ΑΠOΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)
της 8ης Ιουλίου 2008 ( *1 )
«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας — Κοινοτικό λεκτικό σήμα COLOR EDITION — Απόλυτος λόγος απαραδέκτου — Περιγραφικός χαρακτήρας — Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 — Έννομο συμφέρον — Άρθρο 55 του κανονισμού 40/94»
Στην υπόθεση T-160/07,
Lancôme parfums et beauté & Cie SNC, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον E. Baud, δικηγόρο,
προσφεύγουσα,
κατά
Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον A. Folliard-Monguiral,
καθού,
με αντικείμενο προσφυγή που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 26ης Φεβρουαρίου 2007 (υπόθεση R 231/2006-2), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας μεταξύ του CMS Hasche Sigle και της Lancôme parfums et beauté & Cie SNC,
έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:
CMS Hasche Sigle, με έδρα την Κολωνία (Γερμανία),
ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τις I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe (εισηγήτρια) και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,
γραμματέας: B. Pastor, βοηθός γραμματέας,
έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 7 Μαΐου 2007,
έχοντας υπόψη το απαντητικό υπόμνημα που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 19 Ιουλίου 2007,
κατόπιν της συνεδριάσεως της 19ης Φεβρουαρίου 2008,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
Ιστορικό της διαφοράς
|
1 |
Στις 9 Δεκεμβρίου 2003, η προσφεύγουσα, Lancôme parfums et beauté & Cie SNC, υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της , για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί. |
|
2 |
Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο COLOR EDITION. |
|
3 |
Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 3 του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών για την καταχώριση των σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «καλλυντικά και είδη μακιγιάζ». |
|
4 |
Το επίμαχο σήμα καταχωρίστηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2004 και δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων της . |
|
5 |
Στις 12 Μαΐου 2004, το δικηγορικό γραφείο Norton Rose Vieregge υπέβαλε αίτηση κηρύξεως ακυρότητας του λεκτικού σήματος COLOR EDITION, δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του κανονισμού 40/94 και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β’ και γ’, του κανονισμού αυτού. |
|
6 |
Στις 21 Δεκεμβρίου 2005, το τμήμα ακυρώσεως απέρριψε την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας του λεκτικού σήματος COLOR EDITION. |
|
7 |
Στις 9 Φεβρουαρίου 2006, το δικηγορικό γραφείο CMS Hasche Sigle, το οποίο υπεισήλθε στα δικαιώματα του Norton Rose Vieregge, άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεως, δυνάμει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94. |
|
8 |
Το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ δέχθηκε την προσφυγή με την από 26 Φεβρουαρίου 2007 απόφασή του (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). |
|
9 |
Η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στο εξής σκεπτικό. Κατ’ αρχάς, το τμήμα προσφυγών έκρινε παραδεκτή την προσφυγή που άσκησε ενώπιόν του το CMS Hasche Sigle, δυνάμει του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του κανονισμού 40/94, καθόσον, αφενός, η προβαλλόμενη από την προσφεύγουσα διάκριση μεταξύ νομιμοποιήσεως και εννόμου συμφέροντος δεν απαντά πουθενά στον κανονισμό 40/94 και, αφετέρου, ο σκοπός γενικού συμφέροντος, τον οποίο επιδιώκει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία β’ και γ’, του κανονισμού 40/94, επιβάλλει την αναγνώριση του δικαιώματος υποβολής αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας βάσει αυτής της διατάξεως σε όσο το δυνατόν ευρύτερο κύκλο προσώπων. Ακολούθως, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι το λεκτικό σήμα COLOR EDITION είναι περιγραφικό κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του κανονισμού 40/94, στο μέτρο που, αφενός, ο συνδυασμός των λέξεων «color» και «edition» γίνεται αμέσως και ευθέως αντιληπτός από το ενδιαφερόμενο κοινό υπό την έννοια ότι παραπέμπει σε μια σειρά καλλυντικών προϊόντων και ειδών μακιγιάζ η οποία περιλαμβάνει πλείονες χρωματικούς τόνους, και, αφετέρου, οι όροι αυτοί θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από ανταγωνιστές για την περιγραφή ορισμένων χαρακτηριστικών των προϊόντων τους, οπότε πρέπει να παραμείνουν ελεύθεροι στη δημόσια σφαίρα. Τέλος, το τμήμα προσφυγών κατέληξε ότι το επίμαχο λεκτικό σήμα, δεδομένου ότι είναι περιγραφικό, στερείται παντελώς και διακριτικού χαρακτήρα, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού 40/94. |
Αιτήματα των διαδίκων
|
10 |
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
|
11 |
Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
Σκεπτικό
|
12 |
Η προσφεύγουσα προβάλλει προς στήριξη των αιτημάτων της τρεις λόγους ακυρώσεως, που αντλούνται, αντιστοίχως, από παράβαση του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού 40/94. |
Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του κανονισμού 40/94
Επιχειρήματα των διαδίκων
|
13 |
Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του κανονισμού 40/94, καθόσον έκρινε παραδεκτή την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας που υπέβαλε το CMS Hasche Sigle, μολονότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. |
|
14 |
Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, πρώτον, ότι είναι εσφαλμένη η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι η έννοια του εννόμου συμφέροντος ενυπάρχει στο άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του κανονισμού 40/94. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, η εκτίμηση αυτή αντιβαίνει προς τη γενική αρχή του δικαίου, σύμφωνα με την οποία η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε ενδίκου βοηθήματος. |
|
15 |
Κατά την προσφεύγουσα, η απαίτηση της υπάρξεως εννόμου συμφέροντος προς άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου βοηθήματος απορρέει, πρώτον, από τις δικονομικές διατάξεις του κανονισμού 40/94. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εφόσον αυτή η απαίτηση δεν προκύπτει σαφώς από το γράμμα του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του κανονισμού 40/94, το τμήμα προσφυγών όφειλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 79 του κανονισμού 40/94, να ανατρέξει στις γενικές αρχές του δικαίου που ισχύουν στα κράτη μέλη. Συναφώς, σε όλα ανεξαιρέτως τα κράτη μέλη, ένδικη προστασία παρέχεται μόνο σε όποιον έχει εύλογο συμφέρον προς ευδοκίμηση ή απόρριψη μιας αξιώσεως. Δεύτερον, η απαίτηση αυτή απορρέει από τη Συνθήκη ΕΚ και, ειδικότερα, από τα άρθρα 230 ΕΚ, 232 ΕΚ και 236 ΕΚ, καθώς και από τη σχετική νομολογία τόσο του Δικαστηρίου όσο και του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. |
|
16 |
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, δεύτερον, ότι κακώς έκρινε το ΓΕΕΑ ότι η κοινοτική νομολογία την οποία επικαλέστηκε η προσφεύγουσα προς στήριξη του επιχειρήματός της περί απαιτήσεως υπάρξεως εννόμου συμφέροντος δεν αφορά τον τομέα των σημάτων, αλλά μάλλον άλλους τομείς, όπως τη γεωργία, το τελωνειακό δίκαιο και τις υπαλληλικές υποθέσεις. Συγκεκριμένα, με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Σεπτεμβρίου 2001, T-129/00, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (Παραλληλόγραμμη ταμπλέτα με εγκοπή) (Συλλογή 2001, σ. II-2793, σκέψη 12), ο κοινοτικός δικαστής διαπίστωσε ότι απαιτείται έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής δυνάμει του άρθρου 63 του κανονισμού 40/94. Το άρθρο αυτό αφορά ακριβώς τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων κατά των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ. |
