ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)
της 8ης Μαΐου 2008
Υπόθεση F-6/07
Risto Suvikas
κατά
Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως
«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Παρεμπίπτον διαδικαστικό ζήτημα – Εμπιστευτικά έγγραφα – Έγγραφα που αποκτήθηκαν παρανόμως – Αφαίρεση εγγράφων από τη δικογραφία – Πρόσληψη – Κενή θέση εργασίας – Παράνομη απόρριψη υποψηφιότητας – Ακύρωση – Αγωγή αποζημιώσεως – Απώλεια ευκαιρίας προσλήψεως – Εκτίμηση ex aequo et bono»
Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΑΕ, με την οποία ο R. Suvikas ζητεί, μεταξύ άλλων, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της αρμόδιας για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχής του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2006, περί μη εγγραφής του στον πίνακα των καλύτερων υποψηφίων που καταρτίσθηκε με το πέρας της διαδικασίας επιλογής εκτάκτων υπαλλήλων Conseil/B/024 του Συμβουλίου, και, αφετέρου, την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη.
Απόφαση: Αφαιρούνται από τη δικογραφία τα έγγραφα που προσκόμισε ο προσφεύγων-ενάγων συνημμένα στα παραρτήματα Α 14 έως Α 16 του δικογράφου της προσφυγής. Ακυρώνεται η απόφαση της αρμόδιας για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχής, της 20ής Φεβρουαρίου 2006, περί μη εγγραφής του προσφεύγοντος-ενάγοντος στον κατάλογο των καλύτερων υποψηφίων που καταρτίσθηκε με το πέρας της διαδικασίας επιλογής εκτάκτων υπαλλήλων Conseil/B/024. Το Συμβούλιο υποχρεώνεται να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα το ποσό των 20 000 ευρώ για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστη. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Το Συμβούλιο καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.
Περίληψη
1. Διαδικασία – Παραδεκτό των διαδικαστικών εγγράφων – Εκτίμηση κατά τον χρόνο καταθέσεως του εγγράφου – Αίτηση προς το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης περί αποφάνσεώς του επί παρεμπίπτοντος διαδικαστικού ζητήματος – Παραδεκτή σε κάθε στάδιο της διαδικασίας
(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 114· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 78)
2. Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Εξεταστική επιτροπή – Απόρρητο των εργασιών – Έκταση
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III, άρθρο 6)
3. Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Διαδικασία – Εξουσία εκτιμήσεως συμβουλευτικής επιτροπής επιλογής – Όρια – Τήρηση των όρων της ανακοινώσεως κενής θέσεως
4. Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Διαδικασία – Αξιολόγηση των προσόντων
5. Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Διαδικασία – Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχής – Όρια – Τήρηση των όρων της ανακοινώσεως κενής θέσεως και των διαδικαστικών κανόνων που διέπουν την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως
6. Υπάλληλοι – Προσφυγή – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)
7. Υπάλληλοι – Προσφυγή – Πλήρης δικαιοδοσία – Δυνατότητα αυτεπάγγελτης επιδικάσεως αποζημιώσεως εις βάρος του εναγόμενου θεσμικού οργάνου
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)
8. Υπάλληλοι – Προσφυγή – Πλήρης δικαιοδοσία – Αποκατάσταση της υλικής ζημίας που συνδέεται με την απώλεια ευκαιρίας προσλήψεως λόγω της παράνομης απορρίψεως υποψηφιότητας
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 47, στοιχείο β΄, περίπτωση ii)
9. Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Ακύρωση της προσβαλλόμενης παράνομης πράξεως – Προσήκουσα ικανοποίηση της ηθικής βλάβης
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)
1. Ενώ ο κανόνας του άρθρου 78 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, κατά τον οποίο, αν διάδικος ζητήσει από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) να κρίνει επί παρεμπίπτοντος διαδικαστικού ζητήματος, το Δικαστήριο δύναται να αποφανθεί επί της αιτήσεως με αιτιολογημένη διάταξη ή να συνεξετάσει την αίτηση αυτή με την ουσία της υποθέσεως, αποτελεί κανόνα διαδικασίας ο οποίος από της ενάρξεως ισχύος του εφαρμόζεται επί του συνόλου των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, δεν ισχύει το ίδιο για τους κανόνες βάσει των οποίων το Δικαστήριο ΔΔ δύναται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου αυτού, να αποφανθεί επί του παραδεκτού της αιτήσεως αποφάνσεως επί του παρεμπίπτοντος και οι οποίοι, καθόσον διέπουν το παραδεκτό της εν λόγω αιτήσεως, δεν δύνανται να είναι άλλοι από τους ισχύοντες κατά τον χρόνο υποβολής της.
