύνσεως και ορίζει ότι τα έσοδα που προκύπτουν από αυτή αποδίδονται στον εθνικό προϋπολογισμό του οικείου νέου κράτους μέλους. Τέλος, το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού περιέχει για κάθε νέο κράτος μέλος χωριστό κατάλογο των γεωργικών προϊόντων στα οποία επιβάλλεται η ανωτέρω επιβάρυνση.

29

Δυνάμει των μέτρων που προβλέπει ο κανονισμός 1972/2003, οι κάτοχοι πλεοναζόντων αποθεμάτων πολλών άλλων γεωργικών προϊόντων πλην της ζάχαρης στα νέα κράτη μέλη ενημερώθηκαν, συνεπώς, ότι μετά την προσχώρηση ήταν υπόχρεοι καταβολής επιβαρύνσεως ανάλογης προς την ποσότητα των πλεοναζόντων αποθεμάτων τους.

30

Καίτοι τα μέτρα που προβλέπει ο κανονισμός 1972/2003 δεν σκοπούν άμεσα στην εξάλειψη των πλεονασμάτων που προβλέπει το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως, υπάρχει, όπως υποστηρίζει η Δημοκρατία της Λιθουανίας, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των μέτρων αυτών και της εν λόγω διατάξεως. Συγκεκριμένα, η επιβολή της ανωτέρω επιβαρύνσεως μετριάζει το βάρος της υποχρεώσεως εξαλείψεως των πλεονασμάτων που προβλέπει το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως. Αφενός, η θέσπιση της επιβαρύνσεως θα μπορούσε να αποθαρρύνει τη δημιουργία πλεοναζόντων αποθεμάτων από τους εμπόρους των νέων κρατών μελών, γεγονός το οποίο θα συντελούσε, καταρχήν, στη μείωση των ποσοτήτων που θα έπρεπε τελικώς να εξαλειφθούν μετά την προσχώρηση. Αφετέρου, οι προερχόμενοι από την ανωτέρω επιβάρυνση πόροι θα μπορούσαν να παράσχουν στα εν λόγω κράτη μέλη πρόσθετα έσοδα και, να μειώσουν, συνεπώς, το πραγματικό κόστος της υποχρεώσεώς τους να εξαλείψουν τα αποθέματα αυτά με δικές τους δαπάνες.

31

Στις 14 Ιανουαρίου 2004, η Επιτροπή εξέδωσε, επίσης βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, της Συνθήκης Προσχωρήσεως και του άρθρου 41, πρώτο εδάφιο, της Πράξεως Προσχωρήσεως, τον κανονισμό (ΕΚ) 60/2004 για τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων στον τομέα της ζάχαρης λόγω της προσχωρήσεως των νέων κρατών μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 9, σ. 8).

32

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 60/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 651/2005 της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 2005 (ΕΕ L 108, σ. 3), ορίζει ότι η Επιτροπή καθορίζει το αργότερο έως τις 31 Μαΐου 2005 την ποσότητα ζάχαρης στη φυσική της κατάσταση ή υπό μορφή μεταποιημένων προϊόντων, ισογλυκόζης και φρουκτόζης που υπερβαίνει την ποσότητα η οποία θεωρείται ως κανονικό απόθεμα μεταφοράς, το οποίο υφίσταται στο έδαφος κάθε νέου κράτους μέλους (στο εξής: πλεόνασμα ζάχαρης) κατά την 1η Μαΐου 2004. Η διάταξη αυτή προβλέπει, επίσης, τον τρόπο καθορισμού του εν λόγω πλεονάσματος από την Επιτροπή.

33

Το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 60/2004, όπως έχει τροποποιηθεί, ορίζει ότι κάθε νέο κράτος μέλος ευρισκόμενο σε μια τέτοια κατάσταση διασφαλίζει την απομάκρυνση από την αγορά, χωρίς την παρέμβαση της Κοινότητας, ποσότητας ζάχαρης ή ισογλυκόζης, η οποία ισούται με το πλεόνασμα ζάχαρης που διαθέτει. Η απομάκρυνση μπορεί να γίνει, το αργότερο έως τις 30 Νοεμβρίου 2005, με εξαγωγή χωρίς επιστροφή από την Κοινότητα του εν λόγω πλεονάσματος, με χρήση του στον τομέα των καυσίμων, ή με μετουσίωσή του.

34

Κατά την παράγραφο 3 του ανωτέρω άρθρου, κάθε νέο κράτος μέλος πρέπει να διαθέτει την 1η Μαΐου 2004 ένα σύστημα για τον προσδιορισμό της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης στη φυσική της κατάσταση ή υπό μορφή μεταποιημένων προϊόντων, ισογλυκόζης ή φρουκτόζης, όσον αφορά τους κυριότερους ενδιαφερόμενους φορείς, το οποίο πρέπει να χρησιμοποιείται προκειμένου να εξαναγκάσει τους εν λόγω φορείς να απομακρύνουν από την αγορά με δικές τους δαπάνες ποσότητα ζάχαρης ή ισογλυκόζης που ισοδυναμεί με το πλεονάζον απόθεμά τους. Οι φορείς αυτοί οφείλουν να παρέχουν αποδείξεις ότι τα προϊόντα απομακρύνθηκαν από την αγορά. Στην αντίθετη περίπτωση, το νέο κράτος μέλος οφείλει να υποχρεώσει τους εν λόγω φορείς να καταβάλουν χρηματική εισφορά ανάλογη προς τη μη απομακρυνθείσα ποσότητα, η οποία αποδίδεται στον εθνικό προϋπολογισμό του.

