Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Δικαίωμα για δίκαιη δίκη – Μη εφαρμογή του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

(Άρθρο 81 ΕΚ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

2. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση και επιβάλλουσα πρόστιμα – Ποινικός χαρακτήρας – Δεν υφίσταται

(Άρθρα 81 ΕΚ και 229 ΕΚ· κανονισμός 1/2003, άρθρα 23 § 5, και 31)

3. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Χρήση δηλώσεων άλλων επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση ως αποδεικτικών μέσων – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

4. Πράξεις των οργάνων – Κοινοποίηση – Πλημμέλειες – Αποτελέσματα – Αναστολή της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής

(Άρθρα 230, εδ. 5, ΕΚ, και 254 § 3 ΕΚ)

5. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν κατά 100 %

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

6. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν κατά 100 %

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

7. Δίκαιο της Ένωσης – Γενικές αρχές του δικαίου – Ασφάλεια δικαίου – Ουδεμία ποινή άνευ νόμου – Περιεχόμενο

8. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Εξουσία εκτιμήσεως που παρέχει στην Επιτροπή το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003– Παραβίαση της αρχής «ουδεμία ποινή άνευ νόμου» – Δεν υφίσταται – Προβλέψιμος χαρακτήρας των τροποποιήσεων που εισήγαγαν οι κατευθυντήριες γραμμές

(Άρθρο 229 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρα 23 § 2, και 31· ανακοινώσεις της Επιτροπής 98/C 9/03 και 2002/C 45/03)

9. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Πρόστιμα – Καθορισμός – Κριτήρια – Αύξηση του γενικού ύψους των προστίμων

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

10. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Αρμοδιότητα της Επιτροπής απορρέουσα από τη Συνθήκη

(Άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ, 83 §§ 1 και 2, στοιχεία α΄ και δ΄, ΕΚ, 202, τρίτη περίπτωση, ΕΚ και 211, πρώτη περίπτωση, ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17 και 1/2003)

11. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων – Παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας των ποινικών νόμων – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

12. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων – Επιτρέπεται – Παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της διαφάνειας και της προβλεψιμότητας – Δεν υφίσταται

(Ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

13. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Εφαρμογή της ανακοίνωσης για τη συνεργασία – Παραβίαση των αρχών της μη αναδρομικότητας των ποινικών νόμων και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Δεν υφίσταται

(Ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

14. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχει η επιχείρηση κατά της οποίας κινείται η διαδικασία – Παραβίαση της αρχής «ουδείς εαυτόν ένοχον ποιεί», του τεκμηρίου αθωότητας και της αρχής της αναλογικότητας – Δεν υφίσταται – Υπέρβαση της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής κατά την έκδοση της ανακοίνωσης για τη συνεργασία – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 81 ΕΚ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 18 έως 21 και 23· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημεία 11 και 23)

15. Δίκαιο της Ένωσης – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Δικαίωμα της ιδιοκτησίας – Περιορισμοί – Επιτρέπονται

(Άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 295 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

16. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων – Νομική φύση

(Ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

17. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Υποχρέωση συνεκτίμησης του πραγματικού αντίκτυπου στην αγορά – Δεν υφίσταται – Πρωταρχικός ρόλος του κριτηρίου που αντλείται από τη φύση της παραβάσεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

18. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση περί επιβολής προστίμου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρο 253 ΕΚ· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

19. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Υποχρέωση συνεκτίμησης του μεγέθους της αγοράς – Δεν υφίσταται

(Ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A, εδ. 2, τρίτη περίπτωση)

20. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Συνεκτίμηση της πραγματικής οικονομικής δυνατότητας της επιχείρησης να προξενήσει ζημία – Υποχρέωση επιβολής προστίμου ανάλογου προς το μέγεθος της επιχειρήσεως – Δεν υφίσταται – Καθορισμός του ποσού του προστίμου βάσει κατατάξεως των μελών της συμπράξεως σε κατηγορίες – Προϋποθέσεις – Δικαστικός έλεγχος

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

21. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Παύση της παραβάσεως πριν την παρέμβαση της Επιτροπής – Περίπτωση σοβαρής παραβάσεως – Αποκλείεται

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3, τρίτη περίπτωση)

22. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Υποχρέωση της Επιτροπής να λάβει υπόψη πρόγραμμα συμμορφώσεως της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως προς τους κανόνες του ανταγωνισμού – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

23. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχει η επιχείρηση κατά της οποίας κινείται η διαδικασία

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

24. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Συμπεριφορά της επιχείρησης κατά τη διοικητική διαδικασία – Εκτίμηση του βαθμού της συνεργασίας την οποία επέδειξε καθεμία από τις επιχειρήσεις που μετείχαν στη σύμπραξη

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

25. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής – Όρια – Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

Περίληψη

1. Η αρχή σύμφωνα με την οποία κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα για δίκαιη δίκη αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία επαναβεβαιώθηκε από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προστατεύεται από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η αρχή αυτή εμπνέεται από τα θεμελιώδη δικαιώματα που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, την τήρηση των οποίων διασφαλίζει το Δικαστήριο, το οποίο με τη σειρά του εμπνέεται από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, καθώς και από τα στοιχεία που παρέχει ιδίως η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Μολονότι, υιοθετώντας αυτοτελή έννοια του όρου «ποινική κατηγορία», τα δικαιοδοτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έθεσαν τις βάσεις για τη σταδιακή επέκταση του ποινικού πεδίου εφαρμογής του άρθρου 6 σε τομείς οι οποίοι τυπικώς δεν υπάγονται στις παραδοσιακές κατηγορίες του ποινικού δικαίου, όπως οι χρηματικές ποινές που επιβάλλονται λόγω παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού, εντούτοις, για τις κατηγορίες που δεν εμπίπτουν στον σκληρό πυρήνα του ποινικού δικαίου, οι εγγυήσεις που παρέχονται βάσει του σχετικού με το ποινικό δίκαιο σκέλους της εν λόγω διατάξεως δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής.

(βλ. σκέψεις 51-52)

2. Οι αποφάσεις της Επιτροπής που επιβάλλουν πρόστιμα λόγω παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα. Επομένως, μια διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή εκδίδει απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση και επιβάλλεται πρόστιμο, απόφαση η οποία μπορεί μεταγενέστερ α να υπαχθεί στον έλεγχο του Δικαστηρίου της Ένωσης, πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Μολονότι η Επιτροπή δεν αποτελεί δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 6 της σύμβασης αυτής, εντούτοις, υποχρεούται να τηρεί τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης κατά τη διοικητική διαδικασία.

Εξάλλου, ο έλεγχος που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης επί των αποφάσεων της Επιτροπής διασφαλίζει ότι πληρούνται οι απαιτήσεις δίκαιης δίκης, όπως αυτή καθιερώνεται με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της σύμβασης αυτής. Συναφώς, είναι αναγκαίο να παρέχεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση η δυνατότητα να προσφύγει κατά κάθε αποφάσεως που εκδόθηκε εις βάρος της από την Επιτροπή ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου το οποίο έχει πλήρη δικαιοδοσία και, ιδίως, την εξουσία να μεταρρυθμίσει κάθε πραγματικό και νομικό σημείο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, όταν ο δικαστής της Ένωσης ασκεί έλεγχο νομιμότητας επί της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, οι προσφεύγοντες μπορούν να ζητήσουν από αυτό να ελέγξει διεξοδικώς τόσο την υλική διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών όσο και τη νομική εκτίμηση αυτών από την Επιτροπή. Εξάλλου, όσον αφορά τα πρόστιμα, το Γενικό Δικαστήριο έχει πλήρη δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 229 ΕΚ και του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003.

(βλ. σκέψεις 53-56)

3. Καμία διάταξη ή γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να επικαλείται εναντίον ορισμένης επιχειρήσεως δηλώσεις άλλων επιχειρήσεων. Εάν δεν ίσχυε αυτό, το βάρος της αποδείξεως των συμπεριφορών που αντιβαίνουν στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, το οποίο βαρύνει την Επιτροπή, θα ήταν δυσβάστακτο και ασυμβίβαστο προς την αποστολή παρακολουθήσεως της ορθής εφαρμογής των διατάξεων αυτών η οποία της έχει ανατεθεί από τη Συνθήκη. Πάντως, η δήλωση επιχειρήσεως που κατηγορείται ότι μετέσχε σε σύμπραξη, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από διάφορες άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά επαρκή απόδειξη των επίμαχων γεγονότων, αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

(βλ. σκέψη 57)

4. Οι πλημμέλειες στη διαδικασία κοινοποιήσεως μιας αποφάσεως είναι εξωτερικές ως προς αυτήν και, επομένως, δεν μπορούν να την καταστήσουν άκυρη. Τέτοιες πλημμέλειες μπορούν μόνον, υπό ορισμένες περιστάσεις, να αναστείλουν την οριζόμενη στο άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ προθεσμία ασκήσεως προσφυγής. Τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει όταν δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα έλαβε γνώση του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως και άσκησε το δικαίωμά της προσφυγής εντός της προθεσμίας που ορίζει το άρθρο αυτό.

(βλ. σκέψη 61)

5. Η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία, ιδίως όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτοτελή τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει κυρίως τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των υφισταμένων μεταξύ των δύο αυτών νομικών ενοτήτων οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων. Συγκεκριμένα, αυτό συμβαίνει διότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία συναποτελούν τμήμα της ίδιας οικονομικής ενότητας και, επομένως, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση. Συνεπώς, το γεγονός ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου στη μητρική εταιρία χωρίς να απαιτείται να αποδείξει την εμπλοκή της εταιρίας αυτής στην παράβαση.

Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε παραβίαση των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης, αφενός, η μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της.

Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής, προκειμένου να συναχθεί ότι η μητρική ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής. Εν συνεχεία, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει τη μητρική εταιρία συνυπεύθυνη για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, αποδείξει ότι, κατ’ ουσίαν, η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά.

(βλ. σκέψεις 69-72, 82)

6. Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε παραβίαση των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης, για να θεωρηθεί υπεύθυνη η μητρική εταιρία για τις παραβάσεις της θυγατρικής της δεν απαιτείται απόδειξη ότι η μητρική ασκεί επιρροή επί της πολιτικής της θυγατρικής της στον ειδικό τομέα που αποτελεί το αντικείμενο της παραβάσεως. Αντιθέτως, οι οργανωτικοί, οικονομικοί και νομικοί δεσμοί μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας μπορούν να αποδεικνύουν την ύπαρξη επιρροής της πρώτης επί της στρατηγικής της δεύτερης και, επομένως, να δικαιολογούν την άποψη ότι οι εταιρίες αυτές πρέπει να θεωρούνται ως μία μόνη οικονομική ενότητα. Επομένως, αν η Επιτροπή αποδείξει ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής, είναι σε θέση να θεωρήσει τη μητρική εταιρία συνυπεύθυνη για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική της προστίμου, εκτός αν η μητρική αυτή εταιρία αποδείξει ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά. Συγκεκριμένα, αυτό το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμων σε μητρική εταιρία ενός ομίλου εταιριών δεν είναι η εκ μέρους της μητρικής παρακίνηση της θυγατρικής της να διαπράξει παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, η εμπλοκή της πρώτης στην παράβαση, αλλά το γεγονός ότι αυτές αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

Το γεγονός ότι η μητρική εταιρία δεν παρείχε στις θυγατρικές της οδηγίες οι οποίες θα μπορούσαν να καταστήσουν εφικτές ή να ενθαρρύνουν επαφές αντίθετες προς το άρθρο 81 ΕΚ και ότι δεν είχε λάβει γνώση των επαφών αυτών δεν αποτελεί στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι οι εν λόγω θυγατρικές δρούσαν αυτοτελώς. Το τεκμήριο ευθύνης δεν μπορεί να ανατραπεί ούτε και από το γεγονός ότι οι θυγατρικές ενεπλάκησαν σε χωριστές παραβάσεις, διαφορετικού χαρακτήρα, εντός τεσσάρων διαφορετικών χωρών, καθόσον η Επιτροπή ουδόλως στηρίχθηκε σε ενδεχόμενο παραλληλισμό μεταξύ των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν για να καταλογίσει στη μητρική εταιρία την ευθύνη για τη συμπεριφορά των θυγατρικών της. Ομοίως, το γεγονός ότι η μητρική εταιρία κατάρτισε κώδικα συμπεριφοράς προκειμένου να αποτρέψει την εκ μέρους των θυγατρικών της παραβίαση τόσο του δικαίου του ανταγωνισμού όσο και των σχετικών κατευθυντηρίων γραμμών, αφενός μεν, δεν αναιρεί το γεγονός ότι υφίσταται η παράβαση που διαπιστώθηκε σε βάρος της, αφετέρου δε, δεν αποδεικνύει ότι οι εν λόγω θυγατρικές καθόριζαν αυτοτελώς την εμπορική πολιτική τους. Αντιθέτως, η εφαρμογή του εν λόγω κώδικα συμπεριφοράς μάλλον υποδηλώνει ότι η μητρική εταιρία ασκούσε όντως έλεγχο επί της εμπορικής πολιτικής των θυγατρικών της.

(βλ. σκέψεις 82, 85, 87-88)

7. Η αρχή «ουδεμία ποινή άνευ νόμου» είναι απόρροια της αρχής της ασφάλειας δικαίου, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και επιβάλλει, μεταξύ άλλων, να είναι σαφείς και ακριβείς οι ρυθμίσεις της Ένωσης, ιδίως όταν αυτές επιβάλλουν ή επιτρέπουν την επιβολή κυρώσεων, ούτως ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις ρυθμίσεις αυτές και να λαμβάνουν τα ανάλογα μέτρα.

Η αρχή «ουδεμία ποινή άνευ νόμου» καταλέγεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης επί των οποίων έχουν θεμελιωθεί οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και έχει κατοχυρωθεί με διάφορες διεθνείς συνθήκες, μεταξύ άλλων με το άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Η αρχή αυτή προϋποθέτει ότι ο νόμος ορίζει σαφώς, αφενός, τις παραβάσεις και, αφετέρου, τις σχετικές ποινές που επιβάλλονται. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν ο πολίτης μπορεί να γνωρίζει, με βάση το κείμενο της σχετικής διατάξεως και, εν ανάγκη, με τη βοήθεια της ερμηνείας που δίδεται στην εν λόγω διάταξη από τα δικαστήρια, ποιες πράξεις και παραλείψεις στοιχειοθετούν την ποινική ευθύνη του. Επιπλέον, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η σαφήνεια του νόμου εκτιμάται υπό το πρίσμα όχι μόνον του γράμματος της οικείας διατάξεως, αλλά και των διευκρινίσεων που δίδονται μέσω πάγιας και δημοσιευμένης νομολογίας.