|
17 |
Επιπλέον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η κοινοτική νομολογία περί των προσφυγών ακυρώσεως έχει εφαρμογή και στις αποφάσεις του ΓΕΕΑ και ότι οι αρχές που αφορούν την απαίτηση υπάρξεως εννόμου συμφέροντος ισχύουν και για τις προσφυγές που ασκούνται ενώπιον του ΓΕΕΑ δυνάμει του άρθρου 63 του κανονισμού 40/94. Συναφώς, το ίδιο το ΓΕΕΑ έχει κρίνει ότι πρέπει να υπάρχει έννομο συμφέρον, και μάλιστα ειδικό, στο πλαίσιο της δηλώσεως με την οποία ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας σήματος προβάλλει τους σχετικούς λόγους (απόφαση του τμήματος ακυρώσεως του ΓΕΕΑ της 3ης Μαΐου 2001, σχετικά με το σήμα AROMATONIC). |
|
18 |
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, τρίτον, ότι για να υπάρχει έννομο συμφέρον η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να αφορά τον αιτούντα την κήρυξη ακυρότητας ευθέως, άμεσα και ατομικά. |
|
19 |
Το ΓΕΕΑ ζητεί την απόρριψη του λόγου αυτού. |
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
|
20 |
Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να εκτιμήσει αν η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του κανονισμού 40/94. Συναφώς, πρέπει να εξετασθούν το γράμμα, η οικονομία και ο σκοπός του άρθρου 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94. |
|
21 |
Κατ’ αρχάς, από το γράμμα του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι αίτηση κηρύξεως ακυρότητας κοινοτικού σήματος, στηριζόμενη ιδίως στον περιγραφικό χαρακτήρα του επίμαχου σήματος κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του κανονισμού 40/94 ή στην έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού 40/94, μπορεί να υποβάλει «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και κάθε οργάνωση που έχει συσταθεί για την εκπροσώπηση των συμφερόντων κατασκευαστών, παραγωγών, παρεχόντων υπηρεσίες, εμπόρων ή καταναλωτών, και οι οποίοι σύμφωνα με το δίκαιο στο οποίο [υπόκεινται], μπορούν να παρίστανται ενώπιον δικαστηρίου». Επομένως, το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του κανονισμού 40/94 ουδαμώς αναφέρεται σε οποιοδήποτε έννομο συμφέρον. |
|
22 |
Ακολούθως, από την οικονομία του άρθρου 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι δεν απαιτείται έννομο συμφέρον για την υποβολή αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας, όπως η επίμαχη εν προκειμένω. Πράγματι, το άρθρο αυτό διακρίνει μεταξύ των αιτήσεων κηρύξεως ακυρότητας αναλόγως του αν στηρίζονται σε απόλυτους ή σε σχετικούς λόγους ακυρότητας. |
|
23 |
Συγκεκριμένα, το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του κανονισμού, το οποίο αφορά, μεταξύ άλλων, τις αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας που στηρίζονται σε απόλυτους λόγους, δεν ορίζει ρητώς, όπως επισημάνθηκε με την ανωτέρω σκέψη 21, ότι ο αιτών οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. Συναφώς, απαιτείται απλώς η αίτηση να υποβάλλεται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή από οργάνωση που έχει ικανότητα δικαστικής παραστάσεως. |
|
24 |
Αντιθέτως, το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχεία β’ και γ’, του κανονισμού 40/94, το οποίο αφορά τις αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας που στηρίζονται σε σχετικούς λόγους, προβλέπει ότι οι εν λόγω αιτήσεις υποβάλλονται μόνον είτε από τους δικαιούχους προγενέστερων σημάτων ή τους έχοντες προγενέστερα δικαιώματα είτε από τους κατόχους αδειών χρήσεως των προγενέστερων σημάτων ή ασκήσεως των προγενέστερων δικαιωμάτων που έχουν εξουσιοδοτηθεί από τα πρόσωπα αυτά. Με άλλα λόγια, μόνον οι έχοντες έννομο συμφέρον μπορούν να υποβάλουν παραδεκτώς αίτηση κηρύξεως ακυρότητας δυνάμει του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχεία β’ και γ’, του κανονισμού 40/94. |
|
25 |
Συνεπώς, από την οικονομία του άρθρου 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να παράσχει σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο και σε κάθε οργάνωση που έχει την ικανότητα δικαστικής παραστάσεως τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεως περί κηρύξεως ακυρότητας σήματος, στηριζομένης σε απόλυτο λόγο ακυρότητας, ενώ περιόρισε ρητώς τον κύκλο των προσώπων που μπορούν να υποβάλουν την εν λόγω αίτηση, οσάκις αυτή στηρίζεται σε σχετικούς λόγους ακυρότητας. |
|
26 |
Τέλος, η ανάλυση αυτή ενισχύεται από την τελεολογική ερμηνεία των οικείων διατάξεων. Πράγματι, αντιθέτως προς τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου, οι οποίοι αποσκοπούν στην προστασία των ιδιωτικών συμφερόντων των δικαιούχων ορισμένων προγενέστερων σημάτων, οι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου που απαριθμούνται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 στηρίζονται σε σκοπούς γενικού συμφέροντος (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, C-329/02 P, SAT.1 κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2004, σ. I-8317, σκέψη 25). Επομένως, προς διασφάλιση της ευρύτερης δυνατής προστασίας αυτών των γενικών συμφερόντων, οι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου πρέπει να μπορούν να προβληθούν από τον ευρύτερο δυνατό κύκλο προσώπων. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του κανονισμού 40/94 απαιτεί να έχει ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας σήματος νομική προσωπικότητα ή ικανότητα δικαστικής παραστάσεως, χωρίς να του επιβάλλει την υποχρέωση να αποδείξει ότι έχει έννομο συμφέρον. |
|
27 |
Το συμπέρασμα αυτό δεν θίγεται από τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα. Όσον αφορά, αφενός, το επιχείρημα ότι η απαίτηση υπάρξεως εννόμου συμφέροντος απορρέει από τον συνδυασμό των άρθρων 55, παράγραφος 1, στοιχείο α’, και 79 του κανονισμού 40/94, πρέπει να υπομνησθεί ότι η τελευταία αυτή διάταξη προβλέπει ότι το ΓΕΕΑ οφείλει να λαμβάνει υπόψη του τις γενικώς αποδεκτές στα κράτη μέλη αρχές που διέπουν τον οικείο τομέα, ελλείψει σχετικής δικονομικής διατάξεως στον εν λόγω κανονισμό ή στους κανονισμούς εφαρμογής. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του κανονισμού 40/94 αποτελεί δικονομική διάταξη, η οποία ισχύει, κατά την έννοια του άρθρου 79 του κανονισμού 40/94, για τις αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας που στηρίζονται στους απόλυτους λόγους ακυρότητας του άρθρου 51 του κανονισμού 40/94. Δεδομένου ότι αυτή η δικονομική διάταξη είναι απολύτως σαφής, το άρθρο 79 του κανονισμού 40/94 δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω. |
|
28 |
Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το άρθρο αυτό θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα ουδαμώς απέδειξε τον ισχυρισμό της, ότι σε όλα ανεξαιρέτως τα κράτη μέλη παρέχεται ένδικη προστασία μόνον σε όποιον έχει εύλογο συμφέρον προς ευδοκίμηση ή απόρριψη μιας αξιώσεως. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα περιορίστηκε απλώς στο να παραπέμψει με τα δικόγραφά της στο γαλλικό δίκαιο και, ειδικότερα, στο γαλλικό δίκαιο περί σημάτων. |
|
29 |
Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί εφαρμογής του άρθρου 79 του κανονισμού 40/94 πρέπει να απορριφθεί. |
|
30 |
Όσον αφορά δε τα άλλα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, με τα οποία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η σχετική με τα άρθρα 230 ΕΚ, 232 ΕΚ και 236 ΕΚ νομολογία, περιλαμβανομένων των αποφάσεων που αφορούν την απαίτηση υπάρξεως άμεσου και ατομικού συμφέροντος του προσφεύγοντος, έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, τονίζεται ότι, όπως ορθώς ισχυρίζεται το ΓΕΕΑ, η νομολογία αυτή δεν μπορεί να εφαρμοσθεί εν προκειμένω ούτε ευθέως ούτε κατ’ αναλογία. |
|
31 |
Κατ’ αρχάς, τα άρθρα 230 ΕΚ, 232 ΕΚ και 236 ΕΚ δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, τα μεν άρθρα 230 ΕΚ και 232 ΕΚ αφορούν προσφυγές είτε περί ακυρώσεως των πράξεων είτε κατά παραλείψεων των κοινοτικών οργάνων που απαριθμούνται περιοριστικώς σε αυτές τις διατάξεις, στις οποίες δεν αναφέρεται το ΓΕΕΑ, το δε άρθρο 236 ΕΚ αφορά τις υπαλληλικές υποθέσεις. |
|
32 |
Επιπλέον, οι προσφυγές των άρθρων 230 ΕΚ, 232 ΕΚ και 236 ΕΚ είναι ένδικες, ενώ η προβλεπόμενη από το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του κανονισμού 40/94 αίτηση κηρύξεως ακυρότητας σήματος, η οποία πρέπει να υποβάλλεται στο ΓΕΕΑ, συνιστά διοικητική διαδικασία. Συναφώς, η παραπομπή στην προαναφερθείσα με την ανωτέρω σκέψη 12 απόφαση Procter & Gamble δεν ασκεί επιρροή, στο μέτρο που η απόφαση αυτή αφορά τις ένδικες προσφυγές που ασκούνται ενώπιον του κοινοτικού δικαστή κατά των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ, δυνάμει του άρθρου 63 του κανονισμού 40/94. |
|
33 |
Τέλος, όσον αφορά την παραπομπή στην απόφαση του τμήματος ακυρώσεως του ΓΕΕΑ της 3ης Μαΐου 2001, σχετικά με το σήμα AROMATONIC, επισημαίνεται ότι οι αποφάσεις περί κηρύξεως ακυρότητας σήματος, τις οποίες λαμβάνουν τα τμήματα του ΓΕΕΑ δυνάμει του κανονισμού 40/94, εμπίπτουν σε δέσμια αρμοδιότητα και όχι στη διακριτική τους ευχέρεια. Επομένως, η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικώς και μόνο βάσει αυτού του κανονισμού, όπως έχει ερμηνευθεί από τον κοινοτικό δικαστή, και όχι βάσει προηγούμενης πρακτικής που έχει, ενδεχομένως, διαμορφωθεί από το ΓΕΕΑ κατά τη λήψη των αποφάσεών του [βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της , T-106/00, Streamserve κατά ΓΕΕΑ (STREAMSERVE), Συλλογή 2002, σ. II-723, σκέψη 66]. |
|
34 |
Επιπλέον, από την ως άνω απόφαση του τμήματος ακυρώσεως του ΓΕΕΑ δεν προκύπτει ότι η νομολογία περί των προϋποθέσεων του παραδεκτού των προσφυγών που ασκούνται δυνάμει των άρθρων 230 ΕΚ, 232 ΕΚ και 236 ΕΚ ισχύει και για το παραδεκτό των αιτήσεων κηρύξεως ακυρότητας σήματος που υποβάλλονται στο ΓΕΕΑ δυνάμει του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του κανονισμού 40/94. Πράγματι, όπως επισήμανε και το ΓΕΕΑ με τα δικόγραφά του, το ζήτημα που τέθηκε ενώπιον του τμήματος ακυρώσεως στην περίπτωση εκείνη αφορούσε το αν η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας είχε καταστεί άνευ αντικειμένου λόγω της αποσύρσεως του σήματος κατά του οποίου αυτή στρεφόταν. |
|
35 |
Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων και δεδομένου ότι δεν αμφισβητήθηκε ότι το CMS Hasche Sigle μπορεί να εξομοιωθεί προς νομικό πρόσωπο, διαπιστώνεται ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε παραδεκτή την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας που υπέβαλε το CMS Hasche Sigle. |
|
36 |
Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. |
Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του κανονισμού 40/94
Επιχειρήματα των διαδίκων
|
37 |
Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη τη διάκριση μεταξύ περιγραφικών σημάτων και σημάτων τα οποία είναι απλώς υπαινικτικά ή παρεμφαίνοντα και μπορούν κάλλιστα να τύχουν προστασίας. Κατά την προσφεύγουσα, ο συνδυασμός των λέξεων «color» και «edition» δεν γίνεται ευθέως και αμέσως αντιληπτός από το ενδιαφερόμενο κοινό υπό κάποια συγκεκριμένη έννοια και, επομένως, δεν είναι περιγραφικό. Το σήμα COLOR EDITION παραπέμπει, εμμέσως μόνο, σε ορισμένα χαρακτηριστικά των προϊόντων για τα οποία ζητήθηκε η καταχώρισή του. |
|
38 |
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, δεύτερον, ότι απαιτείται διανοητική προσπάθεια για να συναχθούν από τους όρους «color» και «edition» τα χαρακτηριστικά, οι ιδιότητες και η φύση των προϊόντων για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση. Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι ένα σήμα θεωρείται, απλώς, ως υπαινικτικό, και όχι ως περιγραφικό, όταν το ενδιαφερόμενο κοινό πρέπει να καταβάλει διανοητική προσπάθεια για να μετατρέψει την ιδέα ή το συναίσθημα που γεννά αυτό το σήμα σε πληροφορία, με σαφές λογικό περιεχόμενο. Εν προκειμένω, όπως έκρινε το τμήμα ακυρώσεως με την από 21 Δεκεμβρίου 2005 απόφασή του, ο συνδυασμός των όρων «color» και «edition» δεν είναι ούτε τετριμμένος ούτε προφανής, καθόσον δεν προκύπτει με σαφήνεια αν τα οικεία προϊόντα πωλούνται σε χρωματιστή συσκευασία ή είναι χρωματιστά ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δώσουν χρώμα. |
|
39 |
Το ΓΕΕΑ ζητεί την απόρριψη του λόγου αυτού. |
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
|
40 |
Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του κανονισμού 40/94, δεν καταχωρίζονται «τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στις συναλλαγές για τη δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών αυτών». |
|
41 |
Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του κανονισμού 40/94 αφορά τα σημεία και τις ενδείξεις που μπορούν, όπως χρησιμοποιούνται συνήθως από το ενδιαφερόμενο κοινό, να δηλώσουν, είτε άμεσα είτε με μνεία ενός ουσιώδους χαρακτηριστικού, το προϊόν ή την υπηρεσία για τα οποία ζητείται η καταχώριση [βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουνίου 2005, T-316/03, Münchener Rückversicherungs-Gesellschaft κατά ΓΕΕΑ (MunichFinancialServices), Συλλογή 2005, σ. II-1951, σκέψη 26· της , T-19/04, Metso Paper Automation κατά ΓΕΕΑ (PAPERLAB), Συλλογή 2005, σ. II-2383, σκέψη 24 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της , T-207/06, Europig κατά ΓΕΕΑ (EUROPIG), Συλλογή 2007, σ. ΙΙ-1961, σκέψη 26]. |
|
42 |
Επομένως, η καταχώριση ενός σημείου ως σήματος προσκρούει στην απαγόρευση αυτής της διατάξεως όταν το σημείο αυτό συνδέεται με τα οικεία προϊόντα ή τις υπηρεσίες κατά τρόπο τόσο άμεσο και συγκεκριμένο ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να το αντιλαμβάνεται αμέσως και χωρίς περαιτέρω σκέψη, υπό την έννοια ότι περιγράφει είτε τα οικεία προϊόντα ή τις υπηρεσίες είτε κάποιο από τα χαρακτηριστικά τους (βλ. προπαρατεθείσες στην ανωτέρω σκέψη 41 αποφάσεις PAPERLAB, σκέψη 25 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και EUROPIG, σκέψη 27). |
|
43 |
Επιπλέον, ένα σύνθετο σήμα που αποτελείται από πλείονα στοιχεία, καθένα από τα οποία περιγράφει χαρακτηριστικά των προϊόντων ή των υπηρεσιών που αφορά η καταχώριση, είναι και το ίδιο, στο σύνολό του, περιγραφικό των χαρακτηριστικών των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του κανονισμού 40/94, εκτός αν υπάρχει αισθητή διαφορά μεταξύ του σήματος αυτού και του απλού αθροίσματος των στοιχείων που το απαρτίζουν. Αυτό προϋποθέτει ότι, λόγω του ασυνήθους χαρακτήρα του λεκτικού συνδυασμού σε σχέση με τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες, το σήμα δημιουργεί αρκούντως διαφορετική εντύπωση από εκείνη που προκαλεί η απλή σώρευση των συνδηλώσεων των στοιχείων που το συνθέτουν (βλ. προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 41 απόφαση PAPERLAB, σκέψη 27 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
|
44 |
Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι ο περιγραφικός χαρακτήρας ενός σημείου πρέπει να εκτιμάται σε σχέση, αφενός, με τον τρόπο με τον οποίο το αντιλαμβάνεται το ενδιαφερόμενο κοινό και, αφετέρου, με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που αυτό αφορά (βλ. προπαρατεθείσες στην ανωτέρω σκέψη 41 αποφάσεις MunichFinancialServices, σκέψη 26, και EUROPIG, σκέψη 30). |
|
45 |
Εν προκειμένω, το επίμαχο σήμα αφορά καλλυντικά προϊόντα και είδη μακιγιάζ, προοριζόμενα για το σύνολο των καταναλωτών. Συνεπώς, ως ενδιαφερόμενο κοινό θεωρείται ο μέσος καταναλωτής, που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος [απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 2002, C-299/99, Philips, Συλλογή 2002, σ. I-5475, σκέψεις 59 και 63· απόφαση του Πρωτοδικείου της , T-281/02, Norma Lebensmittelfilialbetrieb κατά ΓΕΕΑ (Mehr für Ihr Geld), Συλλογή 2004, σ. II-1915, σκέψη 27]. Δεδομένου ότι το καταχωρισθέν λεκτικό σήμα αποτελείται από δύο λέξεις της αγγλικής γλώσσας, ως ενδιαφερόμενο κοινό λογίζεται, κυρίως, το αγγλόφωνο κοινό, αλλά και το μη αγγλόφωνο που γνωρίζει, πάντως, επαρκώς αυτή τη γλώσσα [βλ., σχετικώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της , T-320/03, Citicorp κατά ΓΕΕΑ (LIVE RICHLY), Συλλογή 2005, σ. II-3411, σκέψη 76]. |
|
46 |
Συνεπώς, πρέπει να εξετασθεί αν υφίσταται, γι’ αυτό το κοινό, επαρκώς άμεση και συγκεκριμένη σχέση μεταξύ του σημείου COLOR EDITION και των προϊόντων για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση. |
|
47 |
Συναφώς, τονίζεται ότι ο αγγλικός όρος «color» σημαίνει «χρώμα» ή «απόχρωση» και χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα των καλλυντικών για να δηλώσει τον προορισμό ή τα χαρακτηριστικά των προϊόντων. Η λέξη «edition» δεν παραπέμπει μόνο στους εκδοτικούς οίκους και στη βιομηχανία του τύπου, αλλά σημαίνει επίσης, όπως επισήμανε και το τμήμα προσφυγών, οποιαδήποτε «σειρά» ενός προϊόντος, σε μία ή περισσότερες εκδοχές ή μορφές του. Η λέξη αυτή, όπως άλλωστε και ο όρος «color», χρησιμοποιείται στον τομέα των καλλυντικών προϊόντων. |
|
48 |
Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το σημείο COLOR EDITION αποτελείται αποκλειστικώς από ενδείξεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δηλώσουν ορισμένα χαρακτηριστικά των επίμαχων προϊόντων. Όπως επισήμανε το τμήμα προσφυγών, το σημείο αυτό γίνεται αμέσως και ευθέως αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό υπό την έννοια ότι παραπέμπει σε σειρά καλλυντικών προϊόντων και ειδών μακιγιάζ, η οποία περιλαμβάνει πλείονες χρωματικούς τόνους. |
|
49 |
Επιπλέον, τονίζεται ότι ο συνδυασμός των όρων «color» και «edition» δεν συνιστά ασυνήθιστο ως προς τη δομή του λεξιλογικό εφεύρημα, αλλά είναι συνήθης, σύμφωνα με τους λεξιλογικούς κανόνες της αγγλικής γλώσσας. Επομένως, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν δημιουργεί στο ενδιαφερόμενο κοινό κάποια εντύπωση που να διαφέρει αρκετά από εκείνη που προκαλεί η απλή παράθεση των λεκτικών στοιχείων που το απαρτίζουν, ώστε να μπορεί να μεταβάλει το νόημα ή τη σημασία τους. Κατόπιν τούτου, διαπιστώνεται ότι ορθώς έκρινε το τμήμα προσφυγών ότι δεν απαιτείται διανοητική προσπάθεια για να γίνει αντιληπτό το σημαινόμενο και ότι η απλή παράθεση των οικείων λέξεων δεν μεταβάλλει τον περιγραφικό χαρακτήρα των επιμέρους στοιχείων του σύνθετου σημείου. |
|
50 |
Επομένως, το λεκτικό σήμα COLOR EDITION, στο σύνολό του, συνδέεται με τα προϊόντα τα οποία αφορά κατά τρόπο επαρκώς άμεσο και συγκεκριμένο. Ως εκ τούτου, ορθώς κατέληξε το τμήμα προσφυγών ότι το σήμα αυτό είναι περιγραφικό κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του κανονισμού 40/94. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. |
|
51 |
Εφόσον από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι αρκεί να συντρέχει ένας από τους απαριθμούμενους στη διάταξη αυτή απόλυτους λόγους απαραδέκτου προκειμένου το επίμαχο σημείο να μην μπορεί να καταχωρισθεί ως κοινοτικό σήμα (απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C-104/00 P, DKV κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2002, σ. I-7561, σκέψη 29, και προπαρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 41 απόφαση EUROPIG, σκέψη 45), παρέλκει η εξέταση του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού αυτού. |
|
52 |
Συνεπώς, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. |
Επί των δικαστικών εξόδων
|
53 |
Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΓΕΕΑ. |
|
Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει: |
|
|
|
Pelikánová Jürimäe Soldevila Fragoso Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Ιουλίου 2008. Ο Γραμματέας E. Coulon Η Πρόεδρος I. Pelikánová |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.