35

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 60/2004, όπως έχει τροποποιηθεί, ορίζει ότι, το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2006, τα νέα κράτη μέλη οφείλουν να παράσχουν στην Επιτροπή αποδείξεις σχετικά με την απομάκρυνση από την αγορά του πλεονάσματός τους ζάχαρης. Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι κάθε νέο κράτος μέλος ευρισκόμενο σε μια τέτοια κατάσταση πρέπει να καταβάλει ποσό ανάλογο προς το μέρος του πλεονάσματός του ζάχαρης για την οποία δεν παρασχέθηκε εντός της ταχθείσας προθεσμίας καμία απόδειξη σχετικά με την απομάκρυνσή του από την αγορά. Το ποσό αυτό αποδίδεται στον κοινοτικό προϋπολογισμό και λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των εισφορών στην παραγωγή κατά την περίοδο εμπορίας 2004/2005.

36

Στις 31 Μαΐου 2005, η Επιτροπή υπολόγισε τα πλεονάζοντα αποθέματα ζάχαρης κάθε νέου κράτους μέλους εκδίδοντας τον κανονισμό (ΕΚ) 832/2005 για τον καθορισμό της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης, ισογλυκόζης και φρουκτόζης για τα νέα κράτη μέλη (ΕΕ L 138, σ. 3). Το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού καθόρισε την ποσότητα ζάχαρης που έπρεπε να απομακρυνθεί από την κοινοτική αγορά για καθένα από τα πέντε νέα κράτη μέλη για τα οποία είχε τελικώς διαπιστωθεί η ύπαρξη πλεονάσματος ζάχαρης.

37

Δυνάμει των μέτρων που προβλέπουν οι κανονισμοί 60/2004 και 832/2005, τα εν λόγω πέντε νέα κράτη μέλη όφειλαν, συνεπώς, να μεριμνήσουν για την απομάκρυνση από την αγορά των πλεονασμάτων ζάχαρης που διέθεταν ή, στην αντίθετη περίπτωση, να καταβάλουν ορισμένο χρηματικό ποσό στον κοινοτικό προϋπολογισμό, το οποίο θα λαμβανόταν υπόψη για τον υπολογισμό ορισμένων εισφορών που έπρεπε να καταβληθούν από τους παραγωγούς της Ένωσης.

Ως προς τη συμβατότητα του μηχανισμού «εξαλείψεως » που προβλέπει η προσβαλλόμενη απόφαση με το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως

Ως προς το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως

38

Λαμβανομένου υπόψη του γενικού πλαισίου των ανωτέρω εκτιθέμενων διατάξεων που θεσπίστηκαν και μέτρων που ελήφθησαν για τη διαχείριση των πλεονασμάτων στο πλαίσιο της προσχωρήσεως, πρέπει να εξεταστεί η επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν οι διάδικοι προκειμένου να κριθεί αν η μέθοδος εξαλείψεως που προβλέπει η προσβαλλόμενη απόφαση συνάδει προς το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως.

39

Από την επιχειρηματολογία των διαδίκων, η οποία συνοψίζεται στις σκέψεις 19 έως 22 ανωτέρω, προκύπτει ότι οι απόψεις τους διαφέρουν ιδίως όσον αφορά τη σημασία που πρέπει να αποδοθεί στον όρο «καταστρέφονται» [«éliminé» στη γαλλική γλώσσα], ο οποίος χρησιμοποιείται στο παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως.

40

Στο μέτρο που το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει κανένα ορισμό του όρου αυτού, ο καθορισμός της σημασίας και του περιεχομένου του πρέπει να γίνει με βάση το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου αυτός χρησιμοποιείται και σύμφωνα με το συνηθισμένο νόημά του στην καθομιλουμένη γλώσσα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Ιανουαρίου 1988, 349/85, Δανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 169, σκέψη 9, της 27ης Ιανουαρίου 2000, C-164/98 P, DIR International Film κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-447, σκέψη 26, και της 4ης Μαΐου 2006, C-431/04, Massachusetts Institute of Technology, Συλλογή 2006, σ. I-4089, σκέψη 17). Όσον αφορά τα γεωργικά προϊόντα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην καθομιλουμένη ο όρος που χρησιμοποιείται στο παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως σημαίνει «καταστρέφονται» ή «απομακρύνονται από την αγορά».

41

Επιπροσθέτως, τα γεωργικά προϊόντα που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία στο έδαφος των κρατών μελών προορίζονται για απορρόφηση από την αγορά. Κατά συνέπεια, η σαφής διατύπωση του παραρτήματος IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως, κατά την οποία τα πλεονάσματα πρέπει να καταστρέφονται δεν μπορεί να εκληφθεί ότι παραπέμπει στην απορρόφηση των πλεονασμάτων από την αγορά. Αν οι συντάκτες της Πράξεως Προσχωρήσεως είχαν τη βούληση να επιβάλουν στα νέα κράτη μέλη την υποχρέωση καταβολής στον κοινοτικό προϋπολογισμό ενός χρηματικού ποσού το οποίο θα προοριζόταν να καλύψει το κόστος της εν λόγω απορροφήσεως, θα είχαν ρητώς ορίσει ότι τα εν λόγω κράτη μέλη οφείλουν να καταβάλουν στον κοινοτικό προϋπολογισμό ορισμένο χρηματικό ποσό υπολογιζόμενο βάσει της ποσότητας των πλεονασμάτων τους.

