Υπόθεση T-257/07

Γαλλική Δημοκρατία

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υγειονομικός έλεγχος – Κανονισμός (ΕΚ) 999/2001 – Προστασία από τις μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες – Αιγοπρόβατα – Κανονισμός (ΕΚ) 746/2008 – Θέσπιση μέτρων εξαλείψεως λιγότερο δεσμευτικών σε σχέση με τα προηγουμένως προβλεφθέντα – Αρχή της προφυλάξεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Εφαρμογή – Μέτρα προστασίας της ανθρώπινης υγείας – Εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως

(Άρθρα 3, στοιχείο ο΄, ΕΚ, 6 ΕΚ, 152 § 1 ΕΚ, 153 §§ 1 και 2 ΕΚ και 174 §§ 1 και 2 ΕΚ· κανονισμός 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 1)

2.      Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Εφαρμογή – Επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων

(Άρθρο 152 § 1 ΕΚ· κανονισμός 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 2)

3.      Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Εφαρμογή – Αξιολόγηση των κινδύνων – Προσδιορισμός του βαθμού επικινδυνότητας

(Άρθρο 152 § 1 ΕΚ)

4.      Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Εφαρμογή – Συνεκτίμηση των απαιτήσεων σχετικά με τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον – Εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως

(Άρθρο 152 § 1 ΕΚ· κανονισμός 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 2)

5.      Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Εξουσία εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων της Ένωσης – Έκταση – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

6.      Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Αντικείμενο – Εκτίμηση της νομιμότητας – Κριτήρια

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

7.      Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως – Περιεχόμενο – Όρια – Τήρηση των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στις διοικητικές διαδικασίες

(Άρθρο 152 § 1 ΕΚ)

8.      Γεωργία – Προσέγγιση των νομοθεσιών περί υγειονομικού ελέγχου – Μέτρα προστασίας σχετικά με τις μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες – Εντοπισμός των ζώων που παρουσιάζουν κίνδυνο κατά τη διενέργεια έρευνας

(Κανονισμός 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 13 § 1, στοιχεία β΄ και γ΄, 23 και 24 § 2)

1.      Η αρχή της προφυλάξεως αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, απορρέουσα από το άρθρο 3, στοιχείο ο΄, ΕΚ, το άρθρο 6 ΕΚ, το άρθρο 152, παράγραφος 1, ΕΚ, το άρθρο 153, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ και το άρθρο 174, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ, επιβάλλουσα στις οικείες αρχές να λαμβάνουν, στο συγκεκριμένο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων που τους έχουν ανατεθεί βάσει της σχετικής νομοθεσίας, κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προλαμβάνουν δυνητικούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον, εξασφαλίζοντας την υπεροχή των απαιτήσεων που συνδέονται με την προστασία των συμφερόντων αυτών έναντι των οικονομικών συμφερόντων.

Εξάλλου, όπως ρητώς μνημονεύεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 178/2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων, στο πλαίσιο της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, βάσει της αρχής της προφυλάξεως μπορούν να ληφθούν τα αναγκαία προσωρινά μέτρα διαχειρίσεως του κινδύνου για τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας, όταν, ύστερα από αξιολόγηση των διαθέσιμων πληροφοριών, εντοπίζεται πιθανότητα βλαβερών επιπτώσεων στην υγεία αλλά εξακολουθεί να υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα.

Έτσι, βάσει της αρχής της προφυλάξεως τα θεσμικά όργανα, οσάκις υφίσταται επιστημονική αβεβαιότητα ως προς την ύπαρξη ή την έκταση των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου, μπορούν να λαμβάνουν μέτρα προστασίας, χωρίς να οφείλουν να αναμένουν να αποδειχθεί πλήρως το υπαρκτό και η σοβαρότητα των εν λόγω κινδύνων ή να επέλθουν οι αρνητικές για την υγεία του ανθρώπου επιδράσεις.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας που καταλήγει στη θέσπιση από θεσμικό όργανο των κατάλληλων μέτρων προκειμένου να προλαμβάνονται δυνητικοί κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον δυνάμει της αρχής της προφυλάξεως, μπορούν να διακριθούν τρία διαδοχικά στάδια: πρώτον, ο εντοπισμός των ενδεχόμενων αρνητικών επιδράσεων που απορρέουν από συγκεκριμένο φαινόμενο, δεύτερον, η αξιολόγηση των κινδύνων για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον που σχετίζονται με το φαινόμενο αυτό, και τρίτον, εφόσον οι εντοπισθέντες δυνητικοί κίνδυνοι υπερβαίνουν το αποδεκτό για την κοινωνία όριο, η διαχείριση του κινδύνου με τη λήψη των αναγκαίων μέτρων προστασίας.

(βλ. σκέψεις 66-69)

2.      Η αξιολόγηση των κινδύνων για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον συνίσταται, όσον αφορά το θεσμικό όργανο το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες αρνητικές επιδράσεις απορρέουσες από το φαινόμενο αυτό, στην επιστημονική εκτίμηση των εν λόγω κινδύνων και στη διαπίστωση αν υπερβαίνουν τον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός για την κοινωνία. Έτσι, προκειμένου τα όργανα της Ένωσης να προβούν σε αξιολόγηση των κινδύνων, απαιτείται, αφενός, να έχουν στη διάθεσή τους επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων και, αφετέρου, να καθορίσουν τον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός για την κοινωνία.

Ειδικότερα, η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων αποτελεί επιστημονική διαδικασία συνιστάμενη, κατά το δυνατόν, στον εντοπισμό του κινδύνου και στον χαρακτηρισμό του εν λόγω κινδύνου, στην αξιολόγηση της εκθέσεως στον κίνδυνο και τον χαρακτηρισμό του κινδύνου. Ως επιστημονική διεργασία, η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων πρέπει να ανατίθεται από το θεσμικό όργανο σε εμπειρογνώμονες.

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 178/2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων, η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων πρέπει να βασίζεται στα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία και να διεξάγεται με τρόπο ανεξάρτητο, αντικειμενικό και διαφανή. Συναφώς, η υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος συνεπάγεται ότι οι αποφάσεις τους λαμβάνονται κατόπιν πλήρους συνεκτιμήσεως των καλύτερων διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων και στηρίζονται στα πλέον πρόσφατα αποτελέσματα της διεθνούς έρευνας.

Η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη να παρέχει στα θεσμικά όργανα πειστικές επιστημονικές αποδείξεις ως προς την ύπαρξη του κινδύνου και τη σοβαρότητα των δυνητικών αρνητικών επιδράσεων σε περίπτωση επελεύσεως αυτού του κινδύνου. Συγκεκριμένα, το πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής της προφυλάξεως εξ ορισμού ανταποκρίνεται σε πλαίσιο επιστημονικής αβεβαιότητας. Πάντως, ένα προληπτικό μέτρο δεν μπορεί να αιτιολογείται λυσιτελώς με μια καθαρά υποθετική προσέγγιση του κινδύνου, στηριζόμενη σε απλές υποθέσεις που δεν έχουν ακόμη επιστημονικώς ελεγχθεί.

Περαιτέρω, η λήψη προληπτικού μέτρου ή, αντιθέτως, η απόσυρσή του ή η ελάφρυνσή του, δεν μπορεί να εξαρτάται από την απόδειξη της παντελούς ελλείψεως κινδύνου, διότι τέτοιου είδους απόδειξη είναι, εν γένει, αδύνατο να προκύψει από επιστημονικής απόψεως καθόσον στην πράξη δεν υπάρχει επίπεδο μηδενικού κινδύνου. Συνεπώς, προληπτικό μέτρο μπορεί να λαμβάνεται μόνον αν ο κίνδυνος, χωρίς η ύπαρξη και η έκτασή του να έχουν αποδειχτεί «πλήρως» με πειστικά επιστημονικά δεδομένα, στηρίζεται πάντως σε διαθέσιμα κατά τον χρόνο λήψεως του συγκεκριμένου μέτρου επιστημονικά δεδομένα. Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια του «κινδύνου» ανταποκρίνεται, επομένως, στη λειτουργία της πιθανότητας αρνητικών επιδράσεων για το αγαθό που προστατεύει η έννομη τάξη, λόγω αποδοχής ορισμένων μέτρων ή πρακτικών.

Τέλος, επισημαίνεται ότι η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων μπορεί να αποδειχθεί όλως αδύνατη λόγω ανεπάρκειας διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων. Τούτο, όμως, δεν μπορεί να εμποδίσει την αρμόδια δημόσια αρχή να λάβει προληπτικά μέτρα κατ’ εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως. Σημαντικό είναι, στην περίπτωση αυτή, οι επιστημονικοί εμπειρογνώμονες να προβούν σε επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων παρά την υφιστάμενη επιστημονική αβεβαιότητα ώστε η αρμόδια δημόσια αρχή να διαθέτει επαρκώς αξιόπιστα και σοβαρά πληροφοριακά στοιχεία ώστε να είναι σε θέση να κατανοήσει όλη την έκταση του επιστημονικού ζητήματος που τίθεται και να καθορίσει την πολιτική της έχοντας επίγνωση της καταστάσεως.

Συνεπώς, η αναγκαιότητα ή μη ορισμένων εκτιμήσεων εκ μέρους επιστημόνων που συμμετέχουν στην επιστημονική αξιολόγηση των οφειλομένων στη θέσπιση διατάξεων που καθιστούν ηπιότερα προσωρινά μέτρα ληφθέντα δυνάμει της αρχής της προφυλάξεως κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου, εκτιμάται μεταξύ άλλων ανάλογα με τα διαθέσιμα στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 70-71, 73-77, 178-179)

3.      Στο πλαίσιο της αξιολογήσεως των κινδύνων, ο προσδιορισμός του βαθμού επικινδυνότητας που κρίνεται μη αποδεκτός για την κοινωνία ισοδυναμεί για τα επιφορτισμένα με την επιλογή πολιτικής όργανα με τον προσδιορισμό, τηρώντας τους εφαρμοστέους κανόνες, του βαθμού προστασίας που είναι ενδεδειγμένος για την εν λόγω κοινωνία. Στα όργανα αυτά εναπόκειται ο καθορισμός του μη αποδεκτού πλέον για τη συγκεκριμένη κοινωνία ορίου πιθανών αρνητικών επιδράσεων στη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον και τη σοβαρότητα αυτών των δυνητικών επιδράσεων, όριο η υπέρβαση του οποίου επιβάλλει τη λήψη προληπτικών μέτρων προς το συμφέρον της προστασίας της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος, παρά την υφιστάμενη επιστημονική αβεβαιότητα.

Κατά τον προσδιορισμό του βαθμού επικινδυνότητας που κρίνεται μη αποδεκτός για την κοινωνία, τα θεσμικά όργανα φέρουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος. Αυτό το υψηλό επίπεδο προστασίας, για να συνάδει προς τη διάταξη αυτή, δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι το υψηλότερο δυνατό από τεχνική άποψη. Εξάλλου, τα όργανα αυτά δεν μπορούν να υιοθετούν μια καθαρά υποθετική προσέγγιση του κινδύνου και να κατευθύνουν τις αποφάσεις τους προς ένα επίπεδο «μηδενικού κινδύνου».

Ο προσδιορισμός του βαθμού επικινδυνότητας που κρίνεται μη αποδεκτός για την κοινωνία εξαρτάται από την εκτίμηση της αρμόδιας δημόσιας αρχής σχετικά με τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε περιπτώσεως. Συναφώς, η δημόσια αυτή αρχή μπορεί να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τη σοβαρότητα του αντίκτυπου της επελεύσεως αυτού του κινδύνου για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένης της εκτάσεως των δυνητικών αρνητικών επιδράσεων, της εμμονής, της αντιστρεψιμότητας ή του πιθανώς καθυστερημένου αποτελέσματος αυτών των ζημιών, καθώς και της περισσότερο ή λιγότερο συγκεκριμένης αντιλήψεως του κινδύνου σε σχέση με τις διαθέσιμες επιστημονικές γνώσεις.

(βλ. σκέψεις 78-80)

4.      Στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής της προφυλάξεως. η διαχείριση του κινδύνου αναφέρεται στο σύνολο των ενεργειών που αναλαμβάνει το όργανο το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει έναν κίνδυνο προκειμένου να τον επαναφέρει στον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός για την κοινωνία, λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωσή του να διασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, οσάκις ο κίνδυνος αυτός υπερβαίνει τον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός για την κοινωνία, το θεσμικό όργανο οφείλει, σύμφωνα με την αρχή της προφυλάξεως, να λαμβάνει τα αναγκαία προληπτικά μέτρα διαχειρίσεως του κινδύνου ώστε να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 178/2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων, τα εν λόγω προληπτικά μέτρα πρέπει να είναι ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, να μην εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, να ενισχύουν τη διαφάνεια και να παρουσιάζουν συνοχή σε σχέση με παρεμφερή μέτρα που έχουν ήδη θεσπιστεί.

Τέλος, εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να επανεξετάσει τα εν λόγω προληπτικά μέτρα εντός ευλόγου προθεσμίας. Συγκεκριμένα, αν νέα στοιχεία τροποποιούν την αντίληψη ενός κινδύνου ή δείχνουν ότι ο κίνδυνος αυτός μπορεί να περιοριστεί με λιγότερο καταναγκαστικά μέτρα από τα υφιστάμενα, στα θεσμικά όργανα, και ιδίως στην Επιτροπή που έχει την εξουσία να λαμβάνει πρωτοβουλίες, απόκειται να μεριμνούν για την προσαρμογή της κανονιστικής ρυθμίσεως στα νέα δεδομένα. Σε κάθε περίπτωση, η ελάφρυνση των προγενεστέρως ληφθέντων προληπτικών μέτρων πρέπει να δικαιολογείται από νέα δεδομένα τα οποία τροποποιούν την αντίληψη του οικείου κινδύνου.

Αυτά τα νέα δεδομένα, όπως νέες γνώσεις ή νέες επιστημονικές ανακαλύψεις, όταν δικαιολογούν την ελάφρυνση ενός προληπτικού μέτρου, τροποποιούν το συγκεκριμένο περιεχόμενο της υποχρεώσεως των δημόσιων αρχών για διαρκή διατήρηση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας του ανθρώπου. Συγκεκριμένα, τα νέα αυτά δεδομένα μπορούν να τροποποιήσουν την αντίληψη του κινδύνου καθώς και τον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός από την κοινωνία. Ο νόμιμος χαρακτήρας της λήψεως ενός λιγότερο δεσμευτικού προληπτικού μέτρου δεν εκτιμάται βάσει του κρινόμενου ως αποδεκτού βαθμού επικινδυνότητας που λαμβάνεται υπόψη για τη λήψη των αρχικών προληπτικών μέτρων. Συγκεκριμένα, η λήψη των αρχικών προληπτικών μέτρων ώστε να επανέλθει ο κίνδυνος στον εκτιμώμενο αποδεκτό βαθμό γίνεται σε συνάρτηση με την αξιολόγηση των κινδύνων και δη με τον προσδιορισμό του βαθμού επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός για την κοινωνία. Εφόσον νέα δεδομένα τροποποιούν αυτή την αξιολόγηση των κινδύνων, ο νόμιμος χαρακτήρας της λήψεως των λιγότερο δεσμευτικών προληπτικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται λαμβάνοντας υπόψη τα νέα αυτά δεδομένα και όχι τα δεδομένα που είχαν χρησιμοποιηθεί κατά την αξιολόγηση των κινδύνων όταν λήφθηκαν τα αρχικά προληπτικά μέτρα. Μόνον οσάκις αυτός ο νέος βαθμός επικινδυνότητας υπερβαίνει το όριο που έχει κριθεί αποδεκτό για την κοινωνία πρέπει να διαπιστώνεται από τον δικαστή παραβίαση της αρχής της προφυλάξεως.

(βλ. σκέψεις 81-83, 212-213)

5.      Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν, στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον ορισμό των επιδιωκόμενων σκοπών και την επιλογή των κατάλληλων μέσων δράσεως. Επιπλέον, στο πλαίσιο της αξιολογήσεως των κινδύνων, πρέπει να προβαίνουν σε περίπλοκες εκτιμήσεις προκειμένου να εκτιμήσουν, βάσει των τεχνικών και επιστημονικών στοιχείων που τους παρέχουν οι εμπειρογνώμονες στο πλαίσιο της επιστημονικής αξιολογήσεως των κινδύνων, αν οι κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον υπερβαίνουν τον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός για την κοινωνία.

Η εν λόγω ευρεία διακριτική ευχέρεια και οι περίπλοκες εκτιμήσεις συνεπάγονται περιορισμένο έλεγχο εκ μέρους του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, η διακριτική ευχέρεια και οι εκτιμήσεις αυτές έχουν ως αποτέλεσμα ότι ο επί της ουσίας έλεγχος του δικαστή περιορίζεται στην εξέταση του αν κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη ή σε κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν τα όργανα αυτά υπερέβησαν προδήλως τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας.

Όσον αφορά την εξέταση από τον δικαστή της Ένωσης του ζητήματος αν πράξη θεσμικού οργάνου πάσχει από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το όργανο αυτό κατά την εκτίμηση περίπλοκων πραγματικών περιστατικών υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη δυνάμενη να δικαιολογήσει την ακύρωση της εν λόγω πράξεως, πρέπει τα προσκομισθέντα από τον προσφεύγοντα αποδεικτικά στοιχεία να είναι ικανά να ανατρέψουν τις σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά εκτιμήσεις που έχουν γίνει στην εν λόγω πράξη. Πλην του ως άνω ελέγχου της αξιοπιστίας, το Γενικό Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να υποκαταστήσει την εκ μέρους του εκδότη της αποφάσεως εκτίμηση των οικείων πολύπλοκων οικονομικών δεδομένων με τη δική του.

Πάντως, ο περιορισμός του ελέγχου του δικαστή της Ένωσης δεν αναιρεί την υποχρέωσή του να ελέγχει την ακρίβεια των επικαλούμενων αποδεικτικών στοιχείων, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, καθώς και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ληπτέων υπόψη συναφών στοιχείων για την εκτίμηση σύνθετης καταστάσεως και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αντλούμενα συμπεράσματα.

Επιπλέον, στις περιπτώσεις εκείνες όπου τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ο έλεγχος της τηρήσεως ορισμένων εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στις διοικητικές διαδικασίες ενέχει θεμελιώδη σημασία. Στις ως άνω εγγυήσεις συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα συναφή στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως και να αιτιολογεί επαρκώς την απόφασή του.

Επομένως, η κατά το δυνατόν εξαντλητική επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων βάσει επιστημονικών γνωμών που βασίζονται στις αρχές της γνώσεως των πραγμάτων, της διαφάνειας και της ανεξαρτησίας συνιστά σημαντική διαδικαστική εγγύηση για τη διασφάλιση της επιστημονικής αντικειμενικότητας των μέτρων και προς αποφυγή λήψεως αυθαίρετων μέτρων.

(βλ. σκέψεις 84-89, 214)

6.      Η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης πρέπει να κρίνεται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως. Κατά συνέπεια, αποκλείεται να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της πράξεως αυτής, στοιχεία μεταγενέστερα από την ημερομηνία εκδόσεως της κοινοτικής πράξεως.

(βλ. σκέψη 172)

7.      Τα θεσμικά όργανα έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή των κατάλληλων μέσων δράσεως στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής. Εξάλλου, καθόσον τα όργανα αυτά έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου, έχουν επίσης ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή των κατάλληλων μέσων δράσεως προς τον σκοπό της τηρήσεως της υποχρεώσεως αυτής. Αυτή η ευρεία διακριτική ευχέρεια των θεσμικών οργάνων συνεπάγεται ότι ο έλεγχος της τηρήσεως των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στις διοικητικές διαδικασίες ενέχει θεμελιώδη σημασία.

Μία εξ αυτών των εγγυήσεων συνίσταται στην υποχρέωση των αρχών, όταν εκδίδουν προσωρινά μέτρα δυνάμει της αρχής της προφυλάξεως προκειμένου να διασφαλίσουν υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου, να έχουν στη διάθεσή τους όλα τα συναφή στοιχεία. Είναι εξίσου σημαντικό να έχουν στη διάθεσή τους επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων στηριζόμενη στις αρχές της εμπειρογνωμοσύνης, της διαφάνειας και της ανεξαρτησίας. Η απαίτηση αυτή αποτελεί σημαίνουσα εγγύηση για τη διασφάλιση της επιστημονικής αντικειμενικότητας των μέτρων και την αποφυγή της λήψεως αυθαίρετων μέτρων.

Μία ακόμη εξ αυτών των εγγυήσεων συνίσταται στην υποχρέωση των αρχών, όταν θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες καθιστούν ηπιότερα προσωρινά μέτρα ληφθέντα δυνάμει της αρχής της προφυλάξεως προκειμένου να διασφαλίσουν υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου, να έχουν στη διάθεσή τους επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου που προκαλεί η θέσπιση των διατάξεων αυτών. Μία τέτοια επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου περιλαμβάνει, κατ’ αρχήν, πλήρη αξιολόγηση από επιστημονικούς εμπειρογνώμονες της πιθανότητας εκθέσεως του ανθρώπου στις επιβλαβείς για την υγεία του συνέπειες των μέτρων. Κατά συνέπεια, περιλαμβάνει κατ’ αρχήν ποσοτική εκτίμηση των οικείων κινδύνων.

(βλ. σκέψεις 174-177)

8.      Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 999/2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών, διενεργείται έρευνα για τον εντοπισμό όλων των ζώων που παρουσιάζουν κίνδυνο σύμφωνα με το παράρτημα VII, σημείο 1. Επίσης, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού, όλα τα ζώα και τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που παρουσιάζουν κινδύνους, όπως περιγράφονται στο Παράρτημα VII, σημείο 2 του κανονισμού αυτού και εντοπίζονται με την έρευνα που αναφέρεται στο στοιχείο β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 13, θανατώνονται και διατίθενται σύμφωνα με τον κανονισμό 1774/2002. Έτσι, κατά τη διάταξη αυτή, τα ζώα τα οποία πρέπει να θανατώνονται και να καταστρέφονται είναι εκείνα τα οποία εντοπίζονται από την έρευνα που διενεργείται σύμφωνα με το σημείο 1 του παραρτήματος VII του κανονισμού 999/2001 και τα οποία, περαιτέρω, πληρούν τα κριτήρια του σημείου 2 του εν λόγω παραρτήματος.

Κατά το άρθρο 23 του κανονισμού 999/2001, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιεί τα παραρτήματα του κανονισμού αυτού, κατά τη διαδικασία επιτροπολογίας του άρθρου 24, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, κατόπιν διαβουλεύσεως με την αρμόδια επιστημονική επιτροπή για κάθε θέμα δυνάμενο να έχει επιπτώσεις στην δημόσια υγεία. Έτσι, ο νομοθέτης ανέθεσε στην Επιτροπή την εξουσία να τροποποιεί τα παραρτήματα του κανονισμού 999/2001.

Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και το άρθρο 23 του κανονισμού 999/2001, αναγνωρίζεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να περιορίζει, με κανονισμό ο οποίος εκδίδεται κατ’ εφαρμογή της κατά το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 999/2001 διαδικασίας επιτροπολογίας, τα εντοπιζόμενα κατόπιν έρευνας ζώα τα οποία πρέπει να θανατωθούν και να καταστραφούν. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 999/2001 προσδιορίζει τα ζώα που πρέπει να θανατωθούν και να καταστραφούν παραπέμποντας στα κριτήρια του σημείου 2 του παραρτήματος VII, η Επιτροπή έχει, δυνάμει του άρθρου 23 του κανονισμού αυτού, την εξουσία να θεσπίσει διατάξεις με τις οποίες περιορίζονται τα προς θανάτωση και καταστροφή ζώα τα οποία έχουν εντοπισθεί κατόπιν της προαναφερθείσας έρευνας.

(βλ. σκέψεις 206-208)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2011 (*)

«Υγειονομικός έλεγχος – Κανονισμός (ΕΚ) 999/2001 – Προστασία από τις μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες – Αιγοπρόβατα – Κανονισμός (ΕΚ) 746/2008 – Θέσπιση μέτρων εξαλείψεως λιγότερο δεσμευτικών σε σχέση με τα προηγουμένως προβλεφθέντα – Αρχή της προφυλάξεως»

Στην υπόθεση T‑257/07,

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τις E. Belliard, G. de Bergues, R. Loosli-Surrans και A.-L. During, στη συνέχεια, από τους Belliard, M. de Bergues, Loosli-Surrans και B. Cabouat,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον M. Nolin,

καθής,

υποστηριζόμενη από το:

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τις I. Rao και C. Gibbs, στη συνέχεια, από τους Rao και L. Seeboruth, και τέλος εκπροσωπούμενο από τους Seeboruth και F. Penlington, επικουρούμενους από τον T. Ward, barrister,

παρεμβαίνον,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΚ) 746/2008 της Επιτροπής, της 17ης Ιουνίου 2008, για την τροποποίηση του παραρτήματος VII του κανονισμού (ΕΚ) 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΕΕ L 202, σ. 11), καθόσον επιτρέπει μέτρα εποπτείας και εξαλείψεως λιγότερο δεσμευτικά από εκείνα που είχαν προηγουμένως προβλεφθεί για τα κοπάδια αιγοπροβάτων,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi (εισηγητή), πρόεδρο, E. Cremona και I. Labucka, S. Frimodt Nielsen και K. O’Higgins, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Ιουλίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1.     Κανονισμός (ΕΚ) 178/2002

1        Το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31, σ. 1), ορίζει:

«1. Στις ειδικές περιπτώσεις κατά τις οποίες, ύστερα από αξιολόγηση των διαθέσιμων πληροφοριών, εντοπίζεται πιθανότητα βλαβερών επιπτώσεων στην υγεία, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα, μπορούν να ληφθούν τα προσωρινά μέτρα διαχείρισης του κινδύνου που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση του υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας που έχει επιλεγεί στην Κοινότητα, μέχρι να υπάρξουν περαιτέρω επιστημονικές πληροφορίες για μια πιο εμπεριστατωμένη αξιολόγηση του κινδύνου.

2. Τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει της παραγράφου 1 είναι ανάλογα και όχι πιο περιοριστικά για το εμπόριο από όσο απαιτείται για την επίτευξη του υψηλού επιπέδου προστασίας που έχει επιλεγεί στην Κοινότητα, ενώ παράλληλα λαμβάνουν υπόψη την τεχνική και οικονομική βιωσιμότητα και άλλους παράγοντες όπως αρμόζει στο εκάστοτε ζήτημα. Αυτά τα μέτρα αναθεωρούνται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τη φύση του κινδύνου που προσδιορίζεται όσον αφορά τη ζωή ή την υγεία και του είδους των επιστημονικών πληροφοριών που απαιτούνται για τη διασαφήνιση της επιστημονικής αβεβαιότητας και τη διεξαγωγή μιας πιο εμπεριστατωμένης αξιολόγησης του κινδύνου».

2.     Κανονισμός (ΕΚ) 999/2001

2        Ο κανονισμός (ΕΚ) 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΕΕ L 147, σ. 1), ορίζει στο άρθρο 13, παράγραφος 1:

«Όταν η παρουσία μιας ΜΣΕ επιβεβαιωθεί επισήμως, εφαρμόζονται αμελλητί τα ακόλουθα μέτρα:

α)      καταστρέφονται ολοσχερώς […] όλα τα μέρη του σώματος του ζώου […]·

β)      διενεργείται έρευνα για τον εντοπισμό όλων των ζώων που παρουσιάζουν κίνδυνο σύμφωνα με το παράρτημα VΙI, σημείο 1·

γ)      όλα τα ζώα και τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που παρουσιάζουν κινδύνους, όπως περιγράφονται στο Παράρτημα VII, σημείο 2, του παρόντος κανονισμού και εντοπίζονται με την έρευνα που αναφέρεται στο στοιχείο β΄ της παρούσας παραγράφου, θανατώνονται και διατίθενται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1774/2002.»

3        Προ της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) 727/2007 της Επιτροπής, της 26ης Ιουνίου 2007, για την τροποποίηση των παραρτημάτων I, III, VII και X του κανονισμού (ΕΚ) 999/2001 (ΕΕ L 165, σ. 8), το παράρτημα VII του κανονισμού 999/2001, υπό τον τίτλο «Εξάλειψη της μεταδοτικής σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας», όριζε:

«1. Κατά την έρευνα που αναφέρεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, προσδιορίζονται:

[…]

β)      για τα αιγοπρόβατα:

–        όλα τα μηρυκαστικά, πλην των αιγοπροβάτων, στην εκμετάλλευση όπου εκτράφηκε το ζώο στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος,

–        οι γονείς, εφόσον μπορούν να ευρεθούν, και σε περίπτωση θηλυκών ζώων, όλα τα έμβρυα, τα ωάρια και οι τελευταίοι απόγονοι του θηλυκού ζώου στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος,

–        όλα τα άλλα αιγοπρόβατα στην εκμετάλλευση όπου εκτράφηκε το ζώο στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος, πέραν των αναφερομένων στη δεύτερη περίπτωση,

–        η πιθανή προέλευση της νόσου και οι άλλες εκμεταλλεύσεις στις οποίες υπάρχουν ζώα, έμβρυα ή ωάρια τα οποία ενδέχεται να έχουν μολυνθεί από τον παράγοντα της ΜΣΕ, να έχουν λάβει τις ίδιες ζωοτροφές ή να έχουν εκτεθεί στην ίδια πηγή μόλυνσης,

–        η διακίνηση δυνητικώς μολυσμένων ζωοτροφών, άλλων υλικών ή οποιουδήποτε άλλου μέσου μετάδοσης, τα οποία έχουν ενδεχομένως μεταδώσει τον παράγοντα της ΣΕΒ προς ή από την εν λόγω εκμετάλλευση.

[…]

β)      σε περίπτωση επιβεβαίωσης κρούσματος ΜΣΕ σε αιγοπρόβατο, από την 1η Οκτωβρίου 2003, σύμφωνα με την απόφαση της αρμόδιας αρχής:

i)      τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή όλων των ζώων, εμβρύων και ωαρίων που εντοπίζονται από την έρευνα που αναφέρεται στο σημείο 1, στοιχείο β΄, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, ή,

ii)      τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή όλων των ζώων, των εμβρύων και των ωαρίων που εντοπίζονται από την έρευνα που αναφέρεται στο σημείο 1, στοιχείο β΄, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, εξαιρουμένων των:

–      κριαριών αναπαραγωγής με γονότυπο ARR/ARR,

–      προβατίνων αναπαραγωγής που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ και, σε περίπτωση που οι εν λόγω προβατίνες αναπαραγωγής κυοφορούν την εποχή της έρευνας, των αρνιών που θα γεννηθούν στη συνέχεια, εάν ο γονότυπός τους πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου αυτής,

–      προβάτων που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR και προορίζονται αποκλειστικά για σφαγή,

–      εάν αποφασίσει σχετικά η αρμόδια αρχή, αιγοπροβάτων ηλικίας κάτω των δύο μηνών τα οποία προορίζονται αποκλειστικά για σφαγή·

iii)      εάν το μολυσμένο ζώο έχει εισαχθεί από άλλη εκμετάλλευση, το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίζει, βάσει του ιστορικού του κρούσματος, την εφαρμογή μέτρων εξάλειψης στην εγκατάσταση προέλευσης επιπλέον ή αντί της εγκατάστασης στην οποία επιβεβαιώθηκε η μόλυνση· στην περίπτωση που γη χρησιμοποιείται ως κοινός βοσκότοπος πολλών κοπαδιών, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να περιορίσουν την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων σε ένα μόνον κοπάδι, αφού σταθμίσουν όλους τους επιδημιολογικούς παράγοντες· σε περίπτωση που διατηρούνται περισσότερα από ένα κοπάδια σε μία εκμετάλλευση, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να περιορίσουν την εφαρμογή των μέτρων στο κοπάδι στο οποίο επιβεβαιώθηκε το κρούσμα τρομώδους νόσου, υπό τον όρο ότι έχει εξακριβωθεί ότι τα κοπάδια ήταν απομονωμένα το ένα από το άλλο και η εξάπλωση της μόλυνσης μεταξύ των κοπαδιών μέσω άμεσης ή έμμεσης επαφής είναι απίθανη.

γ)      σε περίπτωση επιβεβαίωσης της ΣΕΒ σε αιγοπρόβατο, τη θανάτωση και την ολοσχερή καταστροφή όλων των ζώων, των εμβρύων και των ωαρίων που έχουν εντοπιστεί κατά την έρευνα που αναφέρεται στο σημείο 1, στοιχείο β΄, δεύτερη έως πέμπτη περίπτωση [του παραρτήματος VII].»

4        Το άρθρο 23 του κανονισμού 999/2001 ορίζει:

«Ύστερα από διαβούλευση με την αρμόδια επιστημονική επιτροπή για κάθε θέμα δυνάμενο να έχει επιπτώσεις στην δημόσια υγεία, τα παραρτήματα τροποποιούνται ή συμπληρώνονται, θεσπίζεται δε κάθε κατάλληλο μεταβατικό μέτρο με τη διαδικασία του άρθρου 24, παράγραφος 2 […]».

5        Το άρθρο 24α του κανονισμού 999/2001 ορίζει:

«Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με μία από τις διαδικασίες του άρθρου 24 βασίζονται στη δέουσα εκτίμηση των πιθανών κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου και των ζώων και, λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων επιστημονικών στοιχείων, διατηρούν ή, αν δικαιολογείται επιστημονικά, αυξάνουν το επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου και των ζώων που διασφαλίζεται στην Κοινότητα.»

 Προσβαλλόμενα μέτρα

6        Προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα πλέον πρόσφατα επιστημονικά στοιχεία, τα παραρτήματα I, III, VII και X του κανονισμού 999/2001 που ρυθμίζουν ορισμένα μέτρα καταπολεμήσεως των μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ) στα αιγοπρόβατα τροποποιήθηκαν με τον κανονισμό 727/2007.

7        Το παράρτημα VII του κανονισμού 999/2001, το οποίο ορίζει ειδικότερα τα μέτρα εξαλείψεως τα οποία εφαρμόζονται μετά την επιβεβαίωση κρούσματος ΜΣΕ σε κοπάδι αιγοπροβάτων, τροποποιήθηκε ακολούθως με τον κανονισμό (ΕΚ) 746/2008 της Επιτροπής, της 17ης Ιουνίου 2008, για την τροποποίηση του παραρτήματος VII του κανονισμού 999/2001 (ΕΕ L 202, σ. 11, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

8        Ο προσβαλλόμενος κανονισμός τροποποίησε το παράρτημα VII του κανονισμού 999/2001 προσθέτοντας κεφάλαιο Α, υπό τον τίτλο «Μέτρα μετά την επιβεβαίωση της παρουσίας ΜΣΕ», και αντικατέστησε το σημείο 2, στοιχείο β΄, του παραρτήματος VII του κανονισμού 999/2001 ως ακολούθως:

«2. Τα μέτρα του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, προβλέπουν τουλάχιστον:

[…]

2.3. Σε περίπτωση επιβεβαίωσης μιας ΜΣΕ σε αιγοπρόβατο:

α)      εάν, βάσει των αποτελεσμάτων δοκιμής δακτυλίου που διεξήχθη σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο παράρτημα Χ, κεφάλαιο Γ, σημείο 3.2, στοιχείο γ΄, δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ΣΕΒ, τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή όλων των ζώων, εμβρύων και ωαρίων που εντοπίσθηκαν βάσει της έρευνας που αναφέρεται στο σημείο 1, στοιχείο β΄, δεύτερη έως πέμπτη περίπτωση·

β)      εάν το ενδεχόμενο ΣΕΒ έχει αποκλεισθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στο παράρτημα Χ, κεφάλαιο Γ, σημείο 3.2, στοιχείο γ΄, ανάλογα με την απόφαση της αρμόδιας αρχής:

είτε

i)      τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή όλων των ζώων, εμβρύων και ωαρίων που εντοπίζονται από την έρευνα που αναφέρεται στο σημείο 1, στοιχείο β΄, δεύτερη και τρίτη περίπτωση. Οι όροι που παρατίθενται στο σημείο 3 ισχύουν για την εκμετάλλευση,

είτε

ii)      τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή όλων των ζώων, των εμβρύων και των ωαρίων που έχουν εντοπιστεί κατά την έρευνα που αναφέρεται στο σημείο 1, στοιχείο β΄, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, εξαιρουμένων των:

–        κριαριών αναπαραγωγής με γονότυπο ARR/ARR,

–        προβατίνων αναπαραγωγής που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ και, σε περίπτωση που οι εν λόγω προβατίνες αναπαραγωγής κυοφορούν την εποχή της έρευνας, των αρνιών που θα γεννηθούν στη συνέχεια, εάν ο γονότυπός τους πληροί τις προϋποθέσεις της παρούσας περίπτωσης,

–        προβάτων που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR τα οποία προορίζονται αποκλειστικά για σφαγή,

–        εάν αποφασίσει σχετικά η αρμόδια αρχή, αιγοπροβάτων ηλικίας κάτω των τριών μηνών τα οποία προορίζονται αποκλειστικά για σφαγή.

Οι όροι που παρατίθενται στο σημείο 3 ισχύουν για την εκμετάλλευση:

είτε

iii)      ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει τη μη θανάτωση και καταστροφή των ζώων που εντοπίσθηκαν μέσω της έρευνας που αναφέρεται στο σημείο 1, στοιχείο β΄, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, όταν είναι δύσκολο να υπάρξει αντικατάσταση των προβάτων γνωστού γονότυπου ή στις περιπτώσεις που η συχνότητα του αλληλομόρφου ARR στη φυλή ή την εκμετάλλευση είναι μικρή, ή όπου κριθεί αναγκαίο για να αποφευχθεί η αιμομικτική διασταύρωση ή έπειτα από στάθμιση όλων των επιδημιολογικών παραγόντων. Οι όροι που παρατίθενται στο σημείο 4 ισχύουν για την εκμετάλλευση.

[…]»

9        Το σημείο 4 του κεφαλαίου A του παραρτήματος VII του κανονισμού 999/2001, το οποίο προστέθηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ορίζει:

«4. Μετά την εφαρμογή στην εκμετάλλευση των μέτρων που αναφέρονται στο σημείο 2.3, στοιχείο β΄, σημείο iii) και για περίοδο δύο ετών αναπαραγωγής μετά την ανίχνευση του τελευταίου κρούσματος ΜΣΕ:

α)      ταυτοποιούνται όλα τα αιγοπρόβατα στην εκμετάλλευση·

β)      όλα τα αιγοπρόβατα στην εκμετάλλευση μπορούν να μετακινηθούν μόνον εντός της επικράτειας του οικείου κράτους μέλους για σφαγή προς κατανάλωση από τον άνθρωπο ή για σκοπούς καταστροφής· όλα τα ζώα άνω της ηλικίας των 18 μηνών που εσφάγησαν προς κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλονται σε δοκιμές για την παρουσία ΜΣΕ σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους που αναφέρονται στο παράρτημα Χ, κεφάλαιο Γ, σημείο 3.2, στοιχείο β΄·

[…]

ε)      όλα τα αιγοπρόβατα άνω της ηλικίας των 18 μηνών τα οποία πέθαναν ή θανατώθηκαν στην εκμετάλλευση υποβάλλονται σε δοκιμή για ΜΣΕ·

στ)      μόνον αρσενικά πρόβατα με γονότυπο ARR/ARR και θηλυκά πρόβατα από εκμεταλλεύσεις όπου δεν ανιχνεύθηκαν κρούσματα ΜΣΕ ή από κοπάδια που πληρούν τους όρους που παρατίθενται στο σημείο 3.4 μπορούν να εισάγονται στην εκμετάλλευση·

ζ)      μόνον αιγοειδή από εκμεταλλεύσεις όπου δεν ανιχνεύθηκαν κρούσματα ΜΣΕ ή από κοπάδια που πληρούν τους όρους που παρατίθενται στο σημείο 3.4 μπορούν να εισάγονται στην εκμετάλλευση·

[…]».

10      Περαιτέρω, το σημείο 2.3, στοιχείο δ΄, του κεφαλαίου A του παραρτήματος VII του κανονισμού 999/2001, όπως τροποποιήθηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ορίζει:

«δ) τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν:

i)      την αντικατάσταση της θανάτωσης και της ολοσχερούς καταστροφής όλων των ζώων που αναφέρονται στο στοιχείο β΄, σημείο i, με τη σφαγή προς κατανάλωση από τον άνθρωπο·

ii)      την αντικατάσταση της θανάτωσης και της ολοσχερούς καταστροφής των ζώων που αναφέρονται στο στοιχείο β΄, σημείο ii, με τη σφαγή προς κατανάλωση από τον άνθρωπο, υπό τον όρο ότι:

–      τα ζώα σφάζονται εντός της επικράτειας του οικείου κράτους μέλους·

–      όλα τα ζώα ηλικίας άνω των 18 μηνών ή των οποίων περισσότεροι από δύο μόνιμοι κοπτήρες έχουν ανατείλει από τα ούλα, και τα οποία σφάζονται προς κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλονται σε δοκιμή για την παρουσία ΜΣΕ σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους που προβλέπονται στο παράρτημα Χ, κεφάλαιο Γ, σημείο 3.2, στοιχείο β΄·».

11      Τέλος, το σημείο 3.1 του κεφαλαίου A του παραρτήματος VII του κανονισμού 999/2001, όπως τροποποιήθηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, είναι όμοιο με το σημείο 4 της προηγούμενης εκδόσεως του παραρτήματος VII του κανονισμού 999/2001 και ορίζει:

«3.1. Μόνο τα ακόλουθα ζώα εισάγονται στην (στις) εκμετάλλευση(-εύσεις):

α)      αρσενικά πρόβατα με γονότυπο ARR/ARR·

β)      θηλυκά πρόβατα που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ·

γ)      αιγοειδή υπό την προϋπόθεση ότι:

i)      δεν υπάρχουν στην εκμετάλλευση άλλα πρόβατα αναπαραγωγής πλην αυτών με τους γονότυπους που αναφέρονται στα στοιχεία α΄ και β΄·

ii)      πραγματοποιήθηκε διεξοδικός καθαρισμός και απολύμανση όλων των χώρων στέγασης των ζώων της εκμετάλλευσης ύστερα από τη μείωση του ζωικού πληθυσμού.»

 Πραγματικά περιστατικά

1.     Μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες

12      Οι ΜΣΕ είναι εκφυλιστικές του νευρικού συστήματος νόσοι με αργή εξέλιξη και θανατηφόρες συνέπειες. Χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερες βλάβες του κεντρικού νευρικού συστήματος (του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού) και προσβάλλουν τόσο τα ζώα όσο και τον άνθρωπο.

13      Όλες οι ΜΣΕ οφείλονται σε έναν άτυπο μεταδιδόμενο παράγοντα ο οποίος καλείται «πρωτεΐνη πριόν» (prion). Ο όρος αυτός αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη λοιμώδη πρωτεΐνη, ήτοι σε ανώμαλη μορφή της πρωτεΐνης P (PrP), η οποία είναι φυσιολογική πρωτεΐνη στον ξενιστή.

14      Μεταξύ των ΜΣΕ που είναι δυνατόν να προσβάλουν τα αιγοπρόβατα και τα βοοειδή, είναι δυνατό να διακριθούν οι ακόλουθες παθολογίες: η σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (ΣΕΒ), η κλασική τρομώδης νόσος και η άτυπη τρομώδης νόσος.

2.     Σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών

15      Η ΣΕΒ είναι ΜΣΕ η οποία εντοπίσθηκε για πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 1986 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Προσβάλλει τα βοοειδή και μεταδίδεται στον άνθρωπο, στον οποίο προκαλεί νέα μορφή της νόσου Creutzfeldt-Jakob. Θεωρείται επίσης ως νόσος που είναι δυνατόν να προσβάλει τα αιγοπρόβατα. Βάσει μοριακών και ιστοπαθολογικών κριτηρίων γίνεται διάκριση ανάμεσα στην κλασική ΣΕΒ, στη ΣΕΒ τύπου L και στη ΣΕΒ τύπου H.

3.     Τρομώδης νόσος

16      Η τρομώδης νόσος είναι ΜΣΕ η οποία προσβάλλει τα αιγοπρόβατα. Είναι γνωστή στην Ευρώπη από τις αρχές του 18ου αιώνα. Μεταδίδεται κυρίως από τη μητέρα στους απογόνους της αμέσως μετά τη γέννηση ή από τη μητέρα σε άλλα νεογνά που είναι δεκτικά προσβολής τα οποία εκτίθενται σε εμβρυακά υγρά ή σε ιστούς προερχόμενους από μολυσμένο ζώο. Ο επιπολασμός της τρομώδους νόσου στα ενήλικα ζώα είναι πολύ μικρότερος.

17      Η έκφραση «κλασική τρομώδης νόσος» αναφέρεται σε όλες τις μορφές της νόσου (στελέχη) των ΜΣΕ που δεν έχουν ταξινομηθεί έως σήμερα, οι οποίες, όμως, εμφανίζουν ορισμένα χαρακτηριστικά που θεωρούνται αντιπροσωπευτικά. Οι παθολογίες αυτές εκδηλώνονται από μοριακής απόψεως μέσω ευρείας διαδόσεως της πρωτεΐνης πριόν στον οργανισμό, εξαπλώσεως εντός των κοπαδιών και μεταξύ κοπαδιών, καθώς και μέσω γενετικής ευαισθησίας ή γενετικής αντιστάσεως που ποικίλλει από ζώο σε ζώο.

18      Συγκεκριμένα, τα πρόβατα εκδηλώνουν διαφορετικά την τρομώδη νόσο λόγω της δομής του γονιδίου που κωδικοποιεί την PrP (στο εξής: γονίδιο PrP) και, ειδικότερα, λόγω της φύσεως των τριών αμινοξέων που βρίσκονται στις θέσεις 136, 145 και 171 της αλληλουχίας αμινοξέων της PrP και χαρακτηρίζονται με τα κεφαλαία γράμματα «A» για την αλανίνη, «R» για την αργινίνη, «Q» για τη γλουταμίνη και «V» για τη βαλίνη, που επιτρέπουν τη διάκριση μεταξύ των διαφόρων μορφών της PrP σε αυτά. Τέσσερα αλληλόμορφα γονίδια PrP είναι γνωστά, ήτοι τα αλληλόμορφα VRQ, ARQ, AHQ και ARR. Τα πρόβατα που φέρουν το αλληλόμορφο VRQ εμφανίζουν υπερευαισθησία στην τρομώδη νόσο. Παρουσιάζουν ραγδαία επιδείνωση της νόσου αυτής και ανιχνεύσιμα ίχνη της πρωτεΐνης πριόν εντοπίζονται σε διάφορα όργανα του ζώου καθόλη τη διάρκεια της περιόδου επωάσεως της νόσου. Τα πρόβατα που φέρουν τα αλληλόμορφα ARQ ή AHQ είναι σχετικώς ανθεκτικά στην τρομώδη νόσο. Τέλος, τα πρόβατα που φέρουν το αλληλόμορφο ARR είναι σχεδόν ανθεκτικά στην τρομώδη νόσο. Τα ζώα που φέρουν ένα τουλάχιστον αλληλόμορφο ARR είναι ημι-ανθεκτικά στην τρομώδη νόσο. Στα ζώα αυτά, ο πολλαπλασιασμός της πρωτεΐνης πριόν είναι πολύ αργός. Περιορίζεται στο νευρικό σύστημα και η πρωτεΐνη πριόν εντοπίζεται προ της εμφανίσεως κλινικών συμπτωμάτων της νόσου.

19      Ο όρος «άτυπη τρομώδης νόσος» προκύπτει ότι αντιστοιχεί σε μόνο μία μορφή των ΜΣΕ. Η παθολογία αυτή εμφανίζει χαρακτηριστικά που θεωρούνται άτυπα στα μικρά μηρυκαστικά, όπως συγκέντρωση της πρωτεΐνης πριόν στο κεντρικό νευρικό σύστημα, περιορισμένη ή ανύπαρκτη εξάπλωση και διαπιστωμένη απουσία γενετικής αντιστάσεως. Τα ζώα με γονότυπο ARR/ARR είναι, επομένως, δυνατό να προσβληθούν από την παθολογία αυτή. Πάντως, η συγκέντρωση της πρωτεΐνης πριόν στο κεντρικό νευρικό σύστημα καθιστά πολύ αποτελεσματικά τα μέτρα εντοπισμού και την αφαίρεση των υλικών κινδύνου.

4.     Εξέλιξη της κοινοτικής πολιτικής για την καταπολέμηση των ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα

20      Δεδομένου ότι ήταν θεωρητικώς δυνατό να προσβληθούν από τη ΣΕΒ τα αιγοπρόβατα και υπό φυσικές συνθήκες, με την κοινοτική νομοθεσία προβλέφθηκαν μέτρα για την πρόληψη και την εξάλειψη των ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα [βλ., ειδικότερα, τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 1139/2003 της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 2003, για την τροποποίηση του κανονισμού 999/2001 σχετικά με τα προγράμματα παρακολούθησης και τα ειδικά υλικά κινδύνου (ΕΕ L 160, σ. 22)].

21      Στις 22 Μαΐου 2001, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν τον κανονισμό 999/2001 ο οποίος ενσωμάτωσε σε ενιαίο κείμενο τις τότε ισχύουσες διατάξεις σχετικά με την καταπολέμηση των ΜΣΕ. Ο κανονισμός αυτός απαγορεύει τη χρησιμοποίηση για τη διατροφή των μηρυκαστικών αλεύρων με βάση ζωικές πρωτεΐνες, οι οποίες αποκαλούνται επίσης και «MBM» (βλ. άρθρο 7, παράγραφος 1, και παράρτημα IV του κανονισμού 999/2001). Επιβάλλει την καταστροφή των «ειδικών υλικών κινδύνου», που αποκαλούνται «ΕΥΚ», ήτοι των ιστών που είναι πλέον πιθανόν να έχουν μολυνθεί από ΜΣΕ (βλ. άρθρο 8 και παράρτημα V του κανονισμού 999/2001). Προβλέπει μέτρα για τα ζώα για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι έχουν μολυνθεί από ΜΣΕ και μέτρα μετά τη διαπίστωση της παρουσίας ΜΣΕ στα ζώα. Στα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνονται η καταστροφή των ζώων που παρουσιάζουν κίνδυνο, όπως προσδιορίζεται στο παράρτημα VII του κανονισμού 999/2001 υπό την αρχική του έκδοση (βλ. άρθρα 12 και 13 και παράρτημα VII του κανονισμού 999/2001). Εξάλλου, επιβάλλει στα κράτη μέλη να θεσπίσουν ετήσια πρόγραμμα επιτηρήσεως των ΜΣΕ. Για τα αιγοπρόβατα, η επιτήρηση αυτή γίνεται ειδικότερα με ανίχνευση χρησιμοποιώντας «ταχείες δοκιμές» σε δείγματα του πληθυσμού των αιγοπροβάτων (βλ. άρθρο 6 και παράρτημα III του κανονισμού 999/2001). Τέλος, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι επιστημονικές εξελίξεις, το άρθρο 23 του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι τα παραρτήματά του μπορούν να τροποποιούνται και να συμπληρώνονται διά της τηρήσεως διαδικασίας επιτροπολογίας η οποία περιλαμβάνει τη διαβούλευση με επιστημονική συντονιστική επιτροπή.

22      Κατ’ εφαρμογή της τελευταίας αυτής διατάξεως, ο κανονισμός 999/2001 τροποποιήθηκε αρκετές φορές μεταξύ των ετών 2001 και 2007. Οι τροποποιήσεις αυτές αφορούσαν μεταξύ άλλων μέτρα καταπολεμήσεως των ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα λαμβανομένων υπόψη των εξελίξεων των επιστημονικών γνώσεων στον τομέα των ΜΣΕ.

23      Στις 14 Φεβρουαρίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 270/2002, με τον οποίο τροποποιήθηκε, αφενός, ο κανονισμός 999/2001 όσον αφορά το ειδικό υλικό κινδύνου και την επιδημιολογική παρακολούθηση των ΜΣΕ και, αφετέρου, ο κανονισμός 1326/2001 όσον αφορά τις ζωοτροφές και τη διάθεση στην αγορά αιγοπροβάτων και των προϊόντων τους (ΕΕ L 45, σ. 4). Αντικείμενο του κανονισμού αυτού είναι ειδικότερα η αναθεώρηση των κανόνων παρακολουθήσεως των ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι γνώμες της 18-19ης Οκτωβρίου 2001 της επιστημονικής συντονιστικής επιτροπής, που πρότεινε να πραγματοποιηθεί επειγόντως έρευνα της επιπτώσεως των ΜΣΕ με τις διαθέσιμες «ταχείες δοκιμές» χρησιμοποιώντας ένα στατιστικά ορθό σχέδιο και μέγεθος δείγματος προκειμένου να εξαχθούν αξιόπιστα αποτελέσματα (βλ. δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 270/2002). Ο κανονισμός αυτός προβλέπει, επομένως, την παρακολούθηση των αιγοπροβάτων με «ταχείες δοκιμές» επί ελάχιστου δείγματος ανά κράτος μέλος το οποίο είναι σαφώς μεγαλύτερο από το προβλεπόμενο στην προηγούμενη έκδοση του κανονισμού 999/2001. Εξάλλου, προβλέπει τον προσδιορισμό του γονότυπου της πρωτεΐνης πριόν για τα θετικά ως προς ΜΣΕ κρούσματα σε πρόβατα (βλ. παράρτημα I του κανονισμού 270/2002).

24      Οι «ταχείες δοκιμές» τις οποίες μνημονεύει ο κανονισμός 999/2001 και στις τροποποιημένες του εκδόσεις είναι δοκιμές δυνάμενες να ανιχνεύουν εντός σύντομου χρονικού διαστήματος τις ΜΣΕ με τη χρήση δειγμάτων από τα πτώματα των ζώων ή από σφάγια ζώων που θανατώθηκαν. Η ανίχνευση με «ταχείες δοκιμές» επιτρέπει μόνο τον εντοπισμό της παρουσίας ΜΣΕ, όχι όμως και τον προσδιορισμό της μορφής της, ήτοι αν πρόκειται για ΣΕΒ, κλασική τρομώδη νόσο ή άτυπη τρομώδη νόσο. Εφόσον από τις «ταχείες δοκιμές» προκύψουν θετικά αποτελέσματα, το εγκεφαλικό στέλεχος αποστέλλεται στο εργαστήριο αναφοράς που προβλέπει το παράρτημα X του κανονισμού 999/2001 (στο εξής: εργαστήριο αναφοράς) προκειμένου να υποβληθεί σε εξετάσεις επιβεβαιώσεως. Οι εξετάσεις επιβεβαιώσεως περιλαμβάνουν εξετάσεις ανοσοκυτταροχημείας, εξετάσεις ανοσοκαθηλώσεως, ιστοπαθολογικές εξετάσεις των εγκεφαλικών ιστών και/ή ανίχνευση χαρακτηριστικών ινιδίων με ηλεκτρονική μικροσκοπία (στο εξής, από κοινού: εξετάσεις επιβεβαιώσεως) [βλ. κανονισμό (ΕΚ) 1248/2001 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 2001, για την τροποποίηση των παραρτημάτων III, X και XI του κανονισμού 999/2001 (ΕΕ L 173, σ. 12)]. Εφόσον, μετά από τις δοκιμές αυτές, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η ΣΕΒ, οι δοκιμές αυτές συμπληρώνονται με βιολογικές δοκιμές (αποκαλούμενες επίσης «βιοδοκιμές» ή «strain typing»). Οι εν λόγω δοκιμές περιλαμβάνουν τον ενοφθαλμισμό μολυσμένων με ΜΣΕ ιστών στον εγκέφαλο ζωντανού ποντικού προκειμένου να προσδιορισθεί η φύση της οικείας ΜΣΕ, ήτοι αν πρόκειται για ΣΕΒ ή για τρομώδη νόσο. Όταν ο ποντικός καταλήξει, διενεργείται μικροσκοπική εξέταση στον εγκέφαλό του και τα πορίσματα της εξετάσεως αυτής επιτρέπουν τον προσδιορισμό της ακριβούς φύσεως της ΜΣΕ. Αυτές οι βιολογικές δοκιμές επιτρέπουν να προσδιορισθεί με ακρίβεια αν η ΜΣΕ είναι ΣΕΒ ή όχι μετά από αρκετά έτη. Οι δοκιμές για τη διάκριση της ΣΕΒ από λοιπές ΜΣΕ αποκαλούνται κοινώς «δοκιμές διακρίσεως».

25      Κατά τον χρόνο εκδόσεως του κανονισμού 270/2002, οι μόνες αξιόπιστες δοκιμές διακρίσεως ήταν οι βιολογικές δοκιμές. Δεν υπήρχαν αξιόπιστες μοριακές δοκιμές διακρίσεως δυνάμενες να διακρίνουν ανάμεσα στη μόλυνση από ΣΕΒ και από την τρομώδη νόσο (βλ. τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1139/2003).

26      Τον Ιούνιο του 2003, η Επιτροπή έδωσε εντολή στο εργαστήριο αναφοράς να συγκροτήσει ομάδα εμπειρογνωμόνων στη λυσιτυπία των ΜΣΕ (στο εξής: STEG) αποστολή της οποίας ήταν να αναπτύξει και να επικυρώσει δοκιμές εναλλακτικές των βιολογικών δοκιμών διακρίσεως για τις ΜΣΕ. Οι εργασίες της STEG κατέληξαν στην επικύρωση δοκιμών «βιοχημικών» ή «μοριακών» ικανών να διακρίνουν τη ΣΕΒ από την τρομώδη νόσο. Αυτές οι μοριακές δοκιμές διακρίσεως επιτρέπουν τον αποκλεισμό της παρουσίας ΣΕΒ στους ιστούς εντός διαστήματος από μερικές ημέρες έως μερικές εβδομάδες.

27      Κατόπιν της αναπτύξεως των μοριακών δοκιμών διακρίσεως, η Επιτροπή, στις 12 Ιανουαρίου 2005, εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 36/2005 για την τροποποίηση των παραρτημάτων ΙΙΙ και Χ του κανονισμού (ΕΚ) 999/2001 όσον αφορά την επιδημιολογική [παρακολούθηση] των ΜΣΕ στα βοοειδή και αιγοπρόβατα (ΕΕ L 10, σ. 9) προκειμένου, ειδικότερα, να επιτρέψει τη χρησιμοποίηση αυτών των μοριακών δοκιμών διακρίσεως στο πλαίσιο του συστήματος επιτηρήσεως που είχε θέσει σε εφαρμογή ο κανονισμός 999/2001.

28      Έτσι, ο κανονισμός 36/2005 ορίζει ότι, αν, στο πλαίσιο της επιτηρήσεως των κοπαδιών αιγοπροβάτων, το αποτέλεσμα των «ταχέων δοκιμών» επί συλλεγέντος δείγματος είναι ασαφές ή θετικό και εφόσον το αποτέλεσμα αυτό επιβεβαιώνεται με εξετάσεις επιβεβαιώσεως, το ζώο θεωρείται «θετικό κρούσμα τρομώδους νόσου», αποκαλούμενο επίσης και «κρούσμα ένδειξη». Το εν λόγω κρούσμα υποβάλλεται σε κύρια μοριακή δοκιμή με ανοσοκαθήλωση. Εφόσον με την κύρια δοκιμή δεν μπορεί να αποκλεισθεί η παρουσία ΣΕΒ, το κρούσμα αυτό υποβάλλεται στη συνέχεια σε τρεις μοριακές δοκιμές διακρίσεως: σε δεύτερη δοκιμή ανοσοκαθηλώσεως, σε δοκιμή ανοσοκυτταροχημείας και σε δοκιμή ενζυματικής ανοσοαπορροφήσεως, αποκαλούμενη επίσης «ELISA». Μόνο τα δείγματα για τα οποία υπάρχουν ενδείξεις για παρουσία ΣΕΒ και εκείνα που είναι ασαφή μετά από αυτές τις μοριακές δοκιμές διακρίσεως αναλύονται περαιτέρω με βιοδοκιμές σε ποντίκια για τελική επιβεβαίωση (βλ. σημείο 3.2 του κεφαλαίου Γ του παραρτήματος X του κανονισμού 999/2001, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 36/2005). Ο κανονισμός αυτός επιβάλλει επίσης τη λυσιτυπία των ΜΣΕ με δοκιμές διακρίσεως για όλα τα στελέχη της πρωτεΐνης πριόν που ανιχνεύονται σε μικρά μηρυκαστικά κατόπιν ταχείας δοκιμής. Τέλος, ο κανονισμός αυτός επιβάλλει δοκιμές ανιχνεύσεως επί σημαντικού δείγματος σε όλα τα κοπάδια με μολυσμένο ζώο.

29      Κατ’ εφαρμογή των προαναφερθεισών ρυθμίσεων, τα κράτη μέλη είχαν αποκλειστικώς την επιλογή οσάκις ζώο ανήκον σε κοπάδι αιγών ή προβάτων προσβαλλόταν με ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, είτε να καταστρέψουν το σύνολο του κοπαδιού όπου ανήκε το μολυσμένο ζώο είτε σε περίπτωση που το μολυσμένο ζώο ήταν προβατοειδές, να καταστρέψουν μόνο τα γενετικώς ευαίσθητα ζώα του κοπαδιού μετά τον προσδιορισμό του γονότυπου του συνόλου των ζώων του κοπαδιού προκειμένου να γίνει διάκριση των ευαίσθητων ζώων από τα ανθεκτικά ζώα. Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούσαν να μην θανατώσουν τα αιγοπρόβατα ηλικίας κάτω των δύο μηνών τα οποία προορίζονταν αποκλειστικώς για σφαγή (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω). Αντιθέτως, εφόσον ζώο προσβαλλόταν με ΣΕΒ, τα κράτη μέλη όφειλαν να θανατώσουν και να καταστρέψουν ολοσχερώς όλα τα αιγοπρόβατα, τα έμβρυα και τα ωάρια, καθώς και όλα τα ζώα και τα υλικά και άλλα μέσα μεταδόσεως.

30      Μετά την επιβεβαίωση, στις 28 Ιανουαρίου 2005, της παρουσίας ΣΕΒ σε αίγα που γεννήθηκε το 2000 και εσφάγη στη Γαλλία το 2002, τέθηκε σε εφαρμογή πρόγραμμα αυξημένης επιτηρήσεως των αιγοειδών. Επρόκειτο για την πρώτη περίπτωση μολύνσεως μικρού μηρυκαστικού με ΣΕΒ υπό φυσικές συνθήκες [βλ. δεύτερη έως τέταρτη αιτιολογική σκέψη και παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) 214/2005 της Επιτροπής, της 9ης Φεβρουαρίου 2009, για την τροποποίηση του παραρτήματος III του κανονισμού 999/2001 όσον αφορά την [παρακολούθηση] των ΜΣΕ σε αιγοειδή (ΕΕ L 37, σ. 9)].

31      Στις 15 Ιουλίου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση με τίτλο «οδικός χάρτης για τις ΜΣΕ» [COM(2005) 322 τελικό] (στο εξής: οδικός χάρτης για τις ΜΣΕ), όπου ανακοίνωσε την πρόθεσή της να προτείνει μέτρα με στόχο τον περιορισμό της αυστηρότητας των ισχυόντων μέτρων εξαλείψεως για τα μικρά μηρυκαστικά, λαμβάνοντας υπόψη τα νέα διαθέσιμα διαγνωστικά μέσα και διασφαλίζοντας παράλληλα το σημερινό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών. Ειδικότερα, επισήμανε ότι οι μοριακές δοκιμές διακρίσεως που εφαρμόζονταν από τον Ιανουάριο του 2005 ήταν σε θέση να αποκλείσουν την παρουσία ΣΕΒ, εντός λίγων εβδομάδων, στα περισσότερα κρούσματα ΜΣΕ. Επιπλέον, έκρινε ότι, στην περίπτωση που είχε αποκλειστεί η ΣΕΒ, δεν υπήρχε πλέον κίνδυνος για τη δημόσια υγεία και επομένως η σφαγή ολόκληρου του κοπαδιού για λόγους δημόσιας υγείας θα μπορούσε να θεωρηθεί δυσανάλογη. Ακολούθως, παρουσίασε πίνακα, με τον αριθμό των αιγών ή προβάτων που είχε χαρακτηρισθεί «θετικός» σε μολυσμένα κοπάδια για την περίοδο 2002 έως 2004, ο οποίος κυμαινόταν σε ποσοστά από 0,3 % έως 3,5 %. Επισήμανε, επίσης, ότι έκρινε σκόπιμο τον περιορισμό της αυστηρότητας της πολιτικής σφαγής των αιγοπροβάτων στις περιπτώσεις όπου είχε αποκλεισθεί η ΣΕΒ, μέσω της ενισχύσεως των ελέγχων στα μολυσμένα κοπάδια και της σφαγής για την κατανάλωση από τον άνθρωπο, όλων των ζώων, κάθε ηλικίας εφόσον τα αποτελέσματα από τις «ταχείες δοκιμές» ήταν αρνητικά. Τέλος, επισήμανε ότι οι όροι πιστοποιήσεως των κοπαδιών θα έπρεπε επίσης να θεωρηθούν ως συμπληρωματικό μέτρο για την εξάλειψη των ΜΣΕ (βλ. σημεία 2.5.1 έως 2.5.2 του οδικού χάρτη για τις ΜΣΕ).

32      Στις 21 Σεπτεμβρίου 2005, οι γαλλικές αρχές προσέφυγαν στη γαλλική Αρχή Υγειονομικής Ασφάλειας Τροφίμων (Agence française de sécurité sanitaire des aliments, στο εξής: AFSSA) προκειμένου να εξετάσει, αφενός, τους υγειονομικούς κινδύνους για τα αιγοπρόβατα των μέτρων που πρότεινε η Επιτροπή με τον οδικό χάρτη για τις ΜΣΕ και, αφετέρου, την αξιοπιστία των δοκιμών διακρίσεως.

33      Στις 26 Οκτωβρίου 2005, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (στο εξής: ΕΑΑΤ) εξέδωσε γνώμη σχετικά με την κατηγοριοποίηση άτυπων κρουσμάτων ΜΣΕ σε μικρά μηρυκαστικά. Στη γνώμη αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν δυνατός ο λειτουργικός ορισμός της άτυπης τρομώδους νόσου. Επίσης, πρότεινε τα προγράμματα επιτηρήσεως να χρησιμοποιούν κατάλληλο συνδυασμό δοκιμών και δειγματοληψίας προκειμένου να διασφαλίζεται ο εντοπισμός των κρουσμάτων της άτυπης τρομώδους νόσου.

34      Μεταξύ Δεκεμβρίου του 2005 και Φεβρουαρίου του 2006, τα προγράμματα επιτηρήσεως των ΜΣΕ που έθεσε σε εφαρμογή η Ευρωπαϊκή Κοινότητα κατέστησαν δυνατό τον εντοπισμό δύο προβάτων προελεύσεως Γαλλίας και ενός προβάτου προελεύσεως Κύπρου που θεωρούνταν ύποπτα για μόλυνση από τη ΣΕΒ. Σε γνώμη της 8ης Μαρτίου 2006, ομάδα εμπειρογνωμόνων για τις ΜΣΕ, προεδρευόμενη από το εργαστήριο αναφοράς, έκρινε ότι, καίτοι τα δείγματα από αυτά τα τρία πρόβατα δεν ήταν σύμφωνα προς τα στοιχεία της βάσεως δεδομένων που περιλαμβάνει δείγματα της «πειραματικής ΣΕΒ προβατοειδών», δεν υπήρχαν επαρκείς αποδείξεις για τον κατηγορηματικό αποκλεισμό της παρουσίας ΣΕΒ. Κατά συνέπεια, διενεργήθηκαν βιολογικές δοκιμές με τον ενοφθαλμισμό ποντικών με τα τρία ύποπτα δείγματα. Μετά τον εντοπισμό αυτών των τριών ύποπτων κρουσμάτων, η Επιτροπή εφήρμοσε αυξημένη επιτήρηση των ΜΣΕ στα προβατοειδή σε όλα τα κράτη μέλη [βλ., ειδικότερα, δεύτερη και πέμπτη αιτιολογική σκέψη και παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) 1041/2006 της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 2006, για την τροποποίηση του παραρτήματος III του κανονισμού 999/2001 όσον αφορά την [παρακολούθηση] ΜΣΕ σε προβατοειδή (ΕΕ L 187, σ. 10)].