Η εν λόγω αρχή ισχύει τόσο για τους ποινικού χαρακτήρα κανόνες όσο και για τις ειδικές διοικητικές ρυθμίσεις οι οποίες επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις ή επιτρέπουν την επιβολή τέτοιων κυρώσεων. Έχει εφαρμογή όχι μόνο στους κανόνες που προβλέπουν τα συστατικά στοιχεία μιας παραβάσεως, αλλά και στους κανόνες που καθορίζουν τις συνέπειες από την παράβαση των πρώτων .

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν επιβάλλει να είναι το γράμμα των διατάξεων δυνάμει των οποίων επιβάλλονται οι κυρώσεις αυτές τόσο ακριβές ώστε να μπορούν να προβλεφθούν με απόλυτη βεβαιότητα οι συνέπειες που ενδέχεται να επισύρει η παράβασή τους. Πράγματι, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το γεγονός ότι ένας νόμος απονέμει εξουσία εκτιμήσεως δεν συνεπάγεται, αυτό και μόνο, μη τήρηση της προϋποθέσεως προβλεψιμότητας, εφόσον η έκταση και ο τρόπος ασκήσεως αυτής της εξουσίας καθορίζονται με επαρκή σαφήνεια, λαμβανομένου υπόψη του θεμιτού επιδιωκομένου σκοπού, ώστε να παρέχεται στον ιδιώτη προσήκουσα προστασία κατά της αυθαιρεσίας. Ως προς το θέμα αυτό, εκτός από το ίδιο το κείμενο του νόμου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου λαμβάνει υπόψη το κατά πόσον οι χρησιμοποιούμενες αόριστες έννοιες έχουν διευκρινιστεί από πάγια και δημοσιευμένη νομολογία.

(βλ. σκέψεις 95-97, 99)

8. Όσον αφορά τη νομιμότητα του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 υπό το πρίσμα της αρχής «ουδεμία ποινή άνευ νόμου», ο νομοθέτης της Ένωσης δεν παρέσχε στην Επιτροπή απεριόριστη ή αυθαίρετη εξουσία εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των προστίμων για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού.

Συγκεκριμένα, πρώτον, η διάταξη αυτή περιορίζει την εν λόγω εξουσία εκτιμήσεως, θεσπίζοντας αντικειμενικά κριτήρια τα οποία η Επιτροπή οφείλει να τηρεί. Συναφώς, αφενός, όσον αφορά το πρόστιμο που μπορεί να επιβληθεί, υφίσταται ανώτατο όριο, αριθμητικώς προσδιορίσιμο και απόλυτο, υπολογιζόμενο χωριστά για κάθε επιχείρηση και για κάθε περίπτωση παραβάσεως, οπότε το ανώτατο ποσό του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί σε συγκεκριμένη επιχείρηση είναι δυνατόν να προσδιοριστεί εκ των προτέρων. Αφετέρου, η διάταξη αυτή υποχρεώνει την Επιτροπή να καθορίζει τα πρόστιμα σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη, εκτός από τη σοβαρότητα της παραβάσεως, και τη διάρκειά της.

Δεύτερον, κατά την άσκηση της εξουσίας της εκτιμήσεως όσον αφορά τα πρόστιμα που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί τις γενικές αρχές του δικαίου, ειδικότερα δε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας.

Τρίτον, για να διασφαλίζεται η προβλεψιμότητα και η διαφάνεια της δράσεώς της, η εκ μέρους της Επιτροπής άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως οριοθετείται επίσης από κανόνες συμπεριφοράς τους οποίους το εν λόγω θεσμικό όργανο δεσμεύτηκε να ακολουθεί με την ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων και με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, και του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΕΚΑΧ. Συναφώς, η ανακοίνωση και οι κατευθυντήριες γραμμές που προαναφέρθηκαν, αφενός, καθορίζουν κανόνες συμπεριφοράς από τους οποίους η Επιτροπή δεν μπορεί να παρεκκλίνει, διότι ενδεχόμενη παράβασή τους ισοδυναμεί με παραβίαση των γενικών αρχών του δικαίου, όπως των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, και, αφετέρου, κατοχυρώνουν την ασφάλεια δικαίου των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων καθορίζοντας τη μεθοδολογία την οποία εφαρμόζει η Επιτροπή κατά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων που επιβάλλει βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

Επιπλέον, η εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών και, κατόπιν, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, στο μέτρο που εντάσσεται στο νομικό πλαίσιο του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, απλώς συνέβαλε στη διευκρίνιση των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής, η οποία ούτως ή άλλως απορρέει από τις διατάξεις αυτές, χωρίς να μπορεί να συναχθεί εξ αυτού ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε αρχικώς ορίσει πλημμελώς τα όρια της αρμοδιότητας της Επιτροπής στον συγκεκριμένο τομέα.

Τέταρτον, δυνάμει του άρθρου 229 ΕΚ και του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003, ο δικαστής της Ένωσης αποφαίνεται κατά πλήρη δικαιοδοσία επί των προσφυγών που ασκούνται κατά των αποφάσεων της Επιτροπής περί καθορισμού προστίμων και, επομένως, μπορεί όχι μόνο να ακυρώσει τις αποφάσεις της Επιτροπής, αλλά και να άρει, να μειώσει ή να αυξήσει το επιβληθέν πρόστιμο. Ως εκ τούτου, η γνωστή και προσιτή διοικητική πρακτική της Επιτροπής υπόκειται στον πλήρη έλεγχο του δικαστή της Ένωσης. Ο εν λόγω έλεγχος κατέστησε δυνατό να διευκρινιστούν, με πάγια και δημοσιευθείσα νομολογία, οι αόριστες έννοιες που ενδεχομένως περιείχε το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, και, κατόπιν, το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Επομένως, ο ενημερωμένος επιχειρηματίας, επικουρούμενος εν ανάγκη από νομικό σύμβουλο, είναι σε θέση να προβλέψει κατά τρόπο αρκούντως ακριβή τη μέθοδο υπολογισμού και την τάξη μεγέθους των προστίμων τα οποία διατρέχει τον κίνδυνο να του επιβληθούν για συγκεκριμένη συμπεριφορά. Το γεγονός ότι ο εν λόγω επιχειρηματίας αδυνατεί να γνωρίζει εκ των προτέρων με ακρίβεια το ποσό των προστίμων τα οποία η Επιτροπή πρόκειται να επιβάλει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να συνιστά προσβολή της αρχής «ουδεμία ποινή άνευ νόμου».

(βλ. σκέψεις 101-102, 105-108)

9. Όσον αφορά την αύξηση του ποσού των προστίμων συνεπεία της εκδόσεως των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΕΚΑΧ, η Επιτροπή μπορεί οποτεδήποτε να αναπροσαρμόσει το επίπεδο των προστίμων αν αυτό επιβάλλει η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης, δεδομένου ότι μια τέτοια μεταβολή της διοικητικής πρακτικής μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά δικαιολογημένη από τον σκοπό της γενικής προλήψεως των παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης. Η αύξηση του ύψους των προστίμων δεν μπορεί, συνεπώς, αυτή καθεαυτήν, να θεωρηθεί παράνομη ως αντίθετη προς την αρχή «ουδεμία ποινή άνευ νόμου», εφόσον παραμένει εντός του νομίμου πλαισίου που καθορίζουν το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

(βλ. σκέψη 112)

10. Στον τομέα της αρμοδιότητας της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα για παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, η εξουσία επιβολής τέτοιων προστίμων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκε αρχικά στο Συμβούλιο, το οποίο τη μεταβίβασε ή ανέθεσε την άσκησή της στην Επιτροπή, κατά την έννοια του άρθρου 202, τρίτη περίπτωση, ΕΚ. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 81 ΕΚ, 82 ΕΚ, 83, παράγραφοι 1 και 2, στοιχεία α΄ και δ΄, ΕΚ, και 202, τρίτη περίπτωση, ΕΚ, η εξουσία αυτή αποτελεί μέρος της αρμοδιότητας που έχει ανατεθεί στην Επιτροπή να μεριμνά για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, αρμοδιότητα η οποία διευκρινίστηκε, οριοθετήθηκε και κατοχυρώθηκε, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, με τους κανονισμούς 17 και 1/2003. Συνεπώς, η εξουσία επιβολής προστίμων την οποία οι κανονισμοί αυτοί απονέμουν στην Επιτροπή απορρέει από τις διατάξεις της ίδιας της Συνθήκης και αποσκοπεί στην ουσιαστική εφαρμογή των απαγορεύσεων που προβλέπου ν τα εν λόγω άρθρα.

(βλ. σκέψη 115)

11. Η αρχή της μη αναδρομικότητας των ποινικών νόμων, την οποία καθιερώνει το άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία πρέπει να τηρείται όταν επιβάλλονται πρόστιμα για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού ενώ, βάσει της αρχής αυτής, οι επιβαλλόμενες κυρώσεις πρέπει να αντιστοιχούν σε εκείνες που είχαν καθοριστεί κατά τον χρόνο της διαπράξεως της παραβάσεως. Η υιοθέτηση κατευθυντηρίων γραμμών δυναμένων να τροποποιήσουν τη γενική πολιτική ανταγωνισμού της Επιτροπής όσον αφορά τα πρόστιμα μπορεί, κατ’ αρχήν, να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της μη αναδρομικότητας.

Όσον αφορά την τήρηση της αρχής της μη αναδρομικότητας από τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, και του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΕΚΑΧ, η αύξηση του ποσού των προστίμων εντάσσεται στο νομικό πλαίσιο που καθορίζουν τα άρθρα 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, στο μέτρο που οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές ορίζουν ρητώς, με το σημείο τους 5, στοιχείο α΄, ότι τα επιβαλλόμενα πρόστιμα δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να υπερβαίνουν το προβλεπόμενο από τις διατάξεις αυτές ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών της οικείας επιχειρήσεως.

Η κύρια καινοτομία των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών συνίσταται στο να λαμβάνεται ως αφετηρία για τον υπολογισμό του προστίμου ένα βασικό ποσό, καθοριζόμενο με βάση τα ανώτατα και τα κατώτατα όρια που προβλέπονται συναφώς και τα οποία αντανακλούν τους διαφορετικούς βαθμούς σοβαρότητας των παραβάσεων, αλλά δεν συνδέονται, αυτά καθεαυτά, με τον σχετικό κύκλο εργασιών. Συνεπώς, η μέθοδος αυτή στηρίζεται κατ’ ουσίαν σε μια τιμολόγηση, μάλλον σχετική και εύκαμπτη, των προστίμων.

Το γεγονός ότι η Επιτροπή επέβαλε στο παρελθόν πρόστιμα ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν της στερεί τη δυνατότητα να αυξήσει το ύψος αυτό εντός των ορίων που θέτουν οι κανονισμοί 17 και 1/2003, αν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να κατοχυρωθεί η εφαρμογή της πολιτικής ανταγωνισμού της Ένωσης. Αντιθέτως, η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης επιτάσσει να μπορεί η Επιτροπή να προσαρμόζει οποτεδήποτε το ύψος των προστίμων προς τις ανάγκες της πολιτικής αυτής.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε διοικητική διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην επιβολή προστίμου δεν μπορούν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι η Επιτροπή δεν θα υπερβεί το ύψος των προστίμων το οποίο εφάρμοζε προηγουμένως ούτε σε συγκεκριμένη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων αυτών. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω επιχειρήσεις πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το ενδεχόμενο η Επιτροπή ανά πάσα στιγμή να αποφασίσει να αυξήσει το επίπεδο του ύψους των προστίμων σε σχέση με εκείνο που εφάρμοζε κατά το παρελθόν.

Υπό τις συνθήκες αυτές, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν παραβιάζουν την αρχή της μη αναδρομικότητας, κατά το μέτρο που οδήγησαν στην επιβολή προστίμων υψηλότερων σε σχέση με εκείνα που επιβλήθηκαν στο παρελθόν ή κατά το μέτρο που δεν τηρήθηκαν, εν προκειμένω, τα ευλόγως προβλέψιμα όρια. Συγκεκριμένα, οι κατευθυντήριες γραμμές και, ειδικότερα, η νέα μέθοδος υπολογισμού των προστίμων που αυτές περιέχουν, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αυτή είχε επιβαρυντικό αποτέλεσμα στο επίπεδο των επιβαλλομένων προστίμων, μπορούσαν ευλόγως να προβλεφθούν.

(βλ. σκέψεις 118-119, 123-128, 133)

12. Η Επιτροπή προέβη στη δημοσίευση των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΕΚΑΧ και εξήγγειλε με αυτές τη μέθοδο υπολογισμού την οποία δεσμεύεται να εφαρμόζει σε καθεμία περίπτωση χωριστά, διαπνεόμενη από τη μέριμνα για διαφάνεια και αποβλέποντας στη βελτίωση της ασφάλειας δικαίου των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων. Η Επιτροπή, θεσπίζοντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς και εξαγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι πρόκειται να τους εφαρμόσει εφεξής σε όλες τις εμπίπτουσες σε αυτούς περιπτώσεις, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει και αδυνατεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως διατρέχει τον κίνδυνο να ελεγχθεί ενδεχομένως για παραβίαση των γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση και η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Οι κατευθυντήριες γραμμές ορίζουν κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο τη μεθοδολογία που η Επιτροπή δεσμεύτηκε να ακολουθεί για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων και, συνεπώς, κατοχυρώνουν την ασφάλεια δικαίου των επιχειρήσεων. Εκτός αυτού, ένας ενημερωμένος επιχειρηματίας, με τη συνδρομή εν ανάγκη των υπηρεσιών ενός νομικού συμβούλου, δύναται να προβλέψει με αρκετή ακρίβεια τη μέθοδο υπολογισμού και την τάξη μεγέθους των προστίμων που διακινδυνεύει για μια δεδομένη συμπεριφορά. Ασφαλώς, ένας επιχειρηματίας δεν μπορεί να προβλέψει, βάσει των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, το ακριβές ύψος του προστίμου που η Επιτροπή θα επιβάλει σε κάθε περίπτωση. Εντούτοις, λόγω της σοβαρότητας των παραβάσεων για τις οποίες η Επιτροπή καλείται να επιβάλει κυρώσεις, οι σκοποί της καταστολής και της αποτροπής δικαιολογούν το να αποφεύγεται οι επιχειρήσεις να είναι σε θέση να αξιολογούν τα οφέλη που θα αποκόμιζαν από τη συμμετοχή τους σε τυχόν παράβαση, λαμβάνοντας υπόψη εκ των προτέρων το ύψος του προστίμου το οποίο πρόκειται να τους επιβληθεί συνεπεία της συγκεκριμένης αθέμιτης συμπεριφοράς.

(βλ. σκέψεις 135-136, 201-202)

13. Ούτε η αρχή της μη αναδρομικότητας ούτε η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης παραβιάζονται από τη συνεκτίμηση, κατά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων που επιβάλλονται για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων. Συγκεκριμένα, από τις δύο αυτές αρχές, η πρώτη δεν εμποδίζει την εφαρμογή κατευθυντηρίων γραμμών οι οποίες, εξ υποθέσεως, έχουν επιβαρυντικά αποτελέσματα όσον αφορά το ύψος των προστίμων, υπό την προϋπόθεση ότι η πολιτική την οποία εφαρμόζουν μπορεί ευλόγως να προβλεφθεί. Ως προς τη δεύτερη αρχή, ένας επιχειρηματίας δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως η οποία μπορεί να τροποποιηθεί με απόφαση των οργάνων της Ένωσης στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν.

(βλ. σκέψεις 143-144)

14. Μολονότι αληθεύει ότι, βάσει των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, των οποίων αναπόσπαστο μέρος αποτελούν τα θεμελιώδη δικαιώματα και υπό το φως των οποίων πρέπει να ερμηνεύονται όλες οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, αναγνωρίζεται το δικαίωμα για μια επιχείρηση να μην υποχρεώνεται από την Επιτροπή να ομολογήσει τη συμμετοχή της σε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, εντούτοις, το θεσμικό αυτό όργανο δεν κωλύεται να λαμβάνει υπόψη, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, την αρωγή που αυτοβούλως του παρέσχε μια επιχείρηση για την απόδειξη του υποστατού της παραβάσεως. Συναφώς, η παροχή συνεργασίας βάσει της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων έχει αμιγώς εκούσιο χαρακτήρα ως προς την ενδιαφερόμενη επιχείρηση. Συγκεκριμένα, η επιχείρηση κατ’ ουδένα τρόπο εξαναγκάζεται να παράσχει στοιχεία ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη συμπράξεως. Επομένως, ο βαθμός συνεργασίας που επιθυμεί να επιδείξει η επιχείρηση κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας επαφίεται στην ελεύθερη επιλογή της και σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλεται από την ανακοίνωση για τη συνεργασία. Εξάλλου, καμία διάταξη της ανακοινώσεως αυτής δεν απαγορεύει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση να αμφισβητήσει ή να ανασκευάσει τυχόν αναληθείς πραγματικούς ισχυρισμούς που προέβαλε άλλη επιχείρηση.

Η ανακοίνωση αυτή δεν παραβιάζει ούτε την αρχή in dubio pro reo αλλά ούτε και το τεκμήριο αθωότητας, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που αποτελεί επίσης μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου –επιβεβαιωθείσα άλλωστε από το άρθρο 6, παράγραφος 2, ΕΕ, καθώς και από το άρθρο 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης–, προστατεύονται στην έννομη τάξη της Ένωσης. Συγκεκριμένα, η παροχή συνεργασίας βάσει της εν λόγω ανακοινώσεως, αφενός, έχει αμιγώς εκούσιο χαρακτήρα ως προς την ενδιαφερόμενη επιχείρηση και δεν συνεπάγεται υποχρέωση της επιχειρήσεως να παράσχει αποδεικτικά στοιχεία και, αφετέρου, δεν επηρεάζει την υποχρέωση της Επιτροπής, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως των παραβάσεων που διαπίστωσε, να προσκομίζει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την παράβαση. Προς τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή, χωρίς να παραβιάζει την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, μπορεί να στηρίζεται όχι μόνο σε έγγραφα τα οποία συνέλεξε στο πλαίσιο επιτόπιων ελέγχων διενεργηθέντων δυνάμει των κανονισμών 17 και 1/2003 ή τα οποία περιήλθαν στην κατοχή της κατόπιν της εκ μέρους της υποβολής αιτήσεων παροχής πληροφοριών βάσει των κανονισμών αυτών, αλλά και σε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε σε αυτήν αυτοβούλως ορισμένη επιχείρηση βάσει της εν λόγω ανακοινώσεως.

Η ανακοίνωση για τη συνεργασία δεν παραβιάζει ούτε την αρχή της αναλογικότητας. Η ανακοίνωση αυτή συνιστά προφανώς πρόσφορο και αναγκαίο μέσο για να αποδεικνύεται η ύπαρξη μυστικών οριζόντιων συμπράξεων και, επομένως, για να κατευθύνεται η συμπεριφορά των επιχειρήσεων προς τον σεβασμό των κανόνων του ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, ενώ τα προβλεπόμενα στα άρθρα 18 έως 21 του κανονισμού 1/2003 μέσα, ήτοι η υποβολή αιτήσεων παροχής πληροφοριών και η διενέργεια ελέγχων, συνιστούν σαφώς αναγκαία μέτρα στο πλαίσιο της επιβολής κυρώσεων λόγω παραβιάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού, εντούτοις, οι μυστικές συμπράξεις συχνά είναι δύσκολο να εντοπισθούν και να διερευνηθούν χωρίς τη συνεργασία των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων. Επομένως, ένας μετέχων που επιθυμεί να αποχωρήσει από τη σύμπραξη ενδέχεται να αποθαρρυνθεί από το να ενημερώσει την Επιτροπή σχετικά με αυτή λόγω του υψηλού προστίμου που υπάρχει κίνδυνος να του επιβληθεί. Προβλέποντας τη χορήγηση απαλλαγής από το πρόστιμο ή σημαντικής μειώσεως του προστίμου σε επιχειρήσεις που προσκομίζουν στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη οριζόντιας συμπράξεως, η ανακοίνωση για τη συνεργασία αποσκοπεί στο να ενθαρρύνει τους μετέχοντες σε σύμπραξη να ενημερώσουν την Επιτροπή σχετικά με την ύπαρξη συμπράξεως.

Τέλος, η Επιτροπή δεν υπερέβη τις εξουσίες που τις απονέμει ο κανονισμός 1/2003 αυτοδεσμευόμενη, με την ανακοίνωση για τη συνεργασία, να ακολουθεί ορισμένους κανόνες συμπεριφοράς προς καθοδήγησή της κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας εκτιμήσεως ως προς την επιμέτρηση των προστίμων και, επομένως, την καλύτερη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έχει την ευχέρεια, αλλά όχι και την υποχρέωση, να επιβάλει πρόστιμο σε επιχείρηση η οποία διέπραξε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Εξάλλου, το άρθρο 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003 δεν απαριθμεί περιοριστικά τα κριτήρια τα οποία μπορεί να λαμβάνει υπόψη κατά την επιμέτρηση του προστίμου η Επιτροπή. Επομένως, η συμπεριφορά της επιχειρήσεως κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας μπορεί να καταλέγεται μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να συνεκτιμώνται κατά την εν λόγω επιμέτρηση.

(βλ. σκέψεις 149-150, 153, 155, 160, 162-163, 168-169, 171, 174-176)

15. Οι αρμοδιότητες της Κοινότητας πρέπει να ασκούνται τηρουμένου του διεθνούς δικαίου. Το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν προστατεύεται μόνον από το διεθνές δίκαιο, αλλά περιλαμβάνεται επίσης στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Πάντως, η ιεραρχική υπεροχή του διεθνούς δικαίου επί του δικαίου της Ένωσης δεν ισχύει έναντι του πρωτογενούς δικαίου, ιδίως δε έναντι των γενικών αρχών στις οποίες περιλαμβάνονται τα θεμελιώδη δικαιώματα. Συναφώς, το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν είναι απόλυτο και πρέπει να εξετάζεται σε σχέση προς τη λειτουργία του εντός της κοινωνίας. Επομένως, μπορούν να επιβάλλονται περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι προς σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους επιδιώκει η Κοινότητα και δεν συνιστούν, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη παρέμβαση που να θίγει την ίδια την υπόσταση του προστατευόμενου δικαιώματος. Δεδομένου ότι η εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ συνιστά ζήτημα κοινοτικού δημόσιου συμφέροντος, επιτρέπεται η επιβολή περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας κατ’ εφαρμογή των άρθρων αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί δεν είναι υπέρμετροι και δεν θίγουν την ίδια την υπόσταση του οικείου δικαιώματος.

(βλ. σκέψεις 187-190)

16. Μολονότι οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΕΚΑΧ δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κανόνας δικαίου τον οποίο οφείλει να τηρεί σε κάθε περίπτωση η διοίκηση, εντούτοις περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους που πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Η Επιτροπή, θεσπίζοντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει εφεξής στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους, αυτοπεριορίστηκε κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις συνέπειες της παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Εξάλλου, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές καθορίζουν κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο τη μέθοδο που η Επιτροπή αυτοδεσμεύτηκε να ακολουθεί όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων και κατοχυρώνουν, κατά συνέπεια, την ασφάλεια δικαίου των επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψεις 200-202)

17. Η σοβαρότητα των παραβιάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης πρέπει να αποδεικνύεται βάσει ικανού αριθμού στοιχείων, όπως είναι, μεταξύ άλλων, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, τούτο δε χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη.

Σύμφωνα με το σημείο 1 A, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΕΚΑΧ, η Επιτροπή οφείλει, στο πλαίσιο αξιολογήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως, να εξετάζει τον πραγματικό αντίκτυπο επί της αγοράς μόνον εφόσον προκύπτει ότι ο αντίκτυπος αυτός δύναται να εκτιμηθεί. Για να εκτιμήσει τον αντίκτυπο αυτό, η Επιτροπή οφείλει να χρησιμοποιήσει ως μέτρο τον ανταγωνισμό που θα υφίστατο υπό κανονικές συνθήκες αν δεν είχε διαπραχθεί η παράβαση. Επομένως, όταν οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι ο πραγματικός αντίκτυπος των συμπράξεων μπορεί να εκτιμηθεί, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη τον πραγματικό αντίκτυπο των παραβάσεων για την εκτίμηση της σοβαρότητάς τους. Συγκεκριμένα, το αποτέλεσμα μιας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρακτικής δεν αποτελεί καθοριστικό κριτήριο για την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων. Στοιχεία σχετικά με το ζήτημα της προθέσεως μπορεί να έχουν μεγαλύτερη σημασία από εκείνα που αφορούν τις επιπτώσεις, κυρίως όταν πρόκειται για εγγενώς σοβαρές παραβάσεις όπως είναι η κατανομή των αγορών. Επομένως, η φύση της παραβάσεως διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο, ιδίως όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των παραβάσεων ως «πολύ σοβαρών». Από την περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αποσκοπούν, ιδίως, στην κατανομή αγορών μπορούν να χαρακτηριστούν, βάσει της φύσεώς τους και μόνον, ως «πολύ σοβαρές», χωρίς να απαιτείται να έχουν οι συμπεριφορές αυτές κάποιον ιδιαίτερο αντίκτυπο στην αγορά ή να επηρεάζουν συγκεκριμένη γεωγραφική έκταση και χωρίς η μη συνεκτίμηση του πραγματικού αντίκτυπου των παραβάσεων να συνεπάγεται παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας.

Υπό τις συνθήκες αυτές, ανεξαρτήτως της προβαλλόμενης διαφορετικής διαρθρώσεως των συμπράξεων, οι παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού που διαπιστώνονται με απόφαση της Επιτροπής καταλέγονται, ως εκ της φύσεώς τους, μεταξύ των σοβαρότερων παραβάσεων του άρθρου 81 ΕΚ, καθόσον συνίστανται σε κρυφή συνεννόηση μεταξύ ανταγωνιστών με σκοπό, αφενός, την κατανομή των αγορών ή την παγίωση των μεριδίων της αγοράς μέσω της μεταξύ τους κατανομής των έργων αγοράς και εγκατάστασης νέων ανελκυστήρων και/ή κυλιόμενων κλιμάκων και, αφετέρου, την αποχή από τον ανταγωνισμό όσον αφορά τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων. Πέραν της σοβαρής στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκαλούν οι εν λόγω συμπράξεις, στο μέτρο που υποχρεώνουν τα συμβαλλόμενα μέρη να εξυπηρετούν χωριστές αγορές οι οποίες συχνά οριοθετούνται από τα εθνικά σύνορα, προκαλούν απομόνωση των εν λόγω αγορών, υποσκάπτοντας με τον τρόπο αυτό την επίτευξη του κύριου σκοπού της Συνθήκης, ήτοι τη δημιουργία ενιαίας κοινοτικής αγοράς. Επιπλέον, παραβάσεις τέτοιου είδους, ιδίως όταν πρόκειται για οριζόντιες συμπράξεις, χαρακτηρίζονται ως πολύ σοβαρές ή ως κατάφωρες.

(βλ. σκέψεις 198, 214-215, 221-223, 234-235, 254)

18. Όσον αφορά τις αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή διαπιστώνει παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού και επιβάλλει πρόστιμα, ο συνιστάμενος στην υποχρέωση αιτιολογήσεως ουσιώδης τύπος τηρείται εφόσον η Επιτροπή αναφέρει, με την απόφασή της, τα στοιχεία εκτιμήσεως που της επέτρεψαν να αξιολογήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, χωρίς να οφείλει να παραθέσει αναλυτικότερη αιτιολογία ή αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου. Εφόσον η Επιτροπή διευκρινίζει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι τα αρχικά ποσά των προστίμων καθορίστηκαν κατόπιν συνεκτιμήσεως της φύσεως των παραβάσεων και της εκτάσεως της οικείας γεωγραφικής αγοράς καθώς και ότι ανέλυσε τη σοβαρότητα των παραβάσεων σε σχέση με τα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων που μετείχαν στη παράβαση, επιφυλάσσοντας σε καθεμία από αυτές διαφορετική μεταχείριση για κάθε παράβαση, αναλόγως του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησαν αυτές σε σχέση με τα προϊόντα που αποτελούσαν αντικείμενο της συμπράξεως στη χώρα την οποία αφορούσε η παράβαση, τα στοιχεία εκτιμήσεως που επέτρεψαν στην Επιτροπή να αξιολογήσει τη σοβαρότητα των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν εκτίθενται επαρκώς με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 253 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 203, 240, 243-245)

19. Όσον αφορά τις αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή διαπιστώνει παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού και επιβάλλει πρόστιμα, το μέγεθος της οικείας αγοράς δεν αποτελεί κατ’ αρχήν υποχρεωτικό στοιχείο, αλλά απλώς ενδεικτικό, μεταξύ άλλων, στοιχείο προς εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, η δε Επιτροπή ουδόλως υποχρεούται να προβαίνει σε οριοθέτηση της οικείας αγοράς ή σε εκτίμηση του μεγέθους της οσάκις η επίμαχη παράβαση έχει σκοπό αντίθετο προς τον ανταγωνισμό. Πράγματι, οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΕΚΑΧ δεν προβλέπουν ότι το ποσό των προστίμων υπολογίζεται με βάση τον συνολικό κύκλο εργασιών ή τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις στη σχετική αγορά. Ωστόσο, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν αποκλείουν ούτε και το να λαμβάνονται υπόψη τέτοιοι κύκλοι εργασιών κατά την επιμέτρηση του ποσού του προστίμου, προκειμένου να τηρηθούν οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις.

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι υπερβολικά τα αρχικά ποσά προστίμων που καθορίστηκαν για παράβαση διαπραχθείσα στο Λουξεμβούργο και τα οποία αντιστοιχούν στο ήμισυ του κατώτατου ορίου που προβλέπουν υπό κανονικές συνθήκες οι κατευθυντήριες γραμμές για πολύ σοβαρές παραβάσεις.

(βλ. σκέψεις 247-248)

20. Στο πλαίσιο του υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η διαφοροποιημένη μεταχείριση των σχετικών επιχειρήσεων είναι σύμφυτη με την άσκηση των εξουσιών που η διάταξη αυτή αναθέτει στην Επιτροπή. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της διακριτικής της ευχέρειας, η Επιτροπή καλείται να εξατομικεύσει την κύρωση με γνώμονα τη συμπεριφορά και τα χαρακτηριστικά των σχετικών επιχειρήσεων προκειμένου να εξασφαλίσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης. Επομένως, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΕΚΑΧ, για μια παράβαση συγκεκριμένης σοβαρότητας, είναι ενδεχομένως σκόπιμο, στις περιπτώσεις στις οποίες εμπλέκονται περισσότερες επιχειρήσεις, όπως στους συνασπισμούς επιχειρήσεων, να προσαρμόζεται το γενικό αρχικό ποσό, προκειμένου να ορίζεται ένα ειδικό αρχικό ποσό που να λαμβάνει υπόψη το ειδικό βάρος και, επομένως, τον πραγματικό αντίκτυπο της παράνομης συμπεριφοράς κάθε επιχειρήσεως στον ανταγωνισμό, ιδίως όταν υφίστανται σημαντικές διαφορές μεγέθους μεταξύ των επιχειρήσεων που διαπράττουν το αυτό είδος παραβάσεως. Ειδικότερα, είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική οικονομική δυνατότητα των επιχειρήσεων που διαπράττουν την παράβαση να προξενήσουν σημαντική ζημία σε άλλες επιχειρήσεις, καθώς και στους καταναλωτές.

Άλλωστε, το δίκαιο της Ένωσης δεν περιλαμβάνει αρχή γενικής ισχύος σύμφωνα με την οποία η κύρωση πρέπει να είναι ανάλογη με τη σπουδαιότητα της επιχειρήσεως στην αγορά των προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως.

Τέλος, όσον αφορά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως με κριτήριο την κατάταξη των μετεχόντων σε σύμπραξη σε κατηγορίες, για να εξακριβωθεί αν μια τέτοια κατάταξη είναι σύμφωνη προς τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, ο έλεγχος νομιμότητας στον οποίο προβαίνει ο δικαστής της Ένωσης όσον αφορά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει συναφώς η Επιτροπή πρέπει να περιορίζεται στο αν η ως άνω κατάταξη παρουσιάζει συνοχή και είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη. Εξάλλου, κατά τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων, η αρχή της επιβολής ισοδύναμων κυρώσεων για την ίδια συμπεριφορά μπορεί να οδηγήσει, όταν το απαιτούν οι περιστάσεις, στον καθορισμό διαφορετικών ποσών για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, χωρίς η διαφοροποίηση αυτή να ανταποκρίνεται σε κάποιον αριθμητικό υπολογισμό.

(βλ. σκέψεις 255-258, 263, 265)

21. Ελαφρυντική περίσταση βάσει του σημείου 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΕΚΑΧ δεν μπορεί να αναγνωρισθεί όταν η παράβαση έληξε πριν από τις πρώτες παρεμβάσεις της Επιτροπής. Κατά την εν λόγω διάταξη, ελαφρυντική περίσταση μπορεί λογικά να συντρέχει μόνον αν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις παροτρύνθηκαν να παύσουν τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές τους από τις ενέργειες της Επιτροπής. Σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να θέτουν τέρμα στις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές τους αμέσως μόλις η Επιτροπή κινεί σχετική έρευνα, οπότε δεν μπορεί να εφαρμοστεί μείωση του προστίμου για τον λόγο αυτόν σε περίπτωση που η παράβαση έχει ήδη λήξει πριν από την ημερομηνία των πρώτων ενεργειών της Επιτροπής. Πράγματι, η εφαρμογή μειώσεως υπό αυτές τις περιστάσεις θα αλληλεπικαλυπτόταν με τη συνεκτίμηση της διάρκειας των παραβάσεων προς τον σκοπό του υπολογισμού του ύψους των προστίμων.

(βλ. σκέψη 274)

22. Το γεγονός ότι μια επιχείρηση που έχει διαπράξει παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης καταρτίζει πρόγραμμα συμμορφώσεως δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να χορηγήσει μείωση του προστίμου λόγω της περιστάσεως αυτής. Εξάλλου, είναι μεν ασφαλώς σημαντικό το ότι μια επιχείρηση έλαβε μέτρα για να εμποδίσει τη μελλοντική διάπραξη νέων παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης από το προσωπικό της, πλην όμως το γεγονός αυτό ουδόλως μεταβάλλει το υποστατό της διαπιστωθείσας παραβάσεως. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη της αυτό το στοιχείο ως ελαφρυντική περίσταση, ιδίως όταν οι παραβάσεις που διαπιστώθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση συνιστούν κατάφωρη παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.