42

Συναφώς, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η Επιτροπή δεν παρέπεμψε στις προπαρασκευαστικές εργασίες ή σε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι, κατά τη θέσπιση του παραρτήματος IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως, η βούληση των συντακτών της εν λόγω πράξεως ήταν να παρασχεθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να εφαρμόσει ένα σύστημα βάσει του οποίου η υποχρέωση εξαλείψεως των πλεονασμάτων για τα οποία κάνει λόγο η διάταξη αυτή θα μπορούσε να εκληφθεί ως απλή υποχρέωση καταβολής στον κοινοτικό προϋπολογισμό ορισμένου χρηματικού ποσού υπολογιζομένου βάσει της ποσότητας των εν λόγω πλεονασμάτων.

43

Το Γενικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο σκοπός του παραρτήματος IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως είναι ιδίως η αποφυγή, όσον αφορά τη ζάχαρη, διαταράξεως της εύρυθμης λειτουργίας των μηχανισμών που προβλέπει η κοινή οργάνωση της αγοράς ζάχαρης και, ειδικότερα, των διαταράξεων που έχουν επίπτωση στη διαμόρφωση των τιμών και προκαλούνται από τη μη φυσιολογική σώρευση ποσοτήτων ζάχαρης στα νέα κράτη μέλη πριν από την προσχώρησή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 2ας Οκτωβρίου 2009, T-324/05, Εσθονία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II-3681, σκέψη 119). Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως έχει τον ίδιο σκοπό, mutatis mutandis, και στην περίπτωση άλλων γεωργικών προϊόντων πλην της ζάχαρης.

44

Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η διάθεση στην εσωτερική αγορά κάθε υφισταμένου, κατά την ημερομηνία προσχωρήσεως, στο έδαφος ενός νέου κράτους μέλους πλεονάσματος γεωργικού προϊόντος μπορεί να επηρεάσει την τιμή του προϊόντος αυτού μετά την προσχώρηση. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που, υπό φυσιολογικές συνθήκες, η αύξηση της προσφοράς ενός προϊόντος συνεπάγεται τη μείωση της τιμής του, εφόσον η ζήτησή του παραμένει σταθερή, η τιμή που εισπράττουν οι παραγωγοί της Ένωσης μετά την προσχώρηση θα είναι οπωσδήποτε κατώτερη της τιμής που θα εισέπρατταν αν δεν είχε διατεθεί το επίμαχο πλεόνασμα.

45

Το γεγονός της εν λόγω επελθούσας διαταράξεως των μηχανισμών διαμορφώσεως των τιμών δεν σημαίνει, εντούτοις, ότι η τιμή των γεωργικών προϊόντων, για τα οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη πλεονασμάτων στο έδαφος των νέων κρατών μελών κατά την ημερομηνία προσχωρήσεως, θα είναι, μετά την 1η Μαΐου 2004, κατώτερη των τιμών που ίσχυαν πριν από την εν λόγω ημερομηνία. Θα μπορούσε να είναι και ανώτερη. Το επίπεδο των τιμών μετά την ημερομηνία προσχωρήσεως θα είναι απλώς κατώτερο από το επίπεδο που θα μπορούσε να επιτευχθεί, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή. Είναι, συνεπώς, άνευ σημασίας τα επιχειρήματα της Δημοκρατίας της Λιθουανίας και των παρεμβαινουσών, τα οποία στηρίζονται σε εκθέσεις ορισμένων ευρωπαϊκών οργάνων με σκοπό να αποδειχθεί ότι η ένταξη στην εσωτερική αγορά των επίμαχων αποθεμάτων και το ενδεχόμενο διαθέσεώς τους δεν είχαν ως αποτέλεσμα ούτε την πτώση των τιμών, ούτε τη διατάραξη των γεωργικών αγορών.

46

Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, οι συντάκτες της Πράξεως Προσχωρήσεως δεν μπορεί να αγνοούσαν ότι τα πλεονάσματα που υπήρχαν στο έδαφος των νέων κρατών μελών κατά την ημερομηνία προσχωρήσεως θα μπορούσαν να διαταράξουν τους μηχανισμούς διαμορφώσεως των τιμών από 1ης Μαΐου 2004, καθόσον η Πράξη Προσχωρήσεως δεν προβλέπει κανένα μηχανισμό δυνάμενο να διασφαλίσει την πλήρη εξάλειψη όλων των πλεοναζόντων αποθεμάτων το αργότερο έως τις 30 Απριλίου 2004 και το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της εν λόγω πράξεως ορίζει ότι τα πλεονάσματα είναι προϊόντα τα οποία βρίσκονται «σε ελεύθερη κυκλοφορία» από την ημερομηνία αυτή, με αποτέλεσμα να υπονοείται ότι τα εν λόγω προϊόντα μπορούν να διατεθούν αμέσως στην αγορά. Προκειμένου να διατηρηθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του παραρτήματος IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως, πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι ο σκοπός της διατάξεως αυτής δεν είναι μόνον η αποφυγή της διαταράξεως που οφείλεται στη διάθεση των πλεονασμάτων στην εσωτερική αγορά, αλλά και η εξάλειψη των επιπτώσεων που έχει η εν λόγω διατάραξη.