35      Στις 15 Μαΐου 2006, η AFSSA εξέδωσε γνώμη σχετικά με τις εξελίξεις της κοινοτικής νομοθεσίας τις οποίες πρότεινε ο οδικός χάρτης για τις ΜΣΕ. Με την εν λόγω γνώμη, αντιτάχθηκε στην πρόταση της Επιτροπής για περιορισμό της αυστηρότητας της πολιτικής σφαγής προκειμένου να τεθεί προς κατανάλωση από τον άνθρωπο κρέας από ζώα ανήκοντα σε κοπάδια μικρών μηρυκαστικών προσβεβλημένων από την τρομώδη νόσο. Έκρινε ότι οι «ταχείες δοκιμές» λυσιτυπίας των στελεχών της πρωτεΐνης πριόν, ήτοι οι μοριακές δοκιμές διακρίσεως, δεν μπορούσαν να αποκλείσουν την παρουσία ΣΕΒ στα κοπάδια και ότι δεν ήταν δυνατό να διαπιστωθεί ότι, με εξαίρεση τη ΣΕΒ, όλα τα στελέχη των ΜΣΕ που είναι ενδεχομένως παρόντα στα μικρά μηρυκαστικά, συμπεριλαμβανομένων των άτυπων μορφών, δεν εμφανίζαν υγειονομικούς κινδύνους για τον άνθρωπο.

36      Οι προτάσεις του οδικού χάρτη για τις ΜΣΕ υποβλήθηκαν στη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, η οποία αποτελεί τη μόνιμη επιτροπή που μνημονεύει το άρθρο 23 του κανονισμού 999/2001.

37      Στις 22 Ιουνίου και στις 6 Δεκεμβρίου 2006, οι γαλλικές αρχές προσέφυγαν εκ νέου στην AFSSA με αίτημα τη λεπτομερή αξιολόγηση των προτεινόμενων από την Επιτροπή μέτρων σχετικά με την κλασική και την άτυπη τρομώδη νόσο.

38      Στις 15 Ιανουαρίου 2007, η AFSSA εξέδωσε γνώμη σχετικά με την εξέλιξη των μέτρων υγειονομικού ελέγχου στα κοπάδια αιγοπροβάτων, στα οποία έχει ανιχνευθεί κρούσμα τρομώδους νόσου, κλασικής ή άτυπης, κατόπιν των αιτημάτων των γαλλικών αρχών στις 22 Ιουνίου και στις 6 Δεκεμβρίου 2006. Με την εν λόγω γνώμη, έκρινε ότι οι δοκιμές διακρίσεως δεν μπορούσαν να αποκλείσουν την παρουσία ΣΕΒ ούτε στο εξετασθέν ζώο ούτε a fortiori στο κοπάδι στο οποίο ανήκει και ότι η μετάδοση στον άνθρωπο στελεχών της ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, δεν μπορούσε να αποκλεισθεί. Εξάλλου, επισήμανε ότι τα προϊόντα που προέρχονται από αιγοπρόβατα που ανήκαν σε κοπάδια προσβεβλημένα από την κλασική τρομώδη νόσο και είχαν σφαγιασθεί υπό τις συνθήκες που περιγράφονται στον οδικό χάρτη για τις ΜΣΕ παρουσίαζαν πρόσθετο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία σε σχέση με τα προϊόντα που προέρχονται αποκλειστικά από πρόβατα με γενετική ανθεκτικότητα. Τέλος, κατά την άποψή της, δεν ήταν δυνατή η ποσοτική εκτίμηση των κινδύνων αυτών λόγω ανεπαρκών δεδομένων σχετικά με τον πραγματικό επιπολασμό της τρομώδους νόσου στο σύνολο των προσβληθέντων κοπαδιών και με την πραγματική γενετική δομή του πληθυσμού προβατοειδών εν γένει. Πάντως, βάσει κατά προσέγγιση εκτιμήσεως, έκρινε ότι ο σχετικός κίνδυνος που προέρχεται από ζώο ανήκον σε κοπάδι προσβεβλημένο σε σχέση με τον κίνδυνο από ζώο του γενικού πληθυσμού ήταν από 20 έως 600 φορές σοβαρότερος. Αυτός ο πρόσθετος κίνδυνος εντεινόταν ακόμη περισσότερο αν λαμβάνονταν υπόψη μόνο ζώα ευαίσθητου γονότυπου προερχόμενα από προσβεβλημένα κοπάδια. Κατά συνέπεια, συνέστησε τη διατήρηση σε ισχύ της ισχύουσας νομοθεσίας για την κλασική τρομώδη νόσο.

39      Μετά τη γνώμη της AFSSA της 15ης Ιανουαρίου 2007, η Επιτροπή προσέφυγε στην ΕΑΑΤ για να ζητήσει τη γνώμη της επί των δύο επιστημονικών παραδοχών στις οποίες στηρίζονταν οι προτάσεις της, ήτοι επί της αξιοπιστίας των δοκιμών διακρίσεως και της απουσίας μεταδοτικότητας στον άνθρωπο στελεχών της ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ.

40      Στις 25 Ιανουαρίου 2007, η ΕΑΑΤ εξέδωσε γνώμη σχετικά με την «ποσοτική εκτίμηση του κινδύνου της ΣΕΒ στο πρόβειο κρέας και στα προϊόντα που προέρχονται από πρόβειο κρέας». Στην εν λόγω γνώμη, έκρινε, βάσει αποτελεσμάτων από την ενισχυμένη επιτήρηση των ΜΣΕ, ότι η ΣΕΒ στα προβατοειδή αφορούσε, κατά μέγιστον, από λίγα έως μερικές εκατοντάδες κρούσματα μεταξύ εκατομμυρίων προβάτων που οδηγούνται στη σφαγή. Εκτίμησε, επίσης, τον πλέον πιθανό επιπολασμό της ΣΕΒ στα προβατοειδή στο μηδέν. Στις 21 Δεκεμβρίου 2006, η Spongiform Encephalopathy Advisory Committee (SEAC), η οποία παρέχει ανεξάρτητες επιστημονικές γνώμες στην Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας όσον αφορά τις ΜΣΕ, είχε ήδη επισημάνει ότι πιθανότατα δεν υπήρχε πρόβειο κρέας μολυσμένο από παράγοντες της ΣΕΒ στην τροφική αλυσίδα του Ηνωμένου Βασιλείου.

41      Στις 8 Μαρτίου 2007, η ΕΑΑΤ εξέδωσε γνώμη σχετικά με ορισμένες μορφές κινδύνου εκ των ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα. Στην εν λόγω γνώμη έκρινε ότι δεν αποδεικνυόταν σχέση, επιδημιολογική ή μοριακή, μεταξύ της κλασικής ή άτυπης τρομώδους νόσου και της ΜΣΕ στον άνθρωπο. Επισήμανε ότι ο παράγοντας της ΣΕΒ ήταν ο μόνος παράγοντας των ΜΣΕ που είχε ανιχνευθεί ως ζωονοσογόνος. Πάντως, λόγω της ποικιλομορφίας τους, η μετάδοση στον άνθρωπο παραγόντων των ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, ή σε άλλα ζώα δεν μπορούσε να αποκλεισθεί. Επιπλέον, έκρινε ότι οι δοκιμές διακρίσεως που προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία ήταν, έως εκείνη τη χρονική στιγμή, αξιόπιστες για τη διάκριση της ΣΕΒ από την κλασική ή άτυπη τρομώδη νόσο, καίτοι ούτε η διαγνωστική ευαισθησία ούτε η εξειδίκευση των δοκιμών διακρίσεως μπορούσαν να θεωρηθούν τέλειες.

42      Κατόπιν της γνώμης της ΕΑΑΤ της 8ης Μαρτίου 2007, η Επιτροπή, στις 24 Απριλίου 2007, υπέβαλε προς ψηφοφορία στη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων σχέδιο κανονισμού για την τροποποίηση των παραρτημάτων I, III, VII και X του κανονισμού 999/2001. Το σχέδιο υπερψηφίσθηκε με ειδική πλειοψηφία. Το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ιταλική Δημοκρατία το καταψήφισαν. Η Δημοκρατία της Σλοβενίας απείχε. Η Γαλλική Δημοκρατία αιτιολόγησε την αρνητική της ψήφο υποστηρίζοντας ότι ο επίμαχος κανονισμός αντέβαινε στην αρχή της προφυλάξεως.

43      Στις 26 Ιουνίου 2007, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό 727/2007 κατά του οποίου η Γαλλική Δημοκρατία άσκησε προσφυγή ενώπιον του τότε Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου], καθώς και αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων.

44      Στις 24 Ιανουαρίου 2008, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, η ΕΑΑΤ εξέδωσε γνώμη υπό τον τίτλο «Επιστημονικές και τεχνικές διευκρινίσεις ως προς την ερμηνεία και ορισμένες εκφάνσεις των συμπερασμάτων της γνώμης της, της 8ης Μαρτίου 2007, σχετικά με ορισμένες μορφές κινδύνου της ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα». Στη γνώμη αυτή, διευκρίνισε τη θέση της ως προς τα ζητήματα μεταδόσεως στον άνθρωπο ζωικών ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, καθώς και ως προς την αξιοπιστία των δοκιμών διακρίσεως.

45      Στις 30 Απριλίου 2008, το εργαστήριο αναφοράς εξέδωσε επικαιροποιημένη γνώμη σχετικά με τα κρούσματα ΜΣΕ στα μικρά μηρυκαστικά υπό εξέταση. Στη γνώμη αυτή επισήμανε ότι τα δύο πρόβατα της Γαλλίας και το ένα πρόβατο της Κύπρου που είχαν υποβληθεί σε πρόσθετες δοκιμές (βλ. σκέψη 34 ανωτέρω) δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως κρούσματα ΣΕΒ.

46      Στις 17 Ιουνίου 2008, η Επιτροπή εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό ο οποίος τροποποιεί το παράρτημα VII του κανονισμού 999/2001, παρέχοντας στα κράτη μέλη περισσότερες επιλογές όσον αφορά τα προς υιοθέτηση μέτρα όταν κοπάδι προβατοειδών ή αιγοειδών προσβάλλεται από ΜΣΕ, για το οποίο ήταν δυνατό να διαπιστωθεί, κατόπιν δοκιμής διακρίσεως, ότι αυτή η ΜΣΕ δεν είναι η ΣΕΒ. Συγκεκριμένα, όταν προσβάλλεται με τρομώδη νόσο ζώο ανήκον σε κοπάδι μικρών μηρυκαστικών, τα κράτη μέλη έχουν κατ’ ουσία τις ακόλουθες δυνατότητες:

–        ολοσχερή καταστροφή όλων των ζώων του κοπαδιού (σημείο 2.3, στοιχείο β΄, περίπτωση i, του κεφαλαίου A του παραρτήματος VII του προσβαλλόμενου κανονισμού), ή

–        εάν πρόκειται για προβατοειδή, προσδιορισμό του γονότυπου του συνόλου των ζώων του κοπαδιού και καταστροφή όλων των γενετικώς ευαίσθητων ζώων (σημείο 2.3, στοιχείο β΄, περίπτωση ii, του κεφαλαίου A του παραρτήματος VII του προσβαλλόμενου κανονισμού), ή

–        άμεση σφαγή προς κατανάλωση από τον άνθρωπο του συνόλου των ζώων του κοπαδιού υπό τον όρο ότι όλα τα σφάγια ηλικίας άνω των 18 μηνών διατίθενται προς κατανάλωση από τον άνθρωπο αφού υποβληθούν προηγουμένως σε ταχεία δοκιμή για την ανίχνευση παρουσίας ΜΣΕ η οποία δίνει αρνητικό αποτέλεσμα (σημείο 2.3, στοιχείο δ΄, περίπτωση i, του κεφαλαίου A του παραρτήματος VII του προσβαλλόμενου κανονισμού και σημείο 7.1, του παραρτήματος III του κανονισμού 999/2001), ή

–        εάν πρόκειται για προβατοειδή, προσδιορισμό του γονότυπου του συνόλου των ζώων του κοπαδιού και ακολούθως άμεση σφαγή προς κατανάλωση από τον άνθρωπο όλων των ευαίσθητων ζώων, υπό τον όρο ότι όλα τα σφάγια ηλικίας άνω των 18 μηνών διατίθενται προς κατανάλωση από τον άνθρωπο αφού υποβληθούν προηγουμένως σε ταχεία δοκιμή για την ανίχνευση παρουσίας ΜΣΕ η οποία δίνει αρνητικό αποτέλεσμα (σημείο 2.3, στοιχείο δ΄, περίπτωση ii, του κεφαλαίου A του παραρτήματος VII του προσβαλλόμενου κανονισμού), ή

–        σε περίπτωση κλασικής τρομώδους νόσου, διατήρηση των ζώων στην εκμετάλλευση με απαγόρευση μετακινήσεώς τους σε άλλη εκμετάλλευση για διάστημα δύο ετών μετά την επιβεβαίωση του τελευταίου κρούσματος ΜΣΕ στο κοπάδι, γενομένου δεκτού ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, τα ζώα μπορούν πάντως να σταλούν προς σφαγή και τα σφάγια να διατεθούν προς κατανάλωση από τον άνθρωπο υπό τον όρο ότι έχουν υποβληθεί προηγουμένως σε ταχεία δοκιμή για την ανίχνευση παρουσίας ΜΣΕ η οποία δίνει αρνητικό αποτέλεσμα (σημείο 2.3, στοιχείο β΄, περίπτωση iii, και σημείο 4 του κεφαλαίου A του παραρτήματος VII του προσβαλλόμενου κανονισμού), ή

–        σε περίπτωση άτυπης τρομώδους νόσου, διατήρηση των ζώων στην εκμετάλλευση με απαγόρευση εξαγωγής τους προς άλλα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες για διάστημα δύο ετών μετά την επιβεβαίωση του τελευταίου κρούσματος ΜΣΕ στο κοπάδι, γενομένου δεκτού ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, τα ζώα μπορούν πάντως να σταλούν προς σφαγή και τα σφάγια να διατεθούν προς κατανάλωση από τον άνθρωπο υπό τον όρο ότι έχουν υποβληθεί προηγουμένως σε ταχεία δοκιμή για την ανίχνευση παρουσίας ΜΣΕ η οποία δίνει αρνητικό αποτέλεσμα (σημείο 2.3, στοιχείο γ΄, και σημείο 5 του κεφαλαίου A του παραρτήματος VII του προσβαλλόμενου κανονισμού).

 Διαδικασία

47      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του τότε Πρωτοδικείου στις 17 Ιουλίου 2007, η Γαλλική Δημοκρατία άσκησε προσφυγή ζητώντας την ακύρωση του σημείου 3 του παραρτήματος του κανονισμού 727/2007, λόγω παραβάσεως της αρχής της προφυλάξεως, καθόσον εισάγει στο παράρτημα VII του κανονισμού 999/2001 το σημείο 2.3, στοιχείο β΄, περίπτωση iii, το σημείο 2.3, στοιχείο δ΄, και το σημείο 4 τα οποία καθιστούν ηπιότερο το σύστημα εξαλείψεως των ΜΣΕ. Επιπλέον, κατέθεσε αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων για την αναστολή εκτελέσεως του εν λόγω συστήματος.

48      Με διάταξη της 28ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑257/07 R, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II‑4153, στο εξής: πρώτη διάταξη Γαλλία κατά Επιτροπής), ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων του Πρωτοδικείου δέχθηκε την αίτηση αυτή και ανέστειλε, έως την έκδοση της αποφάσεως επί της προσφυγής, την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων.

49      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 15 Οκτωβρίου 2007, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ζήτησε να παρέμβει υπέρ των αιτημάτων της Επιτροπής. Με διάταξη της 30ής Νοεμβρίου 2007, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος επέτρεψε την παρέμβαση αυτή.

50      Στις 17 Ιουνίου 2008, η Επιτροπή ζήτησε την κατάργηση της δίκης επί της προσφυγής ακυρώσεως και παραιτήθηκε από το δικαίωμα να καταθέσει υπόμνημα ανταπαντήσεως. Το αίτημα αυτό στηρίχθηκε στην τότε αναμενόμενη έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

51      Στις 28 Ιουλίου 2008, η Γαλλική Δημοκρατία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του αιτήματος της Επιτροπής για κατάργηση της δίκης. Ζήτησε να επεκταθεί η εκκρεμούσα δίκη στις διατάξεις του προσβαλλόμενου κανονισμού διότι επρόκειτο να αντικαταστήσουν με όμοιο περιεχόμενο τις επίμαχες διατάξεις του κανονισμού 727/2007, αλλά με διαφορετική αιτιολογία.

52      Στις 31 Ιουλίου 2008, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέθηκε σε ισχύ στις 29 Σεπτεμβρίου 2008.

53      Στις 28 Αυγούστου 2008, η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου τις παρατηρήσεις της επί του αιτήματος της Γαλλικής Δημοκρατίας για επέκταση της εκκρεμούσας διαδικασίας και στον προσβαλλόμενο κανονισμό. Με τις παρατηρήσεις της αυτές η Επιτροπή υποστήριξε τη βασιμότητα του εν λόγω αιτήματος.

54      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 19 Σεπτεμβρίου 2008, η Γαλλική Δημοκρατία υπέβαλε νέα αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων με την οποία ζήτησε, κατ’ ουσία, από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού, στο μέτρο που εισήγαγε στο κεφάλαιο A του παραρτήματος VII του κανονισμού 999/2001 το σημείο 2.3, στοιχείο β΄, περίπτωση iii, το σημείο 2.3, στοιχείο δ΄, και το σημείο 4.

55      Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν κατέθεσε παρατηρήσεις επί του αιτήματος επεκτάσεως της εκκρεμούσας διαδικασίας στον προσβαλλόμενο κανονισμό προ της παρελεύσεως της 25ης Σεπτεμβρίου 2008 που προβλεπόταν συναφώς.

56      Με απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2008, το Πρωτοδικείο (τρίτο τμήμα) δέχθηκε το αίτημα της Γαλλικής Δημοκρατίας περί επεκτάσεως της εκκρεμούσας διαδικασίας και στις επικρινόμενες διατάξεις και επέτρεψε την υποβολή συμπληρωματικών αιτημάτων και ισχυρισμών.

57      Με διάταξη της 30ής Οκτωβρίου 2008, T‑257/07 RII, Γαλλία κατά Επιτροπής (δεν δημοσιεύθηκε στη Συλλογή, στο εξής: δεύτερη διάταξη Γαλλία κατά Επιτροπής), ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων του Πρωτοδικείου δέχθηκε τη δεύτερη αίτηση της Γαλλικής Δημοκρατίας στην υπόθεση αυτή περί αναστολής εκτελέσεως και ανέστειλε, έως την έκδοση της αποφάσεως επί της προσφυγής ακυρώσεως, την εφαρμογή του επίμαχου καθεστώτος.

58      Στις 19 Νοεμβρίου 2008, η Γαλλική Δημοκρατία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου τα συμπληρωματικά της αιτήματα.

59      Στις 23 Δεκεμβρίου 2008 και στις 16 Ιανουαρίου 2009, η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο κατέθεσαν, αντιστοίχως, τις παρατηρήσεις τους επί των συμπληρωματικών αιτημάτων. Στις 23 Δεκεμβρίου 2008, η Επιτροπή ζήτησε, εξάλλου, από το Πρωτοδικείο την εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως με ταχεία διαδικασία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 76α του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

60      Στις 21 Ιανουαρίου 2009, η Γαλλική Δημοκρατία κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως της Επιτροπής για την εκδίκαση της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν κατέθεσε παρατηρήσεις επί της εν λόγω αιτήσεως της Επιτροπής εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών.

61      Με απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2009, το Πρωτοδικείο (τρίτο τμήμα) απέρριψε την αίτηση της Επιτροπής για την εκδίκαση της υποθέσεως με την ταχεία διαδικασία, αποφάσισε, όμως, δεδομένων των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, να την εκδικάσει κατά προτεραιότητα σύμφωνα με το άρθρο 55, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 του Κανονισμού Διαδικασίας και κατόπιν προτάσεως του τρίτου τμήματος, το Πρωτοδικείο αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ίδιου Κανονισμού, να παραπέμψει την υπόθεση σε τμήμα μείζονος συνθέσεως.

 Αιτήματα των διαδίκων

62      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό στο μέτρο που προσθέτει στο κεφάλαιο A του παραρτήματος VII του κανονισμού 999/2001 το σημείο 2.3, στοιχείο β΄, περίπτωση iii, το σημείο 2.3, στοιχείο δ΄, και το σημείο 4·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

63      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Ηνωμένο Βασίλειο, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της ουσίας

1.     Γενικές εκτιμήσεις

 Επί της προστασίας της υγείας του ανθρώπου

64      Το άρθρο 152, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει ότι, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών και δράσεων της Κοινότητας, εξασφαλίζεται υψηλού επιπέδου προστασία της υγείας του ανθρώπου. Η εν λόγω προστασία της δημόσιας υγείας έχει υπέρτερη σπουδαιότητα σε σχέση με οικονομικής φύσεως θεωρήσεις με αποτέλεσμα να μπορεί να δικαιολογήσει, ακόμη και σημαντικές, αρνητικές οικονομικές συνέπειες για ορισμένους συναλλασσόμενους (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1996, C‑180/96 R, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑3903, σκέψη 93, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Ιουνίου 2005, T‑158/03, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2425, σκέψη 134).

65      Το άρθρο 24α του κανονισμού 999/2001 συγκεκριμενοποιεί την υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο 152, παράγραφος 1, ΕΚ προβλέποντας ότι, κατά τη λήψη αποφάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο του εν λόγω κανονισμού, διατηρείται ή, αν δικαιολογείται επιστημονικά, αυξάνεται το επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου που διασφαλίζεται στην Κοινότητα.

 Επί της αρχής της προφυλάξεως

 Ορισμός

66      Η αρχή της προφυλάξεως αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, απορρέουσα από το άρθρο 3, στοιχείο ο΄, ΕΚ, το άρθρο 6 ΕΚ, το άρθρο 152, παράγραφος 1, ΕΚ, το άρθρο 153, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ και το άρθρο 174, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ, επιβάλλουσα στις οικείες αρχές να λαμβάνουν, στο συγκεκριμένο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων που τους έχουν ανατεθεί βάσει της σχετικής νομοθεσίας, κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προλαμβάνουν δυνητικούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον, εξασφαλίζοντας την υπεροχή των απαιτήσεων που συνδέονται με την προστασία των συμφερόντων αυτών έναντι των οικονομικών συμφερόντων (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 26ης Νοεμβρίου 2002, T‑74/00, T‑76/00, T‑83/00 έως T‑85/00, T‑132/00, T‑137/00 και T‑141/00, Artegodan κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑4945, σκέψεις 183 και 184, και της 21ης Οκτωβρίου 2003, T‑392/02, Solvay Pharmaceuticals κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. II‑4555, σκέψη 121 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

67      Εξάλλου, όπως ρητώς μνημονεύεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 178/2002 στο πλαίσιο της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, βάσει της αρχής της προφυλάξεως μπορούν να ληφθούν τα αναγκαία προσωρινά μέτρα διαχειρίσεως του κινδύνου για τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας, όταν, ύστερα από αξιολόγηση των διαθέσιμων πληροφοριών, εντοπίζεται πιθανότητα βλαβερών επιπτώσεων στην υγεία αλλά εξακολουθεί να υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα.

68      Έτσι, βάσει της αρχής της προφυλάξεως τα θεσμικά όργανα, οσάκις υφίσταται επιστημονική αβεβαιότητα ως προς την ύπαρξη ή την έκταση των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου, μπορούν να λαμβάνουν μέτρα προστασίας, χωρίς να οφείλουν να αναμένουν να αποδειχθεί πλήρως το υπαρκτό και η σοβαρότητα των εν λόγω κινδύνων (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 1998, C‑180/96, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2265, σκέψη 99· της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑236/01, Monsanto Agricoltura Italia κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I‑8105, σκέψη 111, της 12ης Ιανουαρίου 2006, C‑504/04, Agrarproduktion Staebelow, Συλλογή 2006, σ. I‑679, σκέψη 39, και του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 2004, T‑177/02, Malagutti-Vezinhet κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑827, σκέψη 54) ή να επέλθουν οι αρνητικές για την υγεία του ανθρώπου επιδράσεις (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, T‑13/99, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑3305, σκέψεις 139 και 141, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, T‑70/99, Alpharma κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑3495, σκέψεις 152 και 154).

69      Στο πλαίσιο της διαδικασίας που καταλήγει στη θέσπιση από θεσμικό όργανο των κατάλληλων μέτρων προκειμένου να προλαμβάνονται δυνητικοί κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον δυνάμει της αρχής της προφυλάξεως, μπορούν να διακριθούν τρία διαδοχικά στάδια: πρώτον, ο εντοπισμός των ενδεχόμενων αρνητικών επιδράσεων που απορρέουν από συγκεκριμένο φαινόμενο, δεύτερον, η αξιολόγηση των κινδύνων για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον που σχετίζονται με το φαινόμενο αυτό, και τρίτον, εφόσον οι εντοπισθέντες δυνητικοί κίνδυνοι υπερβαίνουν το αποδεκτό για την κοινωνία όριο, η διαχείριση του κινδύνου με τη λήψη των αναγκαίων μέτρων προστασίας. Σε αντίθεση με το πρώτο στάδιο, τα άλλα δύο στάδια χρειάζονται περαιτέρω διευκρινίσεις.

 Αξιολόγηση των κινδύνων

–       Εισαγωγή

70      Η αξιολόγηση των κινδύνων για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον συνίσταται, όσον αφορά το θεσμικό όργανο το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες αρνητικές επιδράσεις απορρέουσες από το φαινόμενο αυτό, στην επιστημονική εκτίμηση των εν λόγω κινδύνων και στη διαπίστωση αν υπερβαίνουν τον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός για την κοινωνία. Έτσι, προκειμένου τα όργανα της Ένωσης να προβούν σε αξιολόγηση των κινδύνων, απαιτείται, αφενός, να έχουν στη διάθεσή τους επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων και, αφετέρου, να καθορίσουν τον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός για την κοινωνία (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 194, και Alpharma κατά Συμβουλίου, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 162).

–       Ως προς την επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων

71      Η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων αποτελεί επιστημονική διαδικασία συνιστάμενη, κατά το δυνατόν, στον εντοπισμό του κινδύνου και στον χαρακτηρισμό του εν λόγω κινδύνου, στην αξιολόγηση της εκθέσεως στον κίνδυνο και τον χαρακτηρισμό του κινδύνου (αποφάσεις Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 156, και Alpharma κατά Συμβουλίου, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 169).

72      Στην ανακοίνωσή της της 2ας Φεβρουαρίου 2000 για την αρχή της προφυλάξεως [COM(2000) 1], η Επιτροπή όρισε τις τέσσερις διαδοχικές συνιστώσες της επιστημονικής αξιολογήσεως των κινδύνων ως ακολούθως (βλ. παράρτημα ΙΙΙ):

«Ο εντοπισμός της πηγής του κινδύνου σημαίνει ότι εντοπίζονται οι βιολογικοί, χημικοί ή φυσικοί παράγοντες που μπορεί να έχουν δυσμενή αποτελέσματα […]

Ο χαρακτηρισμός της πηγής του κινδύνου συνίσταται στον καθορισμό, ποσοτικά ή/και ποιοτικά, της φύσης και της σοβαρότητας των δυσμενών αποτελεσμάτων που συνδέονται με αιτιώδεις παράγοντες ή δραστηριότητα […]

Η εκτίμηση της έκθεσης συνίσταται σε ποσοτική ή ποιοτική αξιολόγηση της πιθανότητας έκθεσης στον υπό μελέτη παράγοντα […]

Ο χαρακτηρισμός του κινδύνου αντιστοιχεί στην ποιοτική ή/και ποσοτική εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη τις εγγενείς αβεβαιότητες, την πιθανότητα, τη συχνότητα και τη σοβαρότητα των γνωστών ή δυνητικών δυσμενών περιβαλλοντικών αποτελεσμάτων ή αποτελεσμάτων για την υγεία. Ο χαρακτηρισμός αυτός γίνεται βάσει των τριών στοιχείων που προηγούνται και εξαρτάται πολύ από τις αβεβαιότητες, τις παραλλαγές, τις υποθέσεις εργασίας και τις συγκυρίες που υφίστανται σε κάθε στάδιο της διεργασίας.»

73      Ως επιστημονική διεργασία, η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων πρέπει να ανατίθεται από το θεσμικό όργανο σε εμπειρογνώμονες (αποφάσεις Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 157, και Alpharma κατά Συμβουλίου, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 170).

74      Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 178/2002, η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων πρέπει να βασίζεται στα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία και να διεξάγεται με τρόπο ανεξάρτητο, αντικειμενικό και διαφανή. Είναι αξιοσημείωτο συναφώς ότι η υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος συνεπάγεται ότι οι αποφάσεις τους λαμβάνονται κατόπιν πλήρους συνεκτιμήσεως των καλύτερων διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων και στηρίζονται στα πλέον πρόσφατα αποτελέσματα της διεθνούς έρευνας (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 158, και Alpharma κατά Συμβουλίου, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 171).

75      Η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη να παρέχει στα θεσμικά όργανα πειστικές επιστημονικές αποδείξεις ως προς την ύπαρξη του κινδύνου και τη σοβαρότητα των δυνητικών αρνητικών επιδράσεων σε περίπτωση επελεύσεως αυτού του κινδύνου. Συγκεκριμένα, το πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής της προφυλάξεως εξ ορισμού ανταποκρίνεται σε πλαίσιο επιστημονικής αβεβαιότητας. Πάντως, ένα προληπτικό μέτρο δεν μπορεί να αιτιολογείται λυσιτελώς με μια καθαρά υποθετική προσέγγιση του κινδύνου, στηριζόμενη σε απλές υποθέσεις που δεν έχουν ακόμη επιστημονικώς ελεγχθεί (απόφαση Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψεις 142 και 143· βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2007, T‑229/04, Σουηδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑2437, σκέψη 161).

76      Περαιτέρω, η λήψη προληπτικού μέτρου ή, αντιθέτως, η απόσυρσή του ή η ελάφρυνσή του, δεν μπορεί να εξαρτάται από την απόδειξη της παντελούς ελλείψεως κινδύνου, διότι τέτοιου είδους απόδειξη είναι, εν γένει, αδύνατο να προκύψει από επιστημονικής απόψεως καθόσον στην πράξη δεν υπάρχει επίπεδο μηδενικού κινδύνου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Solvay Pharmaceuticals κατά Συμβουλίου, σκέψη 66 ανωτέρω, σκέψη 130). Συνεπώς, προληπτικό μέτρο μπορεί να λαμβάνεται μόνον αν ο κίνδυνος, χωρίς η ύπαρξη και η έκτασή του να έχουν αποδειχτεί «πλήρως» με πειστικά επιστημονικά δεδομένα, στηρίζεται πάντως σε διαθέσιμα κατά τον χρόνο λήψεως του συγκεκριμένου μέτρου επιστημονικά δεδομένα (απόφαση Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψεις 144 και 146). Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια του «κινδύνου» ανταποκρίνεται, επομένως, στη λειτουργία της πιθανότητας αρνητικών επιδράσεων για το αγαθό που προστατεύει η έννομη τάξη, λόγω αποδοχής ορισμένων μέτρων ή πρακτικών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 147).

77      Τέλος, επισημαίνεται ότι η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων μπορεί να αποδειχθεί όλως αδύνατη λόγω ανεπάρκειας διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων. Τούτο, όμως, δεν μπορεί να εμποδίσει την αρμόδια δημόσια αρχή να λάβει προληπτικά μέτρα κατ’ εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως. Σημαντικό είναι, στην περίπτωση αυτή, οι επιστημονικοί εμπειρογνώμονες να προβούν σε επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων παρά την υφιστάμενη επιστημονική αβεβαιότητα ώστε η αρμόδια δημόσια αρχή να διαθέτει επαρκώς αξιόπιστα και σοβαρά πληροφοριακά στοιχεία ώστε να είναι σε θέση να κατανοήσει όλη την έκταση του επιστημονικού ζητήματος που τίθεται και να καθορίσει την πολιτική της έχοντας επίγνωση της καταστάσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψεις 160 έως 163, και Alpharma κατά Συμβουλίου, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψεις 173 έως 176).

–       Ως προς τον προσδιορισμό του βαθμού επικινδυνότητας

78      Ο προσδιορισμός του βαθμού επικινδυνότητας που κρίνεται μη αποδεκτός για την κοινωνία ισοδυναμεί για τα επιφορτισμένα με την επιλογή πολιτικής όργανα με τον προσδιορισμό, τηρώντας τους εφαρμοστέους κανόνες, του βαθμού προστασίας που είναι ενδεδειγμένος για την εν λόγω κοινωνία. Στα όργανα αυτά εναπόκειται ο καθορισμός του μη αποδεκτού πλέον για τη συγκεκριμένη κοινωνία ορίου πιθανών αρνητικών επιδράσεων στη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον και τη σοβαρότητα αυτών των δυνητικών επιδράσεων, όριο η υπέρβαση του οποίου επιβάλλει τη λήψη προληπτικών μέτρων προς το συμφέρον της προστασίας της υγείας του ανθρώπου, παρά την υφιστάμενη επιστημονική αβεβαιότητα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2000, C‑473/98, Toolex, Συλλογή 2000, σ. I‑5681, σκέψη 45, και απόφαση Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψεις 150 και 151).

79      Κατά τον προσδιορισμό του βαθμού επικινδυνότητας που κρίνεται μη αποδεκτός για την κοινωνία, τα θεσμικά όργανα φέρουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος. Αυτό το υψηλό επίπεδο προστασίας, για να συνάδει προς τη διάταξη αυτή, δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι το υψηλότερο δυνατό από τεχνική άποψη (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1998, C‑284/95, Safety Hi-Tech, Συλλογή 1998, σ. I‑4301, σκέψη 49). Εξάλλου, τα όργανα αυτά δεν μπορούν να υιοθετούν μια καθαρά υποθετική προσέγγιση του κινδύνου και να κατευθύνουν τις αποφάσεις τους προς ένα επίπεδο «μηδενικού κινδύνου» (απόφαση Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 152).

80      Ο προσδιορισμός του βαθμού επικινδυνότητας που κρίνεται μη αποδεκτός για την κοινωνία εξαρτάται από την εκτίμηση της αρμόδιας δημόσιας αρχής σχετικά με τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε περιπτώσεως. Συναφώς, η δημόσια αυτή αρχή μπορεί να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τη σοβαρότητα του αντίκτυπου της επελεύσεως αυτού του κινδύνου για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένης της εκτάσεως των δυνητικών αρνητικών επιδράσεων, της εμμονής, της αντιστρεψιμότητας ή του πιθανώς καθυστερημένου αποτελέσματος αυτών των ζημιών, καθώς και της περισσότερο ή λιγότερο συγκεκριμένης αντιλήψεως του κινδύνου σε σχέση με τις διαθέσιμες επιστημονικές γνώσεις (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 153).

 Διαχείριση του κινδύνου

81      Η διαχείριση του κινδύνου αναφέρεται στο σύνολο των ενεργειών που αναλαμβάνει το όργανο το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει έναν κίνδυνο προκειμένου να τον επαναφέρει στον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός για την κοινωνία, λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωσή του να διασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, οσάκις ο κίνδυνος αυτός υπερβαίνει τον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός για την κοινωνία, το θεσμικό όργανο οφείλει, σύμφωνα με την αρχή της προφυλάξεως, να λαμβάνει τα αναγκαία προληπτικά μέτρα διαχειρίσεως του κινδύνου ώστε να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας.

82      Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 178/2002, τα εν λόγω προληπτικά μέτρα πρέπει να είναι ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, να μην εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, να ενισχύουν τη διαφάνεια και να παρουσιάζουν συνοχή σε σχέση με παρεμφερή μέτρα που έχουν ήδη θεσπιστεί (βλ., υπό την έννοια αυτή απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Απριλίου 2004, C‑286/02, Bellio F.lli, Συλλογή 2004, σ. I‑3465, σκέψη 59).

83      Τέλος, εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να επανεξετάσει τα εν λόγω προληπτικά μέτρα εντός ευλόγου προθεσμίας. Συγκεκριμένα, έχει κριθεί ότι, αν νέα στοιχεία τροποποιούν την αντίληψη ενός κινδύνου ή δείχνουν ότι ο κίνδυνος αυτός μπορεί να περιοριστεί με λιγότερο καταναγκαστικά μέτρα από τα υφιστάμενα, στα θεσμικά όργανα, και ιδίως στην Επιτροπή που έχει την εξουσία να λαμβάνει πρωτοβουλίες, απόκειται να μεριμνούν για την προσαρμογή της κανονιστικής ρυθμίσεως στα νέα δεδομένα (απόφαση Agrarproduktion Staebelow, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 40).

 Επί της εκτάσεως του δικαστικού ελέγχου

84      Τα όργανα έχουν, στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον ορισμό των επιδιωκόμενων σκοπών και την επιλογή των κατάλληλων μέσων δράσεως (βλ. απόφαση Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 166 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επιπλέον, στο πλαίσιο της αξιολογήσεως των κινδύνων, πρέπει να προβαίνουν σε περίπλοκες εκτιμήσεις προκειμένου να εκτιμήσουν, βάσει των τεχνικών και επιστημονικών στοιχείων που τους παρέχουν οι εμπειρογνώμονες στο πλαίσιο της επιστημονικής αξιολογήσεως των κινδύνων, αν οι κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον υπερβαίνουν τον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός για την κοινωνία.

85      Η εν λόγω ευρεία διακριτική ευχέρεια και οι περίπλοκες εκτιμήσεις συνεπάγονται περιορισμένο έλεγχο εκ μέρους του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, η διακριτική ευχέρεια και οι εκτιμήσεις αυτές έχουν ως αποτέλεσμα ότι ο επί της ουσίας έλεγχος του δικαστή περιορίζεται στην εξέταση του αν κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη ή σε κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν τα όργανα αυτά υπερέβησαν προδήλως τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας [βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου Monsanto Agricoltura Italia κ.λπ., σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 135, της 15ης Οκτωβρίου 2009, C‑425/08, Enviro Tech (Europe), Συλλογή 2009, σ. I‑10035, σκέψη 47, και απόφαση Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 166 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

86      Όσον αφορά την εξέταση από τον δικαστή της Ένωσης του ζητήματος αν πράξη θεσμικού οργάνου πάσχει από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, αρκεί η επισήμανση ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το όργανο αυτό κατά την εκτίμηση περίπλοκων πραγματικών περιστατικών υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη δυνάμενη να δικαιολογήσει την ακύρωση της εν λόγω πράξεως, πρέπει τα προσκομισθέντα από τον προσφεύγοντα αποδεικτικά στοιχεία να είναι ικανά να ανατρέψουν τις σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά εκτιμήσεις που έχουν γίνει στην εν λόγω πράξη (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, Τ-380/94, AIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-2169, σκέψη 59, και της 1ης Ιουλίου 2004, T‑308/00, Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1933, σκέψη 138). Πλην του ως άνω ελέγχου της αξιοπιστίας, το Γενικό Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να υποκαταστήσει την εκ μέρους του εκδότη της αποφάσεως εκτίμηση των οικείων πολύπλοκων οικονομικών δεδομένων με τη δική του (απόφαση Enviro Tech, σκέψη 85 ανωτέρω, σκέψη 47, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Φεβρουαρίου 2008, T‑289/03, BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑81, σκέψη 221).

87      Πάντως, ο περιορισμός του ελέγχου του δικαστή της Ένωσης δεν αναιρεί την υποχρέωσή του να ελέγχει την ακρίβεια των επικαλούμενων αποδεικτικών στοιχείων, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, καθώς και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ληπτέων υπόψη συναφών στοιχείων για την εκτίμηση σύνθετης καταστάσεως και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αντλούμενα συμπεράσματα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2007, C‑525/04 P, Ισπανία κατά Lenzing, Συλλογή 2007, σ. I‑9947, σκέψη 57, και της 6ης Νοεμβρίου 2008, C‑405/07 P, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑8301, σκέψη 55).

88      Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στις περιπτώσεις εκείνες όπου τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ο έλεγχος της τηρήσεως ορισμένων εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στις διοικητικές διαδικασίες ενέχει θεμελιώδη σημασία. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι στις ως άνω εγγυήσεις συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα συναφή στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως και να αιτιολογεί επαρκώς την απόφασή του (βλ. αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, C‑269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14· της 7ης Μαΐου 1992, C-258/90 και C-259/90, Pesquerias De Bermeo και Naviera Laida κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑2901, σκέψη 26· Ισπανία κατά Lenzing, σκέψη 87 ανωτέρω, σκέψη 58, και Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, σκέψη 87 ανωτέρω, σκέψη 56).

89      Επομένως, έχει ήδη κριθεί ότι η κατά το δυνατόν εξαντλητική επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων βάσει επιστημονικών γνωμών που βασίζονται στις αρχές της γνώσεως των πραγμάτων, της διαφάνειας και της ανεξαρτησίας συνιστά σημαντική διαδικαστική εγγύηση για τη διασφάλιση της επιστημονικής αντικειμενικότητας των μέτρων και προς αποφυγή λήψεως αυθαίρετων μέτρων (βλ. απόφαση Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 172).

2.     Επί του μόνου λόγου ακυρώσεως που αφορά παραβίαση της αρχής της προφυλάξεως

90      Η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει μόνον ένα λόγο ακυρώσεως ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της προφυλάξεως εκ μέρους της Επιτροπής με τις διατάξεις του σημείου 2.3, στοιχείο β΄, περίπτωση iii, του σημείου 2.3, στοιχείο δ΄, και του σημείου 4 του κεφαλαίου A του παραρτήματος VII του κανονισμού 999/2001, όπως περιλήφθηκαν στον προσβαλλόμενο κανονισμό (στο εξής: προσβαλλόμενα μέτρα).

91      Προς στήριξη του λόγου αυτού, η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει, αφενός, επιχειρήματα προς αμφισβήτηση της αξιολογήσεως του κινδύνου εκ μέρους της Επιτροπής και, αφετέρου, επιχειρήματα προς αμφισβήτηση της διαχειρίσεως του κινδύνου εκ μέρους της Επιτροπής.

3.     Επί της αξιολογήσεως του κινδύνου

 Εισαγωγή

92      Ως προς την αξιολόγηση του κινδύνου εκ μέρους της Επιτροπής, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, πρώτον, δεν έλαβε υπόψη την επιστημονική αβεβαιότητα όσον αφορά τον κίνδυνο μεταδοτικότητας ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, στον άνθρωπο, δεύτερον, δεν προέβη σε επιστημονική εκτίμηση της αξιοπιστίας των «ταχέων δοκιμών», τρίτον, αγνόησε την επιστημονική αβεβαιότητα ως προς την αξιοπιστία των δοκιμών διακρίσεως και, τέταρτον, δεν αξιολόγησε εγκαίρως τους κινδύνους που προκαλεί η θέσπιση των προσβαλλόμενων κανονιστικών μέτρων.

 Επί των αιτιάσεων αναφορικά με τη μη συνεκτίμηση και την εσφαλμένη ερμηνεία της επιστημονικής αβεβαιότητας σχετικά με τη μεταδοτικότητα ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, στον άνθρωπο

93      Η Γαλλική Δημοκρατία εκτιμά ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προφυλάξεως κατά το στάδιο αξιολογήσεως του κινδύνου αγνοώντας ή ερμηνεύοντας κατά τρόπο μεροληπτικό την επιστημονική αβεβαιότητα όσον αφορά τον κίνδυνο μεταδοτικότητας ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, στον άνθρωπο.

94      Η Επιτροπή εκτιμά ότι υπάρχει συναίνεση στην επιστημονική κοινότητα και τους διεθνείς οργανισμούς ως προς την απουσία στοιχείων που θα μπορούσαν να αποδείξουν τη μεταδοτικότητα της τρομώδους νόσου στον άνθρωπο. Δεν υπήρχε απόδειξη επιδημιολογικού ή μοριακού συνδέσμου μεταξύ του παράγοντα της τρομώδους νόσου και των ΜΣΕ που προσβάλλουν τον άνθρωπο. Η μόνη ζωονοσογόνος ΜΣΕ ήταν η ΣΕΒ.

95      Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι το γεγονός ότι η Γαλλική Δημοκρατία διαφώνησε με την εκτίμηση της Επιτροπής ως προς τη μεταδοτικότητα στον άνθρωπο των ΜΣΕ που προσβάλλουν τα αιγοπρόβατα δεν αποτελεί στοιχείο ικανό να θεμελιώσει συναφώς πλάνη, καθώς και ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να αναμείνει μήπως τα επίμαχα επιστημονικά πρότυπα καταστούν σχεδόν πλήρως αντιπροσωπευτικά και αντίστοιχα στο εγγύς ή στο απώτερο μέλλον. Κατά την άποψή του, οι γνώμες της ΕΑΑΤ αποτελούσαν όλως επαρκή βάση για την ανάληψη ενεργειών όπως της Επιτροπής.

96      Εν προκειμένω, στη δέκατη έως και τη δωδέκατη και στη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή παρέθεσε την εκτίμησή της ως προς τον κίνδυνο μεταδοτικότητας ΜΣΕ που προσβάλλουν τα αιγοπρόβατα, πλην της ΣΕΒ, στον άνθρωπο. Ειδικότερα, στηριζόμενη στη γνώμη της ΕΑΑΤ της 24ης Ιανουαρίου 2008, διαπίστωσε τα ακόλουθα:

«Από τις διευκρινίσεις της ΕΑΑΤ προκύπτει ότι η βιοποικιλότητα των παραγόντων της νόσου στα αιγοπρόβατα αποτελεί σημαντικό στοιχείο το οποίο δεν επιτρέπει να αποκλειστεί η μεταδοτικότητα στον άνθρωπο, και ότι η εν λόγω βιοποικιλότητα αυξάνει την πιθανότητα ένας από τους παράγοντες ΜΣΕ να είναι μεταδοτικός. Εντούτοις, η ΕΑΑΤ αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία που να αποδεικνύουν οιαδήποτε άμεση σχέση μεταξύ των ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα, πλην της ΣΕΒ, και των ΜΣΕ στον άνθρωπο. Η άποψη της ΕΑΑΤ ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η μεταδοτικότητα στον άνθρωπο παραγόντων ΜΣΕ των αιγοπροβάτων βασίζεται σε πειραματικές μελέτες σχετικά με υποδείγματα όσον αφορά το φράγμα του ανθρώπινου είδους και σε ζωικά μοντέλα (πρωτεύοντα και ποντικοί). Ωστόσο, τα εν λόγω μοντέλα δεν λαμβάνουν υπόψη τα γενετικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, τα οποία επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη σχετική ευαισθησία στις νόσους που οφείλονται στην πρωτεΐνη πριόν. Εξάλλου, φθάνουν στα όριά τους όταν πρόκειται να υπολογιστούν οι συνέπειες υπό φυσικές συνθήκες, ιδίως ως προς το κατά πόσο αντιπροσωπεύουν την ιδιομορφία του ανθρώπινου είδους και την αβεβαιότητα ως προς το κατά πόσο η χρησιμοποιούμενη πειραματική οδός ενοφθαλμισμού αντιπροσωπεύει την έκθεση σε φυσικές συνθήκες. Σ’ αυτή τη βάση, μπορεί να θεωρηθεί ότι, μολονότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ο κίνδυνος μεταδοτικότητας στον άνθρωπο παραγόντων ΜΣΕ των αιγοπροβάτων, ο κίνδυνος αυτός πρέπει να είναι εξαιρετικά χαμηλός, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τα στοιχεία σχετικά με τη μεταδοτικότητα βασίζονται σε πειραματικά πρότυπα τα οποία δεν αντιπροσωπεύουν τις φυσικές συνθήκες που σχετίζονται με το πραγματικό φράγμα του ανθρώπινου είδους και τις πραγματικές οδούς ενοφθαλμισμού.» (Βλ. δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού)

97      Προκύπτει, επομένως, από τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού ότι η Επιτροπή αναγνώρισε ρητώς ότι ήταν αδύνατο να αποκλεισθεί κάθε περίπτωση μεταδοτικότητας στον άνθρωπο των ΜΣΕ των αιγοπροβάτων, πλην της ΣΕΒ, δεδομένης της βιοποικιλότητας των παθογόνων παραγόντων της νόσου και των αποτελεσμάτων των επιστημονικών προτύπων. Συνεπώς, εσφαλμένως η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή αγνόησε την επιστημονική αβεβαιότητα όσον αφορά τον κίνδυνο μεταδοτικότητας στον άνθρωπο των εν λόγω ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα, καθώς της λήψεως των προσβαλλόμενων μέτρων προηγήθηκε η αξιολόγηση των κινδύνων.

98      Πάντως, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή ερμήνευσε κατά τρόπο μεροληπτικό τις επιστημονικές γνώμες που είχε στη διάθεσή της, διαπιστώνοντας ότι ο κίνδυνος μεταδόσεως στον άνθρωπο ΜΣΕ που προσβάλλουν τα ζώα, πλην της ΣΕΒ, ήταν εξαιρετικά χαμηλός.

99      Είναι σημαντικό να υπομνησθεί συναφώς ότι, λαμβανομένων υπόψη της ευρείας διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής και των περίπλοκων εκτιμήσεων στις οποίες πρέπει να προβαίνει στο πλαίσιο της αξιολογήσεως των κινδύνων, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης είναι, εν προκειμένω, περιορισμένος. Συνίσταται στην εξέταση του αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των επιστημονικών γνωμών που είχε στη διάθεσή της. Τέτοιου είδους πλάνη προϋποθέτει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία πρέπει να προσκομίσει ο διάδικος που επικαλείται την πλάνη είναι επαρκή ώστε να ανατρέψουν τις σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στον προσβαλλόμενο κανονισμό (βλ. σκέψη 86 ανωτέρω).

100    Εν προκειμένω, η Επιτροπή συνήγαγε από τις γνώμες της ΕΑΑΤ της 8ης Μαρτίου 2007 και της 24ης Ιανουαρίου 2008 ότι ο κίνδυνος μεταδοτικότητας στον άνθρωπο των ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα, πλην της ΣΕΒ, ήταν εξαιρετικά χαμηλός.

101    Επισημαίνεται συναφώς ότι από τη γνώμη της ΕΑΑΤ της 8ης Μαρτίου 2007, η οποία δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, προκύπτει ότι δεν υπήρχε απόδειξη επιδημιολογικού ή μοριακού συνδέσμου μεταξύ, αφενός, της κλασικής ή άτυπης τρομώδους νόσου και, αφετέρου, των ΜΣΕ που προσβάλλουν τον άνθρωπο.

102    Εξάλλου, στη γνώμη της 24ης Ιανουαρίου 2008, η ΕΑΑΤ διευκρίνισε ότι δεν θα μπορούσε πάντως να αποκλεισθεί ότι ΜΣΕ που προσβάλλει τα αιγοπρόβατα, πλην της ΣΕΒ, θα μπορούσε να μεταδοθεί στον άνθρωπο. Επισήμανε συναφώς ότι η απουσία αποδείξεως επιδημιολογικού συνδέσμου δεν αποδείκνυε κατ’ ανάγκη απουσία συσχετισμού μεταξύ των ΜΣΕ που προσβάλλουν τα ζώα και των ΜΣΕ που προσβάλλουν τον άνθρωπο, διότι τούτο οφειλόταν εν μέρει στην απουσία δεδομένων και κατανοήσεως της βιοποικιλότητας των ΜΣΕ στα ζώα και στον άνθρωπο. Έτσι, κατά την άποψή της, η υποτιθέμενη απουσία συνδέσμου μεταξύ των ΜΣΕ που προσβάλλουν τον άνθρωπο και εκείνων που προσβάλλουν τα ζώα θα μπορούσε να επηρεάζεται, πρώτον, από την απουσία δεδομένων σχετικά με τον πραγματικό ιστορικό επιπολασμό και την κατανομή των ΜΣΕ στα μικρά μηρυκαστικά δεδομένου ότι είχε διεξαχθεί μόνο παθητική επιτήρηση, δεύτερον, από την απουσία κατανοήσεως της πραγματικής βιοποικιλότητας των ΜΣΕ στα μικρά μηρυκαστικά για τους παράγοντες τόσο της κλασικής όσο και της άτυπης τρομώδους νόσου, τρίτον, από τη μη κατανόηση της ποικιλομορφίας των ΜΣΕ που προσβάλλουν τον άνθρωπο λόγω της απουσίας μοριακής ταυτοποιήσεως και από τις βιοδοκιμές των εν λόγω ΜΣΕ και τον αριθμό και το φάσμα των νευροεκφυλιστικών ασθενειών που προσβάλλουν τον άνθρωπο και, τέταρτον, από τον προβλεπόμενο φαινότυπο της ασθένειας που θα μπορούσε να εμφανισθεί σε περίπτωση που ΜΣΕ που προσβάλλει τα ζώα μεταδιδόταν στον άνθρωπο (βλ. γνώμη της ΕΑΑΤ της 24ης Ιανουαρίου 2008, σ. 4).

103    Επιπλέον, από τις γνώμες της ΕΑΑΤ της 8ης Μαρτίου 2007 και της 24ης Ιανουαρίου 2008 προκύπτει ότι οι πειραματικές μελέτες δεν μπόρεσαν να αποκλείσουν το ενδεχόμενο μεταδόσεως στον άνθρωπο ΜΣΕ που προσβάλλουν τα ζώα.

104    Κατά την ΕΑΑΤ, πειράματα in vitro σχετικά με τη μεταδοτικότητα απέδειξαν ότι η εγγενής ικανότητα των παραγόντων της ΣΕΒ και της τρομώδους νόσου να προσβάλλουν τον άνθρωπο κατόπιν αντίστοιχης εκθέσεως είναι απίθανη (βλ. γνώμη της ΕΑΑΤ της 24ης Ιανουαρίου 2008, σ. 5). Εξάλλου, εργαστηριακά πειράματα με ζώα ως μοντέλα απέδειξαν τη μεταδοτικότητα των ΜΣΕ των αιγοπροβάτων, πλην της κλασικής ΣΕΒ (βλ. γνώμη της ΕΑΑΤ της 8ης Μαρτίου 2007, σ. 6, και της 24ης Ιανουαρίου 2008, σ. 4). Ειδικότερα, επισήμανε τη μετάδοση παράγοντα της κλασικής τρομώδους νόσου από το στόμα από χάμστερ σε σαϊμίρι, τη μετάδοση διεγκεφαλικώς της κλασικής τρομώδους νόσου από δύο διαφορετικά πρόβατα σε ένα μακάκο και σε ένα ουιστιτί και τη μετάδοση παράγοντα ΜΣΕ, πλην της κλασικής ΣΕΒ, σε «μοντέλο ποντικού» που χρησίμευσε ως μοντέλο του ανθρώπινου γονιδίου M129 PRP.

105    Πάντως, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως η Επιτροπή διαπίστωσε ότι αυτά τα πειραματικά μοντέλα δεν ήταν τέλεια. Συγκεκριμένα, στην από 24 Ιανουαρίου 2007 γνώμη, η ΕΑΑΤ επισήμανε ότι τα εν λόγω μοντέλα δεν επέτρεπαν να ληφθεί υπόψη ο πολυμορφισμός του ανθρώπινου γονιδίου PRNP. Το γονίδιο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την εκτίμηση της ευαισθησίας έναντι των ΜΣΕ και δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι και άλλα γονίδια επηρεάζουν τον προσδιορισμό της γενικής ευαισθησίας των ΜΣΕ. Επιπλέον, στην από 8 Μαρτίου 2007 γνώμη, η ΕΑΑΤ είχε εκτιμήσει ότι η οδός εκθέσεως, η δοσολογία και οι σωρευμένες εκθέσεις είχε θεωρηθεί ότι επηρεάζουν την ικανότητα των παραγόντων ΜΣΕ να υπερβαίνουν τον φραγμό του ανθρώπινου είδους. Η επίδραση των παραγόντων αυτών στην αντιπροσωπευτικότητα των πειραματικών μοντέλων δεν προκύπτει ρητώς στις γνώμες της ΕΑΑΤ.

106    Έτσι, προκύπτει από τις γνώμες της ΕΑΑΤ ότι οι επιστημονικές γνώσεις σχετικά με τη μεταδοτικότητα στον άνθρωπο των ΜΣΕ των ζώων, πλην της ΣΕΒ, ήταν περιορισμένες, δεδομένου ότι τα μόνα στοιχεία που μπορούσαν να επιβεβαιώσουν την ικανότητα παραγόντων των ΜΣΕ που προσβάλλουν τα ζώα, πλην της ΣΕΒ, να προσβάλουν τον άνθρωπο ήταν, κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλόμενων μέτρων, πειραματικά μοντέλα. Πάντως, τα μοντέλα αυτά δεν αντιπροσώπευαν κατά τρόπο αξιόπιστο το φράγμα του ανθρώπινου είδους και την έκθεση του ανθρώπου υπό φυσικές συνθήκες σε ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ. Αυτή η απουσία αντιπροσωπευτικότητας των πειραματικών μοντέλων επιδρούσε ουσιωδώς στην ικανότητά τους να τεκμηριώσουν ενδεχόμενη προσβολή της υγείας του ανθρώπου από ΜΣΕ των ζώων, πλην της ΣΕΒ. Συγκεκριμένα, η αλληλεπίδραση μεταξύ ΜΣΕ των ζώων και του φράγματος του ανθρώπινου είδους, αφενός, και των οδών εκθέσεως του ανθρώπου στις ΜΣΕ των ζώων, πλην της ΣΕΒ, αφετέρου, αποτελούν σημαντικά στοιχεία για την εκτίμηση του κινδύνου μεταδόσεως στον άνθρωπο των ΜΣΕ των ζώων, πλην της ΣΕΒ.

107    Επιπλέον, καίτοι στη δήλωσή της του Φεβρουαρίου του 2008 σχετικά με τον ενδεχόμενο κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου και τις τροποποιήσεις σχετικά με τον έλεγχο της κλασικής τρομώδους νόσου, η SEAC επιβεβαίωσε ότι η ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ της κλασικής τρομώδους νόσου και των ΜΣΕ που προσβάλλουν τον άνθρωπο δεν μπορούσε να αποκλεισθεί, εντούτοις έκρινε ότι ο κίνδυνος αυτός ήταν πολύ χαμηλός. Κατά την άποψή της, η πολύ χαμηλή και σχετικά σταθερή συχνότητα των κρουσμάτων ΜΣΕ στον άνθρωπο ανά τον κόσμο καταδείκνυε ότι θα έπρεπε να υπάρχει τουλάχιστον ένας σημαντικός φραγμός, έστω και μη πλήρης, στη μετάδοση της κλασικής τρομώδους νόσου στον άνθρωπο.

108    Δεδομένου του περιορισμένου και ελάχιστα αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα των επιστημονικών στοιχείων που μπορούσαν να τεκμηριώσουν ότι ΜΣΕ των αιγοπροβάτων, πλην της ΣΕΒ, μπορούσε να μεταδοθεί στον άνθρωπο κατά τον χρόνο λήψεως των προσβαλλόμενων μέτρων, η Επιτροπή χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως έκρινε ότι η πιθανότητα μίας ΜΣΕ των αιγοπροβάτων, πλην της ΣΕΒ, να μεταδοθεί στον άνθρωπο ήταν εξαιρετικά χαμηλή. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση στη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, κατά την οποία ο κίνδυνος μεταδόσεως στον άνθρωπο τέτοιου είδους ΜΣΕ ήταν ιδιαίτερα χαμηλός, δεν πάσχει από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

109    Η Γαλλική Δημοκρατία δεν προβάλλει επιχειρήματα και δεν προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία δυνάμενα να ανατρέψουν την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με τον εξαιρετικά χαμηλό κίνδυνο μεταδόσεως στον άνθρωπο ΜΣΕ των ζώων, πλην της ΣΕΒ. Ειδικότερα, ως προς το ότι εκτιμά ότι οι περιορισμοί των πειραματικών μοντέλων που χρησιμοποιήθηκαν για την τρομώδη νόσο είναι οι ίδιοι με εκείνους των μοντέλων που χρησιμοποιήθηκαν για τη ΣΕΒ, πρέπει να παρατηρηθεί ότι επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι τα δεύτερα μοντέλα δεν αρκούσαν καθαυτά για να αναδείξουν τη μεταδοτικότητα της ΣΕΒ στον άνθρωπο. Χωρίς τα μοριακά και επιδημιολογικά δεδομένα της ΣΕΒ, η εν λόγω μεταδοτικότητα δεν θα μπορούσε, επομένως, να επιβεβαιωθεί. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν τα πειραματικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση του κινδύνου μεταδοτικότητας στον άνθρωπο ΜΣΕ των ζώων, πλην της ΣΕΒ, ήταν όμοια με εκείνα που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση του κινδύνου της μεταδοτικότητας της ΣΕΒ στον άνθρωπο, το γεγονός αυτό δεν αρκεί για να αξιολογηθεί η σοβαρότητα του κινδύνου. Επιπλέον, όπως επισήμανε η Γαλλική Δημοκρατία, αυτή η ομοιότητα των πειραματικών μοντέλων δεν αποδεικνύει ότι ο κίνδυνος ήταν χαμηλός. Αντιθέτως, το γεγονός ότι εν προκειμένω μόνο τα πειραματικά μοντέλα καταδεικνύουν ότι η μεταδοτικότητα στον άνθρωπο των ΜΣΕ των ζώων, πλην της ΣΕΒ, δεν μπορούσε να αποκλειστεί, μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη, βάσει των υφιστάμενων γνώσεων κατά τον χρόνο λήψεως των προσβαλλόμενων μέτρων, της μικρής πιθανότητας μεταδοτικότητας στον άνθρωπο ΜΣΕ των ζώων, πλην της ΣΕΒ.

 Επί της αιτιάσεως σχετικά με τη μη εκφορά γνώμης εκ μέρους επιστημονικών εμπειρογνωμόνων για την αξιοπιστία των «ταχέων δοκιμών»

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

110    Η Γαλλική Δημοκρατία εκτιμά ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προφυλάξεως παραλείποντας να συμβουλευθεί την ΕΑΑΤ σχετικά με την αξιοπιστία των «ταχέων δοκιμών». Η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο εκτιμούν, κατ’ ουσία, ότι η Επιτροπή ήταν επαρκώς ενήμερη σχετικά με την αξιοπιστία των «ταχέων δοκιμών» χάρη στις γνώμες της ΕΑΑΤ της 17ης Μαΐου και της 26ης Σεπτεμβρίου 2005.

111    Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι οι «ταχείες δοκιμές» σκοπό έχουν να ανιχνεύουν την παρουσία ΜΣΕ, αλλά όχι τη μορφή της, ήτοι αν πρόκειται για ΣΕΒ, κλασική ή άτυπη τρομώδη νόσο, στα μικρά μηρυκαστικά χρησιμοποιώντας τους ιστούς που συλλέγονται από τα νεκρά ζώα.

112    Ακολούθως, παρατηρείται ότι ο κανονισμός 999/2001 ορίζει ότι η πρόληψη, η καταπολέμηση και η εξάλειψη των ΜΣΕ διασφαλίζονται, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο ετήσιου προγράμματος επιτηρήσεως της ΣΕΒ και της τρομώδους νόσου το οποίο περιλαμβάνει διαδικασίες ανιχνεύσεως χρησιμοποιώντας «ταχείες δοκιμές». Συγκεκριμένα, η εν λόγω επιτήρηση συνεπάγεται ότι υποβάλλεται στις εν λόγω δοκιμές αντιπροσωπευτικό δείγμα νεκρών ζώων κάθε περιοχής και για κάθε περίοδο (βλ. παράρτημα I του κανονισμού 270/2002). Οι δοκιμές αυτές εγγράφονται στο παράρτημα X του κανονισμού 999/2001 κατόπιν εγκρίσεώς τους (βλ. άρθρο 6 του κανονισμού 999/2001).

113    Οι γνώμες της ΕΑΑΤ της 17ης Μαΐου και της 26ης Σεπτεμβρίου 2005 έχουν ως αντικείμενο την εκτίμηση της αποδόσεως εννέα «ταχέων δοκιμών» post mortem σε ιστούς αιγοπροβάτων λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της AFSSA και προβαίνουν σε συστάσεις σχετικά με την έγκριση των δοκιμών αυτών.

114    Στις γνώμες της 17ης Μαΐου και της 26ης Σεπτεμβρίου 2005, η ΕΑΑΤ αξιολόγησε μεταξύ άλλων τις διάφορες επίμαχες «ταχείες δοκιμές» ως προς τη «διαγνωστική ευαισθησία» τους (δηλαδή, την ικανότητα να ανιχνεύουν ορθώς τους μολυσμένους ιστούς των θετικών δειγμάτων), ως προς τη «διαγνωστική εξειδίκευσή» τους (δηλαδή, την ικανότητα να ανιχνεύουν ορθώς τους μη μολυσμένους ιστούς), και ως προς την «αναλυτική ευαισθησία» τους (δηλαδή, την ικανότητα να ανιχνεύουν μικρή συγκέντρωση της πρωτεΐνης πριόν σε σειρά αραιώσεων). Οκτώ από τις εννέα επίμαχες «ταχείες δοκιμές» επέδειξαν ικανοποιητικά αποτελέσματα όσον αφορά την εφαρμογή τους επί ιστών του εγκεφαλικού στελέχους, αποκαλούμενων επίσης «ιστών του μοχλού της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου» (obex). Το ποσοστό κυμαινόταν μεταξύ 99,6 % και 100 % όσον αφορά τη «διαγνωστική ευαισθησία» και τη «διαγνωστική εξειδίκευση». Η ΕΑΑΤ συνέστησε επομένως αυτές τις οκτώ δοκιμές για την εκτίμηση του επιπολασμού της κλασικής τρομώδους νόσου και της ΣΕΒ στα προβατοειδή βάσει των δειγμάτων από το εγκεφαλικό στέλεχος. Τέλος, δεδομένων των περιορισμένων επιστημονικών γνώσεων, συνέστησε και τα αιγοειδή να τυγχάνουν της ίδιας μεταχειρίσεως με τα προβατοειδή όσον αφορά τις «ταχείες δοκιμές».

115    Κατόπιν των γνωμών αυτών, οι οκτώ προταθείσες «ταχείες δοκιμές» περιλήφθηκαν στο σημείο 4 του κεφαλαίου Γ του παραρτήματος X του κανονισμού 999/2001.

 Επί της χρησιμοποίησης των «ταχέων δοκιμών» προς σκοπούς άλλους πλην των επιδημιολογικών

116    Η Γαλλική Δημοκρατία προσάπτει κατ’ ουσία στην Επιτροπή ότι διαπίστωσε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των «ταχέων δοκιμών» κατά τις γνώμες της ΕΑΑΤ της 17ης Μαΐου και της 26ης Σεπτεμβρίου 2005, η οποία είχε λάβει χώρα στο πλαίσιο μέτρων επιδημιολογικής επιτηρήσεως των ΜΣΕ στα μικρά μηρυκαστικά, ήταν επίσης δεκτή και στο πλαίσιο των προσβαλλόμενων μέτρων, με αποτέλεσμα να διατίθεται προς κατανάλωση από τον άνθρωπο κρέας μικρών μηρυκαστικών σε περίπτωση που οι δοκιμές αυτές έδιναν αρνητικό αποτέλεσμα. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διευκρίνισε ότι η απαίτηση για αξιοπιστία όσον αφορά τον επιπολασμό της νόσου σε κοπάδι αιγοπροβάτων δεν μπορούσε να είναι η ίδια με την απαιτούμενη για τη διάθεση προς κατανάλωση από τον άνθρωπο του κρέατος αιγοπροβάτων.

117    Επισημαίνεται συναφώς ότι η ΕΑΑΤ είχε εκτιμήσει, στη γνώμη της 7ης Ιουνίου 2007, ότι, καίτοι μόνο αντικείμενο του προγράμματος των «ταχέων δοκιμών» κατά τον χρόνο εκείνο ήταν η επιδημιολογική επιτήρηση, ήταν δυνατό να ληφθούν υπόψη και λοιπές χρήσεις των εν λόγω δοκιμών στο μέλλον, όπως η πιστοποίηση ότι τα κοπάδια δεν έχουν προσβληθεί από ΜΣΕ. Έτσι, η ΕΑΑΤ ρητώς διαπίστωσε ότι οι «ταχείες δοκιμές» θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και εντός πλαισίων άλλων από αυτό της επιτηρήσεως. Επιπλέον, όπως επισήμανε η ΕΑΑΤ, καθόσον οι «ταχείες δοκιμές» θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για να πιστοποιηθεί ότι κοπάδι μικρών μηρυκαστικών δεν έχει προσβληθεί από ΜΣΕ, η Επιτροπή χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατέληξε στη διαπίστωση ότι η πιστοποίηση αυτή μπορούσε να ισχύει και για το κρέας που προέρχεται από το κοπάδι αυτό που προορίζεται προς κατανάλωση από τον άνθρωπο.