Οι κανόνες που καθορίζουν τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων κρίνεται το παραδεκτό αιτήσεως περί αποφάνσεως επί παρεμπίπτοντος ζητήματος υποβληθείσας προ της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ είναι αυτοί στους οποίους παρέπεμπε το άρθρο 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το οποίο εφαρμοζόταν mutatis mutandis επί του Δικαστηρίου ΔΔ. Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο 114 αποτελεί τη διάταξη του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου η οποία αντιστοιχεί στο άρθρο 78 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ. Συνεπώς, σε μια τέτοια περίπτωση, επιβάλλεται η εφαρμογή, αφενός, του κανόνα διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 78 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ και, αφετέρου, των κανόνων παραδεκτού στους οποίους παρέπεμπε το άρθρο 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.
Δεδομένου ότι παρεμπίπτον διαδικαστικό ζήτημα, το οποίο πρέπει να διακρίνεται από την ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής, δύναται να ανακύψει σε οιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, η αίτηση με την οποία ζητείται από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού πρέπει να μπορεί να υποβάλλεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας.
(βλ. σκέψεις 49 έως 51 και 54)
2. Η αρχή του απορρήτου των εργασιών των εξεταστικών επιτροπών διαγωνισμών καθιερώθηκε για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας τους και της αμερόληπτης διεξαγωγής των εργασιών τους, ενώ σκοπεί ομοίως στην προστασία του νομίμου συμφέροντος των υποψηφίων περί μη δημοσιοποιήσεως των κρίσεων που αφορούν τις ικανότητες και τα προσόντα τους. Η τήρηση της εν λόγω αρχής απαγορεύει, συνεπώς, τη δημοσιοποίηση των θέσεων που λαμβάνουν τα μέλη εξεταστικών επιτροπών και την αποκάλυψη στοιχείων σχετικών με εκτιμήσεις προσωπικού ή συγκριτικού χαρακτήρα στις οποίες προβαίνουν οι εξεταστικές επιτροπές για τους υποψηφίους.
Εντούτοις, μολονότι οι συγκριτικού χαρακτήρα εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει επιτροπή επιλογής ή ορισμένα μέλη αυτής καλύπτονται, κατ’ αρχήν, από το απόρρητο που περιβάλλει τις εργασίες της εν λόγω επιτροπής, δεν ισχύει το ίδιο για τα έγγραφα που συντάσσονται στο περιθώριο της διαδικασίας επιλογής, τα οποία δεν αποτελούν κατ’ ουσίαν τμήμα των εργασιών της συμβουλευτικής επιτροπής επιλογής στο σύνολό της, αλλά προϊόν της ατομικής πρωτοβουλίας μέλους της επιτροπής. Ο βαθμός εμπιστευτικότητας που χαρακτηρίζει τα έγγραφα αυτά δεν είναι, κατ’ ανάγκην, όμοιος με εκείνον των συγκριτικών εκτιμήσεων της επιτροπής επιλογής, ο οποίος και απαγορεύει την προσκόμισή τους ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ. Ο θεμιτός ή μη τρόπος αποκτήσεως τέτοιων εγγράφων αποτελεί, συνεπώς, στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.
Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται η αφαίρεση από τη δικογραφία των εγγράφων που συνέταξε μέλος της επιτροπής στο περιθώριο της διαδικασίας επιλογής και τα οποία διάδικος έλαβε από τρίτον, ο οποίος τα απέκτησε άνευ αδείας.