47

Από την ανωτέρω ανάλυση του παραρτήματος IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως, υπό το πρίσμα του πλαισίου της διατάξεως αυτής καθώς και του γράμματος και του σκοπού της, προκύπτει ότι οι ρυθμίσεις που η Επιτροπή οφείλει να θέσει σε εφαρμογή βάσει της παραγράφου 4 του ανωτέρω σημείου σκοπούν να διασφαλίσουν είτε την αποτροπή της διαταράξεως που οφείλεται στη διάθεση των εν λόγω πλεονασμάτων στην εσωτερική αγορά είτε την αντιστάθμιση των οικονομικών επιπτώσεων της εν λόγω διαταράξεως και την απομάκρυνση από την αγορά, βάσει του συστήματος αυτού, των πλεονασμάτων που υπάρχουν στο έδαφος των νέων κρατών μελών, κατά την 1η Μαΐου 2004, με δικές τους δαπάνες, ιδίως υφισταμένων εξαγωγής των πλεονασμάτων εκτός της εσωτερικής αγοράς ή υφισταμένων καταστροφής των εν λόγω πλεονασμάτων.

48

Τέλος, πρέπει να γίνει δεκτό, αφενός, ότι από το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως ουδόλως προκύπτει, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Δημοκρατία της Λιθουανίας, ότι τα νέα κράτη μέλη οφείλουν τα ίδια να εξαλείψουν τα πλεονάσματά τους και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή, όταν ασκεί τις αρμοδιότητες που της απονέμει η Πράξη Προσχωρήσεως στον τομέα της ΚΓΠ για την εκτέλεση των κανόνων που θέτει η εν λόγω πράξη, μπορεί να κληθεί να ενεργήσει κατά ευρεία διακριτική ευχέρεια, οπότε μόνον ο προδήλως δυσανάλογος χαρακτήρας ενός θεσπισθέντος στον τομέα αυτό μέτρου σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει το αρμόδιο θεσμικό όργανο μπορεί να θίξει τη νομιμότητα του εν λόγω μέτρου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 2ας Οκτωβρίου 2009, T-300/05 και T-316/05, Κύπρος κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 100). Συνεπώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί η συμβατότητα με το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως και ενός συστήματος δυνάμει του οποίου, αφενός, η Κοινότητα διασφαλίζει την καταστροφή ή την εξαγωγή εκτός της εσωτερικής αγοράς των πλεονασμάτων που υπάρχουν στο έδαφος των νέων κρατών μελών κατά την ημερομηνία προσχωρήσεως και, αφετέρου, το κόστος των εν λόγω ενεργειών μετακυλίεται ακολούθως στα νέα κράτη μέλη.

Ως προς την προσβαλλόμενη απόφαση

49

Πρέπει να παρατηρηθεί ότι το προβλεπόμενο από την προσβαλλόμενη απόφαση σύστημα εξαλείψεως των πλεονασμάτων άλλων γεωργικών προϊόντων πλην της ζάχαρης δεν στηρίζεται στην καταστροφή ή στην εξαγωγή εκτός της εσωτερικής αγοράς των αποθεμάτων αυτών. Πρόκειται για ένα σύστημα διά του οποίου τα πλεονάσματα μπορούν να ενταχθούν οριστικώς στην αγορά αυτή από 1ης Μαΐου 2004. Η υποχρέωση των νέων κρατών μελών να φέρουν τις δαπάνες εξαλείψεως των αποθεμάτων αυτών συνίσταται στην υποχρέωση απλώς καταβολής στον κοινοτικό προϋπολογισμό ορισμένου χρηματικού ποσού, το οποίο υπολογίζεται βάσει της ποσότητας του πλεονάσματος κάθε οικείου γεωργικού προϊόντος. Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, το εν λόγω χρηματικό ποσό υπολογίζεται, για κάθε προϊόν στο οποίο χορηγήθηκαν επιστροφές κατά την εξαγωγή το έτος που έπεται της προσχωρήσεως, πολλαπλασιάζοντας τη διαπιστωθείσα ποσότητα πλεονασμάτων με τη μέση επιστροφή κατά την εξαγωγή κατά τη διάρκεια του εν λόγω έτους. Στην περίπτωση προϊόντων που δεν είναι επιλέξιμα για τις εν λόγω επιστροφές, το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τη διαπιστωθείσα ποσότητα πλεονασμάτων με τη διαφορά μεταξύ της μέσης τιμής του οικείου προϊόντος στη διεθνή αγορά και της μέσης τιμής του προϊόντος αυτού στην εσωτερική αγορά (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω).

50

Τα προβλεπόμενα από την προσβαλλόμενη απόφαση χρηματικά ποσά αντανακλούν, συνεπώς, το κόστος που θα έφερε ο κοινοτικός προϋπολογισμός αν η Κοινότητα χρηματοδοτούσε την εξαγωγή των διαπιστωθέντων πλεονασμάτων εκτός της εσωτερικής αγοράς. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προβλέπει μια τέτοια εξαγωγή. Δεν ορίζει ότι τα πλεονάσματα εξήχθησαν με κοινοτική χρηματοδότηση, της οποίας το κόστος πρέπει να βαρύνει τα νέα κράτη μέλη. Από τη δικογραφία δεν προκύπτει αν πραγματοποιήθηκαν οι εν λόγω εξαγωγές ή αν ελήφθησαν άλλα μέτρα εξαλείψεως των πλεονασμάτων, ούτε αν τα ανωτέρω χρηματοδοτήθηκαν από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Τέλος, με τις απαντήσεις της στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει αν η διάθεση των επίμαχων πλεονασμάτων στην εσωτερική αγορά θα συνεπαγόταν ζημίες ή άμεσες δαπάνες σε βάρος του κοινοτικού προϋπολογισμού, οι οποίες θα μπορούσαν να εκληφθούν ως δαπάνες εξαλείψεως των εν λόγω πλεονασμάτων.

51

Κατά συνέπεια, τα χρηματικά ποσά που προβλέπει η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αντιπαροχή ή ανάληψη του κόστους ορισμένων ενεργειών εξαλείψεως στις οποίες προέβη η Κοινότητα. Πρόκειται απλώς για υποχρέωση καταβολής που βαρύνει τα νέα κράτη μέλη υπέρ της Κοινότητας.

52

Ακόμα και αν η Επιτροπή, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια όταν θέτει σε εφαρμογή το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως, δεν μπορεί να επιβάλλει ευθέως, βάσει της εν λόγω διατάξεως, σε βάρος των νέων κρατών μελών οποιαδήποτε υποχρέωση καταβολής υπέρ της Κοινότητας, χωρίς η εν λόγω υποχρέωση να μπορεί να εκληφθεί ως χρηματική συνεισφορά για την κάλυψη των δαπανών απομακρύνσεως των πλεονασμάτων από την εσωτερική αγορά.

53

Εντούτοις, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσία, ότι το προβλεπόμενο από την προσβαλλόμενη απόφαση μέτρο είναι το μόνο που δύναται να διασφαλίσει την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως, με αποτέλεσμα το Γενικό Δικαστήριο να είναι υποχρεωμένο να κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνάδει με τη διάταξη αυτή. Η Επιτροπή προβάλλει, συναφώς, τρία επιχειρήματα.

54

Το πρώτο επιχείρημα που προβάλλει η Επιτροπή είναι ότι, καθόσον τα υφιστάμενα κατά την ημερομηνία προσχωρήσεως, στο έδαφος των νέων κρατών μελών, πλεονάσματα απορροφήθηκαν αμέσως από την εσωτερική αγορά την 1η Μαΐου 2004 και έχουν ενδεχομένως διατεθεί στο εμπόριο, είναι πρακτικώς αδύνατη η απομάκρυνσή τους από την εσωτερική αγορά διά καταστροφής ή μη επιδοτούμενης εξαγωγής τους μετά την εν λόγω ημερομηνία.

55

Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται, κατ’ ουσία, στην υπόθεση ότι τα προϊόντα που θεωρούνται ως πλεονάσματα ενός νέου κράτους μέλους την 1η Μαΐου 2004 ήταν τα ίδια με τα προϊόντα που έπρεπε να εξαλειφθούν με δαπάνες του εν λόγω κράτους μέλους δυνάμει του παραρτήματος IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως. Τούτο προϋποθέτει ότι τα προϊόντα που αποτελούν μέρος των πλεοναζόντων αποθεμάτων την 1η Μαΐου 2004 ταυτίζονται με τα προϊόντα που αποτελούν μέρος των αποθεμάτων που πρέπει να εξαλειφθούν δυνάμει του παραρτήματος IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως.

56

Εντούτοις, τα αποθέματα που πρέπει να εξαλειφθούν βάσει της διατάξεως αυτής, για τον λόγο ότι υπερβαίνουν την ποσότητα που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά κανονικό απόθεμα εκ μεταφοράς, δεν αποτελούνται από συγκεκριμένα προσδιορίσιμα προϊόντα μετά την προσχώρηση. Ειδικότερα, είναι αδύνατο να διακριθούν, μεταξύ των αποθεμάτων ενός γεωργικού προϊόντος ως προς το οποίο έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη πλεονασμάτων, τα πλεονάζοντα αποθέματα ή μέρη πλεοναζόντων αποθεμάτων από τα μη πλεονάζοντα. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως επιβάλλει την υποχρέωση εξαλείψεως της διαπιστωθείσας πλεονάζουσας ποσότητας γεωργικών προϊόντων και όχι συγκεκριμένων προσδιορίσιμων μονάδων των προϊόντων αυτών. Είναι, συναφώς, άνευ σημασίας αν η αγορά ή η παραγωγή της εν λόγω αντίστοιχης ποσότητας προηγείται ή έπεται της προσχωρήσεως.

57

Η ίδια η Επιτροπή θέσπισε, όσον αφορά τα υφιστάμενα, κατά την ημερομηνία προσχωρήσεως, στο έδαφος των νέων κρατών μελών πλεονάσματα ζάχαρης, ένα σύστημα απομακρύνσεώς τους από την εσωτερική αγορά διά καταστροφής ή μη επιδοτούμενης εξαγωγής των πλεονασμάτων αυτών, το οποίο δεν στηριζόταν στην εξάλειψη της ποσότητας ζάχαρης που θεωρούνταν ως πλεονάζουσα την 1η Μαΐου 2004, αλλά στην εξάλειψη αντίστοιχης ποσότητας ζάχαρης, ακόμα και ζάχαρης η οποία είχε αποκτηθεί ή παραχθεί μετά την εν λόγω ημερομηνία (βλ., συναφώς, απόφαση Εσθονία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 43, σκέψεις 168 έως 171).

58

Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 32 και 33 ανωτέρω, το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 60/2004 ορίζει ότι η Επιτροπή καθορίζει τα πλεονάσματα ζάχαρης που υπάρχουν στο έδαφος κάθε νέου κράτους μέλους την 1η Μαΐου 2004 και τάσσει στα νέα κράτη μέλη προθεσμία εντός της οποίας οφείλουν να διασφαλίσουν την απομάκρυνση από την αγορά, χωρίς την παρέμβαση της Κοινότητας, ποσότητας ζάχαρης η οποία είναι «ίση» με τα πλεονάσματα αυτά, με εξαγωγή χωρίς επιστροφή, με χρήση στον τομέα των καυσίμων, ή με μετουσίωση.

