ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 22ας Οκτωβρίου 2008

Υπόθεση F-46/07

Μαρία Τζιράνη

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Διορισμός σε βαθμό – Προαγωγή – Θέση διευθυντή – Απόρριψη υποψηφιότητας – Εκτέλεση αποφάσεως του Πρωτοδικείου περί ακυρώσεως αποφάσεως διορισμού – Παραδεκτό»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΑΕ, με την οποία η Μ. Τζιράνη ζητεί, αφενός, να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής της 30ής Αυγούστου 2006, με την οποία ο D. J. διορίστηκε στη θέση του διευθυντή της Διευθύνσεως Β «Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης: πολιτική, διαχείριση και παροχή συμβουλών» της Γενικής Διευθύνσεως «Προσωπικό και Διοίκηση» και με την οποία, ως εκ τούτου, απορρίφθηκε η υποψηφιότητά της για την ίδια θέση και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει αποζημίωση προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας και προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

Απόφαση: Η απόφαση περί απορρίψεως της υποψηφιότητας της προσφεύγουσας-ενάγουσας για τη θέση του διευθυντή της Διευθύνσεως B «Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης: πολιτική, διαχείριση και παροχή συμβουλών» της Γενικής Διευθύνσεως «Προσωπικό και Διοίκηση» της Επιτροπής ακυρώνεται. Η απόφαση της 30ής Αυγούστου 2006, περί διορισμού του D. J. στη θέση του διευθυντή της Διευθύνσεως Β «Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης: πολιτική, διαχείριση και παροχή συμβουλών» της Γενικής Διευθύνσεως «Προσωπικό και Διοίκηση» της Επιτροπής ακυρώνεται. Η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα το ποσό των 10 000 ευρώ ως αποζημίωση. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα έξοδα της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Έννομο συμφέρον – Προσφυγή κατά της μη εκτελέσεως αποφάσεως με την οποία ακυρώθηκε η απόρριψη υποψηφιότητας για κενή θέση – Παραδεκτό

(Άρθρο 233 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως – Έκταση

(Άρθρο 233 ΕΚ)

3.      Υπάλληλοι – Κενή θέση – Πλήρωση με προαγωγή ή μετάθεση – Συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων – Θέσεις βαθμού A 1 ή A 2 – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 29 § 1 και 45 § 1)

4.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Λόγοι ακυρώσεως – Κατάχρηση εξουσίας – Έννοια

5.      Υπάλληλοι – Ίση μεταχείριση – Ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών μονίμων υπαλλήλων – Παρεκκλίσεις

(Άρθρο 141 §§ 3 και 4 ΕΚ)

6.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Αρχή της προσδοκίας επαγγελματικής σταδιοδρομίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 29 § 1, 43 και 45)

7.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Ακύρωση αποφάσεως περί απορρίψεως υποψηφιότητας – Αποκατάσταση της προηγούμενης νομικής κατάστασης του ενδιαφερομένου – Συνακόλουθη ακύρωση μεταγενέστερων πράξεων που αφορούν τρίτους – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

8.      Υπάλληλοι – Αγωγή – Πλήρης δικαιοδοσία – Δυνατότητα του δικαστή να υποχρεώσει αυτεπαγγέλτως το εναγόμενο θεσμικό όργανο στην καταβολή αποζημιώσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

9.      Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη των θεσμικών οργάνων – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας

1.      Ο τρόπος κατά τον οποίο θεσμικό όργανο εκτελεί απόφαση του Πρωτοδικείου με την οποία ακυρώθηκε πράξη του αφορά άμεσα τον αποδέκτη της αποφάσεως αυτής. Ο εν λόγω αποδέκτης νομιμοποιείται, επομένως, να ζητήσει από τον κοινοτικό δικαστή την αναγνώριση ενδεχόμενης παραβάσεως, εκ μέρους του θεσμικού οργάνου, των υποχρεώσεων που αυτό υπέχει από τις εφαρμοστέες διατάξεις. Συνεπώς, προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει απόφαση με την οποία η Επιτροπή διόρισε υποψήφιο σε κενή θέση, καθώς η απόφαση αυτή σχετίζεται με τον τρόπο κατά τον οποίο η Επιτροπή εκτέλεσε την απόφαση του Πρωτοδικείου περί ακυρώσεως προηγούμενης αποφάσεώς της, με την οποία ο ίδιος υποψήφιος είχε διορισθεί στην ίδια θέση. Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν δύναται να επιτύχει νέα προκήρυξη της θέσεως, επειδή η εν λόγω θέση καλύφθηκε εν τω μεταξύ μέσω του διορισμού τρίτου υποψηφίου. Συγκεκριμένα, τα συμφέροντα τρίτων και το συμφέρον της υπηρεσίας μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση των συνεπειών που δύναται να έχει η ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως του θεσμικού οργάνου, εκτίμηση η οποία πρέπει να πραγματοποιείται, εν ανάγκη, κατόπιν εξετάσεως της νομιμότητας της εν λόγω αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 37 και 38)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 28 Φεβρουαρίου 1989, 341/85, 251/86, 258/86, 259/86, 262/86, 266/86, 222/87 και 232/87, van der Stijl και Cullington κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 511, σκέψη 18

ΠΕΚ: 31 Ιανουαρίου 2007, T-166/04, C κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Απόκειται στο θεσμικό όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη να καθορίσει τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως. Κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, η διοικητική αρχή οφείλει όχι μόνο να τηρεί τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, αλλά και να συμμορφώνεται προς το διατακτικό και το σκεπτικό της αποφάσεως που υποχρεούται να εκτελέσει. Η δεσμευτική ενέργεια ακυρωτικής αποφάσεως κοινοτικού δικαιοδοτικού οργάνου εκπορεύεται τόσο από το διατακτικό της όσο και από το σκεπτικό που αποτελεί το αναγκαίο έρεισμά του. Πράγματι, το σκεπτικό αυτό, αφενός, προσδιορίζει τη διάταξη που κρίνεται παράνομη και, αφετέρου, εμφαίνει τους ακριβείς λόγους της παρανομίας που διαπιστώνεται με το διατακτικό, τους οποίους πρέπει να λάβει υπόψη το οικείο κοινοτικό όργανο κατά την αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως. Η διαδικασία αντικαταστάσεως της πράξεως μπορεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να εκκινήσει από το συγκεκριμένο σημείο κατά το οποίο παρεισέδυσε η παρανομία. Συνεπώς, η ακύρωση κοινοτικής πράξεως δεν θίγει κατ’ ανάγκην όλες τις προπαρασκευαστικές πράξεις, αλλά επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση να λάβει υπόψη το χρονικό σημείο κατά το οποίο εκδηλώθηκε η παρανομία, προκειμένου αυτή να εκδώσει νέα πράξη προς αντικατάσταση της ακυρωθείσας.

(βλ. σκέψεις 49 έως 53)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 21 Δεκεμβρίου 1954, 1/54, Γαλλία κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1· 12 Ιουλίου 1962, 14/61, Koninklijke Nederlandsche Hoogovens en Staalfabrieken κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 779· 13 Νοεμβρίου 1963, 98/63 R και 99/63 R, Erba και Reynier κατά Επιτροπής, Συλλογή (μόνο σε ξενόγλωσση έκδοση) 1963, σ. 551, 555· 26 Απριλίου 1988, 97/86, 99/86, 193/86 και 215/86, Aστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2181, σκέψη 27· 12 Νοεμβρίου 1998, C‑415/96, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑6993, σκέψεις 31 και 32· 14 Σεπτεμβρίου 1999, C‑310/97 P, Επιτροπή κατά AssiDomän Kraft Products κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. I‑5363, σκέψη 54

ΠΕΚ: 8 Οκτωβρίου 1992, T‑84/91, Meskens κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II‑2335, σκέψη 73

ΔΔΔ: 17 Απριλίου 2007, F‑44/06 και F‑94/06, C και F κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 33 έως 35

