ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 13ης Ιανουαρίου 2009 ( *1 )

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-512/07 P(R) και C-15/08 P(R),

με αντικείμενο δύο αιτήσεις αναιρέσεως, βάσει του άρθρου 57, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Νοεμβρίου 2007 και στις , αντιστοίχως,

Achille Occhetto, κάτοικος Ρώμης (Ιταλία), εκπροσωπούμενος από τους P. De Caterini και F. Paola, avvocati, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

και

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους H. Krück, N. Lorenz και L. Visaggio,

αναιρεσείοντες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι

ο Beniamino Donnici, κάτοικος Castrolibero (Ιταλία), εκπροσωπούμενος από τους M. Sanino, G. M. Roberti, I. Perego και P. Salvatore, avvocati,

προσφεύγων πρωτοδίκως,

η Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα M. Poiares Maduro,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Με τις αιτήσεις τους αναιρέσεως, ο A. Occhetto και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητούν να αναιρεθεί η διάταξη του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 15ης Νοεμβρίου 2007, T-215/07 R, Donnici κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 2007, σ. II-4673, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη), με την οποία αυτός διέταξε την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της για τον έλεγχο της εντολής του B. Donnici [2007/2121(REG), στο εξής: επίδικη απόφαση].

2

Δεδομένου ότι οι ανωτέρω αιτήσεις αναιρέσεως είναι συναφείς ως αφορώσες το ίδιο αντικείμενο, ενδείκνυται η συνεκδίκασή τους, κατά το άρθρο 43 του Κανονισμού Διαδικασίας, για τους σκοπούς αυτής της διατάξεως.

Το νομικό πλαίσιο

Η Πράξη του 1976

3

Τα άρθρα 6 έως 8, 12 και 13, παράγραφος 3, της Πράξεως εκλογής των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με άμεση καθολική ψηφοφορία (GU 1976, L 278, σ. 5), όπως έχει τροποποιηθεί και αναριθμηθεί εσχάτως με την απόφαση 2002/772/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002 και της (ΕΕ L 283, σ. 1, στο εξής: Πράξη του 1976), προβλέπουν τα εξής:

«Άρθρο 6

1.   Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ψηφίζουν ατομικώς και προσωπικώς. Δεν δεσμεύονται από οδηγίες ούτε δέχονται επιτακτική εντολή.

2.   Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απολαύουν των προνομίων και ασυλιών που ισχύουν γι αυτά δυνάμει του Πρωτοκόλλου της 8ης Απριλίου 1965 περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 7

1.   Η ιδιότητα του μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν συμβιβάζεται προς την ιδιότητα του:

μέλους της κυβερνήσεως ενός κράτους μέλους,

μέλους της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

δικαστού, γενικού εισαγγελέως ή γραμματέως του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή του Πρωτοδικείου,

μέλους της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας,

μέλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

Διαμεσολαβητή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

μέλους της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας,

μέλους των επιτροπών ή οργανισμών, που συνεστήθησαν δυνάμει ή κατ’ εφαρμογή των Συνθηκών περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας για τη διοίκηση κοινοτικών ταμείων ή για συνεχή και άμεση άσκηση καθηκόντων διαχειρίσεως,

μέλους του διοικητικού συμβουλίου, της διευθυνούσης επιτροπής ή υπαλλήλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων,

εν ενεργεία υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού των θεσμικών οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των οργάνων ή οργανισμών που συνδέονται μ’ αυτά ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

2.   Από την εκλογή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του 2004, η ιδιότητα του μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν είναι συμβατή με την ιδιότητα του μέλους εθνικού κοινοβουλίου.

Κατά παρέκκλιση από τον κανόνα αυτό και με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3:

τα μέλη του εθνικού κοινοβουλίου της Ιρλανδίας τα οποία εκλέγονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε μεταγενέστερες εκλογές μπορούν να ασκούν ταυτόχρονα τα δύο καθήκοντα έως τις επόμενες εκλογές του εθνικού κοινοβουλίου της Ιρλανδίας, οπότε τίθεται σε εφαρμογή το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου,

τα μέλη του εθνικού κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου που είναι συγχρόνως μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την πενταετή περίοδο προ της εκλογής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του 2004 μπορούν να ασκούν ταυτόχρονα τα δύο καθήκοντα έως τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του 2009, οπότε τίθεται σε εφαρμογή το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

[…]

Άρθρο 8

Mε την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας πράξης, η εκλογική διαδικασία διέπεται, σε κάθε κράτος μέλος, από τις εθνικές διατάξεις.

Οι εθνικές αυτές διατάξεις, που ενδεχομένως λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες των κρατών μελών, δεν πρέπει συνολικά να θίγουν την αναλογικότητα του εκλογικού συστήματος.

[…]

Άρθρο 12

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προβαίνει στην εξέλεγξη των εγγράφων νομιμοποιήσεως των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Για τον σκοπό αυτό το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα που δηλώνονται επισήμως από τα κράτη μέλη και αποφασίζει επί των διαφορών οι οποίες θα ηδύναντο ενδεχομένως να ανακύψουν από την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας πράξεως, εξαιρουμένων των εθνικών διατάξεων στις οποίες παραπέμπει η πράξη αυτή.

Άρθρο 13

[…]

3.   Όταν η νομοθεσία κράτους μέλους προβλέπει ρητώς την έκπτωση μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από το αξίωμά του, η θητεία του λήγει κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτής της νομοθεσίας. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές ενημερώνουν σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.»