59

Ομοίως, κατά την παράγραφο 3 του ανωτέρω άρθρου, κάθε νέο κράτος μέλος πρέπει να διαθέτει την 1η Μαΐου 2004 ένα σύστημα για τον προσδιορισμό της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης στη φυσική της κατάσταση ή υπό μορφή μεταποιημένων προϊόντων, ισογλυκόζης ή φρουκτόζης, όσον αφορά τους κυριότερους ενδιαφερόμενους φορείς το οποίο πρέπει να χρησιμοποιείται προκειμένου να εξαναγκάσει τους εν λόγω φορείς να απομακρύνουν από την αγορά με δικές τους δαπάνες ποσότητα ζάχαρης ή ισογλυκόζης που «ισοδυναμεί» με το πλεονάζον απόθεμά τους.

60

Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως προβλέπει ένα σύστημα απομακρύνσεως από την εσωτερική αγορά άλλων γεωργικών προϊόντων πλην της ζάχαρης, παρά το γεγονός ότι τα υφιστάμενα την 1η Μαΐου 2004, στο έδαφος των νέων κρατών μελών, πλεονάσματα των προϊόντων αυτών θα μπορούσαν να απορροφηθούν από την εσωτερική αγορά αμέσως μετά την ημερομηνία αυτή.

61

Το πρώτο επιχείρημα που προβάλλει η Επιτροπή για να αποδείξει ότι το προβλεπόμενο από την προσβαλλόμενη απόφαση μέτρο είναι το μόνο που μπορεί να διασφαλίσει την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως πρέπει, συνεπώς, να κριθεί αβάσιμο.

62

Το δεύτερο επιχείρημα που προβάλλει η Επιτροπή για τον ίδιο σκοπό είναι ότι η οργάνωση ενός συστήματος απομακρύνσεως από την εσωτερική αγορά, διά καταστροφής ή μη επιδοτούμενης εξαγωγής, των πλεονασμάτων άλλων προϊόντων πλην της ζάχαρης είναι ιδιαιτέρως επαχθής και μπορεί δύσκολα να επιτευχθεί, στο μέτρο που, αφενός, πρόκειται για συγκεκριμένη ενέργεια, η οποία απαιτεί τη θέσπιση περίπλοκων μηχανισμών απογραφής, παρακολουθήσεως και ελέγχου των υφισταμένων αποθεμάτων, και, αφετέρου, ο αριθμός των παραγωγών είναι πολύ μεγάλος για να καταστεί δυνατός στην πράξη ο προσδιορισμός των πλεονασμάτων αυτών. Τα χαρακτηριστικά αυτά διαφέρουν από τα χαρακτηριστικά της αγοράς ζάχαρης. Στην αγορά ζάχαρης, η οποία είναι άκρως συγκεντρωτική και ρυθμιζόμενη, ο αριθμός των παραγωγών είναι περιορισμένος και υπάρχουν μόνιμοι μηχανισμοί ελέγχου των παραγόμενων ποσοτήτων ζάχαρης κάθε περίοδο εμπορίας καθώς και μηχανισμοί φυσικής καταστροφής των παραγόμενων ποσοτήτων που υπερβαίνουν τα ανώτατα επιτρεπόμενα όρια κατ’ εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τη ρύθμιση της εν λόγω αγοράς.

63

Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, από τον επαχθή χαρακτήρα ενός μέτρου το οποίο πρέπει να ληφθεί κατ’ εφαρμογή διατάξεως του πρωτογενούς δικαίου, όπως το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το εν λόγω μέτρο δεν δύναται να διασφαλίσει την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η διάταξη αυτή, και ακόμη λιγότερο ότι η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι προβλέπει τη θέσπιση ενός άλλου μέτρου.

64

Ασφαλώς, η αρχή της αναλογικότητας, η οποία συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης το πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων του ενός πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 2009, C-33/08, Agrana Zucker, Συλλογή 2009, σ. Ι-5035, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, αν ο σκοπός που επιδιώκει το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως μπορεί να επιτευχθεί με τη λήψη δύο διαφορετικών μέτρων, η Επιτροπή οφείλει να λάβει εξ αυτών το λιγότερο επαχθές μέτρο. Εντούτοις, το εν λόγω μέτρο πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να συνάδει προς τη συγκεκριμένη διάταξη αυτή καθαυτή.

65

Όσον αφορά την πρακτική αδυναμία οργανώσεως ενός συστήματος απομακρύνσεως από την εσωτερική αγορά των πλεονασμάτων άλλων προϊόντων πλην της ζάχαρης, το μόνο στοιχείο που επικαλείται η Επιτροπή είναι ο κατακερματισμός των αγορών άλλων γεωργικών προϊόντων πλην της ζάχαρης ως προς τους εμπόρους. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι, παρά τον εν λόγω κατακερματισμό, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να διασφαλίσει την απομάκρυνση από την εσωτερική αγορά των πλεονασμάτων αυτών των προϊόντων που υπήρχαν την 1η Μαΐου 2004 στο έδαφος των νέων κρατών μελών, προβλέποντας ένα σύστημα βάσει του οποίου το οικείο κράτος μέλος θα μπορούσε να εκπληρώσει την ανωτέρω υποχρέωσή του, προμηθευόμενο ποσότητα ισοδύναμη με την ποσότητα του πλεονάσματος προκειμένου να την απομακρύνει από την εσωτερική αγορά καταστρέφοντάς την ή εξάγοντάς την χωρίς επιδότηση. Θα μπορούσε δε ενδεχομένως να αποκτήσει την ποσότητα αυτή, στην τιμή της κοινοτικής αγοράς, από εμπόρους εγκατεστημένους στο εν λόγω κράτος μέλος ή από άλλους κοινοτικούς εμπόρους (βλ., συναφώς, απόφαση Εσθονία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 43, σκέψη 178).