118    Εξάλλου, παρατηρείται ότι η αποτελεσματική επιδημιολογική παρατήρηση των ΜΣΕ των ζώων προϋποθέτει ότι τα κρούσματα ΜΣΕ μπορούν να ανιχνευθούν ορθώς. Η αποτελεσματικότητα της εν λόγω επιτηρήσεως εξαρτάται μεταξύ άλλων από την αξιοπιστία των «ταχέων δοκιμών».

119    Στις γνώμες της 17ης Μαΐου και της 26ης Σεπτεμβρίου 2005, η ΕΑΑΤ διαπίστωσε, για εκάστη των «ταχέων δοκιμών» που είχε προτείνει, ότι οι δοκιμές αυτές επιδείκνυαν ικανοποιητικά αποτελέσματα όσον αφορά τη «διαγνωστική ευαισθησία» και τη «διαγνωστική εξειδίκευση» κατά την εφαρμογή τους σε ιστούς του εγκεφαλικού στελέχους σε κλινικά κρούσματα όπου έχει επιβεβαιωθεί η μόλυνση από την κλασική τρομώδη νόσο. Τα αποτελέσματα αυτά κυμαίνονται μεταξύ 99,6 % και 100 %. Επιπλέον, η ΕΑΑΤ έκρινε ότι όλες οι προταθείσες «ταχείες δοκιμές» κατέστησαν δυνατή την ανίχνευση της παρουσίας της πρωτεΐνης πριόν σε τρία δείγματα της ΣΕΒ που προσβάλλουν τα προβατοειδή στα οποία είχε διενεργηθεί ενοφθαλμισμός πειραματικώς.

120    Δεδομένης της φύσεως και των αποτελεσμάτων των εκτιμήσεων των «ταχέων δοκιμών» που περιλαμβάνονται στις γνώμες της ΕΑΑΤ της 17ης Μαΐου και της 26ης Σεπτεμβρίου 2005, η Επιτροπή χωρίς να υποπέσει, επομένως, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως διαπίστωσε ότι οι «ταχείες δοκιμές» επί δειγμάτων του εγκεφαλικού στελέχους πληρούσαν τις αναγκαίες απαιτήσεις αξιοπιστίας για τον έλεγχο της διαθέσεως προς κατανάλωση από τον άνθρωπο του κρέατος μικρών μηρυκαστικών. Εξάλλου, η Γαλλική Δημοκρατία δεν προσκομίζει στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι εν λόγω εκτιμήσεις της ΕΑΑΤ δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν επαρκώς τις αναγκαίες απαιτήσεις για τις χρησιμοποιούμενες δοκιμές προκειμένου να ελεγχθεί το κρέας των αιγοπροβάτων που προορίζεται προς κατανάλωση από τον άνθρωπο.

121    Σε κάθε περίπτωση, οι εκτιμήσεις σχετικά με την αξιοπιστία των «ταχέων δοκιμών» που περιλαμβάνονται στις γνώμες της ΕΑΑΤ της 17ης Μαΐου και της 26ης Σεπτεμβρίου 2005 ήδη δικαιολογούσαν, σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, τη διάθεση του κρέατος αιγοπροβάτων προς κατανάλωση από τον άνθρωπο. Συγκεκριμένα, ακόμη και προ της θεσπίσεως των προσβαλλόμενων μέτρων, το αρνητικό αποτέλεσμα από «ταχείες δοκιμές» διενεργούμενες προς τον σκοπό της επιδημιολογικής επιτηρήσεως επέτρεπε τη διάθεση προς κατανάλωση από τον άνθρωπο του κρέατος του οικείου ζώου (βλ. παράρτημα III, κεφάλαιο A, σημείο II, του κανονισμού 999/2001 ως ίσχυε προ της εκδόσεως του κανονισμού 727/2007). Πάντως, η Γαλλική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί την αξιοπιστία των «ταχέων δοκιμών» κατά τη χρήση τους για επιδημιολογικούς σκοπούς παρά το γεγονός ότι και από τον βαθμό αξιοπιστίας τους εξαρτάται επίσης η διάθεση ή όχι προς κατανάλωση από τον άνθρωπο του κρέατος των προσβεβλημένων με ΜΣΕ ζώων.

122    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, διαπίστωσε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των «ταχέων δοκιμών» στις γνώμες της ΕΑΑΤ της 17ης Μαΐου και της 26ης Σεπτεμβρίου 2005 ήταν κατάλληλη για τη χρησιμοποίηση των δοκιμών αυτών στο πλαίσιο του ελέγχου της διαθέσεως προς κατανάλωση από τον άνθρωπο του κρέατος αιγών ή προβάτων. Η αιτίαση της Γαλλικής Δημοκρατίας κατά την οποία ήταν απαραίτητο να συμβουλευθεί ειδικότερα την ΕΑΑΤ ως προς την αξιοπιστία των «ταχέων δοκιμών» στο πλαίσιο του ελέγχου της διαθέσεως προς κατανάλωση από τον άνθρωπο του κρέατος αιγών ή προβάτων πρέπει, επομένως, να απορριφθεί.

 Επί της απουσίας ενδείξεων στις γνώμες της ΕΑΑΤ της 17ης Μαΐου και της 26ς Σεπτεμβρίου 2005 σχετικά με την αξιοπιστία των «ταχέων δοκιμών», οσάκις τα μικρά μηρυκαστικά δεν εμφανίζουν ακόμη επαρκή συσσώρευση πρωτεΐνης πριόν στο εγκεφαλικό στέλεχος

123    Η Γαλλική Δημοκρατία εκτιμά κατ’ ουσία ότι η Επιτροπή δεν έλαβε τα προσβαλλόμενα μέτρα εν πλήρη γνώσει της υποθέσεως, καθώς δεν είχε στη διάθεσή της επιστημονική αξιολόγηση της επιδόσεως των «ταχέων δοκιμών» λαμβανομένου υπόψη ότι, στο πρώιμο στάδιο της κλασικής τρομώδους νόσου, οι πρωτεΐνες πριόν προ της συσσωρεύσεώς τους στον μοχλό της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου συσσωρεύονται στους περιφερειακούς ιστούς. Κατά την άποψή της, οι γνώμες της ΕΑΑΤ της 17ης Μαΐου και της 26ης Σεπτεμβρίου 2005 δεν παρέχουν ενδείξεις σχετικά με την αξιοπιστία των «ταχέων δοκιμών» προκειμένου να εντοπισθούν τα μολυσμένα μικρά μηρυκαστικά όταν αυτά δεν εμφανίζουν ακόμη επαρκή συσσώρευση της πρωτεΐνης πριόν στο εγκεφαλικό στέλεχος. Προκύπτει από τη γνώμη της AFSSA της 13ης Ιουνίου 2007 ότι αυτός ο περιορισμός των «ταχέων δοκιμών» έχει ως αποτέλεσμα το ήμισυ των μολυσμένων από ΜΣΕ ζώων να μην εντοπίζονται.

124    Επιβάλλεται συναφώς η παρατήρηση ότι, στις γνώμες της 17ης Μαΐου και της 26ης Σεπτεμβρίου 2005, η ΕΑΑΤ αξιολόγησε τις διάφορες «ταχείες δοκιμές», μεταξύ άλλων, ως προς τη «διαγνωστική ευαισθησία» και τη «διαγνωστική εξειδίκευσή» τους χρησιμοποιώντας θετικά δείγματα των ιστών του εγκεφαλικού στελέχους, των λεμφοειδών αδένων του μεσεντερίου, της σπλήνας και της παρεγκεφαλίδας ζώων ηλικίας από 16 μηνών έως 6 ετών. Κατόπιν της αξιολογήσεως, η ΕΑΑΤ συνέστησε οκτώ από τις εννέα αξιολογηθείσες δοκιμές για την εκτίμηση του επιπολασμού της κλασικής τρομώδους νόσου και της ΣΕΒ στα προβατοειδή χρησιμοποιώντας δείγματα του εγκεφαλικού στελέχους. Επιπλέον, συνέστησε μία δοκιμή για την ανίχνευση ΜΣΕ χρησιμοποιώντας δείγματα από τους εν λόγω λεμφοειδείς αδένες και τη σπλήνα.

125    Εξάλλου, στη γνώμη της 15ης Μαΐου 2006, η AFSSA εκτίμησε ότι οι «δοκιμές ταχείας ανιχνεύσεως όπως [διεξάγονταν] […] [δεν μπορούσαν] να εντοπίσουν τα μολυσμένα από στέλεχος ΜΣΕ ζώα για μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια της επωάσεως, διότι [διεξάγονταν] αποκλειστικώς σε δείγματα των κεντρικών νευρικών ιστών, ενώ ορισμένοι ιστοί (ιδίως τα λεμφοειδή όργανα) [ενδέχετο] να περιέχουν μεγάλες ποσότητες του μολυσματικού παράγοντα πολύ νωρίτερα».

126    Στην από 15 Ιανουαρίου 2007 γνώμη, η οποία κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 17 Ιανουαρίου 2007, η AFSSA επανέλαβε στην από 15 Μαΐου 2006 γνώμη της την παρατιθέμενη στη σκέψη 125 ανωτέρω εκτίμηση.

127    Στην από 13 Ιουνίου 2007 γνώμη, η AFSSA εξέφρασε την άποψή της σχετικά με τις συνέπειες των περιορισμών των «ταχέων δοκιμών» που διεξάγονται στον μοχλό της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου των μικρών μηρυκαστικών. Έκρινε ότι «βάσει των συλλεγέντων στοιχείων στη Γαλλία [από την ενεργό επιτήρηση προβατοειδών για το έτος 2006] [ήταν] αποδεδειγμένο ότι οι δοκιμές που [είχαν] γίνει στον μοχλό της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου [ανίχνευαν] περίπου μόνον το 50 % των μολυσμένων ζώων στα προσβεβλημένα κοπάδια, ενώ το υπόλοιπο 50 % [αντιστοιχούσε] σε ζώα που [ήταν] φορείς μολυσματικότητας και στα οποία η νόσος [βρισκόταν] σε στάδιο επώασης στα λεμφοειδή τους όργανα».

128    Στην από 5 Δεκεμβρίου 2007 γνώμη, η AFSSA επισήμανε ότι η «διαγνωστική ευαισθησία» των δοκιμών στον μοχλό της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου ήταν δυνατό να ποικίλλει ανάλογα με τις γενετικές δομές των προσβεβλημένων κοπαδιών, το στέλεχος της πρωτεΐνης πριόν και τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η μόλυνση. Πάντως, έκρινε ότι, καίτοι το εκτιμηθέν ποσοστό του 50 % αντιστοιχούσε απλώς σε μία τάξη μεγέθους, το εν λόγω ποσοστό παραμένει όλως αντιπροσωπευτικό.

129    Περαιτέρω, στην από 25 Ιανουαρίου 2007 γνώμη, η ΕΑΑΤ επισήμανε ότι:

«Στις αίγες με VRQ/VRQ που προσβάλλονται υπό φυσικές συνθήκες από την κλασική τρομώδη νόσο, οι PrPsc μπορούν να ανιχνευθούν στις πλάκες του Peyer (PP) του ειλεού από την 21η ημέρα μετά τη γέννηση και λοιπές PP του πεπτικού σωλήνα και στις αμυγδαλές του αρνιού από την ηλικία των 60 ημερών. Υπό παρόμοιες συνθήκες, οι PrPsc ανιχνεύονται στο εντερικό νευρικό σύστημα από την ηλικία των 7 μηνών, σχεδόν τρεις μήνες πριν από την πρώτη ανίχνευσή του στον μοχλό της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου. […]. Συνεπώς, κατά την επιτήρηση, η ανίχνευση των PrPsc στον μοχλό της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου με τη χρήση ταχέων δοκιμών δεν είναι ιδιαίτερα ενδεικτική της απουσίας μολύνσεως από ΜΣΕ στο πεπτικό σύστημα του αρνιού.»

130    Τέλος, στην από 5 Ιουνίου 2008 γνώμη, η ΕΑΑΤ διαπίστωσε ότι τα μικρά μηρυκαστικά εν γένει προσβάλλονται από ΜΣΕ κατά τη γέννησή τους ή λίγο χρόνο μετά. Κατά την άποψή της, ο πλακούντας καθώς και οι μητρικοί και εμβρυακοί ιστοί αποτελούσαν πηγή μολύνσεως. Εξάλλου, επισήμανε ότι, υπό φυσικές συνθήκες, οι πρώτες ενδείξεις της μολύνσεως από τρομώδη νόσο εμφανίζονταν στην τροφική δίοδο και στις σχετικές λεμφοειδείς δομές της κατά τους πρώτους μήνες ζωής, ότι οι πρωτεΐνες πριόν μπορούσαν να ανιχνευθούν αργότερα στο μεγαλύτερο μέρος των δευτερευόντων λεμφοειδών σχηματισμών και σε ολόκληρο το εντερικό νευρικό σύστημα και ότι οι πρωτεΐνες πριόν ανιχνεύονταν στο κεντρικό νευρικό σύστημα σχεδόν κατά το μέσο της περιόδου επωάσεως. Εξ αυτών συνήγαγε ότι η ανίχνευση της πρωτεΐνης πριόν στον μοχλό της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου με τη χρήση «ταχέων δοκιμών» δεν ήταν ιδιαίτερα ενδεικτική της απουσίας μολύνσεων από τους παράγοντες ΜΣΕ στους περιφερειακούς ιστούς των μικρών μηρυκαστικών.

131    Έτσι, οι συστάσεις για τις «ταχείες δοκιμές» στις γνώμες της ΕΑΑΤ της 17ης Μαΐου και της 26ης Σεπτεμβρίου 2005 αφορούν την αξιοπιστία τους μόνο όταν διεξάγονται σε ορισμένους ιστούς, μεταξύ των οποίων και οι ιστοί του μοχλού της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου. Σε κάθε περίπτωση οι συστάσεις αυτές δεν λαμβάνουν υπόψη την εξάπλωση των ΜΣΕ σε άλλους ιστούς του ζώου κατά την περίοδο επωάσεως και, ειδικότερα, το γεγονός ότι εν γένει οι ΜΣΕ εξαπλώνονται κατ’ αρχάς στους λεμφοειδείς ιστούς προ της εξαπλώσεώς τους στον μοχλό της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου.

132    Παρά ταύτα, η Γαλλική Δημοκρατία δεν μπορεί να προσάπτει στην Επιτροπή ότι έλαβε τα επίμαχα μέτρα χωρίς να έχει επίγνωση των περιορισμών που επισήμαναν οι επιστημονικοί εμπειρογνώμονες για τις «ταχείες δοκιμές» όταν διεξάγονται στον μοχλό της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου νεαρών ζώων. Συγκεκριμένα, οι περιορισμοί αυτοί εκτέθηκαν στις από 15 Ιανουαρίου, 13 Ιουνίου και 5 Δεκεμβρίου 2007 γνώμες της AFSSA. Όπως, όμως, προκύπτει από τη σκέψη 126 ανωτέρω σχετικά με την από 15 Ιανουαρίου 2007 γνώμη και από την απάντηση της Γαλλικής Δημοκρατίας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, οι γνώμες αυτές κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή προ της λήψεως των προσβαλλόμενων μέτρων. Επιπλέον, οι από 25 Ιανουαρίου 2007 και 5 Ιουνίου 2008 γνώμες της ΕΑΑΤ, όπου επισημάνθηκε ότι η ανίχνευση της πρωτεΐνης πριόν στον μοχλό της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου νεαρών ζώων με τη χρήση «ταχέων δοκιμών» δεν ήταν ιδιαίτερα ενδεικτική της απουσίας μολύνσεων από παράγοντα ΜΣΕ στους περιφερειακούς ιστούς των μικρών μηρυκαστικών, εκδόθηκαν προ της θεσπίσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού από την Επιτροπή.

133    Το γεγονός ότι η Επιτροπή γνώριζε τους εν λόγω περιορισμούς των «ταχέων δοκιμών» προ της θεσπίσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν προδικάζει πάντως την απάντηση στο ερώτημα αν η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε τις συνέπειες των περιορισμών αυτών στο πλαίσιο της αξιολογήσεως των κινδύνων που συνεπαγόταν η λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων. Η Γαλλική Δημοκρατία προσάπτει, επίσης, στην Επιτροπή ότι δεν στάθμισε δεόντως τις συνέπειες των περιορισμών αυτών. Η αιτίαση αυτή και εκείνη περί μη αξιολογήσεως της μεγεθύνσεως του κινδύνου και της διαχειρίσεως του κινδύνου, που εξετάζονται κατωτέρω, με τις σκέψεις 174 έως 202 και υπό τον τίτλο 4, «Επί της διαχειρίσεως του κινδύνου», πάντως συμπίπτουν.

134    Τέλος, ως προς το ότι η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, στη γνώμη της 7ης Ιουνίου 2007, η ΕΑΑΤ συνέστησε επαναξιολόγηση των «ταχέων δοκιμών», επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η εν λόγω γνώμη εκδόθηκε κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής προς την ΕΑΑΤ για ενημέρωση των υφιστάμενων πρωτοκόλλων αξιολογήσεως των «ταχέων δοκιμών» των ΜΣΕ ενόψει της δημοσιεύσεως, περί τα μέσα του έτους 2007, προσκλήσεως για την υποβολή υποψηφιοτήτων για «ταχείες δοκιμές» στο πλαίσιο της επιτηρήσεως των ΜΣΕ. Στην εν λόγω γνώμη, διευκρινίζεται ότι η επιστημονική ομάδα για τους βιολογικούς κινδύνους (ομάδα Biohaz) συνέστησε την υπαγωγή των ήδη εγκεκριμένων «ταχέων δοκιμών» σε νέα αξιολόγηση προκειμένου να επιβεβαιωθεί η ανθεκτικότητά τους και η ικανότητά τους να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις επιδόσεως, για παράδειγμα, όσον αφορά τα κρούσματα άτυπης τρομώδους νόσου και την «αναλυτική ευαισθησία». Η σύσταση αυτή στηρίζεται, αφενός, στο γεγονός ότι, κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως των προηγούμενων δοκιμών, είχαν παρατηρηθεί διαφορές μεταξύ των δοκιμών όσον αφορά την «αναλυτική ευαισθησία», η σημασία των οποίων όσον αφορά τη «διαγνωστική ευαισθησία» και τη βιολογική σχετικότητα δεν μπορούσε να εκτιμηθεί επιστημονικώς κατά τον χρόνο της αξιολογήσεως, και, αφετέρου, στο γεγονός ότι, έπειτα από τα προγράμματα επιτηρήσεως που χρησιμοποιούσαν εγκεκριμένες δοκιμές, είχε ανιχνευθεί στην Ευρώπη νέα μορφή ΜΣΕ στα μικρά μηρυκαστικά, ήτοι η άτυπη τρομώδης νόσος/ΝΟR 98, και στο ότι οι εγκεκριμένες «ταχείες δοκιμές» δεν είχαν την ίδια επίδοση όσον αφορά αυτά τα κρούσματα άτυπης τρομώδους νόσου, ώστε να ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν ενδεχομένως διαφορετικές μορφές της τρομώδους νόσου.

135    Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Γαλλική Δημοκρατία, στην από 7 Ιουνίου 2007 γνώμη η ΕΑΑΤ δεν πρότεινε επαναξιολόγηση των «ταχέων δοκιμών» λόγω της αναποτελεσματικότητάς τους να ανιχνεύουν την κλασική τρομώδη νόσο στα νεαρά ζώα. Επιπλέον, στην εν λόγω γνώμη η ΕΑΑΤ διαπίστωσε ότι, παρά την κυμαινόμενη κατανομή της πρωτεΐνης πριόν στον οργανισμό, η διεξαγωγή δοκιμών στον μοχλό της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου αποτελούσε το πλέον ενδεδειγμένο μέσο για την ανίχνευση όλων των παραγόντων των ΜΣΕ που προσβάλλουν τα προβατοειδή.

136    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται η απόρριψη των αιτιάσεων της Γαλλικής Δημοκρατίας κατά τις οποίες, αφενός, η Επιτροπή δεν είχε επίγνωση προ της λήψεως των προσβαλλόμενων μέτρων των περιορισμών των «ταχέων δοκιμών» όταν αυτές διεξάγονται επί νεαρών ζώων και, αφετέρου, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως λαμβάνοντας τα προσβαλλόμενα μέτρα, ενώ η ΕΑΑΤ είχε συστήσει την επαναξιολόγηση των εν λόγω δοκιμών δεδομένων των προαναφερθέντων περιορισμών τους.

  Επί των αιτιάσεων σχετικά με τις δοκιμές διακρίσεως

 Εισαγωγή

137    Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή αγνόησε τις επιστημονικές αβεβαιότητες όσον αφορά την αξιοπιστία των δοκιμών διακρίσεως. Τα προσβαλλόμενα μέτρα είχαν τύχει επεξεργασίας από την Επιτροπή πριν συμβουλευτεί την ΕΑΑΤ και η Επιτροπή δεν επανεξέτασε την ορθότητα των μέτρων αυτών μετά την από 24 Ιανουαρίου 2008 γνώμη της ΕΑΑΤ. Επιπλέον, εκτιμά ότι, στη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή χρησιμοποίησε την από 24 Ιανουαρίου 2008 γνώμη της ΕΑΑΤ κατά τρόπο μεροληπτικό. Η Επιτροπή ελαχιστοποίησε τις αμφιβολίες που οφείλονταν στη μη κατανόηση της πραγματικής βιοποικιλομορφίας των παραγόντων των ΜΣΕ αμφισβητώντας την απουσία επιστημονικών αποδεικτικών στοιχείων για συλλοιμώξεις υπό φυσικές συνθήκες και για χαμηλό επιπολασμό της ΣΕΒ στα μικρά μηρυκαστικά. Με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή αγνόησε τις ιδιαίτερα σοβαρές επιστημονικές αβεβαιότητες που εξέφρασε η ΕΑΑΤ και παραμόρφωσε τα συμπεράσματα της γνώμης της.

138    Η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητούν το επιχείρημα κατά το οποίο η Επιτροπή δεν έλαβε δεόντως υπόψη την από 24 Ιανουαρίου 2008 γνώμη της ΕΑΑΤ.

139    Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι οι δοκιμές διακρίσεως αποτελούν δοκιμές που καθιστούν δυνατή την ανίχνευση της οικείας μορφής ΜΣΕ, ήτοι αν πρόκειται για ΣΕΒ, για κλασική τρομώδη νόσο ή για άτυπη τρομώδη νόσο. Η εφαρμογή τους προϋποθέτει, επομένως, την προηγούμενη ανίχνευση κρούσματος ΜΣΕ η οποία μπορεί μεταξύ άλλων να γίνει με τη χρήση «ταχέων δοκιμών».

140    Προ του 2005, οι μόνες εγκεκριμένες δοκιμές διακρίσεως ήταν οι επονομαζόμενες «βιολογικές» ή «in vivo». Περιελάμβαναν ενοφθαλμισμό μολυσμένων με ΜΣΕ ιστών στον εγκέφαλο ζωντανού ποντικού προκειμένου να προσδιορισθεί η ακριβής φύση της οικείας ΜΣΕ, ήτοι αν πρόκειται για ΣΕΒ, κλασική ή άτυπη τρομώδη νόσο. Όταν ο ποντικός κατέληγε, διενεργείτο μικροσκοπική εξέταση στον εγκέφαλό του και τα πορίσματα της εξετάσεως αυτής επέτρεπαν τον προσδιορισμό της ακριβούς φύσεως της ΜΣΕ έπειτα από πολλά έτη.

141    Από το 2002, τέθηκαν σε εφαρμογή οι μοριακές δοκιμές διακρίσεως, οι οποίες αποκαλούνται και «βιοχημικές» ή «in vitro» δοκιμές. Η χρήση των δοκιμών αυτών στο πλαίσιο του κανονισμού 999/2001 εγκρίθηκε κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού 36/2005.

142    Τέλος, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι ως «συλλοίμωξη», στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, νοείται η δυνατότητα να προσβληθεί μικρό μηρυκαστικό ταυτοχρόνως με τη ΣΕΒ και με ΜΣΕ άλλη, πλην της ΣΕΒ.

 Επί της αιτιάσεως σχετικά με τη μη συνεκτίμηση των επιστημονικών αβεβαιοτήτων ως προς την αξιοπιστία των δοκιμών διακρίσεως

143    Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή αγνόησε τις επιστημονικές αβεβαιότητες όσον αφορά την αξιοπιστία των δοκιμών διακρίσεως.

144    Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι, στην έκτη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή επικαλέστηκε την από 8 Μαρτίου 2007 γνώμη της ΕΑΑΤ, σύμφωνα με την οποία, βάσει των σύγχρονων επιστημονικών γνώσεων, δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτή η προκείμενη ότι η «διαγνωστική ικανότητα» και η «διαγνωστική εξειδίκευση» των δοκιμών διακρίσεως θεωρούνταν τέλειες. Επιπλέον, στη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή επισήμανε ότι η ΕΑΑΤ είχε επιβεβαιώσει, στην από 24 Ιανουαρίου 2008 γνώμη της, ότι οι δοκιμές διακρίσεως δεν μπορούσαν να θεωρηθούν τέλειες, λόγω της τρέχουσας απουσίας κατανοήσεως της πραγματικής βιοποικιλότητας των παραγόντων ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα και του τρόπου με τον οποίο οι παράγοντες αυτοί αλληλεπιδρούν σε περίπτωση συλλοιμώξεως. Επιπλέον, στη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή υπογράμμισε την απουσία επαρκών στατιστικών στοιχείων για την αξιολόγηση της ευαισθησίας ή της καταλληλότητας των δοκιμών διακρίσεως και επισήμανε ότι αυτή η απουσία στοιχείων δεν μπορούσε να αντισταθμιστεί από την τεθείσα σε εφαρμογή διαδικασία που περιλάμβανε δοκιμή δακτυλίου με πρόσθετες μεθόδους μοριακών δοκιμών σε διάφορα εργαστήρια και αξιολόγηση από ομάδα εμπειρογνωμόνων. Τέλος, στη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι οι δοκιμές διακρίσεως δεν μπορούσαν να θεωρηθούν τέλειες, παρά ταύτα μπορούσαν να θεωρηθούν κατάλληλο εργαλείο προς τον σκοπό της εξαλείψεως των ΜΣΕ.

145    Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η απόρριψη της αιτιάσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας κατά την οποία η Επιτροπή αγνόησε, κατά τη λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων, τις επιστημονικές αβεβαιότητες όσον αφορά την αξιοπιστία των δοκιμών διακρίσεως.

146    Η Γαλλική Δημοκρατία προσάπτει επίσης στην Επιτροπή ότι επεξεργάσθηκε τα προσβαλλόμενα μέτρα προτού συμβουλευθεί την ΕΑΑΤ. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, όταν θεσμικό όργανο της Ένωσης αποφασίζει τη λήψη μέτρων προς τήρηση της αρχής της προφυλάξεως, τα μέτρα αυτά πρέπει να λαμβάνονται κατόπιν πλήρους συνεκτιμήσεως των καλύτερων διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων και να στηρίζονται στα πλέον πρόσφατα αποτελέσματα της διεθνούς έρευνας (βλ. σκέψη 74 ανωτέρω). Η τήρηση της εν λόγω υποχρεώσεως εκτιμάται πάντως ανεξαρτήτως του αν τα μέτρα έτυχαν επεξεργασίας προ της εκδόσεως γνώμης από ειδικό προς τούτο επιστημονικό όργανο. Συγκεκριμένα, η επεξεργασία των προσβαλλόμενων μέτρων αποτελεί προπαρασκευαστικό και εσωτερικό στάδιο της αποφασιστικής διαδικασίας κατά τη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή είναι ακόμη σε θέση να μεταβάλει την άποψή της ενόψει νέων επιστημονικών στοιχείων, ενώ η έκδοση των προσβαλλόμενων μέτρων παγιώνει την άποψη της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, η αιτίαση που στηρίζεται στην επεξεργασία των προσβαλλόμενων μέτρων προ της διαβουλεύσεως με την ΕΑΑΤ είναι αλυσιτελής.

147    Ως προς το ότι η Γαλλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν επανεξέτασε τα προσβαλλόμενα μέτρα μετά την από 24 Ιανουαρίου 2008 γνώμη της ΕΑΑΤ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή αναφέρει ρητώς την εν λόγω γνώμη και ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι δεν πραγματοποιήθηκε τέτοιου είδους επανεξέταση.

148    Τέλος, ως προς το ότι η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι επιστημονικές αβεβαιότητες σχετικά με την αξιοπιστία των δοκιμών διακρίσεως, σύμφωνα με τις επιστημονικές γνώμες, συνεπάγονται βαθμό επικινδυνότητας μη αποδεκτό για την κοινωνία όταν οι δοκιμές αυτές χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του συστήματος που θέτουν σε εφαρμογή τα προσβαλλόμενα μέτρα, παρατηρείται ότι η αιτίαση αυτή συνδέεται με τις αιτιάσεις σχετικά με τη μεροληπτική χρησιμοποίηση της προαναφερθείσας γνώμης και της κακής διαχειρίσεως του κινδύνου που θα εξετασθούν κατωτέρω, αντιστοίχως, στις σκέψεις 157 έως 171 και υπό τον τίτλο 4, «Επί της διαχειρίσεως του κινδύνου».

1.     Επί της αιτιάσεως σχετικά με τη μεροληπτική χρησιμοποίηση της από 24 Ιανουαρίου 2008 γνώμης της ΕΑΑΤ

–       Εισαγωγή

149    Η Γαλλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έδωσε την προσήκουσα σημασία στις αμφιβολίες των επιστημονικών εμπειρογνωμόνων ως προς την αξιοπιστία των δοκιμών διακρίσεως που οφείλονται στην απουσία κατανοήσεως της πραγματικής βιοποικιλότητας των παραγόντων των ΜΣΕ και του τρόπου με τον οποίο αυτοί οι παράγοντες αλληλεπιδρούν σε περίπτωση συλλοιμώξεως, στηρίζοντας την επιχειρηματολογία της στην απουσία επιστημονικών αποδεικτικών στοιχείων για συλλοιμώξεις υπό φυσικές συνθήκες και στον χαμηλό επιπολασμό της ΣΕΒ.

150    Παρατηρείται συναφώς ότι, στον προσβαλλόμενο κανονισμό, η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε τον ατελή χαρακτήρα των δοκιμών διακρίσεως λόγω της απουσίας κατανοήσεως της πραγματικής βιοποικιλότητας των παραγόντων των ΜΣΕ. Αντιθέτως, έκρινε ότι ο αριθμός των κρουσμάτων της ΣΕΒ που δεν έχουν ανιχνευθεί με δοκιμές διακρίσεως λόγω ενδεχόμενης συλλοιμώξεως είναι ιδιαίτερα μικρός λόγω της απουσίας επιστημονικών αποδεικτικών στοιχείων για συλλοιμώξεις υπό φυσικές συνθήκες και για χαμηλό επιπολασμό της ΣΕΒ στα μικρά μηρυκαστικά.

151    Συγκεκριμένα, στη δέκατη πέμπτη και στη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή επισήμανε τα ακόλουθα:

«Η ΕΑΑΤ αναγνώρισε ότι οι δοκιμές διακρίσεως που θεσπίστηκαν στον κανονισμό […] 999/2001 είναι πρακτικά εργαλεία που επιτυγχάνουν τον στόχο της ταχείας και αναπαραγώγιμης αναγνωρίσεως των κρουσμάτων ΜΣΕ τα οποία έχουν χαρακτηριστικά συμβατά με τον παράγοντα της κλασικής ΣΕΒ. Δεδομένης της απουσίας επιστημονικών αποδεικτικών στοιχείων για συλλοιμώξεις παραγόντων ΣΕΒ και άλλων ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα σε φυσικές συνθήκες, και δεδομένου ότι ο επιπολασμός της ΣΕΒ στα προβατοειδή, εάν υπάρχει, ή στα αιγοειδή είναι πολύ χαμηλός και, ως εκ τούτου, η δυνατότητα συλλοιμώξεως θα ήταν ακόμη χαμηλότερη, ο αριθμός των μη εντοπισθέντων κρουσμάτων ΣΕΒ στα αιγοπρόβατα θα ήταν εξαιρετικά χαμηλός. Συνεπώς, μολονότι οι δοκιμές διακρίσεως δεν μπορούν να θεωρηθούν τέλειες, είναι σκόπιμο να θεωρηθούν κατάλληλο εργαλείο για τους σκοπούς των στόχων εξαλείψεως των ΜΣΕ οι οποίοι επιδιώκονται με τον κανονισμό […] 999/2001.

[…] Στη γνώμη της 25ης Ιανουαρίου 2007, η ΕΑΑΤ έδωσε μια εκτίμηση του πιθανού επιπολασμού της ΣΕΒ στα προβατοειδή. Η ΕΑΑΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στις χώρες υψηλού κινδύνου υπάρχει ποσοστό μικρότερο του 0,3 έως 0,5 κρουσμάτων ΣΕΒ ανά 10 000 υγιή σφαγέντα ζώα. Η ΕΑΑΤ δήλωσε επίσης ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση “υπάρχει 95 % εμπιστοσύνη ότι ο αριθμός κρουσμάτων είναι ίσος ή μικρότερος από τέσσερα κρούσματα ανά ένα εκατομμύριο προβατοειδή και ποσοστό εμπιστοσύνης 99 % ότι ο αριθμός είναι ίσος ή μικρότερος των έξι κρουσμάτων ανά εκατομμύριο. Δεδομένου ότι δεν επιβεβαιώθηκαν ακόμη κρούσματα ΣΕΒ στα προβατοειδή, ο πιθανότερος επιπολασμός είναι το μηδέν”. Από την καθιέρωση της διαδικασίας των δοκιμών διακρίσεως το 2005, όπως προβλέπεται στο σημείο 3.2, στοιχείο γ΄, του κεφαλαίου Γ του παραρτήματος X του κανονισμού […] 999/2001, διενεργήθηκαν 2 798 δοκιμές διακρίσεως σε προβατοειδή που μολύνθηκαν από ΜΣΕ και 265 δοκιμές διακρίσεως σε αιγοειδή που μολύνθηκαν από ΜΣΕ και σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν επιβεβαιώθηκε ομοιότητα προς τα χαρακτηριστικά της ΣΕΒ.»

