Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-512/07 P(R) και C-15/08 P(R)
Achille Occhetto
και
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
κατά
Beniamino Donnici
«Αίτηση αναιρέσεως — Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων — Αναστολή εκτελέσεως — Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου — Έλεγχος της εντολής — Ανακήρυξη ως ευρωβουλευτή συνεπεία της παραιτήσεως υποψηφίων του ίδιου ψηφοδελτίου — Έλεγχος του κύρους της παραιτήσεως — Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κηρύσσουσα άκυρη την εντολή υποψηφίου που ανακηρύχθηκε βουλευτής»
Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 13ης Ιανουαρίου 2009 I ‐ 6
Περίληψη της διατάξεως
Αναίρεση – Λόγοι – Πλάνη περί το δίκαιο του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων – Πράξη περί εκλογής των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
(Άρθρο 225 ΕΚ· πράξη περί εκλογής των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με άμεση καθολική ψηφοφορία, άρθρο 12· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 57, εδ. 2· εσωτερικός κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, άρθρο 3 § 3)
Αναίρεση – Λόγοι – Πλάνη περί το δίκαιο του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων – Πράξη περί εκλογής των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
(Άρθρο 225 ΕΚ· πράξη περί εκλογής των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με άμεση καθολική ψηφοφορία, άρθρο 6· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 57, εδ. 2· εσωτερικός κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, άρθρα 3 § 5 και 4 §§ 3 και 9)
Αναίρεση – Λόγοι – Πλάνη περί το δίκαιο του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων – Πράξη περί εκλογής των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
(Άρθρο 225 ΕΚ· Πράξη περί εκλογής των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με άμεση καθολική ψηφοφορία, άρθρο 12· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 57, εδ. 2)
Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Αναστολή εκτελέσεως πράξεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που κηρύσσει άκυρη την εντολή μέλους του
(Άρθρο 242 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)
Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Αναστολή εκτελέσεως πράξεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που κηρύσσει άκυρη την εντολή μέλους του
(Άρθρο 242 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)
Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, όταν ερμηνεύει την περιεχόμενη στο άρθρο αυτό έκφραση «λαμβάνει υπόψη» υπό την έννοια ότι το Κοινοβούλιο δεν διαθέτει καμία διακριτική ευχέρεια επί των αποτελεσμάτων που ανακοινώνονται από τα κράτη μέλη, δεν υποπίπτει σε πρόδηλη πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12 της Πράξεως του 1976, περί εκλογής των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με άμεση καθολική ψηφοφορία, όπως έχει τροποποιηθεί και αναριθμηθεί με την απόφαση 2002/772.
Πράγματι, το εν λόγω άρθρο ορίζει ρητώς ότι το Κοινοβούλιο, αφενός, πρέπει να «λαμβάνει υπόψη» τα αποτελέσματα που δηλώνονται επισήμως από τα κράτη μέλη και, αφετέρου, μπορεί να αποφασίζει επί των ενδεχομένων διαφορών μόνο «[βάσει] των διατάξεων [αυτής] της […] πράξεως», αυτό δε «εξαιρουμένων των εθνικών διατάξεων στις οποίες παραπέμπει η πράξη αυτή». Κατά συνέπεια, το κείμενο του άρθρου 12 της Πράξεως του 1976 φαίνεται εκ πρώτης όψεως να συνηγορεί υπέρ της συσταλτικής του ερμηνείας. Επιπλέον, προκειμένου περί του ελέγχου της εντολής των μελών του Κοινοβουλίου, το άρθρο 12 της Πράξεως του 1976 και το άρθρο 3, παράγραφος 3, του εσωτερικού κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου παρέχουν σ’ αυτό την εξουσία να αποφασίζει για το κύρος της εντολής εκάστου των νεοεκλεγέντων βουλευτών του, καθώς και επί των ενδεχομένων αμφισβητήσεων οι οποίες προβάλλονται βάσει των διατάξεων της Πράξεως του 1976, αλλά όμως, «εξαιρουμένων των εθνικών διατάξεων στις οποίες παραπέμπει η πράξη αυτή» και «εξαιρουμένων των αμφισβητήσεων που απορρέουν από εθνικούς εκλογικούς νόμους» αντιστοίχως. Οι εξαιρέσεις αυτές αποτελούν επίσης σαφείς ενδείξεις του γεγονότος ότι το Κοινοβούλιο δεν είναι γενικώς αρμόδιο να αποφαίνεται επί της νομιμότητας των εθνικών εκλογικών διαδικασιών από απόψεως κοινοτικού δικαίου.
(βλ. σκέψεις 30-32, 35)
Μια διάταξη ασφαλιστικών μέτρων που καταλήγει ότι το άρθρο αυτό αφορά μόνον τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν πάσχει πρόδηλη πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6 της Πράξεως του 1976, περί εκλογής των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με άμεση καθολική ψηφοφορία, όπως έχει τροποποιηθεί και αναριθμηθεί με την απόφαση 2002/772.
Συναφώς, το κείμενο του άρθρου 6 της Πράξεως του 1976 αφενός μεν αναφέρει ρητώς «τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου», αφετέρου δε κάνει μνεία της σχετικής με την ψήφο προνομίας αυτών των μελών, προνομίας η οποία, ως εκ της φύσεώς της, δεν μπορεί να συνδέεται με την ιδιότητα του υποψηφίου που ανακηρύσσεται επισήμως εκλεγείς στη μετεκλογική σειρά κατατάξεως. Και ναι μεν είναι αληθές ότι, κατά γενικό κανόνα, η ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου δεν μπορεί να συνίσταται σε μια αυστηρή προσήλωση στο γράμμα της, χωρίς ουδόλως να λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και ο σκοπός της, είναι όμως εξ ίσου αληθές ότι το εν λόγω άρθρο δεν μπορεί, από μόνο του, να θεμελιώσει γενική αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου να κρίνει τη νομιμότητα των εκλογικών διαδικασιών των κρατών μελών υπό το πρίσμα του συνόλου των αρχών στις οποίες υποτίθεται ότι στηρίζεται, και ιδίως των αρχών του άρθρου 3 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Σύμφωνα άλλωστε με την αρχή περί ιεραρχήσεως της τυπικής ισχύος των κανόνων δικαίου, οι διατάξεις του εσωτερικού κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως οι των άρθρων 3, παράγραφος 5, και 4, παράγραφοι 3 και 9, δεν μπορούν να επιτρέπουν παρέκκλιση από τις διατάξεις της Πράξεως του 1976. Πράγματι, ο εσωτερικός κανονισμός αποτελεί πράξη εσωτερικής οργάνωσης που δεν μπορεί να απονέμει στο Κοινοβούλιο αρμοδιότητες που δεν του αναγνωρίζονται ρητά από νομοθετική πράξη, εν προκειμένω δηλαδή από την Πράξη του 1976. Κατά συνέπεια, τουλάχιστον στο πλαίσιο εξετάσεως του fumus boni juris, οι διατάξεις του εσωτερικού κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου χρήζουν ερμηνείας υπό το φως του γράμματος και του πνεύματος των διατάξεων της Πράξεως του 1976, και όχι το αντίθετο.
(βλ. σκέψεις 40-43, 45-46)
Η ερμηνεία κατά την οποία το άρθρο 12 της Πράξεως του 1976, περί εκλογής των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με άμεση καθολική ψηφοφορία, όπως έχει τροποποιηθεί και αναριθμηθεί με την απόφαση 2002/772, δεν προβλέπει κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών αρχών και του Κοινοβουλίου και άσκηση αυτών των αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο ξεχωριστών διαδικασιών, αλλά μία ενιαία διαδικασία λήψεως αποφάσεων, στην οποία συμμετέχουν τόσο το Κοινοβούλιο όσο και οι εθνικές αρχές, δεν παρίσταται, εκ πρώτης όψεως, σύμφωνη προς την εν λόγω διάταξη. Πράγματι, οσάκις μια εθνική πράξη εντάσσεται στο πλαίσιο διαδικασίας λήψεως κοινοτικής αποφάσεως και, ως εκ της κατανομής των αρμοδιοτήτων στον συγκεκριμένο τομέα, δεσμεύει τη λαμβάνουσα την απόφαση κοινοτική αρχή κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η εθνική αυτή πράξη να καθορίζει τους όρους της εκδοθησομένης κοινοτικής αποφάσεως, οι πλημμέλειες που πάσχει ενδεχομένως η εν λόγω εθνική πράξη δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να θίξουν το κύρος της αποφάσεως της κοινοτικής αρχής. Το δίδαγμα αυτό έχει σημασία, αν ιδίως ληφθεί υπόψη η κατανομή αρμοδιοτήτων, όπως αυτή προκύπτει από το άρθρο 12 της Πράξεως του 1976.
Κατά συνέπεια, διάταξη ασφαλιστικών μέτρων που καταλήγει ότι οι πλημμέλειες που πάσχει ενδεχομένως η απόφαση εθνικής εκλογικής επιτροπής, που ανακηρύσσει έναν υποψήφιο μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δεν θίγουν την απόφαση του Κοινοβουλίου περί ελέγχου της εντολής του εν λόγω μέλους δεν πάσχει πρόδηλη πλάνη περί το δίκαιο ούτε σφάλμα αιτιολογίας.
(βλ. σκέψεις 50-51, 53-54)
Σκοπός της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων είναι να κατοχυρωθεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της αποφάσεως επί της ουσίας. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, πρέπει τα ζητούμενα μέτρα να είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της κύριας δίκης. Επομένως, για να εξετάσει το επείγον της αναστολής εκτελέσεως πράξεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που κρίνει ανίσχυρη την εντολή μέλους του, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων οφείλει να λάβει υπόψη μόνον τα συμφέροντα του αιτούντος, ειδικότερα δε τον κίνδυνο προκλήσεως σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας σ’ αυτά τα συμφέροντα, χωρίς να συνεκτιμά άλλα στοιχεία γενικού χαρακτήρα, όπως, εν προκειμένω, η συνέχεια της πολιτικής εκπροσωπήσεως, στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να ληφθούν υπόψη μόνο στο πλαίσιο της σταθμίσεως των εμπλεκομένων συμφερόντων.
(βλ. σκέψεις 57-58)
Στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων όπου ζητείται η αναστολή εκτελέσεως πράξεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που κρίνει ανίσχυρη την εντολή μέλους του, όταν ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων καταλήγει ότι υφίσταται ισότητα μεταξύ των ειδικών και άμεσων συμφερόντων του εν λόγω μέλους και του αντικαταστάτη του, λαμβάνει υπόψη τα γενικότερα συμφέροντα που, υπ’ αυτές τις περιστάσεις, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, δηλαδή αφενός μεν το συμφέρον του οικείου κράτους μέλους να γίνει σεβαστή από το Κοινοβούλιο η εκλογική του νομοθεσία και να εισέλθουν στο Κοινοβούλιο οι βουλευτές που εκλέγονται σύμφωνα με τις εκλογικές του διαδικασίες και ανακηρύσσονται από ένα από τα ανώτατα δικαστήρια αυτού του κράτους μέλους, αφετέρου δε το συμφέρον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να διαφυλαχθεί η ισχύς των αποφάσεώς του, η πολιτική του νομιμοποίηση και το συμφέρον του να κατέχει έδρα ο υποψήφιος που έλαβε τις περισσότερες ψήφους. Μόνον αφού διαπιστώσει αυτή την ισότητα μεταξύ τόσο των ειδικών όσο και των γενικών εμπλεκομένων συμφερόντων, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων λαμβάνει υπόψη τον σοβαρό χαρακτήρα των προβληθέντων λόγων για να στοιχειοθετήσει το fumus boni juris.
(βλ. σκέψεις 66-67, 70)