66

Ομοίως, πρέπει να επισημανθεί ότι τα νέα κράτη μέλη όφειλαν να προβούν, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1972/2003, όπως έχει τροποποιηθεί, σε απογραφή των αποθεμάτων άλλων γεωργικών προϊόντων πλην της ζάχαρης, τα οποία υπήρχαν στο έδαφός τους την 1η Μαΐου 2004 και, εξαιρουμένων των ποσοτήτων που περιέχονταν στα κρατικά αποθέματα για τα οποία κάνει λόγο το άρθρο 5 του κανονισμού αυτού, να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή τις ποσότητες των ανωτέρω προϊόντων στα πλεονάζοντα αποθέματα το αργότερο έως τις 31 Οκτωβρίου 2004. Η Επιτροπή δεν εξηγεί γιατί η απογραφή αυτή, της οποίας η διενέργεια ήταν κατά την άποψή της δυνατή όταν εξέδωσε τον κανονισμό 1972/2003, δεν παρείχε στα νέα κράτη μέλη τη δυνατότητα να διασφαλίσουν την εξάλειψη σημαντικού μέρους των πλεονασμάτων που κατείχαν οι έμποροί τους.

67

Το δεύτερο επιχείρημα που προβάλλει η Επιτροπή για να αποδείξει ότι το προβλεπόμενο από την προσβαλλόμενη απόφαση μέτρο είναι το μόνο που μπορεί να διασφαλίσει την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

68

Το τρίτο επιχείρημα που προβάλλει η Επιτροπή για τον ίδιο σκοπό είναι ότι, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα υφιστάμενα στο έδαφος των νέων κρατών μελών πλεονάσματα είχαν ήδη απορροφηθεί από την εσωτερική αγορά και ότι είχαν συνεπώς πολύ νωρίτερα επηρεάσει τους μηχανισμούς διαμορφώσεως των τιμών των γεωργικών προϊόντων. Η Επιτροπή υποστηρίζει συνεπώς ότι, μετά την προσχώρηση, δεν μπορούσε να ζητήσει από τα νέα κράτη μέλη να καταβάλουν ισόποση αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη.

69

Με το επιχείρημα αυτό, η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ ουσία ότι ένα σύστημα απομακρύνσεως από την εσωτερική αγορά των υφισταμένων πλεονασμάτων διά της καταστροφής ή μη επιδοτούμενης εξαγωγής τους δεν καθιστούσε δυνατή την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 43 έως 46 ανωτέρω, και ότι με το προβλεπόμενο από την προσβαλλόμενη απόφαση μέτρο ήταν, αντιθέτως, δυνατή η επίτευξη του σκοπού αυτού.

70

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η απομάκρυνση από την εσωτερική αγορά των υφισταμένων πλεονασμάτων, διά της καταστροφής ή μη επιδοτούμενης εξαγωγής τους, συμβάλλει στην αποκατάσταση των οικονομικών διαταράξεων που συνδέονται με την ύπαρξη πλεονασμάτων στο έδαφος των νέων κρατών μελών κατά την ημερομηνία προσχωρήσεως, ακόμα και μετά τη διάθεση των πλεονασμάτων στην αγορά. Πράγματι, η απομάκρυνση των πλεονασμάτων δύναται να προκαλέσει αύξηση της ζήτησης στην εσωτερική αγορά των οικείων γεωργικών προϊόντων και, κατά συνέπεια, να αντισταθμίσει, εν όλω ή εν μέρει, το αρνητικό αποτέλεσμα των πλεονασμάτων επί της σταθερότητας των σχετικών αγορών (βλ., σε σχέση με την αγορά ζάχαρης, απόφαση Εσθονία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 43, σκέψη 178· βλ., επίσης, σε σχέση με άλλα γεωργικά προϊόντα, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mischo στην υπόθεση C-179/00 επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 2002, Weidacher, Συλλογή 2002, σ. I-501, σκέψη 55).

71

Ως εκ τούτου, με την εφαρμογή, μετά την προσχώρηση, ενός συστήματος απομακρύνσεως από την εσωτερική αγορά των υφισταμένων στο έδαφος των νέων κρατών μελών, την 1η Μαΐου 2004, πλεονασμάτων, διά της καταστροφής ή μη επιδοτούμενης εξαγωγής τους, είναι δυνατή η επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή.

72

Ασφαλώς δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η καταβολή απλώς ορισμένου χρηματικού ποσού εκ μέρους των νέων κρατών μελών να μπορεί επίσης να αποκαταστήσει, υπό ορισμένες περιστάσεις, τη διατάραξη των μηχανισμών διαμορφώσεως των τιμών, η οποία οφείλεται στην αφύσικη σώρευση αποθεμάτων στο έδαφος των εν λόγω κρατών μελών πριν από την προσχώρηση και, συνεπώς, να διασφαλίσει την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως. Η καταβολή του ποσού αυτού θα μπορούσε, πράγματι, να αντισταθμίσει την οικονομική ζημία που υπέστησαν οι έμποροι, οι οποίοι υποχρεώθηκαν να δεχθούν κατώτερες τιμές από εκείνες που θα είχαν επιτευχθεί διαφορετικά. Η καταβολή αυτή θα μπορούσε, επίσης, να χρηματοδοτήσει μέτρα σταθεροποιήσεως των σχετικών αγορών.