3.      Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει, στις περιπτώσεις ιδίως κατά τις οποίες η προς πλήρωση θέση είναι πολύ υψηλή και αντιστοιχεί στους βαθμούς A 1 ή A 2, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τη σύγκριση των προσόντων των υποψηφίων. Εντούτοις, κατά την άσκηση αυτής της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως, η εν λόγω αρχή οφείλει να τηρεί κατά τον πληρέστερο δυνατό τρόπο όλες τις συναφείς διατάξεις, ήτοι όχι μόνον τις διατάξεις της ανακοινώσεως κενής θέσεως, αλλά και ενδεχόμενους κανόνες διαδικασίας που διέπουν την εκ μέρους της άσκηση της εν λόγω εξουσίας. Συνεπώς, οι εφαρμοστέοι επί της διαδικασίας διορισμού κανόνες αποτελούν ομοίως τμήμα του νομικού πλαισίου το οποίο αυτή οφείλει να τηρεί αυστηρώς.

Προ της λήψεως της τελικής αποφάσεως διορισμού, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή πρέπει να είναι σε θέση να γνωρίζει και να εκτιμήσει η ίδια τα στοιχεία που, κατά τα επιμέρους στάδια της διαδικασίας επιλογής, οδήγησαν τα διάφορα διοικητικά κλιμάκια στην έκδοση των συμβουλευτικών γνωμών που διαβιβάσθηκαν σε αυτήν.

(βλ. σκέψεις 66, 67 και 108)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 6 Ιουλίου 1999, T‑203/97, Forvass κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ.1999, σ. I‑A‑129 και II‑705, σκέψη 45· 20 Σεπτεμβρίου 2001, T‑95/01, Coget κ.λπ. κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑191 και II‑879, σκέψη 113· 9 Ιουλίου 2002, T‑158/01, Tilgenkamp κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑111 και II‑595, σκέψη 50· 18 Σεπτεμβρίου 2003, T‑73/01, Παππάς κατά Επιτροπής των Περιφερειών, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑207 και II‑1011, σκέψη 53· 4 Ιουλίου 2006, T‑88/04, Tζιράνη κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑149 και II‑A‑2‑703, σκέψεις 78 και 81

4.      Με τον όρο «κατάχρηση εξουσίας» νοείται η περίπτωση κατά την οποία διοικητική αρχή χρησιμοποιεί τις εξουσίες της για σκοπό άλλον από εκείνον για τον οποίο οι εξουσίες αυτές της έχουν ανατεθεί. Μια απόφαση έχει ληφθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν, βάσει συγκεκριμένων, αντικειμενικών και συγκλινόντων στοιχείων, προκύπτει ότι αυτή επιδιώκει την επίτευξη σκοπών άλλων από εκείνους τους οποίους αναφέρει. Συνεπώς, δεν αρκεί η επίκληση ορισμένων πραγματικών περιστατικών προς στήριξη των όσων σχετικώς προβάλλονται, αλλά απαιτείται η προσκόμιση συγκεκριμένων, αντικειμενικών και συγκλινουσών στοιχείων, ικανών να θεμελιώσουν το αληθές των προβαλλομένων ή, τουλάχιστον, το πιθανολογούμενον ως αληθές αυτών.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες διαπιστώνεται ότι απόφαση διορισμού δεν ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, η προβαλλόμενη κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της εν λόγω αρχής δεν δύναται να θεμελιωθεί στην εκτίμηση ότι η συγκριτική εξέταση των προσόντων έπρεπε να οδηγήσει σε απόρριψη της υποψηφιότητας του διορισθέντος υποψηφίου.

(βλ. σκέψεις 159 έως 161)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 6 Μαρτίου 2001, C‑274/99 P, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑1611, σκέψη 113

ΠΕΚ: 5 Ιουλίου 2000, T‑111/99, Samper κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑135 και II‑611, σκέψη 64· 26 Νοεμβρίου 2002, T‑103/01, Cwik κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑229 και II‑1137, σκέψη 28· 10 Ιουνίου 2008, T‑282/03, Ceuninck κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 48