(βλ. σκέψεις 57, 58, 60, 61, 64 έως 66 και 71)
Παραπομπή:
ΠΕΚ: 7 Φεβρουαρίου 2001, T‑118/99, Bonaiti Brighina κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑25 και II‑97, σκέψη 46· 5 Απριλίου 2005, T‑336/02, Christensen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑75 και II‑341, σκέψεις 23, 24 και 26
3. Συμβουλευτική επιτροπή επιλογής για την πρόσληψη εκτάκτων υπαλλήλων η οποία συγκροτείται από την αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή διαθέτει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως για την οργάνωση των εργασιών της, υπό τον όρο βεβαίως ότι ενεργεί εντός του πλαισίου που ορίζεται με την ανακοίνωση κενής θέσεως. Συναφώς, η εν λόγω επιτροπή ουδόλως εμποδίζεται να οργανώσει τη διαδικασία σε δύο στάδια, αποκλείοντας τους υποψηφίους σταδιακώς, βάσει κριτηρίων που ορίζονται με την ανακοίνωση κενής θέσεως. Επομένως, το γεγονός ότι η επιτροπή επιλογής εξέτασε τις επιδόσεις των υποψηφίων στη συνέντευξη, βάσει των κριτηρίων που ορίζονται με την ανακοίνωση κενής θέσεως, σε δύο διαδοχικά στάδια δεν καθιστά, αυτό καθ’ εαυτό, παράνομη τη διαδικασία επιλογής.
(βλ. σκέψεις 88 έως 90)
4. Στο πλαίσιο διαγωνισμού, η εξεταστική επιτροπή καλείται να εκτιμήσει στοιχεία γνωστά για τους υποψηφίους, όπως οι τίτλοι σπουδών που αυτοί προσκόμισαν, τα αποτελέσματα των εξετάσεων στις οποίες έλαβαν μέρος ή οι εκθέσεις βαθμολογίας των οποίων οι υποψήφιοι έλαβαν γνώση και επί των οποίων είχαν τη δυνατότητα να διατυπώσουν παρατηρήσεις. Τούτο παρέχει εχέγγυα για τη νομιμότητα της διαδικασίας διαγωνισμού και την προστασία έναντι οιασδήποτε αυθαιρεσίας, καθόσον οι υποψήφιοι γνωρίζουν όλα τα στοιχεία βάσει των οποίων η εξεταστική επιτροπή διαμόρφωσε την κρίση της, την οποία είναι, ως εκ τούτου, σε θέση να αμφισβητήσουν, αν εκτιμούν ότι αυτή δεν είναι ορθή. Αντιθέτως, στον βαθμό κατά τον οποίο η κρίση της εξεταστικής επιτροπής ερείδεται, τουλάχιστον εν μέρει, σε στοιχεία όπως οι πληροφορίες και οι γνώμες προϊσταμένων, τις οποίες οι υποψήφιοι δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν, οι τελευταίοι δεν διαθέτουν καμία δυνατότητα άμυνας έναντι θέσεων που διατυπώθηκαν από τρίτο, οι οποίες ενδέχεται να είναι απολύτως ορθές, δύνανται, όμως, ομοίως, να είναι, για οιονδήποτε λόγο, ανακριβείς. Η μη δυνατότητα των υποψηφίων να λάβουν θέση επί των γνωμών που εξέφρασαν για το πρόσωπό τους οι προϊστάμενοί τους και οι οποίες ελήφθησαν υπόψη από την εξεταστική επιτροπή συνιστά παραβίαση αρχής που διέπει τη διαδικασία διαγωνισμού, η οποία δικαιολογεί την ακύρωση των αποφάσεων περί απορρίψεώς τους.
Όπως η εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού, η συμβουλευτική επιτροπή επιλογής η οποία συγκροτείται από την αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή δεν δύναται να θεμελιώνει την κρίση της, έστω και εν μέρει, σε στοιχεία όπως οι πληροφορίες και οι γνώμες προϊσταμένων, τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι υποψήφιοι δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν και επί των οποίων δεν είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση. Το γεγονός ότι έστω και ένα μόνο μέλος της επιτροπής, ενεργώντας εξ ιδίου ονόματος, συμβουλεύθηκε προϊσταμένους τού υποψηφίου δύναται να καταστήσει παράνομες τις ενέργειες της εν λόγω επιτροπής στο σύνολό της.
(βλ. σκέψεις 93, 94 και 97)
Παραπομπή:
ΔΕΚ: 11 Μαρτίου 1986, 293/84, Sorani κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 967, σκέψεις 17 έως 20· 294/84, Adams κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 977, σκέψεις 22 έως 25
5. Η άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή προϋποθέτει κατ’ ελάχιστον την πλήρη τήρηση όλων των συναφών κανονιστικών διατάξεων, ήτοι όχι μόνον της ανακοινώσεως κενής θέσεως, αλλά και των διαδικαστικών κανόνων που ενδεχομένως διέπουν την εκ μέρους της εν λόγω αρχής άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως.
Εξάλλου, το γεγονός ότι η εν λόγω αρχή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως δεν δύναται να οδηγήσει στην κάλυψη παρανομίας διαπραχθείσας κατά την προπαρασκευαστική της αποφάσεώς της διαδικασία. Ως εκ τούτου, η εκ μέρους της εν λόγω αρχής λήψη αποφάσεως κατόπιν παράνομης προπαρασκευαστικής διαδικασίας καθιστά την απόφαση παράνομη, αν η αρχή παραλείπει να λάβει μέτρα για τη θεραπεία της παρανομίας που διαπιστώθηκε κατά την προπαρασκευαστική αυτή διαδικασία.
(βλ. σκέψεις 101 έως 103)
Παραπομπή:
ΠΕΚ: 18 Σεπτεμβρίου 2003, T‑73/01, Παππάς κατά Επιτροπής των Περιφερειών, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑207 και II‑1011, σκέψη 53
6. Σε περίπτωση ακυρώσεως αποφάσεως της αρμόδιας για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχής περί μη εγγραφής ονόματος υποψηφίου στον πίνακα των καλύτερων υποψηφίων ο οποίος καταρτίσθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας επιλογής εκτάκτων υπαλλήλων ενέχουσας παρανομία, η συνακόλουθη ακύρωση του ίδιου του πίνακα των υποψηφίων, καθώς και των αποφάσεων περί καλύψεως των προς πλήρωση θέσεων με πρόσληψη των περιληφθέντων στον πίνακα υποψηφίων, θα συνιστούσε κύρωση της διαπραχθείσας από το οικείο θεσμικό όργανο παρανομίας υπερβαίνουσα το αναγκαίο μέτρο. Η ανάκληση του διορισμού, ως εκτάκτων υπαλλήλων, των επιλεγέντων υποψηφίων για τον λόγο και μόνον ότι η διαδικασία προσλήψεως ενείχε παρανομία θα ήταν πράγματι αντίθετη προς τις αρχές της αναλογικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και αντίθετη προς το συμφέρον της υπηρεσίας..
(βλ. σκέψεις 109, 111 και 122)
7. Οσάκις από τη στάθμιση των διακυβευόμενων συμφερόντων προκύπτει ότι το συμφέρον της υπηρεσίας και το συμφέρον τρίτων εμποδίζουν τη συνακόλουθη ακύρωση αποφάσεων που έπονται της ακυρωθείσας αποφάσεως, ο κοινοτικός δικαστής δύναται, προκειμένου να εξασφαλίσει, προς το συμφέρον του προσφεύγοντος, την πρακτική αποτελεσματικότητα της ακυρωτικής αποφάσεως, να κάνει χρήση της πλήρους δικαιοδοσίας την οποία έχει επί διαφορών χρηματικού χαρακτήρα και να υποχρεώσει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, το καθού θεσμικό όργανο στην καταβολή αποζημιώσεως. Ο δικαστής δύναται επίσης να καλέσει το εν λόγω όργανο να προστατεύσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα του προσφεύγοντος μέσω της ανευρέσεως δίκαιης για την περίπτωσή του λύσεως.
(βλ. σκέψη 127)
Παραπομπή:
ΔΕΚ: 5 Ιουνίου 1980, 24/79, Oberthür κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 229, σκέψη 14· 6 Ιουλίου 1993, C‑242/90 P, Επιτροπή κατά Albani κ.λπ., Συλλογή 1993, σ. I‑3839, σκέψη 13
ΠΕΚ: 23 Φεβρουαρίου 1994, T‑18/92 και T-68/92, Κούσιος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑47 και II‑171, σκέψη 107
8. Επιλαμβανόμενο διαφοράς χρηματικού χαρακτήρα κατά το άρθρο 91, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ, το Δικαστήριο ΔΔ έχει πλήρη δικαιοδοσία, στο πλαίσιο της οποίας διαθέτει την εξουσία να υποχρεώσει αυτεπαγγέλτως, αν το κρίνει αναγκαίο, τον καθού στην καταβολή αποζημιώσεως για τη ζημία που προκλήθηκε από υπαιτιότητά του και, στην περίπτωση αυτή, να εκτιμήσει κατά δίκαιη κρίση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υποθέσεως, την προκληθείσα ζημία. Επιπλέον, στην περίπτωση κατά την οποία έχει διαπιστώσει την ύπαρξη ζημίας, το Δικαστήριο ΔΔ είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να εκτιμήσει, εντός των ορίων του αιτήματος αποζημιώσεως, τον τρόπο και την έκταση της αποκαταστάσεως της ζημίας, υπό τον όρον ότι, προκειμένου να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος επί των αποφάσεων του Δικαστηρίου ΔΔ, οι αποφάσεις αυτές πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένες και, στην περίπτωση της εκτιμήσεως ζημίας, να εμφαίνουν τα κριτήρια που ελήφθησαν υπόψη για τον καθορισμό του επιδικασθέντος ποσού.