Ο εσωτερικός κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

4

Τα άρθρα 3 και 4, παράγραφοι 3 και 9, του εσωτερικού κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχουν ως ακολούθως:

«Άρθρο 3

Έλεγχος της εντολής

1.   Μετά τις εκλογές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο [Π]ρόεδρος καλεί τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να ανακοινώσουν στο Κοινοβούλιο αμελλητί τα ονόματα των εκλεγέντων βουλευτών, προκειμένου όλοι οι βουλευτές να είναι σε θέση να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο με την έναρξη της πρώτης συνεδρίασης μετά τις εκλογές.

Συγχρόνως, ο [Π]ρόεδρος εφιστά την προσοχή των αρχών αυτών στις σχετικές διατάξεις της [Πράξεως του 1976] και τις καλεί να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να αποτρέψουν κάθε ασυμβίβαστο με το αξίωμα του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

2.   Κάθε βουλευτής, η εκλογή του οποίου έχει ανακοινωθεί στο Κοινοβούλιο, προβαίνει σε γραπτή δήλωση, προτού καταλάβει την έδρα του στο Κοινοβούλιο, ότι δεν κατέχει οποιοδήποτε αξίωμα ασυμβίβαστο με την ιδιότητά του ως βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, της [Πράξεως του 1976]. Κατόπιν γενικών εκλογών, η δήλωση αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί, εφόσον είναι δυνατόν, το αργότερο έξι ημέρες πριν από τη σύνοδο για τη συγκρότηση του Κοινοβουλίου σε Σώμα. Έως ότου ελεγχθεί η εντολή του βουλευτή ή εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση διαφοράς, και υπό τον όρο ότι έχει προηγουμένως υπογράψει την προαναφερθείσα έγγραφη δήλωση, ο βουλευτής καταλαμβάνει την έδρα του στο Κοινοβούλιο και συμμετέχει στα όργανά του με πλήρη δικαιώματα.

Εφόσον έχει διαπιστωθεί με στοιχεία επαληθεύσιμα από πηγές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό ότι βουλευτής κατέχει αξίωμα ασυμβίβαστο προς την ιδιότητα του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, της [Πράξεως του 1976], το Κοινοβούλιο, με βάση τις πληροφορίες που προσκομίζει ο [Π]ρόεδρός του, διαπιστώνει τη χηρεία της έδρας.

3.   Το Κοινοβούλιο προβαίνει αμέσως, με βάση την έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του, στον έλεγχο της εντολής και αποφασίζει για το κύρος της εντολής εκάστου των νεοεκλεγέντων βουλευτών του, καθώς και επί των ενδεχομένων αμφισβητήσεων, οι οποίες προβάλλονται βάσει των διατάξεων της [Πράξεως του 1976], εξαιρουμένων των αμφισβητήσεων που απορρέουν από εθνικούς εκλογικούς νόμους.

4.   Η έκθεση της αρμόδιας επιτροπής βασίζεται στην επίσημη ανακοίνωση από κάθε κράτος μέλος του συνόλου των εκλογικών αποτελεσμάτων, στην οποία αναγράφονται τα ονόματα των εκλεγέντων υποψηφίων, καθώς και των ενδεχομένων αντικαταστατών, με τη σειρά που προκύπτει από το αποτέλεσμα των εκλογών.

Ο έλεγχος της εντολής βουλευτή μπορεί να γίνει μόνον εφόσον ο τελευταίος έχει προβεί στις γραπτές δηλώσεις που απαιτούνται κατά το παρόν άρθρο, καθώς και κατά το παράρτημα Ι του παρόντος Κανονισμού.

Το Κοινοβούλιο, στηριζόμενο σε έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του, μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφαίνεται επί ενδεχομένων ενστάσεων σχετικά με το κύρος της εντολής οιουδήποτε βουλευτή του.

5.   Εφόσον ο διορισμός βουλευτή είναι συνέπεια της παραίτησης υποψηφίων του ίδιου ψηφοδελτίου, η αρμόδια για τον έλεγχο της εντολής επιτροπή μεριμνά ώστε η παραίτηση αυτή να υποβάλλεται σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα της [Πράξεως του 1976], καθώς και του άρθρου 4, παράγραφος 3, του παρόντος Κανονισμού.

6.   Η αρμόδια επιτροπή μεριμνά ώστε κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να επηρεάσει την άσκηση της εντολής βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή τη σειρά κατάταξης των αντικαταστατών να γνωστοποιείται αμέσως στο Κοινοβούλιο από τις αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης· στη γνωστοποίηση αναφέρεται η ημερομηνία έναρξης ισχύος, εφόσον πρόκειται περί διορισμού.

Στην περίπτωση κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κινούν κατά βουλευτή διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει στην κήρυξη της έκπτωσής του, ο Πρόεδρος ζητεί από τις εθνικές αρχές να τον ενημερώνουν τακτικά για την πορεία της διαδικασίας. Παραπέμπει το ζήτημα στην αρμόδια επιτροπή, ύστερα από πρόταση της οποίας το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφανθεί.

Άρθρο 4

Διάρκεια της εντολής

[…]

3.   Κάθε βουλευτής που υποβάλλει παραίτηση κοινοποιεί στον Πρόεδρο την παραίτηση, καθώς και την ημερομηνία κατά την οποία αυτή αρχίζει να ισχύει, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει τους τρεις μήνες μετά την κοινοποίηση. Η κοινοποίηση αυτή λαμβάνει τη μορφή πρακτικού που συντάσσεται παρόντος του Γενικού Γραμματέα ή του εκπροσώπου του, υπογράφεται από αυτόν, καθώς και τον ενδιαφερόμενο βουλευτή, και υποβάλλεται αμέσως στην αρμόδια επιτροπή, η οποία την εγγράφει στην ημερήσια διάταξη της πρώτης συνεδρίασης μετά [την παραλαβή] του εν λόγω εγγράφου.

Εάν η αρμόδια επιτροπή κρίνει ότι η παραίτηση δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα ή το γράμμα της [πράξης του 1976], ενημερώνει το Κοινοβούλιο προκειμένου αυτό να αποφασίσει εάν θα διαπιστώσει ή όχι τη χηρεία.

Σε αντίθετη περίπτωση, η διαπίστωση της χηρείας πραγματοποιείται από την ημερομηνία που αναφέρεται από τον παραιτούμενο βουλευτή στο πρακτικό παραίτησης. Το Κοινοβούλιο δεν προβαίνει σε ψηφοφορία επί του θέματος.

[…]

9.   Το Κοινοβούλιο επιφυλάσσεται, στην περίπτωση που η αποδοχή της εντολής ή η ακύρωσή της φαίνονται πλημμελείς, είτε λόγω συγκεκριμένης ανακρίβειας είτε λόγω έλλειψης συναίνεσης, να χαρακτηρίσει άκυρη την υπό εξέταση εντολή ή να αρνηθεί να διαπιστώσει τη χηρεία της έδρας.»

Το καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

5

Σύμφωνα με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 2005/684/ΕΚ, Ευρατόμ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28ης Σεπτεμβρίου 2005 για τη θέσπιση του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΕ L 262, σ. 1, στο εξής: καθεστώς των βουλευτών), «[η] ελευθερία και ανεξαρτησία του βουλευτή, την οποία προστατεύει το άρθρο 2, χρήζει ρυθμίσεως και δεν μνημονεύεται στα κείμενα του πρωτογενούς δικαίου. Δηλώσεις, με τις οποίες βουλευτές αναλαμβάνουν την υποχρέωση να παραιτηθούν της εντολής τους σε καθορισμένη χρονική στιγμή, ή εν λευκώ δηλώσεις για την παραίτηση από την εντολή, τις οποίες ένας συνδυασμός μπορεί να χρησιμοποιήσει κατά βούληση, δεν συμβιβάζονται με την ελευθερία και ανεξαρτησία του βουλευτή και δεν είναι, συνεπώς, δυνατόν να έχουν νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα».

6

Η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του καθεστώτος των βουλευτών διευκρινίζει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω καθεστώτος επαναλαμβάνει εξ ολοκλήρου τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Πράξεως του 1976.

7

Τα άρθρα 2 και 30 του καθεστώτος των βουλευτών ορίζουν τα εξής:

«Άρθρο 2

1.   Οι βουλευτές είναι ελεύθεροι και ανεξάρτητοι.

2.   Συμφωνίες σχετικά με την παραίτηση από την εντολή πριν από τη λήξη ή κατά το τέλος κοινοβουλευτικής περιόδου είναι άκυρες.

[…]

Άρθρο 30

Το παρόν καθεστώς τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα της κοινοβουλευτικής περιόδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που αρχίζει το έτος 2009.»

Το ιστορικό της διαφοράς

8

Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 6 έως 17 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως ως εξής:

«6

Στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που διεξήχθησαν στις 12 και 13 Ιουνίου 2004, ο Beniamino Donnici […] ήταν υποψήφιος στο κοινό ψηφοδέλτιο “Società Civile — Di Pietro Occhetto”, στην εκλογική περιφέρεια της Μεσημβρινής Ιταλίας. Το ψηφοδέλτιο αυτό έλαβε δύο έδρες, την πρώτη σ’ αυτή την εκλογική περιφέρεια και τη δεύτερη στη Βορειοδυτική Ιταλία. Ο A. Di Pietro, ο οποίος είχε έρθει πρώτος στις δύο εκλογικές περιφέρειες, επέλεξε την εκλογική περιφέρεια της Μεσημβρινής Ιταλίας.

7

Ο A. Occhetto εμφανιζόταν στη δεύτερη θέση στα ψηφοδέλτια, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των ψήφων που ελήφθησαν στις δύο εκλογικές περιφέρειες, προηγούμενος του [B. Donnici] στην εκλογική περιφέρεια της Μεσημβρινής Ιταλίας, ο δε G. Chiesa σ’ αυτή της Βορειοδυτικής Ιταλίας. Δεδομένου ότι ο Α. Di Pietro επέλεξε την έδρα της Μεσημβρινής Ιταλίας, ο Α. Occhetto θα έπρεπε να ανακηρυχθεί εκλεγείς στην εκλογική περιφέρεια της Βορειοδυτικής Ιταλίας. Πάντως, με γραπτή δήλωση, η οποία υπογράφηκε ενώπιον συμβολαιογράφου στις 6 Ιουλίου 2004 και περιήλθε στις στο Ufficio elettorale nazionale per il Parlamento europeo presso la Corte di cassazione (εθνική επιτροπή εκλογικών διαδικασιών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ιταλικό αναιρετικό δικαστήριο, στο εξής: ιταλική επιτροπή εκλογικών διαδικασιών), ο Α. Occhetto, ο οποίος κατείχε τότε έδρα στην ιταλική Γερουσία, παραιτήθηκε “αμετακλήτως” από την ανάδειξή του στο αξίωμα του ευρωβουλευτή και στις δύο εκλογικές περιφέρειες.

8

Κατόπιν αυτής της παραιτήσεως, η ιταλική επιτροπή εκλογικών διαδικασιών ανακοίνωσε στο Κοινοβούλιο, στις 12 Νοεμβρίου 2004, τα επίσημα αποτελέσματα των εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μαζί με τον κατάλογο των εκλεγομένων υποψηφίων και των αντικαταστατών τους. Η ιταλική επιτροπή εκλογικών διαδικασιών ανακήρυξε ως εκλεγέντες τον G. Chiesa στην εκλογική περιφέρεια της Βορειοδυτικής Ιταλίας και τον A. Di Pietro σ’ αυτή της Μεσημβρινής Ιταλίας, οπότε ο [B. Donnici] κατέστη ο πρώτος από τους επιλαχόντες στη δεύτερη αυτή εκλογική περιφέρεια.

9

Κατά τις βουλευτικές εκλογές της 9ης και 10ης Απριλίου 2006 στην Ιταλία, ο A. Di Pietro εξελέγη βουλευτής στο ιταλικό Κοινοβούλιο και επέλεξε να έχει την εθνική βουλευτική ιδιότητα από τις . Δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, της Πράξεως του 1976, το αξίωμα αυτό ήταν ασυμβίβαστο προς την ιδιότητα του μέλους του Κοινοβουλίου, το Κοινοβούλιο διαπίστωσε, στις , ότι η εν λόγω έδρα χηρεύει από της επομένης και πληροφόρησε σχετικώς την Ιταλική Δημοκρατία.

10

Με δήλωση της 27ης Απριλίου 2006 προς την ιταλική επιτροπή εκλογικών διαδικασιών, ο A. Occhetto ανακάλεσε την παραίτησή του της , εκφράζοντας “τη βούλησή του να διαδεχθεί, ως πρώτος από τους επιλαχόντες στην εκλογική περιφέρεια [της Μεσημβρινής Ιταλίας], τον [Di] Pietro, οπότε έπρεπε να θεωρηθεί άνευ αποτελεσμάτων και εν πάση περιπτώσει ανακληθείσα οποιαδήποτε προηγουμένως εξωτερίκευση διαφορετικής βουλήσεως […] και εν πάση περιπτώσει έπρεπε να ληφθεί συναφώς υπόψη η εκφρασθείσα κατά την ημερομηνία ανακηρύξεως των εκλεγέντων βούληση”.

11

Κατόπιν αυτής της δηλώσεως, η ιταλική επιτροπή εκλογικών διαδικασιών ανακήρυξε, στις 8 Μαΐου 2006, τον A. Occhetto ως εκλεγέν μέλος του Κοινοβουλίου.

12

Με την απόφασή του της 21ης Ιουλίου 2006, το Tribunale amministrativo regionale del Lazio (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο του Λατίου, Ιταλία) απέρριψε ως αβάσιμη την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε ο [B. Donnici] κατά αυτής της ανακηρύξεως. Ουσιαστικώς, το Tribunale amministrativo regionale del Lazio έκρινε ότι η παραίτηση του A. Occhetto, της , σε σχέση με την ανακήρυξη των εκλεγέντων, δεν σήμαινε παραίτηση από τη θέση του στη μετεκλογική σειρά κατατάξεως. Το διοικητικό δικαστήριο αιτιολόγησε την απόφασή του, υπογραμμίζοντας ότι ο σεβασμός της λαϊκής βούλησης επιβάλλει τα εκλογικά αποτελέσματα να θεωρούνται εκτός συναλλαγής και μη δυνάμενα να τροποποιηθούν και ότι μια τέτοια παραίτηση δεν παράγει αποτελέσματα όσον αφορά την έγκριση τυχόν πράξεων υποκαταστάσεως σε περίπτωση ασυμβίβαστου, εκπτώσεως, μη εκλογιμότητας ή αποποιήσεως της ανακηρύξεως ή του αξιώματος εκ μέρους των δικαιούχων και ότι, επομένως, ο υποψήφιος που έχει παραιτηθεί από την εκλογή έχει το δικαίωμα, σε περίπτωση κατά την οποία συντρέχουν οι προϋποθέσεις υποκαταστάσεως, να ανακαλέσει την απόφασή του περί παραιτήσεως προκειμένου να καταλάβει την έδρα που πρέπει να πληρωθεί με υποκατάσταση.

13

Ο [B. Donnici] αμφισβήτησε επίσης ενώπιον του Κοινοβουλίου την ανακήρυξη του A. Occhetto ως ευρωβουλευτή στη θέση του A. Di Pietro. Η αμφισβήτηση αυτή εξετάσθηκε από την επιτροπή νομικών υποθέσεων του Κοινοβουλίου κατά τη συνεδρίασή της της 21ης Ιουνίου 2006. Αφού διαπίστωσε ότι, κατά το άρθρο 12 της Πράξεως του 1976, η εν λόγω αμφισβήτηση δεν ήταν παραδεκτή, λόγω του ότι στηριζόταν στον ιταλικό εκλογικό νόμο, η επιτροπή νομικών υποθέσεων πρότεινε, ομοφώνως, στο Κοινοβούλιο να δεχθεί ως έγκυρη την εκλογή του A. Occhetto, αναδρομικώς από τις . Στις , το Κοινοβούλιο επικύρωσε την εκλογή του A. Occhetto.

14

Με οριστική απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2006, η οποία έχει ισχύ δεδικασμένου, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας), δέχτηκε την έφεση του [B. Donnici] κατά της προπαρατεθείσας αποφάσεως του Tribunale amministrativo regionale del Lazio, τη μεταρρύθμισε και ακύρωσε την ανακήρυξη του A. Occhetto ως μέλους του Κοινοβουλίου, στην οποία είχε προβεί η ιταλική επιτροπή εκλογικών διαδικασιών στις . Το Consiglio di Stato έκρινε, πρώτον, ότι η διάκριση μεταξύ της παραιτήσεως από την εκλογή και της παραιτήσεως από τη θέση στη σειρά κατατάξεως είναι παράλογη, διότι η εκλογή αποτελεί συνέπεια της σειράς κατατάξεως και η παραίτηση από την εκλογή έχει ως αποτέλεσμα ότι ο ενδιαφερόμενος δεν περιλαμβάνεται πλέον σ’ αυτή τη σειρά κατατάξεως, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δεύτερον, το Consiglio di Stato έκρινε ότι είναι αντιφατικός ο ισχυρισμός ότι η παραίτηση από την εκλογή δεν παράγει αποτελέσματα για τους σκοπούς της υποκαταστάσεως και ότι ο υποψήφιος που παραιτείται από το αξίωμα του ευρωβουλευτή έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει την παραίτησή του, όταν πρόκειται να γίνει υποκατάσταση. Τρίτον, τέλος, το Consiglio di Stato έκρινε ότι η παραίτηση από την εκλογή συνιστά αμετάκλητη δήλωση, όταν το αρμόδιο όργανο ή η αρμόδια υπηρεσία, αποδέκτης της παραιτήσεως, έχει λάβει γνώση αυτής, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα τροποποίηση της αρχικής σειράς κατατάξεως που κατάρτισε η επιτροπή εκλογικών διαδικασιών.

15

Στις 29 Μαρτίου 2007, η ιταλική επιτροπή εκλογικών διαδικασιών έλαβε υπόψη την προπαρατεθείσα ανωτέρω απόφαση του Consiglio di Stato και προέβη στην ανακήρυξη του [B. Donnici] ως μέλους του Κοινοβουλίου για την εκλογική περιφέρεια της Μεσημβρινής Ιταλίας, ανακαλώντας έτσι την εντολή του A. Occhetto.

16

Το Κοινοβούλιο έλαβε υπόψη αυτή την ανακήρυξη, κατόπιν της σχετικής προς αυτό ανακοινώσεως, στα πρακτικά της συνόδου της ολομέλειας της 23ης Απριλίου 2007, όπου εκτίθενται τα εξής:

“Οι αρμόδιες ιταλικές αρχές ανακοίνωσαν ότι η εκλογή [του A. Occhetto] ακυρώθηκε και ότι η ως εκ τούτου χηρεύουσα έδρα καταλαμβάνεται [από τον B. Donnici]. Το Κοινοβούλιο λαμβάνει υπόψη αυτές τις αποφάσεις αυτές αναδρομικά από τις 29 Μαρτίου 2007:

[…]

Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του [εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου], έως ότου ελεγχθεί η εντολή [του] ή εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση διαφοράς, και υπό τον όρο ότι έχει προηγουμένως υπογράψει τη δήλωση ότι δεν κατέχει οποιοδήποτε αξίωμα ασυμβίβαστο με την ιδιότητά του ως βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, [ο B. Donnici] καταλαμβάνει την έδρα του στο Κοινοβούλιο και συμμετέχει στα όργανά του με πλήρη δικαιώματα.”

17

Εν τω μεταξύ, ο A. Occhetto, με έγγραφο της 5ης Απριλίου 2007, το οποίο συμπληρώθηκε με σημείωμα της , προέβαλε ένσταση και ζήτησε από το Κοινοβούλιο να επιβεβαιώσει την ανακήρυξή του, καθώς και να μην επικυρώσει αυτή του αιτούντος. Με την [προσβαλλόμενη] απόφαση, που εκδόθηκε βάσει εκθέσεως της επιτροπής νομικών υποθέσεων της (A60198/2007), το Κοινοβούλιο κήρυξε άκυρη την ανακήρυξη του [B. Donnici] ως βουλευτή του Κοινοβουλίου, η εκλογή του οποίου ανακοινώθηκε από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, και επιβεβαίωσε την ανακήρυξη του A. Occhetto. Το Κοινοβούλιο επιφόρτισε επίσης τον Πρόεδρό του να διαβιβάσει αυτή την απόφαση στην αρμόδια εθνική αρχή, καθώς και στον [B. Donnici] και τον A. Occhetto.»

Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

9

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Ιουνίου 2007, ο B. Donnici άσκησε, δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, προσφυγή ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως. Με χωριστό δικόγραφο, υπέβαλε επίσης αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, ζητώντας την αναστολή εκτελέσεως της ίδιας αυτής αποφάσεως.

10

Στον A. Occhetto και στην Ιταλική Δημοκρατία επιτράπηκε να παρέμβουν υπέρ, αντιστοίχως, του Κοινοβουλίου και του B. Donnici.

11

Προς στήριξη της προσφυγής του ακυρώσεως, ο B. Donnici διατύπωσε δύο λόγους. Αφενός, προέβαλε ότι, εκδίδοντας την επίδικη απόφαση, το Κοινοβούλιο δεν τήρησε τους κανόνες και τις αρχές που καθορίζουν την αρμοδιότητά του όσον αφορά τον έλεγχο της εντολής των μελών του. Αφετέρου, αμφισβήτησε ότι η αιτιολογία αυτής της αποφάσεως ήταν η κατάλληλη.

12

Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προέβη κατ’ αρχάς σε μια μια prima facie εξέταση του βασίμου των νομικών ισχυρισμών που επικαλείται ο B. Donnici για να στηρίξει την προσφυγή του ακυρώσεως, προκειμένου να εξακριβωθεί αν πληρούται ο σχετικός με το fumus boni juris όρος. Κατόπιν αυτής της εξετάσεως, εκτίμησε ότι ο λόγος που αφορά την αναρμοδιότητα του Κοινοβουλίου να εκδώσει την επίδικη απόφαση φαίνεται να έχει σοβαρά ερείσματα και δεν μπορεί να απορριφθεί χωρίς μια πιο ενδελεχή εξέταση, στην οποία οφείλει να προβεί αποκλειστικώς ο δικαστής της ουσίας. Συνεπώς, κατέληξε ότι πληρούται εν προκειμένω αυτός ο όρος.

13

Στη συνέχεια, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων έκρινε ότι η ζητούμενη αναστολή εκτελέσεως ήταν αναγκαία, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του B. Donnici, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της περιορισμένης διάρκειας της θητείας ενός μέλους του Κοινοβουλίου και της συνεπεία της επίδικης αποφάσεως αδυναμίας του B. Donnici να συνεχίσει την άσκηση της κοινοβουλευτικής εντολής του.

14

Τέλος, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προέβη σε στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων, τονίζοντας ότι, λαμβανομένης υπόψη της προφανούς ισότητας μεταξύ των ειδικών και άμεσων συμφερόντων του B. Donnici και του A. Occhetto, πρέπει να ληφθούν υπόψη γενικότερα συμφέροντα. Επομένως, τονίζοντας ιδίως το συμφέρον της Ιταλικής Δημοκρατίας να τηρηθεί η εκλογική νομοθεσία της από το Κοινοβούλιο, καθώς και το ότι τα επιχειρήματα του B. Donnici ήταν θεμελιωμένα και σοβαρά, κατέληξε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναστολής εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως και, κατά συνέπεια, δέχτηκε τη σχετική αίτηση του B. Donnici.

Αιτήματα των διαδίκων

15

Με τις αιτήσεις τους αναιρέσεως, ο A. Occhetto και το Κοινοβούλιο ζητούν να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη. Προς στήριξη των αιτήσεών τους αναιρέσεως, επικαλούνται λόγους αντλούμενους από εσφαλμένη εκτίμηση του fumus boni juris, καθώς και από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά το επείγον και τη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων.

16

Ο B. Donnici και η Ιταλική Κυβέρνηση ζητούν την απόρριψη των αιτήσεων αναιρέσεως. Όσον αφορά την αίτηση αναιρέσεως του A. Occhetto, ο B. Donnici ζητεί, κυρίως, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως του A. Occhetto

17

Ο B. Donnici προβάλλει ότι, όπως προκύπτει, η αίτηση αναιρέσεως του A. Occhetto στηρίζεται κυρίως στην άποψη ότι, εν προκειμένω, η παραίτηση από τη βουλευτική έδρα πάσχει λόγω ελαττώματος της συναινέσεως, οπότε η παραίτηση αυτή δεν είναι έγκυρη, πράγμα που εναπέκειτο στο Κοινοβούλιο να διαπιστώσει κατά το στάδιο του ελέγχου της εντολής. Ο A. Occhetto όμως, κατά τον B. Donnici, δεν επικαλέσθηκε την ύπαρξη ελαττώματος της συναινέσεως ούτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ούτε ενώπιον του κοινοτικού δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων. Κατά συνέπεια, η αίτηση αναιρέσεως του A. Occhetto στηρίζεται κυρίως σε στοιχεία που επικαλείται για πρώτη φορά κατ’ αναίρεση. Επιπλέον, ο έλεγχος των περιστάσεων από τις οποίες θα μπορούσε να εξαρτάται η ύπαρξη ελαττώματος της συναινέσεως συνεπάγεται διαπίστωση και εκτίμηση πραγματικών στοιχείων, πράγμα που αποκλείεται στο στάδιο της αιτήσεως αναιρέσεως. Γι’ αυτούς τους λόγους, ο B. Donnici ζητεί να απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως του A. Occhetto.

18

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, μολονότι, στο πλαίσιο της αιτήσεώς του αναιρέσεως ο A. Occhetto διατυπώνει ορισμένες εκτιμήσεις ως προς το κύρος της παραιτήσεώς του από τη βουλευτική θητεία και ως προς την ύπαρξη ελαττώματος της συναινέσεως, η αίτηση αυτή αναιρέσεως στηρίζεται παρά ταύτα σε μια σειρά λόγων που αντλούνται, αφενός, από εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων της Πράξεως του 1976 και, αφετέρου, από εσφαλμένη ερμηνεία όσον αφορά το επείγον και τη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων.

19

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, θεωρείται παραδεκτή η αίτηση αναιρέσεως του A. Occhetto.

Επί των λόγων που αντλούνται από εσφαλμένη εκτίμηση του fumus boni juris

20

Όσον αφορά την εκτίμηση του fumus boni juris από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, οι αναιρεσείοντες επικαλούνται τρεις λόγους που αντλούνται, αντιστοίχως, από:

εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 12 της Πράξεως του 1976 ως προς την έκταση της εξουσίας ελέγχου του Κοινοβουλίου,

εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 6 της Πράξεως του 1976 και του πεδίου εφαρμογής της, καθώς και παράβαση του άρθρου 3 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής ΕΣΔΑ) και

πλάνη περί το δίκαιο, καθώς και αντιφατική αιτιολογία ως προς τον προσδιορισμό της επιπτώσεως της φερόμενης παρανομίας της αποφάσεως των ιταλικών αρχών στην επίδικη απόφαση.

Επί του λόγου που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 12 της Πράξεως του 1976

— Οι ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων

21

Κατά τον A. Occhetto και το Κοινοβούλιο, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, θεωρώντας ότι, δυνάμει του άρθρου 12 της Πράξεως του 1976, το Κοινοβούλιο οφείλει να περιορίζεται στο να λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα που δηλώνονται επισήμως από τις αρμόδιες εθνικές αρχές και δεν έχει καμία κατ’ αρχήν αρμοδιότητα να επαγρυπνεί για την τήρηση του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία αυτής της διατάξεως από την άποψη τόσο του κειμένου της όσο και του γενικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται.

22

Μολονότι, κατά το άρθρο 12 της Πράξεως του 1976, το Κοινοβούλιο οφείλει απλώς να «λαμβάνει υπόψη» τα αποτελέσματα των ελέγχων των εθνικών αρχών, διαθέτει παρά ταύτα αυτοτελή εξουσία ελέγχου βάσει των κανόνων του κοινοτικού δικαίου. Όταν πρόκειται για διαδικασία που παράγει αποτελέσματα στο πλαίσιο του σχηματισμού ενός κοινοτικού θεσμικού οργάνου, υφίσταται ένα κοινοτικό κανονιστικό επίπεδο που σκοπεί όχι στην εναρμόνιση των εθνικών διαδικασιών, αλλά στη δημιουργία ενός ελάχιστου σταθερού κανόνα που καθιστά δυνατή την αποφυγή στρεβλώσεων οφειλομένων στις διαφορές μεταξύ των εθνικών διαδικασιών. Υπ’ αυτή την έννοια, το άρθρο 12 της Πράξεως του 1976 παρέχει στο Κοινοβούλιο την εξουσία να αποφασίζει επί αμφισβητήσεων που στηρίζονται στις διατάξεις αυτής της Πράξεως. Η εξουσία αυτή πρέπει κατ’ ανάγκη να ασκείται όχι μόνο με βάση το κατά το γράμμα της εν λόγω Πράξεως περιεχόμενό της, αλλά με βάση επίσης τις γενικές αρχές που τη στηρίζουν στο σύνολό της.

23

Επομένως, σε αντίθεση προς τις εκτιμήσεις του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, η δεύτερη φράση του άρθρου 12 της Πράξεως του 1976 δεν σκοπεί στον περιορισμό της εξουσίας του Κοινοβουλίου, αλλά υποδηλώνει τους δύο τρόπους με τους οποίους διαρθρώνεται η άσκηση αυτής της εξουσίας. Αν και το Κοινοβούλιο, προκειμένου για τον έλεγχο που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας, οφείλει να περιορίζεται στο να λαμβάνει υπόψη τη νομοθεσία αυτή, απολαύει πλήρους εξουσίας ελέγχου στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου.

24

Προς στήριξη αυτής της ερμηνείας του άρθρου 12 της Πράξεως του 1976, οι αναιρεσείοντες επικαλούνται, πρώτον, το άρθρο 8 της εν λόγω Πράξεως, το οποίο, κατ’ αυτούς, επιβεβαιώνει αυτή τη διάρθρωση σε δύο επίπεδα της εξουσίας ελέγχου του Κοινοβουλίου. Συγκεκριμένα, λέγοντας ότι η εκλογική διαδικασία «διέπεται, σε κάθε κράτος μέλος, από τις εθνικές διατάξεις», αλλά «Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας πράξης», η δεύτερη αυτή διάταξη υποδηλώνει τις δύο παραμέτρους με βάση τις οποίες ασκείται η εξουσία ελέγχου.

25

Δεύτερον, στο Κοινοβούλιο υφίσταται μια πρακτική θεσμικού χαρακτήρα που καταδεικνύει χωρίς αμφισημία την τάση του να διενεργεί τον έλεγχο της εντολής των μελών του με γνώμονα κοινοτικά σημεία αναφοράς.

26

Η πρακτική αυτή καταδεικνύεται, αφενός, από την έκθεση της επιτροπής κανονισμού, εξελέγξεως των εγγράφων νομιμοποιήσεως και ασυλιών του Κοινοβουλίου για την τροποποίηση των άρθρων 7 και 8 του εσωτερικού κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όσον αφορά την εξέλεγξη των εγγράφων νομιμοποιήσεως και τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής θητείας (A3-0166/94), άρθρων που αντιστοιχούν στα άρθρα 3 και 4 του εσωτερικού κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως σε ισχύει σήμερα.

27

Αφετέρου, οι αναιρεσείοντες τονίζουν ότι στο άρθρο 2 του ψηφίσματός του για τις αμφισβητήσεις και ενστάσεις του κύρους των εντολών σε σχέση με το σύστημα της εκ περιτροπής θητείας (ΕΕ 1983, C 68, σ. 31) το Κοινοβούλιο εκθέτει ότι «αμφισβητήσεις κατά του κύρους της εντολής νεοεκλεγέντων βουλευτών ή ενστάσεις κατά του κύρους εντολών που έχουν ήδη ελεγχθεί, οι οποίες βασίζονται σε νομικά επιχειρήματα κατά του εν λόγω συστήματος, θεωρούνται αβάσιμες». Εν πάση περιπτώσει, θα ήταν ανώφελο να δημιουργηθεί ένα πολύπλοκο σύστημα ελέγχων, διαρθρωμένο σε δύο επίπεδα, ένα εθνικό και ένα κοινοτικό, και κατόπιν το κοινοτικό κανονιστικό επίπεδο να είναι ανύπαρκτο, το δε Κοινοβούλιο, κατά την άσκηση της εξουσίας του ελέγχου, να οφείλει απλώς να λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα που δηλώνονται στο εθνικό επίπεδο.