(βλ. σκέψη 282)

23. Η ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων αποτελεί έγγραφο προοριζόμενο να διευκρινίσει, τηρουμένων των υπέρτερων κανόνων δικαίου, τα κριτήρια που η Επιτροπή πρόκειται να εφαρμόσει στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει στο πλαίσιο καθορισμού του ποσού των προστίμων που επιβάλλει για παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Εξ αυτού προκύπτει ένας αυτοπεριορισμός της εξουσίας αυτής, ο οποίος πάντως δεν είναι ασυμβίβαστος με τη διατήρηση σημαντικού περιθωρίου εκτιμήσεως για την Επιτροπή.

Επομένως, η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όταν καλείται να αξιολογήσει αν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει επιχείρηση που έχει εκφράσει την επιθυμία να τύχει εφαρμογής της ανακοινώσεως για τη συνεργασία αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία υπό την έννοια του σημείου 21 της εν λόγω ανακοινώσεως.

Ομοίως, η Επιτροπή, αφού διαπιστώσει ότι τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια του σημείου 21 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία, διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όταν καλείται να καθορίσει το ακριβές ποσοστό κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί το ποσό του προστίμου προς όφελος της οικείας επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, το σημείο 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, της ανακοινώσεως για τη συνεργασία προβλέπει όρια για τη μείωση του ποσού του προστίμου, με βάση τις διάφορες κατηγορίες επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στο σημείο αυτό. Λαμβανομένου υπόψη του εν λόγω περιθωρίου εκτιμήσεως, μόνο πρόδηλη υπέρβασή του μπορεί να οδηγήσει σε επιβολή κυρώσεων από τον δικαστή της Ένωσης.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν υπερβαίνει προδήλως το περιθώριο εκτιμήσεώς της όταν διαπιστώνει ότι μια δήλωση που απλώς ενισχύει, σε ορισμένο βαθμό, δήλωση που είχε ήδη περιέλθει στην Επιτροπή δεν αντιπροσωπεύει σημαντική προστιθέμενη αξία, δεδομένου ότι μια τέτοια δήλωση δεν διευκολύνει σημαντικά το έργο του θεσμικού αυτού οργάνου και, κατά συνέπεια, δεν αρκεί προς δικαιολόγηση της μειώσεως του προστίμου δυνάμει της συνεργασίας.

(βλ. σκέψεις 295-296, 298-300, 309, 311)

24. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συνεργασίας που έχουν παράσχει τα μέλη μίας συμπράξεως κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η Επιτροπή δεν μπορεί να αγνοήσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι διάφορες επιχειρήσεις, στις οποίες επιβάλλεται πρόστιμο λόγω παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, δεν ευρίσκονται σε συγκρίσιμες καταστάσεις, η Επιτροπή δεν παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όταν μειώνει το ποσό του προστίμου ορισμένων επιχειρήσεων, αναλόγως της προστιθέμενης αξίας της αντίστοιχης συνεργασίας τους, ενώ αρνείται να χορηγήσει τέτοια μείωση σε άλλη επιχείρηση δυνάμει της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων. Συναφώς, η εκτίμηση της προστιθέμενης αξίας που αντιπροσωπεύει ορισμένη συνεργασία πραγματοποιείται βάσει αποδεικτικών στοιχείων που βρίσκονται ήδη στην κατοχή της Επιτροπής. Επομένως, όταν μια επιχείρηση προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία που δεν είναι καθοριστικής σημασίας για την απόδειξη μιας συμπράξεως αλλά ενισχύουν απλώς τη δυνατότητα της Επιτροπής να αποδείξει την παράβαση, καθόσον επιβεβαιώνουν τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτή έχει ήδη στην κατοχή της, ή όταν η εν λόγω επιχείρηση ανακοινώνει στην Επιτροπή τα σημαντικής προστιθέμενης αξίας αποδεικτικά στοιχεία μόνον αρκετούς μήνες μετά τις ανακοινώσεις άλλων επιχειρήσεων ενώ, εν πάση περιπτώσει, δεν προσκομίζει έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία αναγόμενα στην επίμαχη περίοδο των πραγματικών περιστατικών, η Επιτροπή δεν υπερβαίνει προδήλως το περιθώριο εκτιμήσεώς της όταν καθορίζει ελάχιστο ποσοστό μείωσης του προστίμου για την οικεία επιχείρηση.

(βλ. σκέψεις 313, 315, 319, 335-336, 344, 347)

25. Όσον αφορά την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας στο πλαίσιο καθορισμού του ποσού των προστίμων που επιβάλλονται λόγω παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, τα εν λόγω πρόστιμα δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, ήτοι σε σχέση με την τήρηση των κανόνων περί ανταγωνισμού, ενώ το ποσό του επιβαλλόμενου σε μια επιχείρηση προστίμου για παράβαση σε υπόθεση ανταγωνισμού πρέπει να είναι ανάλογο με την παράβαση, εκτιμώμενη στο σύνολό της, λαμβανομένης υπόψη, ειδικότερα, της σοβαρότητας της παραβάσεως. Επιπλέον, κατά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων, η Επιτροπή δικαιολογημένα λαμβάνει υπόψη την αναγκαιότητα να διασφαλιστεί το επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων αυτών.

Συναφώς, πρώτον, οι συμπράξεις που συνίστανται κατά κύριο λόγο σε κρυφή συνεννόηση μεταξύ ανταγωνιστών για την κατανομή των αγορών ή την παγίωση των μεριδίων αγοράς μέσω της κατανομής έργων αγοράς και εγκαταστάσεως νέων ανελκυστήρων και/ή κυλιόμενων κλιμάκων και για την αποχή από τον ανταγωνισμό όσον αφορά τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων αποτελούν παραβάσεις οι οποίες καταλέγονται, ως εκ της φύσεώς τους, μεταξύ των σοβαρότερων παραβάσεων του άρθρου 81 ΕΚ.

Δεύτερον, η Επιτροπή, κατά τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων, μπορεί να λαμβάνει υπόψη, ιδίως, το μέγεθος και την οικονομική ισχύ της οικονομικής μονάδας που δρα ως επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Εντούτοις, ως επιχείρηση υπό την ως άνω έννοια δεν λογίζεται καθεμία από τις θυγατρικές που μετείχαν στην παράβαση, αλλά η μητρική εταιρία και οι θυγατρικές της. Τρίτον, όσον αφορά την αναλογικότητα των προστίμων προς το μέγεθος και την οικονομική ισχύ των οικείων οικονομικών ενοτήτων, η Επιτροπή δεσμεύεται από το ανώτατο όριο του 10 % που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η επιβολή του οποίου σκοπό έχει να αποτρέψει το ενδεχόμενο τα πρόστιμα που επιβάλλονται να είναι δυσανάλογα σε σχέση με το μέγεθος της οικείας επιχειρήσεως. Πάντως, σε περίπτωση που το συνολικό ποσό των επιβληθέντων προστίμων ανέρχεται περίπου στο 2 % του ενοποιημένου κύκλου εργασιών της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως κατά το οικονομικό έτος που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ποσό δυσανάλογο σε σχέση με το μέγεθος της εν λόγω επιχειρήσεως.

(βλ. σκέψεις 367-370)