73

Εντούτοις, αφενός, η καταβολή απλώς στον κοινοτικό προϋπολογισμό των χρηματικών ποσών που ορίζει η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να διασφαλίσει καμία αντιστάθμιση για τους εμπόρους που υπέστησαν τις οικονομικές επιπτώσεις της διαθέσεως των πλεονασμάτων και ουδόλως μπορεί να επηρεάσει το επίπεδο των τιμών των γεωργικών προϊόντων μετά την προσχώρηση.

74

Αφετέρου, ακόμα και αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, οι δαπάνες που συνδέονται με τους μηχανισμούς σταθεροποιήσεως των γεωργικών αγορών χρηματοδοτούνται υποχρεωτικώς από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, δεν υπάρχει καμία αυτόματη ή έστω άμεση σχέση μεταξύ της επιβολής συμπληρωματικής εισφοράς των νέων κρατών μελών στον κοινοτικό προϋπολογισμό και της θεσπίσεως νέων μηχανισμών σταθεροποιήσεως ή της ενισχύσεως των υφισταμένων μηχανισμών.

75

Τέλος, ασφαλώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η υποχρέωση των νέων κρατών μελών να καταβάλουν ορισμένο χρηματικό ποσό στον κοινοτικό προϋπολογισμό να θεωρηθεί ως συμπληρωματικός μηχανισμός, στο πλαίσιο ενός συστήματος φυσικής καταστροφής των πλεονασμάτων, ο οποίος είναι απολύτως αναγκαίος για να διασφαλιστεί ότι οι πρόσθετες δαπάνες που απαιτούνται για να αντιμετωπισθούν ενδεχόμενες διαταράξεις των γεωργικών αγορών, οι οποίες οφείλονται στην ύπαρξη πλεονασμάτων τα οποία δεν απομακρύνθηκαν από την εσωτερική αγορά σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπει το σύστημα αυτό, δεν θα επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό ή τους κοινοτικούς παραγωγούς, αλλά τα οικεία κράτη μέλη (βλ., συναφώς, απόφαση Εσθονία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 43, σκέψη 180).

76

Η Επιτροπή προέβλεψε έναν τέτοιο συμπληρωματικό μηχανισμό για τη ζάχαρη, θεσπίζοντας το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 60/2004, όπως έχει τροποποιηθεί, κατά το οποίο, εάν τα νέα κράτη μέλη δεν είναι σε θέση να παράσχουν στην Επιτροπή αποδείξεις σχετικά με την απομάκρυνση του διαπιστωθέντος από αυτή πλεονάσματος ζάχαρης, οφείλουν να καταβάλουν στον κοινοτικό προϋπολογισμό ορισμένο χρηματικό ποσό, το οποίο λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των εισφορών στην παραγωγή κατά την περίοδο εμπορίας 2004/2005.

77

Εντούτοις, τα χρηματικά ποσά που προβλέπει η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστούν έναν τέτοιο συμπληρωματικό μηχανισμό. Αντιθέτως, η υποχρέωση καταβολής των ποσών αυτών υποκαθιστά την απομάκρυνση των επίμαχων πλεονασμάτων από την εσωτερική αγορά και συνιστά τον μοναδικό μηχανισμό «εξαλείψεως» που προβλέπει η προσβαλλόμενη απόφαση. Ομοίως, όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, η υποχρέωση αυτή δεν έχει, αυτή καθαυτή, ως επακόλουθο καμία άμεση ωφέλεια για τους κοινοτικούς παραγωγούς.

78

Από τα ανωτέρω συνάγεται το συμπέρασμα ότι το τρίτο επιχείρημα που προβάλλει η Επιτροπή, για να αποδείξει ότι το προβλεπόμενο από την προσβαλλόμενη απόφαση μέτρο είναι το μόνο που μπορεί να διασφαλίσει την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως, πρέπει να κριθεί αβάσιμο.

79

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η υποχρέωση καταβολής ορισμένου χρηματικού ποσού στον κοινοτικό προϋπολογισμό που επιβάλλεται στα νέα κράτη μέλη με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνάδει με το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως. Το μέτρο αυτό δεν μπορούσε, συνεπώς, να ληφθεί με βάση το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της εν λόγω πράξεως. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση των διατάξεων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτός.

80

Πρέπει, συνεπώς, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με το κύριο αίτημα της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι άλλοι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει.

Επί των δικαστικών εξόδων

81

Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Δημοκρατίας της Λιθουανίας.

82

Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του ανωτέρω Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Κατά συνέπεια, η Σλοβακική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Πολωνίας πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει την απόφαση 2007/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 4ης Μαΐου 2007, για τον προσδιορισμό πλεοναζόντων αποθεμάτων γεωργικών προϊόντων άλλων από τη ζάχαρη και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της εξάλειψής τους σε σχέση με την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας.

 

2)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει, πλην των δικαστικών εξόδων της, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Δημοκρατία της Λιθουανίας.

 

3)

Η Σλοβακική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Πολωνίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

Truchot

Martins Ribeiro

Kanninen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Μαρτίου 2012.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική.