ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

της 21ης Νοεμβρίου 2007

Υπόθεση F-98/07 R

Nicole Petrilli

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων – Αίτηση αναστολής εκτελέσεως και λήψεως προσωρινών μέτρων – Επείγον – Δεν υφίσταται»

Αντικείμενο: Αίτηση βάσει των άρθρων 242 ΕΚ, 243 ΕΚ, 157 EA και 158 EA, με την οποία η N. Petrilli ζητεί, αφενός, την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 2007, περί απορρίψεως της αιτήσεώς της, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, αποσκοπούσας στην παράταση της συμβάσεώς της ως συμβασιούχου υπαλλήλου και, αφετέρου, τη λήψη προσωρινών μέτρων.

Απόφαση: Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απορρίπτεται. Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Fumus boni juris – Επείγον – Σωρευτικός χαρακτήρας

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

2.      Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Επείγον – Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

3.      Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Επείγον – Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

1.      Οι προϋποθέσεις λήψεως προσωρινών μέτρων που αφορούν το επείγον και την αρχή fumus boni juris είναι σωρευτικές, οπότε αίτηση προσωρινών μέτρων πρέπει να απορρίπτεται εφόσον δεν συντρέχει μια από τις εν λόγω προϋποθέσεις.

Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εξετάσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και παραμένει ελεύθερος να καθορίσει, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της υπό κρίση υποθέσεως, τον τρόπο με τον οποίο οι διάφορες αυτές προϋποθέσεις πρέπει να εξεταστούν καθώς και τη σειρά της εξετάσεως αυτής, εφόσον κανένας κανόνας κοινοτικού δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχήμα εξέτασης για να εκτιμήσει την ανάγκη προσωρινής αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 19 και 20)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 9 Αυγούστου 2001, T‑120/01 R, De Nicola κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑171 και II‑783, σκέψεις 12 και 13

2.      Σκοπός της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων δεν είναι να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση μιας ζημίας, αλλά να κατοχυρωθεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της αποφάσεως επί της ουσίας. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, πρέπει τα ζητούμενα μέτρα να είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της ουσίας της υποθέσεως. Στον διάδικο που ζητεί τη λήψη προσωρινών μέτρων απόκειται να αποδείξει ότι αν αναμείνει την έκβαση της δίκης επί της ουσίας της υποθέσεως θα υποστεί τοιαύτη ζημία.

(βλ. σκέψεις 29 και 33)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 25 Μαρτίου 1999, C‑65/99 P(R), Willeme κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑1857, σκέψη 62

ΠΕΚ: 10 Σεπτεμβρίου 1999, T‑173/99 R, Elkaïm και Mazuel κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑155 και II‑811, σκέψη 25· 19 Δεκεμβρίου 2002, T‑320/02 R, Esch-Leonhardt κ.λπ. κατά ΕΚΤ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑325 και II‑1555, σκέψη 27

3.      Η απώλεια ευκαιρίας για την κατάληψη θέσεως προς πλήρωση σε κοινοτικό όργανο συνιστά ζημία υλικής και όχι ηθικής φύσεως.

Όμως, ζημία καθαρά χρηματικής φύσεως δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη, ή έστω δυσχερώς επανορθώσιμη, εφόσον μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερης χρηματοοικονομικής αντισταθμίσεως.

(βλ. σκέψεις 35 και 36)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 30 Νοεμβρίου 1993, T‑549/93 R, D. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑1347, σκέψη 45· 6 Ιουνίου 2006, T‑10/02, Girardot κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. Ι-Α-2-129 και II‑A‑2‑609, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία