Υποθέσεις T-144/07, T-147/07 έως T-150/07 και T-154/07

ThyssenKrupp Liften Ascenseurs NV κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά εγκαταστάσεως και συντηρήσεως ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Παρέμβαση στη διαδικασία υποβολής προσφορών – Κατανομή των αγορών – Καθορισμός τιμών»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών – Κριτήρια εκτιμήσεως – Δυνητικός και σημαντικός επηρεασμός – Σύμπραξη που εκτείνεται στο σύνολο του εδάφους κράτους μέλους – Στεγανοποίηση των εθνικών αγορών – Δεν επιτρέπεται

(Άρθρα 81 EΚ και 82 EΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών – Αισθητός χαρακτήρας – Εκτίμηση βάσει της θέσης και της σημασίας των συμβαλλομένων μερών στην αγορά

(Άρθρο 81 ΕΚ)

3.      Ανταγωνισμός – Κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού – Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου των αρχών ανταγωνισμού – Δικαίωμα των επιχειρήσεων να αξιώσουν την εξέταση των υποθέσεών τους από συγκεκριμένη αρχή – Δεν υφίσταται

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 11 § 6· ανακοίνωση 2004/C 101/03 της Επιτροπής, σημεία 8 και 31)

4.      Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Γλωσσικό καθεστώς – Κοινοποίηση των εγγράφων σε γλώσσα διαφορετική από εκείνη των μερών – Συναίνεση των μερών – Δεν συνιστά παρατυπία

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 3)

5.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν κατά 100 %

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

6.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν κατά 100 %

(Άρθρα 81 ΕΚ και, 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

7.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν κατά 100 % – Παραβίαση της αρχής της εξατομίκευσης των ποινών – Δεν υφίσταται – Παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

8.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν κατά 100 % – Θυγατρική που ανήκει σε ενδιάμεση εταιρία χαρτοφυλακίου – Περίσταση που δεν αρκεί για να ανατρέψει το τεκμήριο

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ)

9.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Αποφάσεις των οργάνων – Θεραπεία της έλλειψης αιτιολογίας κατά το στάδιο της ένδικης διαδικασίας – Δεν επιτρέπεται

(Άρθρο 253 ΕΚ)

10.    Διαδικασία – Αποδεικτικά μέσα – Εξέταση μαρτύρων

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 64 και 65)

11.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση με την οποία η Επιτροπή διαπιστώνει παράβαση μετά την έκδοση, εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού, προσωρινής απόφασης περί επιείκειας – Παραβίαση της αρχής ne bis in idem – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 81 ΕΚ· Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν, άρθρο 5· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 5, 14 και 23)

12.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση με την οποία η Επιτροπή διαπιστώνει παράβαση μετά την έκδοση, εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού, προσωρινής απόφασης περί επιείκειας – Παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Δεν υφίσταται – Παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23)

13.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

14.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Συνοχή μεταξύ των ποσών που επιβάλλονται σε διάφορες επιχειρήσεις

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

15.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Συνεκτίμηση της οικονομικής δυνατότητας της επιχείρησης να προξενήσει ζημία

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

16.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Αποτρεπτικός χαρακτήρας

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

17.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή – Έννοια

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2)

18.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχει η επιχείρηση κατά της οποίας κινείται η διαδικασία – Προϋποθέσεις – Σημαντική προστιθέμενη αξία των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

19.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχει η επιχείρηση κατά της οποίας κινείται η διαδικασία – Εξουσία εκτίμησης της Επιτροπής

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

20.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχει η επιχείρηση κατά της οποίας κινείται η διαδικασία – Προϋποθέσεις – Μείωση του ποσού λόγω μη αμφισβήτησης

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοινώσεις της Επιτροπής 96/C 207/04 και 2002/C 45/03)

21.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχει η επιχείρηση κατά της οποίας κινείται η διαδικασία – Εφαρμογή της ανακοίνωσης για τη συνεργασία – Μείωση λόγω μη αμφισβήτησης πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοίνωσης για τη συνεργασία

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοινώσεις της Επιτροπής 96/C 207/04 και 2002/C 45/03)

22.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχει η επιχείρηση κατά της οποίας κινείται η διαδικασία – Μείωση λόγω μη αμφισβήτησης πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοίνωσης για τη συνεργασία – Αναλογικότητα

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

23.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχει η επιχείρηση κατά της οποίας κινείται η διαδικασία– Μειώσεις χορηγούμενες λόγω, αφενός, συνεργασίας στο πλαίσιο της ανακοίνωσης για τη συνεργασία και, αφετέρου, μη αμφισβήτησης πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοίνωσης για τη συνεργασία

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03)

24.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Παγκόσμιος κύκλος εργασιών της ενδιαφερόμενης επιχείρησης

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 5, στοιχείο β΄)

25.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

1.      Η ερμηνεία και η εφαρμογή της προϋποθέσεως των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ σχετικά με τις συνέπειες για το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών πρέπει να στηρίζονται στον σκοπό της εν λόγω προϋποθέσεως, ο οποίος συνίσταται στον καθορισμό των ορίων μεταξύ δικαίου της Ένωσης και εθνικών δικαίων σε θέματα ρυθμίσεως του ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, εμπίπτει στον τομέα του δικαίου της Ένωσης κάθε σύμπραξη και κάθε πρακτική δυνάμενη να διακυβεύσει το ελεύθερο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, υπονομεύοντας την υλοποίηση των στόχων περί πραγματοποιήσεως ενιαίας αγοράς μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως μέσω της στεγανοποιήσεως των εθνικών αγορών ή της τροποποιήσεως της διαρθρώσεως του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

Για να μπορεί μια απόφαση, συμφωνία ή πρακτική να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, πρέπει, βάσει ενός συνόλου νομικών ή πραγματικών στοιχείων, να πιθανολογείται επαρκώς ότι η οικεία απόφαση, συμφωνία ή πρακτική μπορεί να ασκήσει επιρροή, άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική, στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, τούτο δε κατά τρόπο δυνάμενο να εμποδίσει την υλοποίηση της ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών μελών. Επιπλέον, πρέπει η επιρροή αυτή να μην είναι ασήμαντη. Επομένως, η διαπίστωση επιπτώσεων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο προϋποθέτει εν γένει τη συνδρομή πολλών παραγόντων, οι οποίοι, εκτιμώμενοι μεμονωμένα, δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη καθοριστικοί. Μια σύμπραξη όμως η οποία εκτείνεται στο σύνολο του εδάφους κράτους μέλους συνεπάγεται, ως εκ της φύσεώς της, την εδραίωση στεγανοποιήσεων εθνικού χαρακτήρα, εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό την οικονομική αλληλοδιείσδυση που επιδιώκει η Συνθήκη.

(βλ. σκέψεις 55-57, 60)

2.      Η επίδραση που μπορεί να ασκήσει μια συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών εκτιμάται, μεταξύ άλλων, λαμβανομένης υπόψη της θέσεως και της σημασίας των συμβαλλομένων μερών στην αγορά των σχετικών προϊόντων. Όταν οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε παράβαση αντιπροσωπεύουν συνολικώς το μεγαλύτερο τμήμα της προσφοράς των οικείων προϊόντων στην αγορά, η σύμπραξη αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει αισθητά το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

Επιπλέον, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδεικνύει ότι οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές ασκούν αισθητή επιρροή στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Συγκεκριμένα, το μόνο που απαιτεί το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ είναι οι συμφωνίες και οι εναρμονισμένες πρακτικές που περιορίζουν τον ανταγωνισμό να είναι ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

(βλ. σκέψεις 67-69)

3.      Από τις διατάξεις του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι η Επιτροπή εξακολουθεί να διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στην έρευνα και διαπίστωση παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, ο δε ρόλος αυτός δεν επηρεάζεται από την παράλληλη αρμοδιότητα που διαθέτουν οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού δυνάμει του κανονισμού αυτού. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή δικαιούται να κινήσει διαδικασία με σκοπό την έκδοση αποφάσεως ακόμα και σε περίπτωση που εθνική αρχή ανταγωνισμού έχει ήδη επιληφθεί μιας υποθέσεως, κατόπιν διαβουλεύσεως με αυτή την εθνική αρχή. Επιπλέον, σύμφωνα με την ίδια αυτή διάταξη, η κίνηση διαδικασίας από την Επιτροπή συνεπάγεται την αφαίρεση από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών της αρμοδιότητάς τους να εφαρμόζουν τους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης στην υπόθεση αυτή.

Επιπλέον, κατά το σημείο 31 της ανακοίνωσης σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου των αρχών ανταγωνισμού, δεν παρέχεται ατομικό δικαίωμα στις επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε μια παράβαση να αξιώσουν την εξέταση της υποθέσεως από συγκεκριμένη αρχή. Επομένως, μια επιχείρηση δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι έχει δικαίωμα ή εύλογη προσδοκία να κινηθεί η διαδικασία κατά συγκεκριμένης παραβάσεως από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού και όχι από την Επιτροπή.

Επίσης, το σημείο 8 της εν λόγω ανακοινώσεως στερείται δεσμευτικού αποτελέσματος, καθόσον από το γράμμα του προκύπτει ότι η απλή δυνατότητα καταμερισμού των καθηκόντων στην οποία αναφέρεται δεν συνεπάγεται επιβολή στην Επιτροπή της υποχρεώσεως να μην επιλαμβάνεται υποθέσεως οσάκις πληρούνται οι προς τούτο προϋποθέσεις.

(βλ. σκέψεις 76-77, 80)

4.      Η Επιτροπή αποτελεί πολύγλωσσο θεσμικό όργανο που πρέπει να θεωρείται ικανό να εργάζεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια προσφεύγουσα επιχείρηση δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η κοινοποίηση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και της αποφάσεως με την οποία περατώνεται διοικητική διαδικασία σε συγκεκριμένη επίσημη γλώσσα, τη στιγμή που αυτή είχε χρησιμοποιήσει δύο άλλες επίσημες γλώσσες στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, θίγει την άσκηση των δικαιωμάτων της άμυνας, στο μέτρο που η εν λόγω επιχείρηση παραδέχεται ότι είχε συναινέσει στην κοινοποίηση των εγγράφων στη γλώσσα αυτή.

(βλ. σκέψεις 86, 414)

5.      Η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία, ιδίως, όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει κυρίως τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, ενόψει, ιδίως, των υφισταμένων μεταξύ των δύο αυτών νομικών ενοτήτων οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων. Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία συναποτελούν τμήμα της ίδιας οικονομικής ενότητας και, επομένως, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση. Συνεπώς, το γεγονός ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου στη μητρική εταιρία, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει την εμπλοκή της εταιρίας αυτής στην παράβαση.

Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης, αφενός, η μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της.

Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής προκειμένου να συναχθεί ότι η μητρική ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει τη μητρική εταιρία υπεύθυνη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, αποδείξει ότι, κατ’ ουσίαν, η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά.

(βλ. σκέψεις 94-97, 310-313)

6.      Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της. Οσάκις οι οργανωτικοί, οικονομικοί και νομικοί δεσμοί που υπάρχουν μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων είναι ικανοί να αποδείξουν την ύπαρξη επιρροής των μητρικών εταιριών επί της στρατηγικής των θυγατρικών τους δικαιολογείται το συμπέρασμα ότι οι εταιρίες αυτές αποτελούν μια και μόνη οικονομική ενότητα.

Αντιθέτως, το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες επιχειρήσεις συμμετείχαν στη διαδικασία αυτοτελώς και υπέβαλαν ατομική απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν είναι ικανό να ανατρέψει το τεκμήριο ευθύνης των μητρικών εταιριών για τη συμπεριφορά των θυγατρικών τους. Συγκεκριμένα, μολονότι το γεγονός ότι η μητρική εταιρία εμφανίζεται ως ο μόνος συνομιλητής της Επιτροπής όσον αφορά την οικεία παράβαση μπορεί να υποδηλώνει την πραγματική άσκηση αποφασιστικής επιρροής στη συμπεριφορά της θυγατρικής, εντούτοις, η εκ μέρους των θυγατρικών εταιριών ενός ομίλου υποβολή χωριστών απαντήσεων στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν μπορεί, αφ’ εαυτής, να συνιστά απόδειξη της αυτονομίας των εν λόγω θυγατρικών.

(βλ. σκέψεις 96, 125-127)

7.      Δυνάμει της αρχής της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, η οποία είναι εφαρμοστέα σε κάθε διοικητική διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων δυνάμει των κανόνων περί ανταγωνισμού της Ένωσης, σε μια επιχείρηση μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις μόνο για τις πράξεις που της προσάπτονται ατομικώς. Εντούτοις, η αρχή αυτή πρέπει να συμβιβάζεται με την έννοια της επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, αυτό το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου σε μητρική εταιρία ομίλου επιχειρήσεων δεν είναι η εκ μέρους της μητρικής παρακίνηση της θυγατρικής της να διαπράξει παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, η εμπλοκή της πρώτης στην εν λόγω παράβαση, αλλά το γεγονός ότι αυτές αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Επιπλέον, η προηγούμενη πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικώς σε συγκεκριμένη υπόθεση. Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις που αφορούν άλλες υποθέσεις μπορούν να έχουν ενδεικτικό μόνο χαρακτήρα, δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων δεν είναι πανομοιότυπα.

Η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αποτελεί μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία προστατεύονται στην έννομη τάξη της Ένωσης, η δε αρχή αυτή επιβεβαιώθηκε και από το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και από το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των επιδίκων παραβάσεων καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων τις οποίες επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών των σχετικών με παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών.

Στο πλαίσιο αυτό, το τεκμήριο αυτό δεν θεωρείται ότι παραβιάζεται από έναν κανόνα που διέπει τον καταλογισμό της ευθύνης για παράβαση, όπως είναι το τεκμήριο ότι η μητρική εταιρία που κατέχει το 100 % του κεφαλαίου των θυγατρικών της ασκεί αποφασιστική επιρροή σε αυτές. Συγκεκριμένα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν απαγορεύει τα νομικά ή πραγματικά τεκμήρια που περιλαμβάνονται σε νόμους που επιβάλλουν κυρώσεις αλλά επιτάσσει στα κράτη μέλη να περιορίζουν τα τεκμήρια αυτά σε λογικά όρια, τα οποία να λαμβάνουν υπόψη τη σοβαρότητα του διακυβεύματος και τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, όταν, σε διαδικασίες ανταγωνισμού, συνάγονται ορισμένα συμπεράσματα κατά τους κανόνες της κοινής πείρας, υπό την προϋπόθεση ότι οι οικείες επιχειρήσεις έχουν την ευχέρεια να ανατρέψουν τα συμπεράσματα αυτά.

(βλ. σκέψεις 106-108, 112, 114 )

8.      Η δυνατότητα επιβολής κυρώσεως για την παραβατική συμπεριφορά θυγατρικής στην αρχική μητρική εταιρία δεν αποκλείει την επιβολή κυρώσεων σε ενδιάμεση εταιρία χαρτοφυλακίου ούτε στην ίδια τη θυγατρική, υπό την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή θεμιτώς έκρινε ότι οι εν λόγω εταιρίες συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του καταλογισμού, να επιλέξει να επιβάλει κυρώσεις είτε στη θυγατρική που συμμετείχε στην παράβαση είτε στην ενδιάμεση μητρική εταιρία που την ήλεγχε κατά την περίοδο αυτή είτε στην αρχική μητρική εταιρία του ομίλου. Συναφώς, στο πλαίσιο ομίλου εταιριών, σκοπός της εταιρίας χαρτοφυλακίου είναι να συγκεντρώσει τις συμμετοχές σε διάφορες εταιρίες, προκειμένου να διασφαλιστεί ενιαία διεύθυνση.

(βλ. σκέψεις 119, 122)

9.      Καίτοι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αναλύσει, στην αιτιολογία των αποφάσεων που καλείται να λάβει για να διασφαλίσει την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία καθώς και τις σκέψεις που την οδήγησαν στη λήψη της αποφάσεώς της, εντούτοις υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 253 ΕΚ, να εκθέσει τουλάχιστον τα πραγματικά περιστατικά και τις σκέψεις που έχουν ουσιώδη σημασία στην οικονομία της αποφάσεώς της, παρέχοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στον δικαστή της Ένωσης και στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να γνωρίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες εφάρμοσε τη Συνθήκη. Εξάλλου, εκτός εξαιρετικών περιστάσεων, η αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει στο ίδιο το σώμα της αποφάσεως και δεν μπορεί να διασαφηνίζεται για πρώτη φορά και εκ των υστέρων ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Επομένως, η αιτιολογία πρέπει, κατ’ αρχήν, να ανακοινώνεται στον ενδιαφερόμενο ταυτοχρόνως με την απόφαση που τον βλάπτει.

(βλ. σκέψεις 133, 146, 399)

10.    Όσον αφορά την εξέταση από το Γενικό Δικαστήριο των υποβαλλόμενων από διάδικο αιτήσεων για λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας ή για διεξαγωγή αποδείξεων, το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να κρίνει την ενδεχόμενη ανάγκη συμπληρώσεως των πληροφοριακών στοιχείων επί των υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνεται.

Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτή αίτηση προσφεύγουσας επιχείρησης για την ακρόαση μαρτύρων όταν οι διευκρινίσεις που σκοπεί να αντλήσει η εν λόγω επιχείρηση από τις εν λόγω μαρτυρικές καταθέσεις έχουν ήδη παρασχεθεί στην Επιτροπή, η οποία εκτίμησε ότι τα σχετικά επιχειρήματα όχι μόνο δεν τεκμηριώνονται από έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά αντιφάσκουν και προς ορισμένα στοιχεία της δικογραφίας.

Η αίτηση προσκομίσεως προγενέστερης αποφάσεως της Επιτροπής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αναγκαία, δεδομένου ότι η προηγούμενη πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη των αποφάσεών της δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 151-153, 211)

11.    Η αρχή non bis in idem, την οποία επίσης καθιερώνει το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης της οποίας την τήρηση εξασφαλίζει ο δικαστής. Στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, η αρχή αυτή απαγορεύει στην Επιτροπή να καταδικάσει ή να διώξει μια επιχείρηση εκ νέου για αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά για την οποία της έχει επιβληθεί κύρωση ή για την οποία κρίθηκε ότι δεν έχει ευθύνη με προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής που δεν είναι πλέον δεκτική προσφυγής. Η εφαρμογή της αρχής non bis in idem προϋποθέτει, επομένως, ότι κρίθηκε το υποστατό της παραβάσεως ή ότι ελέγχθηκε η νομιμότητα της εκτιμήσεως που διατυπώθηκε ως προς αυτήν. Συνεπώς, η αρχή non bis in idem απαγορεύει μόνο τη νέα εκτίμηση επί της ουσίας όσον αφορά το υποστατό της παραβάσεως, που θα έχει ως συνέπεια την επιβολή είτε δεύτερης κυρώσεως, η οποία προστίθεται στην πρώτη, στην περίπτωση κατά την οποία καταλογιστεί εκ νέου ευθύνη, είτε νέας κύρωσης, στην περίπτωση κατά την οποία η ευθύνη, αποκλεισθείσα με την πρώτη απόφαση, καταλογιστεί με τη δεύτερη.

Όσον αφορά το ζήτημα αν η έκδοση αποφάσεως εθνικής αρχής ανταγωνισμού μπορεί να εμποδίσει την Επιτροπή να καταδικάσει ή να διώξει την ίδια επιχείρηση εκ νέου, η εφαρμογή της αρχής non bis in idem εξαρτάται από την τριπλή προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, της ταυτότητας του παραβάτη και της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος. Συνεπώς, η αρχή αυτή απαγορεύει την επιβολή περισσότερων κυρώσεων στο ίδιο πρόσωπο για την ίδια παράνομη συμπεριφορά, προς προστασία του ίδιου εννόμου αγαθού.

Συναφώς, μια προσωρινή απόφαση περί επιείκειας που εκδίδεται από εθνική αρχή ανταγωνισμού και η οποία δεν εξαλείφει οριστικά τη δυνατότητα ασκήσεως ποινικής διώξεως για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού δεν εμποδίζει την Επιτροπή να διαπιστώσει την εν λόγω παράβαση και να επιβάλει τις ανάλογες κυρώσεις.

Επιπλέον, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 54 της Σύμβασης εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν, στο μέτρο που συνιστά έκφραση γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης, ήτοι της αρχής non bis in idem, μπορεί να προβληθεί στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, πρέπει να διαπιστωθεί ότι προσωρινή απόφαση περί επιείκειας που εκδίδεται από εθνική αρχή ανταγωνισμού δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στη διάταξη αυτή. Συγκεκριμένα, η χορήγηση προσωρινής απαλλαγής δεν ικανοποιεί τον αμετάκλητο χαρακτήρα που πρέπει να έχει η εξάλειψη της δυνατότητας ασκήσεως ποινικής διώξεως που απαιτεί η διάταξη αυτή.

(βλ. σκέψεις 158-161, 166-167, 174-176)

12.    Όσον αφορά απόφαση της Επιτροπής με την οποία επιβάλλονται κυρώσεις για παράβαση των κανόνων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, απόφαση εκδιδόμενη μετά από προσωρινή απόφαση περί επιείκειας που εκδίδεται από εθνική αρχή ανταγωνισμού, μια προσφεύγουσα επιχείρηση δεν μπορεί να επικαλείται την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης όταν δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει, αφενός, ότι η Επιτροπή της παρέσχε ακριβείς διαβεβαιώσεις ότι οι πράξεις των εθνικών αρχών ανταγωνισμού θα την προφύλασσαν από ενδεχόμενη δίωξη και, αφετέρου, ότι στην εν λόγω επιχείρηση παρασχέθηκαν συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις από αυτές τις εθνικές αρχές ότι οι πράξεις που εξέδωσαν θα εμπόδιζαν την Επιτροπή να διαπιστώσει την επίμαχη παράβαση και να επιβάλει τις ανάλογες κυρώσεις.

Η μη συνεκτίμηση από την Επιτροπή προσωρινής αποφάσεως περί επιείκειας εκδιδόμενης από εθνική αρχή ανταγωνισμού δεν μπορεί να συνεπάγεται ούτε και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Συγκεκριμένα, μολονότι η Επιτροπή υποχρεούται, δυνάμει της αρχής της επιείκειας, να λαμβάνει υπόψη τις κυρώσεις οι οποίες έχουν επιβληθεί στην ίδια επιχείρηση για το ίδιο πραγματικό περιστατικό, όταν πρόκειται για κυρώσεις επιβαλλόμενες για παραβάσεις του δικαίου των συμπράξεων ενός κράτους μέλους και, κατά συνέπεια, διαπραχθείσες στο έδαφος της Ένωσης, εντούτοις, μια τέτοια κατάσταση δεν υφίσταται όταν οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού δεν έχουν επιβάλει καμία κύρωση στην προσφεύγουσα επιχείρηση.

(βλ. σκέψεις 181, 185-186)

13.    Η σοβαρότητα των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης πρέπει να αποδεικνύεται βάσει ικανού αριθμού στοιχείων όπως είναι, μεταξύ άλλων, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, τούτο δε χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη. Συναφώς, το μέγεθος της οικείας αγοράς δεν αποτελεί, καταρχήν, υποχρεωτικό στοιχείο, αλλά απλώς ενδεικτικό, μεταξύ άλλων, στοιχείο προς εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, η δε Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβαίνει σε οριοθέτηση της οικείας αγοράς ή σε εκτίμηση του μεγέθους της οσάκις η επίμαχη παράβαση έχει σκοπό αντίθετο προς τον ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΕΚΑΧ δεν προβλέπουν ότι το ποσό των προστίμων υπολογίζεται με βάση τον συνολικό κύκλο εργασιών ή τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις στην οικεία αγορά. Πάντως, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν εμποδίζουν περαιτέρω να ληφθούν υπόψη αυτοί οι κύκλοι εργασιών κατά την επιμέτρηση του ποσού του προστίμου, προκειμένου να τηρηθούν οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, από τη στιγμή που η Επιτροπή δεν καθόρισε το γενικό αρχικό ποσό του προστίμου για παράβαση που αφορά κράτος μέλος στηριζόμενη στο μέγεθος της επηρεασθείσας αγοράς, αλλά στήριξε την απόφασή της στη φύση της παραβάσεως αυτής και στη γεωγραφική της έκταση, η εκτίμηση ότι το γενικό αρχικό ποσό του προστίμου που καθορίστηκε για τη σύμπραξη στο εν λόγω κράτος μέλος έπρεπε να αντανακλά το φερόμενο ως περιορισμένο μέγεθος της οικείας αγοράς στηρίζεται σε εσφαλμένη προκείμενη, οπότε η απόφαση της Επιτροπής δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

Το ίδιο ισχύει και για τη μη συνεκτίμηση του αντίκτυπου της παραβάσεως στην αγορά. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το σημείο 1 Α, πρώτο εδάφιο, των προαναφερθεισών κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή οφείλει, στο πλαίσιο αξιολογήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως, να εξετάζει τον πραγματικό αντίκτυπο επί της αγοράς μόνον εφόσον προκύπτει ότι ο αντίκτυπος αυτός δύναται να εκτιμηθεί. Για να εκτιμήσει τον αντίκτυπο αυτό, η Επιτροπή οφείλει να χρησιμοποιήσει ως μέτρο τον ανταγωνισμό που θα υφίστατο υπό κανονικές συνθήκες αν δεν είχε διαπραχθεί η παράβαση. Εντούτοις, οσάκις η Επιτροπή κρίνει ότι ήταν αδύνατο να εκτιμηθούν τα ακριβή αποτελέσματα της παραβάσεως στην αγορά, χωρίς οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να αποδεικνύουν το αντίθετο, και στηρίζει την απόφασή της στη σοβαρή φύση της παραβάσεως και στη γεωγραφική της έκταση χωρίς να συνεκτιμά τον αντίκτυπό της στην αγορά, δεν θεωρείται ότι υπερβαίνει προδήλως το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει κατά τον καθορισμό των προστίμων για τις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 193, 208-211, 215-216, 218-220, 226-230, 239-240, 243)

14.    Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή, οσάκις διαπιστώνει διάφορες πολύ σοβαρές παραβάσεις με μία και μόνη απόφαση, οφείλει να υπολογίζει τα πρόστιμα κατά τρόπο που να χαρακτηρίζεται από συνοχή μεταξύ των γενικών αρχικών ποσών και του μεγέθους των διαφόρων επηρεαζόμενων αγορών, ωστόσο, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι τα γενικά αρχικά ποσά που καθορίστηκαν για τις παραβάσεις που διαπράχθηκαν σε διάφορα κράτη μέλη στερούνται συνοχής ή ότι υπολογίσθηκαν κατά τρόπο που παρεκκλίνει από συγκεκριμένο τρόπο υπολογισμού που φέρεται ότι εφαρμόστηκε, δεδομένου ότι η Επιτροπή καθόρισε αυστηρότερα γενικά αρχικά ποσά στις περιπτώσεις που το μέγεθος της αγοράς ήταν μεγαλύτερο, χωρίς ωστόσο να χρησιμοποιήσει ακριβή μαθηματικό τύπο, πράγμα το οποίο άλλωστε σε καμία περίπτωση δεν ήταν υποχρεωμένη να πράξει.

(βλ. σκέψεις 235-236)

15.    Στο πλαίσιο του υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η διαφοροποιημένη μεταχείριση των σχετικών επιχειρήσεων είναι σύμφυτη με την άσκηση των εξουσιών που η διάταξη αυτή χορηγεί στην Επιτροπή. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της διακριτικής της ευχέρειας, η Επιτροπή καλείται να εξατομικεύσει την κύρωση με γνώμονα τη συμπεριφορά και τα χαρακτηριστικά των σχετικών επιχειρήσεων προκειμένου να εξασφαλίσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Επομένως, κατά τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΕΚΑΧ, για δεδομένη παράβαση, θα είναι ενδεχομένως σκόπιμο, οσάκις εμπλέκονται περισσότερες επιχειρήσεις όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις συνασπισμών επιχειρήσεων, να γίνεται στάθμιση των ειδικών ποσών, προκειμένου να ληφθεί υπόψη το ειδικό βάρος κάθε επιχειρήσεως και, κατ’ επέκταση, ο πραγματικός αντίκτυπος της παράνομης συμπεριφοράς επί του ανταγωνισμού, ιδιαίτερα αν υφίστανται σημαντικές διαφορές ως προς το μέγεθος μεταξύ επιχειρήσεων που διαπράττουν το ίδιο είδος παραβάσεως. Ειδικότερα, είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική οικονομική δυνατότητα του αυτουργού της παραβάσεως να προξενήσει σημαντική ζημία σε άλλους οικονομικούς παράγοντες, ιδίως στους καταναλωτές.

Επιπλέον, κατά το σημείο 1 Α, έβδομο εδάφιο, των ίδιων κατευθυντήριων γραμμών, η διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων που μετείχαν στη ίδια παράβαση δεν χρειάζεται να ανταποκρίνεται σε κάποιον αριθμητικό υπολογισμό. Συγκεκριμένα, οι αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως δεν επιβάλλουν να αντιπροσωπεύει το αρχικό ποσό του προστίμου, για το σύνολο των διαφόρων μελών της συμπράξεως, ταυτόσημο ποσοστό επί τοις εκατό του ατομικού κύκλου εργασιών. Επομένως, για να εξακριβωθεί αν η κατάταξη σε κατηγορίες των μετεχόντων σε σύμπραξη είναι σύμφωνη προς τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, ο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου έλεγχος νομιμότητας της ασκήσεως της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει συναφώς η Επιτροπή πρέπει να περιορίζεται στο αν η ως άνω κατάταξη παρουσιάζει συνοχή και είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη. Όταν όμως μια επιχείρηση μετέσχε μόνο σε μια πτυχή συμπράξεως, η ικανότητά της να προξενήσει σημαντική ζημία στον ανταγωνισμό είναι μικρότερη. Ως εκ τούτου, η απόφαση με την οποία η Επιτροπή καθορίζει με διαφορετικό τρόπο το ειδικό αρχικό ποσό για την επιχείρηση αυτή δεν εισάγει δυσμενείς διακρίσεις.

Εξάλλου, το γεγονός ότι το αρχικό ποσό του προστίμου δεν αντιπροσωπεύει κατ’ ανάγκην, για όλα τα μέλη μιας συμπράξεως, ταυτόσημο ποσοστό επί τοις εκατό του αντίστοιχου κύκλου εργασιών τους είναι σύμφυτο με τη μέθοδο που συνίσταται στην κατανομή των επιχειρήσεων σε κατηγορίες, η οποία συνεπάγεται τον κατ’ αποκοπήν καθορισμό του αρχικού ποσού που ορίστηκε για τις επιχειρήσεις που ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Η μέθοδος αυτή, μολονότι έχει ως αποτέλεσμα να μη λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές μεγέθους μεταξύ επιχειρήσεων της ίδιας κατηγορίας, δεν μπορεί, καταρχήν, να επικριθεί.

Τέλος, το δίκαιο της Ένωσης δεν περιλαμβάνει αρχή γενικής ισχύος σύμφωνα με την οποία η κύρωση πρέπει να είναι ανάλογη με τη σπουδαιότητα της επιχειρήσεως στην αγορά των προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 247-248, 253-254, 259-260, 263, 274, 277)

16.    Η ανάγκη εξασφαλίσεως επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, όταν δεν δικαιολογεί την γενική αύξηση των προστίμων στο πλαίσιο της υλοποίησης μιας πολιτικής ανταγωνισμού, απαιτεί το ποσό του προστίμου να προσαρμόζεται για να λαμβάνει υπόψη το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα επί της επιχειρήσεως στην οποία επιβάλλεται, τούτο δε προκειμένου το πρόστιμο να μην καταστεί αμελητέο, αλλά ούτε και υπερβολικό, ιδιαιτέρως λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής δυνατότητας της οικείας επιχειρήσεως, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που απορρέουν, αφενός, από την ανάγκη να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του προστίμου και, αφετέρου, από την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας.

Συναφώς, η Επιτροπή δικαιούται να χρησιμοποιεί τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών κάθε επιχειρήσεως που μετέχει σε σύμπραξη ως πρόσφορο κριτήριο για τον καθορισμό πολλαπλασιαστικού συντελεστή αποτροπής. Επομένως, το μέγεθος και οι πόροι που διαθέτει μια επιχείρηση σε παγκόσμιο επίπεδο αποτελούν τα πρόσφορα κριτήρια υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού, που συνίσταται στο να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του προστίμου μέσω προσαρμογής του ποσού του αναλόγως των πόρων της επιχειρήσεως σε παγκόσμιο επίπεδο και της ικανότητάς της να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα κεφάλαια για την καταβολή του εν λόγω προστίμου. Συγκεκριμένα, ο καθορισμός του συντελεστή προσαύξησης του αρχικού ποσού προς εξασφάλιση επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου αποβλέπει μάλλον στο να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα του προστίμου παρά να αντικατοπτρίσει τον επιζήμιο χαρακτήρα της παραβάσεως για την υπό κανονικές συνθήκες λειτουργία του ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, τη σοβαρότητα της παραβάσεως αυτής.

Επιπλέον, πρέπει να θεωρηθεί δικαιολογημένη η αύξηση του αρχικού ποσού προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού σκοπού του προστίμου, καθόσον μέσω της διαδικασίας αυτής εξασφαλίζεται η διαφορετική μεταχείριση των μελών της ίδιας συμπράξεως, προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο τρόπος κατά τον οποίο τα εν λόγω μέλη όντως επηρεάστηκαν από το πρόστιμο. Η αύξηση αυτή δεν συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως για τον λόγο και μόνον ότι η Επιτροπή παραπέμπει στον παγκόσμιο κύκλο εργασιών των μετεχόντων στη σύμπραξη και όχι στους κύκλους εργασιών που πραγματοποιήθηκαν στο εσωτερικό της Ένωσης ή ακόμη στην οικεία εθνική αγορά, για να αξιολογήσει την αναγκαιότητα προσαυξήσεως του ποσού των προστίμων προκειμένου να εξασφαλίσει το αποτρεπτικό τους αποτέλεσμα.

(βλ. σκέψεις 285, 287, 292, 294-295)

17.    Η έννοια της υποτροπής, όπως την αντιλαμβάνονται ορισμένες εθνικές έννομες τάξεις, σημαίνει την εκ μέρους του ιδίου προσώπου διάπραξη νέων παραβάσεων, μολονότι είχε τιμωρηθεί για άλλες ανάλογες παραβάσεις. Επιπλέον, το σημείο 2 των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΕΚΑΧ περιλαμβάνει ρητώς στον επεξηγηματικό κατάλογο των επιβαρυντικών περιστάσεων που δύνανται να δικαιολογούν προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου την περίπτωση που η εμπλεκόμενη επιχείρηση ή οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έχει/έχουν διαπράξει κατά το παρελθόν παρόμοια παράβαση.

Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δύναται να θεωρεί, στο πλαίσιο αποδείξεως της συνδρομής της επιβαρυντικής περιστάσεως της υποτροπής, ότι πρέπει να καταλογίζεται σε μια επιχείρηση η ευθύνη για προγενέστερη παράβαση, για την οποία δεν της επιβλήθηκαν κυρώσεις από την Επιτροπή και στο πλαίσιο της αποδείξεως της οποίας η εν λόγω επιχείρηση δεν υπήρξε αποδέκτρια ανακοινώσεως αιτιάσεων, οπότε δεν κατέστη δυνατό στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της προγενέστερης αποφάσεως που διαπίστωσε την παράβαση, να προβάλει τα επιχειρήματά της προκειμένου να αμφισβητήσει, στον βαθμό που την αφορά, το γεγονός ότι ενδεχομένως αποτελεί οικονομική μονάδα με άλλες επιχειρήσεις.

Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο καθόσον, μολονότι αληθεύει ότι η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος που έχει παρέλθει μεταξύ της επίμαχης παραβάσεως και μιας προγενέστερης παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού προκειμένου να εκτιμηθεί το ζήτημα αν η επιχείρηση αυτή έχει την τάση να παραβαίνει τους εν λόγω κανόνες, η Επιτροπή δεν μπορεί να δεσμεύεται από ενδεχόμενη προθεσμία παραγραφής, προκειμένου να προβεί σε μια διαπίστωση υποτροπής.

Ομοίως, μολονότι όντως μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι μια μητρική εταιρία τελεί πράγματι σε γνώση προγενέστερης αποφάσεως την οποία η Επιτροπή απηύθυνε σε θυγατρική της οποίας η μητρική κατέχει σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου, η γνώση αυτή δεν μπορεί να θεραπεύσει την απουσία διαπιστώσεως, με την προγενέστερη απόφαση, ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία αποτελούν ενιαία οικονομική μονάδα, προκειμένου να καταλογισθεί στην εν λόγω μητρική εταιρία η ευθύνη για την προγενέστερη παράβαση και να προσαυξηθεί το ποσό των προστίμων που της επιβλήθηκαν λόγω υποτροπής.

(βλ. σκέψεις 308, 319-320, 322)

18.    Η ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων συνιστά πράξη προοριζόμενη να διευκρινίσει, τηρουμένων των υπέρτερων κανόνων δικαίου, τα κριτήρια που πρόκειται να εφαρμόσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει κατά τον καθορισμό των προστίμων που επιβάλλει για παραβάσεις των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης. Εξ αυτού προκύπτει ένας αυτοπεριορισμός της εξουσίας αυτής, ο οποίος ωστόσο δεν είναι ασυμβίβαστος με τη διατήρηση ουσιώδους περιθωρίου εκτιμήσεως για την Επιτροπή.

Επομένως, η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όταν καλείται να αξιολογήσει αν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει επιχείρηση που έχει εκφράσει την επιθυμία να τύχει εφαρμογής της ανακοινώσεως για τη συνεργασία αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία υπό την έννοια του σημείου 21 της εν λόγω ανακοινώσεως.

Ομοίως, η Επιτροπή, αφού διαπιστώσει ότι τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια του σημείου 21 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία, διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όταν καλείται να καθορίσει το ακριβές ποσοστό κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί το ποσό του προστίμου προς όφελος της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, το σημείο 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, της ανακοινώσεως για τη συνεργασία προβλέπει όρια μεταξύ των οποίων κυμαίνεται η μείωση του ποσού του προστίμου, με βάση τις διάφορες κατηγορίες επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στο σημείο αυτό. Λαμβανομένου υπόψη του εν λόγω περιθωρίου εκτιμήσεως, μόνον πρόδηλη υπέρβασή του μπορεί να οδηγήσει σε επιβολή κυρώσεων από τον δικαστή της Ένωσης.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή δεν υποπίπτει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όταν, στο πλαίσιο μειώσεως του προστίμου δυνάμει της ανακοινώσεως για τη συνεργασία, καθορίζει το ποσό αυτό σε ύψος χαμηλότερο από τα προαναφερθέντα όρια, δεδομένου ότι οι πληροφορίες που ανακοίνωσε η ενδιαφερόμενη επιχείρηση στην Επιτροπή δεν αφορούσαν πραγματικά περιστατικά μέχρι πρότινος άγνωστα στο θεσμικό αυτό όργανο και ότι, έστω και αν τα στοιχεία αυτά ενίσχυσαν τη δυνατότητα της Επιτροπής να αποδείξει την παράβαση, εντούτοις, δεν διαθέτουν σημαντική προστιθέμενη αξία. Επιπλέον, η εν λόγω επιχείρηση δεν μπορεί ούτε να αξιώνει πρόσθετη μείωση του προστίμου που της επέβαλε η Επιτροπή για τον λόγο ότι προσκόμισε στο θεσμικό αυτό όργανο έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο σύγχρονο της παραβάσεως, δεδομένου ότι το έγγραφο αυτό βρισκόταν ήδη στην κατοχή της Επιτροπής και ότι η επιχείρηση παρέσχε απλώς συμπληρωματικές εξηγήσεις με σκοπό να αποσαφηνίσει το περιεχόμενο του εγγράφου.

Επιπλέον, η Επιτροπή δεν μπορεί, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συνεργασίας των μετεχόντων σε σύμπραξη, να αγνοεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση που, αφενός, η εκτίμηση της προστιθέμενης αξίας μιας αιτήσεως δυνάμει της ανακοινώσεως για τη συνεργασία πραγματοποιείται βάσει αποδεικτικών στοιχείων που βρίσκονται ήδη στην κατοχή της Επιτροπής και, αφετέρου, μια από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προσκόμισε σύγχρονα της παραβάσεως έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν σημαντική προστιθέμενη αξία ενώ άλλη επιχείρηση προσκόμισε ένα μόνον σύγχρονο της παραβάσεως αποδεικτικό στοιχείο, οπότε, λαμβανομένου υπόψη ότι οι δύο επιχειρήσεις δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμες καταστάσεις, η διαφορετική μεταχείριση που τους επιφυλάχθηκε είναι δικαιολογημένη.

(βλ. σκέψεις 332-333, 335, 337, 350, 355, 357, 361, 363, 367-369)

19.    Μια προσφεύγουσα επιχείρηση στην οποία επιβάλλονται κυρώσεις για παράβαση των κανόνων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης δεν μπορεί να στηρίζεται στην αρχή in dubio pro reo προκειμένου να ζητήσει να της εφαρμοστεί ευνοϊκότερο ποσοστό μείωσης του προστίμου που της επέβαλε η Επιτροπή σε περίπτωση που εγείρονται αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως σχετικά με τον καθορισμό του ποσοστού αυτού. Συγκεκριμένα, η αρχή αυτή αφορά τη διεξαγωγή αποδείξεων ως προς την ύπαρξη παραβάσεως και χρησιμεύει για τον καθορισμό του ζητήματος αν οι διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά στις οποίες προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση τεκμηριώνονται από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία.

(βλ. σκέψη 343)

20.    Κατ’ αντιδιαστολή προς τα οριζόμενα στο σημείο Δ.2, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως της Επιτροπής του 1996 σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, η ανακοίνωση του 2002 σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων δεν προβλέπει μείωση του ποσού του προστίμου υπέρ επιχειρήσεως η οποία, αφού έχει προηγουμένως παραλάβει την ανακοίνωση των αιτιάσεων, δεν αμφισβητεί το υποστατό των πραγματικών περιστατικών στα οποία η Επιτροπή στηρίζει τις κατηγορίες της. Στο πλαίσιο της τελευταίας αυτής ανακοινώσεως, μια επιχείρηση, προκειμένου να μπορέσει να επικαλεστεί δικαίωμα μειώσεως του ποσού του προστίμου, πρέπει να υποβάλει στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση τα οποία να αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει ήδη στην κατοχή του το θεσμικό αυτό όργανο.

Συναφώς, κατά τα σημεία 21 και 22 της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, η Επιτροπή, προκειμένου να αξιολογήσει την προστιθέμενη αξία των προσκομιζόμενων από επιχείρηση αποδεικτικών στοιχείων, όχι μόνο λαμβάνει υπόψη τη φύση ή/και τον βαθμό ακρίβειας των στοιχείων αυτών, αλλά συνεκτιμά επίσης αποδεικτικά στοιχεία τα οποία το θεσμικό αυτό όργανο έχει ήδη στην κατοχή του κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως εκ μέρους της οικείας επιχειρήσεως. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή πραγματοποιεί την εκτίμησή της τόσο βάσει της ποιότητας της συνεργασίας που παρέχει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση όσο και βάσει της συγκρίσεως της προστιθέμενης αξίας που αντιπροσωπεύει η εν λόγω συνεργασία με την αξία των αποδεικτικών στοιχείων που βρίσκονται ήδη στην κατοχή της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 378-379, 382, 393, 398)

21.    Το δικαίωμα επικλήσεως της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αναγνωρίζεται σε κάθε ιδιώτη που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι το θεσμικό όργανο, με το να του παρέχει ακριβείς εξασφαλίσεις, του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Αντιθέτως, ουδείς μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αν η διοίκηση δεν του παρέσχε συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις. Συνιστούν δε τέτοιες διαβεβαιώσεις οι πληροφορίες που είναι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες και προέρχονται από εξουσιοδοτημένες και αξιόπιστες πηγές.

Στο πλαίσιο καθορισμού του ποσού ενός προστίμου λόγω παραβάσεως των κανόνων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, η εκ μέρους της Επιτροπής γνωστοποίηση, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι προτίθεται να χορηγήσει μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων δεν μπορεί να συνιστά συγκεκριμένη διαβεβαίωση ως προς το εύρος ή το ποσοστό της μειώσεως που πρόκειται ενδεχομένως να χορηγηθεί στις οικείες επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, η δήλωση αυτή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δημιουργήσει συναφώς την παραμικρή δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

Επιπλέον, ούτε η πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη των αποφάσεών της μπορεί να χρησιμεύσει ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 421-425)

22.    Η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί οι πράξεις των θεσμικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών που νομίμως επιδιώκει η οικεία ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, οσάκις υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό, τα δε προκύπτοντα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκομένους σκοπούς.

Συναφώς, δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας απόφαση με την οποία η Επιτροπή χορηγεί μόνον ελάχιστη μείωση του προστίμου κατά 1 %, λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών, και λαμβανομένης υπόψη της ελάχιστης αξίας της συνεργασίας που προσφέρεται μετά την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, δεδομένου ότι η μείωση αυτή προστίθεται στις μειώσεις που χορηγήθηκαν προγενέστερα στο πλαίσιο της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων.

(βλ. σκέψεις 428, 432, 449)

23.    Η Επιτροπή δεν μπορεί, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συνεργασίας των μετεχόντων σε σύμπραξη, να αγνοεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Παρά ταύτα, εκτός του ότι οι μειώσεις των ποσών των προστίμων που χορηγούνται στο πλαίσιο της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων και οι μειώσεις που χορηγούνται λόγω συνεργασίας πέραν του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω ανακοινώσεως εμπίπτουν σε δύο διακριτά στάδια της διαδικασίας υπολογισμού του προστίμου, επιπλέον, οι επιχειρήσεις που συνεργάστηκαν ταυτοχρόνως εντός του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω ανακοινώσεως αλλά και πέραν αυτού, αφενός, και οι επιχειρήσεις που συνεργάστηκαν μόνον πέραν του πεδίου εφαρμογής της ίδιας ανακοινώσεως, αφετέρου, δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμες καταστάσεις. Ως εκ τούτου, ορθώς εφαρμόζει η Επιτροπή μείωση του ποσού του προστίμου λόγω συνεργασίας πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως για τη συνεργασία, αφενός, απευθείας στο συνολικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στις επιχειρήσεις που δεν συνεργάστηκαν στο πλαίσιο της ανακοινώσεως για τη συνεργασία και, αφετέρου, στο ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στις επιχειρήσεις που συνεργάστηκαν στο πλαίσιο της ανακοινώσεως για τη συνεργασία, ποσό ήδη μειωμένο ακριβώς λόγω της συνεργασίας αυτής.

(βλ. σκέψεις 435-437)

24.    Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, για καθεμία από τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Ο κύκλος εργασιών που προβλέπει η διάταξη αυτή αφορά τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών της οικείας επιχειρήσεως. Επομένως, το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπει η εν λόγω διάταξη πρέπει να υπολογισθεί με βάση το άθροισμα των κύκλων εργασιών όλων των επιχειρήσεων που συνιστούν οικονομική μονάδα που δρα ως επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 443-444)

25.    Δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, στο πλαίσιο καθορισμού του ποσού των προστίμων λόγω παραβάσεως των κανόνων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, τα πρόστιμα δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, ήτοι σε σχέση με την τήρηση των κανόνων περί ανταγωνισμού, ενώ το ποσό του επιβαλλόμενου σε μία επιχείρηση προστίμου για παράβαση σε υπόθεση ανταγωνισμού πρέπει να είναι ανάλογο με την παράβαση, εκτιμώμενη στο σύνολό της, λαμβανομένης υπόψη, ειδικότερα, της σοβαρότητας της παραβάσεως. Επιπλέον, κατά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων, η Επιτροπή δικαιολογημένα λαμβάνει υπόψη την αναγκαιότητα να διασφαλιστεί το επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων.

Συναφώς, πρώτον, οι συμπράξεις που συνίστανται κατά κύριο λόγο σε κρυφή συνεννόηση μεταξύ ανταγωνιστών, αφενός, για την κατανομή των αγορών ή την παγίωση μεριδίων αγορών μέσω της κατανομής έργων πωλήσεως και εγκαταστάσεως ανελκυστήρων και/ή νέων κυλιόμενων κλιμάκων, και, αφετέρου, για την αποχή από τον ανταγωνισμό όσον αφορά τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων, καταλέγονται, ως εκ της φύσεώς τους, μεταξύ των σοβαρότερων παραβάσεων του άρθρου 81 ΕΚ. Συναφώς, το περιορισμένο μέγεθος της επίδικης αγοράς, ακόμα και αν υποτεθεί αποδεδειγμένο, είναι μικρότερης σημασίας σε σχέση με το σύνολο των λοιπών στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η σοβαρότητα της παραβάσεως.

Δεύτερον, ο κανόνας της αναλογικότητας των προστίμων προς το μέγεθος και την οικονομική ισχύ των ενδιαφερόμενων οικονομικών μονάδων, που ενεργούν ως επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, δεν παραβιάζεται εφόσον τα πρόστιμα δεν υπερβαίνουν το ανώτατο όριο που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η επιβολή του οποίου σκοπό έχει να αποτρέψει το ενδεχόμενο τα πρόστιμα που επιβάλλονται να είναι δυσανάλογα σε σχέση με το μέγεθος της οικείας επιχειρήσεως.

Τρίτον, η Επιτροπή, κατά τον υπολογισμό των προστίμων, μπορεί να λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, το μέγεθος και την οικονομική ισχύ της οικονομικής μονάδας που δρα ως επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Εντούτοις, η σχετική επιχείρηση που πρέπει να ληφθεί υπόψη μπορεί να μην αντιστοιχεί σε κάθε θυγατρική που μετείχε στις διαπιστωθείσες παραβάσεις αλλά στις επιχειρήσεις που αποτελούνται από τη μητρική εταιρία και το σύνολο των θυγατρικών της.