Συναφώς, προκειμένου να καθορισθεί το ύψος της δίκαιης αποζημιώσεως η οποία πρέπει να καταβληθεί σε υποψήφιο που έλαβε μέρος σε διαδικασία επιλογής ενέχουσα παρανομία και ο οποίος απώλεσε ευκαιρία προσλήψεως, επιβάλλεται, πρώτον, να προσδιορισθεί η απώλεια αποδοχών που υπέστη ο εν λόγω υποψήφιος, μέσω του υπολογισμού της διαφοράς μεταξύ των αποδοχών που αυτός θα είχε λάβει αν είχε προσληφθεί και των αποδοχών που όντως έλαβε μετά τη διαπραχθείσα παρανομία, και, δεύτερον, να εκτιμηθεί, υπό τη μορφή ποσοστού, η πιθανότητα προσλήψεώς του, προκειμένου αυτή να επενεργήσει αντιστοίχως στην κατά τα ανωτέρω υπολογισθείσα απώλεια αποδοχών.
Εντούτοις, οσάκις, λόγω ιδιαίτερων περιστάσεων, όπως ο βαθμός αβεβαιότητας περί της επιρροής της διαπιστωθείσας παρανομίας επί της απορρίψεως του υποψηφίου, το Δικαστήριο ΔΔ αδυνατεί να καθορίσει μαθηματικό συντελεστή ο οποίος να αντικατοπτρίζει την απώλεια της ευκαιρίας, επιβάλλεται η επιδίκαση στον ενδιαφερόμενο κατ’ αποκοπήν ποσού, ως αντισταθμίσεως για την απολεσθείσα ευκαιρία.
Κατά τον υπολογισμό του ύψους του εν λόγω κατ’ αποκοπήν ποσού, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο ότι, αν ο υποψήφιος είχε επιλεγεί, θα είχε προσληφθεί ως έκτακτος υπάλληλος με σύμβαση εργασίας διάρκειας έξι ετών. Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 47, στοιχείο β΄, περίπτωση ii, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, το θεσμικό όργανο διαθέτει την ευχέρεια να λύσει τη σύμβαση ορισμένου χρόνου εκτάκτου υπαλλήλου, υπό τον όρο τηρήσεως προθεσμίας καταγγελίας η οποία ορίζεται συμφώνως προς την εν λόγω διάταξη. Εξάλλου, εάν ο προσφεύγων-ενάγων είχε προσληφθεί, δεν θα είχε δικαίωμα για ανανέωση της συμβάσεώς του για δύο ακόμη έτη, μετά την αρχική περίοδο των τεσσάρων ετών.
(βλ. σκέψεις 133 έως 135 και 142 έως 145)
Παραπομπή:
ΔΕΚ: 21 Φεβρουαρίου 2008, C‑348/06 P, Επιτροπή κατά Girardot, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 45 και 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία
ΠΕΚ: 6 Ιουνίου 2006, T‑10/02, Girardot κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑129 και II‑A‑2‑609
9. Η ακύρωση πράξεως της Διοικήσεως προσβληθείσας από υπάλληλο συνιστά, καθ’ εαυτήν, κατάλληλη και, κατ’ αρχήν, ήτοι, εφόσον η εν λόγω πράξη δεν περιέχει ρητές αρνητικές κρίσεις περί των ικανοτήτων του ενδιαφερομένου δυνάμενες να τον θίγουν, επαρκή ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη από την ακυρούμενη πράξη.
(βλ. σκέψη 151)
Παραπομπή:
ΠΕΚ: 26 Ιανουαρίου 1995, T‑60/94, Pierrat κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑23 και II‑77, σκέψη 62· 19 Μαρτίου 1997, T‑21/96, Giannini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑69 και II‑211, σκέψη 35