5.      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η επιταγή του άρθρου 141, παράγραφος 4, ΕΚ, περί των ευνοϊκών διακρίσεων με βάση το φύλο, μπορεί να αντιταχθεί στα κοινοτικά θεσμικά όργανα, η διάταξη αυτή παρέχει απλώς την ευχέρεια και δεν επιβάλλει υποχρέωση διακρίσεων υπέρ των γυναικών. Μολονότι είναι αληθές ότι η ίση κατανομή των θέσεων εργασίας μεταξύ ανδρών και γυναικών αποτελεί στόχο της Κοινότητας και ότι η Κοινότητα έχει θέσει σε εφαρμογή ευνοϊκές δράσεις και στρατηγικές προκειμένου να προωθήσει την κατάληψη θέσεων εργασίας από γυναίκες υποψηφίους, τα νομοθετήματα επί των οποίων ερείδονται οι στρατηγικές αυτές δεν είναι δεσμευτικού χαρακτήρα και, συνεπώς, ο έλεγχος της εκ μέρους των θεσμικών οργάνων τηρήσεώς τους δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Εν πάση περιπτώσει, επίκληση της αρχής της ισότητας των ευκαιριών χωρεί μόνο στην περίπτωση κατά την οποία οι υποψήφιοι έχουν ίσα προσόντα.

(βλ. σκέψεις 180 έως 183 και 186)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 3 Φεβρουαρίου 2005, T‑137/03, Mancini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑7 και II‑27, σκέψεις 120, 122 έως 124

6.       Η αρχή της προστασίας του δικαιώματος κάθε υπαλλήλου για υπηρεσιακή εξέλιξη εντός του οργάνου στο οποίο εργάζεται πραγματώνεται μέσω της σειράς προτιμήσεως που καθιερώνει το άρθρο 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, όσον αφορά τον τρόπο πληρώσεως κενής θέσεως, και της υποχρεώσεως συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων των υποψηφίων. Προς τούτο, ο ΚΥΚ δεν αναγνωρίζει καμία αξίωση προαγωγής, ακόμη και υπέρ των υπαλλήλων που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις προαγωγής. Ελλείψει συγκεκριμένων επιχειρημάτων τα οποία να αποδεικνύουν ότι η Διοίκηση δημιούργησε στον ενδιαφερόμενο βάσιμες προσδοκίες περί της θέσεως στην οποία αυτός προσέβλεπε, ο τελευταίος δεν δύναται να επικαλείται δικαιολογημένη εμπιστοσύνη περί του διορισμού του στην εν λόγω θέση.

(βλ. σκέψεις 196 και 197)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 12 Φεβρουαρίου 1992, T‑52/90, Volger κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II‑121, σκέψη 24· προπαρατεθείσα απόφαση C κατά Επιτροπής και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔ: 28 Ιουνίου 2007, F‑21/06, Da Silva κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 71 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

7.      Όταν η επαναφορά της έννομης καταστάσεως στην οποία ο προσφεύγων βρισκόταν προ της ακυρώσεως πράξεως από τον κοινοτικό δικαστή συνεπάγεται την ακύρωση πράξεων που είναι μεν μεταγενέστερες. πλην όμως αφορούν τρίτους, η ακύρωση διατάσσεται μόνον εάν, λαμβανομένων, ιδίως, υπόψη της φύσεως της διαπραχθείσας παρανομίας και του υπηρεσιακού συμφέροντος, δεν συνιστά υπέρμετρη κύρωση.

Πράγματι, οι αρχές της αναλογικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλουν τον συγκερασμό του συμφέροντος του προσφεύγοντος, θύματος της παράνομης πράξεως, προς αποκατάσταση του δικαιώματός του και των συμφερόντων τρίτων, η έννομη κατάσταση των οποίων δημιούργησε στους ίδιους δικαιολογημένη εμπιστοσύνη. Διάφορες ενέργειες που λαμβάνουν χώρα μετά το πέρας των προβλεπόμενων από το άρθρο 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ διαδικασιών, όπως η εγγραφή επιτυχώς διαγωνισθέντος σε εφεδρικό πίνακα προσλήψεων, η προαγωγή υπαλλήλου ή ο διορισμός υπαλλήλου σε κενή θέση, δύνανται να θεωρηθούν ως δημιουργούσες έννομη κατάσταση ως προς τον νόμιμο χαρακτήρα της οποίας ο ενδιαφερόμενος δύναται να τρέφει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

(βλ. σκέψη 201)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 1 Ιουνίου 1995, C‑119/94 P, Κούσιος κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. I‑1439, σκέψη 24

ΠΕΚ: 12 Μαΐου 1998, T‑159/96, Wenk κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑193 και II‑593, σκέψη 121· 31 Μαρτίου 2004, T‑10/02, Girardot κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑109 και II‑483, σκέψεις 85 και 86

8.       Προκειμένου να διασφαλίσει, προς το συμφέρον του προσφεύγοντος, την πρακτική αποτελεσματικότητα ακυρωτικής αποφάσεως η οποία δεν συνεπάγεται την εκ νέου κίνηση της διαδικασίας επιλογής προς πλήρωση της θέσεως για την οποία ο εν λόγω προσφεύγων είχε θέσει υποψηφιότητα, ο κοινοτικός δικαστής δύναται να κάνει χρήση της πλήρους δικαιοδοσίας που διαθέτει επί χρηματικών διαφορών και να υποχρεώσει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, το καθού κοινοτικό όργανο στην καταβολή αποζημιώσεως. Ο δικαστής δύναται επίσης να καλέσει το εν λόγω όργανο να προστατεύσει καταλλήλως τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, αναζητώντας μια δίκαιη γι’ αυτόν λύση.

(βλ. σκέψη 214)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 5 Ιουνίου 1980, 24/79, Oberthür κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 229, σκέψη 14

ΠΕΚ: προπαρατεθείσα απόφαση Girardot κατά Επιτροπής, σκέψη 89

ΔΔΔ: 8 Μαΐου 2008, F‑6/07, Suvikas κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 127

9.      Προκειμένου να θεμελιωθεί αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της απορρίψεως της υποψηφιότητας υπαλλήλου για συγκεκριμένη θέση και της υλικής ζημίας που προκάλεσε σε αυτόν η διαφορά μεταξύ των αποδοχών και των ωφελημάτων που θα δικαιούτο σε περίπτωση διορισμού του και αυτών που πράγματι λαμβάνει, πρέπει, κατ’ αρχήν, να αποδεικνύεται ότι υφίσταται άμεση και βέβαιη σχέση αιτίας και αιτιατού μεταξύ της παράνομης πράξεως του οικείου κοινοτικού οργάνου και της εν λόγω ζημίας.

Στην ειδική περίπτωση πληρώσεως θέσεως μέσω προαγωγής, ο απαιτούμενος βαθμός βεβαιότητας της αιτιώδους συνάφειας επιτυγχάνεται όταν η διαπραχθείσα από κοινοτικό όργανο παρανομία στέρησε με βεβαιότητα από πρόσωπο όχι κατ’ ανάγκην την πρόσληψη, επί της οποίας ο ενδιαφερόμενος ουδέποτε μπορεί να αποδείξει ότι είχε δικαίωμα, αλλά μια σοβαρή πιθανότητα διορισμού, με συνέπεια να υποστεί ο ενδιαφερόμενος υλική ζημία συνιστάμενη σε απώλεια εισοδήματος. Εφόσον, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως φαίνεται ιδιαιτέρως πιθανό ότι η τήρηση της νομιμότητας θα οδηγούσε το οικείο κοινοτικό όργανο στην πρόσληψη του υπαλλήλου, η θεωρητική αβεβαιότητα που εξακολουθεί να επικρατεί ως προς την έκβαση που θα είχε μια κανονικώς διεξαχθείσα διαδικασία δεν μπορεί να εμποδίσει την αποκατάσταση της πραγματικής υλικής ζημίας που υπέστη ο ενδιαφερόμενος του οποίου η υποψηφιότητα για θέση που κατά πάσα πιθανότητα θα κατελάμβανε απορρίφθηκε.

(βλ. σκέψεις 216 έως 218)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 5 Οκτωβρίου 2004, T‑45/01, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3315, σκέψεις 149 και 150· 12 Σεπτεμβρίου 2007, T‑250/04, Combescot κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 95 και 96