Τέταρτον, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά τον προσδιορισμό του ποσού των προστίμων αναλόγως της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως, να εξασφαλίζει, σε περίπτωση που επιβάλλει πρόστιμα σε περισσότερες επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, ότι τα τελικά ποσά των προστίμων στα οποία καταλήγει ο υπολογισμός της για τις οικείες επιχειρήσεις αντανακλούν κάθε διαφοροποίηση μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών όσον αφορά τον συνολικό κύκλο εργασιών τους ή τον κύκλο εργασιών στην αγορά την οποία αφορά η παράβαση. Συγκεκριμένα, το τελικό ποσό του προστίμου δεν συνιστά, a priori, κατάλληλο στοιχείο για να καθοριστεί αν το πρόστιμο είναι ενδεχομένως δυσανάλογο προς τη σπουδαιότητα των συμμετεχόντων στη σύμπραξη. Ο καθορισμός του τελικού ποσού του προστίμου είναι, μεταξύ άλλων, συνάρτηση διαφόρων περιστάσεων, που ανάγονται στην ατομική συμπεριφορά της συγκεκριμένης επιχειρήσεως και όχι στο οικείο μερίδιο αγοράς ή στον κύκλο εργασιών της, όπως είναι η διάρκεια της παραβάσεως, η ύπαρξη επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων και ο βαθμός συνεργασίας της επιχειρήσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 450-456)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 13ης Ιουλίου 2011 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά εγκαταστάσεως και συντηρήσεως ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Παρέμβαση στη διαδικασία υποβολής προσφορών – Κατανομή των αγορών – Καθορισμός τιμών

Στις υποθέσεις T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07,

ThyssenKrupp Liften Ascenseurs NV, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους V. Turner και D. Mes, στη συνέχεια, από τους O. W. Brower και J. Blockx, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑144/07,

ThyssenKrupp Aufzüge GmbH, με έδρα το Neuhausen auf den Fildern (Γερμανία),

ThyssenKrupp Fahrtreppen GmbH, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία),

εκπροσωπούμενες αρχικώς από τους U. Itzen και K. Blau-Hansen, στη συνέχεια, από τους U. Itzen, K. Blau-Hansen και S. Thomas και, τέλος, από τους K. Blau-Hansen και M. Thomas, δικηγόρους

προσφεύγουσες στην υπόθεση T‑147/07,

ThyssenKrupp Ascenseurs Luxembourg Sàrl, με έδρα το Howald (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενη από τους K. Beckmann, S. Dethof και U. Itzen, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑148/07,

ThyssenKrupp Elevator AG, με έδρα το Ντύσσελντορφ (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους T. Klose και J. Ziebarth, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑149/07,

ThyssenKrupp AG, με έδρα το Duisbourg (Γερμανία), εκπροσωπούμενη, αρχικώς, από τους M. Klusmann και S. Thomas, δικηγόρους, στη συνέχεια, από τον Μ. Klusmann,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑150/07,

ThyssenKrupp Liften BV, με έδρα το Krimpen aan den IJssel (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τους O. W. Brouwer και A. Stoffer, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑154/07,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στις υποθέσεις T‑144/07 και T‑154/07, εκπροσωπούμενης από τους A. Bouquet και R. Sauer, επικουρούμενους από τους F. Wijckmans και F. Tuytschaever, δικηγόρους, στις υποθέσεις T‑147/07 και T‑148/07, αρχικώς εκπροσωπούμενης από τους R. Sauer και O. Weber, στη συνέχεια, από τoν R. Sauer και την K. Mojzesowicz, και στις υποθέσεις T‑149/07 και T‑150/07, εκπροσωπούμενης από τον R. Sauer και την Κ. Mojzesowicz,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως C(2007) 512 τελικό της Επιτροπής, της 21ης Φεβρουαρίου 2007, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] (Υπόθεση COMP/E-1/38.823 – Ανελκυστήρες και κυλιόμενες κλίμακες) ή, επικουρικώς, αίτηση μειώσεως του ποσού των προστίμων που επιβλήθηκαν στις προσφεύγουσες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από την M. E. Martins Ribeiro (εισηγήτρια), Πρόεδρο, τους N. Wahl και A. Dittrich, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν των ακροάσεων της 3ης, της 7ης και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι υπό κρίση υποθέσεις αφορούν αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως C(2007) 512 τελικό της Επιτροπής, της 21ης Φεβρουαρίου 2007, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 ΕΚ (Υπόθεση COMP/E-1/38.823 – Ανελκυστήρες και κυλιόμενες κλίμακες) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), περίληψη της οποίας έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 26ης Μαρτίου 2008 (ΕΕ C 75, σ. 19) ή, επικουρικώς, αίτηση μειώσεως του ποσού των προστίμων που επιβλήθηκαν στις προσφεύγουσες.

2        Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαπίστωσε ότι οι ακόλουθες εταιρίες παραβίασαν το άρθρο 81 ΕΚ:

–        η Kone Belgium SA (στο εξής: Kone Belgique), η Kone GmbH (στο εξής: Kone Allemagne), η Kone Luxembourg Sàrl (στο εξής: Kone Luxembourg), η Kone BV Liften en Roltrappen (στο εξής: Kone Pays-Bas) και η Kone Oyj (στο εξής: KG) (στο εξής, από κοινού ή χωριστά: Kone)

–        η Otis SA (στο εξής: Οtis Belgique), η Otis GmbH & Co. OHG (στο εξής: Otis Allemagne), η General Technic-Otis Sàrl (στο εξής: GTO), η General Technic Sàrl (στο εξής: GT), η Otis BV (στο εξής: Otis Pays-Bas), η Otis Elevator Company (στο εξής: OEC) και η United Technologies Corporation (στο εξής: UTC) (στο εξής, από κοινού ή χωριστά: Otis)

–        η Schindler SA (στο εξής: Schindler Belgique), η Schindler Deutschland Holding GmbH (στο εξής: Schindler Allemagne), η Schindler Sàrl (στο εξής: Schindler Luxembourg), η Schindler Liften BV (στο εξής: Schindler Pays-Bas) και η Schindler Holding Ltd (στο εξής: Schindler Holding) (στο εξής, από κοινού ή χωριστά: Schindler)

–        η ThyssenKrupp Liften Ascenseurs NV (στο εξής: TKLA), η ThyssenKrupp Aufzüge GmbH (στο εξής: TKA), η ThyssenKrupp Fahrtreppen GmbH (στο εξής: TKF), η ThyssenKrupp Elevator AG (στο εξής: TKE), η ThyssenKrupp AG (στο εξής: TKAG), η ThyssenKrupp Ascenseurs Luxembourg Sàrl (στο εξής: TKAL) και η ThyssenKrupp Liften BV (στο εξής: TKL) (στο εξής, από κοινού ή χωριστά: ThyssenKrupp)·

–        η Mitsubishi Elevator Europe BV (στο εξής: MEE).

3        Οι προσφεύγουσες TKLA, TKA, TKF, TKAL, TKE, TKAG και TKL ανήκουν στον επιχειρηματικό όμιλο ThyssenKrupp, ο οποίος δραστηριοποιείται στον τομέα των ανελκυστήρων, του χάλυβα, της αυτοκινητοβιομηχανίας, των τεχνολογιών και των υπηρεσιών. Η μητρική εταιρία του ομίλου είναι η εισηγμένη στο χρηματιστήριο επιχείρηση TKAG. Η ΤΚΕ αποτελεί θυγατρική της TKAG κατά 100 % και είναι η κύρια επιχείρηση που ηγείται του ομίλου στον τομέα των ανελκυστήρων υπό την ιδιότητά της ως ενδιάμεσης εταιρίας χαρτοφυλακίου (αιτιολογικές σκέψεις 33 έως 37 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

4        Ο όμιλος ThyssenKrupp ασκεί τις δραστηριότητές του στον τομέα των κυλιόμενων κλιμάκων και των ανελκυστήρων μέσω εθνικών θυγατρικών. Οι θυγατρικές αυτές είναι, μεταξύ άλλων, η TKLA στο Βέλγιο, οι TKA και TKF στη Γερμανία, η TKAL στο Λουξεμβούργο και η TKL στις Κάτω Χώρες (αιτιολογικές σκέψεις 33 έως 37 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Κατ’ αντιδιαστολή προς την TKL, η οποία δεν αποτελεί θυγατρική της ΤΚΕ, οι λοιπές προαναφερθείσες εταιρίες είναι άμεσες ή έμμεσες θυγατρικές επιχειρήσεις των ΤΚΕ και TKAG κατά ποσοστό 100 %.

 Διοικητική διαδικασία

1.     Έρευνα της Επιτροπής

5        Κατά τη διάρκεια του θέρους του 2003, διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με την ενδεχόμενη ύπαρξη συμπράξεως μεταξύ των τεσσάρων κύριων Ευρωπαίων κατασκευαστών ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων που ασκούσαν τις δραστηριότητές τους στο έδαφος της Ένωσης, ήτοι των Kone, Otis, Schindler και ThyssenKrupp (αιτιολογικές σκέψεις 3 και 91 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

 Βέλγιο

6        Από τις 28 Ιανουαρίου 1994 και κατά τη διάρκεια του Μαρτίου του 2004, η Επιτροπή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), διεξήγαγε επιτόπιους ελέγχους, μεταξύ άλλων, στις εγκαταστάσεις των θυγατρικών της Kone, της Otis, της Schindler και της ThyssenKrupp στο Βέλγιο (αιτιολογικές σκέψεις 92, 93, 95 και 97 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

7        Κατόπιν των ελέγχων αυτών, οι Kone, Otis, ThyssenKrupp και Schindler υπέβαλαν αιτήσεις δυνάμει της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3) (στο εξής: ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία). Οι αιτήσεις αυτές συμπληρώθηκαν από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις (αιτιολογικές σκέψεις 94, 96, 98 και 103 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

8        Στις 29 Ιουνίου 2004, χορηγήθηκε στην Kone απαλλαγή υπό όρους κατ’ εφαρμογή του σημείου 8, στοιχείο β΄, της εν λόγω ανακοινώσεως (αιτιολογική σκέψη 99 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

9        Μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου 2004, η Επιτροπή απέστειλε επίσης αιτήσεις παροχής πληροφοριών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1) στις επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση στο Βέλγιο, σε πολλούς πελάτες στο εν λόγω κράτος μέλος και στη βελγική ένωση Agoria (αιτιολογικές σκέψεις 101 και 102 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

 Γερμανία

10      Από τις 28 Ιανουαρίου 1994 και κατά τη διάρκεια του Μαρτίου του 2004, η Επιτροπή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17, διεξήγαγε επιτόπιους ελέγχους, μεταξύ άλλων, στις εγκαταστάσεις των θυγατρικών της Otis και της ThyssenKrupp στη Γερμανία (αιτιολογικές σκέψεις 104 και 106 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

11      Στις 12 και στις 18 Φεβρουαρίου 2004, η Kone συμπλήρωσε την από 2 Φεβρουαρίου 2004 αίτησή της δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, όσον αφορά το Βέλγιο, με πληροφορίες σχετικές με τη Γερμανία. Ομοίως, η Otis, μεταξύ Μαρτίου 2004 και Φεβρουαρίου 2005, συμπλήρωσε την αίτησή της, όσον αφορά το Βέλγιο, με πληροφορίες σχετικές με τη Γερμανία. Η Schindler υπέβαλε, στις 25 Νοεμβρίου 2004, αίτηση δυνάμει της εν λόγω ανακοινώσεως που περιείχε πληροφορίες σχετικές με τη Γερμανία, η οποία συμπληρώθηκε μεταξύ Δεκεμβρίου 2004 και Φεβρουαρίου 2005. Τέλος, τον Δεκέμβριο του 2005, η ThyssenKrupp διαβίβασε στην Επιτροπή αίτηση που αφορούσε τη Γερμανία, επίσης βάσει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία (αιτιολογικές σκέψεις 105, 107, 112 και 114 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

12      Μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου 2004, η Επιτροπή απέστειλε επίσης αιτήσεις παροχής πληροφοριών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003, στις επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση στη Γερμανία, σε πολλούς πελάτες στο εν λόγω κράτος μέλος και στις ενώσεις VDMA, VFA και VMA (αιτιολογικές σκέψεις 110, 111 και 113 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

 Λουξεμβούργο

13      Στις 5 Φεβρουαρίου 2004, η Kone συμπλήρωσε την από 2 Φεβρουαρίου 2004 αίτησή της όσον αφορά το Βέλγιο με πληροφορίες σχετικές με το Λουξεμβούργο. Η Otis και η ThyssenKrupp υπέβαλαν προφορικώς αίτηση δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία όσον αφορά το Λουξεμβούργο. Δυνάμει της ίδιας ανακοινώσεως, υποβλήθηκε αίτηση όσον αφορά το Λουξεμβούργο και από τη Schindler (αιτιολογικές σκέψεις 115, 118, 119 και 124 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

14      Από τις 9 Μαρτίου 2004, η Επιτροπή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17, διεξήγαγε επιτόπιους ελέγχους, μεταξύ άλλων, στις εγκαταστάσεις των θυγατρικών της Schindler και της ThyssenKrupp στο Λουξεμβούργο (αιτιολογική σκέψη 116 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

15      Στις 29 Ιουνίου 2004, χορηγήθηκε στην Kone απαλλαγή υπό όρους κατ’ εφαρμογή του σημείου 8, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία σχετικά με το τμήμα της αιτήσεώς της που αφορούσε το Λουξεμβούργο (αιτιολογική σκέψη 120 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

16      Τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2004, η Επιτροπή απέστειλε αιτήσεις παροχής πληροφοριών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003, στις επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση στο Λουξεμβούργο, σε πολλούς πελάτες στο εν λόγω κράτος μέλος και στη Fédération luxembourgeoise des ascensoristes (λουξεμβουργιανή ένωση κατασκευαστών ανελκυστήρων).

 Κάτω Χώρες

17      Τον Μάρτιο του 2004, η Otis υπέβαλε αίτηση, δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, όσον αφορά τις Κάτω Χώρες, η οποία συμπληρώθηκε εκ των υστέρων. Τον Απρίλιο του 2004 υποβλήθηκε αίτηση δυνάμει της ίδιας ανακοινώσεως και από την ThyssenKrupp, η οποία επίσης συμπληρώθηκε μεταγενέστερα κατ’ επανάληψη. Τέλος, στις 19 Ιουλίου 2004, η Kone συμπλήρωσε την από 2 Φεβρουαρίου αίτησή της, όσον αφορά το Βέλγιο, με πληροφορίες σχετικές με τις Κάτω Χώρες (αιτιολογικές σκέψεις 127, 129 και 130 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

18      Στις 27 Ιουλίου 2004, χορηγήθηκε στην Otis απαλλαγή υπό όρους κατ’ εφαρμογή του σημείου 8, στοιχείο β΄, της εν λόγω ανακοινώσεως (αιτιολογική σκέψη 131 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

19      Από τις 28 Απριλίου 2004, η Επιτροπή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17, διεξήγαγε επιτόπιους ελέγχους, μεταξύ άλλων, στις εγκαταστάσεις των θυγατρικών της Kone, της Schindler, της ThyssenKrupp και της MEE στις Κάτω Χώρες καθώς και στις εγκαταστάσεις της ενώσεως Boschduin (αιτιολογική σκέψη 128 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

20      Τον Σεπτέμβριο του 2004, η Επιτροπή απέστειλε αιτήσεις παροχής πληροφοριών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003, στις επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση στις Κάτω Χώρες, σε πολλούς πελάτες στο εν λόγω κράτος μέλος και στις ενώσεις VLR και Boschduin (αιτιολογικές σκέψεις 133 και 134 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

2.     Ανακοίνωση των αιτιάσεων

21      Στις 7 Οκτωβρίου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση των αιτιάσεων απευθυνόμενη, μεταξύ άλλων, στις προαναφερθείσες στη σκέψη 2 ανωτέρω εταιρίες. Όλοι οι αποδέκτες της ανακοινώσεως των αιτιάσεων διαβίβασαν γραπτές παρατηρήσεις προς απάντηση στις αιτιάσεις που είχε διατυπώσει η Επιτροπή (αιτιολογικές σκέψεις 135 και 137 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

22      Επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν διεξήχθη, δεδομένου ότι κανένας από τους αποδέκτες της ανακοινώσεως των αιτιάσεων δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα (αιτιολογική σκέψη 138 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

3.     Η προσβαλλόμενη απόφαση

23      Στις 21 Φεβρουαρίου 2007, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία διαπίστωσε ότι οι εταιρίες προς τις οποίες η απόφαση αυτή απευθύνεται είχαν μετάσχει σε τέσσερις ενιαίες, σύνθετες και διαρκείς παραβάσεις του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ εντός τεσσάρων κρατών μελών, συνιστάμενες στην κατανομή αγορών, μέσω συμφωνιών ή συμπράξεων περί αναθέσεως δημοσίων έργων και συμβάσεων με αντικείμενο την πώληση, την εγκατάσταση, τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό ανελκυστήρων και κυλιομένων κλιμάκων (αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

24      Όσον αφορά τους αποδέκτες της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι, πλην των θυγατρικών των ενδιαφερόμενων εταιριών στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες, οι μητρικές εταιρίες των εν λόγω θυγατρικών έπρεπε να θεωρηθούν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνες για τις παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ που είχαν διαπράξει οι αντίστοιχες θυγατρικές τους, για τον λόγο ότι είχαν τη δυνατότητα να ασκούν αποφασιστική επιρροή στην εμπορική τους πολιτική κατά τη διάρκεια της παραβάσεως και ότι ευλόγως μπορούσε να υποτεθεί ότι χρησιμοποίησαν την εξουσία τους αυτή (αιτιολογικές σκέψεις 608, 615, 622, 627 και 634 έως 641της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Οι μητρικές εταιρίες της ΜΕΕ δεν θεωρήθηκαν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνες για τη συμπεριφορά της θυγατρικής τους, για τον λόγο ότι δεν κατέστη δυνατό να αποδειχθεί ότι είχαν ασκήσει αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της εταιρίας αυτής (αιτιολογική σκέψη 643 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

25      Για τον υπολογισμό των ποσών των προστίμων, η Επιτροπή εφάρμοσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τη μεθοδολογία που εκτίθεται με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, [ΑΧ] (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 1998). Η Επιτροπή εξέτασε επίσης αν, και σε ποιο μέτρο, οι οικείες επιχειρήσεις ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις τις προβλεπόμενες στην ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία.

26      Η Επιτροπή χαρακτήρισε τις παραβάσεις ως «πολύ σοβαρές» λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς τους και του γεγονότος ότι καθεμία από αυτές κάλυπτε το σύνολο του εδάφους ενός κράτους μέλους (Βελγίου, Γερμανίας, Λουξεμβούργου και Κάτω Χωρών) έστω και αν ο πραγματικός τους αντίκτυπος δεν μπορούσε να εκτιμηθεί (αιτιολογική σκέψη 671 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

27      Η Επιτροπή, προκειμένου να λάβει υπόψη την πραγματική οικονομική δυνατότητα των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων να προξενήσουν σημαντική ζημία στον ανταγωνισμό, προέβη, για κάθε χώρα, σε κατάταξη των εν λόγω επιχειρήσεων σε διάφορες κατηγορίες αναλόγως του κύκλου εργασιών που καθεμία είχε πραγματοποιήσει στην αγορά των ανελκυστήρων ή/και των κυλιόμενων κλιμάκων, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των υπηρεσιών συντηρήσεως και εκσυγχρονισμού (αιτιολογικές σκέψεις 672 και 673 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

28      Όσον αφορά τη σύμπραξη στο Βέλγιο, η Kone και η Schindler κατετάγησαν στην πρώτη κατηγορία, στην οποία το αρχικό ποσό του προστίμου, καθοριζόμενο βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως, ανερχόταν στα 40 000 000 ευρώ. Η Otis κατετάγη στη δεύτερη κατηγορία, στην οποία το αρχικό ποσό του προστίμου ανερχόταν στα 27 000 000 ευρώ. Η ThyssenKrupp κατετάγη στην τρίτη κατηγορία, στην οποία το αρχικό ποσό του προστίμου ανερχόταν στα 16 500 000 ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 674 και 675 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Εφαρμόστηκε δε πολλαπλασιαστικός συντελεστής 1,7 στο αρχικό ποσό του επιβαλλόμενου στην Otis προστίμου και πολλαπλασιαστικός συντελεστής 2 στο αρχικό ποσό του επιβαλλόμενου στην ThyssenKrupp προστίμου, προκειμένου να ληφθεί υπόψη το μέγεθος και οι πόροι των εταιριών αυτών σε παγκόσμια κλίμακα, με αποτέλεσμα τα αρχικά ποσά των προστίμων τους να αυξηθούν στα 45 900 000 ευρώ και στα 33 000 000 ευρώ αντιστοίχως (αιτιολογικές σκέψεις 690 και 691 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Δεδομένου ότι η παράβαση διήρκεσε επτά έτη και οκτώ μήνες (από τις 9 Μαΐου 1996 μέχρι τις 29 Ιανουαρίου 2004), η Επιτροπή προσαύξησε το αρχικό ποσό του προστίμου των οικείων επιχειρήσεων κατά 75 %. Επομένως, το βασικό ποσό του προστίμου καθορίστηκε στα 70 000 000 ευρώ για την Kone, στα 80 325 000 ευρώ για την Otis, στα 70 000 000 ευρώ για τη Schindler και στα 57 750 000 ευρώ για την ThyssenKrupp (αιτιολογικές σκέψεις 692 και 696 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Η Επιτροπή έκρινε ότι η ThyssenKrupp πρέπει να θεωρηθεί υπότροπος και προσαύξησε περαιτέρω το πρόστιμό της κατά 50 % λόγω της επιβαρυντικής αυτής περιστάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 697, 698 και 708 έως 710 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Δεν διαπιστώθηκε η συνδρομή καμίας ελαφρυντικής περιστάσεως προς όφελος των οικείων επιχειρήσεων (αιτιολογικές σκέψεις 733, 734, 749, 750 και 753 έως 755 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Κατ’ εφαρμογή της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, στην Kone χορηγήθηκε πλήρης απαλλαγή από τα πρόστιμα. Στην Otis χορηγήθηκε, αφενός, μείωση του ποσού του προστίμου της τάξεως του 40 %, εντός των προβλεπόμενων ορίων του σημείου 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της εν λόγω ανακοινώσεως, και, αφετέρου, μείωση του ποσού του προστίμου της τάξεως του 1 %, λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών. Στην ThyssenKrupp χορηγήθηκε, αφενός, μείωση του ποσού του προστίμου της τάξεως του 20 %, εντός των προβλεπόμενων ορίων του σημείου 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της εν λόγω ανακοινώσεως, και, αφετέρου, μείωση του ποσού του προστίμου της τάξεως του 1 %, λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών. Στη Schindler χορηγήθηκε μείωση του ποσού του προστίμου της τάξεως του 1 %, λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών (αιτιολογικές σκέψεις 760 έως 777 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

29      Όσον αφορά τη σύμπραξη στη Γερμανία, η Kone, η Otis και η ThyssenKrupp κατετάγησαν στην πρώτη κατηγορία, στην οποία το αρχικό ποσό του προστίμου ανερχόταν στα 70 000 000 ευρώ. Η Schindler κατετάγη στη δεύτερη κατηγορία, στην οποία το αρχικό ποσό του προστίμου ανερχόταν στα 17 000 000 ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 676 έως 679 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Εφαρμόστηκε δε πολλαπλασιαστικός συντελεστής 1,7 στο αρχικό ποσό του επιβαλλόμενου στην Otis προστίμου και πολλαπλασιαστικός συντελεστής 2 στο αρχικό ποσό του επιβαλλόμενου στην ThyssenKrupp προστίμου, προκειμένου να ληφθεί υπόψη το μέγεθος και οι πόροι των εταιριών αυτών σε παγκόσμια κλίμακα, με αποτέλεσμα τα αρχικά ποσά των προστίμων τους να αυξηθούν στα 119 000 000 ευρώ και στα 140 000 000 ευρώ αντιστοίχως (αιτιολογικές σκέψεις 690 και 691 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Δεδομένου ότι η παράβαση που διέπραξαν οι Kone, Otis και ThyssenKrupp διήρκεσε οκτώ έτη και τέσσερις μήνες (από την 1η Αυγούστου 1995 έως τις 5 Δεκεμβρίου 2003), η Επιτροπή προσαύξησε το αρχικό ποσό του προστίμου των οικείων επιχειρήσεων κατά 80 %. Δεδομένου ότι η παράβαση που διέπραξε η Schindler διήρκεσε πέντε έτη και τέσσερις μήνες (από την 1η Αυγούστου 1995 έως τις 6 Δεκεμβρίου 2000), η Επιτροπή προσαύξησε το αρχικό ποσό του προστίμου της επιχειρήσεως αυτής κατά 50 %. Επομένως, το βασικό ποσό του προστίμου καθορίστηκε στα 126 000 000 ευρώ για την Kone, στα 214 200 000 ευρώ για την Otis, στα 25 500 000 ευρώ για τη Schindler και στα 252 000 000 ευρώ για την ThyssenKrupp (αιτιολογικές σκέψεις 693 και 696 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Η Επιτροπή έκρινε ότι η ThyssenKrupp πρέπει να θεωρηθεί υπότροπος και προσαύξησε περαιτέρω το πρόστιμό της κατά 50 % λόγω της επιβαρυντικής αυτής περιστάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 697 έως 707 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Δεν διαπιστώθηκε η συνδρομή καμίας ελαφρυντικής περιστάσεως προς όφελος των οικείων επιχειρήσεων (αιτιολογικές σκέψεις 727 έως 729, 735, 736, 742 έως 744, 749, 750 και 753 έως 755της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Στην Kone χορηγήθηκε, αφενός, η ανώτατη απαλλαγή του 50 % από τα πρόστιμα την οποία προβλέπει το σημείο 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία και, αφετέρου, μείωση του ποσού του προστίμου της τάξεως του 1 %, λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών. Στην Otis χορηγήθηκε, αφενός, μείωση του ποσού του προστίμου της τάξεως του 25 %, εντός των προβλεπόμενων ορίων του σημείου 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της εν λόγω ανακοινώσεως, και, αφετέρου, μείωση του ποσού του προστίμου της τάξεως του 1 %, λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών. Στη Schindler χορηγήθηκε, αφενός, μείωση του ποσού του προστίμου της τάξεως του 15 %, εντός των προβλεπόμενων ορίων του σημείου 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, της εν λόγω ανακοινώσεως, και, αφετέρου, μείωση του ποσού του προστίμου της τάξεως του 1 %, λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών. Στην ThyssenKrupp χορηγήθηκε μείωση του ποσού του προστίμου της τάξεως του 1 %, λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών (αιτιολογικές σκέψεις 778 έως 813 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

30      Όσον αφορά τη σύμπραξη στο Λουξεμβούργο, η Otis και η Schindler κατετάγησαν στην πρώτη κατηγορία, στην οποία το αρχικό ποσό του προστίμου ανερχόταν στα 10 000 000 ευρώ. Η Kone και η ThyssenKrupp κατετάγησαν στη δεύτερη κατηγορία, στην οποία το αρχικό ποσό του προστίμου ανερχόταν στα 2 500 000 ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 680 έως 683 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Εφαρμόστηκε δε πολλαπλασιαστικός συντελεστής 1,7 στο αρχικό ποσό του επιβαλλόμενου στην Otis προστίμου και πολλαπλασιαστικός συντελεστής 2 στο αρχικό ποσό του επιβαλλόμενου στην ThyssenKrupp προστίμου, προκειμένου να ληφθεί υπόψη το μέγεθος και οι πόροι των εταιριών αυτών σε παγκόσμια κλίμακα, με αποτέλεσμα τα αρχικά ποσά των προστίμων τους να αυξηθούν στα 17 000 000 ευρώ και στα 5 000 000 ευρώ αντιστοίχως (αιτιολογικές σκέψεις 690 και 691 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Δεδομένου ότι η παράβαση διήρκεσε οκτώ έτη και τρεις μήνες (από τις 7 Δεκεμβρίου 1995 έως τις 9 Μαρτίου 2004), η Επιτροπή προσαύξησε το αρχικό ποσό του προστίμου των οικείων επιχειρήσεων κατά 80 %. Επομένως, το βασικό ποσό του προστίμου καθορίστηκε στα 4 500 000 ευρώ για την Kone, στα 30 600 000 ευρώ για την Otis, στα 18 000 000 ευρώ για τη Schindler και στα 9 000 000 ευρώ για την ThyssenKrupp (αιτιολογικές σκέψεις 694 και 696 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Η Επιτροπή έκρινε ότι η ThyssenKrupp πρέπει να θεωρηθεί υπότροπος και προσαύξησε περαιτέρω το πρόστιμό της κατά 50 % λόγω της επιβαρυντικής αυτής περιστάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 697, 698 και 711 έως 714 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Δεν διαπιστώθηκε η συνδρομή καμίας ελαφρυντικής περιστάσεως προς όφελος των οικείων επιχειρήσεων (αιτιολογικές σκέψεις 730, 749, 750 και 753 έως 755 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Κατ’ εφαρμογή της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, στην Kone χορηγήθηκε πλήρης απαλλαγή από τα πρόστιμα. Στην Otis χορηγήθηκε, αφενός, μείωση του ποσού του προστίμου της τάξεως του 40 %, εντός των προβλεπόμενων ορίων του σημείου 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της εν λόγω ανακοινώσεως, και, αφετέρου, μείωση του ποσού του προστίμου της τάξεως του 1 %, λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών (αιτιολογικές σκέψεις 814 έως 835 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

31      Όσον αφορά τη σύμπραξη στις Κάτω Χώρες, η Kone κατετάγη στην πρώτη κατηγορία, στην οποία το αρχικό ποσό του προστίμου ανερχόταν στα 55 000 000 ευρώ. Η Otis κατετάγη στη δεύτερη κατηγορία, στην οποία το αρχικό ποσό του προστίμου ανερχόταν στα 41 000 000 ευρώ. Η Schindler κατετάγη στην τρίτη κατηγορία, στην οποία το αρχικό ποσό του προστίμου ανερχόταν στα 24 500 000 ευρώ. Η ThyssenKrupp και η ΜΕΕ κατετάγησαν στην τέταρτη κατηγορία, στην οποία το αρχικό ποσό του προστίμου ανερχόταν στα 8 500 000 ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 684 και 685 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Εφαρμόστηκε δε πολλαπλασιαστικός συντελεστής 1,7 στο αρχικό ποσό του επιβαλλόμενου στην Otis προστίμου και πολλαπλασιαστικός συντελεστής 2 στο αρχικό ποσό του επιβαλλόμενου στην ThyssenKrupp προστίμου, προκειμένου να ληφθεί υπόψη το μέγεθος και οι πόροι των εταιριών αυτών σε παγκόσμια κλίμακα, με αποτέλεσμα τα αρχικά ποσά των προστίμων τους να αυξηθούν στα 69 700 000 ευρώ και στα 17 000 000 ευρώ αντιστοίχως (αιτιολογικές σκέψεις 690 και 691 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Δεδομένου ότι η παράβαση που διέπραξαν οι Otis και ThyssenKrupp διήρκεσε πέντε έτη και δέκα μήνες (από τις 15 Απριλίου 1998 έως τις 5 Μαρτίου 2004), η Επιτροπή προσαύξησε το αρχικό ποσό του προστίμου των οικείων επιχειρήσεων κατά 55 %. Δεδομένου ότι η παράβαση που διέπραξαν οι Kone και Schindler διήρκεσε τέσσερα έτη και εννέα μήνες (από την 1η Ιουνίου 1999 έως τις 5 Μαρτίου 2004), η Επιτροπή προσαύξησε το αρχικό ποσό του προστίμου των οικείων επιχειρήσεων κατά 45 %. Δεδομένου ότι η παράβαση που διέπραξε η ΜΕΕ διήρκεσε τέσσερα έτη και ένα μήνα (από τις 11 Ιανουαρίου 2000 έως τις 5 Μαρτίου 2004), η Επιτροπή προσαύξησε το αρχικό ποσό του προστίμου της επιχειρήσεως αυτής κατά 40 %. Επομένως, το βασικό ποσό του προστίμου καθορίστηκε στα 79 750 000 ευρώ για την Kone, στα 108 035 000 ευρώ για την Otis, στα 35 525 000 ευρώ για τη Schindler, στα 26 350 000 ευρώ για την ThyssenKrupp και στα 11 900 000 για τη ΜΕΕ (αιτιολογικές σκέψεις 695 και 696 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Η Επιτροπή έκρινε ότι η ThyssenKrupp πρέπει να θεωρηθεί υπότροπος και προσαύξησε περαιτέρω το πρόστιμό της κατά 50 % λόγω της επιβαρυντικής αυτής περιστάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 697, 698 και 715 έως 720 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Δεν διαπιστώθηκε η συνδρομή καμίας ελαφρυντικής περιστάσεως προς όφελος των οικείων επιχειρήσεων (αιτιολογικές σκέψεις 724 έως 726, 731, 732, 737, 739 έως 741, 745 έως 748 και 751 έως 755 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Κατ’ εφαρμογή της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, στην Otis χορηγήθηκε πλήρης απαλλαγή από τα πρόστιμα. Στην ThyssenKrupp χορηγήθηκε, αφενός, μείωση του ποσού του προστίμου της τάξεως του 40 %, εντός των προβλεπόμενων ορίων του σημείου 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της εν λόγω ανακοινώσεως, και, αφετέρου, μείωση του ποσού του προστίμου της τάξεως του 1 %, λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών. Στις Schindler και ΜΕΕ χορηγήθηκε μείωση του ποσού του προστίμου της τάξεως του 1 %, λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών (αιτιολογικές σκέψεις 836 έως 855 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

32      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως ακολούθως:

«Άρθρο πρώτο

1.      Όσον αφορά το Βέλγιο, οι ακόλουθες επιχειρήσεις παραβίασαν το άρθρο 81 [ΕΚ], συμφωνώντας, ανά τακτά χρονικά διαστήματα και από κοινού, κατά τη διάρκεια των προσδιοριζόμενων περιόδων, στο πλαίσιο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών σε εθνικό επίπεδο σχετικών με ανελκυστήρες και κυλιόμενες κλίμακες, να καταμερίζουν τις αγορές, να κατανέμουν μεταξύ τους δημόσιους και ιδιωτικούς διαγωνισμούς και άλλες συμβάσεις βάσει προκαθορισμένων ποσοστών σε σχέση με την πώληση και εγκατάσταση, και να μην υιοθετούν ανταγωνιστική συμπεριφορά σε σχέση με τις συμβάσεις συντηρήσεως και εκσυγχρονισμού:

–        η Kone: η [KC] και η [Kone Belgique]: από τις 9 Μαΐου 1996 έως τις 29 Ιανουαρίου 2004·

–        η Otis: η [UTC], η [OEC] και η [Otis Belgique]: από τις 9 Μαΐου 1996 έως τις 29 Ιανουαρίου 2004·

–        η Schindler: η Schindler Holding […] και η [Schindler Belgique]: από τις 9 Μαΐου 1996 έως τις 29 Ιανουαρίου 2004· και

–        η ThyssenKrupp: η [TKAG], η [TKE] και η [TKLA]: από τις 9 Μαΐου 1996 έως τις 29 Ιανουαρίου 2004.

2.      Όσον αφορά τη Γερμανία, οι ακόλουθες επιχειρήσεις παραβίασαν το άρθρο 81 [ΕΚ], συμφωνώντας, ανά τακτά χρονικά διαστήματα και από κοινού, κατά τη διάρκεια των προσδιοριζόμενων περιόδων, στο πλαίσιο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών σε εθνικό επίπεδο σχετικών με ανελκυστήρες και κυλιόμενες κλίμακες, να καταμερίζουν τις αγορές, να κατανέμουν μεταξύ τους δημόσιους και ιδιωτικούς διαγωνισμούς και άλλες συμβάσεις βάσει προκαθορισμένων ποσοστών σε σχέση με την πώληση και εγκατάσταση:

–        η Kone: η [KC] και η [Kone Allemagne]: από την 1η Αυγούστου 1995 έως τις 5 Δεκεμβρίου 2003·

–        η Otis: η [UTC], η [OEC] και η [Otis Allemagne]: από την 1η Αυγούστου 1995 έως τις 5 Δεκεμβρίου 2003·

–        η Schindler: η Schindler Holding […] και [Schindler Allemagne]: από την 1η Αυγούστου 1995 έως τις 5 Δεκεμβρίου 2003· και

–        η ThyssenKrupp: η [TKAG], η [TKE], η [TKA] και [TKF]: από την 1η Αυγούστου 1995 έως τις 5 Δεκεμβρίου 2003.

3.      Όσον αφορά το Λουξεμβούργο, οι ακόλουθες επιχειρήσεις παραβίασαν το άρθρο 81 [ΕΚ], συμφωνώντας, ανά τακτά χρονικά διαστήματα και από κοινού, κατά τη διάρκεια των προσδιοριζόμενων περιόδων, στο πλαίσιο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών σε εθνικό επίπεδο σχετικών με ανελκυστήρες και κυλιόμενες κλίμακες, να καταμερίζουν τις αγορές, να κατανέμουν μεταξύ τους δημόσιους και ιδιωτικούς διαγωνισμούς και άλλες συμβάσεις βάσει προκαθορισμένων ποσοστών σε σχέση με την πώληση και εγκατάσταση, και να μην υιοθετούν ανταγωνιστική συμπεριφορά όσον αφορά τις συμβάσεις συντηρήσεως και εκσυγχρονισμού:

–        η Kone: η [KC] και η [Kone Luxembourg]: από τις 7 Δεκεμβρίου 1995 έως τις 29 Ιανουαρίου 2004·

–        η Otis: η [UTC], η [OEC], και η [Otis Belgique], η [GTO] και η [GT]: από τις 7 Δεκεμβρίου 1995 έως τις 29 Ιανουαρίου 2004·

–        η Schindler: η Schindler Holding […] και η [Schindler Luxembourg]: από τις 7 Δεκεμβρίου 1995 έως τις 29 Ιανουαρίου 2004· και

–        ThyssenKrupp: η [TKAG], η [TKE] και η [TKAL]: από τις 7 Δεκεμβρίου 1995 έως τις 29 Ιανουαρίου 2004.

4.      Όσον αφορά τις Κάτω Χώρες, οι ακόλουθες επιχειρήσεις παραβίασαν το άρθρο 81 [ΕΚ], συμφωνώντας, ανά τακτά χρονικά διαστήματα και από κοινού, κατά τη διάρκεια των προσδιοριζόμενων περιόδων, στο πλαίσιο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών σε εθνικό επίπεδο σχετικών με ανελκυστήρες και κυλιόμενες κλίμακες, να καταμερίζουν τις αγορές, να κατανέμουν μεταξύ τους δημόσιους και ιδιωτικούς διαγωνισμούς και άλλες συμβάσεις βάσει προκαθορισμένων ποσοστών όσον αφορά την πώληση και εγκατάσταση, και να μην υιοθετούν ανταγωνιστική συμπεριφορά σε σχέση με τις συμβάσεις συντηρήσεως και εκσυγχρονισμού:

–        η Kone: η [KC] και η [Kone Pays-Bas]: από την 1η Ιουνίου 1999 έως τις 5 Μαρτίου 2004·

–        η Otis: η [UTC], η [OEC] και η [Otis Pays-Bas]: από τις 15 Απριλίου 1998 έως τις 5 Μαρτίου 2004·

–        η Schindler: η Schindler Holding […] και η [Schindler Pays-Bas]: από την 1η Ιουνίου 1999 έως τις 5 Μαρτίου 2004·

–        η ThyssenKrupp: η [TKAG] και η [TKL]: από τις 15 Απριλίου 1998 έως τις 5 Μαρτίου 2004· και

–        η [MEE]: από τις 11 Ιανουαρίου 2000 έως τις 5 Μαρτίου 2004.

Άρθρο 2

1. Για τις διαπραχθείσες στο Βέλγιο παραβάσεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

–        στην Kone: στις [KC] και [Kone Belgique], εις ολόκληρον: 0 ευρώ·

–        στην Otis: στις [UTC], [OEC] και [Otis Belgique], εις ολόκληρον: 47 713 050 ευρώ·

–        στη Schindler: στις Schindler Holding […] και Schindler Belgique], εις ολόκληρον: 69 300 000 ευρώ· και

–        στην ThyssenKrupp: στις [TKAG], [TKE] και [TKLA], εις ολόκληρον: 68 607 000 ευρώ.

2. Για τις διαπραχθείσες στη Γερμανία παραβάσεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

–        στην Kone: στις [KC] και [Kone Allemagne], εις ολόκληρον: 62 370 000 ευρώ·

–        στην Otis: στις [UTC], [OEC] και [Otis Allemagne], εις ολόκληρον: 159 043 500 ευρώ·

–        στη Schindler: στις Schindler Holding […] και [Schindler Allemagne], εις ολόκληρον: 21 458 250 ευρώ· και

–        στην ThyssenKrupp: στις [TKAG], [TKE], [TKA] και [TKF], εις ολόκληρον: 374 220 000 ευρώ.

3. Για τις διαπραχθείσες στο Λουξεμβούργο παραβάσεις του άρθρου 1, παράγραφος 3, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

–        στην Kone: στις [KC] και [Kone Luxembourg], εις ολόκληρον: 0 ευρώ·

–        στην Otis: στις [UTC], [OEC], [Otis Belgique], [GTO] και [GT], εις ολόκληρον: 18 176 400 ευρώ·

–        στη Schindler: στις Schindler Holding […] και [Schindler Luxembourg], εις ολόκληρον: 17 820 000 ευρώ· και

–        στην ThyssenKrupp: στις [TKAG], [TKE] και [TKAL], εις ολόκληρον: 13 365 000 ευρώ.

4. Για τις διαπραχθείσες στις Κάτω Χώρες παραβάσεις του άρθρου 1, παράγραφος 4, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

–        στην Kone: στις [KC] και [Kone Pays-Bas], εις ολόκληρον: 79 750 000 ευρώ·

–        στην Otis: στις [UTC], [OEC] και [Otis Pays-Bas], εις ολόκληρον: 0 ευρώ·

–        στη Schindler: στις Schindler Holding […] και [Schindler Pays-Bas], εις ολόκληρον: 35 169 750 ευρώ·

–        στην ThyssenKrupp: στις [TKAG] και [TKL], εις ολόκληρον: 23 477 850 ευρώ· και

–        στη [MEE]: 1 841 400 ευρώ.

[…]»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

33      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) στις 7 Μαΐου 2007 (στις υποθέσεις T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07) και στις 8 Μαΐου 2007 (στην υπόθεση T-154/07), οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

34      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία στις υπό κρίση υποθέσεις και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας τα οποία προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους και τους κάλεσε να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

35      Οι διάδικοι των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά τις επ’ ακροατηρίου συζητήσεις της 3ης, της 7ης και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009. Κατόπιν τούτου, η προφορική διαδικασία στις υποθέσεις ‑144/07 και T‑148/07 περατώθηκε.

36      Κατόπιν σχετικής αιτήσεως που τους απηύθυνε το Γενικό Δικαστήριο κατά τις επ’ ακροατηρίου συζητήσεις, οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑147/07, T-149/07, T‑150/07 και T‑154/07 προσκόμισαν ορισμένα έγγραφα.

37      Με έγγραφα της 14ης και 15ης Σεπτεμβρίου 2009, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου «διορθωτικό», σχετικό με τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από εσφαλμένη διαπίστωση υποτροπής.

38      Με διατάξεις της 20ής Οκτωβρίου 2009, επαναλήφθηκε η προφορική διαδικασία στις υποθέσεις T‑144/07 και T‑148/07.

39      Τα «διορθωτικά» των προσφευγουσών περιελήφθησαν στη δικογραφία των υποθέσεων που αναφέρονται με τη σκέψη 37 ανωτέρω. Η Επιτροπή κατέθεσε παρατηρήσεις επί των εν λόγω διορθωτικών και επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι τα έγγραφα αυτά είναι απαράδεκτα. Οι προσφεύγουσες κατέθεσαν παρατηρήσεις συναφώς και, εν συνεχεία, περατώθηκε η προφορική διαδικασία στις υποθέσεις αυτές.

40      Αφού άκουσε τους διαδίκους στις αγορεύσεις τους επί του ζητήματος αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υπό κρίση υποθέσεων προς έκδοση κοινής αποφάσεως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 50 του κανονισμού διαδικασίας.

41      Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέτρο που τις αφορά·

–        επικουρικώς, να μειώσει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

42      Σε κάθε υπόθεση, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της ουσίας

1.     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

43      Με τις προσφυγές που άσκησαν οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 επιδιώκεται διττός σκοπός, ήτοι, κυρίως, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και, επικουρικώς, να ακυρωθεί ή να μειωθεί το ποσό των προστίμων που επιβλήθηκαν στις προσφεύγουσες.

44      Προς στήριξη των προσφυγών τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν δέκα λόγους ακυρώσεως. Οι δύο πρώτοι λόγοι, αντλούμενοι αντιστοίχως από αναρμοδιότητα της Επιτροπής και από τον καταχρηστικό χαρακτήρα της διαδικασίας αποδείξεως όσον αφορά την ευθύνη εις ολόκληρον για την παράβαση, εντάσσονται στο πλαίσιο των αιτημάτων ακυρώσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

45      Οι λοιποί οκτώ λόγοι που προβάλλουν οι προσφεύγουσες αφορούν τον καθορισμό του ποσού των προστίμων και, κατά συνέπεια, εντάσσονται στο πλαίσιο των αιτημάτων ακυρώσεως ή μειώσεως των προστίμων. Ο πρώτος λόγος, που προβάλλουν οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07, αντλείται από παραβίαση της αρχής non bis in idem. Ο δεύτερος λόγος, που προβάλλουν οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07, αντλείται από παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού των προστίμων βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως. Ο τρίτος λόγος, που προβάλλουν όλες οι προσφεύγουσες, αντλείται από παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, από παραβίαση του άρθρου 253 ΕΚ και από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως κατά την εφαρμογή του πολλαπλασιαστικού συντελεστή κατηγορίας προκειμένου να ληφθεί υπόψη το αποτρεπτικό αποτέλεσμα κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού των προστίμων. Ο τέταρτος λόγος, που προβάλλουν όλες οι προσφεύγουσες, αντλείται από παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας καθώς και από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά την προσαύξηση κατά 50 % του βασικού ποσού των προστίμων λόγω υποτροπής. Ο πέμπτος λόγος, που προβάλλουν όλες οι προσφεύγουσες, αντλείται από παραβίαση της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία και από παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως κατά την αξιολόγηση του βαθμού συνεργασίας των προσφευγουσών. Ο έκτος λόγος, που προβάλλουν όλες οι προσφεύγουσες, αντλείται από παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ίσης μεταχειρίσεως, της αναλογικότητας και της χρηστής διοικήσεως κατά τον καθορισμό του ποσού μειώσεως των προστίμων που χορηγήθηκε λόγω συνεργασίας στο πλαίσιο της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία. Ο έβδομος λόγος, που προβάλλουν όλες οι προσφεύγουσες, αντλείται από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Τέλος, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως, που προβάλλουν οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07, αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας κατά τον υπολογισμό του τελικού ποσού των προστίμων.

2.     Επί των αιτημάτων ακυρώσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως

 Επί του λόγου που αντλείται από αναρμοδιότητα της Επιτροπής

46      Ο παρών λόγος ακυρώσεως θα αναλυθεί κατά τα δύο σκέλη του. Το πρώτο σκέλος αντλείται από παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, στο μέτρο που οι οικείες συμπράξεις δεν επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Το δεύτερο σκέλος, που προβάλλεται επικουρικώς, αντλείται από παραβίαση του κανονισμού 1/2003, από παραβίαση της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου των αρχών ανταγωνισμού (ΕΕ 2004, C 101, σ. 43) (στο εξής: ανακοίνωση για τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου) και από παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει παραχωρήσει στις ενδιαφερόμενες εθνικές αρχές την πρωτοβουλία κινήσεως της διαδικασίας κατά των παραβάσεων.

 Επί του πρώτου σκέλους, αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, στο μέτρο που οι οικείες συμπράξεις δεν επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών

47      Με την αιτιολογική σκέψη 602 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι «η εφαρμογή και η υλοποίηση, εκ μέρους των τεσσάρων κατασκευαστών ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων (στους οποίους περιλαμβάνεται και η ΜΕΕ στην περίπτωση των Κάτω Χωρών), του συστήματος ανάθεσης έργων, σε κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, λαμβανομένων υπόψη των πολιτικών παραπομπής των πελατών που υιοθετούσαν οι εν λόγω κατασκευαστές, ήταν σε θέση να προκαλέσουν εκτροπή του εμπορίου από την πορεία που θα είχε ακολουθήσει στην αντίθετη περίπτωση». Η Επιτροπή στηρίζει την εκτίμησή της αυτή στα ακόλουθα στοιχεία.

48      Πρώτον, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι «στο εσωτερικό της Ένωσης, λαμβάνουν χώρα ορισμένες διασυνοριακές συναλλαγές που αφορούν την πώληση και εγκατάσταση ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων καθώς και την παροχή υπηρεσιών συντήρησης και εκσυγχρονισμού» (αιτιολογική σκέψη 86 της προσβαλλόμενης αποφάσεως· βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 596 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

49      Κατά την Επιτροπή, ο φάκελός της «περιλαμβάνει πολλά παραδείγματα διασυνοριακών συναλλαγών στις οποίες εμπλέκονται ουσιαστικά ΜΜΕ (μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις), αλλά επίσης τουλάχιστον μια μεγάλη επιχείρηση, [η ΜΕΕ, η οποία] προμηθεύει και τη βελγική αγορά μέσω της θυγατρικής της στις Κάτω Χώρες» (αιτιολογική σκέψη 87 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Επιπλέον, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι «οι τέσσερις κύριοι κατασκευαστές ανταποκρίνονται επίσης ενίοτε σε διασυνοριακού χαρακτήρα προσκλήσεις για την υποβολή προσφορών εντός της Ένωσης» και παραθέτει ορισμένα παραδείγματα προς στήριξη αυτής της θέσης (αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλόμενης αποφάσεως· βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 78 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Κατά την Επιτροπή, «οι πελάτες τείνουν ολοένα και περισσότερο να επιλέγουν προμηθευτές εκτός των εθνικών συνόρων» (αιτιολογική 596 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

50      Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, υπάρχει «τάση σύμφωνα με την οποία οι μεγάλες επιχειρήσεις (πολυεθνικές) και οι όμιλοι επιχειρήσεων που έχουν παρουσία σε πολλά κράτη μέλη, όπως είναι οι διεθνείς ξενοδοχειακές αλυσίδες, προτιμούν να συνάπτουν συμβάσεις που καλύπτουν περισσότερα του ενός κράτη μέλη (αιτιολογική σκέψη 89 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

51      Δεύτερον, η Επιτροπή παραπέμπει στην πολιτική παραπομπής πελατών που εφαρμόζουν οι τέσσερις μεγαλύτεροι κατασκευαστές ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων στην Ευρώπη. Κατά την Επιτροπή, «ο αριθμός των διασυνοριακών συναλλαγών θα ήταν υψηλότερος αν […] οι εν λόγω κατασκευαστές δεν εφάρμοζαν εσκεμμένα πολιτική που σκοπεί στην απόρριψη σχεδόν όλων των διασυνοριακών αιτήσεων καθορισμού τιμών και στην παραπομπή των πελατών στην οικεία εθνική θυγατρική (αιτιολογική σκέψη 90 της προσβαλλόμενης αποφάσεως· βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 596 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

52      Τρίτον, στο πλαίσιο της νομικής της εκτιμήσεως, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι «το γεγονός ότι οριζόντια σύμπραξη καλύπτει ένα και μόνον κράτος μέλος δεν σημαίνει ότι οι παράνομες συμφωνίες δεν μπορούν να επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών» (αιτιολογική σκέψη 595 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Επιπλέον, το θεσμικό αυτό όργανο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, «[η] επιρροή που μπορεί να ασκεί μια συμφωνία στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο εκτιμάται ιδίως ενόψει της θέσεως και της σημασίας των συμβαλλομένων στην αγορά των οικείων προϊόντων [απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 1998, C‑306/96, Javico, Συλλογή 1998, σ. I‑1983, σκέψη] (αιτιολογική σκέψη 600 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Η Επιτροπή υποστηρίζει περαιτέρω ότι, «[λαμβανομένης υπόψη της] σημασίας του τμήματος του κύκλου εργασιών που πραγματοποιούν οι τέσσερις κύριοι κατασκευαστές ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων στον τομέα των πωλήσεων, της εγκατάστασης, της συντήρησης και του εκσυγχρονισμού ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων και δεδομένου ότι οι εν λόγω κατασκευαστές προέβλεψαν και εφάρμοσαν, σε συνδυασμό με την πολιτική παραπομπής πελατών, ένα σύστημα ανάθεσης έργων εκτεινόμενο στο σύνολο της επικράτειας του Βελγίου, του Λουξεμβούργου, της Γερμανίας και των Κάτω Χωρών, αντιστοίχως, συνάγεται ότι επηρεάστηκε αρνητικά η ικανότητα των αλλοδαπών επιχειρήσεων να πωλήσουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους στις εν λόγω χώρες καθόσον, στις χώρες αυτές, είχαν να αντιμετωπίσουν όμιλο κατασκευαστών που συνολικώς αντιπροσώπευε το μεγαλύτερο τμήμα της προσφοράς στην αγορά» (αιτιολογική σκέψη 600 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

53      Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T-144/07, T-147/07, T-148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T-154/07 υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι παραβάσεις δεν επηρέασαν αισθητά το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, οπότε δεν συνιστούν παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ.

54      Όπως προκύπτει από τη διατύπωση των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, για να έχουν οι κανόνες περί ανταγωνισμού της Ένωσης εφαρμογή σε μια σύμπραξη ή μια καταχρηστική πρακτική, πρέπει αυτή να μπορεί να έχει επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2006, C‑295/04 έως C‑298/04, Manfredi κ.λπ., Συλλογή 2006. σ. I‑6619, σκέψη 40).

55      Η ερμηνεία και η εφαρμογή της προϋποθέσεως αυτής σχετικά με τις συνέπειες για το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών πρέπει να στηρίζονται στον σκοπό της εν λόγω προϋποθέσεως, ο οποίος συνίσταται στον καθορισμό των ορίων μεταξύ δικαίου της Ένωσης και εθνικών δικαίων σε θέματα ρυθμίσεως του ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, εμπίπτει στον τομέα του δικαίου της Ένωσης κάθε σύμπραξη και κάθε πρακτική δυνάμενη να διακυβεύσει το ελεύθερο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, υπονομεύοντας την υλοποίηση των στόχων περί πραγματοποιήσεως ενιαίας αγοράς μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως μέσω της στεγανοποιήσεως των εθνικών αγορών, ή της τροποποιήσεως της διαρθρώσεως του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς (προπαρατεθείσα στη σκέψη 54 ανωτέρω απόφαση Manfredi κ.λπ., σκέψη 41· αποφάσεις της 23ης Νοεμβρίου 2006, C‑238/05, Asnef-Equifax και Administración del Estado, Συλλογή 2006, σ. I‑11125, σκέψη 33, και της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑407/04 P, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑829, σκέψη 89).

56      Για να μπορεί μια απόφαση, συμφωνία ή πρακτική να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, πρέπει, βάσει ενός συνόλου νομικών ή πραγματικών στοιχείων, να πιθανολογείται επαρκώς ότι η οικεία απόφαση, συμφωνία ή πρακτική μπορεί να ασκήσει επιρροή, άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική, στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, τούτο δε κατά τρόπο δυνάμενο να εμποδίσει την υλοποίηση της ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών μελών. Επιπλέον, πρέπει η επιρροή αυτή να μην είναι ασήμαντη (αποφάσεις Javico, προπαρατεθείσα στη σκέψη 52, σκέψη 16· της 21ης Ιανουαρίου 1999, Bagnasco κ.λπ., C-215/96 και C‑216/96, Συλλογή 1999, σ. I-135, σκέψη 47· προπαρατεθείσα στη σκέψη 54 ανωτέρω απόφαση Manfredi κ.λπ., σκέψη 42· προπαρατεθείσες στη σκέψη 55 ανωτέρω αποφάσεις Asnef-Equifax και Administración del Estado και Dalmine κατά Επιτροπής, σκέψεις 34 και 90 αντιστοίχως).

57      Επομένως, η διαπίστωση επιπτώσεων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο προϋποθέτει εν γένει τη συνδρομή πολλών παραγόντων, οι οποίοι, εκτιμώμενοι μεμονωμένα, δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη καθοριστικοί (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 56 ανωτέρω απόφαση Bagnasco κ.λπ., σκέψη 47· προαναφερθείσα στη σκέψη 54 ανωτέρω απόφαση Manfredi κ.λπ., σκέψη 43· προαναφερθείσα στη σκέψη 55 ανωτέρω απόφαση Asnef-Equifax et Administración del Estado, σκέψη 35).

58      Κατά τις προσφεύγουσες, οι παραβάσεις που περιλαμβάνει το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, δεδομένου ότι οι δραστηριότητες στον τομέα των ανελκυστήρων και των κυλιόμενων κλιμάκων είναι οργανωμένες σε εθνικό, και μάλιστα τοπικό, επίπεδο, λαμβανομένου ειδικότερα υπόψη ότι η εγκατάσταση και η συντήρηση ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων συνιστούν εργασίες πεπειραμένων επαγγελματιών που μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο σε τοπικό επίπεδο για λόγους οικονομικής αποτελεσματικότητας, καθόσον είναι ανάγκη να τηρούνται ταχύτατες προθεσμίες παρέμβασης καθώς και οι σχετικές εθνικές νομοθεσίες. Επομένως, διακρατικές συναλλαγές παρατηρούνται μόνον κατ’ εξαίρεση. Η ίδια η Επιτροπή θεωρεί ότι οι συμπράξεις ήταν εθνικές.

59      Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι οι τέσσερις συμπράξεις τις οποίες επισημαίνει το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης αποφάσεως εκτείνονταν στο σύνολο της επικράτειας του Βελγίου, του Λουξεμβούργου, της Γερμανίας και των Κάτω Χωρών (αιτιολογικές σκέψεις 595 και 600 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

60      Από πάγια όμως νομολογία προκύπτει ότι σύμπραξη η οποία εκτείνεται στο σύνολο του εδάφους κράτους μέλους συνεπάγεται, ως εκ της φύσεώς της, την εδραίωση στεγανοποιήσεων εθνικού χαρακτήρα, εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό την οικονομική αλληλοδιείσδυση που επιδιώκει η Συνθήκη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Οκτωβρίου 1972, 8/72, Vereeniging van Cementhandelaren κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 223, σκέψη 29· της 19ης Φεβρουαρίου 2002, C‑309/99, Wouters κ.λπ., Συλλογή 2002, σ. I‑1577, σκέψη 95· προπαρατεθείσα στη σκέψη 54 ανωτέρω απόφαση Manfredi κ.λπ., σκέψη 45, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 55 ανωτέρω απόφαση Asnef-Equifax και Administración del Estado, σκέψη 37· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 22ας Οκτωβρίου 1997, T‑213/95 και T‑18/96, SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1739, σκέψη 179, και της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑5169, σκέψη 180).

61      Από την ως άνω νομολογία προκύπτει ότι υπάρχει, τουλάχιστον, ισχυρό τεκμήριο ότι μια πρακτική που περιορίζει τον ανταγωνισμό και η οποία εφαρμόζεται στο σύνολο του εδάφους ενός κράτους μέλους είναι ικανή να συμβάλει στη στεγανοποίηση των αγορών και να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Το ως άνω τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί μόνον αν η ανάλυση των χαρακτηριστικών της συμφωνίας και του οικονομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται αποδεικνύει το αντίθετο (προπαρατεθείσα στη σκέψη 60 ανωτέρω απόφαση Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 181).

62      Καταρχάς, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07, η Επιτροπή δεν βασίστηκε αποκλειστικά στη νομολογία αυτή προκειμένου να συμπεράνει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι συμπράξεις είναι ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Συγκεκριμένα, από τις σκέψεις 47 έως 52 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή στήριξε τις διαπιστώσεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως και στην ύπαρξη ορισμένων διασυνοριακών συναλλαγών σχετικών με πώληση και εγκατάσταση ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων καθώς και στην παροχή υπηρεσιών συντήρησης και εκσυγχρονισμού στις οποίες μετείχαν ειδικότερα οι τέσσερις κύριοι κατασκευαστές τους οποίους αναφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 87, 88 και 596 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

63      Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με τις ιδιαιτερότητες της οικείας αγοράς, που προβάλλεται ότι αποδεικνύουν τον εθνικό της χαρακτήρα, δεν επηρεάζουν την αποδεικτική ισχύ των εγγράφων αποδεικτικών στοιχείων που παρατίθενται με την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 88 και 90 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), τα οποία πιστοποιούν την ύπαρξη ενδοκοινοτικών συναλλαγών στην αγορά την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση. Το ίδιο ισχύει και για την επιχειρηματολογία τη σχετική με τον εξαιρετικό χαρακτήρα των διακρατικών συναλλαγών, η οποία αμφισβητεί μόνον το κατά πόσον η επίδραση στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών είναι αισθητή και όχι την ύπαρξη καθαυτή των εν λόγω συναλλαγών.

64      Τέλος, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η πολιτική παραπομπής πελατών των Kone, Otis, Schindler και ThyssenKrupp «αποτελεί αφ’ εαυτής ένδειξη ότι οι πελάτες έχουν εν μέρει συμφέρον να καταφεύγουν σε προμηθευτές ευρισκόμενους εκτός των εθνικών συνόρων» (αιτιολογική σκέψη 596 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, τη συμμετοχή αλλοδαπών εταιριών σε εθνικές προσκλήσεις για υποβολή προσφορών (αιτιολογική σκέψη 78 της προσβαλλόμενης αποφάσεως) ή ακόμα την ύπαρξη διεθνικού χαρακτήρα προσκλήσεων για υποβολή προσφορών (αιτιολογική σκέψη 89 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Όπως επισημαίνει και η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 90 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι θεμιτή η διαπίστωση ότι ο αριθμός των διασυνοριακών συναλλαγών θα ήταν μεγαλύτερος αν οι προαναφερθέντες τέσσερις μεγάλοι κατασκευαστές δεν εφάρμοζαν εσκεμμένα πολιτική απόρριψης σχεδόν όλων των διασυνοριακών αιτήσεων και παραπομπής των πελατών στην οικεία εθνική θυγατρική.

65      Συναφώς, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η πολιτική παραπομπής των πελατών υπαγορεύεται από τη φύση της οικείας δραστηριότητας πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, το επιχείρημα αυτό αντιφάσκει προς την ίδια την ύπαρξη ορισμένων διασυνοριακών συναλλαγών στην επίμαχη αγορά.

66      Κατά συνέπεια, συνάγεται ότι η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε, βάσει των διαπιστώσεων περί τα πραγματικά περιστατικά που εκτέθηκαν με τις ανωτέρω σκέψεις της παρούσας αποφάσεως, και κατ’ εφαρμογή πάγιας νομολογίας (βλ. σκέψη 60 ανωτέρω), ότι οι συμπράξεις οι οποίες διαπιστώνονται με το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

67      Όσον αφορά το ζήτημα αν η επιρροή αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί αισθητή, υπενθυμίζεται ότι η επίδραση που μπορεί να ασκήσει μια συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο εκτιμάται, μεταξύ άλλων, λαμβανομένης υπόψη της θέσεως και της σημασίας των συμβαλλομένων μερών στην αγορά των σχετικών προϊόντων (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1980, 99/79, Lancome και Cosparfrance Nederland, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 617, σκέψη 24, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 52 ανωτέρω απόφαση Javico, σκέψη 17· απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιουλίου 1994, T‑77/92, Parker Pen κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑549, σκέψη 40).

68      Οι κατασκευαστές όμως τους οποίους αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση «αντιπροσώπευαν συνολικώς το μεγαλύτερο τμήμα της προσφοράς στην αγορά» (αιτιολογική σκέψη 600 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), ήτοι 81 % περίπου των πωλήσεων ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων (αριθμός για το 2004 που εκφράζει όγκο πωλήσεων). Επομένως, το μέγεθος και η οικονομική ισχύς των κατασκευαστών αυτών ήταν τέτοιας σπουδαιότητας ώστε οι πρακτικές τις οποίες εκθέτει η προσβαλλόμενη απόφαση να μπορούν να επηρεάζουν αισθητά το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 1978, 19/77, Miller International Schallplatten κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 47, σκέψη 10, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 60 ανωτέρω απόφαση SCK και FNK κατά Επιτροπής, σκέψη 181).

69      Επιπλέον, και αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν είχε την υποχρέωση να αποδείξει ότι οι επίδικες συμφωνίες είχαν στην πράξη αισθητή επιρροή στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο ή ακόμα ότι οι διακρατικές συναλλαγές θα αυξάνονταν μετά την παύση των παραβάσεων. Συγκεκριμένα, το μόνο που απαιτεί το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ είναι οι συμφωνίες και οι εναρμονισμένες πρακτικές που περιορίζουν τον ανταγωνισμό να είναι ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (προπαρατεθείσα στη σκέψη 55 ανωτέρω απόφαση Asnef-Equifax και Administración del Estado, σκέψη 43, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2006, T‑217/03 και T‑245/03, FNCBV κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4987, σκέψη 68).

70      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι οι συμπράξεις τις οποίες διαπιστώνει το άρθρο της προσβαλλόμενης αποφάσεως επηρέασαν αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

71      Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους, που αντλείται από παράβαση του κανονισμού 1/2003, από παράβαση της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου και από παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει παραχωρήσει στις ενδιαφερόμενες εθνικές αρχές την πρωτοβουλία κινήσεως της διαδικασίας κατά των παραβάσεων.

72      Με την αιτιολογική σκέψη 543 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή τεκμηριώνει ως ακολούθως την αρμοδιότητά της να εφαρμόσει το άρθρο 81 ΕΚ στις συμπράξεις που διαπιστώνει η εν λόγω απόφαση:

«[…] Ο κανονισμός 1/2003 διατήρησε το κοινοτικό καθεστώς παράλληλης αρμοδιότητας για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ]. Ειδικότερα, δεν μετάβαλε την αρμοδιότητα της Επιτροπής να διεξάγει έρευνες σχετικά με όλες τις φερόμενες παραβάσεις και να εκδίδει αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 81, [ΕΚ], ακόμα και για παραβάσεις των οποίων τα κύρια αποτελέσματα γίνονται αισθητά σε ένα και μόνον κράτος μέλος. Η ανακοίνωση [για τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου] χρησιμεύει ως οδηγός για την κατανομή των καθηκόντων μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών. Ούτε ο κανονισμός 1/2003 ούτε η ανακοίνωση [για τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου] δημιουργεί δικαιώματα ή προσδοκίες για μια επιχείρηση όσον αφορά τον χειρισμό της υποθέσεώς της εκ μέρους συγκεκριμένης αρχής, ενώ τίποτε επίσης δεν εμποδίζει την Επιτροπή να παρεμβαίνει σε περίπτωση φερόμενης παραβάσεως του άρθρου 81 [ΕΚ], ακόμα και σε υποθέσεις που περιορίζονται στο έδαφος ενός και μόνον κράτους μέλους […]».

73      Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι, ακόμα και αν είχε εφαρμογή το άρθρο 81 ΕΚ, η Επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα να κινήσει τη διαδικασία και να επιβάλει πρόστιμα. Η εκ μέρους της Επιτροπής κίνηση της διαδικασίας συνιστά παράβαση της ανακοινώσεως για τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου και παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 35 του κανονισμού 1/2003 καθώς και τα σημεία 8 και 14 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου, οι οικείες εθνικές αρχές ανταγωνισμού μπορούν αποτελεσματικότερα να κινήσουν διαδικασία κατά των παραβάσεων. Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T-148/07, T-149/07 και T-150/07 υποστηρίζουν επίσης ότι η ανακοίνωση για τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου έχει δεσμευτικό αποτέλεσμα έναντι των αρχών ανταγωνισμού, πράγμα που προκύπτει από τις αρχές της νομιμότητας της δημόσιας διοικήσεως, της ίσης μεταχειρίσεως και του σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Τέλος, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07 και T‑149/07 τονίζουν ότι η εκ μέρους των εθνικών αρχών ανταγωνισμού κίνηση διαδικασίας κατά των παραβάσεων θα ήταν αποτελεσματικότερη, δεδομένου του «γλωσσικού κωλύματος» των επιφορτισμένων με τον φάκελο υπαλλήλων της Επιτροπής.

74      Κατά τις εν λόγω προσφεύγουσες, το γεγονός ότι η Επιτροπή άφησε την αυστριακή αρχή ανταγωνισμού να κινήσει τη διαδικασία κατά παράλληλης παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ στην αγορά ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων στην Αυστρία καταδεικνύει τον αυθαίρετο χαρακτήρα της εφαρμογής των αρχών απονομής αρμοδιότητας που προβλέπει η ανακοίνωση για τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου. Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 υποστηρίζουν συναφώς ότι η αντιμετώπιση που τελικώς τους επιφυλάχθηκε ήταν δυσμενέστερη από εκείνη της οποίας θα είχαν τύχει αν είχαν επιληφθεί οι δυνάμει της ανακοινώσεως για τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου αρμόδιες αρχές, καθόσον, στην περίπτωση αυτή, οι αρχές ανταγωνισμού του Βελγίου, του Λουξεμβούργου και των Κάτω Χωρών θα είχαν εκδώσει αποφάσεις περί απαλλαγής προς όφελος των εν λόγω προσφευγουσών.

75      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού, ο κανονισμός 1/2003 καταργεί το προηγούμενο συγκεντρωτικό σύστημα και ρυθμίζει, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, την οργάνωση ενός ευρύτερου δικτύου εθνικών αρχών ανταγωνισμού, παρέχοντας σε αυτές την εξουσία να εφαρμόζουν τους κανόνες του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού 1/2003, τα κράτη μέλη οφείλουν να ορίζουν την αρχή ανταγωνισμού ή τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ ενώ το άρθρο 5 του ίδιου κανονισμού εξουσιοδοτεί τις εν λόγω αρχές να εφαρμόζουν το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Μαρτίου 2007, T‑339/04, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑521, σκέψη 79).

76      Εντούτοις, από τη συνεργασία που καθιερώνει ο κανονισμός 1/2003 μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού δεν μπορεί να συναχθεί ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή όφειλε να έχει παραχωρήσει στις οικείες εθνικές αρχές ανταγωνισμού την πρωτοβουλία κινήσεως της διαδικασίας κατά των διαφόρων παραβάσεων. Αντιθέτως, από τις διατάξεις του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι η Επιτροπή εξακολουθεί να διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στην έρευνα και διαπίστωση παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, ο δε ρόλος αυτός δεν επηρεάζεται από την παράλληλη αρμοδιότητα που διαθέτουν οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού δυνάμει του κανονισμού αυτού. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δικαιούται να κινήσει διαδικασία με σκοπό την έκδοση αποφάσεως ακόμα και σε περίπτωση που εθνική αρχή ανταγωνισμού έχει ήδη επιληφθεί μιας υποθέσεως, κατόπιν διαβουλεύσεως με αυτή την εθνική αρχή. Επιπλέον, σύμφωνα με την ίδια αυτή διάταξη, η κίνηση διαδικασίας από την Επιτροπή συνεπάγεται την αφαίρεση από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών της αρμοδιότητάς τους να εφαρμόζουν τους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης στην υπόθεση αυτή.

77      Όσον αφορά την ανακοίνωση για τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου, η οποία, κατά τις προσφεύγουσες, παραβιάστηκε εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, κατά το σημείο 31 αυτής, δεν παρέχεται ατομικό δικαίωμα στις επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε μια παράβαση να αξιώσουν την εξέταση της υποθέσεως από συγκεκριμένη αρχή. Επομένως, οι προσφεύγουσες αβασίμως υποστηρίζουν ότι, κατά τα προβλεπόμενα στην εν λόγω ανακοίνωση, είχαν δικαίωμα ή εύλογη προσδοκία να κινηθεί από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού η διαδικασία κατά των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 75 ανωτέρω απόφαση France Télécom κατά Επιτροπής, σκέψη 83).

78      Συνεπώς, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε, με την αιτιολογική σκέψη 543 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι «ούτε ο κανονισμός 1/2003 ούτε η ανακοίνωση [για τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου] δημιουργεί δικαιώματα ή προσδοκίες για μια επιχείρηση όσον αφορά τον χειρισμό της υποθέσεώς της εκ μέρους συγκεκριμένης αρχής».

79      Επιπλέον, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η ανακοίνωση για τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου είναι ικανή να δημιουργήσει δικαιώματα ή να στηρίξει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη μιας επιχειρήσεως όσον αφορά τον χειρισμό της υποθέσεώς της εκ μέρους συγκεκριμένης αρχής, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών, που βασίζεται στα σημεία 8 και 14 της εν λόγω ανακοινώσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

80      Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι το σημείο 8 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου, το οποίο καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες «μια αρχή μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη για να επιληφθεί δεδομένης υποθέσεως», στερείται δεσμευτικού αποτελέσματος. Από τη χρήση του ρήματος «μπορεί» προκύπτει ότι πρόκειται, απλώς, για έναν από τους δυνατούς τρόπους καταμερισμού των καθηκόντων και όχι για επιβολή στην Επιτροπή της υποχρεώσεως να μην επιλαμβάνεται υποθέσεως ή να μην πραγματοποιεί έρευνες σε σχέση με αυτή οσάκις πληρούνται οι προϋποθέσεις του σημείου 8 (προπαρατεθείσα απόφαση France Télécom κατά Επιτροπής, σκέψη 84).

81      Δεύτερον, στο μέτρο που το σημείο 14 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου μπορεί να δημιουργήσει δικαιώματα ή να θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, καθόσον ορίζει ότι η Επιτροπή «ενδείκνυται» όλως ιδιαιτέρως όταν πληρούνται ορισμένες απαριθμούμενες προϋποθέσεις, επιβεβαιώνει απλώς την αρμοδιότητα του οργάνου αυτού να χειριστεί την υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το σημείο 14 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή «ενδείκνυται όλως ιδιαιτέρως όταν μία ή περισσότερες συμφωνίες ή πρακτικές […] παράγουν συνέπειες για τον ανταγωνισμό σε περισσότερα από τρία κράτη μέλη», πράγμα που ισχύει στην περίπτωση των παραβάσεων που διαπιστώνονται με την προσβαλλόμενη απόφαση.

82      Τρίτον, όσον αφορά το σημείο 15 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου, το οποίο, ελλείψει ενιαίας παραβάσεως, συνιστά, κατά τις προσφεύγουσες, τη μόνη βάση της αρμοδιότητας της Επιτροπής, και του οποίου οι προϋποθέσεις δεν συντρέχουν εν προκειμένω, αρκεί να επισημανθεί ότι, όπως υποστήριξε και η Επιτροπή, η διάταξη αυτή στερείται λυσιτέλειας για την υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι αφορά υποθετική περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή ενδείκνυται όλως ιδιαιτέρως για να χειριστεί ορισμένη υπόθεση.

83      Δεδομένου ότι δεν διαπιστώνεται εν προκειμένω καμία παράβαση της ανακοινώσεως για τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου, δεν χρειάζεται να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της φερόμενης παραβίασης των αρχών της νομιμότητας της δημόσιας διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως, που αποτελούν τη βάση του δεσμευτικού αποτελέσματος της εν λόγω ανακοινώσεως.

84      Κατά δεύτερο λόγο, ούτε η εκ μέρους της αυστριακής αρχής ανταγωνισμού έκδοση αποφάσεως σχετικής με παράλληλη εθνική παράβαση είναι ικανή να αποδείξει ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει παραχωρήσει στις οικείες εθνικές αρχές ανταγωνισμού την πρωτοβουλία κινήσεως της διαδικασίας κατά των παραβάσεων στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την ανάλυση που εκτέθηκε με τις σκέψεις 75 έως 78 ανωτέρω, καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν επιβάλλει τέτοια υποχρέωση στην Επιτροπή. Επιπλέον, από τις επεξηγήσεις της Επιτροπής συνάγεται ότι η προσέγγιση που ακολούθησε το θεσμικό αυτό όργανο σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυθαίρετη. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι οι έρευνες που αφορούσαν τις τέσσερις συμπράξεις που διαπίστωσε η προσβαλλόμενη απόφαση άρχισαν 32 μήνες πριν κινηθεί η διαδικασία έρευνας σχετικά με τη σύμπραξη στην Αυστρία και ότι, κατά τον χρόνο υποβολής της πρώτης αιτήσεως δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία σε σχέση με τη σύμπραξη στην Αυστρία, οι έρευνες σχετικά με τις συμπράξεις που διαπίστωσε η προσβαλλόμενη απόφαση είχαν ήδη ολοκληρωθεί ενώ είχε ήδη συνταχθεί προσχέδιο αποφάσεως. Επομένως, ο περιορισμός της έρευνας της Επιτροπής στις τέσσερις συμπράξεις που διαπίστωσε η προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογήθηκε από τον κίνδυνο καθυστέρησης στον χειρισμό των υποθέσεων αυτών.

85      Κατά τρίτο λόγο, οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑144/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 δεν μπορούν να παραπέμπουν σε πιθανολογούμενες αποφάσεις περί απαλλαγής τις οποίες επρόκειτο να εκδώσουν υπέρ αυτών οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού του Βελγίου, του Λουξεμβούργου και των Κάτω Χωρών προκειμένου να στηρίξουν την επιχειρηματολογία τους ότι η Επιτροπή όφειλε να παραχωρήσει στις εν λόγω αρχές την πρωτοβουλία κινήσεως της διαδικασίας κατά των παραβάσεων. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω εθνικές αποφάσεις ήταν προσωρινής φύσεως (βλ. σκέψεις 167 έως 174 κατωτέρω) και εντάσσονταν το πολύ στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δικαιούται, ανά πάσα στιγμή, να κινήσει τη σχετική διαδικασία, αφαιρώντας κατά τον τρόπο αυτό από τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών τη σχετική αρμοδιότητά τους.

86      Κατά τέταρτο λόγο, το επιχείρημα των προσφευγουσών των υποθέσεων T‑147/07 και T‑149/07 που αντλείται από το φερόμενο «γλωσσικό κώλυμα» των επιφορτισμένων με τον φάκελο υπαλλήλων της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι η Επιτροπή αποτελεί πολύγλωσσο θεσμικό όργανο που πρέπει να θεωρείται ικανό να εργάζεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψη 640). Επιπλέον, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να υποστηρίζουν ούτε ότι η κοινοποίηση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και της προσβαλλόμενης αποφάσεως στην αγγλική γλώσσα, τη στιγμή που αυτές είχαν χρησιμοποιήσει τη γερμανική ή την ολλανδική γλώσσα στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, έθιξε την άσκηση των δικαιωμάτων τους άμυνας, δεδομένου ότι οι εν λόγω προσφεύγουσες παραδέχονται ότι είχαν συναινέσει στην κοινοποίηση των εγγράφων στην αγγλική γλώσσα και ότι, εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματά τους δεν είναι τεκμηριωμένα.

87      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το δεύτερο σκέλος του παρόντος λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

88      Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος που αντλείται από αναρμοδιότητα της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του λόγου που αντλείται από παραβίαση των αρχών που διέπουν τον καταλογισμό της ευθύνης για τις παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ, του τεκμηρίου αθωότητας, της εξατομικεύσεως των ποινών και της ίσης μεταχειρίσεως, από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας καθώς και από παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ κατά τον καταλογισμό στις μητρικές εταιρίες της ευθύνης για τις παραβάσεις που διέπραξαν οι θυγατρικές τους

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

89      Με τον λόγο αυτό, που αφορά, αφενός, τη νομιμότητα της διαπιστώσεως, με το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι οι ενδιαφερόμενες μητρικές εταιρίες διέπραξαν παράβαση και, αφετέρου, τη νομιμότητα των προστίμων που επιβάλλονται στις εν λόγω μητρικές εταιρίες με το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 αμφισβητούν την εις ολόκληρον ευθύνη της TKE και της TKAG για την αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά των θυγατρικών τους στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες.

90      Όσον αφορά την εις ολόκληρον ευθύνη μητρικής εταιρίας για τη συμπεριφορά της θυγατρικής της, υπενθυμίζεται ότι το γεγονός ότι μια θυγατρική εταιρία έχει χωριστή νομική προσωπικότητα δεν αρκεί για να αποκλειστεί η δυνατότητα να καταλογιστεί η συμπεριφορά της στη μητρική εταιρία (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1972, 48/69, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 99, σκέψη 132).

91      Συγκεκριμένα, το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων και η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8237, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

92      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει επίσης ότι, στο πλαίσιο αυτό, η επιχείρηση πρέπει να νοείται ως οικονομική ενότητα, έστω και αν από νομικής απόψεως αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1984, 170/83, Hydrotherm Gerätebau, Συλλογή 1984, σ. 2999, σκέψη 11, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 91 ανωτέρω απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 2000, T‑234/95, DSG κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2603, σκέψη 124). Το Δικαστήριο έχει επίσης τονίσει ότι, για την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, ο τυπικός διαχωρισμός μεταξύ δύο εταιριών, απόρροια της χωριστής νομικής προσωπικότητάς τους, δεν έχει αποφασιστική σημασία, διότι εκείνο που προέχει είναι το αν έχουν ή όχι ενιαία συμπεριφορά στην αγορά. Επομένως, μπορεί να είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί αν δύο εταιρίες με χωριστές νομικές προσωπικότητες αποτελούν ή ανήκουν σε ενιαία επιχείρηση ή οικονομική οντότητα συμπεριφερόμενη κατά τρόπο ενιαίο στην αγορά (προπαρατεθείσα στη σκέψη 90 ανωτέρω απόφαση Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, σκέψη 140, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑325/01, DaimlerChrysler κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3319, σκέψη 85).

93      Οσάκις αυτή η οικονομική οντότητα παραβιάζει τους κανόνες του ανταγωνισμού, ευθύνεται, κατά την αρχή της προσωπικής ευθύνης, για την παράβαση αυτή (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 91 ανωτέρω απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

94      Επομένως, η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία, ιδίως, όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, ενόψει, ιδίως, των υφισταμένων μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑294/98 P, Metsä-Serla κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑10065, σκέψη 27· της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 117, προπαρατεθείσα στη σκέψη 91 ανωτέρω απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 58, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

95      Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία συναποτελούν τμήμα της ίδιας οικονομικής οντότητας και, επομένως, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας στη σκέψη 91 ανωτέρω νομολογίας. Συνεπώς, το γεγονός ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου στη μητρική εταιρία, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει την εμπλοκή της εταιρίας αυτής στην παράβαση (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 91 ανωτέρω απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 59).

96      Στην ειδική περίπτωση στην οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης, αφενός, η μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 91 ανωτέρω απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

97      Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής προκειμένου να συναχθεί ότι η μητρική ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει τη μητρική εταιρία υπεύθυνη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, αποδείξει ότι, κατ’ ουσίαν, η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 91 ανωτέρω απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

98      Επιπλέον, μολονότι το Δικαστήριο, με τις σκέψεις 28 και 29 της αποφάσεώς του της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I‑9925), αναφέρθηκε, πέραν της κατοχής του 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής, και σε άλλες περιστάσεις, όπως είναι η μη αμφισβήτηση της επιρροής που ασκεί η μητρική εταιρία επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής της και η κοινή εκπροσώπηση των δύο εταιριών κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, εντούτοις, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στις περιστάσεις αυτές μόνον προκειμένου να εκθέσει το σύνολο των στοιχείων επί των οποίων το Πρωτοδικείο είχε στηρίξει τη συλλογιστική του και όχι για να εξαρτήσει την εφαρμογή του τεκμηρίου, περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 96 ανωτέρω, από την παροχή πρόσθετων ενδείξεων όσον αφορά την εκ μέρους της μητρικής εταιρίας πραγματική άσκηση επιρροής (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 91 ανωτέρω απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 62).

99      Ο καταλογισμός της ευθύνης στις TKEL και ΤΚΕ για τις παραβάσεις που διέπραξαν οι TKLA, TKA, TKF και TKAL καθώς και ο καταλογισμός της ευθύνης στην TKAG για την παράβαση που διέπραξε η TKL πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα των αρχών που υπομνήσθηκαν ανωτέρω.

 Επί του καταλογισμού της ευθύνης στην TKE και στην TKAG για τις παραβάσεις που διαπιστώνει το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης αποφάσεως

100    Με τις αιτιολογικές σκέψεις 634, 635, 636 και 641 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι η ΤΚΕ έπρεπε, ως ενδιάμεση μητρική εταιρία κατά 100 %, να θεωρηθεί αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνη για τις παραβάσεις που διέπραξαν οι θυγατρικές της TKLA, TKAL, TKA και TKF, αντιστοίχως, στο Βέλγιο, στο Λουξεμβούργο και στη Γερμανία. Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι η TKAG έπρεπε, ως αρχική μητρική εταιρία κατά 100 % να θεωρηθεί αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνη για τις παραβάσεις που διέπραξαν οι ίδιες θυγατρικές καθώς και η TKL στις Κάτω Χώρες (αιτιολογικές σκέψεις 634, 635, 636, 637 και 641 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

101    Με την αιτιολογική σκέψη 639 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρινίζει τα ακόλουθα:

«[…] Όπως εκτέθηκε [με την αιτιολογική σκέψη] 619 [της προσβαλλόμενης αποφάσεως], η Επιτροπή θεωρεί αβάσιμο το επιχείρημα της ΤΚΕ ότι το γεγονός ότι στα διοικητικά συμβούλια της ΤΚΕ και των θυγατρικών της δεν υπήρχαν κοινά μέλη κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία διαπράχθηκαν οι παραβάσεις αποκλείει την ευθύνη της. Επιπλέον, όπως εκτέθηκε [με την αιτιολογική σκέψη] 626, για τον καταλογισμό της ευθύνης σε μητρική εταιρία ουδόλως απαιτείται αλληλοεπικάλυψη των δραστηριοτήτων των δύο επιχειρήσεων. Επομένως, η Επιτροπή κρίνει ανεπαρκές το επιχείρημα της ΤΚΕ ότι “η ΤΚΕ αποτελεί απλώς μια ενδιάμεση εταιρία χαρτοφυλακίου που δεν διαχειρίζεται τις τρέχουσες δραστηριότητες των εταιριών που της ανήκουν” και, κατά συνέπεια, ότι η ΤΚΕ δεν μπορούσε να ασκεί επιρροή στις θυγατρικές της. Συγκεκριμένα, στο εσωτερικό μιας και μόνης οικονομικής οντότητας, ευλόγως μπορεί να υποτεθεί ότι η θυγατρική εφαρμόζει κατά το ουσιώδες μέρος τους τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας και ότι δεν είναι αναγκαίο η τελευταία να διαχειρίζεται άμεσα τις τρέχουσες δραστηριότητες της θυγατρικής προκειμένου να διαπιστωθεί η άσκηση αποφασιστικής επιρροής στην εμπορική της πολιτική. Το γεγονός ότι η ΤΚΕ απέστειλε εσωτερική οδηγία στον όμιλο διατάσσοντας τις θυγατρικές της να επικεντρωθούν στις εσωτερικές τους αγορές και ότι οι θυγατρικές συμμορφώθηκαν προς την οδηγία αυτή αποδεικνύει ότι η ΤΚΕ έκανε χρήση της δυνατότητας ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής στις εμπορικές δραστηριότητες των θυγατρικών της. […]»

102    Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης, με την αιτιολογική σκέψη 640 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι «με τις απαντήσεις τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η ΤΚΕ και οι οικείες θυγατρικές της δεν προσκόμισαν κανένα πληροφοριακό στοιχείο που να αποσαφηνίζει τις εταιρικές μεταξύ τους σχέσεις, την ιεραρχική δομή και την υποχρέωση υποβολής εκθέσεων προκειμένου να ανατρέψουν το τεκμήριο κατά το οποίο οι θυγατρικές δεν καθορίζουν αυτόνομα τη συμπεριφορά τους στην αγορά» και καταλήγει ότι «η TKAG και η κατά 100 % θυγατρική της ΤΚΕ δεν κατόρθωσαν να ανατρέψουν το τεκμήριο ευθύνης για τις παραβάσεις που διαπράχθηκαν στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες».

103    Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι παραβιάστηκαν οι αρχές που διέπουν τον καταλογισμό στις μητρικές εταιρίες της ευθύνης για την παραβατική συμπεριφορά των θυγατρικών τους. Επιπλέον, οι εν λόγω προσφεύγουσες προβάλλουν διάφορα επιχειρήματα προκειμένου να αποδείξουν ότι οι θυγατρικές του ομίλου ThyssenKrupp οι οποίες απαριθμούνται στη σκέψη 99 ανωτέρω (στο εξής: θυγατρικές της ThyssenKrupp), καθορίζουν αυτόνομα την εμπορική τους πολιτική, χωρίς παρεμβάσεις από τις μητρικές τους εταιρίες. Τέλος, οι εν λόγω προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και το τεκμήριο αθωότητας, προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας και παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

–       Επί του τεκμηρίου ευθύνης της TKAG και της TKE για τη συμπεριφορά των θυγατρικών τους

104    Πρώτον, επισημαίνεται ότι δεν αμφισβητείται ότι, διαρκούσης της περιόδου κατά την οποία διαπράχθηκαν οι παραβάσεις, στην TKAG ανήκε άμεσα το 100 % του κεφαλαίου της ΤΚΕ, η οποία κατείχε άμεσα το 100 % του κεφαλαίου της ΤΚΑ και έμμεσα το 100 % του κεφαλαίου της TKAL, της TKLA και της TKF. Επιπλέον, η TKAG αποτελούσε την αρχική μητρική εταιρία της TKL. Ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατέθηκε με τη σκέψη 96 ανωτέρω, υφίσταται τεκμήριο κατά οποίο η TKAG και η TKE άσκησαν αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά των αντίστοιχων θυγατρικών τους. Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑149/07 και T‑150/07 δεν μπορούν να υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές που διέπουν την κατανομή του βάρους αποδείξεως όσον αφορά την εξάρτηση των θυγατρικών εταιριών από τη μητρική τους.

105    Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑149/07 και T‑150/07 υποστηρίζουν επιπλέον ότι ο καταλογισμός στη μητρική εταιρία της ευθύνης για τη συμπεριφορά των θυγατρικών της είναι δυνατός μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η εν λόγω μητρική μετέσχε ουσιαστικώς στην παράβαση, σύμφωνα με την αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών, η οποία επίσης απορρέει από την πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων.

106    Συναφώς, επισημαίνεται επίσης ότι, δυνάμει της αρχής της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, η οποία είναι εφαρμοστέα σε κάθε διοικητική διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων δυνάμει των κανόνων περί ανταγωνισμού της Ένωσης, σε μια επιχείρηση μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις μόνο για τις πράξεις που της προσάπτονται ατομικώς (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2001, T‑45/98 και T‑47/98, Krupp Thyssen Stainless και Acciai speciali Terni κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3757, σκέψη 63).

107    Εντούτοις, η αρχή αυτή πρέπει να συμβιβάζεται με την έννοια της επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, αυτό το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου σε μητρική εταιρία ομίλου επιχειρήσεων δεν είναι η εκ μέρους της μητρικής παρακίνηση της θυγατρικής της να διαπράξει παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, η εμπλοκή της πρώτης στην εν λόγω παράβαση, αλλά το γεγονός ότι αυτές αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑203/01, Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑4071, σκέψη 290). Διαπιστώνεται όμως ότι η TKAG και η TKE καταδικάστηκαν ατομικώς για παραβάσεις που φέρονται ότι διέπραξαν οι ίδιες λόγω των στενών οικονομικών και νομικών δεσμών που τις ενώνουν με τις θυγατρικές τους (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 94 ανωτέρω απόφαση Metsä-Serla κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 34).

108    Επιπλέον, όσον αφορά την πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες, επισημαίνεται ότι οι εκτιμήσεις στις οποίες κατέληξε η Επιτροπή όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά προηγουμένων υποθέσεων δεν μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικώς εν προκειμένω (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2007, T‑282/06, Sun Chemical Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑2149, σκέψη 88) και ότι οι αποφάσεις που αφορούν άλλες υποθέσεις μπορούν να έχουν ενδεικτικό μόνο χαρακτήρα, δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων δεν είναι πανομοιότυπα (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψεις 201 και 205, και της 7ης Ιουνίου 2007, C‑76/06 P, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4405, σκέψη 60). Κατά συνέπεια, η αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών δεν παραβιάστηκε εν προκειμένω.

109    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑149/07 και T‑150/07 προβάλλουν ότι ο καταλογισμός σε μητρική εταιρία της ευθύνης για τη συμπεριφορά της θυγατρικής της μπορεί να λαμβάνεται υπόψη μόνον εφόσον τούτο είναι αντικειμενικώς αναγκαίο για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των κανόνων ανταγωνισμού.

110    Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της νομολογίας που παρατέθηκε με τις σκέψεις 90 έως 98 ανωτέρω και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που η Επιτροπή ορθώς θεώρησε ότι η TKAG, η TKE και οι θυγατρικές της ThyssenKrupp συνιστούν, για τον σκοπό της εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, ενιαία επιχείρηση και ότι, κατά συνέπεια, η επιχείρηση αυτή καταδικάστηκε ατομικώς για τις παραβάσεις που φέρεται ότι διέπραξε η ίδια, η Επιτροπή δεν είχε την υποχρέωση, στο πλαίσιο της εξετάσεως του ζητήματος κατά πόσον μπορεί να καταλογιστεί σε μητρική εταιρία η ευθύνη για την παράβαση θυγατρικής, να εξακριβώσει αν ο καταλογισμός αυτός είναι αναγκαίος ώστε να διασφαλιστεί η «πρακτική αποτελεσματικότητα» του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης.

111    Τρίτον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T-144/07, T‑149/07, T‑150/07 και T-154/07 φρονούν ότι το τεκμήριο ευθύνης που εκτίθεται με τη σκέψη 96 ανωτέρω παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας και είναι ασύμβατο προς το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), και το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος διακηρύχθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ, C 364, σ 1, στο εξής: Χάρτης).

112    Επισημαίνεται ότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ, αποτελεί μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου –επιβεβαιωθείσα άλλωστε από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και από το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη–, προστατεύονται στην έννομη τάξη της Ένωσης. Λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των επιδίκων παραβάσεων καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων τις οποίες επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών των σχετικών με παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Απριλίου 2006, T‑279/02, Degussa κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑897, σκέψη 115, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

113    Η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας συνεπάγεται ότι κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Οκτωβρίου 2005, T‑22/02 και T‑23/02, Chemical και Sumika Fine Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4065, σκέψη 106).

114    Όσον αφορά το ζήτημα αν κανόνας που διέπει τον καταλογισμό της ευθύνης για παράβαση όπως αυτός που καθιερώνει η παρατιθέμενη με τη σκέψη 96 ανωτέρω νομολογία είναι συμβατός με το άρθρο 6, παράγραφος 2, ΕΣΔΑ, υπογραμμίζεται ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) έχει κρίνει ότι η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει τα νομικά ή πραγματικά τεκμήρια που περιλαμβάνονται σε νόμους που επιβάλλουν κυρώσεις αλλά επιτάσσει στα κράτη μέλη να περιορίζουν τα τεκμήρια αυτά σε λογικά όρια, τα οποία να λαμβάνουν υπόψη τη σοβαρότητα του διακυβεύματος και τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας (βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Salabiaku κατά Γαλλίας της 7ης Οκτωβρίου 1988, σειρά A αριθ. 141-A, § 28· βλ., επίσης, συναφώς, ΕΔΔΑ, απόφαση Grayson και Barnham κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008, Recueil des arrêts et décisions, 2008, § 40). Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, όταν, σε διαδικασίες ανταγωνισμού, συνάγονται ορισμένα συμπεράσματα κατά τους κανόνες της κοινής πείρας, υπό την προϋπόθεση ότι οι οικείες επιχειρήσεις έχουν την ευχέρεια να ανατρέψουν αυτά τα συμπεράσματα (βλ., κατ’ αναλογία, προτάσεις που ανέπτυξε στις 19 Φεβρουαρίου 2009 η γενική εισαγγελέας J. Kokott στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουνίου 2009, C‑8/08, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑4529, I‑4533, σκέψη 93).

115    Εν προκειμένω όμως, η Επιτροπή απέδειξε, καταρχάς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, και χωρίς να καταφύγει στη χρήση οποιουδήποτε πραγματικού ή νομικού τεκμηρίου, ότι οι θυγατρικές της ThyssenKrupp διέπραξαν παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες.

116    Λαμβανομένου υπόψη ότι το άρθρο 81 ΕΚ εφαρμόζεται στη συμπεριφορά επιχειρήσεων, η Επιτροπή εξέτασε εν συνεχεία το ζήτημα αν η οικονομική οντότητα που διέπραξε τις παραβάσεις αυτές ενσωμάτωνε και τις μητρικές εταιρίες των θυγατρικών της ThyssenKrupp. Το θεσμικό αυτό όργανο απέδειξε ότι η TKAG και η TKE άσκησαν αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά των θυγατρικών τους στηριζόμενο στο τεκμήριο ευθύνης που απορρέει, μεταξύ άλλων, από τη νομολογία που παρατίθεται με τη σκέψη 96 ανωτέρω. Τέλος, κατ’ απόλυτο σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας, οι εν λόγω μητρικές εταιρίες, στις οποίες είχε απευθυνθεί η ανακοίνωση των αιτιάσεων, είχαν τη δυνατότητα να ανατρέψουν το τεκμήριο αυτό προσκομίζοντας στοιχεία ικανά να αποδείξουν την αυτονομία των θυγατρικών τους. Παρά ταύτα, η Επιτροπή έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 641 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το τεκμήριο δεν είχε ανατραπεί.

117    Δεδομένου ότι το τεκμήριο που εκτίθεται με τη σκέψη 96 ανωτέρω είναι μαχητό, ότι αφορά μόνον τον καταλογισμό σε μητρική εταιρία της ευθύνης για αποδειχθείσα παράβαση ως προς τη θυγατρική και ότι επιπλέον εντάσσεται σε διαδικασία κατά την οποία έγιναν σεβαστά τα δικαιώματα άμυνας, ο λόγος που αντλείται από παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας πρέπει να απορριφθεί.

118    Τέταρτον, η προσφεύγουσα της υποθέσεως T-149/07 υποστηρίζει ότι η επιβολή προστίμου στην ΤΚΕ δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς και ότι αντιφάσκει προς το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν επέβαλε πρόστιμο σε άλλες ενδιάμεσες εταιρίες.

119    Το επιχείρημα αυτό επίσης πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, η δυνατότητα επιβολής κυρώσεως για την παραβατική συμπεριφορά θυγατρικής στην αρχική μητρική εταιρία δεν αποκλείει την επιβολή κυρώσεων σε ενδιάμεση εταιρία χαρτοφυλακίου ούτε στην ίδια τη θυγατρική, υπό την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή θεμιτώς έκρινε ότι οι εν λόγω εταιρίες συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του καταλογισμού, να επιλέξει να επιβάλει κυρώσεις είτε στη θυγατρική που συμμετείχε στην παράβαση είτε στην ενδιάμεση μητρική εταιρία που την ήλεγχε κατά την περίοδο αυτή είτε στην αρχική μητρική εταιρία του ομίλου (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 60 ανωτέρω απόφαση Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 331).

120    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι όλοι οι λόγοι που αφορούν την εφαρμογή, εν προκειμένω, του τεκμηρίου ευθύνης της TKAG και της TKE για τη συμπεριφορά των θυγατρικών τους πρέπει να απορριφθούν.

–       Επί των στοιχείων που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες προκειμένου να ανατρέψουν το τεκμήριο ευθύνης της TKAG και της TKE για τη συμπεριφορά των θυγατρικών τους

121    Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι ακόμα και αν υπήρχε τεκμήριο ευθύνης της TKAG και της TKE για τη συμπεριφορά των θυγατρικών τους, το τεκμήριο αυτό ανατράπηκε δεδομένου ότι αποδείχθηκε, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, και ειδικότερα κατά τις δύο συναντήσεις της 1ης Μαρτίου 2005 και της 20ής Σεπτεμβρίου 2006, ότι οι θυγατρικές της ThyssenKrupp ενήργησαν οικονομικώς και νομικώς κατά τρόπο αυτόνομο.

122    Πρώτον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 προβάλλουν ότι η TKAG αποτελεί απλώς εταιρία χαρτοφυλακίου που κατέχει μερίδια συμμετοχής σε τοπικές εταιρίες που μετείχαν στις συμπράξεις μόνο μέσω άλλων ενδιάμεσων εταιριών χαρτοφυλακίου και ότι η ΤΚΕ αποτελεί απλώς ενδιάμεση εταιρία χαρτοφυλακίου που δεν μετέχει στις δραστηριότητες εκμεταλλεύσεως στον τομέα των ανελκυστήρων και των κυλιόμενων κλιμάκων. Τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν, καθόσον η απλή ιδιότητα μιας εταιρίας ως εταιρίας χαρτοφυλακίου ή ενδιάμεσης εταιρίας χαρτοφυλακίου δεν αρκεί για να ανατρέψει το τεκμήριο ευθύνης μητρικής εταιρίας για τη συμπεριφορά των θυγατρικών της. Συναφώς, υπενθυμίζεται ακριβώς ότι, στο πλαίσιο ομίλου εταιριών, όπως εν προκειμένω, σκοπός της εταιρίας χαρτοφυλακίου είναι να συγκεντρώσει τις συμμετοχές σε διάφορες εταιρίες, προκειμένου να διασφαλιστεί ενιαία διεύθυνση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑69/04, Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2567, σκέψεις 60 και 63).

123    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 υποστηρίζουν ότι, λόγω της αποκεντρωμένης οργανωτικής διάρθρωσης του τομέα «Ανελκυστήρες» της ThyssenKrupp, οι θυγατρικές της ThyssenKrupp, που διέθεταν το δικό τους ανθρώπινο δυναμικό και τους δικούς τους υλικούς πόρους, είχαν μετάσχει στις παραβάσεις χωρίς να δεχθούν επιρροή από τις TKE και TKAG.

124    Τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι ικανά να ανατρέψουν το τεκμήριο ευθύνης της TKAG και της TKE για τη συμπεριφορά των θυγατρικών της ThyssenKrupp διότι δεν είναι τεκμηριωμένα. Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι ο διαχωρισμός των θυγατρικών της TKAG σε τομείς, όπως είναι ο τομέας «Ανελκυστήρες» τον οποίο έχει αναλάβει υπό την ευθύνη της η ΤΚΕ, η οποία συγκεντρώνει το σύνολο των θυγατρικών της ThyssenKrupp, περιλαμβανομένης της TKL, που όμως δεν αποτελεί θυγατρική της ΤΚΕ, συνιστά μάλλον ένδειξη ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής στις προαναφερθείσες θυγατρικές εκ μέρους των οικείων μητρικών εταιριών.

125    Τρίτον, το επιχείρημα των προσφευγουσών των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 ότι τα διοικητικά όργανα των ΤΚΕ και TKAG, αφενός, και των θυγατρικών τους, αφετέρου, δεν είχαν κοινά μέλη επίσης δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Υπογραμμίζεται ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν τεκμηριώνονται από κανένα έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο, μολονότι θα μπορούσαν να έχουν προσκομιστεί τέτοια αποδεικτικά στοιχεία, όπως είναι, μεταξύ άλλων, ο ονομαστικός κατάλογος των μελών των καταστατικών οργάνων των εν λόγω επιχειρήσεων κατά τον χρόνο της παραβάσεως (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 122 ανωτέρω απόφαση Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, σκέψη 69). Επιπλέον, οι οργανωτικοί, οικονομικοί και νομικοί δεσμοί που υπάρχουν μεταξύ της TKAG, της TKE και των θυγατρικών της ThyssenKrupp είναι ικανοί να αποδείξουν την ύπαρξη επιρροής των πρώτων επί της στρατηγικής των εν λόγω θυγατρικών και, κατά συνέπεια, να δικαιολογήσουν το συμπέρασμα ότι οι εταιρίες αυτές αποτελούν μια και μόνη οικονομική οντότητα (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑112/05, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑5049, σκέψη 83).

126    Τέταρτον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 υπογραμμίζουν ότι συμμετείχαν στη διαδικασία αυτοτελώς και ότι υπέβαλαν ατομική απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

127    Ούτε η επιχειρηματολογία αυτή είναι ικανή να ανατρέψει το τεκμήριο ευθύνης των TKAG και TKE για τη συμπεριφορά των θυγατρικών τους. Ασφαλώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το γεγονός ότι η μητρική εταιρία εμφανίζεται ως ο μόνος συνομιλητής της Επιτροπής όσον αφορά την οικεία παράβαση μπορεί να υποδηλώνει την πραγματική άσκηση αποφασιστικής επιρροής στη συμπεριφορά της θυγατρικής (προπαρατεθείσα στη σκέψη 98 ανωτέρω απόφαση Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, σκέψη 29). Εντούτοις, η εκ μέρους των θυγατρικών εταιριών ενός ομίλου υποβολή χωριστών απαντήσεων στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν μπορεί, αφ’ εαυτής, να συνιστά απόδειξη της αυτονομίας των εν λόγω θυγατρικών.

128    Πέμπτον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 υποστηρίζουν ότι η αιτιολογική σκέψη 639 της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι ανακριβής, στο μέτρο που η Επιτροπή έκρινε ότι η αποφασιστική επιρροή της ΤΚΕ στη συμπεριφορά των θυγατρικών της προκύπτει από την εκ μέρους της ΤΚΕ αποστολής οδηγίας εντός του ομίλου διατάσσοντας τις θυγατρικές της να επικεντρωθούν στις εσωτερικές τους αγορές, από τη στιγμή που η εντολή αυτή απλώς αντικατόπτριζε την εμπορική πολιτική των εθνικών θυγατρικών. Η εστίαση στις εθνικές αγορές απορρέει από κατανομή των καθηκόντων μεταξύ των θυγατρικών, που προκύπτει από τις ιδιαίτερες συνθήκες της αγοράς.

129    Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των αιτιολογικών σκέψεων 634 έως 639 της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, από τις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις προκύπτει ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή έκρινε ότι η ΤΚΕ πρέπει να κριθεί υπεύθυνη για τις παραβάσεις που διέπραξαν οι θυγατρικές της συνάγεται από την κατοχή του 100 % του κεφαλαίου των θυγατρικών της και από το μη ανατραπέν τεκμήριο αποφασιστικής επιρροής στην εμπορική πολιτική των τελευταίων. Αληθεύει μεν ότι η Επιτροπή επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 639 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι η ΤΚΕ απέστειλε οδηγία εντός του ομίλου διατάσσοντας τις θυγατρικές της να επικεντρωθούν στις εσωτερικές τους αγορές και ότι οι εν λόγω θυγατρικές συμμορφώθηκαν προς την εντολή αυτή αποδεικνύει ότι η ΤΚΕ χρησιμοποίησε τη δυνατότητα ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής στις εμπορικές δραστηριότητες των θυγατρικών της. Εντούτοις, η αιτιολογία αυτή συνιστά απάντηση στο επιχείρημα, που διατυπώθηκε με το υπόμνημα απαντήσεως της ΤΚΕ στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, σύμφωνα με το οποίο η ΤΚΕ αποτελεί απλώς ενδιάμεση εταιρία χαρτοφυλακίου που δεν διαχειρίζεται τις τρέχουσες δραστηριότητες των εταιριών που της ανήκουν (βλ. σκέψη 122 ανωτέρω).

130    Εν πάση περιπτώσει, και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η εκ μέρους της ΤΚΕ αποστολή οδηγίας στις θυγατρικές του ομίλου που εμπίπτουν στον τομέα «Ανελκυστήρες» να επικεντρωθούν στις εθνικές τους αγορές πιστοποιεί, όπως τόνισε και η Επιτροπή, την αποφασιστική επιρροή της ΤΚΕ στη συμπεριφορά όχι μόνον των θυγατρικών της, αλλά επίσης της TKL, η οποία, όπως υποστήριξε και η προσφεύγουσα της υποθέσεως T‑149/07 κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, εντάσσεται στον ίδιο τομέα.

131    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ορθώς έκρινε η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 641 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 δεν κατόρθωσαν να ανατρέψουν το τεκμήριο ευθύνης της TKAG και της TKE για τις παραβάσεις που διέπραξαν οι θυγατρικές της ThyssenKrupp στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες.

 Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και επί της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας

132    Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παρέβη με διάφορους τρόπους την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει. Καταρχάς, η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά τη διαπίστωση ότι η TKAG, η TKE και οι θυγατρικές της ThyssenKrupp αποτελούν μία οικονομική οντότητα, ενώ δεν διευκρινίζει τον λόγο για τον οποίο τα στοιχεία που προσκόμισαν οι εταιρίες του ομίλου ThyssenKrupp δεν κρίθηκαν επαρκή για την ανατροπή του τεκμηρίου ευθύνης. Εν συνεχεία, η Επιτροπή αγνόησε πολλά στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T-149/07 και T-150/07 προς απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Τέλος, η αιτιολογική σκέψη 639 της προσβαλλόμενης αποφάσεως περιέχει εσφαλμένη συλλογιστική και παραπέμπει επιπλέον σε διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή σχετικά με τον όμιλο Otis.

133    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, καίτοι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αναλύσει, στην αιτιολογία των αποφάσεων που καλείται να λάβει για να διασφαλίσει την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία καθώς και τις σκέψεις που την οδήγησαν στη λήψη της αποφάσεώς της, εντούτοις υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 253 ΕΚ, να εκθέσει τουλάχιστον τα πραγματικά περιστατικά και τις σκέψεις που έχουν ουσιώδη σημασία στην οικονομία της αποφάσεώς της, παρέχοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στον δικαστή της Ένωσης και στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να γνωρίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες εφάρμοσε τη Συνθήκη (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, Τ-374/94, Τ-375/94, Τ‑384/94 και Τ-388/94, European Night Services κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ–813, σκέψη 95 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

134    Πρώτον, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07, που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά τη διαπίστωση ότι οι εταιρίες του ομίλου ThyssenKrupp στις οποίες απευθύνθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελούν μία οικονομική οντότητα. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 633 έως 641 της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή παρέθεσε επαρκώς κατά νόμον τους λόγους για τους οποίους η συμπεριφορά των θυγατρικών της ThyssenKrupp πρέπει να καταλογισθούν στις μητρικές εταιρίες ΤΚΕ και/ή TKAG αντιστοίχως. Συγκεκριμένα, με τις αιτιολογικές σκέψεις αυτές, η Επιτροπή παρέπεμψε στη νομολογία που παρατίθεται με τη σκέψη 96 ανωτέρω κρίνοντας ότι η TKAG και η ΤΚΕ πρέπει να θεωρηθούν υπεύθυνες για τη συμπεριφορά των θυγατρικών τους που μετείχαν στις παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ. Επιπλέον, το θεσμικό αυτό όργανο έκρινε ότι οι προσφεύγουσες δεν κατόρθωσαν να ανατρέψουν το τεκμήριο ευθύνης.

135    Δεύτερον, δεν μπορεί επίσης να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών των υποθέσεων T‑149/07 και T‑150/07, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή δεν έλαβε θέση ως προς ορισμένα επιχειρήματα τα οποία διατυπώθηκαν προς απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

136    Επομένως, όσον αφορά το γεγονός ότι η ΤΚΕ, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, επικαλέστηκε την απουσία εντολών που υπερέβαιναν τα εθνικά σύνορα και τη χωριστή δράση της ΤΚΕ και των θυγατρικών της στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 639 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι «[τ]ο γεγονός ότι η ΤΚΕ απέστειλε οδηγία εντός του ομίλου διατάσσοντας τις θυγατρικές της να επικεντρωθούν στις εσωτερικές τους αγορές και ότι οι εν λόγω θυγατρικές συμμορφώθηκαν προς την εντολή αυτή αποδεικνύει ότι η ΤΚΕ χρησιμοποίησε τη δυνατότητα ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής στις εμπορικές δραστηριότητες των θυγατρικών της». Επιπλέον, μολονότι αληθεύει ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν απάντησε στο επιχείρημα που στηρίζεται στη χωριστή δράση της ΤΚΕ και των θυγατρικών της στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στο επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να αποδίδεται ουσιαστική σημασία στην οικονομία της προσβαλλόμενης αποφάσεως και ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατέθηκε με τη σκέψη 133 ανωτέρω, να δώσει ρητή απάντηση συναφώς.

137    Εξάλλου, η Επιτροπή απάντησε επίσης στα επιχειρήματα που διατύπωσε η TKAG με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Η TKAG προέβαλε, κατ’ ουσίαν, ότι η υποβολή αιτήσεως δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ευθύνη της TKAG για υλικές ζημίες, ότι η TKAG δεν μετείχε ούτε άμεσα ούτε έμμεσα στην παράβαση, ότι ο τομέας των ανελκυστήρων και των κυλιόμενων κλιμάκων έχει αποκεντρωμένη οργάνωση με αυτόνομη διαχείριση που ασκείται από τις εθνικές θυγατρικές, ότι η TKAG αποτελεί απλώς εταιρία χαρτοφυλακίου που δεν παρενέβη στην επιχειρησιακή δράση των θυγατρικών της που δραστηριοποιούνταν στον τομέα των ανελκυστήρων και των κυλιόμενων κλιμάκων, ότι οι εταιρίες παραγωγής δεν συμμορφώθηκαν προς τις οδηγίες σχετικά με την τήρηση της νομοθεσίας που τους είχε κοινοποιήσει η ΤΚΕ καλώντας τις να παύσουν την παράβαση, ότι ο φάκελος της Επιτροπής δεν περιέχει στοιχεία ικανά να αποδείξουν την εκ μέρους της TKAG άσκηση αποφασιστικής επιρροής στις εταιρίες παραγωγής και ότι η TKAG κατά κανόνα παρεμβαίνει στη διοικητική διαδικασία χωριστά από τις λοιπές εταιρίες. Όπως όμως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, τα σημεία 74 έως 87 της απαντήσεως της TKAG στην ανακοίνωση των αιτιάσεων περιέχουν ουσιαστικά παρατηρήσεις επί του νομικού κριτηρίου που πρέπει να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο του καταλογισμού σε μητρική εταιρία της ευθύνης για τη συμπεριφορά των θυγατρικών της, επί των οποίων η Επιτροπή έλαβε θέση με τις αιτιολογικές σκέψεις 603 έως 605 και 639 της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Όσον αφορά τους προβαλλόμενους πραγματικούς ισχυρισμούς, η TKAG δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο, αρκούμενη να παραπέμψει στις οδηγίες σχετικά με την τήρηση του δικαίου του ανταγωνισμού, οι οποίες μάλιστα δεν επισυνάφθηκαν στο έγγραφο της απαντήσεως της TKAG στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από χωριστή δράση της TKAG και των θυγατρικών της στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατέθηκε με τη σκέψη 133 ανωτέρω, να δώσει ρητή απάντηση συναφώς.

138    Επομένως, η αιτίαση που αφορά έλλειψη αιτιολογίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

139    Τρίτον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07 και T‑149/07 προβάλλουν ότι η αιτιολογική σκέψη 639 της προσβαλλόμενης αποφάσεως πάσχει από ελλιπή αιτιολογία και ενέχει «λογικό σφάλμα», στο μέτρο που η Επιτροπή έκρινε ότι, στο πλαίσιο της ίδιας οικονομικής οντότητας, μπορεί να υποτεθεί ότι η θυγατρική εφαρμόζει, κατ’ ουσίαν, τις εντολές της μητρικής εταιρίας, πράγμα που ισοδυναμεί με συναγωγή από το επιθυμητό συμπέρασμα (εν προκειμένω, ότι υφίσταται οικονομική οντότητα) της προϋποθέσεως επί της οποίας στηρίζεται το εν λόγω συμπέρασμα (εν προκειμένω, ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις εμπορικής αυτοτέλειας των θυγατρικών της ThyssenKrupp). Επιπλέον, είναι άτοπο να απορρίπτεται λόγος που παρέχει τη δυνατότητα ανατροπής του τεκμηρίου –εν προκειμένω, ο λόγος που αντλείται από την απουσία προσωπικών δεσμών μεταξύ των διοικητικών συμβουλίων της ΤΚΕ και των θυγατρικών της– με τον ισχυρισμό ότι η ύπαρξη κοινών μελών στα διοικητικά όργανα δεν συνιστά προϋπόθεση θεμελιώσεως του τεκμηρίου.

140    Ούτε η επιχειρηματολογία αυτή μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, αφενός, η εν λόγω επιχειρηματολογία παραβλέπει το καθεστώς που διέπει το τεκμήριο ευθύνης το οποίο απορρέει από τη νομολογία που παρατέθηκε με τις σκέψεις 96 και 97 ανωτέρω, και ειδικότερα από το γεγονός ότι το τεκμήριο αυτό μπορεί να ανατραπεί από τη μητρική εταιρία μέσω της προσκομίσεως στοιχείων ικανών να αποδείξουν την αυτοτέλεια των θυγατρικών της. Αφετέρου, η Επιτροπή δεν απέρριψε το επιχείρημα των προσφευγουσών σχετικά με την απουσία αλληλοεπικάλυψης μεταξύ της ΤΚΕ και των θυγατρικών της υποστηρίζοντας ότι η ύπαρξη κοινών μελών στα διοικητικά όργανα δεν συνιστά προϋπόθεση θεμελιώσεως του τεκμηρίου ευθύνης της μητρικής εταιρίας. Αντιθέτως, από την παραπομπή στις αιτιολογικές σκέψεις 619 και 640 της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή απέρριψε το επιχείρημα αυτό λόγω του ότι η ΤΚΕ δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξή του. Συναφώς, τονίζεται ότι, ακόμα και κατά τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με την απουσία κοινών μελών στα διοικητικά όργανα των ΤΚΕ και TKAG και των ενδιαφερόμενων θυγατρικών τους δεν τεκμηριώθηκαν από κανένα αποδεικτικό στοιχείο (βλ. σκέψη 125 ανωτέρω).

141    Όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 639 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 υποστηρίζουν επίσης ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματά τους άμυνας, λόγω του ότι η αιτιολογία που παρατίθεται με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 626 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που αφορά την ύπαρξη οικονομικής ενότητας μεταξύ των εταιριών του ομίλου Otis, και ότι η Επιτροπή δεν γνωστοποίησε στην ThyssenKrupp τα κρίσιμα χωρία των αιτιολογικών σκέψεων 622 έως 626 της εν λόγω αποφάσεως.

142    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν εξηγούν τον λόγο για τον οποίο θεωρούν ότι η παραπομπή που περιέχει η αιτιολογική σκέψη 639 της προσβαλλόμενης αποφάσεως στην αιτιολογική σκέψη 626 της αποφάσεως αυτής έθιξε τα δικαιώματά τους άμυνας κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

143    Στο μέτρο που η αιτίαση που διατυπώνεται με την αιτιολογική σκέψη 141 ανωτέρω πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι με αυτήν προσάπτεται έλλειψη αιτιολογίας, διαπιστώνεται ότι, όσον αφορά την παραπομπή που περιέχει η αιτιολογική σκέψη 639 της προσβαλλόμενης αποφάσεως στην αιτιολογική σκέψη 626 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή αρκέστηκε στην εκτίμηση ότι «όπως εκτέθηκε [στην αιτιολογική σκέψη] 626, για τον καταλογισμό της ευθύνης σε μητρική εταιρία ουδόλως απαιτείται αλληλοεπικάλυψη των δραστηριοτήτων των δύο επιχειρήσεων». Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι οι επεξηγήσεις στις οποίες παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 639 δεν βρίσκονται στην αιτιολογική σκέψη 626 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία δεν απεκρύβη από τις εταιρίες του ομίλου ThyssenKrupp, αλλά περιλαμβάνονται στην προηγούμενη αιτιολογική σκέψη, και ειδικότερα στο επόμενο χωρίο της αιτιολογικής σκέψης 625, που επίσης δεν απεκρύβη από τις εταιρίες του ομίλου ThyssenKrupp και έχει ως εξής:

«[…] [Προς] τον σκοπό του καταλογισμού της ευθύνης για τη συμπεριφορά θυγατρικής στην αγορά δεν απαιτείται αλληλοεπικάλυψη των εμπορικών δραστηριοτήτων της εταιρίας αυτής με εκείνες τις μητρικής εταιρίας ούτε στενός δεσμός της τελευταίας με τις δραστηριότητες της θυγατρικής. Είναι απολύτως φυσιολογικό, στο εσωτερικό ομίλου επιχειρήσεων, να ανατίθενται σε διαφορετικές εταιρίες διαφορετικές δραστηριότητες και ειδικεύσεις.»

144    Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να υποστηρίζουν ότι οι νομικές αρχές επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 639 της προσβαλλόμενης αποφάσεως παρέμειναν ασαφείς. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτίαση που διατυπώνεται με τη σκέψη 141 ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί.

145    Τέταρτον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 προβάλλουν ότι η Επιτροπή παρέθεσε σειρά νέων επιχειρημάτων με τα υπομνήματά της αντικρούσεως, τα οποία δεν είναι ικανά να αναπληρώσουν την έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Τα εν λόγω επιχειρήματα προβάλλονται εκπροθέσμως και είναι ως εκ τούτου απαράδεκτα, είναι δε, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμα.

146    Όπως υπομνήσθηκε με την αιτιολογική σκέψη 133 ανωτέρω, στην αιτιολογία των αποφάσεων που λαμβάνει προς διασφάλιση της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 253 ΕΚ, να μνημονεύει τουλάχιστον τα πραγματικά περιστατικά και τις σκέψεις που έχουν ουσιώδη σημασία στην οικονομία της αποφάσεώς της, παρέχοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στον δικαστή της Ένωσης και στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να γνωρίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες εφάρμοσε τη Συνθήκη. Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι, εκτός εξαιρετικών περιστάσεων, η αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει στο ίδιο το σώμα της αποφάσεως και δεν μπορεί να διασαφηνίζεται για πρώτη φορά και εκ των υστέρων ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (προπαρατεθείσα στη σκέψη 133 ανωτέρω απόφαση European Night Services κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 95, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, η αιτιολογία πρέπει, κατ’ αρχήν, να ανακοινώνεται στον ενδιαφερόμενο ταυτοχρόνως με την απόφαση που τον βλάπτει (προπαρατεθείσα με τη σκέψη 94 ανωτέρω απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ, σκέψη 463, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

147    Όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 134 ανωτέρω, από τις αιτιολογικές σκέψεις 633 έως 641 της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή παρέθεσε επαρκώς κατά νόμον τους λόγους για τους οποίους η συμπεριφορά των θυγατρικών της ThyssenKrupp πρέπει να καταλογισθεί στις μητρικές εταιρίες ΤΚΕ και/ή TKAG αντιστοίχως. Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα που περιλαμβάνονται στα υπομνήματα αντικρούσεως της Επιτροπής έχουν μοναδικό σκοπό να απαντήσουν στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες με τα υπομνήματά τους και όχι να θεραπεύσουν την φερόμενη έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

148    Επομένως, ούτε η τελευταία αυτή αιτίαση μπορεί να γίνει δεκτή.

149    Ως εκ τούτου, το σύνολο των αιτιάσεων που προβάλλουν οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 σχετικά με την παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ και την προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας όσον αφορά τον καταλογισμό στις TKAG και TKE της ευθύνης για τις παραβάσεις που διέπραξαν οι θυγατρικές της ThyssenKrupp πρέπει να απορριφθούν.

 Επί των αιτήσεων για τη διεξαγωγή αποδείξεων

150    Προς στήριξη του επιχειρήματός τους ότι οι εταιρίες του ομίλου ThyssenKrupp εξήγησαν λεπτομερώς την εντός του εν λόγω ομίλου αποκεντρωμένη οργάνωση των τομέων δραστηριότητας τους οποίους αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 προτείνουν, σύμφωνα με το άρθρο 65, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, την ακρόαση του χειριστή του φακέλου στο εσωτερικό της Επιτροπής, που είναι υπάλληλος της Επιτροπής ο οποίος διεξήγαγε τις έρευνες στη Γερμανία στις 28 και 29 Ιανουαρίου 2004, καθώς και ενός μέλους της εκτελεστικής επιτροπής της ΤΚΕ. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07 προτείνουν την ακρόαση ενός βοηθού εκπληρώσεως της ΤΚΑG. Η προσφεύγουσα της υποθέσεως T‑149/07 ζητεί επίσης από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να προσκομίσει την απόφασή της C(2005) 4634 τελικό, της 30ής Νοεμβρίου 2005, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] (Υπόθεση COMP/38.354 – Βιομηχανικοί σάκοι), περίληψη της οποίας έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα (ΕΕ L 282, σ. 41), από την οποία προκύπτει ότι δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς η εις ολόκληρον επιβολή προστίμου σε ενδιάμεση εταιρία χαρτοφυλακίου όταν έχει ήδη επιβληθεί πρόστιμο στις θυγατρικές που διέπραξαν την παράβαση και στην εταιρία χαρτοφυλακίου που ηγείται του ομίλου.

151    Όσον αφορά την εξέταση των υποβαλλόμενων από διάδικο αιτήσεων για τη διεξαγωγή αποδείξεων, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να κρίνει την ενδεχόμενη ανάγκη συμπληρώσεως των πληροφοριακών στοιχείων επί των υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνεται. (αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2007, C‑260/05 P, Sniace κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑10005, σκέψη 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

152    Αφενός, όσον αφορά τις αιτήσεις ακροάσεως μαρτύρων που παρέχουν τη δυνατότητα να αποδειχθεί ότι οι μητρικές εταιρίες του ομίλου ThyssenKrupp εξήγησαν λεπτομερώς την εντός του εν λόγω ομίλου αποκεντρωμένη οργάνωση των τομέων δραστηριότητας τους οποίους αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι οι εταιρίες του ομίλου ThyssenKrupp έδωσαν προφορικές εξηγήσεις σχετικές με τη φερόμενη αποκεντρωμένη οργάνωση του εν λόγω ομίλου. Εντούτοις, το θεσμικό αυτό όργανο εκτίμησε ότι τα επιχειρήματα των εταιριών του ομίλου ThyssenKrupp όχι μόνο δεν τεκμηριώνονται από έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά αντιφάσκουν και προς ορισμένα στοιχεία της δικογραφίας.

153    Αφετέρου, όσον αφορά την αίτηση προσκομίσεως της αποφάσεως C(2005) 4634 τελικό της Επιτροπής, τούτη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς, δεδομένου ότι η πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη των αποφάσεών της δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού (βλ. προπαρατεθείσες στη σκέψη 108 ανωτέρω αποφάσεις JCB Service κατά Επιτροπής, σκέψεις 201 και 205, και Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 60· απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑73/04, Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2661, σκέψη 92).

154    Επομένως, οι αιτήσεις για τη διεξαγωγή αποδείξεων πρέπει να απορριφθούν, δεδομένου ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον φάκελο αρκούν ώστε να μπορέσει στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί του υπό κρίση λόγου.

155    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

3.     Επί των αιτημάτων ακυρώσεως ή μειώσεως του ποσού των επιβληθέντων προστίμων

 Επί του λόγου που αντλείται από παραβίαση της αρχής non bis in idem

156    Με τη σκέψη 655 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή απορρίπτει το επιχείρημα της ThyssenKrupp ότι όλα τα επιβληθέντα σε αυτήν πρόστιμα παραβιάζουν την αρχή non bis in idem υπό το πρίσμα των φερόμενων αποφάσεων επιείκειας που εξέδωσαν οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού στο Βέλγιο, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες, προβαίνοντας στις ακόλουθες διαπιστώσεις:

«Η εφαρμογή της αρχής [non bis in idem] προϋποθέτει […] ότι έχει εκδοθεί απόφαση επί του ζητήματος αν όντως διαπράχθηκε παράβαση ή ότι έχει επανεξετασθεί η νομιμότητα της εν λόγω συμπεριφοράς. Εν προκειμένω, καμία από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού που μνημονεύει η ThyssenKrupp δεν εξέτασε την υπόθεση ούτε εξέδωσε συναφώς οριστική απόφαση επί της ουσίας. Η αρχή non bis in idem δεν εμποδίζει την Επιτροπή να ασκεί τις εξουσίες της όταν έχει εκδοθεί σε εθνικό επίπεδο προσωρινή απόφαση περί επιείκειας. Επιπλέον, στην υπόθεση αυτή, όλες οι φερόμενες εθνικές αποφάσεις στις οποίες παραπέμπει η ThyssenKrupp εκδόθηκαν μετά την κίνηση διαδικασίας από την Επιτροπή κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003. Υπό τις περιστάσεις αυτές, συνέπεια της εν λόγω διατάξεως είναι να αφαιρείται από όλες τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού η αρμοδιότητά τους να εφαρμόσουν το άρθρο 81 [ΕΚ] […]».

157    Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνεπάγεται παραβίαση της αρχής non bis in idem. Επικαλούνται συναφώς ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να τους επιβάλει πρόστιμα για τις παραβάσεις που διαπράχθηκαν στο Βέλγιο, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες για τον λόγο ότι οι εν λόγω εταιρίες κρίθηκαν αμετακλήτως για τις εν λόγω παραβάσεις, κατά την έννοια του άρθρου 54 της Σύμβασης εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19) (στο εξής: ΣΕΣΣ), από τις αρχές ανταγωνισμού του Βελγίου, του Λουξεμβούργου και των Κάτω Χωρών. Συναφώς, οι εν λόγω προσφεύγουσες παραπέμπουν στην απόφαση της βελγικής αρχής corps des rapporteurs (σώμα των εισηγητών) [εμπιστευτικό] (1), την ανακοίνωση επιείκειας της λουξεμβουργιανής αρχής ανταγωνισμού [εμπιστευτικό] και την απόφαση χορηγήσεως καθεστώτος επιείκειας (clementietoezegging) της ολλανδικής αρχής ανταγωνισμού [εμπιστευτικό]. Οι προσφεύγουσες τονίζουν επίσης ότι οι αποφάσεις των εθνικών αρχών ανταγωνισμού προηγούνται χρονικώς της κινήσεως της διαδικασίας από την Επιτροπή, στις 7 Οκτωβρίου 2005, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εθνικές αρχές είχαν απολέσει την αρμοδιότητά τους, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003, κατά τον χρόνο εκδόσεως των αντίστοιχων αποφάσεών τους.

158    Υπενθυμίζεται ότι η αρχή non bis in idem, την οποία επίσης καθιερώνει το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ, αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης της οποίας την τήρηση εξασφαλίζει ο δικαστής (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2006, C-308/04 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-5977, σκέψη 26, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Ιουνίου 2008, T‑410/03, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑881, σκέψη 598).

159    Στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, αποτελεί πάγια νομολογία ότι η αρχή αυτή απαγορεύει στην Επιτροπή να καταδικάσει ή να διώξει μια επιχείρηση εκ νέου για αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά για την οποία της έχει επιβληθεί κύρωση ή για την οποία κρίθηκε ότι δεν έχει ευθύνη με προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής η οποία δεν είναι πλέον δεκτική προσφυγής (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψη 59· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2597, σκέψεις 85 και 86, και της 29ης Απριλίου 2004, T‑236/01, T‑239/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1181, σκέψεις 130 et 131, καθώς και προπαρατεθείσα στη σκέψη 69 ανωτέρω απόφαση FNCBV κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 340).

160    Η εφαρμογή της αρχής non bis in idem προϋποθέτει, επομένως, ότι κρίθηκε το υποστατό της παραβάσεως ή ότι ελέγχθηκε η νομιμότητα της εκτιμήσεως που διατυπώθηκε ως προς αυτήν (προπαρατεθείσα στη σκέψη 159 ανωτέρω απόφαση Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 60). Συνεπώς, η αρχή non bis in idem απαγορεύει αποκλειστικά νέα εκτίμηση επί της ουσίας όσον αφορά το υποστατό της παραβάσεως, που θα έχει ως συνέπεια την επιβολή είτε δεύτερης κυρώσεως, η οποία προστίθεται στην πρώτη, στην περίπτωση κατά την οποία καταλογιστεί εκ νέου ευθύνη, είτε νέας κυρώσεως, στην περίπτωση κατά την οποία η ευθύνη, αποκλεισθείσα με την πρώτη απόφαση, καταλογιστεί με τη δεύτερη (προπαρατεθείσα στη σκέψη 159 ανωτέρω απόφαση Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 61).

161    Όσον αφορά το ζήτημα αν η έκδοση αποφάσεως εθνικής αρχής ανταγωνισμού μπορεί να εμποδίσει την Επιτροπή να καταδικάσει ή να διώξει την ίδια επιχείρηση εκ νέου, υπενθυμίζεται ότι η εφαρμογή της αρχής non bis in idem εξαρτάται από την τριπλή προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, της ταυτότητας του παραβάτη και της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος. Συνεπώς, η αρχή αυτή απαγορεύει την επιβολή περισσότερων κυρώσεων στο ίδιο πρόσωπο για την ίδια παράνομη συμπεριφορά, προς προστασία του ίδιου εννόμου αγαθού (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 338· προπαρατεθείσα στη σκέψη 69 ανωτέρω απόφαση FNCBV κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 340, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 158 ανωτέρω απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 600).

162    Δεδομένου ότι η δράση των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών, αφενός, και της Επιτροπής, αφετέρου, όταν διώκουν και καταδικάζουν τις επιχειρήσεις για παραβάσεις των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, βάσει των αρμοδιοτήτων που τους έχουν ανατεθεί, αντιστοίχως, από τα άρθρα 5 και 14 του κανονισμού 1/2003, σκοπεί στην προστασία του ίδιου έννομου αγαθού, ήτοι να διασφαλίσει τον ελεύθερο ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς, που συνιστά, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ, βασικό σκοπό της Κοινότητας (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 158 ανωτέρω απόφαση SGL Carbon κατά Επιτροπής, σκέψη 31), διαπιστώνεται ότι η αρχή non bis in idem απαγορεύει την νέα καταδίκη ή δίωξη επιχειρήσεως από την Επιτροπή για παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ για την οποία της έχει ήδη επιβληθεί κύρωση ή δεν της έχει καταλογισθεί ευθύνη με προηγούμενη απόφαση εθνικής αρχής ανταγωνισμού η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού 1/2003 και έχει καταστεί οριστική.

163    Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, αν οι πράξεις των οποίων γίνεται επίκληση με τη σκέψη 157 ανωτέρω συνιστούν πράξεις εθνικών αρχών ανταγωνισμού με τις οποίες επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες κύρωση ή απαλλάχθηκαν αυτές οριστικώς από την ευθύνη για τις παραβάσεις που διαπράχθηκαν στο Βέλγιο, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες, παραβάσεις τις οποίες διαπίστωσε η προσβαλλόμενη απόφαση.

164    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι πράξεις των εθνικών αρχών ανταγωνισμού περί των οποίων πρόκειται κάνουν αναφορά στην απαλλαγή από τα πρόστιμα η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να χορηγηθεί στις εταιρίες που ανήκουν στον όμιλο της ThyssenKrupp για τις παραβάσεις που διαπράχθηκαν στο Βέλγιο, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες, και τις οποίες διαπίστωσε μεταγενέστερα η προσβαλλόμενη απόφαση επιβάλλοντας τις σχετικές κυρώσεις. Εντούτοις, όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 655 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, «καμία από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού που μνημονεύει η ThyssenKrupp δεν […] εξέδωσε οριστική απόφαση επί της ουσίας». Δεδομένου ότι οι πράξεις των εθνικών αρχών ανταγωνισμού στις οποίες παραπέμπουν οι προσφεύγουσες δεν αποφαίνονται επί του υποστατού των παραβάσεων που διαπράχθηκαν στο Βέλγιο, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες, δεν μπορούν, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 160 ανωτέρω, να εμποδίσουν την Επιτροπή να διαπιστώσει τις εν λόγω παραβάσεις και να επιβάλει τις ανάλογες κυρώσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση.

165     Κατά τις προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07, μια συνοπτική εξέταση της παραβάσεως εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού αρκεί παρά ταύτα για την εφαρμογή της αρχής non bis in idem. Συναφώς, οι εν λόγω προσφεύγουσες παραπέμπουν στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ και στην απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Φεβρουαρίου 2003, C‑187/01 και C‑385/01, Gözütok και Brügge (Συλλογή 2003, σ. I‑1345, σκέψη 30), η οποία ανέτρεψε τα συμπεράσματα της προπαρατεθείσας στη σκέψη 159 ανωτέρω αποφάσεως Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 60). Οι αποφάσεις περί απαλλαγής που εξέδωσαν οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού ικανοποιούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 54 ΣΕΣΣ.

166    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 54 ΣΕΣΣ προβλέπει ότι «όποιος καταδικάσθηκε αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά […]». Κατά την προπαρατεθείσα στη σκέψη 165 ανωτέρω απόφαση Gözütok και Brügge (σκέψεις 30 και 31), ένα πρόσωπο θεωρείται ότι καταδικάσθηκε αμετάκλητα εφόσον, κατά το πέρας εθνικής διαδικασίας, εξαλείφεται οριστικά η δυνατότητα ασκήσεως ποινικής διώξεως, ακόμα και αν στη διαδικασία αυτή δεν παρεμβαίνει κανένα δικαστήριο.

167    Ακόμα και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 54 ΣΕΣΣ, στο μέτρο που συνιστά έκφραση γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης, ήτοι της αρχής non bis in idem, μπορεί να προβληθεί στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, πρέπει να διαπιστωθεί ότι προσωρινή απόφαση περί επιείκειας που εκδίδεται από εθνική αρχή ανταγωνισμού δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στη διάταξη αυτή. Συγκεκριμένα, η χορήγηση προσωρινής απαλλαγής δεν ικανοποιεί τον αμετάκλητο χαρακτήρα που πρέπει να έχει η εξάλειψη της δυνατότητας ασκήσεως ποινικής διώξεως σύμφωνα με το άρθρο 54 ΣΕΣΣ.

168    Όσον αφορά, πρώτον, τη φερόμενη απόφαση της βελγικής αρχής ανταγωνισμού, διαπιστώνεται ότι η απόφαση αυτή, [εμπιστευτικό], προέρχεται από το βελγικό corps des rapporteurs (σώμα των εισηγητών). Κατά την κοινή ανακοίνωση του συμβουλίου ανταγωνισμού και του σώματος των εισηγητών σχετικά με την απαλλαγή από τα πρόστιμα και τη μείωση του ποσού τους στις υποθέσεις που αφορούν συμπράξεις (στο εξής: βελγική ανακοίνωση για την επιείκεια), οι αιτήσεις περί απαλλαγής που υποβάλλονται ενώπιον της βελγικής αρχής ανταγωνισμού εξετάζονται καταρχάς από το σώμα των εισηγητών (σημεία 7 και 8 της βελγικής ανακοινώσεως για την επιείκεια). Εντούτοις, δεδομένου ότι «[…] το συμβούλιο ανταγωνισμού αποτελεί το δικαστήριο που έχει αρμοδιότητα εκδόσεως αποφάσεως» (σημείο 7 της βελγικής ανακοινώσεως για την επιείκεια), απόκειται μόνο στην αρχή αυτή να εκδίδει οριστικές αποφάσεις περί απαλλαγής «αφού ολοκληρωθεί η έρευνα […] βάσει της σχετικής εκθέσεως που υποβάλλει ο εισηγητής […]» (σημείο 8 της βελγικής ανακοινώσεως για την επιείκεια· βλ. επίσης σημεία 21 και 22 της βελγικής ανακοινώσεως για την επιείκεια). Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του βελγικού νομικού πλαισίου, ένα έγγραφο του σώματος των εισηγητών σχετικό με αίτηση περί απαλλαγής έχει πάντοτε προσωρινό χαρακτήρα.

169    Εξάλλου, ο προσωρινός χαρακτήρας του εγγράφου του σώματος των εισηγητών [εμπιστευτικό] προκύπτει και από το περιεχόμενό του, καθόσον το έγγραφο αυτό επιβεβαιώνει ότι οι αιτήσεις «[…] ικανοποιούν, εκ πρώτης όψεως, τις προϋποθέσεις χορηγήσεως απαλλαγής […]».

170    Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το έγγραφο του σώματος των εισηγητών [εμπιστευτικό] εξαλείφει οριστικά τη δυνατότητα ασκήσεως ποινικής διώξεως όσον αφορά τη συμμετοχή της ThyssenKrupp στην παράβαση στο Βέλγιο. Δεδομένου ότι η ThyssenKrupp δεν «καταδικάστηκε αμετάκλητα» κατά την έννοια του άρθρου 54 ΣΕΣΣ από τη βελγική αρχή ανταγωνισμού, η Επιτροπή δεν εμποδιζόταν, εν προκειμένω, να διαπιστώσει, με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τη συμμετοχή της επιχειρήσεως αυτής στην παράβαση που διαπράχθηκε στο Βέλγιο και, με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως, να επιβάλει κυρώσεις για τη συμμετοχή αυτή.

171    Όσον αφορά, δεύτερον, την ανακοίνωση επιείκειας της λουξεμβουργιανής αρχής ανταγωνισμού [εμπιστευτικό], διαπιστώνεται ότι η εν λόγω ανακοίνωση πιστοποιεί στις TKAL και TKE την λήψη της αιτήσεώς τους περί επιείκειας σχετικά με την παράβαση στο Λουξεμβούργο και επιβεβαιώνει ότι η αίτηση αυτή παίρνει αριθμό προτεραιότητας για τις ανάγκες της διαδικασίας στο Λουξεμβούργο (άρθρα 1 και 2 της ανακοινώσεως για την επιείκεια). Ωστόσο, όπως ακριβώς ισχύει και στην περίπτωση του εγγράφου του βελγικού σώματος των εισηγητών, σε καμία περίπτωση δεν ελήφθη οριστική απόφαση όσον αφορά την εν λόγω αίτηση περί απαλλαγής. Συγκεκριμένα, το συμβούλιο ανταγωνισμού του Λουξεμβούργου έκρινε «σκόπιμο να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία επί της ουσίας της αιτήσεως περί επιείκειας εν αναμονή της ολοκληρώσεως της έρευνας που διεξάγει η Επιτροπή […]» (σημείο 6 και άρθρο 3 της ανακοινώσεως για την επιείκεια).

172    Υπό τις συνθήκες αυτές, ούτε η ThyssenKrupp «καταδικάστηκε αμετάκλητα» κατά την έννοια του άρθρου 54 ΣΕΣΣ με την ανακοίνωση του λουξεμβουργιανού συμβουλίου ανταγωνισμού για την επιείκεια [εμπιστευτικό]. Ως εκ τούτου, η εν λόγω ανακοίνωση για την επιείκεια δεν εμπόδιζε την Επιτροπή να διαπιστώσει, με το άρθρο 1, παράγραφος 3, της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τη συμμετοχή της επιχειρήσεως αυτής στην παράβαση που διαπράχθηκε στο Λουξεμβούργο και, με το άρθρο 2, παράγραφος 3, της εν λόγω αποφάσεως, να επιβάλει κυρώσεις για τη συμμετοχή αυτή.

173    Όσον αφορά, τρίτον, την απόφαση χορηγήσεως καθεστώτος επιείκειας της ολλανδικής αρχής ανταγωνισμού [εμπιστευτικό], διαπιστώνεται ότι ούτε η απόφαση αυτή έχει οριστικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, η απαλλαγή χορηγήθηκε στις TKAG και TKL μόνο για την περίπτωση κατά την οποία η ολλανδική αρχή ανταγωνισμού θα εξέταζε και θα δίωκε η ίδια την παράβαση στις Κάτω Χώρες, είτε κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, είτε με δική της πρωτοβουλία (σημείο 7 της αποφάσεως χορηγήσεως καθεστώτος επιείκειας). Δεδομένου όμως ότι η υπόθεση αυτή δεν επιβεβαιώθηκε εν προκειμένω, η απόφαση χορηγήσεως καθεστώτος επιείκειας εξακολούθησε να διατηρεί τον προσωρινό της χαρακτήρα και δεν είχε ως αποτέλεσμα την οριστική εξάλειψη της δυνατότητας ασκήσεως ποινικής διώξεως κατά της ThyssenKrupp για την παράβαση που διαπράχθηκε στις Κάτω Χώρες.

174    Υπό τις συνθήκες αυτές, η απόφαση χορηγήσεως καθεστώτος επιείκειας δεν εμπόδιζε την Επιτροπή να διαπιστώσει, με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τη συμμετοχή της ThyssenKrupp στην παράβαση που διαπράχθηκε στις Κάτω Χώρες και, με το άρθρο 2, παράγραφος 4, της εν λόγω αποφάσεως, να επιβάλει κυρώσεις για τη συμμετοχή αυτή.

175    Επομένως, ορθώς η Επιτροπή έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 655 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι οι πράξεις των εθνικών αρχών ανταγωνισμού που παρατίθενται με τη σκέψη 157 ανωτέρω συνιστούν προσωρινές αποφάσεις επιείκειας που δεν εμποδίζουν το θεσμικό αυτό όργανο να ασκεί τις εξουσίες του.

176    Δεύτερον, λαμβανομένων υπόψη των προηγούμενων διαπιστώσεων, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 655 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι οι οικείες εθνικές αρχές ανταγωνισμού, κατά τον χρόνο εκδόσεως των αποφάσεων που μνημονεύονται με τη σκέψη 157 ανωτέρω, είχαν απολέσει την αρμοδιότητά τους, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003, είναι αλυσιτελής. Συγκεκριμένα, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι εν λόγω αρχές εξακολουθούσαν να είναι αρμόδιες να εκδώσουν τις αποφάσεις επιείκειας κατά τον χρόνο εκδόσεως των πράξεων που παρατίθενται με τη σκέψη 157 ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι εν λόγω πράξεις δεν αρκούν, εν προκειμένω, ώστε να καταστεί δυνατή η εφαρμογή της αρχής non bis in idem, δεδομένου ότι δεν αποφαίνονται επί του υποστατού της παραβάσεως και ότι, εν πάση περιπτώσει, έχουν προσωρινό χαρακτήρα.

177    Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την επιχειρηματολογία που αντλείται από την υπεροχή της αρχής non bis in idem επί του παραγώγου δικαίου της ΄Ενωσης, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της εν λόγω αρχής δεν συντρέχουν εν προκειμένω.

178    Τρίτον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑149/07 και T‑150/07 προβάλλουν ότι είχαν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι οι πράξεις των εθνικών αρχών ανταγωνισμού που μνημονεύονται στη σκέψη 157 ανωτέρω τις προφύλασσαν από νέα δίωξη εκ μέρους της Επιτροπής.

179    Δικαίωμα επικλήσεως της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει κάθε ιδιώτης που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι το θεσμικό όργανο, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες [απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 2004, C‑37/02 και C‑38/02, Di Lenardo και Dilexport, Συλλογή 2004, σ. I‑6911, σκέψη 70· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, T‑203/96, Embassy Limousines & Services κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑4239, σκέψη 74, και της 15ης Νοεμβρίου 2007, T‑71/06, Enercon κατά ΓΕΕΑ (μηχανισμός μετατροπής της αιολικής ενέργειας), που δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 36].

180    Αντιθέτως, ουδείς μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ελλείψει συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων που του παρέσχε η διοίκηση (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑571/93, Lefebvre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2379, σκέψη 72, και της 29ης Ιανουαρίου 1998, T‑113/96, Dubois et Fils κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑125, σκέψη 68). Συνιστούν δε τέτοιες διαβεβαιώσεις, ανεξαρτήτως της μορφής υπό την οποία παρέχονται, οι πληροφορίες που είναι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες και προέρχονται από εξουσιοδοτημένες και αξιόπιστες πηγές (απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Ιουλίου 1998, T‑66/96 και T‑221/97, Mellett κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ. Υπ. 1998, σ. I‑A‑449 και II‑1305, σκέψεις 104 και 107).

181    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η Επιτροπή τους παρέσχε ακριβείς διαβεβαιώσεις ότι οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού που μνημονεύονται με τη σκέψη 157 ανωτέρω θα τις προφύλασσαν από ενδεχόμενη δίωξη και καταδίκη για τις παραβάσεις που διαπράχθηκαν στο Βέλγιο, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες και τις οποίες διαπίστωσε η προσβαλλόμενη απόφαση επιβάλλοντας τις ανάλογες κυρώσεις. Ομοίως, και ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η συμπεριφορά των εθνικών αρχών ανταγωνισμού είναι ικανές να δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στους διοικούμενους η οποία να μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα αποφάσεως της Επιτροπής, οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν κανένα στοιχείο εκ του οποίου να προκύπτει ότι στις εν λόγω προσφεύγουσες παρασχέθηκαν συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού ότι οι πράξεις που μνημονεύονται με τη σκέψη 157 ανωτέρω θα εμπόδιζαν την Επιτροπή να διαπιστώσει τις επίμαχες παραβάσεις και να επιβάλει τις ανάλογες κυρώσεις. Τέλος, όπως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 168 έως 175 ανωτέρω, από το περιεχόμενο των εν λόγω πράξεων προκύπτει ότι οι πράξεις αυτές ήταν προσωρινής φύσεως και δεν μπορούσαν, ως εκ τούτου, να δημιουργήσουν καμία εύλογη προσδοκία ότι η ThyssenKrupp δεν επρόκειτο να διωχθεί και να υποστεί κυρώσεις για τις παραβάσεις που διαπίστωσε η προσβαλλόμενη απόφαση.

182    Επομένως, το επιχείρημα που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει να απορριφθεί.

183    Τέταρτον, και επικουρικώς, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 υποστηρίζουν ότι, ακόμα και αν κριθεί ότι η αρχή non bis in idem δεν έχει εφαρμογή, η παράλειψη συνεκτιμήσεως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, των εθνικών αποφάσεων περί απαλλαγής που εκδόθηκαν υπέρ των προσφευγουσών συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθώς και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ασφάλειας δικαίου.

184    Καταρχάς, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 158 έως 175 ανωτέρω, οι πράξεις των εθνικών αρχών ανταγωνισμού στις οποίες παραπέμπουν οι προσφεύγουσες αποτελούν προσωρινές αποφάσεις επιείκειας που δεν εμποδίζουν την Επιτροπή να ασκεί τις εξουσίες της.

185    Εν συνεχεία, από τη νομολογία που επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες προς στήριξη του επιχειρήματός τους προκύπτει ότι η Επιτροπή, όταν καθορίζει το ποσό του προστίμου, υποχρεούται, δυνάμει της αρχής της επιείκειας, να λαμβάνει υπόψη τις κυρώσεις οι οποίες έχουν επιβληθεί στην ίδια επιχείρηση για το ίδιο πραγματικό περιστατικό, όταν πρόκειται για κυρώσεις επιβαλλόμενες για παραβάσεις του δικαίου των συμπράξεων ενός κράτους μέλους και, κατά συνέπεια, διαπραχθείσες στο έδαφος της Ένωσης (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1969, 14/68, Wilhelm κ.λπ., Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 1, σκέψη 11, και της 14ης Δεκεμβρίου 1972, 7/72, Boehringer Mannheim κατά Επιτροπής, Συλλογή 1972-1973, σ. 1281, σκέψη 3· προπαρατεθείσα στη σκέψη 159 ανωτέρω απόφαση Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, σκέψη 87· βλ., επίσης, συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑322/01, Roquette Frères κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3137, σκέψη 279).

186    Εντούτοις, προφανώς δεν υφίσταται μια τέτοια κατάσταση στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι οι πράξεις των εθνικών αρχών ανταγωνισμού που μνημονεύονται στη σκέψη 157 ανωτέρω δεν επέβαλαν καμία κύρωση στις προσφεύγουσες.

187    Τέλος, εν πάση περιπτώσει, η νομολογία που παρατίθεται με τη σκέψη 185 ανωτέρω αφορούσε αποφάσεις εκδοθείσες από εθνικές αρχές ανταγωνισμού σε μια περίοδο κατά την οποία ο κανονισμός 1/2003 δεν βρισκόταν σε ισχύ και εξέταζε τον κίνδυνο μια παράβαση να επισύρει παράλληλες κυρώσεις δυνάμει του εσωτερικού δικαίου και του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης. Όπως όμως ορθώς τονίζει η Επιτροπή, ο κίνδυνος αυτός έχει εξαλειφθεί σήμερα χάρη στο ευρωπαϊκό δίκτυο του ανταγωνισμού που εγκαθίδρυσε ο κανονισμός 1/2003, στις διατάξεις τις σχετικές με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών που περιέχει ο κανονισμός αυτός και στην ανακοίνωση για τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου.

188    Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, καμία αρχή του δικαίου της Ένωσης δεν επέβαλλε στην Επιτροπή την υποχρέωση να συνεκτιμήσει, κατά τον καθορισμό των προστίμων με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις προσωρινές αποφάσεις επιείκειας που μνημονεύονται με τη σκέψη 157 ανωτέρω.

189    Ως εκ τούτου, το επιχείρημα που προβάλλουν επικουρικώς οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 πρέπει να απορριφθεί.

190    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο λόγος που αντλείται από παραβίαση της αρχής non bis in idem πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του λόγου που αντλείται από παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως και από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού των προστίμων λόγω σοβαρότητας των παραβάσεων

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

191    Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑148/08, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 αμφισβητούν την ορθότητα του εκ μέρους της Επιτροπής καθορισμού του αρχικού ποσού των προστίμων.

192    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων. Η μέθοδος αυτή, της οποίας το περίγραμμα παρέχουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998, περιλαμβάνει διάφορα στοιχεία δράσεως τα οποία παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα ελιγμών κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑322/07 P, C‑327/07 P και C‑338/07 P, Papierfabrik August Koehler κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7191, σκέψη 112, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

193    Η σοβαρότητα των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης πρέπει να αποδεικνύεται βάσει ικανού αριθμού στοιχείων όπως είναι, μεταξύ άλλων, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, τούτο δε χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2009, C‑510/06 P, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑1843, σκέψη 72, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7415, σκέψη 54).

194    Όπως εκτέθηκε στη σκέψη 25 ανωτέρω, η Επιτροπή, εν προκειμένω, καθόρισε το ποσό του προστίμου εφαρμόζοντας τη μέθοδο που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998.

195    Μολονότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν μπορούν να χαρακτηρίζονται ως κανόνας δικαίου τον οποίο οφείλει να τηρεί σε κάθε περίπτωση η διοίκηση, εντούτοις περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς χαράσσοντα την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίζει τους σχετικούς λόγους, που πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 94 ανωτέρω απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 209, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και προπαρατεθείσα στη σκέψη 153 ανωτέρω απόφαση Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 70).

196    Η Επιτροπή, θεσπίζοντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει πλέον στις περιπτώσεις που οι κανόνες αυτοί αφορούν, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως θα της επιβληθούν ενδεχομένως κυρώσεις λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 94 ανωτέρω απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 211, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· προπαρατεθείσα στη σκέψη 153 ανωτέρω απόφαση Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 71).

197    Επιπλέον, οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 καθορίζουν κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο τη μεθοδολογία που η Επιτροπή επέβαλε στον εαυτό της για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων και κατοχυρώνουν, κατά συνέπεια, την ασφάλεια δικαίου των επιχειρήσεων (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 94 ανωτέρω απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 211 και 213).

198    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 προβλέπουν, πρώτον, την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως αυτής καθαυτήν, βάσει της οποίας μπορεί να καθοριστεί ένα γενικό αρχικό ποσό (σημείο 1Α, δεύτερο εδάφιο). Δεύτερον, η σοβαρότητα αναλύεται σε σχέση με τη φύση των διαπραχθεισών παραβάσεων και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της συγκεκριμένης επιχειρήσεως, ιδίως το μέγεθος και τη θέση της στην οικεία αγορά, πράγμα που δύναται να οδηγήσει στη στάθμιση του αρχικού ποσού, στην κατάταξη των επιχειρήσεων σε κατηγορίες και στον καθορισμό ενός ειδικού αρχικού ποσού (σημείο 1Α, τρίτο έως έβδομο εδάφιο).

 Προσβαλλόμενη απόφαση

199    Πρώτον, στο τμήμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως που αναλύει τη σοβαρότητα των παραβάσεων (τμήμα 13.6.1), η Επιτροπή εξετάζει παραλλήλως τις τέσσερις παραβάσεις που διαπιστώνει με το άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως, για τον λόγο ότι αυτές «παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά» (αιτιολογική σκέψη 657 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Το τμήμα αυτό υποδιαιρείται σε τρία υποτμήματα, από τα οποία το πρώτο τιτλοφορείται «Φύση των παραβάσεων» (υποτμήμα 13.6.1.1), το δεύτερο «Έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς» (υποτμήμα 13.6.1.2) και το τρίτο «Συμπέρασμα σχετικά με τη σοβαρότητα της παραβάσεως» (υποτμήμα 13.6.1.3).

200    Στο υποτμήμα με τίτλο «Φύση των παραβάσεων» η Επιτροπή, με τις αιτιολογικές σκέψεις 658 και 659 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, παρέχει τις ακόλουθες διευκρινίσεις:

«658               Οι παραβάσεις που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας αποφάσεως συνίστανται κυρίως σε κρυφή συνεννόηση μεταξύ ανταγωνιστών με σκοπό, αφενός, την κατανομή των αγορών ή την παγίωση των μεριδίων της αγοράς μέσω της μεταξύ τους κατανομής των έργων αγοράς και εγκατάστασης νέων ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων και, αφετέρου, την αποχή από τον ανταγωνισμό όσον αφορά τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων (τα ανωτέρω δεν ισχύουν για τη Γερμανία, όπου η δραστηριότητα συντήρησης και εκσυγχρονισμού δεν αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ των μελών της συμπράξεως). Οι οριζόντιοι αυτοί περιορισμοί καταλέγονται, ως εκ της φύσεώς τους, μεταξύ των σοβαρότερων παραβάσεων του άρθρου 81 [ΕΚ]. Οι παραβάσεις στην υπόθεση αυτή στέρησαν τεχνητά από τους πελάτες τα πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να έχουν αποκτήσει υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού κατά τη διαδικασία υποβολής προσφορών. Έχει επίσης ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι ορισμένα από τα εικονικά έργα αποτελούσαν δημόσιες συμβάσεις χρηματοδοτούμενες από τους φόρους και πραγματοποιούμενες ακριβώς με σκοπό την υποβολή ανταγωνιστικών προσφορών, και οι οποίες, μεταξύ άλλων, παρουσίαζαν ικανοποιητική σχέση κόστους-οφέλους.

659      Για την αξιολόγηση της σοβαρότητας μιας παραβάσεως, τα στοιχεία που έχουν σχέση με τον σκοπό της είναι κατά γενικό κανόνα σημαντικότερα από εκείνα που έχουν σχέση με τα αποτελέσματά της, ειδικότερα όταν συμφωνίες, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, αφορούν πολύ σοβαρές παραβάσεις, όπως είναι ο καθορισμός των τιμών και η κατανομή της αγοράς. Τα αποτελέσματα μιας συμφωνίας αποτελούν γενικώς μη αποφασιστικό κριτήριο για την αξιολόγηση της σοβαρότητας μιας παραβάσεως.»

201    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν «επιχείρησε να αποδείξει τα συγκεκριμένα αποτελέσματα της παραβάσεως, διότι, ελλείψει των παραβάσεων, [θα ήταν] αδύνατο να καθοριστούν με επαρκή βεβαιότητα οι σχετικές με τον ανταγωνισμό εφαρμοστέες παράμετροι (τιμές, εμπορικοί όροι, ποιότητα, καινοτομία και άλλοι) (αιτιολογική σκέψη 660 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Εντούτοις, η Επιτροπή εκτιμά ότι «είναι […] προφανές ότι οι παραβάσεις είχαν πραγματικό αντίκτυπο» και διευκρινίζει συναφώς ότι «το γεγονός ότι οι διάφορες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμφωνίες εφαρμόστηκαν από τα μέλη της συμπράξεως υποδηλώνει από μόνο του την ύπαρξη αντίκτυπου στην αγορά, ακόμη και αν είναι δύσκολο να εκτιμηθεί το πραγματικό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι είναι άγνωστο, μεταξύ άλλων, αν και πόσα άλλα έργα αποτέλεσαν αντικείμενο νοθευμένων διαγωνισμών, καθώς και πόσα έργα ανατέθηκαν κατόπιν συμφωνίας περί κατανομής μεταξύ των μελών της συμπράξεως χωρίς να καταστούν αναγκαίες οι μεταξύ τους επαφές» (αιτιολογική σκέψη 660 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Στην ίδια αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή προσθέτει ότι «το υψηλό άθροισμα των μεριδίων των ανταγωνιστών συνηγορεί υπέρ της υπάρξεως πιθανών αποτελεσμάτων αντίθετων προς τον ανταγωνισμό και [ότι] η σχετική σταθερότητα αυτών των μεριδίων αγοράς καθ’ όλη τη διάρκεια των παραβάσεων επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα αυτά».

202    Με τις αιτιολογικές σκέψεις 661 έως 669 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή απαντά στα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας προς απόδειξη του μειωμένου αντίκτυπου των παραβάσεων στην αγορά.

203    Στο υποτμήμα με τον τίτλο «Έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς», η Επιτροπή υποστηρίζει, με την αιτιολογική σκέψη 670 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι «οι συμπράξεις που αποτελούν αντικείμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως κάλυπταν αντιστοίχως το σύνολο του εδάφους του Βελγίου, της Γερμανίας, του Λουξεμβούργου και των Κάτω Χωρών,» και ότι «προκύπτει σαφώς από τη νομολογία ότι μια εθνική γεωγραφική αγορά που εκτείνεται στο σύνολο της επικράτειας κράτους μέλους αντιπροσωπεύει ήδη αφ’ εαυτής ουσιώδες τμήμα της κοινής αγοράς».

204     Στο υποτμήμα με τον τίτλο «Συμπέρασμα σχετικά με τη σοβαρότητα της παραβάσεως», η Επιτροπή επισημαίνει, με την αιτιολογική σκέψη 671 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι κάθε αποδέκτης της εν λόγω αποφάσεως διέπραξε μία ή περισσότερες πολύ σοβαρές παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ, «λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των παραβάσεων και του γεγονότος ότι καθεμία από τις παραβάσεις αυτές κάλυπτε το σύνολο του εδάφους ενός κράτους μέλους (του Βελγίου, της Γερμανίας, του Λουξεμβούργου ή των Κάτω Χωρών)». Η Επιτροπή καταλήγει ότι «οι παράγοντες αυτοί είναι τέτοιας σημασίας ώστε οι παραβάσεις να πρέπει να θεωρηθούν πολύ σοβαρές έστω και αν ο πραγματικός τους αντίκτυπος δεν μπορεί να εκτιμηθεί».

205    Δεύτερον, στο τμήμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως με τον τίτλο «Διαφορετική μεταχείριση» (τμήμα 13.6.2), η Επιτροπή καθορίζει αρχικό ποσό του προστίμου για κάθε επιχείρηση που μετέσχε στις διάφορες συμπράξεις (βλ. σκέψεις 28 έως 31 ανωτέρω) συνεκτιμώντας, κατά την αιτιολογική σκέψη 672 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, «την πραγματική οικονομική δυνατότητα των παραβατών να προξενήσουν σημαντική ζημία στον ανταγωνισμό». Η Επιτροπή διευκρινίζει, με την αιτιολογική σκέψη 673 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι «προς τον σκοπό αυτό, οι επιχειρήσεις κατετάγησαν σε πολλές κατηγορίες αναλόγως του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησαν στον τομέα των ανελκυστήρων και/ή των κυλιόμενων κλιμάκων, περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των υπηρεσιών συντηρήσεως και εκσυγχρονισμού».

 Επί του φερόμενου ως παράνομου χαρακτήρα των γενικών αρχικών ποσών των προστίμων

206    Πρώτον, όσον αφορά την παράβαση στη Γερμανία, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07 προβάλλουν ότι, κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας αλλά ακόμα και τη δική της πρακτική κατά τη λήψη αποφάσεων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή καθόρισε το αρχικό ποσό του προστίμου στηριζόμενη στο μέγεθος της αγοράς των ανελκυστήρων και των κυλιόμενων κλιμάκων, που ανέρχεται σε ποσό πλέον των 500 εκατομμυρίων ευρώ (αιτιολογική σκέψη 664 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Οι συμπράξεις όμως επηρέασαν μόνον τις πωλήσεις κυλιόμενων κλιμάκων και μικρό τμήμα των πωλήσεων ανελκυστήρων στη Γερμανία, που αντιστοιχεί στα έργα μεγάλης κλίμακας ή κύρους. Επομένως, το μέγεθος της αγοράς που αφορούν οι συμφωνίες αυτές δεν υπερβαίνει τα 170 εκατομμύρια ευρώ. Η αγορά των έργων μεγάλης κλίμακας συνιστά αγορά που διακρίνεται από τις λοιπές αγορές του τομέα των ανελκυστήρων, στην οποία δραστηριοποιούνται μόνον οι εταιρίες Otis, Schindler, Kone και ThyssenKrupp, και στην οποία οι όροι ανταγωνισμού που επικρατούν είναι τόσο ιδιαίτεροι, ώστε οι σχετικές με την αγορά αυτή συμπράξεις δεν θα μπορούσαν να έχουν αισθητά αποτελέσματα στην αγορά συνήθων ανελκυστήρων, πράγμα που προκύπτει από έκθεση πραγματογνώμονα που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07 (στο εξής: έκθεση πραγματογνώμονα). Κατά τις προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑149/07 και T‑150/07, εικασίες για σημαντικότερα αποτελέσματα δεν μπορούν ούτως ή άλλως να ληφθούν υπόψη, καθόσον δεν περιέχονταν στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, διότι τούτο θα συνεπαγόταν προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας.

207    Πρώτον, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07 δεν αμφισβητούν τη νομιμότητα της μεθοδολογίας που εκτέθηκε με το σημείο 1Α των κατευθυντήριων γραμμών του 1998 για τον καθορισμό των γενικών αρχικών ποσών των προστίμων. Η εν λόγω μεθοδολογία όμως εκφράζει ενιαία αντιμετώπιση, σύμφωνα με την οποία το γενικό αρχικό ποσό του προστίμου, που καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως, υπολογίζεται με βάση τον χαρακτήρα και τη γεωγραφική έκταση της παραβάσεως καθώς και τον συγκεκριμένο αντίκτυπο στην αγορά, εφόσον αυτός είναι δυνατό να εκτιμηθεί (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Οκτωβρίου 2006, T‑15/02, BASF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑497, σκέψη 134, και της 6ης Μαΐου 2009, T‑116/04, Wieland-Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑1087, σκέψη 62).

208    Αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07, η Επιτροπή δεν καθόρισε το γενικό αρχικό ποσό του προστίμου για την παράβαση στη Γερμανία στηριζόμενη στο μέγεθος της φερόμενης ως επηρεασθείσας αγοράς. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 657 έως 671 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή στήριξε το συμπέρασμά της σχετικά με την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων στη φύση των παραβάσεων αυτών και στη γεωγραφική τους έκταση.

209    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το μέγεθος της οικείας αγοράς δεν αποτελεί, καταρχήν, υποχρεωτικό στοιχείο, αλλά απλώς ενδεικτικό, μεταξύ άλλων, στοιχείο προς εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, η δε Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά τη νομολογία, να προβαίνει σε οριοθέτηση της οικείας αγοράς ή σε εκτίμηση του μεγέθους της οσάκις η επίμαχη παράβαση έχει σκοπό αντίθετο προς τον ανταγωνισμό (βλ, συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 193 ανωτέρω απόφαση Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψεις 55 και 64).

210    Επομένως, για τον καθορισμό του γενικού αρχικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή δύναται, χωρίς ωστόσο να είναι υποχρεωμένη, να λαμβάνει υπόψη την αξία της αγοράς στην οποία συντελείται η παράβαση (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες στη σκέψη 207 ανωτέρω αποφάσεις του BASF κατά Επιτροπής, σκέψη 134, και Wieland Werke κατά Επιτροπής, σκέψη 63). Συγκεκριμένα, οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 δεν προβλέπουν ότι το ποσό των προστίμων υπολογίζεται με βάση τον συνολικό κύκλο εργασιών ή τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις στην οικεία αγορά. Πάντως, οι κατευθυντήριες γραμμές δεν εμποδίζουν περαιτέρω να ληφθούν υπόψη αυτοί οι κύκλοι εργασιών κατά την επιμέτρηση του ποσού του προστίμου, προκειμένου να τηρηθούν οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις (προπαρατεθείσα στη σκέψη 159 ανωτέρω απόφαση Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, σκέψη 187). Ως εκ τούτου, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι το γενικό αρχικό ποσό του προστίμου που καθορίστηκε για τη σύμπραξη στη Γερμανία έπρεπε να αντανακλά το φερόμενο ως περιορισμένο μέγεθος της οικείας αγοράς στηρίζεται σε εσφαλμένη προκείμενη και πρέπει για τον λόγο αυτό να απορριφθεί.

211    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας καθόσον δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, όσον αφορά την αγορά των ανελκυστήρων, οι συμπράξεις επηρέασαν μόνον τα έργα μεγάλης κλίμακας ή κύρους και ότι, κατά συνέπεια, το μέγεθος της επηρεασθείσας από τις συμπράξεις αγοράς δεν υπερέβη τα 170 εκατομμύρια ευρώ. Επιπλέον, δεν μπορεί να ευσταθεί το επιχείρημα που αντλείται από την εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση της πρακτικής της κατά τη λήψη αποφάσεων, δεδομένου ότι, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 153 ανωτέρω, η πρακτική αυτή δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού.

212    Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι, έστω και αν χρησιμοποιηθούν ως βάση οι εκτιμήσεις των προσφευγουσών ότι η αξία της οικείας αγοράς δεν υπερέβη τα 170 εκατομμύρια ευρώ, το αρχικό ποσό του προστίμου των 70 εκατομμυρίων ευρώ αντιπροσωπεύει περίπου το 41 % της αγοράς. Έχει όμως κριθεί ότι αρχικά ποσά που αντιπροσωπεύουν τόσο υψηλό ποσοστό μπορούν να δικαιολογηθούν στις περιπτώσεις πολύ σοβαρών παραβάσεων (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 207 ανωτέρω απόφαση του BASF κατά Επιτροπής, σκέψεις 130 και 133 έως 137).

213    Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα που αντλείται από τη φερόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών των υποθέσεων T‑149/07 και T‑150/07. Πέραν του γεγονότος ότι, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τις εν λόγω προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν καθόρισε τη σοβαρότητα της παραβάσεως βάσει του όγκου της επηρεασθείσας από τη σύμπραξη αγοράς ούτε από τον αντίκτυπο της συμπράξεως αυτής, διαπιστώνεται ότι, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, και ειδικότερα με τα σημεία 77 έως 83, καθώς και 579 και 583 αυτής, η Επιτροπή έκρινε ότι η σύμπραξη στη Γερμανία αφορούσε το σύνολο των τομέων των ανελκυστήρων και των κυλιόμενων κλιμάκων. Επιπλέον, όσον αφορά την εκτίμηση της σοβαρότητας κάθε παραβάσεως για τον σκοπό του καθορισμού του ποσού του προστίμου, η Επιτροπή επισήμανε, με το σημείο 617, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, ότι επρόκειτο να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι «οι συμφωνίες εκτείνονταν στο σύνολο των τομέων των ανελκυστήρων και των κυλιόμενων κλιμάκων».

214    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07 ότι οι συμπράξεις δεν επηρέασαν τη φερόμενη αγορά «συνήθων ανελκυστήρων», υπενθυμίζεται ότι, ως προς την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 επισημαίνουν, στο σημείο 1Α, τα ακόλουθα:

«Για να αξιολογηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο χαρακτήρας της ίδιας της παραβάσεως, ο πραγματικός της αντίκτυπος επί της αγοράς, εφόσον αυτός είναι δυνατό να εκτιμηθεί, καθώς και η έκταση της γεωγραφικής αγοράς αναφοράς.

Με τον τρόπο αυτό οι παραβάσεις ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες και καθιερώνεται η διάκριση μεταξύ ελαφρών παραβάσεων, σοβαρών παραβάσεων και πολύ σοβαρών παραβάσεων.»

215    Επομένως, σύμφωνα με το σημείο 1Α, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, η Επιτροπή οφείλει, στο πλαίσιο αξιολογήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως, να εξετάζει τον πραγματικό αντίκτυπο επί της αγοράς μόνον εφόσον προκύπτει ότι ο αντίκτυπος αυτός δύναται να εκτιμηθεί (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 193 ανωτέρω απόφαση Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 74· προπαρατεθείσα στη σκέψη 159 ανωτέρω απόφαση Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, σκέψη 143 και προπαρατεθείσα στη σκέψη 112 ανωτέρω απόφαση Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 216).

216    Κατά πάγια νομολογία, για να εκτιμήσει τον συγκεκριμένο αντίκτυπο μιας παραβάσεως στην αγορά, η Επιτροπή οφείλει να χρησιμοποιήσει ως μέτρο τον ανταγωνισμό που θα υφίστατο υπό κανονικές συνθήκες αν δεν είχε διαπραχθεί η παράβαση (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 507, σκέψεις 619 και 620· απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑347/94, Mayr Melnhof κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1751, σκέψη 235· προπαρατεθείσα στη σκέψη 159 ανωτέρω απόφαση Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, σκέψη 150, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 153 ανωτέρω απόφαση Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 83).

217    Η Επιτροπή υποστηρίζει, με την αιτιολογική σκέψη 660 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι «δεν επιχείρησε να αποδείξει τα συγκεκριμένα αποτελέσματα της παραβάσεως, διότι, ελλείψει των παραβάσεων, [θα ήταν] αδύνατο να καθοριστούν με επαρκή βεβαιότητα οι σχετικές με τον ανταγωνισμό εφαρμοστέες παράμετροι (τιμές, εμπορικοί όροι, ποιότητα, καινοτομία και άλλοι)». Μολονότι η Επιτροπή εκτιμά, με την αιτιολογική σκέψη 660 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι είναι προφανές ότι οι συμπράξεις είχαν πραγματικό αντίκτυπο, εφόσον τέθηκαν σε εφαρμογή, πράγμα που υποδηλώνει από μόνο του αντίκτυπο στην αγορά, και μολονότι η Επιτροπή απέρριψε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 661 έως 669, τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις για να αποδείξουν τα περιορισμένης κλίμακας αποτελέσματα των συμπράξεων, εντούτοις διαπιστώνεται ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, για την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων δεν ελήφθη υπόψη ο ενδεχόμενος αντίκτυπός τους στην αγορά.

218    Με αυτό επομένως το σκεπτικό η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 671 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στηρίζει το συμπέρασμά της σχετικά με την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων μόνο στη συνεκτίμηση του χαρακτήρα των εν λόγω παραβάσεων και της γεωγραφικής τους εκτάσεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή καταλήγει με την αιτιολογική αυτή σκέψη ότι ««λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των παραβάσεων και του γεγονότος ότι καθεμία από τις παραβάσεις αυτές κάλυπτε το σύνολο του εδάφους ενός κράτους μέλους (του Βελγίου, της Γερμανίας, του Λουξεμβούργου ή των Κάτω Χωρών) […] διαπιστώνεται ότι κάθε αποδέκτης της εν λόγω αποφάσεως διέπραξε μία ή περισσότερες πολύ σοβαρές παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ».

219    Ειδικότερα, όσον αφορά την παράβαση στη Γερμανία, από την αιτιολογική σκέψη 661 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με την οποία η Επιτροπή απαντά εκτός των άλλων και στο επιχείρημα των Kone και Otis σχετικά με τον φερόμενο ως περιορισμένης κλίμακας αντίκτυπο της παραβάσεως προκύπτει ότι ήταν «αδύνατο να αποδειχθούν τα ακριβή αποτελέσματα της παραβάσεως» και ότι οι συμφωνίες στη Γερμανία δεν επηρέασαν μόνον την αγορά των κυλιόμενων κλιμάκων και τα μεγάλης αξίας έργα ανελκυστήρων, δεδομένου ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι ήταν πιθανό «ότι οι δραστηριότητες της συμπράξεως στα έργα ανελκυστήρων αξίας μεγαλύτερης του ενός εκατομμυρίου ευρώ, που περιλαμβάνουν τους ανελκυστήρες μεγάλης ταχύτητας και μεγάλης αξίας, άσκησαν επιρροή στη λειτουργία του υπολοίπου τμήματος της αγοράς ανελκυστήρων». Με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι η συνολική αξία ενός έργου υπερίσχυε του αριθμού και του είδους των ανελκυστήρων, ότι ήταν ανέφικτο να αποδειχθούν τα ακριβή αποτελέσματα της παραβάσεως και ότι από τα πραγματικά περιστατικά είχε προδήλως αποδειχθεί ότι πρόθεση των μερών δεν ήταν να αποκλείσουν ορισμένα είδη προϊόντων, αλλά να επιτύχουν συμφωνία για τα έργα ως προς τα οποία ο ανταγωνισμός μπορούσε να εξαλειφθεί ευκολότερα.

220    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07 δεν υποστηρίζουν ότι ο αντίκτυπος της παραβάσεως στη Γερμανία μπορούσε να εκτιμηθεί, αλλά μόνον ότι η παράβαση αφορούσε αγορά το μέγεθος της οποίος φέρεται ότι ήταν μειωμένο και ότι οι συμπράξεις δεν μπόρεσαν να έχουν αισθητή επιρροή στη φερόμενη αγορά συνήθων ανελκυστήρων. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 και τη νομολογία που παρατέθηκε με τη σκέψη 215 ανωτέρω, να λάβει υπόψη τον συγκεκριμένο αντίκτυπο των παραβάσεων για την εκτίμηση της σοβαρότητάς τους, οπότε το επιχείρημά τους δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

221    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να αποφανθεί επί του παραδεκτού της εκθέσεως του πραγματογνώμονα, το οποίο αμφισβητεί η Επιτροπή, εκθέσεως η οποία σκοπεί να αποδείξει ότι η σύμπραξη στη Γερμανία αφορούσε τμήμα μόνον της αγοράς των ανελκυστήρων, ούτε να δεχτεί τις αιτήσεις για τη διεξαγωγή αποδείξεων που υπέβαλαν συναφώς οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07 προκειμένου να αποδείξουν το παραδεκτό της εν λόγω εκθέσεως.

222    Όσον αφορά την εν λόγω έκθεση, επισημαίνεται εν πάση περιπτώσει ότι, μολονότι, κατά τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07, η αγορά που φέρεται ότι επηρεάσθηκε από τις συμφωνίες δεν υπερβαίνει τα 170 εκατομμύρια ευρώ και η επιρροή στην αγορά συνήθων ανελκυστήρων δεν μπορούσε να είναι αισθητή, εντούτοις, από την έκθεση του πραγματογνώμονα προκύπτει, αφενός, ότι οι ανελκυστήρες μεγάλης ταχύτητας (High-Tech/Premium) αντιπροσώπευαν το 1993 μεταξύ 11,5 και 13,04 εκατομμύρια ευρώ και, αφετέρου, ότι τα έργα μεγάλης κλίμακας περιλαμβάνουν τόσο ανελκυστήρες μεγάλης ταχύτητας όσο και συνήθεις ανελκυστήρες. Ως εκ τούτου, ακόμα και αν υποτεθεί ότι έπρεπε να θεωρηθεί ότι η σύμπραξη αφορούσε μόνον τα φερόμενα ως έργα μεγάλης κλίμακας, δεν μπορεί να αποκλειστεί η επιρροή των έργων αυτών στη φερόμενη αγορά συνήθων ανελκυστήρων, δεδομένου ότι τα έργα μεγάλης κλίμακας περιλαμβάνουν προδήλως μεγάλη ποσότητα συνήθων ανελκυστήρων.

223    Κατά τα λοιπά, υπογραμμίζεται ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή είχε πρόθεση να λάβει υπόψη τον εν λόγω αντίκτυπο της παραβάσεως στην αγορά, που αποτελεί προαιρετικό στοιχείο, και ότι, ως εκ τούτου, όφειλε να παραθέσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, συγκεκριμένα, αξιόπιστα και επαρκή στοιχεία τα οποία να παρέχουν τη δυνατότητα να εκτιμηθεί η πραγματική επίδραση της παραβάσεως επί του ανταγωνισμού στο πλαίσιο της αγοράς (προπαρατεθείσα στη σκέψη 193 ανωτέρω απόφαση Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 82), διαπιστώνεται ότι, εν πάση περιπτώσει, το θεσμικό αυτό όργανο τήρησε την υποχρέωση αυτή.

224    Όσον αφορά την παράβαση στη Γερμανία, η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η Kone, η Otis, η Schindler και η ThyssenKrupp συγκέντρωναν πλέον του 60 % της αξίας των πωλήσεων ανελκυστήρων και σχεδόν το 100 % της αγοράς των κυλιόμενων κλιμάκων (αιτιολογικές σκέψεις 51 και 235 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Επιπλέον, μετά το 2000, οι τρεις μετέχοντες στη σύμπραξη κατείχαν από κοινού περίπου το 75 % του μεριδίου αγοράς των κυλιόμενων κλιμάκων και σχεδόν το 50 % του μεριδίου αγοράς των ανελκυστήρων (αιτιολογικές σκέψεις 278 και 280 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Επιπροσθέτως, ο σκοπός της συμπράξεως συνίστατο στην παγίωση των αντίστοιχων μεριδίων αγοράς των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων (αιτιολογικές σκέψεις 236 επ. της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Η Επιτροπή υπογράμμισε επίσης τη συχνότητα των συναντήσεων (αιτιολογικές σκέψεις 217 και 218 της προσβαλλόμενης αποφάσεως) και τα προληπτικά μέτρα που λάμβαναν οι μετέχοντες προκειμένου να αποκρύψουν τις επαφές τους (αιτιολογικές σκέψεις 219 έως 221 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

225    Επομένως, όπως επισημάνθηκε με την αιτιολογική σκέψη 217 ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε, με την αιτιολογική σκέψη 660 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι και μόνον ότι οι διάφορες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμφωνίες τέθηκαν σε εφαρμογή υποδηλώνει αντίκτυπο στην αγορά, ακόμα και αν ήταν δύσκολο να εκτιμηθεί το πραγματικό αποτέλεσμα, διότι δεν ήταν εφικτό να αποδειχθεί, μεταξύ άλλων, αν και πόσα έργα είχαν αποτελέσει αντικείμενο νοθευμένων διαγωνισμών, ούτε πόσα έργα ανατέθηκαν κατόπιν συμφωνίας περί κατανομής μεταξύ των μελών της συμπράξεως χωρίς να καταστούν αναγκαίες οι μεταξύ τους επαφές. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι το υψηλό άθροισμα των μεριδίων των ανταγωνιστών συνηγορεί υπέρ της υπάρξεως πιθανών αποτελεσμάτων αντίθετων προς τον ανταγωνισμό και ότι η σχετική σταθερότητα αυτών των μεριδίων αγοράς καθ’ όλη τη διάρκεια των παραβάσεων επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα αυτά.

226    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το αρχικό ποσό των 70 εκατομμυρίων ευρώ που καθορίστηκε για την παράβαση στη Γερμανία δεν είναι δυσανάλογο προς την ιδιαίτερη σοβαρότητα της παραβάσεως, ακόμα και αν έπρεπε να αποδειχθεί, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες των υποθέσεων Τ‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07 ότι, όσον αφορά τους ανελκυστήρες, η σύμπραξη είχε επιρροή μόνο στα έργα μεγάλης κλίμακας.

227    Τρίτον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07 προβάλλουν ότι η σύμπραξη παρήγαγε αποτελέσματα μόνο στη Γερμανία, και σε αμελητέο μόνον τμήμα της αγοράς, οπότε το αρχικό ποσό των 70 εκατομμυρίων ευρώ που καθορίστηκε για την παράβαση στη Γερμανία πρέπει να μειωθεί, λαμβανομένης υπόψη της οικείας γεωγραφικής αγοράς.

228    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το γενικό αρχικό ποσό του προστίμου καθορίζεται, μεταξύ άλλων, αναλόγως της γεωγραφικής εκτάσεως της παραβάσεως.

229    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, μία εγχώρια αγορά αντιστοιχεί σε σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψη 28, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουλίου 2005, T‑49/02 έως T‑51/02, Brasserie nationale κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3033, σκέψη 176). Δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι η σύμπραξη στη Γερμανία αφορά το σύνολο του εδάφους του κράτους μέλους αυτού, πρέπει να θεωρηθεί ότι καλύπτει σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς.

230    Λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της ιδιαίτερα σοβαρής φύσεως της συμπράξεως και, αφετέρου, του γεγονότος ότι αυτή καλύπτει σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο καθορισμός του αρχικού ποσού του προστίμου από την Επιτροπή στα 70 εκατομμύρια ευρώ δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

231    Επικουρικώς, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07 υποστηρίζουν ότι το αρχικό ποσό των 70 εκατομμυρίων ευρώ που καθορίστηκε για την παράβαση στη Γερμανία είναι υπερβολικό ακόμα και αν στηρίζεται στον συνολικό όγκο της αγοράς των ανελκυστήρων, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις που μετείχαν στη διαδικασία αντιπροσώπευαν λιγότερο από το 50 % του συνολικού όγκου της γερμανικής αγοράς ανελκυστήρων (αιτιολογική σκέψη 280 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί καθόσον, όπως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 208 έως 210 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να καθορίσει –ούτε και το έπραξε εν προκειμένω– το γενικό αρχικό ποσό του προστίμου για την παράβαση στη Γερμανία στηριζόμενη στο μέγεθος της αγοράς που φέρεται ότι επηρεάσθηκε.

232    Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι, το 2003, οι επιχειρήσεις που είχαν μετάσχει στη σύμπραξη στη Γερμανία αντιπροσώπευαν το 48 % της συνολικής αγοράς ανελκυστήρων, εκτιμώμενης στα 506 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογική σκέψη 280 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), και το 75 % του μεριδίου της αγοράς των κυλιομένων κλιμάκων, εκτιμώμενης στα 70 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 82 και 278 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Επομένως, το αρχικό ποσό των 70 εκατομμυρίων ευρώ αντιπροσωπεύει το 23,7 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις που μετείχαν στη γερμανική σύμπραξη. Το ποσοστό όμως αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικό λαμβανομένης υπόψη, αφενός, της ιδιαίτερα σοβαρής φύσεως της παραβάσεως και, αφετέρου, της γεωγραφικής εκτάσεως της παραβάσεως αυτής.

233    Έτι επικουρικότερον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07 υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή, κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου για την παράβαση στη Γερμανία παρεξέκλινε από τον τρόπο υπολογισμού του ποσού του προστίμου που είχε εφαρμόσει στην προσβαλλόμενη απόφαση. Δεδομένου ότι η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η εμβέλεια των συμπράξεων στη Γερμανία ήταν περιορισμένη σε σχέση με τις τρεις χώρες της Μπενελούξ, δεν μπορούσε να εφαρμόσει τα ίδια κριτήρια υπολογισμού του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε για την παράβαση που διαπράχθηκε στη Γερμανία.

234    Συναφώς, παρατηρείται ότι, μολονότι η Επιτροπή δεν επιχείρησε να αποδείξει τα συγκεκριμένα αποτελέσματα της παραβάσεως (αιτιολογική σκέψη 660 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), εντούτοις, όσον αφορά την παράβαση στη Γερμανία, καθόρισε μειωμένο αρχικό ποσό προκειμένου να λάβει υπόψη, προς όφελος των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, το ενδεχόμενο οι συμπράξεις να μην επηρέασαν άμεσα το σύνολο της αγοράς των ανελκυστήρων. Επομένως, όπως επισημαίνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 664 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το θεσμικό αυτό όργανο έλαβε όντως υπόψη «το γεγονός ότι οι δραστηριότητες της συμπράξεως [στη Γερμανία] πιθανόν δεν επηρέασαν άμεσα το σύνολο της αγοράς των ανελκυστήρων» κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου. Συγκεκριμένα, προκύπτει ότι το αρχικό ποσό για τη σύμπραξη στη Γερμανία καθορίστηκε σε χαμηλότερο επίπεδο από εκείνα που εφαρμόστηκαν για τις λοιπές συμπράξεις τις οποίες διαπιστώνει η προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους των οικείων αγορών.

235    Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή, οσάκις διαπιστώνει διάφορες πολύ σοβαρές παραβάσεις με μία και μόνη απόφαση, οφείλει να υπολογίζει τα πρόστιμα κατά τρόπο που να χαρακτηρίζεται από συνοχή μεταξύ των γενικών αρχικών ποσών και του μεγέθους των διαφόρων επηρεαζόμενων αγορών, ωστόσο, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι, εν προκειμένω, τα γενικά αρχικά ποσά που καθορίστηκαν για τις παραβάσεις στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες στερούνται συνοχής ή ότι υπολογίσθηκαν κατά τρόπο που παρεκκλίνει από συγκεκριμένο τρόπο υπολογισμού που φέρεται ότι εφαρμόστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

236    Συγκεκριμένα, η εξέταση των σχετικών δεδομένων καταδεικνύει ότι η Επιτροπή, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους των επηρεαζόμενων αγορών, καθόρισε τα αρχικά ποσά των προστίμων κατά τρόπο συνεπή. Επομένως, όσο μεγαλύτερο ήταν το μέγεθος της αγοράς, τόσο υψηλότερα ήταν και τα γενικά αρχικά ποσά που καθόρισε η Επιτροπή, χωρίς ωστόσο να χρησιμοποιήσει ακριβή μαθηματικό τύπο, πράγμα το οποίο άλλωστε σε καμία περίπτωση δεν ήταν υποχρεωμένη να πράξει (αιτιολογικές σκέψεις 207 έως 210 ανωτέρω). Επομένως, όσον αφορά τη σαφώς σημαντικότερη αγορά, εκείνη της Γερμανίας, που αντιπροσωπεύει 576 εκατομμύρια ευρώ, το γενικό αρχικό ποσό καθορίστηκε στα 70 εκατομμύρια ευρώ· για τις δύο αγορές που ακολουθούν ανάλογα με τον βαθμό σπουδαιότητας, ήτοι τις αγορές των Κάτω Χωρών και του Βελγίου, που αντιπροσωπεύουν αντιστοίχως 363 εκατομμύρια ευρώ και 254 εκατομμύρια ευρώ, το γενικό αρχικό ποσό καθορίστηκε, αντιστοίχως, στα 55 εκατομμύρια ευρώ και στα 40 εκατομμύρια ευρώ· τέλος, ως προς τη λουξεμβουργιανή αγορά, προδήλως μικρότερου μεγέθους, που αντιπροσωπεύει 32 εκατομμύρια ευρώ, παρά το γεγονός ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 προβλέπουν, για πολύ σοβαρές παραβάσεις, τον καθορισμό προστίμου λόγω σοβαρότητας «άνω των 20 εκατομμυρίων ευρώ», η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο να περιορίσει το ποσό αυτό στα 10 εκατομμύρια ευρώ (βλ, συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 207 ανωτέρω απόφαση BASF κατά Επιτροπής, σκέψη 136). Επομένως, η αιτίαση των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθεί.

237    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το σύνολο των αιτιάσεων που αφορούν τον καθορισμό του αρχικού ποσού για την παράβαση στη Γερμανία.

238    Δεύτερον, όσον αφορά την παράβαση στο Λουξεμβούργο, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 προβάλλουν ότι το γενικό αρχικό ποσό του προστίμου είναι δυσανάλογο προς το μέγεθος της αγοράς την οποία αφορά η παράβαση.

239    Συναφώς, επισημαίνεται ότι ούτε η προσφεύγουσα της υποθέσεως T‑148/07 αμφισβητεί τη νομιμότητα της μεθοδολογίας που εκτίθεται στο σημείο 1Α των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 για τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου, μεθοδολογίας η οποία, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 207 ανωτέρω, εκφράζει ενιαία αντιμετώπιση. Επιπλέον, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται με τη σκέψη 209 ανωτέρω, το μέγεθος της οικείας αγοράς αποτελεί ένα μόνο λυσιτελές στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, και το οποίο η Επιτροπή δεν υποχρεούται να συνεκτιμά για τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου. Υπομνήσθηκε όμως στη σκέψη 208 ανωτέρω ότι, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 657 έως 671 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή στήριξε το συμπέρασμά της σχετικά με την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων στη φύση των παραβάσεων αυτών και στη γεωγραφική τους έκταση. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών που αντλείται από τον υπερβολικό χαρακτήρα του αρχικού ποσού που καθορίστηκε για την παράβαση στο Λουξεμβούργο λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους της αγοράς που αφορά η παράβαση.

240    Εν πάση περιπτώσει, τονίζεται ότι η Επιτροπή καθόρισε το γενικό αρχικό ποσό του προστίμου για την παράβαση στο Λουξεμβούργο στα 10 εκατομμύρια ευρώ. Επομένως, μολονότι η Επιτροπή καθόρισε τη σοβαρότητα της παραβάσεως βάσει του χαρακτήρα της και της γεωγραφικής της εκτάσεως, εντούτοις έκρινε σκόπιμο να καθορίσει γενικό αρχικό ποσό του προστίμου που να αντιστοιχεί στο μισό του κατώτατου ορίου των 20 εκατομμυρίων ευρώ που προβλέπουν υπό κανονικές συνθήκες οι κατευθυντήριες γραμμές για τέτοιου είδους πολύ σοβαρή παράβαση (βλ. σημείο 1Α, δεύτερο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998).

241    Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγουσών των υποθέσεων T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 πρέπει να απορριφθεί.

242    Τρίτον, όσον αφορά την παράβαση στις Κάτω Χώρες, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑150/07 και T‑154/07 υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβλεψε τον περιορισμένο αντίκτυπο της παραβάσεως στην αγορά, δεδομένου ότι η σύμπραξη επηρέασε λιγότερο από το 10 έως 15 % του μεριδίου της αγοράς, πράγμα που επιβεβαιώθηκε από όλες τις επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση στις Κάτω Χώρες. Επιπλέον, μολονότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε ακριβείς διαπιστώσεις ως προς τις συνέπειες επί της ολλανδικής αγοράς, εντούτοις όφειλε να λάβει υπόψη τον πολύ μικρό όγκο της αγοράς την οποία επηρέασε σύμπραξη.

243    Συναφώς, επισημαίνεται ότι ούτε η προσφεύγουσα της υποθέσεως T‑154/07 αμφισβητεί τη νομιμότητα της μεθοδολογίας που εκτίθεται στο σημείο 1Α των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 για τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου, μεθοδολογίας η οποία, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 207 ανωτέρω, εκφράζει ενιαία αντιμετώπιση. Επιπλέον, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται με τη σκέψη 209 ανωτέρω, το μέγεθος της οικείας αγοράς αποτελεί ένα μόνο κρίσιμο στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, και το οποίο η Επιτροπή δεν υποχρεούται να συνεκτιμά για τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου. Υπομνήσθηκε όμως στη σκέψη 208 ανωτέρω ότι, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 657 έως 671 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή στήριξε το συμπέρασμά της σχετικά με την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων στη φύση των παραβάσεων αυτών και στη γεωγραφική τους έκταση. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών που αντλείται από τον υπερβολικό χαρακτήρα του αρχικού ποσού που καθορίστηκε για την παράβαση στις Κάτω Χώρες λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους της αγοράς που αφορά η παράβαση.

244    Κατά τα λοιπά, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, αφενός, οι δηλώσεις των μετεχόντων στη σύμπραξη στις Κάτω Χώρες όσον αφορά τα έργα που φέρονται ότι επηρεάσθηκαν από τη σύμπραξη στηρίζονται αποκλειστικά στον αριθμό των έργων ως προς τα οποία οι εν λόγω μετέχοντες αναγνώρισαν ρητώς την ύπαρξη συμπράξεως. Συναφώς, όπως επισήμανε και η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 384 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ουδεμία ανάγκη υπήρχε να κατανεμηθούν όλα τα έργα στο πλαίσιο της συμπράξεως στις Κάτω Χώρες, καθόσον οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις έπρεπε να συνεννοούνται μόνον ως προς τα έργα που δεν είχαν ανατεθεί αυτομάτως σε μία εξ αυτών λόγω παγιωμένης σχέσης με υφιστάμενο πελάτη. Αφετέρου, εν πάση περιπτώσει, μολονότι αληθεύει ότι η Otis και η ThyssenKrupp προέβαλαν ότι ο συνολικός αριθμός των έργων για την ανάθεση των οποίων διεξήχθησαν συζητήσεις κάλυπτε περιορισμένο μόνο τμήμα του συνόλου των προς εκτέλεση έργων (αιτιολογική σκέψη 492 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), εντούτοις, οι υπολογισμοί που προσκόμισαν συναφώς οι εταιρίες αυτές περιέχουν ουσιώδεις αποκλίσεις (αιτιολογικές σκέψεις 494, 495, 496, 497 και 499 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

245    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που αντλείται από τον υπερβολικό χαρακτήρα του αρχικού ποσού που καθορίστηκε για την παράβαση στις Κάτω Χώρες.

246    Ως εκ τούτου, το σύνολο των αιτιάσεων που αφορούν τα γενικά αρχικά ποσά των προστίμων πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του φερόμενου ως παράνομου χαρακτήρα των ειδικών αρχικών ποσών των προστίμων

247    Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο του υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η διαφοροποιημένη μεταχείριση των σχετικών επιχειρήσεων είναι σύμφυτη με την άσκηση των εξουσιών που η διάταξη αυτή χορηγεί στην Επιτροπή. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της διακριτικής της ευχέρειας, η Επιτροπή καλείται να εξατομικεύσει την κύρωση με γνώμονα τη συμπεριφορά και τα χαρακτηριστικά των σχετικών επιχειρήσεων προκειμένου να εξασφαλίσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 109, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 108 ανωτέρω απόφαση Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 44).

248    Επομένως, οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 προβλέπουν ότι, για δεδομένη παράβαση, θα είναι ενδεχομένως σκόπιμο, οσάκις εμπλέκονται περισσότερες επιχειρήσεις όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις συνασπισμών επιχειρήσεων, να γίνεται στάθμιση των ειδικών ποσών, προκειμένου να ληφθεί υπόψη το ειδικό βάρος κάθε επιχειρήσεως και, κατ’ επέκταση, ο πραγματικός αντίκτυπος της παράνομης συμπεριφοράς επί του ανταγωνισμού, ιδιαίτερα αν υφίστανται σημαντικές διαφορές ως προς το μέγεθος μεταξύ επιχειρήσεων που διαπράττουν το ίδιο είδος παραβάσεως (σημείο 1Α, έκτο εδάφιο). Ειδικότερα, είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική οικονομική δυνατότητα του αυτουργού της παραβάσεως να προξενήσει σημαντική ζημία σε άλλους οικονομικούς παράγοντες, ιδίως στους καταναλωτές (σημείο 1Α, τέταρτο εδάφιο).

249    Οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 διευκρινίζουν επίσης ότι η αρχή της επιβολής ισοδύναμων κυρώσεων για την ίδια συμπεριφορά είναι δυνατό να οδηγήσει, στις περιπτώσεις που αυτό επιβάλλεται, στον καθορισμό διαφορετικών ποσών καταβλητέων από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, χωρίς η διαφοροποίηση αυτή να ανταποκρίνεται σε κάποιον αριθμητικό υπολογισμό (σημείο 1Α, έβδομο εδάφιο).

250    Όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 210 ανωτέρω, από τη νομολογία προκύπτει ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 δεν προβλέπουν ότι το ποσό των προστίμων υπολογίζεται με βάση τον συνολικό κύκλο εργασιών ή τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις στην οικεία αγορά. Επομένως, για την εκτίμηση της επιρροής που έχει μια επιχείρηση στην αγορά ή, κατά το γράμμα των κατευθυντήριων γραμμών, της πραγματικής οικονομικής της δυνατότητας να προξενήσει σημαντική ζημία σε άλλους οικονομικούς παράγοντες, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβαίνει προηγουμένως σε καθορισμό της αγοράς και σε προσδιορισμό του μεγέθους αυτής (προπαρατεθείσα στη σκέψη 193 ανωτέρω απόφαση Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 63). Εντούτοις, οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 δεν εμποδίζουν περαιτέρω να ληφθούν υπόψη αυτοί οι κύκλοι εργασιών κατά την επιμέτρηση του ποσού του προστίμου, προκειμένου να τηρηθούν οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και εφόσον το επιβάλλουν οι περιστάσεις (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑23/99, LR AF 1998 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1705, σκέψεις 283 και 284, της 9ης Ιουλίου 2003, T‑220/00, Cheil Jedang κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003. σ. II‑2473, σκέψη 82, και της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψη 157).

251    Εν προκειμένω, από τις αιτιολογικές σκέψεις 672 έως 685 της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε, για κάθε παράβαση που διαπίστωσε με το άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως, «διαφορετική μεταχείριση των επιχειρήσεων προκειμένου να λάβει υπόψη την πραγματική οικονομική δυνατότητα των παραβατών να προξενήσουν σημαντική ζημία στον ανταγωνισμό» (αιτιολογική σκέψη 672 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Για κάθε παράβαση, η Επιτροπή, προκειμένου να καθορίσει τα ειδικά αρχικά ποσά του προστίμου, κατέταξε τις επιχειρήσεις σε κατηγορίες, αναλόγως του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησαν σε κάθε εθνική αγορά των οικείων προϊόντων (αιτιολογικές σκέψεις 673 έως 685 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Αν εξαιρεθεί ο καθορισμός του ειδικού αρχικού ποσού για τη Schindler λόγω της συμμετοχής της στη σύμπραξη της Γερμανίας, η Επιτροπή στηρίχθηκε, για τον καθορισμό των ειδικών αρχικών ποσών των λοιπών επιχειρήσεων, για κάθε παράβαση, στον κύκλο εργασιών του 2003, έτος το οποίο συνιστά, κατά την Επιτροπή, το πιο πρόσφατο έτος κατά το οποίο οι εν λόγω επιχειρήσεις αποτελούσαν ενεργά μέλη των επίμαχων συμπράξεων (αιτιολογικές σκέψεις 674, 676, 680 και 684 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

252    Πρώτον, όσον αφορά τη σύμπραξη στο Βέλγιο, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑149/07 και T‑150/07 προβάλλουν, με την επιχειρηματολογία που αφορά το αρχικό ποσό των προστίμων, ότι η ThyssenKrupp κατείχε, κατά την περίοδο της παραβάσεως στο Βέλγιο, μερίδιο της αγοράς σαφώς μικρότερο από εκείνα της Kone και της Schindler, οπότε το ποσό του προστίμου έπρεπε να μειωθεί.

253    Κατά το σημείο 1Α, έβδομο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών του 1998, η διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων που μετείχαν στη ίδια παράβαση δεν χρειάζεται να ανταποκρίνεται σε κάποιον αριθμητικό υπολογισμό. Συγκεκριμένα, οι αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως δεν επιβάλλουν να αντιπροσωπεύει το αρχικό ποσό του προστίμου, για το σύνολο των διαφόρων μελών της συμπράξεως, ταυτόσημο ποσοστό επί τοις εκατό του ατομικού κύκλου εργασιών (προπαρατεθείσα στη σκέψη 210 ανωτέρω απόφαση BASF κατά Επιτροπής, σκέψη 149).

254    Επομένως, για να εξακριβωθεί αν η κατάταξη σε κατηγορίες των μετεχόντων σε σύμπραξη είναι σύμφωνη προς τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, ο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου έλεγχος νομιμότητας της ασκήσεως της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει συναφώς η Επιτροπή πρέπει να περιορίζεται στο αν η ως άνω κατάταξη παρουσιάζει συνοχή και είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη (απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 2003, T‑213/00, CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑913, σκέψεις 406 και 416· προπαρατεθείσα στη σκέψη 159 ανωτέρω απόφαση Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 220 και 222, προπαρατεθείσα στη σκέψη 210 ανωτέρω απόφαση BASF κατά Επιτροπής, σκέψη 157, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 122 ανωτέρω απόφαση Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, σκέψη 184).

255    Εν προκειμένω όμως, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑149/07 και T‑150/07, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη σχετικά λιγότερο σημαντική θέση της TKLA στη βελγική αγορά κατατάσσοντάς την σε χωριστή κατηγορία με αρχικό ποσό κατά πολύ μικρότερο των αρχικών ποσών που καθόρισε για τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη του Βελγίου. Επομένως, αντιθέτως προς την Kone και τη Schindler, που τοποθετήθηκαν στην πρώτη κατηγορία, με αρχικό ποσό 40 εκατομμυρίων ευρώ, και στην Otis, που κατετάγη στη δεύτερη κατηγορία, με αρχικό ποσό 27 εκατομμυρίων ευρώ, η ThyssenKrupp κατετάγη στην τρίτη κατηγορία, με αρχικό ποσό 16,5 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο είναι, κατά τα λοιπά, χαμηλότερο του ελάχιστου ορίου των 20 εκατομμυρίων ευρώ που προβλέπουν υπό κανονικές συνθήκες οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 για αυτού του είδους τις πολύ σοβαρές παραβάσεις (βλ. σημείο 1Α, δεύτερο εδάφιο, τρίτη περίπτωση) (βλ. συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑230/00, Daesang και Sewon Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2733, σκέψη 58).

256    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών των υποθέσεων T‑149/07 και T‑150/07 που αντλούνται από τον φερόμενο ως παράνομο χαρακτήρα του ειδικού αρχικού ποσού του προστίμου που τους επιβλήθηκε λόγω της συμμετοχής της TKLA στη σύμπραξη του Βελγίου.

257    Δεύτερον, όσον αφορά την παράβαση στη Γερμανία, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07, πρώτον, προβάλλουν εις βάρος τους διαφορετική μεταχείριση καθόσον το αρχικό ποσό του προστίμου που τους επιβλήθηκε υπολογίσθηκε αποκλειστικά βάσει του χαρακτήρα και της γεωγραφικής έκτασης των παραβατικών συμπεριφορών, ενώ το ποσό του επιβληθέντος στη Schindler προστίμου έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι εν λόγω συμπεριφορές αφορούσαν μόνον τμήμα της οικείας αγοράς προϊόντων. Η εφαρμογή και στην περίπτωση των προσφευγουσών των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07 της προσεγγίσεως που επέλεξε η Επιτροπή όσον αφορά τη Schindler έπρεπε να οδηγήσει σε μείωση του αρχικού ποσού του προστίμου τους.

258    Καταρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, από την προσβαλλόμενη απόφαση, και ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 676 έως 679 αυτής, προκύπτει αναμφισβήτητα ότι, για την κατάταξη σε κατηγορίες των επιχειρήσεων που μετείχαν στη σύμπραξη της Γερμανίας, η Επιτροπή στηρίχθηκε, τόσο ως προς τη Schindler όσο και ως προς τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη της Γερμανίας, στον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις στην αγορά που επηρεάσθηκε από τη σύμπραξη.

259    Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά τη σύμπραξη στη Γερμανία, η κατάσταση της Schindler διακρίνεται από εκείνη της ThyssenKrupp. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της Schindler στη σύμπραξη της Γερμανίας μεταξύ Αυγούστου 1995 και Δεκεμβρίου 2000, η εν λόγω σύμπραξη αφορούσε μόνον τις κυλιόμενες κλίμακες (αιτιολογική σκέψη 213 και άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Ως εκ τούτου, η Schindler μετέσχε μόνο στη σχετική με τις κυλιόμενες κλίμακες πτυχή της παραβάσεως που διαπιστώθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Αντιθέτως, η ThyssenKrupp μετέσχε σε αμφότερες τις πτυχές της παραβάσεως, ήτοι τη σχετική με τις κυλιόμενες κλίμακες, μεταξύ Αυγούστου 1995 και Δεκεμβρίου 2003, και τη σχετική με τους ανελκυστήρες, μεταξύ Δεκεμβρίου 2000 και Δεκεμβρίου 2003 (αιτιολογικές σκέψεις 212 και 213 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Η εφαρμογή όμως διαφορετικής μεταχειρίσεως σκοπεί ακριβώς να λάβει υπόψη τις διαφορές που υφίστανται μεταξύ επιχειρήσεων ως προς την ικανότητά τους να προξενήσουν σημαντική ζημία στον ανταγωνισμό, ικανότητα η οποία, στην περίπτωση της Schindler, ήταν αναγκαστικά μικρότερη δεδομένου ότι η τελευταία αυτή επιχείρηση δεν μετέσχε στην πτυχή της συμπράξεως που αφορούσε τους ανελκυστήρες.

260    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07 δεν μπορούν βασίμως να υποστηρίζουν ότι υπήρξε εις βάρος τους διαφορετική μεταχείριση λόγω της συνεκτιμήσεως, στην περίπτωση της Schindler και για τον καθορισμό του ειδικού αρχικού ποσού του προστίμου, μόνον του κύκλου εργασιών που η εταιρία αυτή πραγματοποίησε στην αγορά των κυλιόμενων κλιμάκων. Αντιθέτως, είναι ακριβώς η συνεκτίμηση των διαφορών μεταξύ των καταστάσεων της Schindler, αφενός, και των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη, αφετέρου, που οδήγησε την Επιτροπή να λάβει υπόψη, σεβόμενη την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, διαφορετικούς κύκλους εργασιών για τις δύο κατηγορίες ενδιαφερομένων επιχειρήσεων.

261    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T-147/07, T‑149/07 και T-150/07 υποστηρίζουν ότι κακώς κατετάγησαν στην πρώτη κατηγορία, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν στην κατοχή τους, η Επιτροπή παρέβλεψε την πραγματική κατάσταση που αντικατοπτρίζουν τα μερίδια της αγοράς. Προκειμένου να θεμελιώσουν το επιχείρημά τους, οι εν λόγω προσφεύγουσες παραπέμπουν, αφενός, στα μερίδια αγοράς της Schindler στην αγορά ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων για το έτος 2003, το οποίο αποτελεί το έτος αναφοράς. Αφετέρου, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι δεν κατέχουν μερίδια αγοράς ισοδύναμα με εκείνα των Kone και Otis στη γερμανική αγορά όσον αφορά τις κυλιόμενες κλίμακες και τα έργα ανελκυστήρων μεγάλης κλίμακας. Συναφώς, η Επιτροπή δεν δημοσιοποίησε τη μέθοδο υπολογισμού βάσει της οποίας προσδιόρισε της κατηγορίες με κριτήριο τα μερίδια αγοράς, παρά το γεγονός ότι κλήθηκε από τις προσφεύγουσες να το πράξει.

262    Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για τον καθορισμό των ειδικών αρχικών ποσών του προστίμου, η Επιτροπή κατέταξε τις επιχειρήσεις σε κατηγορίες με κριτήριο τον κύκλο εργασιών που οι επιχειρήσεις αυτές πραγματοποίησαν σε κάθε εθνική αγορά των οικείων προϊόντων (αιτιολογική σκέψη 673 της προσβαλλόμενης αποφάσεως) (βλ. σκέψη 251 ανωτέρω). Συναφώς, με την αιτιολογική σκέψη 678 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι «λαμβανομένων υπόψη του παρόμοιου μεγέθους των μεριδίων αγοράς και της οικονομικής ισοδυναμίας των Kone, Otis και ThyssenKrupp, δεν πρέπει να εφαρμοστεί στις επιχειρήσεις διαφορετική μεταχείριση στο πλαίσιο υπολογισμού του προστίμου.»

263    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι το αρχικό ποσό του προστίμου δεν αντιπροσωπεύει κατ’ ανάγκην, για όλα τα μέλη μιας συμπράξεως, ταυτόσημο ποσοστό επί τοις εκατό του αντίστοιχου κύκλου εργασιών τους είναι σύμφυτο με τη μέθοδο που συνίσταται στην κατανομή των επιχειρήσεων σε κατηγορίες, η οποία συνεπάγεται τον κατ’ αποκοπήν καθορισμό του αρχικού ποσού που ορίστηκε για τις επιχειρήσεις που ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Πάντως, το Πρωτοδικείο έχει κρίνει ότι η μέθοδος αυτή, μολονότι έχει ως αποτέλεσμα να μη λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές μεγέθους μεταξύ επιχειρήσεων της ίδιας κατηγορίας, δεν μπορεί, καταρχήν, να επικριθεί (προπαρατεθείσα στη σκέψη 254 ανωτέρω απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 385, προπαρατεθείσα στη σκέψη 159 ανωτέρω απόφαση Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 127 και προπαρατεθείσα στη σκέψη 207 ανωτέρω απόφαση BASF κατά Επιτροπής, σκέψη 150).

264    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07 δεν αμφισβητούν τις διαπιστώσεις που περιέχονται στις αιτιολογικές σκέψεις 673 και 678 της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

265    Αφενός, δεδομένου ότι η σύμπραξη στην οποία μετέσχε η Schindler αφορούσε μόνον τις κυλιόμενες κλίμακες, ορθώς η Επιτροπή έλαβε υπόψη μόνον τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η επιχείρηση αυτή στον εν λόγω τομέα για τον καθορισμό του αρχικού ποσού του ειδικού προστίμου της. Επομένως, δεν ευσταθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών που αντλείται από σύγκριση με τα μερίδια αγοράς της Schindler στην αγορά των ανελκυστήρων και των κυλιόμενων κλιμάκων για το έτος 2003.

266    Αφετέρου, λαμβανομένου υπόψη ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι η Επιτροπή προέβη σε κατάταξη των επιχειρήσεων σε κατηγορίες αναλόγως του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησαν σε κάθε αγορά των οικείων προϊόντων (αιτιολογική σκέψη 673 της προσβαλλόμενης αποφάσεως) και δεδομένου ότι, για την εκτίμηση της επιρροής μιας επιχειρήσεως στην αγορά ή, κατά τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998, της πραγματικής οικονομικής της δυνατότητας να προξενήσει σημαντική ζημία σε άλλους οικονομικούς παράγοντες, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβαίνει προηγουμένως σε καθορισμό της αγοράς και σε προσδιορισμό του μεγέθους αυτής (προπαρατεθείσα στη σκέψη 193 ανωτέρω απόφαση Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 63), δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αντλούνται από τα μερίδια αγοράς των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, όσον αφορά τις κυλιόμενες κλίμακες και από τα σχέδια μεγάλης κλίμακας, όσον αφορά τους ανελκυστήρες.

267    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι κακώς κατετάγησαν στην πρώτη κατηγορία. Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση του αιτήματος λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07 με το οποίο ζητείται να υποχρεωθεί η Επιτροπή να ανακοινώσει τους υπολογισμούς της σχετικά με τα μερίδια αγοράς στη γερμανική αγορά.

268    Τρίτον, όσον αφορά την παράβαση στο Λουξεμβούργο, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 επισημαίνουν ότι η ThyssenKrupp δεν ήταν σε θέση, λόγω του μικρού της μεγέθους και του περιορισμένου μεριδίου αγοράς που κατείχε, να προξενήσει ζημιά στους άλλους οικονομικούς παράγοντες και στους καταναλωτές (σημείο 1Α των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998).

269    Πρώτον, η Επιτροπή κατέταξε τις ThyssenKrupp και Kone στη δεύτερη κατηγορία, ενώ η Kone κατείχε μερίδιο αγοράς σαφώς υψηλότερο, που έφτανε έως και το διπλάσιο του μεριδίου αγοράς της ThyssenKrupp (αιτιολογική σκέψη 680 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

270    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 680 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το 2003, οι κύκλοι εργασιών της Kone και της ThyssenKrupp στη λουξεμβουργιανή αγορά ήταν σχετικά ισάξιοι και ήταν, αθροιστικά, δύο με τρεις φορές χαμηλότεροι από τους κύκλους εργασιών της Otis και της Schindler στην ίδια αυτή αγορά. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, καθόσον κατέταξε τις Schindler και Otis στην πρώτη κατηγορία και τις Kone και ThyssenKrupp στη δεύτερη κατηγορία, δεν υπερέβη προδήλως το περιθώριο εκτιμήσεως που της αναγνωρίζεται, οπότε η κατάταξη αυτή παρουσιάζει συνοχή και είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη.

271    Δεύτερον, η σύγκριση μεταξύ των μεριδίων αγοράς της ThyssenKrupp, αφενός, και των Otis και Schindler, αφετέρου, αποδεικνύει ότι θα ήταν αντικειμενικώς εσφαλμένο να καταταγεί η ThyssenKrupp στη δεύτερη κατηγορία. Συγκεκριμένα, η Otis και η Schindler κατετάγησαν στην πρώτη κατηγορία και κατείχαν το 2003 μερίδια αγοράς περίπου πενταπλάσια των αντιστοίχων της ThyssenKrupp. Το αρχικό ποσό του προστίμου της ThyssenKrupp αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο του αρχικού ποσού που καθορίστηκε για τις Otis και Schindler, παρά το γεγονός ότι το μερίδιο αγοράς της ThyssenKrupp αντιπροσωπεύει μόνον το ένα πέμπτο σχεδόν των μεριδίων αγοράς των δύο αυτών επιχειρήσεων και μόνον το ήμισυ του μεριδίου αγοράς της Kone. Η δυσαναλογία αυτή αντιφάσκει προς τη πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων, σύμφωνα με την οποία τα βασικά ποσά για τις χαμηλότερες κατηγορίες μειώνονται πάντοτε αναλογικώς σε σχέση με το ποσό που καθορίζεται για την πρώτη κατηγορία.

272    Το επιχείρημα αυτό επίσης πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, η μεγάλη διαφορά μεταξύ των μεριδίων αγοράς που κατείχαν οι Otis και Schindler, αφενός, και οι Kone και ThyssenKrupp, αφετέρου, δικαιολόγησε την υπαγωγή των μετεχόντων σε δύο χωριστές κατηγορίες. Εντούτοις, πέραν του γεγονότος ότι ο καθορισμός αρχικού ποσού για κάθε κατηγορία δεν ανταποκρίνεται σε κάποιον αριθμητικό υπολογισμό που πρέπει να αντανακλά την παραμικρή διαφοροποίηση που διαπιστώνεται ως προς τα μερίδια αγοράς μεταξύ των επιχειρήσεων αναλόγως του αν αυτές εμπίπτουν στην πρώτη ή στη δεύτερη κατηγορία, διαπιστώνεται ότι, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε μια εκ των επιχειρήσεων της πρώτης κατηγορίας αντιπροσωπεύει σχεδόν το τετραπλάσιο του κύκλου εργασιών της ThyssenKrupp, η οποία ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, ο καθορισμός αρχικού ποσού για την ThyssenKrupp αντιστοιχούντος στο 25 % του αρχικού ποσού που επιβλήθηκε στις επιχειρήσεις της πρώτης κατηγορίας παρουσιάζει εν πάση περιπτώσει συνοχή και είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένος.

273    Τρίτον, στο Λουξεμβούργο, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την εφαρμογή του συστήματος των κατηγοριών καθόσον, εν συγκρίσει με την κατάταξη των TKLA και TKL, στο πλαίσιο των παραβάσεων στο Βέλγιο και στις Κάτω Χώρες, η Επιτροπή όφειλε, για τον σκοπό της συνεκτιμήσεως του περιορισμένου μεριδίου αγοράς της ThyssenKrupp στο Λουξεμβούργο, να έχει κατατάξει την επιχείρηση αυτή σε χαμηλότερη κατηγορία από εκείνη της Kone και, ως εκ τούτου, να της έχει καθορίσει χαμηλότερο βασικό ποσό.

274    Συναφώς, διαπιστώθηκε ανωτέρω, με τη σκέψη 270 της παρούσας αποφάσεως, ότι η Επιτροπή, καθόσον κατέταξε τις Kone και ThyssenKrupp στη δεύτερη κατηγορία, δεν υπερέβη προδήλως το περιθώριο εκτιμήσεως που της αναγνωρίζεται, οπότε η κατάταξη αυτή παρουσιάζει συνοχή και είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη. Επιπλέον, το επιχείρημα που αντλείται από τη διαφορετική μεταχείριση που επιφύλαξε η Επιτροπή σε άλλες εταιρίες του ομίλου ThyssenKrupp στο πλαίσιο άλλων παραβάσεων είναι αλυσιτελές, δεδομένου ότι η διαφορετική μεταχείριση σκοπεί ακριβώς, για κάθε παράβαση, στο να ληφθεί δεόντως υπόψη η σχετική σπουδαιότητα των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων στις οικείες αγορές. Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθούν.

275    Τέταρτον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 προσάπτουν φερόμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας απορρέουσα από την σχέση μεταξύ του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησαν στη σχετική αγορά και του αρχικού ποσού του προστίμου που τους επιβλήθηκε. Επομένως, οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 επισημαίνουν ότι το αρχικό ποσό που ορίστηκε γι’ αυτές αντιστοιχεί στο [εμπιστευτικό] του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησαν στη λουξεμβουργιανή αγορά κατά το έτος 2003.

276    Αφενός, όπως προκύπτει από τη σκέψη 218 ανωτέρω, το γενικό αρχικό ποσό των προστίμων καθορίστηκε κατόπιν συνεκτιμήσεως του χαρακτήρα των παραβάσεων και της γεωγραφικής τους εκτάσεως. Αφετέρου, οι κύκλοι εργασιών που πραγματοποίησαν οι επίμαχες επιχειρήσεις στη λουξεμβουργιανή αγορά ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή μόνο στο πλαίσιο εφαρμογής διαφορετικής μεταχειρίσεως στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις προκειμένου να συνεκτιμηθεί η σχετική τους σπουδαιότητα στην οικεία αγορά και η πραγματική οικονομική τους δυνατότητα να προξενήσουν σημαντική ζημία στον ανταγωνισμό (αιτιολογική σκέψη 672 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), πράγμα το οποίο, κατά τα λοιπά, συνάδει με τη νομολογία που παρατίθεται με τις σκέψεις 247 και 250 ανωτέρω. Επομένως, δεν ευσταθεί η σύγκριση στην οποία προβαίνουν οι προσφεύγουσες μεταξύ του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησαν στην οικεία αγορά και του αρχικού ποσού του προστίμου τους.

277    Ως εκ τούτου, και δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, το δίκαιο της Ένωσης δεν περιλαμβάνει αρχή γενικής ισχύος σύμφωνα με την οποία η κύρωση πρέπει να είναι ανάλογη με τη σπουδαιότητα της επιχειρήσεως στην αγορά των προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως (προπαρατεθείσα στη σκέψη 193 ανωτέρω απόφαση Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, σκέψη 75), πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που αντλείται από τον υπερβολικό χαρακτήρα του ειδικού αρχικού ποσού που επιβλήθηκε στην ThyssenKrupp για την παράβαση στο Λουξεμβούργο.

278    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθούν όλες οι αιτιάσεις που αφορούν τα ειδικά αρχικά ποσά των προστίμων.

279    Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού των προστίμων βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως

280    Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή υπενθυμίζει την αναγκαιότητα καθορισμού των προστίμων «σε ύψος που να τους εξασφαλίζει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της κάθε επιχειρήσεως» (αιτιολογική σκέψη 686 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Επομένως, η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε ότι «η ThyssenKrupp και η UTC/Otis, με παγκόσμιο κύκλο εργασιών 47 100 000 000 ευρώ και 34 300 000 000 ευρώ αντιστοίχως, αποτελούν οικονομικούς φορείς πολύ σημαντικότερους από τους λοιπούς αποδέκτες της αποφάσεως», έκρινε ότι «το αρχικό ποσό [του προστίμου] πρέπει να αναπροσαρμοστεί προς τα άνω προκειμένου να λάβει υπόψη το μέγεθος και τους πόρους που διαθέτουν οι επιχειρήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο» και διαπίστωσε ότι «η εφαρμογή πολλαπλασιαστικού συντελεστή 2 (προσαύξηση 100 %) στο αρχικό ποσό του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί στην ThyssenKrupp και 1,7 (προσαύξηση 70 %) στο αρχικό ποσό του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί στην UTC/Otis είναι ενδεδειγμένη (αιτιολογική σκέψη 690 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

281    Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 προβάλλουν ότι η Επιτροπή παρέβη τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 και παραβίασε τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως καθόσον εφάρμοσε πολλαπλασιαστικό συντελεστή 2 στα αρχικά ποσά των προστίμων που επέβαλε στις εταιρίες του ομίλου ThyssenKrupp στα τέσσερα κράτη μέλη, προκειμένου να εξασφαλίσει στα πρόστιμα αυτά επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Η προσφεύγουσα της υποθέσεως T‑154/07 επικαλείται επίσης ελλιπή αιτιολογία όσον αφορά τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή που επελέγη με την προσβαλλόμενη απόφαση.

282    Πρώτον, η αιτίαση την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα της υποθέσεως T‑154/07 και που αντλείται από παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ, πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, με τις αιτιολογικές σκέψεις 689 και 690 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή αιτιολόγησε την εφαρμογή πολλαπλασιαστικού συντελεστή 2 παραπέμποντας στη σημαντική οικονομική και χρηματοπιστωτική ισχύ της ThyssenKrupp, ο κύκλος εργασιών της οποίας υπερβαίνει κατά πολύ, όπως και αυτός της Otis, τον κύκλο εργασιών της Kone και της Schindler.

283    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες που μνημονεύονται στη σκέψη 281 ανωτέρω αμφισβητούν την ορθότητα της συνεκτιμήσεως του παγκόσμιου κύκλου εργασιών του ομίλου ThyssenKrupp για τον καθορισμό του πολλαπλασιαστικού συντελεστή. Οι εν λόγω προσφεύγουσες τονίζουν συναφώς ότι οι θυγατρικές που διέπραξαν την παράβαση και οι μητρικές τους δεν αποτελούν ενιαία οικονομική μονάδα. Η προσφεύγουσα της υποθέσεως T‑154/07 προσθέτει ότι η ThyssenKrupp είναι οργανωμένη κατά το αποκεντρωτικό σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου η TKL ενεργεί αυτοτελώς και ανεξάρτητα. Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07 και T‑148/07 προβάλλουν επίσης ότι μόνον ο κύκλος εργασιών του τομέα «ανελκυστήρες» του ομίλου ThyssenKrupp αποτελούσε στοιχείο κρίσιμο για τον καθορισμό του εν λόγω συντελεστή. Τέλος, η προσφεύγουσα της υποθέσεως T‑144/07 φρονεί ότι η εφαρμογή πολλαπλασιαστικού συντελεστή κατηγορίας προς επίτευξη του αποτρεπτικού αποτελέσματος δεν είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί η τήρηση του δικαίου του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι, ελλείψει τέτοιας εφαρμογής, το πρόστιμο της TKLA θα ανερχόταν στο [εμπιστευτικό] % του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε η εταιρία αυτή στο Βέλγιο κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου.

284    Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 αποτελούν ενιαία οικονομική μονάδα (βλ. σκέψεις 100 έως 131 ανωτέρω).

285    Εν συνεχεία, υπογραμμίζεται ότι η ανάγκη εξασφαλίσεως επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, όταν δεν δικαιολογεί την γενική αύξηση των προστίμων στο πλαίσιο της υλοποίησης μιας πολιτικής ανταγωνισμού, απαιτεί το ποσό του προστίμου να προσαρμόζεται για να λαμβάνει υπόψη το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα επί της επιχειρήσεως στην οποία επιβάλλεται, τούτο δε προκειμένου το πρόστιμο να μην καταστεί αμελητέο, αλλά ούτε και υπερβολικό, ιδιαιτέρως λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής δυνατότητας της οικείας επιχειρήσεως, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που απορρέουν, αφενός, από την ανάγκη να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του προστίμου και, αφετέρου, από την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2010, T‑54/03, Lafarge κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 670).

286    Ασφαλώς, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η επιδίωξη αποτρεπτικού αποτελέσματος, η Επιτροπή δεν όρισε, με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998, συγκεκριμένη μέθοδο ή κριτήρια, τα οποία, αν προβλέπονταν ειδικά, θα είχαν δεσμευτική ισχύ. Στο πλαίσιο των ενδείξεων σχετικά με την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, το σημείο 1 Α, τέταρτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών, αναφέρει μόνον την ανάγκη καθορισμού του προστίμου σε τέτοιο ύψος ώστε να διασφαλίζεται επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα (προπαρατεθείσα στη σκέψη 122 ανωτέρω απόφαση Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, σκέψη 193).

287    Εντούτοις, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή δικαιούται να χρησιμοποιεί τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών κάθε επιχειρήσεως που μετέχει σε σύμπραξη ως πρόσφορο κριτήριο για τον καθορισμό πολλαπλασιαστικού συντελεστή αποτροπής (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2006, C‑289/04 P, Showa Denko κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5859, σκέψεις 17 και 18). Επομένως, το μέγεθος και οι πόροι που διαθέτει μια επιχείρηση σε παγκόσμιο επίπεδο αποτελούν τα πρόσφορα κριτήρια υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού, που συνίσταται στο να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του προστίμου μέσω προσαρμογής του ποσού του αναλόγως των πόρων της επιχειρήσεως σε παγκόσμιο επίπεδο και της ικανότητάς της να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα κεφάλαια για την καταβολή του εν λόγω προστίμου. Συγκεκριμένα, ο καθορισμός του συντελεστή προσαύξησης του αρχικού ποσού προς εξασφάλιση επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου αποβλέπει μάλλον στο να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα του προστίμου παρά να αντικατοπτρίσει τον επιζήμιο χαρακτήρα της παραβάσεως για την υπό κανονικές συνθήκες λειτουργία του ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, τη σοβαρότητα της παραβάσεως αυτής (προπαρατεθείσα στη σκέψη 285 ανωτέρω απόφαση Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 672).

288    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν παρέβη τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 ούτε παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας στο μέτρο που στηρίχθηκε στον παγκόσμιο κύκλο εργασιών του ομίλου ThyssenKrupp για την εφαρμογή του συντελεστή αποτροπής. Επομένως, δεν ευσταθεί ούτε το επιχείρημα της προσφεύγουσας της υποθέσεως T‑144/07 με το οποίο προτείνεται η σύγκριση μεταξύ του κύκλου εργασιών της TKLA στο Βέλγιο και του ποσού του προστίμου προκειμένου να αποδειχθεί ότι δεν είναι αναγκαία η εφαρμογή συντελεστή αποτροπής ως προς την επιχείρηση αυτή.

289    Τρίτον, όσον αφορά τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή 2 που εφαρμόστηκε στα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στον όμιλο ThyssenKrupp, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07, στηριζόμενες στην πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων, και ειδικότερα στην απόφαση του θεσμικού αυτού οργάνου 2007/534/ΕΚ, της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 , σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας [Υπόθεση COMP/F/38.456 – Πίσσα (Κάτω Χώρες)] (ΕΕ L 196, σ. 40, στο εξής: απόφαση για την άσφαλτο), υποστηρίζουν ότι, δεδομένου ότι πρόκειται για αμιγώς εθνικά πραγματικά περιστατικά, ο εν λόγω συντελεστής θα έπρεπε να έχει καθοριστεί σε χαμηλότερο επίπεδο. Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 ζητούν συναφώς από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 65, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, να προσκομίσει την απόφαση για την άσφαλτο.

290    Όσον αφορά τον υπερβολικό χαρακτήρα του πολλαπλασιαστικού συντελεστή που εφαρμόστηκε εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η προσαύξηση του προστίμου λόγω αποτροπής σκοπεί να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα του προστίμου αυτού λαμβανομένων υπόψη των πόρων που διαθέτει η επιχείρηση σε παγκόσμιο επίπεδο και της ικανότητάς της να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα κεφάλαια για την καταβολή του εν λόγω προστίμου (προπαρατεθείσα στη σκέψη 285 ανωτέρω απόφαση Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 671). Ως εκ τούτου, δεν ευσταθεί το επιχείρημα που αντλείται από τον αμιγώς εθνικό χαρακτήρα των παραβάσεων που διαπίστωσε η Επιτροπή.

291    Ούτε το επιχείρημα που αντλείται από την απόφαση για την άσφαλτο μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία που παρατέθηκε με τη σκέψη 153 ανωτέρω, οι προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής δεν είναι λυσιτελείς, δεδομένου ότι, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 108 ανωτέρω, η προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, πρέπει επίσης να απορριφθεί το αίτημα για τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 με σκοπό να υποχρεωθεί η Επιτροπή να προσκομίσει την απόφαση για την άσφαλτο.

292    Εν πάση περιπτώσει, λαμβανομένου υπόψη του παγκόσμιου κύκλου εργασιών της ThyssenKrupp, που ανέρχεται σε 47,1 δισεκατομμύρια ευρώ (αιτιολογική σκέψη 689 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), η εφαρμογή πολλαπλασιαστικού συντελεστή 2 στα αρχικά ποσά των προστίμων που επιβλήθηκαν στην ThyssenKrupp είναι ενδεδειγμένη για την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας των προστίμων υπό το πρίσμα της οικονομικής δυνατότητας της επιχειρήσεως αυτής και, ως εκ τούτου, για την εξασφάλιση του επαρκώς αποτρεπτικού αποτελέσματος των προστίμων που της επιβλήθηκαν.

293    Τέταρτον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07 και T‑154/07 προβάλλουν τον φερόμενο ως συνεπαγόμενο δυσμενείς διακρίσεις χαρακτήρα της εφαρμογής πολλαπλασιαστικού συντελεστή στα αντίστοιχα πρόστιμά τους, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν εφάρμοσε πολλαπλασιαστικό συντελεστή αποτροπής στην Kone και στη Schindler, τη στιγμή που οι επιχειρήσεις αυτές αποτελούσαν τμήμα πολυεθνικών ομίλων με μεγαλύτερο κύκλο εργασιών στο εσωτερικό της Ένωσης. Επιπλέον, η θέση των θυγατρικών της Kone και της Schindler στην οικεία αγορά στις Κάτω Χώρες ήταν κατά πολύ σημαντικότερη από εκείνη της ThyssenKrupp.

294    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, με την αύξηση του αρχικού ποσού προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού σκοπού του προστίμου, η Επιτροπή στην πραγματικότητα προέβη απλώς σε διαφοροποίηση της μεταχειρίσεως που επιφυλάχθηκε στα μέλη της ίδιας συμπράξεως, προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο τρόπος κατά τον οποίο τα εν λόγω μέλη όντως επηρεάστηκαν από το πρόστιμο (προπαρατεθείσα στη σκέψη 210 ανωτέρω απόφαση BASF κατά Επιτροπής, σκέψη 241).

295    Πάντως, η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως παραπέμποντας, εν προκειμένω, στον παγκόσμιο κύκλο εργασιών των μετεχόντων στη σύμπραξη και όχι στους κύκλους εργασιών που πραγματοποιήθηκαν στο εσωτερικό της Ένωσης ή ακόμη στην οικεία εθνική αγορά, για να αξιολογήσει την αναγκαιότητα προσαυξήσεως του ποσού των προστίμων προκειμένου να εξασφαλίσει το αποτρεπτικό τους αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του παγκόσμιου κύκλου εργασιών της ThyssenKrupp, μπορεί να θεωρηθεί ότι η επιχείρηση αυτή θα επηρεαζόταν ελάχιστα από τα επιβληθέντα πρόστιμα σε σχέση με την Kone και τη Schindler, που έχουν κύκλους εργασιών ανερχόμενους στα 3,2 και 5,73 δισεκατομμύρια ευρώ αντιστοίχως (αιτιολογική σκέψη 689 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), αν δεν είχε εφαρμοστεί καμία προσαύξηση λόγω αποτροπής.

296    Επομένως, η εφαρμογή εν προκειμένω πολλαπλασιαστικού συντελεστή 2 στα πρόστιμα της ThyssenKrupp δικαιολογείται από τον σκοπό εξασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των προστίμων λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής δυνατότητας της εν λόγω επιχειρήσεως.

297    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι ο υπό κρίση λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του λόγου που αντλείται από παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας καθώς και από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά την προσαύξηση κατά 50 % του βασικού ποσού των προστίμων λόγω υποτροπής

298    Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκτιμά ότι το βασικό ποσό των προστίμων που επιβλήθηκαν στην TKAG, στην TKE και στις θυγατρικές της ThyssenKrupp πρέπει να προσαυξηθεί κατά 50 % λόγω υποτροπής (αιτιολογικές σκέψεις 707, 710, 714 και 720 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

299    Με την αιτιολογική σκέψη 697 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή υπενθυμίζει συναφώς τα ακόλουθα:

«[…] Υπάρχει υποτροπή οσάκις μια επιχείρηση, στην οποία καταλογίσθηκε ευθύνη με προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής, κρίνεται εν συνεχεία υπεύθυνη για παράβαση του ιδίου είδους, ακόμη και αν η παράβαση αυτή διαπράχθηκε σε διαφορετικό τομέα δραστηριότητας ή σχετικά με άλλο προϊόν. [Το σημείο 2 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998] θεωρεί επιβαρυντική περίσταση τις υποτροπές στις οποίες υποπίπτει η ίδια ή οι ίδιες επιχειρήσεις. Η έννοια της “επιχειρήσεως” περιλαμβάνει όλες τις νομικές οντότητες στο εσωτερικό του ίδιου ομίλου οι οποίες δεν καθορίζουν αυτόνομα τη συμπεριφορά τους στην αγορά. Στην υπόθεση Michelin [προπαρατεθείσα στην σκέψη 107 ανωτέρω απόφαση Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 290], το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε ότι υποτροπή μπορεί να διαπιστωθεί και στην περίπτωση επιχειρηματικής οντότητας που ανήκει κατά 100 % σε (μητρική) εταιρία η οποία ελέγχει άλλη οντότητα που καταδικάστηκε για προγενέστερη παράβαση.»

300    Προκειμένου να καταλήξει ότι υφίσταται υποτροπή στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή στηρίζεται, με την αιτιολογική σκέψη 698 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στην απόφαση 98/247/ΕΚΑΧ: Απόφαση της Επιτροπής της 21ης Ιανουαρίου 1998 σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 [ΑΧ] (Υπόθεση IV/35.814 – Προσαύξηση της τιμής του κράματος) (ΕΕ L 100, σ. 55) (στο εξής: απόφαση για την προσαύξηση της τιμής του κράματος). Η Επιτροπή, με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, επισημαίνει τα ακόλουθα:

«Το 1998, με την απόφαση για την προσαύξηση της τιμής του κράματος, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμα στην περίπτωση συμπράξεως που είχε ως σκοπό και αποτέλεσμα τον περιορισμό και τη νόθευση του ανταγωνισμού. Μεταξύ άλλων, επιβλήθηκε πρόστιμο στην ThyssenKrupp Stainless GmbH (TKS), επιχείρηση γερμανικού δικαίου συσταθείσα την 1η Ιανουαρίου 1995 κατόπιν συγχωνεύσεων των δραστηριοτήτων ανοξείδωτου χάλυβα των εταιριών Krupp και Thyssen. Πρόστιμο επιβλήθηκε και στην Acciai Speciali Terni SpA (AST), επιχείρηση ιταλικού δικαίου συσταθείσα την 1η Ιανουαρίου 1994, οι κύριες δραστηριότητες της οποίας περιλαμβάνουν την παραγωγή πλατέων προϊόντων από ανοξείδωτο χάλυβα. Τον Δεκέμβριο του 1994, ορισμένες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων η Krupp και η Thyssen, εξαγόρασαν από κοινού την AST. Τον Δεκέμβριο του 1995, η Krupp αύξησε τη συμμετοχή της στην AST από 50 % σε 75 %, έπειτα σε 100 % τον Μάιο του 1996. Εν συνεχεία, η Krupp μεταβίβασε όλες τις μετοχές της AST που της ανήκαν στην TKS […]».

301    Η Επιτροπή διευκρινίζει επίσης, με την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 700, 704, 709, 713 και 717), ότι η σύμπραξη που διαπιστώθηκε με την απόφαση για την προσαύξηση της τιμής του κράματος διήρκεσε από τις 16 Δεκεμβρίου 1993, ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα συνάντηση κατά τη διάρκεια της οποίας οι μετέχουσες επιχειρήσεις αποφάσισαν να προβούν σε αθέμιτη σύμπραξη, μέχρι τις 21 Ιανουαρίου 1998, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε η παράβαση, οπότε οι παραβάσεις που διέπραξαν οι εταιρίες του ομίλου ThyssenKrupp όχι μόνον επαναλήφθηκαν αλλά επίσης αλληλεπικαλύφθηκαν και συντελέστηκαν παραλλήλως.

302    Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 φρονούν ότι η Επιτροπή, με τις αιτιολογικές σκέψεις 699 έως 707 (υποθέσεις T‑147/07 και T‑150/07), 708 έως 710 (υποθέσεις T‑144/07 και T‑150/07), 711 έως 714 (υποθέσεις T‑148/07 και T‑149/07), 717 (υπόθεση T‑150/07) και 720 (υποθέσεις T‑150/07 και T‑154/07) της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κακώς προσαύξησε το ποσό του προστίμου τους κατά 50 % λόγω υποτροπής. Η Επιτροπή δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι η παράβαση για την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την απόφαση για την προσαύξηση της τιμής του κράματος στην ThyssenKrupp Stainless AG, που είχε την επωνυμία KruppThyssen Nirosta GmbH πριν τον Σεπτέμβριο του 1997 (υποσημείωση 882 της προσβαλλόμενης αποφάσεως) (στο εξής επονομαζόμενη TKS για τις περιόδους πριν και μετά τον Σεπτέμβριο του 1997) και στην Acciai Speciali Terni SpA (στο εξής: AST) συνιστούσε παρόμοια προγενέστερη παράβαση διαπραχθείσα από τις εν λόγω εταιρίες.

303    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, με το άρθρο 1 της αποφάσεως για την προσαύξηση της τιμής του κράματος, στην οποία παραπέμπει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση για να διαπιστώσει υποτροπή εν προκειμένω, το θεσμικό αυτό όργανο έκρινε ότι διάφορες εταιρίες, μεταξύ των οποίων οι Krupp Hoesch Stahl AG (στο εξής: KHS) (TKS από 1ης Ιανουαρίου 1995), Thyssen Stahl AG (στο εξής: TS) (TKS 1ης Ιανουαρίου 1995) και AST, παρέβησαν το άρθρο 65, παράγραφος 1, [ΑΧ] κατά την περίοδο, όσον αφορά τις εταιρίες αυτές, μεταξύ του Δεκεμβρίου του 1993 και της 21ης Ιανουαρίου 1998, τροποποιώντας και εφαρμόζοντας κατά τρόπο συμπεφωνημένο τις τιμές αναφοράς της μεθόδου υπολογισμού της προσαυξήσεως της τιμής του κράματος. Κατά την Επιτροπή, η πρακτική αυτή είχε ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να περιορίσει και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στην κοινή αγορά..

304    Από την απόφαση για την προσαύξηση της τιμής του κράματος προκύπτει ότι η KHS και η TS συμμετείχαν άμεσα στην παράβαση μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1994 και, ως εκ τούτου, έπρεπε να καταλογισθεί σε αμφότερες χωριστά η σχετική ευθύνη. Εντούτοις, το πρόστιμο που έπρεπε να τους επιβληθεί από την Επιτροπή επιβλήθηκε μόνον στην TKS η οποία, με έγγραφο της 23ης Ιουλίου 1997, είχε πληροφορήσει την Επιτροπή ότι αναλάμβανε την ευθύνη για τις πράξεις των TS και KHS από το 1993 (αιτιολογικές σκέψεις 14 και 102 της αποφάσεως για την προσαύξηση της τιμής του κράματος).

305    Στις 11 και στις 13 Μαρτίου 1998, οι TKS και AST άσκησαν αντιστοίχως προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου ζητώντας την ακύρωση της αποφάσεως για την προσαύξηση της τιμής του κράματος στο μέτρο που τις αφορούσε και, επικουρικώς, την ουσιαστική μείωση του ποσού των προστίμων που τους είχαν επιβληθεί με την απόφαση αυτή. Με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 106 ανωτέρω απόφαση Krupp Thyssen Stainless και Acciai speciali Terni κατά Επιτροπής, το Πρωτοδικείο ακύρωσε το άρθρο 1 της αποφάσεως για την προσαύξηση της τιμής του κράματος στο μέτρο που καταλόγιζε στην TKS την ευθύνη για την παράβαση που είχε διαπράξει η TS, λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας της TKS, δεδομένου ότι δεν παρασχέθηκε στην εταιρία αυτή δυνατότητα να εκθέσει τις παρατηρήσεις της επί του υποστατού και της λυσιτέλειας των πραγματικών περιστατικών που προσάπτονταν στην TS. Η προπαρατεθείσα απόφαση αποτέλεσε αντικείμενο δύο προσφυγών, οι οποίες απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο με την απόφαση της 14ης Ιουλίου 2005, C‑65/02 P και C‑73/02 P, ThyssenKrupp κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I‑6773).

306    Μετά την έκδοση της προπαρατεθείσας στη σκέψη 106 ανωτέρω αποφάσεως Krupp Thyssen Stainless και Acciai speciali Terni κατά Επιτροπής, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 20 Δεκεμβρίου 2006, την απόφαση C(2006) 6765 τελικό, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 65 [ΑΧ] (Υπόθεση COMP/F/39.234 – Προσαύξηση – Επανέκδοση). Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η TS παρέβη το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ, μεταξύ της 16ης Δεκεμβρίου 1993 και της 31ηε Δεκεμβρίου 1994, και καταλόγισε στην TKS την ευθύνη για τη συμπεριφορά της TS, στηριζόμενη στην επιστολή της TKS της 23ης Ιουλίου 1997.

307    Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι αποτελούν ενιαία οικονομική μονάδα κατά την έννοια των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ με τις επιχειρήσεις στις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις με την απόφαση για την προσαύξηση της τιμής του κράματος. Συναφώς, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι κακώς η Επιτροπή συνήγαγε από την προπαρατεθείσα στη σκέψη 107 ανωτέρω απόφαση Michelin κατά Επιτροπής ότι η κατά 100 % συμμετοχή μητρικής εταιρίας στο κεφάλαιο της θυγατρικής της αρκεί για να καταλογιστεί προγενέστερη παράβαση της θυγατρικής αυτής στη μητρική εταιρία, χωρίς να τίθεται το ζήτημα της πραγματικής αυτονομίας της θυγατρικής. Επομένως, κατά τις προσφεύγουσες, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, το θεσμικό αυτό όργανο δεν μπορούσε, αν είχε τέτοια πρόθεση, να επιβάλλει το πρόστιμο στην ίδια μητρική εταιρία με αμφότερες τις αποφάσεις, κατ’ εφαρμογή της αποφάσεως Michelin (σκέψη 290).

308    Επισημαίνεται ότι η έννοια της υποτροπής, όπως την αντιλαμβάνονται ορισμένες εθνικές έννομες τάξεις, σημαίνει την εκ μέρους του ιδίου προσώπου διάπραξη νέων παραβάσεων, μολονότι είχε τιμωρηθεί για άλλες ανάλογες παραβάσεις (απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑141/94, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑347, σκέψη 617, προπαρατεθείσα στη σκέψη 107 ανωτέρω απόφαση Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 284, προπαρατεθείσα στη σκέψη 250 ανωτέρω απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 362, προπαρατεθείσα στη σκέψη 158 ανωτέρω απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 450). Επιπλέον, το σημείο 2 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 περιλαμβάνει ρητώς στον επεξηγηματικό κατάλογο των επιβαρυντικών περιστάσεων που δύνανται να δικαιολογούν προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου την περίπτωση που «η εμπλεκόμενη επιχείρηση ή οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έχει/έχουν διαπράξει κατά το παρελθόν παρόμοια παράβαση».

309    Όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 92 ανωτέρω, στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, με τον όρο «επιχείρηση» πρέπει να νοείται μια οικονομική ενότητα από πλευράς του αντικειμένου της επίμαχης συμφωνίας, έστω και αν, από νομικής απόψεως, η οικονομική αυτή ενότητα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

310    Επομένως, η αντίθετη προς τους κανόνες ανταγωνισμού συμπεριφορά μίας επιχειρήσεως μπορεί να καταλογιστεί σε άλλη όταν η πρώτη δεν έχει καθορίσει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά έχει ακολουθήσει ουσιαστικά τις οδηγίες της δεύτερης ενόψει ιδίως των οικονομικών και νομικών δεσμών που τις συνδέουν (προπαρατεθείσες στη σκέψη 94 ανωτέρω αποφάσεις Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 117, και Metsä-Serla κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 27, προπαρατεθείσα στη σκέψη 91 ανωτέρω απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 58· απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑314/01, Avebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3085, σκέψη 135).

311    Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή δεν μπορεί να περιορίζεται στη διαπίστωση του ότι μια επιχείρηση «μπορούσε» να ασκήσει μια τέτοια αποφασιστική επιρροή σε άλλη επιχείρηση, χωρίς να χρειάζεται να εξακριβωθεί αν η εν λόγω επιρροή πράγματι ασκήθηκε. Αντιθέτως, εναπόκειται, καταρχήν, στην Επιτροπή να αποδείξει μια τέτοια αποφασιστική επιρροή βάσει ενός συνόλου πραγματικών στοιχείων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η ενδεχόμενη εξουσία διευθύνσεως μιας των εν λόγω επιχειρήσεων από την άλλη (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑196/99 P, Aristrain κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑11005, σκέψεις 95 έως 99, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 94 ανωτέρω απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 118 έως 122· απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1487, σκέψη 527, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 310 ανωτέρω απόφαση Avebe κατά Επιτροπής, σκέψη 136).

312    Ασφαλώς, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 107 ανωτέρω απόφασή του Michelin κατά Επιτροπής (σκέψη 290), το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, αν δύο θυγατρικές εταιρίες ελέγχονται, αμέσως ή εμμέσως, κατά ποσοστό που υπερβαίνει το 99 %, από την ίδια μητρική εταιρία, μπορεί ευλόγως να συναχθεί ότι οι εν λόγω θυγατρικές δεν προσδιορίζουν κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά τους στην αγορά. Με την εν λόγω απόφαση, το Πρωτοδικείο προσέθεσε ότι διάφορες εταιρίες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο αποτελούν οικονομική ενότητα και, επομένως, μία επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, εάν οι εν λόγω εταιρίες δεν καθορίζουν κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά τους στην αγορά.

313    Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 96 και 97 ανωτέρω, το Δικαστήριο υπενθύμισε προσφάτως ότι, στην ειδική περίπτωση στην οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης, μολονότι υφίσταται τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της, ωστόσο το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 91 ανωτέρω απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 60 και 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επιπλέον, όπως υπενθύμισε και το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 311 ανωτέρω απόφαση Aristrain κατά Επιτροπής (σκέψη 99), το γεγονός και μόνον ότι το εταιρικό κεφάλαιο δύο διαφορετικών εμπορικών εταιριών ανήκει στο ίδιο πρόσωπο δεν αρκεί αφ’ εαυτού ώστε να αποδειχθεί ότι οι δύο αυτές εταιρίες αποτελούν ενιαία οικονομική μονάδα με συνέπεια, δυνάμει του δικαίου περί ανταγωνισμού της Ένωσης, οι δράσεις της μιας να μπορούν να καταλογίζονται στην άλλη.

314    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση, αφενός, ότι στο πλαίσιο της υποθέσεως της προσαύξησης της τιμής του κράματος, η Επιτροπή δεν έκρινε ότι οι μητρικές εταιρίες των KHS, TS, TKS και AST, εκ των οποίων η TKAG αποτελεί διάδοχη εταιρία από οικονομικής και νομικής απόψεως, αποτελούν ενιαία οικονομική μονάδα με αυτές, για την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, και, ως εκ τούτου, δεν προέβαλε ότι οι KHS, TS, TKS και AST δεν καθορίζουν κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά τους στην αγορά. Συγκεκριμένα, από την απόφαση για την προσαύξηση της τιμής του κράματος προκύπτει ότι, όσον αφορά τις εταιρίες που ανήκουν στον όμιλο ThyssenKrupp, η Επιτροπή διαπίστωσε παράβαση μόνον ως προς τις KHS, TS, TKS και AST, εξαιρουμένων των αντίστοιχων μητρικών τους εταιριών, στις οποίες, όπως υποστήριξαν οι προσφεύγουσες χωρίς να αντικρουσθούν από την Επιτροπή, δεν παρασχέθηκε η δυνατότητα ακροάσεως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που περατώθηκε με την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως.

315    Αφετέρου, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, ότι οι KHS, TS, TKS και AST αποτελούν τμήμα των επιχειρήσεων ως προς τις οποίες διαπιστώθηκαν παραβάσεις με το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής.

316    Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι παραβάσεις που διαπιστώθηκαν με το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης αποφάσεως στοιχειοθετούν υποτροπή της ίδιας ή των ίδιων επιχειρήσεων ως προς τις οποίες διαπιστώθηκαν παραβάσεις στην υπόθεση της προσαυξήσεως της τιμής του κράματος.

317    Συναφώς, καταρχάς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η ThyssenKrupp είχε τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που περατώθηκε με την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, να αμφισβητήσει ότι η εν λόγω επιχείρηση αποτελεί ενιαία οικονομική μονάδα με τις επιχειρήσεις στις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις στην υπόθεση της προσαυξήσεως της τιμής του κράματος.

318    Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, αφενός, δεν είναι δυνατόν, βάσει της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, να θεωρηθεί ως σύννομη απόφαση με την οποία η Επιτροπή επιβάλλει σε επιχείρηση πρόστιμο στον τομέα του ανταγωνισμού χωρίς να της έχει προηγουμένως ανακοινώσει τις αιτιάσεις που της προσάπτονται και, αφετέρου, η ανακοίνωση των αιτιάσεων, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της, πρέπει να προσδιορίζει κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση το νομικό πρόσωπο στο οποίο πρόκειται ενδεχομένως να επιβληθούν πρόστιμα και να απευθύνεται προς αυτό (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 192 ανωτέρω απόφαση Papierfabrik August Koehler κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 37 και 38 και προπαρατεθείσα στη σκέψη 91 ανωτέρω απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

319    Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δύναται να θεωρεί, στο πλαίσιο αποδείξεως της συνδρομής της επιβαρυντικής περιστάσεως της υποτροπής, ότι πρέπει να καταλογίζεται σε μια επιχείρηση η ευθύνη για προγενέστερη παράβαση, για την οποία δεν της επιβλήθηκαν κυρώσεις από την Επιτροπή και στο πλαίσιο της αποδείξεως της οποίας η εν λόγω επιχείρηση δεν υπήρξε αποδέκτρια ανακοινώσεως αιτιάσεων, οπότε δεν κατέστη δυνατό στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της προγενέστερης αποφάσεως που διαπίστωσε την παράβαση, να προβάλει τα επιχειρήματά της προκειμένου να αμφισβητήσει, στον βαθμό που την αφορά, το γεγονός ότι ενδεχομένως αποτελεί οικονομική μονάδα με άλλες επιχειρήσεις.

320    Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο καθόσον, μολονότι αληθεύει ότι η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος που έχει παρέλθει μεταξύ της επίμαχης παραβάσεως και μιας προγενέστερης παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού προκειμένου να εκτιμηθεί το ζήτημα αν η επιχείρηση αυτή έχει την τάση να παραβαίνει τους εν λόγω κανόνες, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να δεσμεύεται από ενδεχόμενη προθεσμία παραγραφής, προκειμένου να προβεί σε μια διαπίστωση υποτροπής (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑1331, σκέψη 38, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 158 ανωτέρω απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 462) και ότι, ως εκ τούτου, το θεσμικό αυτό όργανο μπορεί να προβεί στην εν λόγω διαπίστωση υποτροπής πολλά χρόνια μετά τη διαπίστωση παραβάσεως, σε χρονικό σημείο κατά το οποίο θα είναι σε κάθε περίπτωση ανέφικτο για την ενδιαφερόμενη επιχείρηση να αμφισβητήσει την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας, ειδικότερα αν εφαρμόζεται το τεκμήριο που υπομνήσθηκε με τη σκέψη 313 ανωτέρω.

321    Τέλος, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα της Επιτροπής ότι προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής δικαιολογείται επίσης αν ληφθούν υπόψη οι παραβάσεις που διαπίστωσε η απόφαση 90/417/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 1990, σχετικά με τη διαδικασία του άρθρου 65 [ΑΧ] που αφορά συμφωνία και εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ ευρωπαίων παραγωγών πλατέων προϊόντων ψυχρής ελάσεως ανοξείδωτου χάλυβα (ΕΕ L 220, σ. 28) και η απόφαση 94/215/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 [ΑΧ] όσον αφορά συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που εφήρμοσαν ευρωπαίοι παραγωγοί δοκών χάλυβα (ΕΕ L 116, σ. 1). Εκτός του ότι οι αποφάσεις αυτές δεν περιλαμβάνονται ούτε στην ανακοίνωση των αιτιάσεων αλλά ούτε και στην προσβαλλόμενη απόφαση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως ακριβώς οι επιχειρήσεις στις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις στην υπόθεση της προσαύξησης της τιμής του κράματος, οι καταδικασθείσες με τις εν λόγω αποφάσεις επιχειρήσεις δεν είναι οι ίδιες, κατά την έννοια των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, με εκείνες που κρίθηκαν υπεύθυνες συνεπεία της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

322    Τέλος, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, στην περίπτωση κατά την οποία μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο σχεδόν του κεφαλαίου θυγατρικής, περιλαμβάνεται και η εν λόγω μητρική στους αποδέκτες της προειδοποίησης που απευθύνεται στη θυγατρική ως αποτέλεσμα προγενέστερης αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία επιβλήθηκαν στην τελευταία κυρώσεις λόγω παραβάσεως του δικαίου ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, μολονότι όντως μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι μια μητρική εταιρία τελεί πράγματι σε γνώση προγενέστερης αποφάσεως την οποία η Επιτροπή απηύθυνε σε θυγατρική της οποίας η μητρική κατέχει σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου, η γνώση αυτή δεν μπορεί να θεραπεύσει την απουσία διαπιστώσεως, με την προγενέστερη απόφαση, ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία αποτελούν ενιαία οικονομική μονάδα, προκειμένου να καταλογισθεί στην εν λόγω μητρική εταιρία η ευθύνη για την προγενέστερη παράβαση και να προσαυξηθεί το ποσό των προστίμων που της επιβλήθηκαν λόγω υποτροπής.

323    Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος με συνέπεια να πρέπει να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξετάσεως των λοιπών επιχειρημάτων που διατύπωσαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του παρόντος λόγου. Οι συνέπειες της μεταρρυθμίσεως αυτής εκτίθενται με τις σκέψεις 461 και 462 κατωτέρω.

 Επί του λόγου που αντλείται από παράβαση της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία και από παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως κατά την αξιολόγηση του βαθμού συνεργασίας των προσφευγουσών

324    Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 υπενθυμίζουν ότι υπέβαλαν αιτήσεις ζητώντας να τους χορηγηθεί απαλλαγή από τα πρόστιμα ή μείωση του ποσού των προστίμων τους δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία. Εντούτοις, κατά τις εν λόγω προσφεύγουσες, η Επιτροπή παρέβη τις διατάξεις της ανακοινώσεως αυτής κατά την εκτίμηση της ποιότητας και της χρησιμότητας της συνεργασίας τους. Κατά τις προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07, η Επιτροπή προσέβαλε επίσης τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους κατά την εκτίμηση του βαθμού συνεργασίας τους για την απόδειξη της παραβάσεως στη Γερμανία. Τέλος, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑149/07 και T‑150/07 επικαλούνται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο της εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία όσον αφορά την παράβαση στο Βέλγιο.

 Επί της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία

325    Επισημαίνεται ότι, με την ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία, η Επιτροπή καθόρισε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιχειρήσεις που συνεργάζονται με αυτήν με σκοπό να αποδείξουν την ύπαρξη συμπράξεως μπορούν να απαλλαγούν από το πρόστιμο ή να τύχουν μειώσεως του ποσού του προστίμου που άλλως θα καλούνταν να καταβάλουν.

326    Καταρχάς, το σημείο 8 του τμήματος Α της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία προβλέπει τα εξής:

«Η Επιτροπή θα χορηγεί σε μια επιχείρηση απαλλαγή από επιβολή προστίμου, που σε άλλη περίπτωση θα της επιβαλλόταν, εάν:

α)      η επιχείρηση παρουσιάσει πρώτη αποδεικτικά στοιχεία τα οποία κατά την άποψη της Επιτροπής μπορούν να της επιτρέψουν να λάβει απόφαση για την έναρξη της διαδικασίας έρευνας κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού αριθ. 17, όσον αφορά μια πιθανολογούμενη σύμπραξη (καρτέλ) που επηρεάζει την Κοινότητα, ή

β)      η επιχείρηση παρουσιάσει πρώτη αποδεικτικά στοιχεία τα οποία κατά την άποψη της Επιτροπής της επιτρέπουν να διαπιστώσει μια παράβαση του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ όσον αφορά μια πιθανολογούμενη σύμπραξη (καρτέλ) που επηρεάζει την Κοινότητα.»

327    Εν συνεχεία, η ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία ορίζει, στο σημείο 20 του τμήματος Β, ότι «οι επιχειρήσεις που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις [απαλλαγής από το πρόστιμο] που περιέχονται στο τμήμα Α ανωτέρω μπορούν να είναι επιλέξιμες για μείωση προστίμου που θα τους επιβαλλόταν διαφορετικά» και, στο σημείο 21 του ίδιου τμήματος, ότι «για να πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις, μια επιχείρηση πρέπει να υποβάλει στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση που αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή και πρέπει να διακόψει την ανάμειξή της στην πιθανολογούμενη παράβαση το αργότερο κατά τη χρονική στιγμή που υποβάλλει τις αποδείξεις».

328    Όσον αφορά την έννοια της προστιθέμενης αξίας, το σημείο 22 της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία διευκρινίζει τα ακόλουθα:

«Η έννοια της “προστιθέμενης αξίας” αναφέρεται στο βαθμό στον οποίο τα παρεχόμενα αποδεικτικά στοιχεία ενισχύουν, από την ίδια τη φύση τους ή/και την έκταση των λεπτομερειών τους, την ικανότητα της Επιτροπής να αποδείξει τα εν λόγω περιστατικά. Κατά την εκτίμηση αυτή, η Επιτροπή θα θεωρήσει κατά κανόνα ότι τα γραπτά αποδεικτικά στοιχεία που χρονολογούνται από τη χρονική περίοδο την οποία αφορούν τα πραγματικά περιστατικά έχουν μεγαλύτερη αξία από τα μεταγενέστερα αποδεικτικά στοιχεία. Επίσης, τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται άμεσα στα εν λόγω πραγματικά περιστατικά θα θεωρούνται κατά κανόνα ότι έχουν μεγαλύτερη αξία από εκείνα που αναφέρονται έμμεσα μόνο σε αυτά.»

329    Το σημείο 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία προβλέπει κατάταξη σε τρεις κατηγορίες όσον αφορά τη μείωση των προστίμων:

«–      πρώτη επιχείρηση που πληροί τους όρους του σημείου 21: μείωση 30-50 %·

–      δεύτερη επιχείρηση που πληροί τους όρους του σημείου 21: μείωση 20-30 %·

–      επόμενες επιχειρήσεις που πληρούν τους όρους του σημείου 21: μείωση μέχρι 20 %.»

330    Το σημείο 23, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία έχει ως εξής:

«Προκειμένου να προσδιορίσει το επίπεδο της μείωσης του προστίμου εντός των παραπάνω ορίων, η Επιτροπή θα λάβει υπόψη της τη χρονική στιγμή κατά την οποία τα αποδεικτικά στοιχεία που πληρούν την προϋπόθεση [του σημείου] 21 υποβλήθηκαν και το βαθμό της “προστιθέμενης αξίας” που αυτά τα στοιχεία αντιπροσωπεύουν. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να λάβει υπόψη της το βαθμό και τη διάρκεια της συνεργασίας της επιχειρήσεως μετά την ημερομηνία υποβολής των αποδεικτικών στοιχείων.»

331    Τέλος, το σημείο 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία προβλέπει τα ακόλουθα:

«[…] [Εάν ] μια επιχείρηση παράσχει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά τα οποία αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή και τα οποία έχουν άμεση σχέση με τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της πιθανολογούμενης σύμπραξης (καρτέλ), η Επιτροπή δεν θα λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που θα επιβάλει στην επιχείρηση που παρέσχε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία.»

 Επί του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή και του ελέγχου που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης

332    Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, το οποίο συνιστά τη νομική βάση για την επιβολή των προστίμων στις περιπτώσεις παραβάσεως των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, παρέχει στην Επιτροπή περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Οκτωβρίου 1997, T‑229/94, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1689, σκέψη 127) που εντάσσεται, μεταξύ άλλων, στη γενική πολιτική της σε θέματα ανταγωνισμού (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 247 ανωτέρω απόφαση Musique diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 105 και 109). Στο πλαίσιο αυτό και προκειμένου να εξασφαλίσει τη διαφάνεια και τον αντικειμενικό χαρακτήρα των αποφάσεών της περί προστίμων, η Επιτροπή θέσπισε και δημοσίευσε, το 2002, την ανακοίνωση για τη συνεργασία. Πρόκειται για μια πράξη προοριζόμενη να διευκρινίσει, τηρουμένων των υπέρτερων κανόνων δικαίου, τα κριτήρια που πρόκειται να εφαρμόσει στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει· εντεύθεν προκύπτει ένας αυτοπεριορισμός της εξουσίας αυτής (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 1998, Τ-214/95, Vlaams Gewest κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-717, σκέψη 89), στον βαθμό που εναπόκειται στην Επιτροπή να συμμορφωθεί προς τους κατευθυντήριους κανόνες που η ίδια επέβαλε στον εαυτό της (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, Τ-380/94, AIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-2169, σκέψη 57).

333    Ωστόσο, ο αυτοπεριορισμός της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής, ο οποίος προκύπτει από την έκδοση της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, δεν είναι ασυμβίβαστος με τη διατήρηση ουσιώδους περιθωρίου εκτιμήσεως για την Επιτροπή (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα στη σκέψη 60 ανωτέρω απόφαση Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 224).

334    Συγκεκριμένα, η ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία περιέχει διάφορα στοιχεία που παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα ελιγμών κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας της σύμφωνα με το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα στη σκέψη 60 ανωτέρω απόφαση Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 224).

335    Επομένως, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όταν καλείται να αξιολογήσει αν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει επιχείρηση που έχει εκφράσει την επιθυμία να τύχει εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία υπό την έννοια του σημείου 21 της εν λόγω ανακοινώσεως (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαΐου 2007, C‑328/05 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑3921, σκέψη 88, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 158 ανωτέρω απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 555). Όσον αφορά το σημείο 8, στοιχεία α΄ και β΄, της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ουσιώδες αυτό περιθώριο εκτιμήσεως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως αυτής, που παραπέμπει ρητώς στην προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων τα οποία, «κατά την άποψη της Επιτροπής», μπορούν να της παράσχουν τη δυνατότητα να λάβει απόφαση για την έναρξη της διαδικασίας έρευνας ή να διαπιστώσει παράβαση. Συγκεκριμένα, η εκτίμηση της ποιότητας και της χρησιμότητας της συνεργασίας που παρέχει μια επιχείρηση συνεπάγεται περίπλοκες εκτιμήσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση της 10ης Μαΐου 2007, SGL Carbon κατά Επιτροπής, σκέψη 81, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 153 ανωτέρω απόφαση Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 271).

336    Ομοίως, η Επιτροπή, αφού διαπιστώσει ότι τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια του σημείου 21 της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όταν καλείται να καθορίσει το ακριβές ποσοστό κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί το ποσό του προστίμου προς όφελος της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, το σημείο 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω ανακοινώσεως, προβλέπει όρια μεταξύ των οποίων κυμαίνεται η μείωση του ποσού του προστίμου, με βάση τις διάφορες κατηγορίες επιχειρήσεων που περιλαμβάνει το εδάφιο αυτό, ενώ το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω σημείου ορίζει τα κριτήρια τα οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή προκειμένου να προσδιορίσει το ποσοστό της μειώσεως του προστίμου εντός των ορίων αυτών.

337    Λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή για την αξιολόγηση του βαθμού συνεργασίας μιας επιχειρήσεως δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, μόνον πρόδηλη υπέρβαση του περιθωρίου αυτού μπορεί να οδηγήσει σε επιβολή κυρώσεων από το Γενικό Δικαστήριο (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση της 10ης Μαΐου 2007, SGL Carbon κατά Επιτροπής, σκέψεις 81, 88 και 89 και προπαρατεθείσα στη σκέψη 158 ανωτέρω απόφαση Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 555).

 Επί της συνεργασίας της ThyssenKrupp για την απόδειξη της παραβάσεως στο Βέλγιο

338    Η Επιτροπή αποφάσισε, με την αιτιολογική σκέψη 773 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, «να χορηγήσει στην ThyssenKrupp μείωση [του προστίμου] κατά 20 % εντός των ορίων που προβλέπει το σημείο 23, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως [του 2002] για τη συνεργασία.»

339    Με την αιτιολογική σκέψη 769 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρινίζει συναφώς ότι «όταν η ThyssenKrupp υπέβαλε την αίτησή της δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, η Επιτροπή είχε ήδη πραγματοποιήσει τρεις επιτόπιους ελέγχους στο Βέλγιο ενώ είχε παραλάβει δύο αιτήσεις [δυνάμει της ίδιας ανακοινώσεως] από την Kone και την Otis σχετικά με τις δραστηριότητες της συμπράξεως στο Βέλγιο».

340    Η Επιτροπή, αφού επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 770 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι «οι νέες πληροφορίες που προσκόμισε η ThyssenKrupp συνίστανται κυρίως σε προφορικές διευκρινίσεις όσον αφορά ορισμένα έργα ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων», αναγνωρίζει, με την αιτιολογική σκέψη 771, ότι «η αίτηση [δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία] της ThyssenKrupp αντιπροσωπεύει σημαντική προστιθέμενη αξία, καθόσον παρέχει συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικές [εμπιστευτικό]». Η Επιτροπή προσθέτει, με την αιτιολογική σκέψη 771 ότι, «άλλωστε, οι παρατηρήσεις της ThyssenKrupp επιβεβαίωσαν τα αποδεικτικά στοιχεία που η Επιτροπή ήδη είχε στην κατοχή της σχετικά με τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, τα καλυπτόμενα προϊόντα και υπηρεσίες, την περίοδο την οποία αφορά η έρευνα, τον τόπο και την υλικοτεχνική υποστήριξη των συναντήσεων της συμπράξεως καθώς και τη λειτουργία και την εφαρμογή της συμπράξεως αυτής».

341    Με την αιτιολογική σκέψη 772 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή καταλήγει ότι η ThyssenKrupp «παρέσχε αποδεικτικά στοιχεία που ενίσχυσαν σημαντικά τη δυνατότητα της Επιτροπής να αποδείξει την παράβαση» διευκρινίζοντας ότι, «εντούτοις, τα διαβιβασθέντα αποδεικτικά στοιχεία δεν αφορούν πραγματικά περιστατικά άγνωστα μέχρι πρότινος στην Επιτροπή αλλά ούτε και περιλαμβάνουν νέα στοιχεία».

342    Πρώτον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑149/07 και T‑150/07 προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δύναται να προκαλέσει σύγχυση όσον αφορά το ποσοστό μειώσεως του προστίμου που η Επιτροπή είχε πρόθεση να εφαρμόσει στην ThyssenKrupp λόγω της συνεργασίας της για την απόδειξη της παραβάσεως στο Βέλγιο. Με την αιτιολογική σκέψη 773 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή κάνει λόγο για μείωση του 20 % ενώ, κατά την αιτιολογική σκέψη 856 της ίδιας αποφάσεως, η μείωση αυτή είναι της τάξεως του 25 %. Κατά τις εν λόγω προσφεύγουσες, η ThyssenKrupp δικαιούται, κατ’ εφαρμογή της αρχής in dubio pro reo, να αξιώσει την ευνοϊκότερη ερμηνεία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς το ποσό της κυρώσεως. Επομένως, το πρόστιμο πρέπει να μειωθεί κατά 25 % αντί για 20 %.

343    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑149/07 και T‑150/07 δεν μπορούν, συναφώς, να στηρίζονται στην αρχή in dubio pro reo, κατά την οποία η ύπαρξη αμφιβολίας πρέπει αποβαίνει προς όφελος των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, δεδομένου ότι η αρχή αυτή αφορά τη διεξαγωγή αποδείξεων ως προς την ύπαρξη παραβάσεως και χρησιμεύει για τον καθορισμό του ζητήματος αν οι διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά στις οποίες προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση τεκμηριώνονται από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Οι εν λόγω προσφεύγουσες όμως δεν αμφισβητούν την παράβαση για την οποία τους επιβλήθηκαν κυρώσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση.

344    Όσον αφορά δε το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην ThyssenKrupp για την παράβαση στο Βέλγιο πρέπει να μειωθεί, δεδομένου ότι η αιτιολογική σκέψη 856 της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρει μείωση της τάξεως του 25 %, υπενθυμίζεται ότι το ποσό του προστίμου που επέβαλε το άρθρο 1, παράγραφος 1, τέταρτη περίπτωση, της προσβαλλόμενης αποφάσεως περιλαμβάνει μείωση κατά 20 % λόγω της συνεργασίας της ThyssenKrupp στο πλαίσιο εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία.

345    Είναι μεν ορθό ότι το διατακτικό μιας πράξεως συνδέεται άρρηκτα με την αιτιολογία της, οπότε πρέπει να ερμηνεύεται, εφόσον παρίσταται ανάγκη, λαμβανομένου υπόψη του αιτιολογικού που οδήγησε στην έκδοση της πράξεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 1997, C-355/95 P, TWD κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι-2549, σκέψη 21). Εντούτοις, από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει σαφώς η πρόθεση της Επιτροπής να χορηγήσει στην ThyssenKrupp μείωση του προστίμου της τάξεως του 20 % και όχι του 25 %, βάσει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία.

346    Συγκεκριμένα, αφενός, με την αιτιολογική σκέψη 772 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι «η ThyssenKrupp ικανοποιεί πλήρως τους όρους του σημείου 21 [της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία] [εμπιστευτικό] και παρέσχε αποδεικτικά στοιχεία που ενίσχυσαν σημαντικά τη δυνατότητα της Επιτροπής να αποδείξει την παράβαση». Το θεσμικό αυτό όργανο διευκρίνισε, «ωστόσο, [ότι] τα διαβιβασθέντα αποδεικτικά στοιχεία δεν αφορούν πραγματικά περιστατικά μέχρι πρότινος άγνωστα στην Επιτροπή αλλά ούτε και περιλαμβάνουν νέα στοιχεία», πράγμα από το οποίο μπορούσε να υποτεθεί ότι επρόκειτο να εφαρμοστεί η κατώτατη μείωση του ποσού του προστίμου εντός των προβλεπόμενων ορίων του σημείου 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία. Αφετέρου, η αιτιολογική σκέψη 773 της προσβαλλόμενης αποφάσεως επιβεβαιώνει ρητώς ότι «υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, στην ThyssenKrupp θα πρέπει να χορηγηθεί μείωση της τάξεως του 20 % εντός των [εφαρμοστέων] ορίων».

347    Το ποσοστό του 25 % που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 856 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία ανακεφαλαιώνει το σύνολο των μειώσεων προστίμων που χορηγήθηκαν στις διάφορες επιχειρήσεις ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία τους στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, πρέπει, υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 772 και 773 καθώς και του διατακτικού της εν λόγω αποφάσεως, να θεωρηθεί ως τυπογραφικό λάθος. Ως εκ τούτου, η πρώτη αιτίαση των προσφευγουσών των υποθέσεων T‑144/07, T‑149/07 και T‑150/07 πρέπει να απορριφθεί.

348    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑149/07 και T‑150/07 υποστηρίζουν ότι στην ThyssenKrupp έπρεπε να έχει χορηγηθεί, κατ’ εφαρμογή της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, μείωση του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε για την παράβαση στο Βέλγιο κατά τουλάχιστον 25 %. Συγκεκριμένα, η ThyssenKrupp προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά γεγονότα και περιστάσεις που μέχρι πρότινος αγνοούσε η Επιτροπή. Επιπροσθέτως, τα προσκομισθέντα στοιχεία αποτελούσαν στοιχεία κλειδιά της παραβάσεως.

349    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑149/07 και T‑150/07 δεν αμφισβητούν ότι η συνεργασία της ThyssenKrupp εμπίπτει στο σημείο 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία και ότι, βάσει της διατάξεως αυτής, η εν λόγω επιχείρηση δικαιούται μειώσεως του προστίμου κυμαινόμενης μεταξύ του 20 % και του 30 %. Κατά συνέπεια, η κατά 20 % μείωση του ποσού του προστίμου η οποία χορηγήθηκε στην ThyssenKrupp λόγω της συνεργασίας της (αιτιολογική σκέψη 773 της προσβαλλόμενης αποφάσεως) τοποθετείται εντός των ορίων που προβλέπει συναφώς η ανακοίνωση για τη συνεργασία.

350    Υπενθυμίζεται επίσης ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όταν καλείται να καθορίσει το ακριβές ποσοστό κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί το ποσό του προστίμου εντός των ορίων που προβλέπει το σημείο 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία και ότι μόνον πρόδηλη υπέρβαση του περιθωρίου αυτού μπορεί να οδηγήσει σε επιβολή κυρώσεων από το Γενικό Δικαστήριο (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση της 10ης Μαΐου 2007, SGL Carbon κατά Επιτροπής, σκέψεις 81, 88 και 89).

351    Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή, αφού δέχτηκε ότι η ThyssenKrupp δικαιούται μειώσεως του προστίμου, καθόσον τα [προσκομισθέντα] αποδεικτικά στοιχεία ενίσχυσαν σημαντικά τη δυνατότητά [της] να αποδείξει την παράβαση», αποφάσισε να χορηγήσει μείωση του ποσού του προστίμου της τάξεως του 20 % δεδομένου ότι «τα διαβιβασθέντα αποδεικτικά στοιχεία δεν [αφορούσαν] πραγματικά περιστατικά άγνωστα μέχρι πρότινος στην Επιτροπή αλλά ούτε και [περιλάμβαναν] νέα στοιχεία (αιτιολογική σκέψη 772 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

352    Εντούτοις, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑149/07 και T‑150/07 αμφισβητούν την ουσιαστική ακρίβεια των διαπιστώσεων που περιέχονται στην αιτιολογική σκέψη 772 της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

353    Καταρχάς, οι εν λόγω προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι διακρίνονται δύο στάδια της παραβάσεως στο Βέλγιο, ήτοι, αφενός, σύμπραξη σχετική με τα μερίδια αγοράς ή με την παγίωση των μεριδίων αγοράς και, αφετέρου, σύμπραξη σχετική με την κατανομή των δημόσιων και ιδιωτικών διαγωνισμών προκειμένου να αποκτηθούν τα συμφωνηθέντα μερίδια αγοράς. Η Επιτροπή όμως στηρίχθηκε αποκλειστικά σε αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η ThyssenKrupp για να διαπιστώσει, με τις αιτιολογικές σκέψεις 158 και 159 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, την παγίωση των μεριδίων αγοράς των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων. Επομένως, η ThyssenKrupp παρέσχε στην Επιτροπή πληροφορίες μέχρι πρότινος άγνωστες σε αυτήν που αφορούσαν ορισμένο στοιχείο του υποστατού της παραβάσεως στο Βέλγιο, όπως είναι η ύπαρξη συμπράξεως για την κατανομή του τομέα πωλήσεων και της εγκαταστάσεως ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων.

354    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι δύο πτυχές της παραβάσεως που περιγράφηκαν με την αιτιολογική σκέψη 158 της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Συγκεκριμένα, η κατανομή των δημόσιων και ιδιωτικών διαγωνισμών καθώς και άλλων συμβάσεων «ανάλογα με τα προσυμφωνημένα μερίδια» που μνημονεύεται στην τρίτη περίοδο της αιτιολογικής σκέψεως 158 προϋποθέτει την ύπαρξη συμπράξεως για την κατανομή της αγοράς που μνημονεύεται στην πρώτη περίοδο της αιτιολογικής σκέψεως 158 καθώς και στην αιτιολογική σκέψη 159 της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν η Kone και η Otis αρκούσαν για να αποδειχθεί η σύμπραξη που μνημονεύεται στην τρίτη περίοδο της αιτιολογικής σκέψεως 158, πρέπει να θεωρηθεί ότι η ύπαρξη συμπράξεως για την κατανομή των μεριδίων αγοράς μεταξύ των τεσσάρων ενδιαφερόμενων παραγωγών ήταν δίχως άλλο γνωστή στην Επιτροπή κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως της ThyssenKrupp.

355    Εν πάση περιπτώσει, από τον φάκελο της Επιτροπής προκύπτει ότι η Kone ενημέρωσε το θεσμικό αυτό όργανο, ήδη από τον Φεβρουάριο του 2004, για την ύπαρξη μηχανισμού προσαρμογής μεταξύ των μετεχόντων στη σύμπραξη του Βελγίου οσάκις τα πραγματικά μερίδια αγοράς απέκλιναν από τα συμφωνηθέντα, πράγμα το οποίο ήταν νοητό μόνο στο πλαίσιο συμπράξεως για τα μερίδια αγοράς. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι η αιτιολογική σκέψη 159 της προσβαλλόμενης αποφάσεως παραπέμπει αποκλειστικά σε αποδεικτικά στοιχεία προερχόμενα από την ThyssenKrupp για να αποδείξει την ύπαρξη της συμπράξεως για τα μερίδια της αγοράς μπορεί μεν να καταδεικνύει ότι τα στοιχεία αυτά ενίσχυσαν τη δυνατότητα της Επιτροπής να αποδείξει την παράβαση, εντούτοις δεν συνεπάγεται ότι τα στοιχεία αυτά παρείχαν στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικές με πραγματικά περιστατικά μέχρι πρότινος άγνωστα σε αυτήν.

356    Επιπλέον, το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι της Kone δήλωσαν, απαντώντας σε ερώτημα που τους έθεσε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια συναντήσεως [εμπιστευτικό] σχετικό με «την πηγή των χρησιμοποιούμενων μεριδίων αγοράς», ότι δεν γνώριζαν την πηγή αυτή λαμβανομένου υπόψη ότι τα μερίδια αγοράς είχαν ήδη καθοριστεί κατά τον χρόνο που ανέλαβαν καθήκοντα στο εσωτερικό της Kone ουδόλως συνεπάγεται ότι η Επιτροπή δεν γνώριζε την ύπαρξη της συμπράξεως για τα μερίδια αγοράς πριν από [εμπιστευτικό], ημερομηνία κατά την οποία περιήλθε στην Επιτροπή η αίτηση της ThyssenKrupp. Αντιθέτως, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή έθεσε ερωτήματα στους εκπροσώπους της Kone σχετικά με τον τρόπο καθορισμού των μεριδίων αγοράς των μετεχουσών επιχειρήσεων αποτελεί επαρκή απόδειξη ότι το θεσμικό αυτό όργανο γνώριζε την ύπαρξη συμπράξεως για τα μερίδια αγοράς πριν [εμπιστευτικό].

357    Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, υπό το πρίσμα των στοιχείων που ήδη γνώριζε η Επιτροπή κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως της ThyssenKrupp δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, ήτοι της υπάρξεως συμπράξεως για τα μερίδια αγοράς καθώς και των μεριδίων αγοράς που είχαν στην πράξη συμφωνηθεί μεταξύ των μετεχόντων, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι πληροφορίες που ανακοίνωσε η επιχείρηση αυτή στην Επιτροπή δεν αφορούσαν πραγματικά περιστατικά μέχρι πρότινος άγνωστα στο θεσμικό αυτό όργανο. Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι τα μερίδια αγοράς παγιώθηκαν βάσει στατιστικών στοιχείων της αγοράς που κατάρτισε η κλαδική ένωση Agoria, πρώην Fabrimetal, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ειδικό βάρος αυτού του επιχειρήματος στο πλαίσιο της αποδείξεως της παραβάσεως στο Βέλγιο είναι μειωμένο.

358    Εν συνεχεία, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T-144/07, T-149/07 και T‑150/07 προβάλλουν ότι η ThyssenKrupp συνέβαλε αποφασιστικά στο να διαπιστωθεί η παράβαση που αφορά τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό των ανελκυστήρων και των κυλιόμενων κλιμάκων στο Βέλγιο (αιτιολογική σκέψη 771 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), στο μέτρο που πρώτη η επιχείρηση αυτή προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις χρησιμοποίησαν [εμπιστευτικό], συνεπαγόμενο επιβάρυνση της παραβάσεως, πράγμα το οποίο προκύπτει σαφώς από τη σύγκριση μεταξύ της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και της προσβαλλόμενης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 189 έως 196 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

359    Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι διαβίβασαν στην Επιτροπή τηλεομοιοτυπία της Schindler ως απόδειξη των όσων προβάλλουν [εμπιστευτικό]. Επομένως, κακώς η Επιτροπή υποστηρίζει, με την αιτιολογική σκέψη 772 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η ThyssenKrupp δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να ανατρέχει στον χρόνο της παραβάσεως. Ακόμα και αν η τηλεομοιοτυπία αυτή είχε φωτοτυπηθεί κατά τους ελέγχους που διεξήχθησαν στις εγκαταστάσεις της Schindler και της Kone, η Επιτροπή μπόρεσε να αντιληφθεί τη σημασία του εγγράφου αυτού μόνον χάρη στις πληροφορίες της ThyssenKrupp. Το ειδικό βάρος έγκειται ακριβώς στις πρόσθετες διευκρινίσεις που παρέσχε η ThyssenKrupp, κατά μείζονα λόγο καθόσον από τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή, και ειδικότερα μια δήλωση της Kone της 11ης Φεβρουαρίου 2004, συναγόταν ότι σε καμία περίπτωση δεν είχε χρησιμοποιηθεί [εμπιστευτικό].

360    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η τηλεομοιοτυπία της Schindler στην οποία παραπέμπουν οι εν λόγω προσφεύγουσες βρισκόταν ήδη στην κατοχή της Επιτροπής κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως της ThyssenKrupp, [εμπιστευτικό]. Συγκεκριμένα, από τις μη αμφισβητούμενες διαπιστώσεις της αιτιολογικής σκέψεως 196 της προσβαλλόμενης αποφάσεως αλλά και από τα έγγραφα που απαριθμούνται την υποσημείωση 224 της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι η επίμαχη τηλεομοιοτυπία είχε ήδη ευρεθεί στις εγκαταστάσεις της Kone και της Schindler τον Ιανουάριο του 2004. Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμα και αν η τηλεομοιοτυπία αυτή συνιστά σύγχρονο της παραβάσεως αποδεικτικό στοιχείο, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι το έγγραφο αυτό, που διαβίβασε η ThyssenKrupp, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύει σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως εκ μέρους της εν λόγω εταιρίας. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη ότι το έγγραφο αυτό δεν πληροί τους όρους του σημείου 21 της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, η Επιτροπή δεν όφειλε να το συνεκτιμήσει προκειμένου να καθορίσει το ποσό μειώσεως του προστίμου που χορήγησε στην ThyssenKrupp λόγω της συνεργασίας της στο πλαίσιο εφαρμογής της εν λόγω ανακοινώσεως. Συγκεκριμένα, μόνον τα αποδεικτικά στοιχεία που πληρούν τους όρους του σημείου 21 της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία παρέχουν δικαίωμα μειώσεως του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως αυτής.

361    Αληθεύει ότι η ThyssenKrupp, όταν διαβίβασε στην Επιτροπή την τηλεομοιοτυπία της Schindler, παρέσχε συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικές [εμπιστευτικό]. Οι πληροφορίες αυτές, μολονότι πληρούν τους όρους του σημείου 21 της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, εντούτοις δεν συνιστούν σύγχρονα της παραβάσεως αποδεικτικά στοιχεία και αφορούν πραγματικό περιστατικό, ήτοι [εμπιστευτικό], που περιλαμβανόταν ήδη στις διευκρινίσεις που είχε παράσχει η Otis στις 15 Μαρτίου 2004 (αιτιολογική σκέψη 194 της προσβαλλόμενης αποφάσεως και υποσημείωση 222). Εν πάση περιπτώσει, από τις αιτιολογικές σκέψεις 189 και 193 έως 196 της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το [εμπιστευτικό] στο οποίο παραπέμπουν οι προσφεύγουσες αφορούσε μόνον τη λειτουργία και τη θέση σε εφαρμογή της συμπράξεως σχετικά με τις συμβάσεις συντηρήσεως και δεν συνιστούσε αφ’ εαυτού καθοριστικό στοιχείο για τη διαπίστωση της παραβάσεως του άρθρου 1, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

362    Τέλος, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑149/07 και T‑150/07 δεν μπορούν να υποστηρίζουν ότι από τη σύγκριση μεταξύ της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι κατέστη δυνατό στην Επιτροπή να διαπιστώσει σοβαρότερη παράβαση ως αποτέλεσμα των πληροφοριών που της ανακοινώθηκαν από την ThyssenKrupp. Συγκεκριμένα, από τη σύγκριση μεταξύ, αφενός, των σημείων 195 έως 200 της ανακοινώσεων των αιτιάσεων και, αφετέρου, των αιτιολογικών σκέψεων 189 έως 196 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τις οποίες μνημονεύουν οι εν λόγω προσφεύγουσες, ουδόλως μπορεί να συναχθεί ότι επήλθε επιβάρυνση του χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών κατά τον χρόνο που μεσολάβησε από την έκδοση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Εν πάση περιπτώσει, τυχόν βαρύτερος χαρακτηρισμός της παραβάσεως αποφασισθείς μετά την έκδοση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων δεν μπορούσε να απορρέει από την τηλεομοιοτυπία της Schindler και τις διευκρινίσεις που παρέσχε η ThyssenKrupp με την αίτησή της, δεδομένου ότι η αίτηση αυτή είναι μεταγενέστερη της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και ότι τόσο η τηλεομοιοτυπία της Schindler όσο και οι διευκρινίσεις που παρέσχε η ThyssenKrupp είχαν ήδη αναλυθεί εκτενώς με τα σημεία 196 έως 200 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων.

363    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή μπορούσε, χωρίς να υπερβεί προδήλως το περιθώριο εκτιμήσεως που διέθετε, να καθορίσει τη μείωση του ποσού του προστίμου της ThyssenKrupp λόγω της συνεργασίας της για την απόδειξη της παραβάσεως στο Βέλγιο στο κατώτατο επίπεδο εντός των ορίων που προβλέπει το σημείο 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία.

364    Τρίτον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑149/07 και T‑150/07 προβάλλουν ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στο μέτρο που χορήγησε στην ThyssenKrupp μείωση του ποσού του προστίμου κατά 20 %, ενώ η μείωση του ποσού του προστίμου που είχε χορηγήσει στην Otis, η συνεργασία της οποίας υπήρξε ανάλογη εκείνης της ThyssenKrupp, ήταν της τάξεως του 40 %.

365    Κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν μπορεί, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συνεργασίας των μετεχόντων σε σύμπραξη, να αγνοεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 106 ανωτέρω απόφαση Krupp Thyssen Stainless και Acciai speciali Terni κατά Επιτροπής, σκέψη 237 και απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑31/99, ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1881, σκέψη 240 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

366    Παρά ταύτα, το επιχείρημα που επαναλαμβάνεται με τη σκέψη 364 ανωτέρω και το οποίο σκοπεί να αποδείξει την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

367    Συγκεκριμένα, αφενός, η εκτίμηση της προστιθέμενης αξίας μιας αιτήσεως που υποβάλλεται δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία πραγματοποιείται βάσει αποδεικτικών στοιχείων που βρίσκονται ήδη στην κατοχή της Επιτροπής. Δεδομένου όμως ότι η συνεργασία της Otis προηγήθηκε εκείνης της ThyssenKrupp (αιτιολογικές σκέψεις 96 και 98 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), η Επιτροπή διέθετε περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως της ThyssenKrupp σε σχέση με τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως της Otis.

368    Αφετέρου, η Otis προσκόμισε σύγχρονα της παραβάσεως έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν σημαντικό ειδικό βάρος (αιτιολογική σκέψη 766 της προσβαλλόμενης αποφάσεως) ενώ η ThyssenKrupp προσκόμισε ένα μόνον σύγχρονο της παραβάσεως αποδεικτικό στοιχείο, ήτοι την τηλεομοιοτυπία της Schindler περί της οποίας γίνεται λόγος με τη σκέψη 360 ανωτέρω και η οποία, εκτός των άλλων, δεν πληροί τους όρους του σημείου 21 της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, καθόσον βρισκόταν ήδη στην κατοχή της Επιτροπής κατά τον χρόνο που η ThyssenKrupp υπέβαλε τη δυνάμει της ανακοινώσεως αυτής αίτησή της.

369    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι η Otis και η ThyssenKrupp δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμες καταστάσεις, η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως χορηγώντας στην ThyssenKrupp μείωση του ποσού του προστίμου κατά 20 %, όπως ορίζεται στη δεύτερη περίπτωση της εν λόγω διατάξεως.

370    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι αιτιάσεις της ThyssenKrupp σχετικά με την εφαρμογή της περί συνεργασίας ανακοινώσεως του 2002 στη συνεργασία που επέδειξε η εταιρία αυτή για την απόδειξη της παραβάσεως στο Βέλγιο πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

 Επί της συνεργασίας της ThyssenKrupp για την απόδειξη της παραβάσεως στη Γερμανία

371    Η Επιτροπή αποφάσισε, με την αιτιολογική σκέψη 812 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, να μη χορηγήσει στην ThyssenKrupp ούτε απαλλαγή από το πρόστιμο ούτε μείωση του ποσού του προστίμου για τη συνεργασία που η εταιρία αυτή παρέσχε προς τον σκοπό της αποδείξεως της παραβάσεως στη Γερμανία, [εμπιστευτικό] (αιτιολογική σκέψη 807 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

372    Με την αιτιολογική σκέψη 808 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι «η ThyssenKrupp προβάλλει ορισμένους ισχυρισμούς όσον αφορά [εμπιστευτικό]». Εντούτοις, «[ο]ι ισχυρισμοί αυτοί δεν τεκμηριώνονται από κανένα σύγχρονο της παραβάσεως αποδεικτικό στοιχείο ενώ η Επιτροπή δεν βρήκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να τους επιβεβαιώνει».

373    Εν συνεχεία, με τη σκέψη 809 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι «[ο]ι λοιπές πληροφορίες τις οποίες ανακοίνωσε η ThyssenKrupp [εμπιστευτικό] περιορίζονται να επιβεβαιώσουν τα αποδεικτικά στοιχεία της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, πράγμα που ούτε συνιστά αποφασιστική συμβολή, αλλά ούτε και αντιπροσωπεύει σημαντική προστιθέμενη αξία».

374    Τέλος, με τις αιτιολογικές σκέψεις 810 και 811 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

«810 […] Οι παρατηρήσεις της ThyssenKrupp δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας για την εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση της παραβάσεως, διότι το θεσμικό αυτό όργανο είχε ήδη στην κατοχή του επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, όπως καταδεικνύεται και από την ανακοίνωση των αιτιάσεων […]. Η ThyssenKrupp δεν διαβίβασε αποδεικτικά στοιχεία που ανατρέχουν στη χρονική περίοδο που καλύπτει η έρευνα. Αντιθέτως, οι δηλώσεις της, που διατυπώθηκαν μετά την κοινοποίηση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και αφού η επιχείρηση απέκτησε πρόσβαση στον φάκελο, απλώς επιβεβαιώνουν τα αποδεικτικά στοιχεία που ήδη διέθετε η Επιτροπή. […] Οι μη επιβεβαιωθείσες μονομερείς δηλώσεις σχετικά με [εμπιστευτικό] στερούνται βασιμότητας.

811 Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, δεν μπορεί θεωρηθεί ότι οι πληροφορίες που παρέσχε η ThyssenKrupp αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια της ανακοινώσεως [του 2002]. [εμπιστευτικό] Ακόμα και κατά τη χρονική αυτή στιγμή, η ThyssenKrupp περιόρισε τη συνεργασία της [εμπιστευτικό] στην απλή επιβεβαίωση των δηλώσεων στις οποίες είχαν προβεί όλα τα μέλη της συμπράξεως. [εμπιστευτικό]»

375    Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07 υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη την ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία, στο μέτρο που δεν θεώρησε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η ThyssenKrupp σχετικά με τις διαπραχθείσες στη Γερμανία παραβάσεις αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία.

376    Πρώτον, η ThyssenKrupp δεν αμφισβήτησε τα πραγματικά περιστατικά που προσάφθηκαν με την ανακοίνωση των αιτιάσεων αλλά τα επιβεβαίωσε και συμπλήρωσε. Ως εκ τούτου, η εν λόγω επιχείρηση ενίσχυσε τη δυνατότητα της Επιτροπής να αποδείξει την παράβαση, σύμφωνα με το σημείο 22, πρώτο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία. Η ThyssenKrupp έθεσε αμέσως στη διάθεση της Επιτροπής τα αποτελέσματα των εσωτερικών της ερευνών, αφού κατόρθωσε να διαλευκάνει τις παραβάσεις που διαπράχθηκαν στη Γερμανία.

377    Δεύτερον, η ThyssenKrupp, καθόσον παρέσχε πληροφορίες σχετικές με [εμπιστευτικό], έθεσε στη διάθεση της Επιτροπής αποδεικτικά στοιχεία που αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία και τα οποία δικαιολογούν μείωση κατά 20 % του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε για την παράβαση στη Γερμανία. Τα στοιχεία [εμπιστευτικό] αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία, ανεξαρτήτως του αν η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα στοιχεία αυτά. Επιπλέον, η Επιτροπή, παραλείποντας να συνεκτιμήσει τα στοιχεία αυτά, προσέβαλε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των εν λόγω προσφευγουσών, καθόσον, από το σημείο 617 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων προκύπτει ότι [εμπιστευτικό] ελήφθη υπόψη κατά την αξιολόγηση της σοβαρότητας της κάθε παραβάσεως.

378    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, αντιθέτως προς τα οριζόμενα στο σημείο Δ2, δεύτερη περίπτωση της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996 C 207, σ. 4) (στο εξής: ανακοίνωση του 1996 για τη συνεργασία), η ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία δεν προβλέπει μείωση του ποσού του προστίμου υπέρ επιχειρήσεως η οποία, αφού έχει προηγουμένως παραλάβει την ανακοίνωση των αιτιάσεων, δεν αμφισβητεί το υποστατό των πραγματικών περιστατικών στα οποία η Επιτροπή στηρίζει τις κατηγορίες της.

379    Στο πλαίσιο της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, μια επιχείρηση, προκειμένου να μπορέσει να επικαλεστεί δικαίωμα μειώσεως του ποσού του προστίμου, πρέπει να υποβάλει στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση τα οποία να αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει ήδη στην κατοχή του το θεσμικό αυτό όργανο (βλ. σημείο 21 της εν λόγω ανακοινώσεως).

380    Λαμβανομένου υπόψη του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή κατά την αξιολόγηση της συνεργασίας επιχειρήσεως δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, και ειδικότερα κατά τον καθορισμό του ζητήματος αν τα αποδεικτικά στοιχεία αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία, μόνον πρόδηλη υπέρβαση του περιθωρίου αυτού μπορεί να οδηγήσει σε επιβολή κυρώσεων από το Γενικό Δικαστήριο (βλ. σκέψη 350 ανωτέρω).

381    Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν η Επιτροπή υπερέβη προδήλως το περιθώριο εκτιμήσεώς της καθόσον διαπίστωσε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η ThyssenKrupp δεν αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια της ανακοινώσεως αυτής.

382    Κατά τα σημεία 21 και 22 της εν λόγω ανακοινώσεως, η Επιτροπή, προκειμένου να αξιολογήσει την προστιθέμενη αξία των προσκομιζόμενων από επιχείρηση αποδεικτικών στοιχείων, όχι μόνο λαμβάνει υπόψη τη φύση ή/και τον βαθμό ακρίβειας των στοιχείων αυτών, αλλά συνεκτιμά επίσης αποδεικτικά στοιχεία τα οποία το θεσμικό αυτό όργανο έχει ήδη στην κατοχή του κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως εκ μέρους της οικείας επιχειρήσεως.

383    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως της ThyssenKrupp, [εμπιστευτικό], η Επιτροπή όχι μόνον είχε παραλάβει αιτήσεις δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία από την Kone, την Otis και τη Schindler σχετικές με την παράβαση στη Γερμανία, αλλά είχε επίσης οργανώσει δύο γύρους επιτόπιων ελέγχων βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 (αιτιολογικές σκέψεις 104 και 106 της προσβαλλόμενης αποφάσεως) ενώ είχε απευθύνει αιτήσεις παροχής πληροφοριών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003, στις μετέχουσες στην παράβαση της Γερμανίας επιχειρήσεις, στις ενώσεις VDMA, VFA και VMA και σε πολλούς άλλους πελάτες στη Γερμανία (αιτιολογικές σκέψεις 110, 111 και 113 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Επιπλέον, η Επιτροπή είχε συλλέξει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ώστε να είναι σε θέση να ανακοινώσει τις αιτιάσεις της στους μετέχοντες στην παράβαση της Γερμανίας, στις 7 Οκτωβρίου 2005, ήτοι πριν την υποβολή της αιτήσεως της ThyssenKrupp (αιτιολογική σκέψη 135 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Εξάλλου, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07 δεν αμφισβητούν ότι τα επιχειρήματα της ThyssenKrupp δεν τεκμηριώνονται από σύγχρονα της παραβάσεως αποδεικτικά στοιχεία (αιτιολογικές σκέψεις 808 και 810 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

384    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07, ότι η ThyssenKrupp «επιβεβαίωσε και συμπλήρωσε» τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τη σύμπραξη στη Γερμανία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πλην των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν την απόκρυψη της συμπράξεως, οι προσφεύγουσες δεν παρέχουν καμία διευκρίνιση ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν ούτε ως προς το κατά πόσο τα στοιχεία αυτά αντιπροσωπεύουν σημαντική προτιθέμενη αξία κατά την έννοια της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία.

385    Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν [εμπιστευτικό], από τα έγγραφα που απαριθμούνται στα σημεία 234 έως 236 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων καθώς και στις αιτιολογικές σκέψεις 219 έως 221 της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι Kone, Otis και Schindler, σε χρόνο προγενέστερο της υποβολής της αιτήσεως της ThyssenKrupp, ήταν επαρκή ώστε να αποδειχθεί ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη της Γερμανίας είχαν λάβει προληπτικά μέτρα [εμπιστευτικό].

386    Στο μέτρο που το επιχείρημα των προσφευγουσών των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07 αφορά [εμπιστευτικό], επισημαίνεται ότι οι απόπειρες αυτές, εφόσον αποδειχθούν, ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο της παραβάσεως που διαπιστώθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία δεν ήταν σε θέση να ενισχύσουν τη δυνατότητα της Επιτροπής να αποδείξει την παράβαση και, για τον λόγο αυτό, δεν αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια του σημείου 21 της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία.

387    Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η ThyssenKrupp δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής, ορθώς η Επιτροπή αρνήθηκε να χορηγήσει στην επιχείρηση αυτή μείωση του ποσού του προστίμου της δυνάμει του σημείου 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της εν λόγω ανακοινώσεως.

388    Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, με τη σκέψη 179 ανωτέρω υπομνήσθηκε ότι το δικαίωμα επικλήσεως της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καλύπτει κάθε ιδιώτη που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι το θεσμικό όργανο, με το να του παρέχει ακριβείς εξασφαλίσεις, του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες.

389    Εντούτοις, το γεγονός ότι η Επιτροπή εξήγησε, με το σημείο 617 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, ότι επρόκειτο, μεταξύ άλλων, να λάβει υπόψη, για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, το ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη είχαν λάβει σημαντικά προληπτικά μέτρα προκειμένου να μην εντοπισθεί η σύμπραξη δεν μπορεί να θεωρείται ότι συνιστά ακριβή εξασφάλιση ότι επρόκειτο να χορηγηθεί στην ThyssenKrupp μείωση του ποσού του προστίμου λόγω της συνεργασίας της κατά την έννοια του σημείου 23 της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία. Συγκεκριμένα, η μείωση του ποσού του προστίμου δυνάμει της διατάξεως αυτής εξαρτάται από τη σημαντική προστιθέμενη αξία των προσκομιζόμενων αποδεικτικών στοιχείων, ως προς την οποία το σημείο 617 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων ουδεμία διευκρίνιση περιέχει. Επιπλέον, δεδομένου ότι, κατά τον χρόνο κοινοποιήσεως στην ThyssenKrupp της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, η εταιρία αυτή δεν είχε ακόμα υποβάλει αίτηση δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία όσον αφορά την παράβαση στη Γερμανία, το σημείο 617 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων δεν ήταν σε θέση, εν πάση περιπτώσει, να δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες ως προς την προστιθέμενη αξία των αποδεικτικών στοιχείων που δεν είχαν ακόμα υποβληθεί. Ως εκ τούτου, η τελευταία αυτή αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

390    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι όλες οι αιτιάσεις της ThyssenKrupp που αφορούν την εφαρμογή της σχετικής με τη συνεργασία ανακοινώσεως του 2002 στη συνεργασία που παρέσχε η εταιρία αυτή για την απόδειξη της παραβάσεως στη Γερμανία πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

 Επί της συνεργασίας της ThyssenKrupp για την απόδειξη της παραβάσεως στο Λουξεμβούργο

391    Η ThyssenKrupp, που υπήρξε η τρίτη επιχείρηση η οποία υπέβαλε αίτηση δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία όσον αφορά τη σύμπραξη στο Λουξεμβούργο (αιτιολογική σκέψη 119 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), δεν έτυχε μειώσεως του ποσού του προστίμου βάσει της εν λόγω ανακοινώσεως ως προς τη σύμπραξη αυτή (αιτιολογική σκέψη 828 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Με την αιτιολογική σκέψη 827 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρινίζει συναφώς τα ακόλουθα:

«Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι είχε ήδη διεξαγάγει έρευνα στο Λουξεμβούργο ενώ είχε παραλάβει δύο επιβεβαιωτικές αιτήσεις της Kone και της Otis [δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία] όσον αφορά τις δραστηριότητες της συμπράξεως στο Λουξεμβούργο πριν η ThyssenKrupp υποβάλει τη δική της σχετική αίτηση [δυνάμει της ίδιας ανακοινώσεως]. Η αίτηση […] της ThyssenKrupp συνίσταται σε σύντομη προφορική δήλωση της επιχειρήσεως και δεν παρέχει κανένα σύγχρονο της παραβάσεως αποδεικτικό στοιχείο ούτε σημαντική νέα πληροφορία, περιοριζόμενη κατά τρόπο αόριστο στην επιβεβαίωση πληροφοριών ήδη γνωστών στην Επιτροπή, επί παραδείγματι όσον αφορά τα πρόσωπα που μετείχαν στη σύμπραξη. Επομένως, η ThyssenKrupp δεν προσκόμισε κανένα νέο στοιχείο σημαντικής προστιθέμενης αξίας και δεν ενίσχυσε αισθητά, σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που η Επιτροπή ήδη είχε στην κατοχή της κατά τον χρόνο της υποβολής της εν λόγω αιτήσεως, τη δυνατότητα του θεσμικού αυτού οργάνου να αποδείξει τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά. Κατόπιν υποβολής της αιτήσεώς της […], η ThyssenKrupp δεν συνεργάστηκε περαιτέρω, παρά μόνο για να απαντήσει στην αίτηση παροχής πληροφοριών που της απηύθυνε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 2, [του κανονισμού 1/2003].»

392    Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, δεδομένου ότι δεν έλαβε υπόψη την προστιθέμενη αξία των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η ThyssenKrupp. Συγκεκριμένα, η εταιρία αυτή παρέσχε στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία που αντιπροσώπευαν σημαντική προστιθέμενη αξία, καθόσον δεν αμφισβήτησε τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται με την ανακοίνωση των αιτιάσεων ενώ τεκμηρίωσε και συμπλήρωσε τις διατυπωθείσες από την Επιτροπή αιτιάσεις, πράγμα που έπρεπε να οδηγήσει, κατά το σημείο 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, σε μείωση της τάξεως του 20 % έως 30 % του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε για τη σύμπραξη στο Λουξεμβούργο.

393    Όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 378 ανωτέρω, η ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία δεν προβλέπει μείωση του ποσού του προστίμου υπέρ επιχειρήσεως η οποία, αφού έχει προηγουμένως παραλάβει την ανακοίνωση των αιτιάσεων, δεν αμφισβητεί το υποστατό των πραγματικών περιστατικών στα οποία η Επιτροπή στηρίζει τις κατηγορίες της. Ως εκ τούτου, πρέπει να εξετασθεί αν, λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή κατά την αξιολόγηση της συνεργασίας μιας επιχειρήσεως δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, το θεσμικό αυτό όργανο υπερέβη προδήλως το εν λόγω περιθώριο εκτιμήσεως καθόσον διαπίστωσε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η ThyssenKrupp δεν αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως εκ μέρους της εν λόγω εταιρίας δυνάμει της ανακοινώσεως αυτής.

394    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, πρώτον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07, οι οποίες δεν καταγγέλλουν τη χορηγία απαλλαγής από το πρόστιμο στην Kone δυνάμει του σημείου 8, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, δεν αμφισβητούν ούτε και το γεγονός ότι οι πληροφορίες που παρέσχε η Kone καθιστούσαν ήδη εφικτό στην Επιτροπή να διαπιστώσει παράβαση στο Λουξεμβούργο (αιτιολογική σκέψη 816 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Επομένως, η Επιτροπή διέθετε ήδη επαρκή στοιχεία ώστε να διαπιστώσει παράβαση στο Λουξεμβούργο κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως της ThyssenKrupp. Επιπλέον, πριν την υποβολή της αιτήσεως της ThyssenKrupp, η Επιτροπή είχε επίσης λάβει σχετική αίτηση από την Otis, στις 11 Μαρτίου 2004, συνεπεία της οποίας η ενδιαφερόμενη επιχείρηση έτυχε μειώσεως 40 % του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε για την παράβαση στο Λουξεμβούργο (αιτιολογικές σκέψεις 118 και 823 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

395    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 δεν αμφισβητούν ότι η ThyssenKrupp, στο πλαίσιο της αιτήσεώς της [εμπιστευτικό], δεν προσκόμισε κανένα σύγχρονο της παραβάσεως αποδεικτικό στοιχείο στην Επιτροπή (αιτιολογική σκέψη 827 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Σύμφωνα όμως με το σημείο 22 της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, τα γραπτά αποδεικτικά στοιχεία που χρονολογούνται από τη χρονική περίοδο την οποία αφορούν τα πραγματικά περιστατικά έχουν μεγαλύτερη αξία από τα μεταγενέστερα αποδεικτικά στοιχεία.

396    Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 επικαλούνται ωστόσο διάφορα στοιχεία τα οποία είναι σε θέση, κατ’ αυτές, να αποδείξουν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η ThyssenKrupp αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με αυτά που ήδη διέθετε η Επιτροπή.

397    Πρώτον, οι εν λόγω προσφεύγουσες στηρίζονται στις συχνές παραπομπές, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στην αίτηση που υπέβαλε η ThyssenKrupp δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, προκειμένου να αποδείξουν την προστιθέμενη αξία της αιτήσεως αυτής.

398    Εντούτοις, το γεγονός ότι η Επιτροπή αξιοποίησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία διέθετε, και επομένως και τις πληροφορίες που της γνωστοποίησε η ThyssenKrupp με την αίτησή της [εμπιστευτικό], δεν αποδεικνύει ότι οι πληροφορίες αυτές αντιπροσώπευαν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που το θεσμικό αυτό όργανο ήδη διέθετε κατά τον χρόνο αυτό. Συγκεκριμένα, η εκτίμηση της προστιθέμενης αξίας κατά την έννοια της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία πραγματοποιείται τόσο βάσει της ποιότητας της συνεργασίας όσο και βάσει της συγκρίσεώς της με αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται ήδη στην κατοχή της Επιτροπής.

399    Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 δεν μπορούν να επικαλούνται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως της Επιτροπής, προσάπτοντας στο θεσμικό αυτό όργανο ότι κακώς απέδωσε ελάχιστη μόνο σημασία στην εκ μέρους των επιχειρήσεων προσκόμιση λεπτομερών αποδεικτικών στοιχείων ενώπιον της Επιτροπής. Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της αρχής της Ένωσης που εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑301/96, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑9919, σκέψη 87). Εν προκειμένω όμως, η Επιτροπή εξέθεσε σαφώς, με τις αιτιολογικές σκέψεις 825 έως 828 της προσβαλλόμενης αποφάσεως (βλ., μεταξύ άλλων, σκέψη 391 ανωτέρω), τους λόγους για τους οποίους δεν μπορούσε να χορηγηθεί μείωση του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε για την παράβαση στο Λουξεμβούργο.

400    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 προβάλλουν ότι η παραπομπή της Επιτροπής, με την αιτιολογική σκέψη 307 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στα προληπτικά μέτρα που έλαβαν οι μετέχοντες στην παράβαση για να αποκρύψουν τις συναντήσεις και τις επαφές μεταξύ ανταγωνιστών στηρίζεται σε δηλώσεις της ThyssenKrupp.

401    Διαπιστώνεται ότι οι δηλώσεις της ThyssenKrupp οι οποίες μνημονεύονται με την αιτιολογική σκέψη 307 της προσβαλλόμενης αποφάσεως κάνουν λόγο για χρήση ενός δεύτερου κινητού τηλεφώνου [εμπιστευτικό] της TKAL με προπληρωμένες κάρτες με σκοπό την οργάνωση συναντήσεων αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Ωστόσο, οι προσπάθειες των μετεχόντων στη σύμπραξη του Λουξεμβούργου να αποκρύψουν τις συναντήσεις και τις επαφές τους συνάγονται σαφέστατα ήδη από την αίτηση της Kone της 5ης Φεβρουαρίου 2004, και ειδικότερα από τα σημεία 3.4.2 και 3.4.5 αυτής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν υπερέβη προδήλως το περιθώριο εκτιμήσεώς της διαπιστώνοντας ότι οι δηλώσεις της ThyssenKrupp που επαναλαμβάνονται με την αιτιολογική σκέψη 307 της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που το θεσμικό αυτό όργανο είχε ήδη στην κατοχή του.

402    Τρίτον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 παρατηρούν ότι η ThyssenKrupp πρώτη επισήμανε στην Επιτροπή ότι οι παράνομες συναντήσεις οργανώνονταν [εμπιστευτικό] (αιτιολογική σκέψη 303 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Συναφώς, από την υποσημείωση 455 της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι η συμβολή [εμπιστευτικό] της ThyssenKrupp προηγήθηκε της συμβολής των ανταγωνιστών της.

403    Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07, ο ρόλος [εμπιστευτικό] στην οργάνωση των παρανόμων συναντήσεων κατέστη γνωστός στην Επιτροπή πριν από τη συμβολή της ThyssenKrupp, συνεπεία των δηλώσεων στις οποίες προέβησαν οι Kone και Otis τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2004. Υπό τις συνθήκες αυτές, στις δηλώσεις της ThyssenKrupp που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη δεν μπορεί να αποδοθεί καμία σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια του σημείου 21 της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία.

404    Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η ThyssenKrupp πρώτη ανακοίνωσε τις πληροφορίες που εκτίθενται στη σκέψη 402 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν υπερέβη προδήλως το περιθώριο εκτιμήσεώς της θεωρώντας ότι τα στοιχεία αυτά δεν αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια του σημείου 21 της εν λόγω ανακοινώσεως. Συγκεκριμένα, εκτός από το γεγονός ότι η ταυτότητα της εταιρίας που συγκαλούσε τις παράνομες συναντήσεις δεν μπορεί να θεωρείται σημαντικό στοιχείο για να αποδειχθεί η ύπαρξη συμπράξεως, από την αιτιολογική σκέψη 721 της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι οι επίμαχες πληροφορίες δεν κρίθηκαν επαρκώς πειστικές από την Επιτροπή ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι [εμπιστευτικό] υποκινούσαν τη σύμπραξη στο Λουξεμβούργο ή διαδραμάτιζαν καθοριστικό ρόλο σε αυτήν.

405    Τέταρτον, με την αίτησή της [εμπιστευτικό], η ThyssenKrupp ενημέρωσε την Επιτροπή για την ύπαρξη μηχανισμού προσαρμογής. Οσάκις τα συμφωνηθέντα μερίδια αγοράς παρουσίαζαν αποκλίσεις, πραγματοποιούνταν αυτομάτως νέα κατανομή των έργων μεταξύ των μετεχόντων (αιτιολογικές σκέψεις 317 και 336 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Η Επιτροπή παραθέτει συναφώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση (υποσημειώσεις 484 και 517), στοιχεία σχετικά με συμβολή της Kone της 29ης Οκτωβρίου 2004 που δεν ήταν οικειοθελής ενώ ήταν σαφώς μεταγενέστερη της συμβολής της ThyssenKrupp.

406    Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, διαπιστώνεται ότι, με την αίτησή της [εμπιστευτικό], η ThyssenKrupp επισήμανε μόνον ότι ο σκοπός της κατανομής των έργων έγκειτο στην παγίωση των μεριδίων αγοράς και ότι η αθέτηση των συμφωνιών γεννούσε δικαίωμα επανορθώσεως για τα έργα που θα ακολουθούσαν. Οι πληροφορίες όμως αυτές βρίσκονταν ήδη στην κατοχή της Επιτροπής κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως της ThyssenKrupp. Επομένως, στις πληροφορίες που ανακοίνωσε η ThyssenKrupp σχετικά με τον μηχανισμό προσαρμογής δεν μπορεί να αποδοθεί καμία σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια του σημείου 21 της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία.

407    Πέμπτον, η ThyssenKrupp, με τη συμβολή της [εμπιστευτικό], αποκάλυψε ότι ο κατάλογος των έργων περιείχε τις ονομασίες των έργων αυτών, τις ποσότητες των ανελκυστήρων και τις τιμές. Η Επιτροπή χρησιμοποίησε τις πληροφορίες αυτές στη σκέψη 321, στοιχεία α΄, γ΄ και δ΄, της προσβαλλόμενης αποφάσεως, χωρίς ωστόσο να αναγνωρίσει ότι πρόκειται για συμβολή παρασχεθείσα από την ThyssenKrupp.

408    Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι πληροφορίες που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη βρίσκονταν ήδη στην κατοχή της Επιτροπής κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως της ThyssenKrupp. Επομένως, στις πληροφορίες αυτές δεν μπορεί να αποδοθεί καμία σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια του σημείου 21 της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία.

409    Έκτον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή χρησιμοποιεί πληροφορίες σχετικές με το περιεχόμενο των συμβάσεων συντηρήσεως και στηρίζεται, συναφώς, στη συμβολή της Kone της 5ης Φεβρουαρίου 2004 και της ThyssenKrupp [εμπιστευτικό], καθόσον οι πληροφορίες της Schindler και της Luxlift δεν παρασχέθηκαν παρά μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο (αιτιολογική σκέψη 348 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως). Δεδομένου όμως ότι η Επιτροπή επιβεβαίωσε τις πληροφορίες της αιτιολογικής σκέψεως 348 μέσω τεσσάρων δηλώσεων ανταγωνιστών, είναι προφανές ότι δεν μπορούσε να εμπιστευθεί μόνο τη δήλωση της Kone.

410    Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, διαπιστώνεται ότι, πριν την υποβολή της αιτήσεως της ThyssenKrupp [εμπιστευτικό], η Kone είχε παράσχει, στις 5 και στις 11 Φεβρουαρίου 2004, πληροφορίες σχετικές με τις συμβάσεις συντηρήσεως κατά πολύ λεπτομερέστερες εκείνων που ανακοίνωσε η ThyssenKrupp και ότι οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώθηκαν προφορικώς από την Otis στις 23 Μαρτίου 2004. Υπό τις συνθήκες αυτές, καμία σημαντική προστιθέμενη αξία δεν μπορεί να αποδοθεί στις πληροφορίες που ανακοίνωσε η ThyssenKrupp όσον αφορά τις συμβάσεις συντηρήσεως, στο πλαίσιο της συνεργασίας της δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία.

411    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή υπερέβη προδήλως το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει κρίνοντας ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η ThyssenKrupp δεν αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια του σημείου 21 της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία.

412    Τρίτον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 προβάλλουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σοβαρή πλάνη εκτιμήσεως καθόσον αγνόησε την απόφαση της λουξεμβουργιανής αρχής ανταγωνισμού [εμπιστευτικό] με την οποία χορηγήθηκε στην ThyssenKrupp απαλλαγή, υπονοώντας κατά τον τρόπο αυτό ότι η συνεργασία της επιχειρήσεως αυτής αρκούσε, κατά το λουξεμβουργιανό δίκαιο, για να χορηγηθεί απαλλαγή από την κύρωση ή μετριασμός της και ότι, ως εκ τούτου, η συνεργασία της αντιπροσώπευε σημαντική προστιθέμενη αξία.

413    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ανακοίνωση επιείκειας της λουξεμβουργιανής αρχής ανταγωνισμού [εμπιστευτικό] πιστοποιεί στις TKAL και TKE την λήψη της αιτήσεώς τους περί επιείκειας σχετικά με την παράβαση στο Λουξεμβούργο και επιβεβαιώνει ότι η αίτηση αυτή παίρνει σειρά κατάταξης για τις ανάγκες της διαδικασίας στο Λουξεμβούργο (άρθρα 1 και 2 της ανακοινώσεως για την επιείκεια). Εντούτοις, η ανακοίνωση αυτή δεν περιέχει καμία ποιοτική αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η ThyssenKrupp. Συγκεκριμένα, η λουξεμβουργιανή αρχή ανταγωνισμού έκρινε «σκόπιμο να αναστείλει την ενώπιόν της διαδικασία επί της ουσίας της αιτήσεως περί επιείκειας εν αναμονή της ολοκλήρωσης της έρευνας που διεξάγει η Επιτροπή […]» (σημείο 6 και άρθρο 3 της ανακοινώσεως για την επιείκεια). Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιχείρημα των προσφευγουσών δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

414    Τέταρτον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 υποστηρίζουν ότι, λόγω των προφανών γλωσσικών δυσκολιών που αντιμετώπιζαν οι επιφορτισμένοι με τον χειρισμό της υποθέσεως υπάλληλοι, δυσκολιών οι οποίες αποτυπώνονται στην εσφαλμένη ερμηνεία ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων, η Επιτροπή δεν αξιολόγησε ορθώς την προστιθέμενη αξία της συμβολής της ThyssenKrupp δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, για τους λόγους που εκτίθενται με τη σκέψη 86 ανωτέρω.

415    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι οι αιτιάσεις της ThyssenKrupp σχετικά με την εφαρμογή της σχετικής με τη συνεργασία ανακοινώσεως του 2002 στη συνεργασία που παρέσχε η εταιρία αυτή για την απόδειξη της παραβάσεως στο Λουξεμβούργο πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

416    Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι επομένως απορριπτέος στο σύνολό του.

 Επί του λόγου που αντλείται από παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ίσης μεταχειρίσεως, της αναλογικότητας και της χρηστής διοικήσεως κατά τον καθορισμό του ποσού μειώσεως των προστίμων που χορηγήθηκε λόγω συνεργασίας στο πλαίσιο της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία

417    Με τη σκέψη 614 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, η Επιτροπή γνωστοποίησε ότι είχε την πρόθεση να χορηγήσει «μείωση [του προστίμου] λόγω συνεργασίας πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως [του 2002] για τη συνεργασία, ειδικότερα στις περιπτώσεις επιχειρήσεων που δεν αμφισβητούν ή παρέχουν πρόσθετη συνδρομή ικανή να διαλευκάνει ή να συμπληρώσει τα πραγματικά περιστατικά που διαπίστωσε η Επιτροπή».

418    Με την αιτιολογική σκέψη 758 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι «στο μέτρο που το σημείο 614 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων δημιούργησε προσδοκίες εν προκειμένω, [το θεσμικό αυτό όργανο] αποφάσισε να ερμηνεύσει το σημείο αυτό προς όφελος των επιχειρήσεων που, στηριζόμενες σε αυτό, συνέβαλαν στην απόδειξη των πραγματικών περιστατικών της παραβάσεως που εκτίθεται με την [προσβαλλόμενη] απόφαση, μη αμφισβητώντας τα περιστατικά αυτά και προσκομίζοντας περαιτέρω πληροφορίες ή συμπληρωματικές διευκρινίσεις».

419    Επομένως, η Επιτροπή χορήγησε σε άπαντες τους μετέχοντες στις τέσσερις παραβάσεις, εξαιρουμένων, αφενός, των επιχειρήσεων που έτυχαν απαλλαγής από τα πρόστιμα (αιτιολογικές σκέψεις 762, 817 και 839 της προσβαλλόμενης αποφάσεως) και, αφετέρου, της Kone στο πλαίσιο της συμπράξεως στις Κάτω Χώρες (αιτιολογική σκέψη 851 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), μείωση του ποσού του προστίμου της τάξεως του 1 % λόγω της συνεργασίας τους πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, καθόσον δεν αμφισβήτησαν τα πραγματικά περιστατικά που περιλαμβάνονταν στην ανακοίνωση των αιτιάσεων (αιτιολογικές σκέψεις 768, 774, 777, 794, 801, 806, 813, 824, 829, 835, 845, 854, 855 και 856 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

420    Πρώτον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 φρονούν ότι μπορούν θεμιτώς να αξιώσουν μείωση τουλάχιστον κατά 10 % του ποσού των προστίμων που επιβλήθηκαν στην ThyssenKrupp για τις παραβάσεις στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες, λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών που περιλαμβάνονταν στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Οι εύλογες αυτές προσδοκίες απορρέουν, κατά τις εν λόγω προσφεύγουσες, από το σημείο 614 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και από την πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων, δυνάμει της οποίας μια επιχείρηση που δεν αμφισβητεί το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που της προσάπτονται με την ανακοίνωση των αιτιάσεων τυγχάνει μειώσεως κατά 10 % του ποσού του προστίμου της, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία.

421    Πρώτον, με τη σκέψη 288 ανωτέρω υπομνήσθηκε ότι το δικαίωμα επικλήσεως της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καλύπτει κάθε ιδιώτη που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι το θεσμικό όργανο, με το να του παρέχει ακριβείς εξασφαλίσεις, του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες.

422    Αντιθέτως, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 180 ανωτέρω, ουδείς μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ελλείψει συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων που του παρέσχε η διοίκηση. Συνιστούν δε τέτοιες διαβεβαιώσεις οι πληροφορίες που είναι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες και προέρχονται από εξουσιοδοτημένες και αξιόπιστες πηγές.

423    Ασφαλώς, η ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία σε καμία περίπτωση δεν προβλέπει, κατ’ αντιδιαστολή προς την ανακοίνωση του 1996 για τη συνεργασία, μείωση του ποσού του προστίμου προς όφελος επιχειρήσεων που δεν αμφισβητούν το υποστατό των πραγματικών περιστατικών στα οποία η Επιτροπή στηρίζει τις κατηγορίες της με την ανακοίνωση των αιτιάσεων. Ωστόσο, η Επιτροπή αναγνωρίζει, με την αιτιολογική σκέψη 758 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το σημείο 614 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων δημιούργησε στις επιχειρήσεις τη βάσιμη προσδοκία ότι η μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών θα συνεπαγόταν μείωση του ποσού του προστίμου πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία.

424    Με το σημείο 614 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, η Επιτροπή γνωστοποίησε ότι είχε την πρόθεση να χορηγήσει «μείωση [του προστίμου] λόγω συνεργασίας πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως [του 2002] για τη συνεργασία, ειδικότερα στις περιπτώσεις επιχειρήσεων που δεν αμφισβητούν ή παρέχουν πρόσθετη συνδρομή ικανή να διαλευκάνει ή να συμπληρώσει τα πραγματικά περιστατικά που διαπίστωσε η Επιτροπή». Η γνωστοποίηση αυτή δεν μπορεί να λογίζεται ως ακριβής εξασφάλιση, ικανή να δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες ότι επρόκειτο να χορηγηθεί μείωση των προστίμων υψηλότερη του 1 %. Συγκεκριμένα, το σημείο 614 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων δεν εξειδικεύει το εύρος ή το ποσοστό της μειώσεως που επρόκειτο ενδεχομένως να χορηγηθεί στις οικείες επιχειρήσεις, οπότε σε καμία περίπτωση δεν δημιούργησε την παραμικρή δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

425    Δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή παρεξέκλινε από την προγενέστερη πρακτική της, σύμφωνα με την οποία μια επιχείρηση που δεν αμφισβητεί το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που της προσάπτονται με την ανακοίνωση των αιτιάσεων τυγχάνει μειώσεως κατά 10 % του ποσού του προστίμου που άλλως θα της επιβαλλόταν, δεδομένου ότι, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 153 ανωτέρω, η πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη των αποφάσεών της δεν μπορεί, κατά πάγια νομολογία, να χρησιμεύσει ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού.

426    Επιπλέον, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι στις αιτήσεις τους έχει εφαρμογή αποκλειστικά η ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία. Επομένως, εν πάση περιπτώσει, ούτε η πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη των αποφάσεών της αλλά ούτε και η νομολογία σχετικά με την εφαρμογή του σημείου Δ2, δεύτερη περίπτωση της ανακοινώσεως του 1996 για τη συνεργασία μπορούν να δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των προσφευγουσών ως προς το ποσοστό της μειώσεως των προστίμων που επρόκειτο να χορηγηθεί λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών των σχετικών με την παράβαση στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες, βάσει του σημείου 614 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων.

427    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07 και T‑154/07 υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας καθόσον δεν χορήγησε μείωση κατά 10 % λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών. Οι εν λόγω προσφεύγουσες επικαλούνται επίσης συναφώς παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, δεδομένου ότι η Επιτροπή παρακίνησε τις επιχειρήσεις να μην αμφισβητήσουν τα πραγματικά περιστατικά χορηγώντας τους, παρά ταύτα, μείωση μόλις 1 % του ποσού των προστίμων τους.

428    Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί οι πράξεις των θεσμικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών που νομίμως επιδιώκει η οικεία ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, οσάκις υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό, τα δε προκύπτοντα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκομένους σκοπούς (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 1998, C‑180/96, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2265, σκέψη 96, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑30/05, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 223).

429    Όσον αφορά το ποσοστό ενδεχόμενης μειώσεως προστίμου λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών, επισημαίνεται ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι επιχείρηση η οποία δηλώνει ρητώς ότι δεν αμφισβητεί τους πραγματικούς ισχυρισμούς στους οποίους στηρίζει τις αιτιάσεις της η Επιτροπή ενδέχεται να θεωρηθεί ότι συμβάλλει στη διευκόλυνση του έργου της Επιτροπής που συνίσταται στη διαπίστωση και τη δίωξη των παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑352/94, Mo och Domsjö κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1989, σκέψη 395, και T‑327/94, SCA Holding κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1373, σκέψη 157).

430    Ωστόσο, με την αιτιολογική σκέψη 758 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι «η έκταση της μειώσεως πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι η συνεργασία που προσφέρεται μετά την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, ήτοι τη στιγμή που η Επιτροπή έχει ήδη αποδείξει όλα τα στοιχεία της παραβάσεως, σε χρόνο κατά τον οποίο η επιχείρηση γνωρίζει όλα τα στοιχεία της έρευνας και έχει αποκτήσει πρόσβαση στον φάκελο της υποθέσεως, ελάχιστα μόνον μπορεί, στην καλύτερη των περιπτώσεων, να βοηθήσει την Επιτροπή κατά την έρευνά της». Η Επιτροπή προσέθεσε ότι «κατά γενικό κανόνα, η υπό τις συνθήκες αυτές παραδοχή των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί παρά απλό αποδεικτικό στοιχείο που επιβεβαιώνει τα πραγματικά περιστατικά που η Επιτροπή θεωρεί υπό κανονικές συνθήκες ως επαρκώς κατά νόμον αποδειχθέντα βάσει άλλων στοιχείων που έχουν περιληφθεί στον φάκελό της».

431    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία απαιτεί υψηλό βαθμό συνεργασίας με την Επιτροπή, το δε θεσμικό αυτό όργανο επιθυμεί να «[ευθυγραμμιστεί] περισσότερο το επίπεδο της μείωσης των προστίμων με το μέγεθος της συμβολής της επιχειρήσεως στην απόδειξη της παραβάσεως» (σημείο 5 της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία). Επομένως, αφενός, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 378 ανωτέρω, κατ’ αντιδιαστολή προς την ανακοίνωση του 1996 για τη συνεργασία, η ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία δεν προβλέπει μείωση του ποσού του προστίμου λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών και, αφετέρου, όσον αφορά τις αιτήσεις που υποβάλλονται στην Επιτροπή δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, η ανώτατη μείωση που μπορεί να επιτύχει επιχείρηση που δεν ικανοποιεί μεν πρώτη ή δεύτερη τον όρο που προβλέπει το σημείο 21 της εν λόγω ανακοινώσεως, της οποίας όμως τα αποδεικτικά στοιχεία αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με εκείνα που ήδη διαθέτει η Επιτροπή, ανέρχεται στο 20 %.

432    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, του γεγονότος ότι οι χορηγηθείσες εν προκειμένω μειώσεις λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών προστίθενται στις μειώσεις των προστίμων που χορηγήθηκαν προγενέστερα στο πλαίσιο της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, καθώς και της ελάχιστης αξίας της συνεργασίας που προσφέρεται μετά την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων (αιτιολογική σκέψη 758 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας μη χορηγώντας στην ThyssenKrupp μείωση του ποσού των προστίμων κατά 10 %, λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών των σχετικών με τις συμπράξεις στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07 και T‑154/07 δεν προσκομίζουν κανένα στοιχείο προς απόδειξη του επιχειρήματος ότι η Επιτροπή τις παρακίνησε να μην αμφισβητήσουν τα πραγματικά περιστατικά, οπότε, εν πάση περιπτώσει, δεν ευσταθεί η αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

433    Τρίτον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07 επισημαίνουν ότι η ThyssenKrupp, η οποία ενημέρωσε την Επιτροπή για τις προσπάθειες των μετεχόντων στη σύμπραξη της Γερμανίας να παρακωλύσουν την έρευνά της, υπέστη δυσμενή μεταχείριση σε σχέση με τις επιχειρήσεις που αμφισβήτησαν τις ενέργειες αυτές δεδομένου ότι αμφότερες οι κατηγορίες επιχειρήσεων έτυχαν της ίδιας μειώσεως του προστίμου δυνάμει της συνεργασίας τους πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία. Η προσφεύγουσα της υποθέσεως T‑144/07 προβάλλει επίσης συναφώς ότι η κατά 1 % μείωση του ποσού του προστίμου εφαρμόστηκε αδιακρίτως σε όλες τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως του βαθμού συνεργασίας τους.

434    Η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Δεδομένου ότι τα επιχειρήματα της ThyssenKrupp όσον αφορά τις απόπειρες παρακωλύσεως δεν μπόρεσαν να ενισχύσουν τη δυνατότητα της Επιτροπής να αποδείξει την παράβαση (βλ. σκέψη 386 ανωτέρω), η χρήσιμη συνεργασία της ThyssenKrupp πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία περιορίζεται στη μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, η συνεργασία της ThyssenKrupp μπορεί να συγκριθεί με αυτήν των λοιπών επιχειρήσεων οι οποίες, όσον αφορά την συνεργασία πέραν του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω ανακοινώσεως, αρκέστηκαν στη μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται με την ανακοίνωση των αιτιάσεων.

435    Τέταρτον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 υποστηρίζουν ότι η μέθοδος υπολογισμού της μειώσεως του 1 % λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών προκαλεί οικονομική ζημία στην ThyssenKrupp σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις που εμπλέκονται στη διοικητική διαδικασία. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την ThyssenKrupp, η Επιτροπή υπολόγισε τις μειώσεις των προστίμων που χορήγησε σε δύο στάδια, ήτοι, αρχικώς, χορήγησε μειώσεις 20 % και 40 %, για τις παραβάσεις του Βελγίου και των Κάτω Χωρών αντιστοίχως, δυνάμει της συνεργασίας στο πλαίσιο της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, και, εν συνεχεία, χορήγησε μειώσεις του 1 % λόγω συνεργασίας πέραν του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω ανακοινώσεως. Όσον αφορά όμως τις λοιπές επιχειρήσεις, ο συντελεστής μειώσεως του 1 % εφαρμόστηκε απευθείας στο πρόστιμο που καθόρισε η Επιτροπή, Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, με τον τρόπο υπολογισμού που χρησιμοποίησε, ευνόησε τις επιχειρήσεις που δεν έτυχαν μειώσεως του ποσού του προστίμου δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, σε σχέση με εκείνες που συνεργάστηκαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

436    Όπως υπομνήσθηκε (σκέψη 365 ανωτέρω), κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν μπορεί, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συνεργασίας των μετεχόντων σε σύμπραξη, να αγνοεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

437    Παρά ταύτα, εκτός του ότι οι μειώσεις των ποσών των προστίμων που χορηγούνται στο πλαίσιο της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία και οι μειώσεις που χορηγούνται λόγω συνεργασίας πέραν του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω ανακοινώσεως εμπίπτουν σε δύο διακριτά στάδια της διαδικασίας υπολογισμού του προστίμου, επιβάλλεται επιπλέον η διαπίστωση ότι δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμες καταστάσεις, αφενός, οι επιχειρήσεις που συνεργάστηκαν ταυτοχρόνως εντός του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω ανακοινώσεως αλλά και πέραν αυτού και, αφετέρου, οι επιχειρήσεις που συνεργάστηκαν μόνον πέραν του πεδίου εφαρμογής της ίδιας ανακοινώσεως. Ως εκ τούτου, δεν ευσταθεί η αιτίαση που αντλείται από φερόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

438    Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του λόγου που αντλείται από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003

439    Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 προβάλλουν ότι τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν με το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης αποφάσεως για τις διαπιστωθείσες με την απόφαση αυτή παραβάσεις αντιβαίνουν προς το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, δεδομένου ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε, για να καθορίσει το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών των οικείων επιχειρήσεων, στον κύκλο εργασιών του ομίλου ThyssenKrupp, αντί για τον κύκλο εργασιών των θυγατρικών που μετείχαν άμεσα στις παραβάσεις.

440    Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 προβάλλουν, πρώτον, ότι δεν είναι δυνατόν να καταλογισθεί στην TKAG και στην TKE η ευθύνη για τις παραβάσεις που διέπραξαν οι αντίστοιχες θυγατρικές τους και ότι, ως εκ τούτου, το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών που αναφέρει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 πρέπει να υπολογισθεί βάσει του κύκλου εργασιών των εν λόγω θυγατρικών.

441    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτίαση αυτή συγχέεται με τις αιτιάσεις που εξετάσθηκαν με τις σκέψεις 100 έως 149 της παρούσας αποφάσεως και που αφορούν τον καταλογισμό στις μητρικές εταιρίες του ομίλου ThyssenKrupp της ευθύνης για την παραβατική συμπεριφορά των θυγατρικών τους. Από την επιχειρηματολογία όμως που αναπτύχθηκε σχετικά με τις αιτιάσεις εκείνες προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι οι TKAG και TKE αποτελούν ενιαία οικονομική μονάδα με τις αντίστοιχες θυγατρικές τους. Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

442    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 υποστηρίζουν ότι ο καθορισμός του ανώτατου ορίου των προστίμων βάσει του κύκλου εργασιών της μητρικής εταιρίας πρέπει, εν πάση περιπτώσει, επίσης να αποκλεισθεί καθόσον το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 παραπέμπει στις επιχειρήσεις «που συμμετείχαν στην παράβαση». Επομένως, το ανώτατο όριο του 10 % εφαρμόζεται στον κύκλο εργασιών του αυτουργού της παραβάσεως, ο οποίος μετείχε άμεσα στην παράβαση, και όχι στον κύκλο εργασιών της αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνης μητρικής εταιρίας.

443    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, για «καθεμία από τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος». Κατά πάγια νομολογία, ο κύκλος εργασιών που προβλέπει η διάταξη αυτή αφορά τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών της οικείας επιχειρήσεως (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 55 ανωτέρω απόφαση Dalmine κατά Επιτροπής, σκέψη 146, στη σκέψη 428 ανωτέρω απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 177 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

444    Επομένως, το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 πρέπει να υπολογισθεί με βάση το άθροισμα των κύκλων εργασιών όλων των επιχειρήσεων που συνιστούν οικονομική ενότητα που δρα ως επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (προπαρατεθείσα στη σκέψη 311 ανωτέρω απόφαση του Πρωτοδικείου HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 528, και απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005, T‑71/03, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 390).

445    Εν προκειμένω όμως, η Επιτροπή απέδειξε ότι η TKAG αποτελούσε, προς τον σκοπό της εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, οικονομική ενότητα με τις θυγατρικές της που απαριθμούνται στο άρθρο 1 της προσβαλλόμενης αποφάσεως (βλ. σκέψεις 100 έως 149 ανωτέρω). Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατέθηκε με τις σκέψεις 443 και 444 ανωτέρω, ορθώς η Επιτροπή στηρίχθηκε, για τον υπολογισμό των προστίμων που επέβαλε με το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στον κύκλο εργασιών της μητρικής εταιρίας, προκειμένου να καθορίσει τα πρόστιμα σε ύψος που να εξασφαλίζει επαρκώς το αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

446    Επομένως, η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 στηριζόμενη στον κύκλο εργασιών της TKAG προκειμένου να καθορίσει το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών για τα προς επιβολή πρόστιμα λόγω των παραβάσεων που διέπραξαν οι ανήκουσες στον όμιλο ThyssenKrupp εταιρίες. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 δεν υποστηρίζουν ότι το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε υπερβαίνει το 10 % του εν λόγω κύκλου εργασιών, οι σχετικές αιτιάσεις τους πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του λόγου που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας κατά τον υπολογισμό του τελικού ποσού των προστίμων

447    Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 προβάλλουν ότι το τελικό ποσό των προστίμων που τους επιβλήθηκαν αντιβαίνει προς την αρχή της αναλογικότητας.

448    Για να αποδείξουν την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑149/07 και T‑150/07 υπογραμμίζουν, πρώτον, τον εθνικό χαρακτήρα των παραβάσεων για τις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση. Δεύτερον, οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07 υποστηρίζουν ότι τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στην ThyssenKrupp για τις παραβάσεις στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο είναι υπερβολικά σε σχέση με το μέγεθος των οικείων αγορών και δεν αποτυπώνουν ορθώς τον οικονομικό συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των επιχειρήσεων που μετείχαν στις παραβάσεις, συσχετισμό ο οποίος είχε αποφασιστική σημασία κατά τον χρόνο διαπράξεως των εν λόγω παραβάσεων. Οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 τονίζουν, επίσης στο πλαίσιο αυτό, ότι το ποσό των προστίμων που τους επιβλήθηκαν για τις παραβάσεις στο Βέλγιο και στις Κάτω Χώρες είναι πολλαπλάσιο του ποσού των αντίστοιχων κύκλων εργασιών της TKLA και της TKL. Τρίτον, η προσφεύγουσα της υποθέσεως T‑144/07 υποστηρίζει ότι η αρχή της αναλογικότητας υποχρεώνει την Επιτροπή να καθορίσει το τελικό ποσό του προστίμου κατά τρόπο που να αντανακλά όλο το εύρος της συνεργασίας την οποία απέδειξε η TKLA, και ειδικότερα να λαμβάνει υπόψη την υπόσχεση επιείκειας που είχε δοθεί από τη βελγική αρχή ανταγωνισμού. Συναφώς, η προσφεύγουσα της υποθέσεως T‑154/07 προβάλλει επίσης ότι η Επιτροπή όφειλε να συνεκτιμήσει την απαλλαγή που χορήγησε στην TKL η ολλανδική αρχή ανταγωνισμού.

449    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί οι πράξεις των θεσμικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών που νομίμως επιδιώκει η οικεία ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, οσάκις υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό, τα δε προκύπτοντα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκομένους σκοπούς (βλ. σκέψη 428 ανωτέρω).

450    Συνεπώς, τα πρόστιμα δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, ήτοι σε σχέση με την τήρηση των κανόνων περί ανταγωνισμού, και το ποσό του επιβαλλόμενου σε μία επιχείρηση προστίμου για παράβαση σε υπόθεση ανταγωνισμού πρέπει να είναι ανάλογο με την παράβαση, εκτιμώμενη στο σύνολό της, λαμβάνοντας υπόψη, ειδικότερα, τη σοβαρότητα της παραβάσεως (προπαρατεθείσα στη σκέψη 428 ανωτέρω απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 224). Επιπλέον, κατά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων, η Επιτροπή δικαιολογημένα λαμβάνει υπόψη την αναγκαιότητα να διασφαλιστεί το επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 247 ανωτέρω απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 108, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑304/94, Europa Carton κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑869, σκέψη 89).

451    Πρώτον, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, οι συμπράξεις συνιστούν κατά κύριο λόγο κρυφή συνεννόηση μεταξύ ανταγωνιστών για την κατανομή των αγορών ή την παγίωση μεριδίων αγορών μέσω της κατανομής έργων πωλήσεως και εγκαταστάσεως ανελκυστήρων και/ή νέων κυλιόμενων κλιμάκων, και για την αποχή από τον ανταγωνισμό όσον αφορά τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων (τα ανωτέρω δεν ισχύουν για την αγορά της Γερμανίας, όπου η δραστηριότητα συντηρήσεως και τον εκσυγχρονισμού δεν αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ των μελών της συμπράξεως). Οι παραβάσεις αυτές όμως καταλέγονται, ως εκ της φύσεώς τους, μεταξύ των σοβαρότερων παραβάσεων του άρθρου 81 ΕΚ (αιτιολογική σκέψη 658 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

452    Συναφώς, το περιορισμένο μέγεθος της επίδικης αγοράς, ακόμα και αν υποτεθεί αποδεδειγμένο, είναι μικρότερης σημασίας σε σχέση με το σύνολο των λοιπών στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η σοβαρότητα της παραβάσεως (βλ. συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 185 ανωτέρω απόφαση Roquette Frères κατά Επιτροπής, σκέψη 151). Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι τα πρόστιμα που επέβαλε η Επιτροπή είναι δυσανάλογα προς το μέγεθος των οικείων αγορών.

453    Δεύτερον, όσον αφορά την αναλογικότητα των προστίμων προς το μέγεθος και την οικονομική ισχύ των ενδιαφερόμενων οικονομικών μονάδων, που ενεργούν ως επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, υπενθυμίζεται ότι από την επιχειρηματολογία που προεκτέθηκε προκύπτει ότι τα πρόστιμα δεν υπερβαίνουν το ανώτατο όριο που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η επιβολή του οποίου σκοπό έχει να αποτρέψει το ενδεχόμενο τα πρόστιμα που επιβάλλονται να είναι δυσανάλογα σε σχέση με το μέγεθος της οικείας επιχειρήσεως (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 247 ανωτέρω απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 129, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 428 ανωτέρω απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 229).

454    Τρίτον, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή, κατά τον υπολογισμό των προστίμων, μπορεί να λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, το μέγεθος και την οικονομική ισχύ της οικονομικής μονάδας που δρα ως επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Εντούτοις, η σχετική επιχείρηση που πρέπει να ληφθεί υπόψη εν προκειμένω δεν αντιστοιχεί σε κάθε θυγατρική που μετείχε στις παραβάσεις που διαπιστώθηκαν με το άρθρο 1, παράγραφοι 1, 3 και 4, της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Αντιθέτως, από την προεκτεθείσα ανάλυση προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις που διέπραξαν τις παραβάσεις της τέταρτης περιπτώσεως του άρθρου 1, παράγραφοι 1, 3 και 4, της προσβαλλόμενης αποφάσεως αποτελούνται από την TKAG και το σύνολο των θυγατρικών της που μνημονεύονται στις διατάξεις αυτές της προσβαλλόμενης αποφάσεως (βλ. σκέψεις 100 έως 149 ανωτέρω). Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αρκούνται να αποδείξουν τον δυσανάλογο χαρακτήρα του ποσού των προστίμων που επέβαλε η Επιτροπή προς τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν οι εν λόγω θυγατρικές, πλην της μητρικής.

455    Τέταρτον, από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά τον προσδιορισμό του ποσού των προστίμων αναλόγως της σοβαρότητας και της διάρκειας της συγκεκριμένης παραβάσεως, να εξασφαλίζει, σε περίπτωση που επιβάλλει πρόστιμα σε περισσότερες επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, ότι τα τελικά ποσά των προστίμων στα οποία καταλήγει ο υπολογισμός της για τις οικείες επιχειρήσεις αντανακλούν κάθε διαφοροποίηση μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών όσον αφορά τον συνολικό κύκλο εργασιών τους ή τον κύκλο εργασιών στην αγορά την οποία αφορά η παράβαση (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 94 ανωτέρω απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 312 , και απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουλίου 2006, T‑304/02, Hoek Loos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1887, σκέψη 84).

456    Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο (νυν Γενικό Δικαστήριο) έχει κρίνει ότι το τελικό ποσό του προστίμου δεν συνιστά, a priori, κατάλληλο στοιχείο για να καθοριστεί αν το ποσό του προστίμου είναι ενδεχομένως δυσανάλογο προς τη σπουδαιότητα των συμμετεχόντων στη σύμπραξη. Συγκεκριμένα, ο καθορισμός του τελικού ποσού είναι μεταξύ άλλων συνάρτηση διαφόρων περιστάσεων, που ανάγονται στην ατομική συμπεριφορά της συγκεκριμένης επιχειρήσεως και όχι στο οικείο μερίδιο αγοράς ή στον κύκλο εργασιών της, όπως είναι η διάρκεια της παραβάσεως, η ύπαρξη επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων και ο βαθμός συνεργασίας της επιχειρήσεως αυτής (προπαρατεθείσα στη σκέψη 455 ανωτέρω απόφαση Hoek Loos κατά Επιτροπής, σκέψεις 85 και 86).

457    Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 672, 673, 674, 676, 680 και 686 της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή, κατά τον καθορισμό του ειδικού αρχικού ποσού των προστίμων, μεταχειρίστηκε διαφορετικά τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, προκειμένου να λάβει υπόψη τη σπουδαιότητά τους στις αγορές που αφορούσαν οι οικείες παραβάσεις. Έτσι, η Επιτροπή κατέταξε τις επιχειρήσεις σε «πολλές κατηγορίες αναλόγως του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησαν στον τομέα των ανελκυστήρων και/ή των κυλιόμενων κλιμάκων, περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των υπηρεσιών συντηρήσεως και εκσυγχρονισμού» (αιτιολογική σκέψη 673 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Ως εκ τούτου, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι τα επιβληθέντα πρόστιμα δεν αποτυπώνουν ορθώς τον οικονομικό συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των επιχειρήσεων που μετείχαν στις παραβάσεις.

458    Πέμπτον, πρέπει επίσης να απορριφθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών των υποθέσεων T‑144/07 και T‑154/07 ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την πλήρη έκταση της συνεργασίας της ThyssenKrupp στο Βέλγιο και ότι όφειλε να συνεκτιμήσει επίσης τις πράξεις που εξέδωσαν οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού.

459    Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι η συνεργασία της TKLA για την απόδειξη της παραβάσεως στο Βέλγιο ελήφθη δεόντως υπόψη από την Επιτροπή με τις αιτιολογικές σκέψεις 769 έως 774 της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Από την προεκτεθείσα επιχειρηματολογία (σκέψεις 338 έως 370 ανωτέρω) συνάγεται επίσης ότι ουδεμία πλάνη ενέχει η εκτίμηση στην οποία προέβη η Επιτροπή ως προς το ζήτημα αυτό. Επιπλέον, από τις σκέψεις 156 έως 190 ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλούνται ούτε και τις υποσχέσεις επιείκειας τις οποίες φέρονται ότι τους έδωσαν οι αρχές ανταγωνισμού του Βελγίου και των Κάτω Χωρών.

460    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως που προβάλλουν οι προσφεύγουσες των υποθέσεων T‑144/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 και ο οποίος αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας κατά τον καθορισμό του τελικού ποσού του προστίμου.

 Επί του καθορισμού του τελικού ποσού των προστίμων

461    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 303 έως 323 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση χρήζει μεταρρυθμίσεως, κατά το μέτρο που επιβάλλει, λόγω υποτροπής, προσαύξηση κατά 50 % του βασικού ποσού των προστίμων που επιβλήθηκαν στην ThyssenKrupp με την προσβαλλόμενη απόφαση.

462    Κατά συνέπεια, το τελικό ποσό των εν λόγω προστίμων υπολογίζεται ως ακολούθως:

–        Για την παράβαση στο Βέλγιο: το βασικό ποσό του προστίμου (57 750 000 ευρώ) μειώνεται κατά 20 % λόγω συνεργασίας στο πλαίσιο εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, με αποτέλεσμα το ποσό να ορίζεται στα 46 200 000 ευρώ, και κατά 1 % λόγω της συνεργασίας πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό του προστίμου να ανέρχεται στα 45 738 000 ευρώ.

–        Για την παράβαση στη Γερμανία: το βασικό ποσό του προστίμου (252 000 000 ευρώ) μειώνεται κατά 1 % λόγω της συνεργασίας πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό του προστίμου να ανέρχεται στα 249 480 000 ευρώ.

–        Για την παράβαση στο Λουξεμβούργο: το βασικό ποσό του προστίμου (9 000 000 ευρώ) μειώνεται κατά 1 % λόγω της συνεργασίας πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό του προστίμου να ανέρχεται στα 8 910 000 ευρώ.

–        Για την παράβαση στις Κάτω Χώρες: το βασικό ποσό του προστίμου (26 350 000 ευρώ) μειώνεται κατά 40 % λόγω συνεργασίας στο πλαίσιο εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, με αποτέλεσμα το ποσό να ορίζεται στα 15 810 000 ευρώ, και κατά 1 % λόγω της συνεργασίας πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό του προστίμου να ανέρχεται στα 15 651 900 ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

463    Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Εν προκειμένω κρίνεται ότι οι προσφεύγουσες θα πρέπει να φέρουν τα τρία τέταρτα των δικαστικών τους εξόδων καθώς και τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή. Η Επιτροπή θα φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών της εξόδων καθώς και το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγουσες.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Συνεκδικάζει τις υποθέσεις T‑144/07, T‑147/07, T‑148/07, T‑149/07, T‑150/07 και T‑154/07 προς έκδοση της παρούσας αποφάσεως.

2)      Ακυρώνει το άρθρο 2, παράγραφος 1, τέταρτη περίπτωση, παράγραφος 2, τέταρτη περίπτωση, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, και παράγραφος 4, τέταρτη περίπτωση, της αποφάσεως C(2007) 512 τελικό της Επιτροπής, της 21ης Φεβρουαρίου 2007, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] (Υπόθεση COMP/E-1/38.823 – Ανελκυστήρες και κυλιόμενες κλίμακες).

3)      Στις υποθέσεις T‑144/07, T‑149/07 και T‑150/07, το ποσό του προστίμου που επιβάλλεται στις ThyssenKrupp Liften Ascenseurs NV, ThyssenKrupp Elevator AG και ThyssenKrupp AG με το άρθρο 2, παράγραφος 1, τέταρτη περίπτωση, της αποφάσεως C(2007) 512, για την παράβαση στο Βέλγιο καθορίζεται στα 45 738 000 ευρώ.

4)      Στις υποθέσεις T‑147/07, T‑149/07 και T‑150/07, το ποσό του προστίμου που επιβάλλεται στις ThyssenKrupp Aufzüge GmbH, ThyssenKrupp Fahrtreppen GmbH, ThyssenKrupp Elevator και ThyssenKrupp με το άρθρο 2, παράγραφος 2, τέταρτη περίπτωση, της αποφάσεως C(2007) 512, για την παράβαση στη Γερμανία καθορίζεται στα 249 480 000 ευρώ.

5)      Στις υποθέσεις T‑148/07, T‑149/07 και T‑150/07, το ποσό του προστίμου που επιβάλλεται στις ThyssenKrupp Ascenseurs Luxembourg Sàrl, ThyssenKrupp Elevator και ThyssenKrupp με το άρθρο 2, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, της αποφάσεως C(2007) 512, για την παράβαση στο Λουξεμβούργο καθορίζεται στα 8 910 000 ευρώ.

6)      Στις υποθέσεις T‑150/07 και T‑154/07, το ποσό του προστίμου που επιβάλλεται στις ThyssenKrupp Liften BV και ThyssenKrupp με το άρθρο 2, παράγραφος 4, τέταρτη περίπτωση, της αποφάσεως C(2007) 512, για την παράβαση στις Κάτω Χώρες καθορίζεται στα 15 651 900 ευρώ.

7)      Απορρίπτει τις προσφυγές κατά τα λοιπά.

8)      Σε κάθε υπόθεση, οι προσφεύγουσες θα φέρουν τα τρία τέταρτα των δικαστικών τους εξόδων καθώς και τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών της εξόδων καθώς και το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγουσες.

Martins Ribeiro

Wahl

Dittrich

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Ιουλίου 2011.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Διοικητική διαδικασία

1.  Έρευνα της Επιτροπής

Βέλγιο

Γερμανία

Λουξεμβούργο

Κάτω Χώρες

2.  Ανακοίνωση των αιτιάσεων

3.  Η προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Επί της ουσίας

1.  Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

2.  Επί των αιτημάτων ακυρώσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως

Επί του λόγου που αντλείται από αναρμοδιότητα της Επιτροπής

Επί του πρώτου σκέλους, αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, στο μέτρο που οι οικείες συμπράξεις δεν επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών

Επί του δεύτερου σκέλους, που αντλείται από παράβαση του κανονισμού 1/2003, από παράβαση της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου και από παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει παραχωρήσει στις ενδιαφερόμενες εθνικές αρχές την πρωτοβουλία κινήσεως της διαδικασίας κατά των παραβάσεων.

Επί του λόγου που αντλείται από παραβίαση των αρχών που διέπουν τον καταλογισμό της ευθύνης για τις παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ, του τεκμηρίου αθωότητας, της εξατομικεύσεως των ποινών και της ίσης μεταχειρίσεως, από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας καθώς και από παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ κατά τον καταλογισμό στις μητρικές εταιρίες της ευθύνης για τις παραβάσεις που διέπραξαν οι θυγατρικές τους

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Επί του καταλογισμού της ευθύνης στην TKE και στην TKAG για τις παραβάσεις που διαπιστώνει το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης αποφάσεως

–  Επί του τεκμηρίου ευθύνης της TKAG και της TKE για τη συμπεριφορά των θυγατρικών τους

–  Επί των στοιχείων που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες προκειμένου να ανατρέψουν το τεκμήριο ευθύνης της TKAG και της TKE για τη συμπεριφορά των θυγατρικών τους

Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και επί της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας

Επί των αιτήσεων για τη διεξαγωγή αποδείξεων

3.  Επί των αιτημάτων ακυρώσεως ή μειώσεως του ποσού των επιβληθέντων προστίμων

Επί του λόγου που αντλείται από παραβίαση της αρχής non bis in idem

Επί του λόγου που αντλείται από παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως και από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού των προστίμων λόγω σοβαρότητας των παραβάσεων

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Προσβαλλόμενη απόφαση

Επί του φερόμενου ως παράνομου χαρακτήρα των γενικών αρχικών ποσών των προστίμων

Επί του φερόμενου ως παράνομου χαρακτήρα των ειδικών αρχικών ποσών των προστίμων

Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού των προστίμων βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως

Επί του λόγου που αντλείται από παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας καθώς και από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά την προσαύξηση κατά 50 % του βασικού ποσού των προστίμων λόγω υποτροπής

Επί του λόγου που αντλείται από παράβαση της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία και από παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως κατά την αξιολόγηση του βαθμού συνεργασίας των προσφευγουσών

Επί της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία

Επί του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή και του ελέγχου που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης

Επί της συνεργασίας της ThyssenKrupp για την απόδειξη της παραβάσεως στο Βέλγιο

Επί της συνεργασίας της ThyssenKrupp για την απόδειξη της παραβάσεως στη Γερμανία

Επί της συνεργασίας της ThyssenKrupp για την απόδειξη της παραβάσεως στο Λουξεμβούργο

Επί του λόγου που αντλείται από παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ίσης μεταχειρίσεως, της αναλογικότητας και της χρηστής διοικήσεως κατά τον καθορισμό του ποσού μειώσεως των προστίμων που χορηγήθηκε λόγω συνεργασίας στο πλαίσιο της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία

Επί του λόγου που αντλείται από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003

Επί του λόγου που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας κατά τον υπολογισμό του τελικού ποσού των προστίμων

Επί του καθορισμού του τελικού ποσού των προστίμων

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσες διαδικασίας: η ολλανδική και η γερμανική.


1 – Αποσιωπώμενα εμπιστευτικά στοιχεία.