–       Επί του κινδύνου συλλοιμώξεως

152    Ως προς την αιτίαση της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι η Επιτροπή υποτίμησε τον κίνδυνο μη εντοπισμού με τη χρήση των δοκιμών διακρίσεως κρουσμάτων συλλοιμώξεως λόγω της απουσίας επιστημονικών αποδεικτικών στοιχείων τέτοιας συλλοιμώξεως σε φυσικές συνθήκες, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, στη γνώμη της 24ης Ιανουαρίου 2008, η ΕΑΑΤ εκτίμησε, βάσει των περιορισμένων διαθέσιμων στοιχείων, ότι οι δοκιμές διακρίσεως που προβλέπει ο κανονισμός 999/2001 αποτελούσαν πρακτικά εργαλεία για την αναγνώριση κρουσμάτων ΜΣΕ τα οποία επιτυγχάνουν τον σκοπό της ταχείας και αναπαραγώγιμης αναγνωρίσεως των κρουσμάτων ΜΣΕ τα οποία έχουν χαρακτηριστικά συμβατά με τον παράγοντα της κλασικής ΣΕΒ. Επιπλέον, η ΕΑΑΤ έκρινε ότι οι δοκιμές διακρίσεως δεν ήταν τέλειες λόγω της απουσίας κατανοήσεως της πραγματικής βιοποικιλότητας των παραγόντων των ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα και του τρόπου με τον οποίο αυτοί αλληλεπιδρούν σε περίπτωση συλλοιμώξεως.

153    Ειδικότερα, στην από 24 Ιανουαρίου 2008 γνώμη της, η ΕΑΑΤ έκρινε ότι, σε περίπτωση συλλοιμώξεως του ιδίου ζώου, η παρουσία παράγοντα ΜΣΕ μπορεί να καλύψει έναν άλλο [παράγοντα] και κατά τον τρόπο αυτό να καλύψει την εκδήλωση της ασθένειας. Κατά την άποψή της, το φαινόμενο αυτό της παρεμβολής μελετήθηκε με πειραματικά μοντέλα που χρησιμοποιούσαν διαφορετικούς παράγοντες ΜΣΕ. Έκρινε επίσης ότι, καίτοι τα πορίσματα αυτών των παρατηρήσεων δεν μπορούσαν να επεκταθούν απευθείας και στα μικρά μηρυκαστικά, εντούτοις υποδείκνυαν ότι ήταν δυνατό ο παράγοντας της ΣΕΒ στα προβατοειδή να μην ανιχνεύεται όταν η ΣΕΒ εμφανίζεται ως παράγοντας ο οποίος προκαλεί συλλοίμωξη μαζί με κρούσμα επιβεβαιωμένης τρομώδους νόσου. Τέλος, επισήμανε ότι, καθόσον το ενδεχόμενο αυτό ήταν προς το παρόν αβέβαιο, διεξάγονταν έρευνες προκειμένου να απαντηθεί ειδικώς το ερώτημα αυτό.

154    Έτσι, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε, στη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι η δυνατότητα συλλοιμώξεως στα μικρά μηρυκαστικά δεν είχε αποδειχθεί υπό φυσικές συνθήκες. Επιπλέον, δεν αποκλείεται η απουσία αποδείξεως της δυνατότητας συλλοιμώξεως στα μικρά μηρυκαστικά υπό φυσικές συνθήκες να μειώνει τον βαθμό της δυνατότητας υπάρξεως τέτοιων συλλοιμώξεων και, ως εκ τούτου, τον κίνδυνο οι δοκιμές διακρίσεως να μην ανιχνεύουν τη ΣΕΒ λόγω συλλοιμώξεως σε μικρά μηρυκαστικά. Ο κίνδυνος της συλλοιμώξεως είναι στην πραγματικότητα χαμηλότερος λόγω απουσίας ενδείξεων ικανών να τεκμηριώσουν τη δυνατότητα συλλοιμώξεως στα μικρά μηρυκαστικά υπό φυσικές συνθήκες.

155    Εξάλλου, ως προς το ότι η Επιτροπή συμπέρανε εξαιρετικά χαμηλό αριθμό κρουσμάτων ΣΕΒ μη εντοπισθέντων λόγω της συλλοιμώξεως από τον συνδυασμό της απουσίας αποδείξεως δυνατότητας συλλοιμώξεως στα μικρά μηρυκαστικά υπό φυσικές συνθήκες και τον χαμηλό επιπολασμό της ΣΕΒ στα μικρά μηρυκαστικά, είναι λογικό και επομένως πιθανό ότι, αν ο επιπολασμός των κρουσμάτων ΣΕΒ είναι πολύ χαμηλός, ο κίνδυνος από τον μη εντοπισμό των κρουσμάτων αυτών είναι επίσης πολύ χαμηλός. Επιπλέον, δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη η Επιτροπή συνάγοντας, από το εν λόγω γεγονός σε συνδυασμό με τον χαμηλό κίνδυνο συλλοιμώξεως στα μικρά μηρυκαστικά λόγω της απουσίας αποδεικτικών στοιχείων τέτοιας μολύνσεως υπό φυσικές συνθήκες, ότι ο αριθμός των μη εντοπισθέντων κρουσμάτων ΣΕΒ στα αιγοπρόβατα που οφείλεται σε ενδεχόμενη συλλοίμωξη είναι εξαιρετικά χαμηλός.

156    Αυτή η τελευταία εκτίμηση εξαρτάται εν πάση περιπτώσει από την αξιολόγηση εκ μέρους της Επιτροπής σχετικά με τον επιπολασμό της ΣΕΒ στα μικρά μηρυκαστικά, η οποία επίσης αμφισβητείται από τη Γαλλική Δημοκρατία.

–       Επί του επιπολασμού της ΣΕΒ στα μικρά μηρυκαστικά

157    Ως προς τον επιπολασμό της ΣΕΒ στα μικρά μηρυκαστικά, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι, κατά τον χρόνο λήψεως των προσβαλλόμενων μέτρων, μόνο ένα κρούσμα ΣΕΒ είχε επισήμως εντοπισθεί σε μικρά μηρυκαστικά. Πρόκειται για μία αίγα γεννηθείσα το 2000 και σφαγιασθείσα στη Γαλλία το 2002. Η αίγα αυτή αποτελούσε το πρώτο κρούσμα μολύνσεως μικρού μηρυκαστικού από τη ΣΕΒ υπό φυσικές συνθήκες (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω). Κανένα κρούσμα ΣΕΒ δεν είχε εντοπισθεί σε προβατοειδή.

158    Περαιτέρω, οι διάδικοι δήλωσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, κατά τον χρόνο λήψεως των προσβαλλόμενων μέτρων, υπήρχαν μόνο τρία κρούσματα για τα οποία υπήρχαν αμφιβολίες ως προς τη μόλυνσή τους από τη ΣΕΒ υπό φυσικές συνθήκες. Τα εν λόγω κρούσματα τελούσαν ακόμη υπό ανάλυση προκειμένου να διαπιστωθεί αν έπρεπε να θεωρηθούν κρούσματα της ΣΕΒ ή όχι. Επρόκειτο για δύο πρόβατα προερχόμενα από την Αγγλία και μία αίγα προερχόμενη από την Ουαλία.

159    Εξάλλου, τόσο η ΕΑΑΤ όσο και η AFSSA έκριναν ότι ο επιπολασμός της ΣΕΒ στα αιγοπρόβατα ήταν ιδιαίτερα χαμηλός, σχεδόν μηδενικός.

160    Στη γνώμη της 20ής Ιουλίου 2007, η AFSSA επισήμανε ότι «τα διαθέσιμα το 2002 επιδημιολογικά στοιχεία (στη Γαλλία όπως και στην Ευρώπη) καταδεικνύουν σαφώς ότι ο επιπολασμός της ΣΕΒ είναι πολύ χαμηλός (σχεδόν μηδενικός) στα αιγοπρόβατα».

161    Στη γνώμη της 25ης Ιανουαρίου 2007, η ΕΑΑΤ έκρινε ότι, καθόσον δεν είχε επιβεβαιωθεί κανένα κρούσμα ΣΕΒ στα προβατοειδή, ο πλέον πιθανός επιπολασμός της ΣΕΒ στα προβατοειδή ήταν μηδενικός. Ειδικότερα, διαπίστωσε, σε πίνακα με τον τίτλο «Σωρευτική κατανομή της αβεβαιότητας του επιπολασμού της ΣΕΒ στον πληθυσμό προβατοειδών της ΕΕ», ότι «υπάρχει 95 % εμπιστοσύνη ότι ο αριθμός κρουσμάτων είναι ίσος ή μικρότερος από τέσσερα κρούσματα ανά ένα εκατομμύριο προβατοειδών και ποσοστό εμπιστοσύνης 99 % ότι ο αριθμός είναι ίσος ή μικρότερος των έξι κρουσμάτων ανά εκατομμύριο. Δεδομένου ότι δεν επιβεβαιώθηκαν ακόμη κρούσματα ΣΕΒ στα προβατοειδή, ο πιθανότερος επιπολασμός είναι το μηδέν».

162    Στη γνώμη της 25ης Ιανουαρίου 2007, η ΕΑΑΤ διευκρίνισε πάντως ότι το γεγονός ότι, δεδομένων των διαθέσιμων έως το 2006 στοιχείων, δεν είχε εντοπισθεί κανένα κρούσμα με τη χρήση δοκιμών διακρίσεως στα τότε 25 κράτη μέλη της Ένωσης και στη Νορβηγία δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι δεν υπήρχαν προβατοειδή μολυσμένα από τη ΣΕΒ στα κοπάδια της Ευρώπης, διότι, αφενός, όλα τα ζώα, συμπεριλαμβανομένων των θανατωθέντων προς κατανάλωση από τον άνθρωπο, δεν είχαν εξετασθεί και, αφετέρου, οι δοκιμές ανιχνεύσεως εμφάνιζαν ευαισθησία διαφορετικού βαθμού και ιδιαιτέρως αόριστη κατά τον εντοπισμό μολυσμένων ζώων σε προκλινικό στάδιο. Βάσει του στατιστικού μοντέλου και των δεδομένων επιτηρήσεως που χρησιμοποιήθηκαν, υπολογίσθηκε ότι υπήρχε 95 % πιθανότητα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, να υπάρχουν λιγότερα από δύο έως τέσσερα κρούσματα ΣΕΒ στα προβατοειδή ανά 10 000 υγιή σφαγέντα ζώα και ότι, σε συνδυασμό με τα στοιχεία από άλλες χώρες όπου υπήρχαν σοβαρά προηγούμενα όσον αφορά τη ΣΕΒ, ήτοι την Ιρλανδία, τη Γαλλία και την Πορτογαλία, υπήρχε 95 % πιθανότητα, σε αυτήν την υπό-ομάδα κρατών υψηλού κινδύνου, να υπάρχουν λιγότερα από 0,3 έως 0,5 κρούσματα ΣΕΒ στα προβατοειδή ανά 10 000 υγιή σφαγέντα ζώα. Τέλος, η ΕΑΑΤ επισήμανε στην εν λόγω γνώμη ότι η συνεκτίμηση της χαμηλότερης ευαισθησίας ανιχνεύσεως των ΜΣΕ και των δοκιμών διακρίσεως θα συνεπαγόταν εκτίμηση του επιπολασμού σε υψηλότερο ποσοστό και ότι έπρεπε να εξετασθούν σε ευρύτερης κλίμακας πειράματα οι παράμετροι αυτές.

163    Κατόπιν των προεκτεθέντων, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο επιπολασμός της ΣΕΒ στα προβατοειδή και, ενδεχομένως, και στα αιγοειδή ήταν πολύ χαμηλός. Ο αριθμός των επιβεβαιωθέντων κρουσμάτων ΣΕΒ και των ανεπιβεβαίωτων κρουσμάτων ΜΣΕ που θα μπορούσαν εν δυνάμει να αποδειχθούν ότι ήταν κρούσματα ΣΕΒ κατά τον χρόνο εκδόσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν είναι, εξάλλου, αντίθετος προς την εκτίμηση του επιπολασμού της ΣΕΒ στα μικρά μηρυκαστικά.

164    Η μνημονευόμενη στην προηγούμενη σκέψη εκτίμηση δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα που προέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία με τα δικόγραφά της.

165    Ειδικότερα, ως προς το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας κατά το οποίο ο μη εντοπισμός κατά την ενεργό επιτήρηση δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πραγματική απουσία ΣΕΒ, δεδομένων των περιορισμών των «ταχέων δοκιμών» και των δοκιμών διακρίσεως που εφαρμόζονται, παρατηρείται ότι η Επιτροπή ουδόλως υποστήριξε ότι οι γνώμες της AFSSA ή της ΕΑΑΤ υποδείκνυαν το αντίθετο. Ο επιπολασμός της ΣΕΒ στα μικρά μηρυκαστικά αποτελούσε απλώς εκτίμηση θεμελιούμενη σε μοντέλο πιθανοτήτων, όπως επισήμανε και η ΕΑΑΤ στην από 25 Ιανουαρίου 2007 γνώμη της την οποία επικαλέσθηκε η Επιτροπή στη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού. Επιπλέον, ο επιπολασμός αυτός της ΣΕΒ στα μικρά μηρυκαστικά στηρίχθηκε τόσο στην επιτήρηση η οποία δεν ήταν συστηματική όσο και στις «ταχείες δοκιμές» και στις δοκιμές διακρίσεως οι οποίες δεν ήταν τέλειες.

166    Πάντως, το γεγονός ότι ο επιπολασμός της ΣΕΒ στα μικρά μηρυκαστικά αποτελούσε απλώς εκτίμηση δεν αρκεί για να αναιρέσει το βάσιμο της εκτιμήσεως της Επιτροπής κατά την οποία ο επιπολασμός της ΣΕΒ στα μικρά μηρυκαστικά θα έπρεπε να θεωρείται πολύ χαμηλός.

167    Ως προς το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας κατά το οποίο, προκειμένου να εκτιμηθεί ο επιπολασμός της ΣΕΒ στα προβατοειδή, θα έπρεπε να γίνει αναγωγή της εκτιμήσεως για λιγότερα από 0,3 έως 0,5 κρούσματα ΣΕΒ στα προβατοειδή ανά 10 000 υγιή σφαγέντα ζώα στα κράτη υψηλού κινδύνου στον εκτιμώμενο σε 67 εκατομμύρια ζώα συνολικό πληθυσμό προβατοειδών στην Κοινότητα, παρατηρείται ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν προσκομίζει καμία επιστημονική πηγή κατά την οποία πρέπει να επεκταθεί η εκτίμηση για τα κράτη υψηλού κινδύνου στην υπόλοιπη Ευρώπη, με αποτέλεσμα ο επιπολασμός της ΣΕΒ στα προβατοειδή να καταλήγει στην εκτίμηση ενός αριθμού προβατοειδών μολυσμένων με ΣΕΒ στην Ευρώπη μεταξύ λιγότερων από 2 010 και 3 350 κρουσμάτων. Οι επιστημονικές απόψεις που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή κατά τον χρόνο λήψεως των προσβαλλόμενων μέτρων, ήτοι η γνώμη της AFSSA της 20ής Ιουλίου 2007 και η γνώμη της ΕΑΑΤ της 25ης Ιανουαρίου 2007, αντιθέτως υποδεικνύουν ότι ο πιθανότερος επιπολασμός της ΣΕΒ στα μικρά μηρυκαστικά στην Ευρώπη ήταν πολύ χαμηλός σχεδόν μηδενικός.

168    Ως προς το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας κατά το οποίο η Επιτροπή επιδείκνυε πάντοτε ιδιαίτερη προσοχή όσον αφορά τον επιπολασμό της ΣΕΒ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εκτίμηση αυτή δεν επηρεάζει το βάσιμο των συμπερασμάτων που συνάγει η Επιτροπή βάσει των επιστημονικών εκτιμήσεων σχετικά με τον επιπολασμό της ΣΕΒ στα μικρά μηρυκαστικά.

169    Τέλος και εν πάση περιπτώσει, παρατηρείται ότι ο εκπρόσωπος της Γαλλικής Δημοκρατίας δήλωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι ο επιπολασμός της κλασικής ΣΕΒ στα μικρά μηρυκαστικά ήταν πολύ χαμηλός. Καθώς οι εκτιμήσεις για τον επιπολασμό της ΣΕΒ ανάγονται μόνο στην κλασική ΣΕΒ, η εν λόγω δήλωση του εκπροσώπου της Γαλλικής Δημοκρατίας επιβεβαιώνει το βάσιμο της εκτιμήσεως που μνημονεύεται στη σκέψη 163 ανωτέρω.

170    Έτσι, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο εκτιμώμενος επιπολασμός της ΣΕΒ στα μικρά μηρυκαστικά ήταν πολύ χαμηλός.

171    Ως εκ τούτου, βάσει των εκτιμήσεων που μνημονεύονται στη σκέψη 155 ανωτέρω, ήταν εύλογο ο κίνδυνος του μη εντοπισμού με τις δοκιμές διακρίσεως των κρουσμάτων ΣΕΒ στα μικρά μηρυκαστικά λόγω ενδεχόμενης συλλοιμώξεως να είναι εξαιρετικά χαμηλός. Η Επιτροπή δεν υπέπεσε επομένως σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση του κινδύνου συλλοιμώξεως των μικρών μηρυκαστικών.

 Επί της συνεκτιμήσεως των γνωμών της AFSSA της 8ης Οκτωβρίου 2008 και της ΕΑΑΤ της 22ας Οκτωβρίου 2008

172    Όσον αφορά τις γνώμες της AFSSA της 8ης Οκτωβρίου 2008 και της ΕΑΑΤ της 22ας Οκτωβρίου 2008 σχετικά με τον κίνδυνο μεταδόσεως της ΜΣΕ μέσω του γάλακτος, υπενθυμίζεται ότι η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης πρέπει να κρίνεται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 1979, 15/76 και 16/76, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 141, σκέψεις 7 και 8, και του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, T-177/94 και T-377/94, Altmann κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-2041, σκέψη 119). Κατά συνέπεια, αποκλείεται να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της πράξεως αυτής, στοιχεία μεταγενέστερα από την ημερομηνία εκδόσεως της κοινοτικής πράξεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑322/01, Roquette Frères κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3137, σκέψη 325).

173    Δεδομένου ότι οι γνώμες της AFSSA της 8ης Οκτωβρίου 2008 και της ΕΑΑΤ της 22ας Οκτωβρίου 2008 εκδόθηκαν μετά την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να τις λάβει υπόψη προκειμένου να εξετάσει τη νομιμότητα του εν λόγω κανονισμού. Συνεπώς, τα προβαλλόμενα από τη Γαλλική Δημοκρατία επιχειρήματα τα οποία στηρίζονται στις εν λόγω γνώμες είναι αλυσιτελή.

 Επί της αιτιάσεως σχετικά με την απουσία εκτιμήσεως της αυξήσεως του κινδύνου που απορρέει από τα προσβαλλόμενα μέτρα

174    Όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 84 επ. ανωτέρω, τα θεσμικά όργανα έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή των κατάλληλων μέσων δράσεως στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής. Εξάλλου, καθόσον τα όργανα αυτά έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου, έχουν επίσης ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή των κατάλληλων μέσων δράσεως προς τον σκοπό της τηρήσεως της υποχρεώσεως αυτής. Αυτή η ευρεία διακριτική ευχέρεια των θεσμικών οργάνων συνεπάγεται ότι ο έλεγχος της τηρήσεως των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στις διοικητικές διαδικασίες ενέχει θεμελιώδη σημασία (απόφαση Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, σκέψη 87 ανωτέρω, σκέψη 56).

175    Μία εξ αυτών των εγγυήσεων συνίσταται στην υποχρέωση των αρχών, όταν εκδίδουν προσωρινά μέτρα δυνάμει της αρχής της προφυλάξεως προκειμένου να διασφαλίσουν υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου, να έχουν στη διάθεσή τους όλα τα συναφή στοιχεία. Είναι εξίσου σημαντικό να έχουν στη διάθεσή τους επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων στηριζόμενη στις αρχές της εμπειρογνωμοσύνης, της διαφάνειας και της ανεξαρτησίας. Η απαίτηση αυτή αποτελεί σημαίνουσα εγγύηση για τη διασφάλιση της επιστημονικής αντικειμενικότητας των μέτρων και την αποφυγή της λήψεως αυθαίρετων μέτρων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 172).

176    Μία ακόμη εξ αυτών των εγγυήσεων συνίσταται στην υποχρέωση των αρχών, όταν θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες καθιστούν ηπιότερα προσωρινά μέτρα ληφθέντα δυνάμει της αρχής της προφυλάξεως προκειμένου να διασφαλίσουν υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου, να έχουν στη διάθεσή τους επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου που προκαλεί η θέσπιση των διατάξεων αυτών.

177    Μία τέτοια επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου περιλαμβάνει, κατ’ αρχήν, πλήρη αξιολόγηση από επιστημονικούς εμπειρογνώμονες της πιθανότητας εκθέσεως του ανθρώπου στις επιβλαβείς για την υγεία του συνέπειες των μέτρων. Κατά συνέπεια, περιλαμβάνει κατ’ αρχήν ποσοτική εκτίμηση των οικείων κινδύνων (βλ. σκέψη 72 ανωτέρω).

178    Ωστόσο, η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων μπορεί να αποδειχθεί όλως αδύνατη λόγω της ανεπάρκειας διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων. Τούτο, όμως, δεν μπορεί να εμποδίσει την αρμόδια δημόσια αρχή να λάβει προληπτικά μέτρα κατ’ εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως. Σημαντικό είναι, στην περίπτωση αυτή, οι εμπειρογνώμονες να προβούν στην πλέον επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων παρά την υφιστάμενη επιστημονική αβεβαιότητα ώστε η αρμόδια δημόσια αρχή να διαθέτει επαρκώς αξιόπιστα και σοβαρά πληροφοριακά στοιχεία ώστε να είναι σε θέση να κατανοήσει όλη την έκταση του επιστημονικού ζητήματος που τίθεται και να καθορίσει την πολιτική της έχοντας επίγνωση της καταστάσεως (βλ. σκέψη 77 ανωτέρω).

179    Συνεπώς, η αναγκαιότητα ή μη ορισμένων εκτιμήσεων εκ μέρους επιστημόνων που συμμετέχουν στην επιστημονική αξιολόγηση των οφειλομένων στη θέσπιση διατάξεων που καθιστούν ηπιότερα προσωρινά μέτρα ληφθέντα δυνάμει της αρχής της προφυλάξεως κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου, εκτιμάται μεταξύ άλλων ανάλογα με τα διαθέσιμα στοιχεία.

180    Εν προκειμένω, η Γαλλική Δημοκρατία κατ’ ουσία προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν είχε στη διάθεσή της, κατά τη λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων, επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου που θα προκαλούσε η λήψη τους.

181    Συναφώς παρατηρείται ότι, στη γνώμη της 5ης Ιουνίου 2008, η ΕΑΑΤ είχε επισημάνει ότι της ζητήθηκε από την Επιτροπή να αξιολογήσει τον πρόσθετο κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου που συνιστά η διάθεση προς κατανάλωση από τον άνθρωπο του κρέατος μικρών μηρυκαστικών ηλικίας κάτω των 6 μηνών σε σχέση με εκείνη των μικρών μηρυκαστικών ηλικίας κάτω των 3 μηνών, που προέρχονται από κοπάδι μολυσμένο με ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, χωρίς να έχουν υποβληθεί σε «ταχείες δοκιμές» και ανεξαρτήτως του γονότυπού τους, αλλά μέσω της απομακρύνσεως των ΕΥΚ.

182    Κατόπιν του αιτήματος αυτού, η ΕΑΑΤ και η Επιτροπή συμφώνησαν πάντως ότι η αιτηθείσα αξιολόγηση του πρόσθετου κινδύνου αφορά μόνο τον πρόσθετο κίνδυνο για τον άνθρωπο από την έκθεσή του σε ΜΣΕ και όχι τον πρόσθετο κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου. Ο περιορισμός αυτός της αιτηθείσας αξιολογήσεως δικαιολογείται από το γεγονός ότι η ΕΑΑΤ είχε ήδη εξετάσει το ζήτημα του κινδύνου της μεταδοτικότητας στον άνθρωπο των ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα στις γνώμες της 8ης Μαρτίου 2007 και της 24ης Ιανουαρίου 2008 και από το γεγονός ότι κανένα νέο επιστημονικό στοιχείο δεν δικαιολογούσε την αναθεώρηση των εν λόγω γνωμών.

183    Εν προκειμένω, όμως, δεν αμφισβητείται ότι, στις γνώμες της 8ης Μαρτίου 2007 και της 24ης Ιανουαρίου 2008, η ΕΑΑΤ είχε προβεί σε επαρκή επιστημονική αξιολόγηση του κινδύνου μεταδοτικότητας στον άνθρωπο των ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα η οποία ήταν στη διάθεση της Επιτροπής προ της λήψεως των προσβαλλόμενων μέτρων. Η Γαλλική Δημοκρατία στηρίζει, εξάλλου, εν μέρει την προσφυγή της στις εν λόγω γνώμες καθόσον προσάπτει στην Επιτροπή ότι προέβη σε μεροληπτική ερμηνεία του περιεχομένου τους. Επομένως, η υπό εξέταση αιτίαση της Γαλλικής Δημοκρατίας δύναται να αφορά μόνο την απουσία επιστημονικής αξιολογήσεως των κινδύνων, ειδικότερα της αυξήσεως του κινδύνου που συνεπάγεται για τον άνθρωπο η έκθεσή του σε ΜΣΕ κατόπιν της λήψεως των προσβαλλόμενων μέτρων.

184    Ως προς αυτήν την επιστημονική αξιολόγηση, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η γαλλική γενική διεύθυνση που είναι αρμόδια για τη διατροφή ζήτησε από την AFSSA να συγκρίνει τον πρόσθετο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία από προϊόντα προερχόμενα από αιγοπρόβατα κοπαδιών μολυσμένων με την κλασική τρομώδη νόσο, που σφαγιάσθηκαν υπό συνθήκες αντίστοιχες με εκείνες που μνημονεύονται στα προσβαλλόμενα μέτρα, με τον κίνδυνο από ζώο «tout venaut» σφαγέν υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν προ της εκδόσεως του κανονισμού 727/2007, δεδομένου ότι τα υφιστάμενα τότε εργαλεία επιτηρήσεως για τα μικρά μηρυκαστικά επέτρεπαν τον εντοπισμό στην καλύτερη περίπτωση τμήματος των κοπαδιών που ήταν μολυσμένα με ΜΣΕ και ότι ο πληθυσμός των προβατοειδών αποτελείται εν μέρει από γενετικώς ευαίσθητα ζώα.

185    Απαντώντας στο αίτημα αυτό, η AFSSA επισήμανε, στη γνώμη της 15ης Ιανουαρίου 2007, ότι «δεν [ήταν δυνατή τότε] η συναφής ποσοτική εκτίμηση των κινδύνων αυτών λόγω ανεπαρκών δεδομένων σχετικά με (i) τον πραγματικό επιπολασμό της τρομώδους νόσου στο σύνολο των προσβληθέντων κοπαδιών [και] (ii) την πραγματική γενετική δομή του πληθυσμού προβατοειδών εν γένει […]».

186    Στη γνώμη της 13ης Ιουνίου 2007, η AFSSA επιβεβαίωσε την απάντηση αυτή εκτιμώντας ότι «στοιχεία που καθιστούν δυνατή την ακριβή ποσοτική εκτίμηση των κινδύνων αυτών δεν [ήταν] ακόμη διαθέσιμα» και ότι «τα στοιχεία από την ενεργό επιτήρηση των ΜΣΕ στα μικρά μηρυκαστικά που συλλέχθηκαν από το 2002 είναι ανεπαρκή προκειμένου να προβλεφθεί η ολοκλήρωση αυτής της ποσοτικής μελέτης στο εγγύς μέλλον».

187    Επιπλέον, απαντώντας στο αίτημα των γαλλικών αρχών για συγκριτική ανάλυση του πιθανού βαθμού επικινδυνότητας λόγω της «στρατηγικής εξυγιάνσεως», η οποία, κατ’ ουσία, αντιστοιχεί στα μέτρα που προβλέπονταν προ του προσβαλλόμενου κανονισμού, σε σχέση με την «εναλλακτική στρατηγική», η οποία, κατ’ ουσία, αντιστοιχεί στα προβλεπόμενα από τον εν λόγω κανονισμό μέτρα, η AFSSA έκρινε ότι οι προτεινόμενες εναλλακτικές στρατηγικές της σε σχέση με τη στρατηγική της εξυγιάνσεως παρουσίαζαν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο τόσο για τη δημόσια υγεία όσο και την υγεία των ζώων. Πάντως, λαμβανομένων υπόψη των προβλεφθεισών προθεσμιών, καθώς και των διαθέσιμων στοιχείων, έκρινε ότι δεν ήταν δυνατή η συγκριτική, ποσοτική και συναφής ανάλυση.

188    Στις γνώμες, όμως, της 15ης Ιανουαρίου 2007 και της 13ης Ιουνίου 2007, η AFSSA επισήμανε επίσης ότι ήταν δυνατή η αξιολόγηση ή η «κατά προσέγγιση εκτίμηση» του εν λόγω κινδύνου.

189    Συγκεκριμένα, στη γνώμη της 15ης Ιανουαρίου 2007, η AFSSA επισήμανε κατ’ αρχάς ότι:

«οι μελέτες σε κοπάδια αιγοπροβάτων που έχουν μολυνθεί από την τρομώδη νόσο έδειξαν τάση κυμαινόμενη από 10 % έως 45 % των κλάσεων […]. Οι αριθμοί αυτοί καθιστούν δυνατή την εκτίμηση της τάξεως μεγέθους του πρόσθετου κινδύνου μολύνσεως μικρού μηρυκαστικού γεννηθέντος σε κοπάδι που έχει προσβληθεί από την τρομώδη νόσο.»

190    Ακολούθως, η AFSSA έκρινε ότι τα στοιχεία σχετικά με τον παρατηρηθέντα επιπολασμό σε ορισμένα κοπάδια που είχαν προσβληθεί από την κλασική τρομώδη νόσο «καθιστ[ούσαν] δυνατή την κατ’ εκτίμηση αξιολόγηση του εν λόγω πρόσθετου κινδύνου εφόσον [λαμβανόταν] υπόψη [(i)] ότι ο επιπολασμός της κλασικής τρομώδους νόσου στον γενικό σφαγέντα πληθυσμό ζώων ηλικίας άνω των 18 μηνών [ήταν] της τάξεως του 0,05 %· [(ii)] ότι ο επιπολασμός στα κοπάδια που έχουν προσβληθεί από την κλασική τρομώδη νόσο [μπορούσε] να ποικίλλει κατά περίπου 1 έως 30 % (χωρίς να ληφθεί υπόψη ο γονότυπος των ζώων)». Εκ τούτων συμπέρανε ότι:

«ο συναφής κίνδυνος που προέρχεται από ζώο μολυσμένου κοπαδιού σε σχέση με τον κίνδυνο από ζώο του γενικού πληθυσμού είναι από 20 έως 600. Αυτός ο πρόσθετος κίνδυνος μεγεθύνεται περισσότερο εφόσον λαμβάνονται υπόψη μόνο τα ζώα με ευαίσθητο γονότυπο που προέρχονται από μολυσμένα κοπάδια.»

191    Οι διαπιστώσεις της AFSSA για τον εκτιμώμενο επιπολασμό των ΜΣΕ σε κοπάδι μικρών μηρυκαστικών που έχει προσβληθεί από ΜΣΕ έγιναν δεκτές από την ΕΑΑΤ η οποία, στη γνώμη της 5ης Ιουνίου 2008, επισήμανε ότι, καίτοι δεν ήταν δυνατό να εκτιμηθεί ο επιπολασμός σε συγκεκριμένο κοπάδι μικρών μηρυκαστικών, ήταν δυνατό να διαπιστωθεί, βάσει μελετών σε κοπάδια που προσβλήθηκαν φυσικώς από την πρωτεΐνη πριόν της κλασικής τρομώδους νόσου, ότι ο επιπολασμός κυμαινόταν από 3 % έως πλέον του 40 %.

192    Προς συμπλήρωση της αναλύσεώς της σχετικά με τον αυξημένο κίνδυνο που παρουσιάζει η λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων, η AFSSA επιχείρησε, στη γνώμη της 13ης Ιουνίου 2007, να προσδιορίσει, στηριζόμενη σε στοιχεία από την διενεργηθείσα το 2006 στη Γαλλία ενεργό επιτήρηση, τον αριθμό των ζώων, εξαιρουμένων των «κρουσμάτων-δεικτών», με ευαίσθητο γονότυπο τα οποία είχαν προσβληθεί από την κλασική τρομώδη νόσο, δεν είχαν εντοπισθεί με «ταχείες δοκιμές» σε ζώα ηλικίας πλέον των 18 μηνών και ήταν φορείς μολυσματικών υλικών στα λεμφοειδή περιφερειακά τους όργανα, που θα μπορούσαν να διατεθούν προς κατανάλωση από τον άνθρωπο έπειτα από τη λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων.

193    Όσον αφορά τα προβατοειδή, η AFSSA εκτίμησε ότι, για τα 182 «κρούσματα-δείκτες» που είχαν μολυνθεί από την κλασική τρομώδη νόσο τα οποία καταχωρίσθηκαν κατά το έτος 2006 στη Γαλλία, ο μέσος αριθμός των δευτερευόντων κρουσμάτων ανά «κρούσμα-δείκτη» που ανιχνεύθηκαν με «ταχείες δοκιμές» εκτιμώνταν σε 5,34, αριθμός ο οποίος αντιστοιχεί στον εκτιμώμενο μέσο όρο για την περίοδο 2002 έως 2006. Έτσι, 972 δευτερεύοντα κρούσματα είχαν εντοπισθεί σε μολυσμένα κοπάδια. Εξάλλου, η AFSSA έκρινε ότι οι «ταχείες δοκιμές» στον μοχλό της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου ανίχνευαν μόνον σχεδόν το 50 % των μολυσμένων ζώων, καθώς δεν ανίχνευαν τα ζώα σε στάδιο επωάσεως που ήταν φορείς μολυσματικότητας στα λεμφοειδή τους όργανα.

194    Όσον αφορά τα αιγοειδή, η AFSSA έκρινε ότι υπήρχαν 8 εστίες και 2,58 δευτερεύοντα κρούσματα ανά «κρούσμα-δείκτη» στη Γαλλία και ότι οι «ταχείες δοκιμές» δεν ήταν περισσότερο ευαίσθητες.

195    Η AFSSA διευκρίνισε ότι, καθώς τα προγράμματα ενεργούς επιτηρήσεως δεν εντόπιζαν το σύνολο των μολυσμένων με ΜΣΕ κοπαδιών, ορισμένα ζώα των μολυσμένων αυτών κοπαδιών που δεν είχαν εντοπισθεί είχαν επίσης διατεθεί προς κατανάλωση από τον άνθρωπο. Πάντως, η AFSSA έκρινε ότι ήταν αδύνατο κατά τον χρόνο εκείνο να εκτιμηθεί καταλλήλως, τόσο για τα προβατοειδή όσο και για τα αιγοειδή, ο αριθμός των μολυσμένων ζώων, που προέρχονταν από κοπάδια τα οποία εσφαλμένως είχαν θεωρηθεί υγιή και διατίθεντο ετησίως προς κατανάλωση από τον άνθρωπο.

196    Η AFSSA επισήμανε επίσης ότι η εκτίμηση αυτή επέτρεπε αποκλειστικώς να προσδιορισθούν τάξεις μεγέθους και ήταν εξαρτώμενη από την εντατικότητα του προγράμματος ενεργούς επιτηρήσεως.

197    Η AFSSA κατέληξε στη γνώμη της 13ης Ιουνίου 2007, θεωρώντας ότι οι νέες προτάσεις για τον υγειονομικό έλεγχο είχαν ως αποτέλεσμα να διατεθούν το 2006 στη Γαλλία προς κατανάλωση από τον άνθρωπο τουλάχιστον 1 000 σφάγια μικρών μηρυκαστικών φορέων σοβαρής μολυσματικότητας στους λεμφοειδείς ιστούς τους. Η διάθεση προς κατανάλωση από τον άνθρωπο αυτών των σφαγίων είναι, κατά την άποψη της AFSSA, ικανή να εκθέσει τον καταναλωτή σε αυξημένο κίνδυνο μολύνσεως.

198    Λαμβάνοντας υπόψη τις αναφερθείσες στις σκέψεις 181 επ. ανωτέρω επιστημονικές γνώμες, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν είχε στη διάθεσή της, κατά τη λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων, ποσοτική επιστημονική εκτίμηση του πρόσθετου κινδύνου που ενέχει για τον άνθρωπο η έκθεσή του σε ΜΣΕ έπειτα από τη λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων.

199    Συγκεκριμένα, προ της λήψεως των προσβαλλόμενων μέτρων, η AFSSA είχε επισημάνει ότι, λόγω της απουσίας στοιχείων σχετικά με τον πραγματικό επιπολασμό της τρομώδους νόσου στο σύνολο των μολυσμένων κοπαδιών και την πραγματική γενετική δομή του πληθυσμού προβατοειδών εν γένει, ήταν αδύνατη η ακριβής ποσοτική εκτίμηση της αυξήσεως του κινδύνου που οφείλεται σε προϊόντα προερχόμενα από αιγοπρόβατα κοπαδιών μολυσμένων με την κλασική τρομώδη νόσο, τα οποία σφαγιάσθηκαν και εξετάσθηκαν υπό συνθήκες αντίστοιχες με τις προβλεπόμενες στα προσβαλλόμενα μέτρα και ότι αυτή η απουσία στοιχείων δεν μπορεί να καλυφθεί στο εγγύς μέλλον. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν ανέθεσε αυτήν την αξιολόγηση στην ΕΑΑΤ ή σε οποιοδήποτε άλλο επιστημονικό όργανο.

200    Επιπλέον, η απουσία στοιχείων σχετικά με τον πραγματικό επιπολασμό της τρομώδους νόσου στο σύνολο των μολυσμένων κοπαδιών και την πραγματική γενετική δομή του πληθυσμού προβατοειδών εν γένει δεν δικαιολογεί υποχρέωση της Επιτροπής να ζητήσει μία εκτίμηση ή μία «τάξη μεγέθους» από επιστημονικό όργανο σχετικά με την αύξηση του κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου που θα προκαλούσε η λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων. Συγκεκριμένα, η απουσία των εν λόγω στοιχείων δεν υποχρέωνε την Επιτροπή να ζητήσει συναφώς από επιστημονικό όργανο τέτοιου είδους εκτίμηση των κινδύνων. Αντιθέτως, αυτή η απουσία στοιχείων ουδόλως επηρεάζει την υποχρέωση της Επιτροπής να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των επιστημονικών εκτιμήσεων που είναι διαθέσιμες, μεταξύ των οποίων της AFSSA κατά την οποία ο επιπολασμός της τρομώδους νόσου σε κοπάδι μολυσμένο με την κλασική τρομώδη νόσο είναι σαφώς υψηλότερος από εκείνον σε ζώο «tout venaut» και κατά την οποία οι «ταχείες δοκιμές» έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα.

201    Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν είχε στη διάθεσή της, κατά τον χρόνο λήψεως των προσβαλλόμενων μέτρων, κατά προσέγγιση ποσοτική εκτίμηση εκ μέρους της ΕΑΑΤ ή άλλου επιστημονικού οργάνου σχετικά με τον πρόσθετο κίνδυνο από την έκθεση του ανθρώπου στις ΜΣΕ που προκαλεί η λήψη τους, δεν αποτελεί παραβίαση των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης.

202    Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι η ποσοτική εκτίμηση, εκφραζόμενη σε αριθμό πρόσθετων κρουσμάτων, του εν λόγω κινδύνου, εκ μέρους της ίδιας της Επιτροπής, έπειτα από την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής ακυρώσεως, είναι αλυσιτελής όσον αφορά την αιτίαση της Γαλλικής Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε η εν λόγω διαπίστωση της Επιτροπής ήταν διαθέσιμα κατά τον χρόνο εκδόσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού, η εν λόγω εκτίμηση δεν προκύπτει ότι προήλθε από επιστημονικό όργανο και, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη δεδομένου ότι πρόκειται απλώς για υπόθεση και όχι για ποσοτική εκτίμηση και ότι η AFSSA έκρινε ότι η ποσοτική εκτίμηση των κινδύνων ήταν αδύνατη λόγω της απουσίας συναφών στοιχείων (βλ. σκέψη 185 ανωτέρω).

4.     Επί της διαχειρίσεως του κινδύνου

 Σύνοψη των επιχειρημάτων των διαδίκων

203    Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, παρά την ευρεία διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη της Ένωσης σε τομείς όπως ο εν προκειμένω, και, κατά συνέπεια, τον περιορισμένο έλεγχο από το Γενικό Δικαστήριο των προσβαλλόμενων μέτρων, ο νομοθέτης της Ένωσης παρέβη, λαμβάνοντας τέτοια μέτρα, την υποχρέωσή του για διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας του ανθρώπου και παραβίασε παράλληλα την αρχή της προφυλάξεως. Εκτιμά ότι, για τη λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε διπλή παραδοχή, αφενός, περί της απουσίας μεταδοτικότητας στον άνθρωπο των ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, που προσβάλλουν τα ζώα και, αφετέρου, περί της αξιοπιστίας των δοκιμών διακρίσεως προκειμένου να διακριθεί με βεβαιότητα η τρομώδης νόσος από τη ΣΕΒ. Από τα πλέον πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα, ήτοι τα συμπεράσματα της ΕΑΑΤ στις γνώμες της 8ης Μαρτίου 2007 και της 24ης Ιανουαρίου 2008, προκύπτουν, όμως, σοβαρές αβεβαιότητες ως προς αυτές τις δύο παραδοχές. Κατά την άποψή της, τα πλέον πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα δεν είναι ικανά να μεταβάλουν την αντίληψη του κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου που ενέχουν οι ΜΣΕ στα μικρά μηρυκαστικά και να δικαιολογήσουν τη λήψη μέτρων λιγότερο δεσμευτικών.

204    Η Επιτροπή εκτιμά ότι, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των διαθέσιμων επιστημονικών γνωμών, μπορούσε να καταλήξει, υπό την ιδιότητα του διαχειριστή του κινδύνου, στο συμπέρασμα ότι η ελάφρυνση της εφαρμοστέας νομοθεσίας σχετικά με τα αιγοπρόβατα θα οδηγούσε σε αποδεκτό βαθμό επικινδυνότητας για την κοινωνία. Κατά την άποψή της, η διατήρηση της σφαγής και της καταστροφής ολόκληρου του κοπαδιού των προβατοειδών ή των αιγοειδών όταν εντοπίζεται κρούσμα ΜΣΕ σε κοπάδι είναι αδικαιολόγητη, ως δυσανάλογη, ενόψει των επιστημονικών εξελίξεων που επιτρέπουν την ανάπτυξη βιοχημικών δοκιμών διακρίσεως για την ταχεία διάκριση της ΣΕΒ από την τρομώδη νόσο. Εκτιμά, επίσης, ότι η Γαλλική Δημοκρατία επιχειρεί να την υποκαταστήσει όσον αφορά τη διαχείριση του κινδύνου και ότι ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποκαταστήσει με τη δική της την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με τη διαχείριση του αποδεκτού για την κοινωνία βαθμού επικινδυνότητας. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει όμως σε κάθε περίπτωση τέτοιου είδους εξουσία.

205    Το Ηνωμένο Βασίλειο εκτιμά ότι η αιτίαση της Γαλλικής Δημοκρατίας ως προς τη διαχείριση του κινδύνου αποτελεί απλώς έκφραση της προτιμήσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας για αυστηρότερα μέτρα χωρίς να αποδεικνύεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής. Η Γαλλική Δημοκρατία εσφαλμένως στηρίζει την αιτίασή της στην παραδοχή κατά την οποία η Επιτροπή υποχρεούται να εξαλείφει όλους τους κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου. Η Επιτροπή διαχειρίσθηκε ορθώς τον επίμαχο κίνδυνο επιτυγχάνοντας, βάσει των υφιστάμενων και εξελισσόμενων επιστημονικών γνώσεων, μία ισορροπία μεταξύ του εκτιμώμενου κινδύνου και των κατάλληλων μέτρων για τη μείωση του κινδύνου αυτού. Η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε ότι τα υφιστάμενα μέτρα προφυλάξεως δεν ήταν πλέον αναλογικά και ότι τα υφιστάμενα ελεγκτικά μέτρα θα έπρεπε να καταστούν ηπιότερα, αλλά να μην καταργηθούν.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

206    Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 999/2001, «διενεργείται έρευνα για τον εντοπισμό όλων των ζώων που παρουσιάζουν κίνδυνο σύμφωνα με το παράρτημα VII, σημείο 1». Επίσης, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 999/2001, «όλα τα ζώα και τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που παρουσιάζουν κινδύνους, όπως περιγράφονται στο Παράρτημα VII, σημείο 2 του [εν λόγω] κανονισμού και εντοπίζονται με την έρευνα που αναφέρεται στο στοιχείο β΄ [της …] παραγράφου [1 του άρθρου 13], θανατώνονται και διατίθενται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1774/2002». Έτσι, κατά τη διάταξη αυτή, τα ζώα τα οποία πρέπει να θανατώνονται και να καταστρέφονται είναι εκείνα τα οποία εντοπίζονται από την έρευνα που διενεργείται σύμφωνα με το σημείο 1 του παραρτήματος VII του κανονισμού 999/2001 και τα οποία, περαιτέρω, πληρούν τα κριτήρια του σημείου 2 του εν λόγω παραρτήματος.

207    Κατά το άρθρο 23 του κανονισμού 999/2001, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιεί τα παραρτήματα του κανονισμού 999/2001, κατά τη διαδικασία επιτροπολογίας του άρθρου 24, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, κατόπιν διαβουλεύσεως με την αρμόδια επιστημονική επιτροπή για κάθε θέμα δυνάμενο να έχει επιπτώσεις στην δημόσια υγεία. Έτσι, ο νομοθέτης ανέθεσε στην Επιτροπή την εξουσία να τροποποιεί τα παραρτήματα του κανονισμού 999/2001.

208    Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και το άρθρο 23 του κανονισμού 999/2001, αναγνωρίζεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να περιορίζει, με κανονισμό ο οποίος εκδίδεται κατ’ εφαρμογή της κατά το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 999/2001 διαδικασίας επιτροπολογίας, τα εντοπιζόμενα κατόπιν έρευνας ζώα τα οποία πρέπει να θανατωθούν και να καταστραφούν. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 999/2001 προσδιορίζει τα ζώα που πρέπει να θανατωθούν και να καταστραφούν παραπέμποντας στα κριτήρια του σημείου 2 του παραρτήματος VII, η Επιτροπή είχε, δυνάμει του άρθρου 23 του κανονισμού 999/2001, την εξουσία να θεσπίσει διατάξεις, όπως αυτές που αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς, με τις οποίες περιορίζονται τα προς θανάτωση και καταστροφή ζώα τα οποία είχαν εντοπισθεί κατόπιν της προαναφερθείσας έρευνας.

209    Η αρμοδιότητα της Επιτροπής για λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων δεν αμφισβητείται εξάλλου από τη Γαλλική Δημοκρατία η οποία, ερωτηθείσα σχετικώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, εκτίμησε, όπως και η Επιτροπή, ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 999/2001 έχει την έννοια ότι επιτρέπει τη λήψη μέτρων με τα οποία τροποποιείται το παράρτημα VII του εν λόγω κανονισμού και προβλέπει υποχρέωση θανατώσεως και καταστροφής ορισμένων μόνο ζώων και όχι του συνόλου των ζώων του κοπαδιού όπου εντοπίζεται κρούσμα ΜΣΕ.

210    Συνεπώς, στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή επισήμανε ορθώς ότι ο κανονισμός αυτός εκδίδεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23 του κανονισμού 999/2001.

211    Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι οι αρμόδιες δημόσιες αρχές φέρουν την υποχρέωση να διατηρούν υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου, χωρίς κατ’ ανάγκη να είναι το υψηλότερο δυνατό (βλ. σκέψεις 64 και 79 ανωτέρω). Το άρθρο 24α του κανονισμού 999/2001 υπενθυμίζει την υποχρέωση αυτή στο πλαίσιο των ανατιθέμενων στην Επιτροπή εξουσιών για τροποποίηση των παραρτημάτων του κανονισμού 999/2001 εξαρτώντας την έκδοση των αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο του εν λόγω κανονισμού από την προϋπόθεση της διατηρήσεως, ή εφόσον τούτο δικαιολογείται από επιστημονικής απόψεως, της ενισχύσεως του επιπέδου προστασίας της υγείας του ανθρώπου εντός της Κοινότητας. Η αρχή της προφυλάξεως αποτελεί ένα από τα εργαλεία που παρέχουν τη δυνατότητα στις εν λόγω αρχές να εκπληρώνουν την υποχρέωση αυτή (βλ. σκέψη 67 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, η εν λόγω αρχή επιβάλλει στη δημόσια αρχή να διαχειρίζεται τον κίνδυνο που υπερβαίνει το εκτιμώμενο ως αποδεκτό για την κοινωνία όριο κατά τρόπο ώστε να τον περιορίζει στο εν λόγω όριο (βλ. σκέψεις 67 και 81 ανωτέρω). Η διαχείριση του κινδύνου με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων για τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος αντιστοιχεί, επομένως, στο σύνολο των ενεργειών που αναλαμβάνει το όργανο προκειμένου να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο ώστε να τον περιορίσει στο αποδεκτό όριο.

212    Περαιτέρω, εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να επανεξετάσει τα ληφθέντα προσωρινά μέτρα δυνάμει της αρχής της προφυλάξεως εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Συγκεκριμένα, έχει κριθεί ότι, όταν νέα δεδομένα τροποποιούν την αντίληψη του κινδύνου ή δείχνουν ότι ο κίνδυνος αυτός μπορεί να περιορισθεί με λιγότερο καταναγκαστικά μέτρα από αυτά που υφίστανται, τα θεσμικά όργανα, και δη η Επιτροπή, οφείλουν να μεριμνήσουν για την προσαρμογή της κανονιστικής ρυθμίσεως στα νέα δεδομένα (βλ. σκέψη 83 ανωτέρω). Έτσι, η ελάφρυνση των προγενεστέρως ληφθέντων προληπτικών μέτρων πρέπει να δικαιολογείται από νέα δεδομένα τα οποία τροποποιούν την αντίληψη του οικείου κινδύνου.

213    Αυτά τα νέα δεδομένα, όπως νέες γνώσεις ή νέες επιστημονικές ανακαλύψεις, όταν δικαιολογούν την ελάφρυνση ενός προληπτικού μέτρου, τροποποιούν το συγκεκριμένο περιεχόμενο της υποχρεώσεως των δημόσιων αρχών για διαρκή διατήρηση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας του ανθρώπου. Συγκεκριμένα, τα νέα αυτά δεδομένα μπορούν να τροποποιήσουν την αντίληψη του κινδύνου καθώς και τον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός από την κοινωνία. Ο νόμιμος χαρακτήρας της λήψεως ενός λιγότερο δεσμευτικού προληπτικού μέτρου δεν εκτιμάται βάσει του κρινόμενου ως αποδεκτού βαθμού επικινδυνότητας που λαμβάνεται υπόψη για τη λήψη των αρχικών προληπτικών μέτρων. Συγκεκριμένα, η λήψη των αρχικών προληπτικών μέτρων ώστε να επανέλθει ο κίνδυνος στον εκτιμώμενο αποδεκτό βαθμό γίνεται σε συνάρτηση με την αξιολόγηση των κινδύνων και δη με τον προσδιορισμό του βαθμού επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός για την κοινωνία. Εφόσον νέα δεδομένα τροποποιούν αυτή την αξιολόγηση των κινδύνων, ο νόμιμος χαρακτήρας της λήψεως των λιγότερο δεσμευτικών προληπτικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται λαμβάνοντας υπόψη τα νέα αυτά δεδομένα και όχι τα δεδομένα που είχαν χρησιμοποιηθεί κατά την αξιολόγηση των κινδύνων όταν λήφθηκαν τα αρχικά προληπτικά μέτρα. Μόνον οσάκις αυτός ο νέος βαθμός επικινδυνότητας υπερβαίνει το όριο που έχει κριθεί αποδεκτό για την κοινωνία πρέπει να διαπιστώνεται από τον δικαστή παραβίαση της αρχής της προφυλάξεως.

214    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι ο βαθμός επικινδυνότητας που κρίνεται μη αποδεκτός για την κοινωνία, όπως στην προκειμένη περίπτωση, καθορίζεται από πολιτική επιλογή που εναπόκειται στην αρμόδια αρχή και όχι στον δικαστή (βλ. σκέψη 78 ανωτέρω). Η αρμόδια αρχή έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια εκτιμήσεως στο πλαίσιο αυτό και δεν μπορεί ο δικαστής να την υποκαταστήσει. Ο ουσιαστικός έλεγχος του δικαστή περιορίζεται μόνο στο αν κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της η αρμόδια αρχή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, αν υπάρχει κατάχρηση εξουσίας ή αν η αρμόδια αρχή υπερέβη προδήλως τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας (βλ. σκέψη 85 ανωτέρω). Τέλος, ως προς την εξέταση εκ μέρος του δικαστή της Ένωσης του αν πράξη θεσμικού οργάνου πάσχει από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, διευκρινίζεται ότι, προκειμένου να αποδειχθεί ότι το θεσμικό αυτό όργανο υπέπεσε κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών σε πρόδηλη πλάνη δικαιολογούσα την ακύρωση της εν λόγω πράξεως, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει ο προσφεύγων πρέπει να είναι επαρκή για την άρση του βασίμου των εκτιμήσεων των πραγματικών περιστατικών στα οποία αναφέρεται η πράξη αυτή (βλ. σκέψη 86 ανωτέρω).

 Επί των νέων δεδομένων

215    Στο πλαίσιο της κρίσεως της ΣΕΒ, η Επιτροπή, το 2000, έλαβε μέτρα για την επιτήρηση, την πρόληψη, την καταπολέμηση και την εξάλειψη των ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα, με βάση τις επιστημονικές γνώσεις που ήταν διαθέσιμες εκείνη την εποχή, με σκοπό να εξασφαλιστεί ότι τα υλικά που προέρχονται από αιγοπρόβατα θα είναι όσο το δυνατόν ασφαλέστερα (βλ. τρίτη, τέταρτη και έκτη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού). Τα μέτρα αυτά λήφθηκαν με βάση τις λίγες επιστημονικές γνώσεις σχετικά με τον επιπολασμό και τη μεταδοτικότητα στον άνθρωπο των ΜΣΕ που προσβάλλουν τα αιγοπρόβατα. Τα μέτρα αυτά, εκτός από την πρόληψη, απέβλεπαν στη συλλογή δεδομένων σχετικά με τον επιπολασμό των ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, στα αιγοπρόβατα, καθώς και στις ενδεχόμενες συνδέσεις μεταξύ αυτών των ΜΣΕ και της ΣΕΒ και της μεταδοτικότητάς τους στον άνθρωπο.

216    Όσον αφορά την κατάσταση κατά τον χρόνο λήψεως των αρχικών προληπτικών μέτρων, η Επιτροπή επικαλέστηκε κατ’ ουσία τρία νέα δεδομένα τα οποία δικαιολογούσαν τη λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων.

217    Πρώτον, η Επιτροπή επικαλέστηκε την απουσία επιδημιολογικής συνδέσεως μεταξύ, αφενός, της κλασικής ή άτυπης τρομώδους νόσου που προσβάλλει τα μικρά μηρυκαστικά και, αφετέρου, των ΜΣΕ που προσβάλλουν τον άνθρωπο, μετά τη θέση σε εφαρμογή των αρχικών προληπτικών μέτρων που περιλάμβαναν την ενεργό επιτήρηση των μικρών μηρυκαστικών. Παρέπεμψε συναφώς στις γνώμες της ΕΑΑΤ της 8ης Μαρτίου 2007 και της 24ης Ιανουαρίου 2008 (βλ. τέταρτη και έκτη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού).

218    Δεύτερον, η Επιτροπή επικαλέστηκε τη θέση σε λειτουργία και την έγκριση των μοριακών δοκιμών διακρίσεως που επιτρέπουν τη διάκριση κατά τρόπο αξιόπιστο της τρομώδους νόσου από τη ΣΕΒ εντός σύντομου χρονικού διαστήματος. Εκτίμησε ότι η αξιοπιστία των εν λόγω δοκιμών είχε επιβεβαιωθεί από την ΕΑΑΤ στις γνώμες της 8ης Μαρτίου 2007 και της 24ης Ιανουαρίου 2008.

219    Τρίτον, η Επιτροπή επικαλέστηκε επιδημιολογικά δεδομένα κατά τα οποία ο πιθανός επιπολασμός της ΣΕΒ στα αιγοπρόβατα ήταν πολύ χαμηλός (βλ. δέκατη πέμπτη και δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού).

220    Η Γαλλική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί τον νέο χαρακτήρα των δεδομένων αυτών, αλλά την εκτίμηση σύμφωνα με την οποία τα στοιχεία αυτά δικαιολογούν τη λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων.

221    Επιβάλλεται, επομένως, να εξεταστεί αν, βάσει των νέων αυτών δεδομένων, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει τα προσβαλλόμενα μέτρα, τα οποία καθιστούσαν δυνατή, διατηρώντας υψηλό το επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου, τη μείωση του κόστους που συνεπάγονται για την κοινωνία εν γένει τα προληπτικά μέτρα για τη ΜΣΕ στα μικρά μηρυκαστικά ή, αντιθέτως, αν, λαμβάνοντας τα προσβαλλόμενα μέτρα, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προφυλάξεως και παρέβη το άρθρο 24α του κανονισμού 999/2001 και, ως εκ τούτου, αθέτησε την υποχρέωση που απορρέει από την εν λόγω αρχή και τη διάταξη αυτή για διατήρηση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας του ανθρώπου εκθέτοντας τον άνθρωπο σε κινδύνους που υπερβαίνουν τον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός για την κοινωνία.

 Επί της αιτιάσεως σχετικά με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τη διαχείριση του κινδύνου

 Εισαγωγή

222    Σε σύγκριση με το προηγούμενο καθεστώς του κανονισμού 727/2007, το οποίο αντικαταστάθηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, τα προσβαλλόμενα μέτρα επιτρέπουν κατ’ ουσία τη διάθεση προς κατανάλωση από τον άνθρωπο, αφενός, κρέατος μικρών μηρυκαστικών ηλικίας μεγαλύτερης των 18 μηνών που ανήκουν σε κοπάδι στο οποίο εντοπίσθηκε κρούσμα ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, και τα οποία, για όσα σφαγιάσθηκαν αμέσως ή εντός δύο ετών από τον εντοπισμό του τελευταίου κρούσματος ΜΣΕ, είχαν υποβληθεί σε «ταχεία δοκιμή» με αρνητικό αποτέλεσμα και, αφετέρου, κρέατος μικρών μηρυκαστικών ηλικίας από 3 έως 18 μηνών τα οποία ανήκουν σε κοπάδι στο οποίο εντοπίσθηκε κρούσμα ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, χωρίς να έχουν υποβληθεί σε «ταχείες δοκιμές».

223    Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι κίνδυνοι για την υγεία του ανθρώπου που προκαλούνται από τα προσβαλλόμενα μέτρα υπερβαίνουν προδήλως τον βαθμό επικινδυνότητας που είναι αποδεκτός για την κοινωνία, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να έχει υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τη λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων. Κατά την άποψή της, η Επιτροπή παραβίασε, επίσης, την αρχή της προφυλάξεως και αθέτησε την υποχρέωσή της για διατήρηση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας του ανθρώπου κατά το άρθρο 24α του κανονισμού 999/2001. Η Επιτροπή εκτιμά, αντιθέτως, ότι, με βάση τα νέα δεδομένα, ήταν υποχρεωμένη να λάβει τα προσβαλλόμενα μέτρα.

224    Διευκρινίζεται συναφώς ότι ο εντοπισμός κρούσματος ΜΣΕ σε κοπάδι κατόπιν του οποίου είναι δυνατή η εφαρμογή των προσβαλλόμενων μέτρων γίνεται, μεταξύ άλλων, βάσει δειγμάτων από τον γενικό πληθυσμό των μικρών μηρυκαστικών και «ταχέων δοκιμών», μέθοδος η οποία ενέχει τον κίνδυνο μη εντοπισμού κρουσμάτων ΜΣΕ στον γενικό πληθυσμό των μικρών μηρυκαστικών. Ο εν λόγω κίνδυνος αποτελεί πάντως αποδεκτό για την κοινωνία κίνδυνο κατά τη Γαλλική Δημοκρατία. Η αιτίασή της αφορά, συγκεκριμένα, αποκλειστικώς τον κίνδυνο της διαθέσεως προς κατανάλωση από τον άνθρωπο του κρέατος μικρών μηρυκαστικών που ανήκουν σε κοπάδι στο οποίο εντοπίσθηκε κρούσμα ΜΣΕ και όχι τον κίνδυνο του μη εντοπισμού αυτού του κρούσματος.

225    Επιπλέον, από τις γνώμες της ΕΑΑΤ και της AFSSA που εκτίθενται στις σκέψεις 190 και 191 ανωτέρω προκύπτει ότι ο επιπολασμός σε κοπάδι όπου ανήκει ζώο το οποίο έχει προσβληθεί από την κλασική τρομώδη νόσο εκτιμάται ότι μπορεί να ποικίλλει από 1 % έως πλέον του 40 % ενώ ο επιπολασμός της κλασικής τρομώδους νόσου στον γενικό πληθυσμό των ζώων ηλικίας άνω των 18 μηνών ήταν της τάξεως του 0,05 % (βλ. γνώμη της AFSSA της 15ης Ιανουαρίου 2007, σ. 4 και 7, και γνώμη της ΕΑΑΤ της 5ης Ιουνίου 2008, σ. 8). Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα μικρά μηρυκαστικά σε κοπάδι όπου έχει εντοπισθεί κρούσμα ΜΣΕ, υπό τη μορφή της κλασικής τρομώδους νόσου, εμφανίζουν περισσότερες πιθανότητες να μολυνθούν σε σχέση με εκείνα που προέρχονται από τον γενικό πληθυσμό των μικρών μηρυκαστικών.

226    Επιπλέον, στη γνώμη της 5ης Ιουνίου 2008, η ΕΑΑΤ εκτίμησε ότι υπό φυσικές συνθήκες τα μικρά μηρυκαστικά εν γένει προσβάλλονται από την τρομώδη νόσο κατά τη γέννησή τους ή λίγο χρόνο μετά και ότι στα ευαίσθητα μικρά μηρυκαστικά οι κλινικές ενδείξεις εμφανίζονται εντός δύο ή τριών ετών από της μολύνσεώς τους. Εξάλλου, στη γνώμη αυτή, διευκρίνισε ότι, βάσει επιστημονικής μελέτης, στους αμνούς ευαίσθητου γονότυπου που εκτίθενται σε μόλυνση από παράγοντα της κλασικής τρομώδους νόσου, οι πρώτες ενδείξεις μολύνσεως ανιχνεύονται ήδη κατά τους πρώτους μήνες ζωής στην τροφική δίοδο και στις σχετικές λεμφοειδείς δομές της. Αντιθέτως, οι πρωτεΐνες πριόν ανιχνεύονται στο κεντρικό νευρικό σύστημα μόνο από το μέσο της περιόδου επωάσεως (βλ. γνώμη της ΕΑΑΤ της 5ης Ιουνίου 2008, σ. 8 και 9). Στο παράρτημα της γνώμης της 5ης Δεκεμβρίου 2007, η AFSSA αναφέρει ένα σχήμα διαχύσεως του παράγοντα των ΜΣΕ στον οργανισμό που περιλαμβάνει τρία στάδια. Το πρώτο στάδιο, ήτοι η «λεμφο-εισβολή» (lympho-invasion), χαρακτηρίζεται από πρώιμη μόλυνση των λεμφοειδών δομών της διατροφικής διόδου, έπειτα των σχετικών λεμφικών αδένων και προοδευτικά καταλήγει στη συσσώρευση των PrPres σε όλες τις δευτερεύουσες λεμφοειδείς δομές. Το δεύτερο στάδιο, ήτοι η «νευρο-εισβολή» (neuro-invastion), χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση των PrPres αρχικά στους νευρώνες του αυτόνομου περιφερειακού νευρικού συστήματος που συνδέεται με τη διατροφική δίοδο και στη συνέχεια στους νευρώνες του κεντρικού νευρικού συστήματος. Τέλος, το τρίτο στάδιο, ήτοι η «φυγόκεντρος διάχυση», είναι το στάδιο κατά το οποίο η ασθένεια εξαπλώνεται από το κεντρικό νευρικό σύστημα προς τις περιφερειακές δομές, όπως στον μυϊκό ιστό.

 Επί της αυξήσεως του κινδύνου εκθέσεως του ανθρώπου στις ΜΣΕ που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά

–       Επί της διαθέσεως προς κατανάλωση από τον άνθρωπο του κρέατος μικρών μηρυκαστικών ηλικίας άνω των 18 μηνών

227    Η πρώτη ελάφρυνση των ισχυόντων κανόνων με τα προσβαλλόμενα μέτρα συνίσταται στην έγκριση της διαθέσεως προς κατανάλωση από τον άνθρωπο του κρέατος μικρών μηρυκαστικών ηλικίας άνω των 18 μηνών που ανήκουν σε κοπάδι όπου εντοπίσθηκε κρούσμα ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, υπό την προϋπόθεση ότι τα μικρά μηρυκαστικά που σφαγιάσθηκαν αμέσως ή εντός δύο ετών μετά τον εντοπισμό του τελευταίου κρούσματος ΜΣΕ στο κοπάδι αυτό είχαν υποβληθεί σε ταχεία δοκιμή και ότι το αποτέλεσμα της δοκιμής αυτής ήταν αρνητικό. (βλ. σημείο 2.3, στοιχείο β΄, περίπτωση iii, και σημείο 4 του παραρτήματος VII του κανονισμού 999/2001, όπως τροποποιήθηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό).

228    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι τα μικρά μηρυκαστικά εν γένει προσβάλλονται από την τρομώδη νόσο υπό συνθήκες φυσικής εκθέσεως κατά τη γέννηση (βλ. σκέψη 226 ανωτέρω), ότι το κεντρικό νευρικό σύστημα των γενετικώς ευαίσθητων προβατοειδών προσβάλλεται από την πρωτεΐνη πριόν από την ηλικία των 18 μηνών (βλ. σκέψη 226 ανωτέρω) και ότι οι «ταχείες δοκιμές» είναι αποτελεσματικές σχεδόν 100 % όταν γίνονται στον μοχλό της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου (βλ. σκέψη 119 ανωτέρω). Βάσει των δεδομένων αυτών και υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως της εκτιμήσεως της αξιοπιστίας των δοκιμών διακρίσεως βάσει των οποίων διαπιστώθηκε ότι το «κρούσμα-δείκτης» είχε προσβληθεί από ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, η Επιτροπή χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως διαπίστωσε ότι, για τα γενετικώς ευαίσθητα προβατοειδή, η πρώτη ελάφρυνση που προβλέπουν τα προσβαλλόμενα μέτρα δεν επαυξάνει ιδιαιτέρως τον κίνδυνο για τον άνθρωπο από την έκθεσή του σε κρέας ζώου μολυσμένου με ΜΣΕ εφόσον το σφάγιο του μικρού μηρυκαστικού από όπου προέρχεται το κρέας έχει υποβληθεί σε «ταχείες δοκιμές» και το αποτέλεσμα των δοκιμών αυτών ήταν αρνητικό. Αντιθέτως, για τα προβατοειδή με μικρότερη ευαισθησία ή για τα αιγοειδή, δεν ισχύει κατ’ ανάγκη η ίδια διαπίστωση. Συνεπώς, το εν λόγω μέτρο ελαφρύνσεως προκαλεί σε ορισμένο βαθμό αύξηση της εκθέσεως του ανθρώπου στις ΜΣΕ που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά.

229    Η Γαλλική Δημοκρατία εκτιμά επίσης ότι το εν λόγω μέτρο ελαφρύνσεως προκαλεί αύξηση του κινδύνου καθόσον περιορίζει στα δύο έτη, από τον εντοπισμό του τελευταίου κρούσματος ΜΣΕ, την υποχρέωση υποβολής των σφαγιαζόμενων μικρών μηρυκαστικών ηλικίας άνω των 18 μηνών σε «ταχείες δοκιμές». Απαντώντας στο επιχείρημα αυτό, η Επιτροπή επικαλείται την εξαιρετικώς ισχνή πιθανότητα μη εντοπισμού των μολυσμένων ζώων κατά την περίοδο αυτή. Κατά την Επιτροπή, με το επίμαχο μέτρο κατά τη διάρκεια των δύο αυτών ετών κανένα ζώο ηλικίας άνω των 18 μηνών το οποίο σφαγιάζεται δεν πρέπει να εμφανίζει μόλυνση. Περαιτέρω, απαντώντας στα γραπτά ερωτήματα του Γενικού Δικαστηρίου σε σχέση με το εν λόγω μέτρο ελαφρύνσεως, η Επιτροπή υποστήριξε ότι τα στοιχεία που διαβίβασαν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφοι 2 και 4, του κανονισμού 999/2001 δεν ανέφεραν επανεμφάνιση κρουσμάτων της τρομώδους νόσου στις εκμεταλλεύσεις πέραν των δύο ετών μετά τον εντοπισμό των μολυσμένων κρουσμάτων.

230    Συνεπώς, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η πιθανότητα μη εντοπισμού μολυσμένων με ΜΣΕ ζώων ηλικίας άνω των 18 μηνών που διατέθηκαν προς κατανάλωση κατά τη διάρκεια των δύο ετών από τον εντοπισμό του τελευταίου κρούσματος είναι εξαιρετικά μικρή. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 226 ανωτέρω, καθόσον η μόλυνση εν γένει επέρχεται υπό φυσικές συνθήκες κατά τη γέννηση, και, στην περίπτωση αυτή, από την ηλικία των 18 μηνών οι πρωτεΐνες πριόν είναι δυνατό να ανιχνευθούν στον μοχλό της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου, οι «ταχείες δοκιμές» στα ζώα ηλικίας άνω των 18 μηνών μπορεί να θεωρηθούν ότι είναι ιδιαίτερα αξιόπιστες.

231    Αυτή η τελευταία εκτίμηση δεν παρέχει, πάντως, ακριβείς ενδείξεις σχετικά με τον κίνδυνο από την έκθεση του ανθρώπου στις ΜΣΕ που προσβάλλουν τα προαναφερθέντα μικρά μηρυκαστικά λόγω της καταναλώσεως κρέατος μικρών μηρυκαστικών ηλικίας άνω των 18 μηνών, τα οποία σφαγιάσθηκαν εντός δύο ετών από τον εντοπισμό του τελευταίου κρούσματος ΜΣΕ στο κοπάδι. Αυτή η τελευταία εκτίμηση εξαρτάται δυνητικώς από τη συχνότητα σφαγής των μικρών μηρυκαστικών ηλικίας άνω των 18 μηνών στο εν λόγω κοπάδι. Η Επιτροπή, όμως, δεν προσκόμισε στοιχεία που θα επέτρεπαν την εκτίμηση του παράγοντα αυτού.

232    Εξάλλου, όσον αφορά την εκτίμηση της Επιτροπής ότι τα στοιχεία που διαβίβασαν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφοι 2 και 4, του κανονισμού 999/2001 δεν αναφέρουν επανεμφάνιση κρουσμάτων τρομώδους νόσου πέραν της διετίας από τον εντοπισμό κρούσματος ΜΣΕ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε τα στοιχεία αυτά. Εξάλλου, η επιχειρηματολογία της Γαλλικής Δημοκρατίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση κατά την οποία τα στοιχεία αυτά δεν παρέχουν καμία ένδειξη σχετικά με την εν λόγω επανεμφάνιση κατά τον χρόνο που το εν λόγω μέτρο ελαφρύνσεως δεν είχε τεθεί ακόμη σε ισχύ, κρίνεται βάσιμη.

233    Ως εκ τούτου, βάσει των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι το πρώτο μέτρο ελαφρύνσεως που προβλέπουν τα προσβαλλόμενα μέτρα ενδέχεται να προκαλέσει αύξηση του κινδύνου για τον άνθρωπο από την έκθεση σε ΜΣΕ που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά.

–       Επί της διαθέσεως προς κατανάλωση κρέατος μικρών μηρυκαστικών ηλικίας από 3 έως 18 μηνών

234    Η δεύτερη ελάφρυνση των ισχυόντων κανόνων που προβλέπουν τα προσβαλλόμενα μέτρα συνίσταται στη δυνατότητα διαθέσεως προς κατανάλωση από τον άνθρωπο κρέατος μικρών μηρυκαστικών ηλικίας από 3 έως 18 μηνών που προέρχονται από κοπάδι στο οποίο εντοπίσθηκε κρούσμα ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, χωρίς τα σφάγια αυτών των μικρών μηρυκαστικών να υποβάλλονται σε «ταχείες δοκιμές».

235    Η μη διενέργεια «ταχέων δοκιμών» στα σφάγια μικρών μηρυκαστικών ηλικίας από 3 έως 18 μηνών δεν αμφισβητείται. Εξηγείται από το γεγονός ότι, προτού τα μικρά μηρυκαστικά φθάσουν στην ηλικία των 18 μηνών, οι πρωτεΐνες πριόν δεν εμφανίζονται ακόμη σε ικανή ποσότητα στον μοχλό της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου των ασθενών μικρών μηρυκαστικών και ως εκ τούτου τα αποτελέσματα των διενεργούμενων «ταχέων δοκιμών» στον μοχλό της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου αυτών των ζώων δεν μπορούν να είναι αξιόπιστα (βλ. γνώμη της ΕΑΑΤ της 5ης Ιουνίου 2008, σ. 9).

236    Εξάλλου, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι τα εν λόγω μέτρα προκαλούν «μαθηματική αύξηση» του κινδύνου από την έκθεση του ανθρώπου στις ΜΣΕ που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά.

237    Πριν από την εκτίμηση της σημασίας της αυξήσεως του κινδύνου για τον άνθρωπο από την έκθεση στις ΜΣΕ που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά, πρέπει να παρατηρηθεί ότι τρεις παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμηση αυτή, ήτοι η αποτελεσματικότητα της απομακρύνσεως των ΕΥΚ, η ηλικία των μικρών μηρυκαστικών που διατίθενται προς κατανάλωση από τον άνθρωπο και ο γονότυπος των προβατοειδών που διατίθενται προς κατανάλωση από τον άνθρωπο.

238    Ως προς τα ΕΥΚ, παρατηρείται ότι περιλαμβάνουν, αφενός, το κρανίο, συμπεριλαμβανομένων του εγκεφάλου και των οφθαλμών, τις αμυγδαλές και τον νωτιαίο μυελό των μικρών μηρυκαστικών ηλικίας άνω των 12 μηνών ή των οποίων ένας μόνιμος κοπτήρας έχει ανατείλει μέσω των ούλων, και, αφετέρου, η σπλήνα του ειλεού των μικρών μηρυκαστικών οποιασδήποτε ηλικίας (βλ. σημείο 1 του παραρτήματος V του κανονισμού 999/2001). Η εξάλειψή τους συνεπάγεται περιορισμό των μολυσμένων ιστών που ενδέχεται να διατεθούν προς κατανάλωση από τον άνθρωπο έπειτα από τη λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων.

239    Όσον αφορά την ηλικία των σφαγιαζόμενων μικρών μηρυκαστικών, δεδομένου ότι τα μικρά μηρυκαστικά υπό φυσικές συνθήκες εν γένει προσβάλλονται κατά τη γέννησή τους και η μόλυνση εξαπλώνεται προοδευτικά στον οργανισμό, όσο νεαρότερο είναι το ζώο κατά τη σφαγή τόσο μικρότερος είναι ο κίνδυνος. Τούτο αναγνώρισε εμμέσως και η Γαλλική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση όπου υποστήριξε ότι, έως την ηλικία των τριών μηνών, μπορεί να θεωρηθεί ότι το μικρό μηρυκαστικό που έχει προσβληθεί από την πρωτεΐνη πριόν δεν έχει αναπτύξει τη ΜΣΕ κατά τρόπο επαρκή ώστε να θέσει σε κίνδυνο την υγεία του ανθρώπου. Πάντως, οι διάδικοι δεν προσκόμισαν ακριβή στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των σφαγιαζόμενων μικρών μηρυκαστικών ανά ηλικία στην Ευρώπη.

240    Τέλος, όσον αφορά τον γονότυπο των σφαγιαζόμενων προβατοειδών, παρατηρείται ότι για τα ζώα με ανθεκτικό γονότυπο, ήτοι με γονότυπο ARR/ARR, που προέρχονται από κοπάδι όπου εντοπίσθηκε κρούσμα ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, δεν αμφισβητείται ότι ο κίνδυνος μολύνσεως από την κλασική τρομώδη νόσο είναι εξαιρετικά μικρός, καίτοι δεν μπορεί να αποκλεισθεί εντελώς (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω). Αντιθέτως, για τα ζώα με ευαίσθητο γονότυπο, ήτοι με γονότυπο VRQ/VRQ, που προέρχονται από κοπάδι όπου εντοπίσθηκε κρούσμα ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, ο κίνδυνος μολύνσεως μικρού μηρυκαστικού του κοπαδιού αυτού από την κλασική τρομώδη νόσο είναι αυξημένος. Έτσι, η διάθεση προς κατανάλωση από τον άνθρωπο κρέατος μικρών μηρυκαστικών ευαίσθητου γονότυπου που προέρχονται από κοπάδι όπου έχει εντοπισθεί κρούσμα ΜΣΕ, συνεπάγεται αύξηση του κινδύνου για τον άνθρωπο από την έκθεση σε ΜΣΕ που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά.

–       Επί της σημασίας της αυξήσεως του κινδύνου για τον άνθρωπο που συνεπάγεται η έκθεση σε ΜΣΕ που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά

241    Όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 184 επ., η AFSSA επισήμανε δύο φορές ότι η ποσοτική εκτίμηση της απορρέουσας από τη λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων αυξήσεως του κινδύνου που συνεπάγεται για τον άνθρωπο η έκθεση σε ΜΣΕ που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά δεν ήταν δυνατή λόγω ανεπαρκών δεδομένων σχετικά με τον πραγματικό επιπολασμό της τρομώδους νόσου στο σύνολο των προσβληθέντων κοπαδιών και την πραγματική γενετική δομή του πληθυσμού προβατοειδών εν γένει.

242    Πάντως, στη γνώμη της 13ης Ιουνίου 2007, η AFSSA παρουσίασε μία «τάξη μεγέθους» της αυξήσεως του οικείου κινδύνου. Συγκεκριμένα, εκτίμησε, βάσει των συλλεγέντων στη Γαλλία δεδομένων, ότι οι δοκιμές στον μοχλό της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου ανιχνεύουν μόνο το 50 % σχεδόν των μολυσμένων ζώων στα προσβεβλημένα κοπάδια, το δε λοιπό περίπου 50 % αντιστοιχεί σε ζώα σε στάδιο επωάσεως τα οποία είναι φορείς μολυσματικότητας στα λεμφοειδή τους όργανα. Στη γνώμη της 5ης Δεκεμβρίου 2007, η AFSSA επιβεβαίωσε την αντιπροσωπευτικότητα της εκτιμήσεως του 50 % που μνημονεύεται στη γνώμη της 13ης Ιουνίου 2007.

243    Ως εκ τούτου, παρά τον ατελή χαρακτήρα των εκτιμήσεων της AFSSA, η λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων συνεπάγεται μη αμελητέα αύξηση του κινδύνου που συνεπάγεται για τον άνθρωπο η έκθεση σε ΜΣΕ που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά λόγω της διαθέσεως προς κατανάλωση από τον άνθρωπο κρέατος ζώων μολυσμένων με ΜΣΕ.

244    Τα επιχειρήματα της Επιτροπής δεν είναι ικανά να αμφισβητήσουν αυτήν τη μη αμελητέα αύξηση του κινδύνου που συνεπάγεται για τον άνθρωπο η έκθεση σε ΜΣΕ που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά.

245    Όσον αφορά την εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι «ταχείες δοκιμές» θα μπορούσαν να εντοπίσουν τη μεγάλη πλειονότητα των ζώων με ευαίσθητο γονότυπο διότι αυτά αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 50 % του πληθυσμού προβατοειδών και ότι οι «ταχείες δοκιμές» ανιχνεύουν πολύ γρηγορότερα ευαίσθητα ζώα, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, καίτοι μπορεί να συναχθεί από τη γνώμη της ΕΑΑΤ της 5ης Ιουνίου 2008 ότι τα ευαίσθητα ζώα που προσβάλλονται από ΜΣΕ μπορούν να εντοπισθούν αποτελεσματικά με τις «ταχείες δοκιμές» στον μοχλό της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου από την ηλικία των 12 έως 18 μηνών, η AFSSA επισήμανε ότι το 50 % των μη εντοπισθέντων ζώων αντιστοιχούσε σε ζώα σε στάδιο επωάσεως που ήταν φορείς μολυσματικότητας στα λεμφοειδή τους όργανα. Ως εκ τούτου, ο ταχύτερος εντοπισμός των ζώων με ευαίσθητο γονότυπο δεν επηρεάζει την εκτίμηση της AFSSA κατά την οποία οι δοκιμές στον μοχλό της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου εντοπίζουν μόνο το 50 % σχεδόν των μολυσμένων ζώων (βλ. σκέψη 242 ανωτέρω).

246    Όσον αφορά την προβαλλόμενη από την Επιτροπή απομάκρυνση των ΕΥΚ, παρατηρείται ότι η AFSSA έκρινε, στη γνώμη της 15ης Ιανουαρίου 2007, ότι, «στα ζώα με ευαίσθητο γονότυπο (που δεν είναι φορείς αλληλόμορφου ARR), η απομάκρυνση των ΕΥΚ ακόμη και αν εκτείνεται στο κεφάλι και στα έντερα δεν επιτρέπει την εξάλειψη του συνόλου των ιστών που είναι φορείς μολυσματικότητας υψηλού επιπέδου». Έτσι, ακόμη και αν η απομάκρυνση των ΕΥΚ συμβάλλει στον περιορισμό του κινδύνου για τον άνθρωπο από την έκθεση σε ΜΣΕ που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά, το μέτρο αυτό δεν θέτει εν αμφιβόλω την εκτίμηση κατά την οποία η αύξηση του εν λόγω κινδύνου δεν είναι αμελητέα.

247    Εξάλλου, παρατηρείται ότι η εκφρασθείσα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκτίμηση της Επιτροπής, ανεξαρτήτως του ζητήματος της επιστημονικής της εγκυρότητας, δεν αναιρεί την κατά προσέγγιση εκτίμηση της AFSSA από την οποία μπορεί να συναχθεί μη αμελητέα αύξηση της εκθέσεως του ανθρώπου σε ΜΣΕ που προσβάλλουν τα αιγοπρόβατα έπειτα από τη λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων.

248    Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, επιβάλλεται πάντως η παρατήρηση ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να αμφισβητήσει την εκτίμηση της Επιτροπής κατά την οποία η αύξηση του κινδύνου που συνεπάγεται για τον άνθρωπο η έκθεση σε ΜΣΕ που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά, η αποτελούσα συνέπεια της λήψεως των προσβαλλόμενων μέτρων είναι σαφώς μικρότερη εκείνης που συνεπάγεται η ελάφρυνση του προγράμματος επιτηρήσεως που προβλέπει ο κανονισμός 767/2007.

 Επί της αυξήσεως του κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου

–       Εισαγωγή

249    Το γεγονός ότι τα προσβαλλόμενα μέτρα επιφέρουν αύξηση του κινδύνου που συνεπάγεται για τον άνθρωπο η έκθεση σε ΜΣΕ που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά δεν αρκεί για να αποδείξει παραβίαση της αρχής της προφυλάξεως ή αθέτηση της υποχρεώσεως της Επιτροπής για διατήρηση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας του ανθρώπου κατά το άρθρο 152, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 24α του κανονισμού 999/2001. Συγκεκριμένα, μία τέτοια παραβίαση μπορεί να αποδειχθεί μόνο στο μέτρο που η λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων και, ως εκ τούτου, η αύξηση του κινδύνου για τον άνθρωπο από την έκθεση σε ΜΣΕ που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά συνεπάγονται κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου οι οποίοι υπερβαίνουν τον κρινόμενο ως αποδεκτό για την κοινωνία βαθμό επικινδυνότητας.

250    Προκειμένου να εκτιμηθεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τη διαχείριση του κινδύνου, πρέπει να εκτιμηθεί αν η Επιτροπή, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, μπορούσε να θεωρήσει ότι τα προσβαλλόμενα μέτρα ήταν κατάλληλα για να διασφαλίσουν υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου. Πρέπει συναφώς να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, του ζητήματος του κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου από την κατανάλωση κρέατος μικρών μηρυκαστικών μολυσμένου από τη ΣΕΒ μετά τη λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων και, αφετέρου, του ζητήματος του κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου από την κατανάλωση κρέατος μικρών μηρυκαστικών μολυσμένου από την τρομώδη νόσο μετά τη λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων.

–       Επί του κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου από την κατανάλωση κρέατος προβατοειδών ή αιγοειδών μολυσμένων από ΜΣΕ πλην της ΣΕΒ

251    Για τους εκτιθέμενους στις σκέψεις 93 επ. λόγους, παρατηρείται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας, βάσει των διαθέσιμων επιστημονικών γνωμών, ότι ο κίνδυνος για τη μεταδοτικότητα στον άνθρωπο παραγόντων των ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, που εμφανίζονται στα αιγοπρόβατα ήταν εξαιρετικά μικρός.

252    Πάντως, ο εξαιρετικά χαμηλός κίνδυνος μεταδοτικότητας στον άνθρωπο ΜΣΕ που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά, πλην της ΣΕΒ, μειώνει σημαντικά τον αντίκτυπο στην υγεία του ανθρώπου που προκαλεί η απορρέουσα από τη λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων αύξηση του κινδύνου που συνεπάγεται για τον άνθρωπο η έκθεσή του σε ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά.

253    Ως εκ τούτου, όσον αφορά τις ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά, η Επιτροπή χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως έκρινε ότι τα προσβαλλόμενα μέτρα δεν συνεπάγονταν αύξηση του κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου πέραν του βαθμού επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός για την κοινωνία.

–       Επί του κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου από την κατανάλωση κρέατος προβατοειδών ή αιγοειδών μολυσμένων από τη ΣΕΒ

254    Προκειμένου να ελεγχθεί η εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με τον κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου που συνεπάγονται τα προσβαλλόμενα μέτρα όσον αφορά τη μεταδοτικότητα της ΣΕΒ στον άνθρωπο, πρέπει κατ’ αρχήν να υπομνησθεί η σημασία των μοριακών δοκιμών διακρίσεως στο πλαίσιο του καθεστώτος που προβλέπουν τα προσβαλλόμενα μέτρα.

255    Τα προσβαλλόμενα μέτρα προβλέπουν ότι, οσάκις εντοπίζεται κρούσμα ΜΣΕ στον γενικό πληθυσμό των μικρών μηρυκαστικών, το ζώο αυτό θανατώνεται, τα δείγματα που λαμβάνονται από το σφάγιο υποβάλλονται σε μοριακή δοκιμή διακρίσεως και το σφάγιο καταστρέφεται. Εφόσον το αποτέλεσμα της δοκιμής είναι θετικό, το κοπάδι όπου ανήκε το ζώο καταστρέφεται στο σύνολό του. Αντιθέτως, αν το αποτέλεσμα της δοκιμής αυτής είναι αρνητικό, το κοπάδι όπου ανήκε το ζώο μπορεί να διατεθεί προς κατανάλωση από τον άνθρωπο υπό τον όρο ότι τα σφαγιαζόμενα ζώα ηλικίας άνω των 18 μηνών, εντός περιόδου δύο ετών από τον εντοπισμό του τελευταίου κρούσματος ΜΣΕ, υποβάλλονται σε ταχεία δοκιμή και το αποτέλεσμα της δοκιμής αυτής είναι αρνητικό.

256    Οι μοριακές δοκιμές διακρίσεως που προβλέπουν τα προσβαλλόμενα μέτρα συμβάλλουν έτσι στον περιορισμό του κινδύνου για τον άνθρωπο από την έκθεση στη ΣΕΒ που προσβάλλει τα μικρά μηρυκαστικά επιτρέποντας την απαγόρευση της διαθέσεως προς κατανάλωση από τον άνθρωπο κρέατος προερχόμενου από κοπάδι εντός του οποίου υπήρξε κρούσμα ΣΕΒ. Πιθανή παράλειψη της δοκιμής αυτής συνεπάγεται μεταξύ άλλων ότι το κοπάδι εντός του οποίου επιβεβαιώθηκε κρούσμα ΣΕΒ ενδέχεται να διατεθεί προς κατανάλωση από τον άνθρωπο χωρίς τα ζώα ηλικίας κάτω των 18 μηνών να υποβληθούν σε οποιαδήποτε δοκιμή.

257    Οι μοριακές δοκιμές διακρίσεως δεν προστέθηκαν όμως στον κανονισμό 999/2001 με τα προσβαλλόμενα μέτρα. Οι εν λόγω δοκιμές περιλαμβάνονται στον κανονισμό 999/2001 από το 2005 προκειμένου να ανιχνεύουν τα κρούσματα ΣΕΒ μεταξύ των κρουσμάτων ΜΣΕ που εντοπίζονται κατόπιν της ενεργούς επιτηρήσεως ή ύποπτων κρουσμάτων (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω). Η Γαλλική Δημοκρατία δεν αμφισβήτησε, πάντως, την αξιοπιστία των εν λόγω δοκιμών στο πλαίσιο αυτό.

258    Στις γνώμες της 8ης Μαρτίου 2007 και της 24ης Ιανουαρίου 2008, η ΕΑΑΤ έκρινε ότι, βάσει των διαθέσιμων δεδομένων, οι μοριακές δοκιμές διακρίσεως έπρεπε να θεωρηθούν εργαλεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επιτόπου ανίχνευση κρουσμάτων ΜΣΕ σύμφωνα με το παράρτημα X, κεφάλαιο Γ, σημείο 3.2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 999/2001 και ότι επιτύγχαναν τον σκοπό ταχείας και αναπαραγώγιμης αναγνωρίσεως των κρουσμάτων ΜΣΕ τα οποία είχαν χαρακτηριστικά συμβατά με τον παράγοντα της κλασικής ΣΕΒ.

259    Πάντως, η AFSSA και η ΕΑΑΤ έκριναν αμφότερες ότι οι μοριακές δοκιμές διακρίσεως δεν μπορούσαν να θεωρηθούν τέλειες. Αυτή η ατέλεια οφείλεται στην απουσία κατανοήσεως της πραγματικής βιοποικιλότητας των παραγόντων των ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα και του τρόπου με τον οποίο οι παράγοντες αυτοί αλληλεπιδρούν σε περίπτωση συλλοιμώξεως (βλ. γνώμες της ΕΑΑΤ της 8ης Μαρτίου 2007, σ. 7, και της 24ης Ιανουαρίου 2008, σ. 7). Πάντως, καίτοι τα επιστημονικά δεδομένα δεν αποδεικνύουν τέτοια συλλοίμωξη υπό φυσικές συνθήκες (βλ. σκέψη 154 ανωτέρω), αυτή δεν μπορεί εντούτοις να αποκλεισθεί. Η ατέλεια των μοριακών δοκιμών διακρίσεως οφείλεται επίσης και στην ατελή αξιολόγηση της ευαισθησίας και της εξειδικεύσεώς τους. Στη γνώμη της 20ής Ιουλίου 2006, η AFSSA επισήμανε ότι, καίτοι θεωρείτο ότι υπάρχει 100 % ευαισθησία των δοκιμών διακρίσεως, το χαμηλότερο όριο αξιοπιστίας αυτής της ευαισθησίας ήταν το 82,35 %, διότι η εκτίμηση σχετικά με την ευαισθησία είχε βασισθεί μόνο σε 19 μικρά μηρυκαστικά που είχαν προσβληθεί πειραματικώς με τη ΣΕΒ. Στη γνώμη της 25ης Ιανουαρίου 2007, η ΕΑΑΤ επισήμανε ότι τα όρια της εκτιμήσεως αυτής των μοριακών δοκιμών διακρίσεως προέρχονται εν μέρει από την απουσία εντοπισμού φυσικών κρουσμάτων ΣΕΒ στα αιγοπρόβατα. Επισήμανε επίσης ότι οι μοριακές δοκιμές διακρίσεως είχαν επινοηθεί για τη διάκριση της κλασικής ΣΕΒ από τις λοιπές ΜΣΕ. Δεν είχαν επομένως αξιολογηθεί όσον αφορά την ικανότητά τους να διακρίνουν τη ΣΕΒ τύπου L ή τη ΣΕΒ τύπου H από τις λοιπές ΜΣΕ.

260    Ως εκ τούτου, με τα προσβαλλόμενα μέτρα δεν αποκλείεται κρέας προερχόμενο από κοπάδι εντός του οποίου προσβλήθηκε ζώο από τη ΣΕΒ να διατεθεί προς κατανάλωση από τον άνθρωπο.

261    Πάντως, όσον αφορά την κλασική ΣΕΒ, υπενθυμίζεται ότι, για τους λόγους που παρατίθενται στις σκέψεις 157 επ. ανωτέρω, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως η Επιτροπή έκρινε ότι ο επιπολασμός της κλασικής ΣΕΒ στα μικρά μηρυκαστικά ήταν πολύ χαμηλός. Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, κατά τον χρόνο λήψεως των προσβαλλόμενων μέτρων, είχε εντοπισθεί μόνο ένα κρούσμα κλασικής ΣΕΒ σε μικρά μηρυκαστικά και αφορούσε μία αίγα η οποία είχε τραφεί με ζωικά άμυλα τα οποία εφεξής έχουν απαγορευτεί.

262    Δεδομένου ότι οι μοριακές δοκιμές διακρίσεως αναγνωρίσθηκαν από την ΕΑΑΤ ως ικανές να επιτύχουν τον σκοπό της ταχείας και αναπαραγώγιμης αναγνωρίσεως των κρουσμάτων ΜΣΕ τα οποία έχουν χαρακτηριστικά συμβατά με τον παράγοντα της κλασικής ΣΕΒ, ότι ο εκτιμώμενος επιπολασμός της κλασικής ΣΕΒ στα μικρά μηρυκαστικά είναι πολύ χαμηλός, ότι εντοπίσθηκε μόνο ένα κρούσμα ΣΕΒ στα μικρά μηρυκαστικά και ότι πολύ περιορισμένος αριθμός κρουσμάτων ΜΣΕ τελεί ακόμη υπό εξέταση προκειμένου να διαπιστωθεί οριστικώς αν πρόκειται για ΜΣΕ ή για ΣΕΒ, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως η Επιτροπή έκρινε ότι ο πρόσθετος κίνδυνος από την έκθεση του ανθρώπου στην κλασική ΣΕΒ που προσβάλλει τα μικρά μηρυκαστικά, τον οποίο συνεπάγεται η λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων, δεν προκαλούσε κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου που υπερέβαιναν τον κρινόμενο ως αποδεκτό για την κοινωνία βαθμό επικινδυνότητας.

263    Ως προς τον κίνδυνο για τον άνθρωπο από την έκθεση σε στελέχη της ΣΕΒ άλλα από της κλασικής ΣΕΒ, παρατηρείται ότι, στη γνώμη της 25ης Ιανουαρίου 2007, η ΕΑΑΤ εκτίμησε ότι η σημασία, η προέλευση και η μεταδοτικότητα των ΣΕΒ τύπου L ή H ήταν, κατά τον χρόνο εκείνο, θεωρητικές. Οι συγγραφείς του επιστημονικού άρθρου που επικαλείται η Γαλλική Δημοκρατία δεν απέρριψαν την εκτίμηση αυτή, καίτοι επικαλέστηκαν πιθανή μεταδοτικότητα στον άνθρωπο της ΣΕΒ τύπου L.

264    Επομένως, ελλείψει πρόσθετων ενδείξεων, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως η Επιτροπή έκρινε ότι ο πρόσθετος κίνδυνος για τον άνθρωπο από την έκθεση σε μορφές ΣΕΒ άλλες εκτός της κλασικής ΣΕΒ που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά τον οποίο συνεπάγεται η λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων δεν προκαλούσε κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου που υπερέβαιναν τον κρινόμενο ως αποδεκτό για την κοινωνία βαθμό επικινδυνότητας.

 Συμπέρασμα

265    Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως η Επιτροπή έκρινε, βάσει των επιστημονικών δεδομένων που είχε στη διάθεσή της, ότι η αύξηση του κινδύνου για τον άνθρωπο από την έκθεση σε ΜΣΕ που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά την οποία συνεπάγεται η λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων δεν προκαλούσε κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου που υπερέβαιναν τον κρινόμενο ως αποδεκτό για την κοινωνία βαθμό επικινδυνότητας.

266    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της προφυλάξεως ούτε αθέτησε την υποχρέωση για διατήρηση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας κατά το άρθρο 152, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 24α του κανονισμού 999/2001 λαμβάνοντας τα προσβαλλόμενα μέτρα. Η προσφυγή πρέπει επομένως να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

267    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Γαλλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα, καθώς και στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, για τις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων και τη διαδικασία της κύριας διαφοράς, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

268    Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά το οποίο τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, πρέπει το Ηνωμένο Βασίλειο να καταδικασθεί στα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά της έξοδα, καθώς και στα έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων και τη διαδικασία της κύριας διαφοράς.

3)      Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Azizi

Cremona

Labucka

Frimodt Nielsen

 

       O’Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Σεπτεμβρίου 2011.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

1.  Κανονισμός (ΕΚ) 178/2002

2.  Κανονισμός (ΕΚ) 999/2001

Προσβαλλόμενα μέτρα

Πραγματικά περιστατικά

1.  Μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες

2.  Σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών

3.  Τρομώδης νόσος

4.  Εξέλιξη της κοινοτικής πολιτικής για την καταπολέμηση των ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα

Διαδικασία

Αιτήματα των διαδίκων

Επί της ουσίας

1.  Γενικές εκτιμήσεις

Επί της προστασίας της υγείας του ανθρώπου

Επί της αρχής της προφυλάξεως

Ορισμός

Αξιολόγηση των κινδύνων

–  Εισαγωγή

–  Ως προς την επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων

–  Ως προς τον προσδιορισμό του βαθμού επικινδυνότητας

Διαχείριση του κινδύνου

Επί της εκτάσεως του δικαστικού ελέγχου

2.  Επί του μόνου λόγου ακυρώσεως που αφορά παραβίαση της αρχής της προφυλάξεως

3.  Επί της αξιολογήσεως του κινδύνου

Εισαγωγή

Επί των αιτιάσεων αναφορικά με τη μη συνεκτίμηση και την εσφαλμένη ερμηνεία της επιστημονικής αβεβαιότητας σχετικά με τη μεταδοτικότητα ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, στον άνθρωπο

Επί της αιτιάσεως σχετικά με τη μη εκφορά γνώμης εκ μέρους επιστημονικών εμπειρογνωμόνων για την αξιοπιστία των «ταχέων δοκιμών»

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Επί της χρησιμοποίησης των «ταχέων δοκιμών» προς σκοπούς άλλους πλην των επιδημιολογικών

Επί της απουσίας ενδείξεων στις γνώμες της ΕΑΑΤ της 17ης Μαΐου και της 26ς Σεπτεμβρίου 2005 σχετικά με την αξιοπιστία των «ταχέων δοκιμών», οσάκις τα μικρά μηρυκαστικά δεν εμφανίζουν ακόμη επαρκή συσσώρευση πρωτεΐνης πριόν στο εγκεφαλικό στέλεχος

Επί των αιτιάσεων σχετικά με τις δοκιμές διακρίσεως

Εισαγωγή

Επί της αιτιάσεως σχετικά με τη μη συνεκτίμηση των επιστημονικών αβεβαιοτήτων ως προς την αξιοπιστία των δοκιμών διακρίσεως

1.  Επί της αιτιάσεως σχετικά με τη μεροληπτική χρησιμοποίηση της από 24 Ιανουαρίου 2008 γνώμης της ΕΑΑΤ

–  Εισαγωγή

–  Επί του κινδύνου συλλοιμώξεως

–  Επί του επιπολασμού της ΣΕΒ στα μικρά μηρυκαστικά

Επί της συνεκτιμήσεως των γνωμών της AFSSA της 8ης Οκτωβρίου 2008 και της ΕΑΑΤ της 22ας Οκτωβρίου 2008

Επί της αιτιάσεως σχετικά με την απουσία εκτιμήσεως της αυξήσεως του κινδύνου που απορρέει από τα προσβαλλόμενα μέτρα

4.  Επί της διαχειρίσεως του κινδύνου

Σύνοψη των επιχειρημάτων των διαδίκων

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Επί των νέων δεδομένων

Επί της αιτιάσεως σχετικά με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τη διαχείριση του κινδύνου

Εισαγωγή

Επί της αυξήσεως του κινδύνου εκθέσεως του ανθρώπου στις ΜΣΕ που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά

–  Επί της διαθέσεως προς κατανάλωση από τον άνθρωπο του κρέατος μικρών μηρυκαστικών ηλικίας άνω των 18 μηνών

–  Επί της διαθέσεως προς κατανάλωση κρέατος μικρών μηρυκαστικών ηλικίας από 3 έως 18 μηνών

–  Επί της σημασίας της αυξήσεως του κινδύνου για τον άνθρωπο που συνεπάγεται η έκθεση σε ΜΣΕ που προσβάλλουν τα μικρά μηρυκαστικά

Επί της αυξήσεως του κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου

–  Εισαγωγή

–  Επί του κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου από την κατανάλωση κρέατος προβατοειδών ή αιγοειδών μολυσμένων από ΜΣΕ πλην της ΣΕΒ

–  Επί του κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου από την κατανάλωση κρέατος προβατοειδών ή αιγοειδών μολυσμένων από τη ΣΕΒ

Συμπέρασμα

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.