28

Τρίτον, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 2005, C-208/03 P, Le Pen κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 2005, σ. I-6051), και του Πρωτοδικείου της , T-353/00, Le Pen κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 2003, σ. II-1729), στις οποίες στηρίχθηκε ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, δεν συνιστούν νομολογιακά προηγούμενα που έχουν σημασία για την ουσία της διαφοράς. Συγκεκριμένα, η υπόθεση που είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση αυτών των αποφάσεων αφορούσε το κύρος αποφάσεως με την οποία το Κοινοβούλιο έλαβε υπόψη μια απόφαση των εθνικών αρχών που έθεσε τέλος στην κοινοβουλευτική θητεία του ενδιαφερομένου και, επομένως, εντασσόταν στο πλαίσιο του άρθρου 13, παράγραφος 2, της Πράξεως του 1976, και όχι σ’ αυτό του άρθρου της 12. Εν πάση περιπτώσει, το ιστορικό αυτής της υποθέσεως καταδεικνύει ότι ο περιορισμός των εξουσιών του Κοινοβουλίου στην περίπτωση εκπτώσεως από το βουλευτικό αξίωμα αποτελεί περίπλοκο ζήτημα που δεν μπορεί να εκτιμηθεί στο πλαίσιο μιας διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

— Εκτίμηση

29

Εκ προοιμίου, πρέπει να τονισθεί ότι ο λόγος αυτός θέτει το ζήτημα της εκτάσεως της εξουσίας ελέγχου που διαθέτει το Κοινοβούλιο δυνάμει του άρθρου 12 της Πράξεως του 1976. Προκειμένου να εκτιμηθεί αν ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων στηρίχθηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία αυτής της διατάξεως και, επομένως, σε ανακριβή εκτίμηση της εκτάσεως αυτής της εξουσίας, πρέπει να εξετασθεί τόσο το κείμενο της εν λόγω διατάξεως όσο και το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εντάσσεται.

30

Συναφώς, πρέπει κατ’ αρχάς να υπενθυμισθεί ότι το άρθρο 12 της Πράξεως του 1976 προβλέπει ρητώς ότι το Κοινοβούλιο, αφενός, πρέπει να «λαμβάνει υπόψη» τα αποτελέσματα που δηλώνονται επισήμως από τα κράτη μέλη και, αφετέρου, μπορεί να αποφασίζει επί των ενδεχομένων διαφορών μόνο «[βάσει] των διατάξεων [αυτής] της […] πράξεως», αυτό δε «εξαιρουμένων των εθνικών διατάξεων στις οποίες παραπέμπει η πράξη αυτή».

31

Κατά συνέπεια, το κείμενο του άρθρου 12 της Πράξεως του 1976 φαίνεται εκ πρώτης όψεως να συνηγορεί υπέρ της συσταλτικής του ερμηνείας. Συναφώς, σε αντίθεση προς αυτό που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, η προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Le Pen κατά Κοινοβουλίου, στην οποία στηρίχθηκε ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, έχει ιδιαίτερη σημασία εν προκειμένω. Πράγματι, η έκφραση «λαμβάνει υπόψη» ερμηνεύθηκε με αυτή την απόφαση στο πλαίσιο της Πράξεως του 1976 ως ένδειξη ότι το Κοινοβούλιο δεν έχει συναφώς καμιά διακριτική ευχέρεια (βλ., σχετικώς, προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Le Pen κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 50).

32

Επιπλέον, προκειμένου περί του ελέγχου της εντολής των μελών του Κοινοβουλίου, το άρθρο 12 της Πράξεως του 1976 και το άρθρο 3, παράγραφος 3, του εσωτερικού κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου παρέχουν σ’ αυτό την εξουσία να αποφασίζει για το κύρος της εντολής εκάστου των νεοεκλεγέντων βουλευτών του, καθώς και επί των ενδεχομένων αμφισβητήσεων, οι οποίες προβάλλονται βάσει των διατάξεων της Πράξεως του 1976, αλλά όμως, «εξαιρουμένων των εθνικών διατάξεων στις οποίες παραπέμπει η πράξη αυτή» και «εξαιρουμένων των αμφισβητήσεων που απορρέουν από εθνικούς εκλογικούς νόμους» αντιστοίχως. Οι εξαιρέσεις αυτές αποτελούν επίσης σαφείς ενδείξεις του γεγονότος ότι το Κοινοβούλιο δεν είναι γενικώς αρμόδιο να αποφαίνεται επί της νομιμότητας των εθνικών εκλογικών διαδικασιών από απόψεως κοινοτικού δικαίου (βλ., σχετικώς, την απόφαση του Δικαστηρίου Le Pen κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 51).

33

Εξάλλου, δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός ότι η ερμηνεία αυτή του άρθρου 12 της Πράξεως του 1976 σημαίνει τελικώς ότι η εξουσία ελέγχου που διαθέτει το Κοινοβούλιο δυνάμει αυτού του άρθρου καθίσταται κενή περιεχομένου. Πράγματι, όπως ορθώς υπενθύμισε ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, το Κοινοβούλιο είναι απολύτως αρμόδιο να αποφασίζει, στο πλαίσιο αυτού του άρθρου, για την κατάσταση εκλεγέντος υποψηφίου που έχει μια από τις ιδιότητες που είναι ασυμβίβαστες προς αυτή του μέλους του Κοινοβουλίου, όπως αυτές απαριθμούνται στο άρθρο 7 της Πράξεως του 1976.

34

Τέλος, προκειμένου περί της θεσμικού χαρακτήρα πρακτικής που επικαλείται το Κοινοβούλιο, και ανεξαρτήτως του ζητήματος αν μια μονομερής πρακτική ενός κοινοτικού οργάνου είναι, αφεαυτής, ικανή να δεσμεύει το Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ, αρκεί να τονισθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, τα στοιχεία που επικαλείται συναφώς το Κοινοβούλιο, ήτοι μια έκθεση της επιτροπής κανονισμού, εξελέγξεως των εγγράφων νομιμοποιήσεως και ασυλιών του Κοινοβουλίου που χρονολογείται από το 1994 και ένα ψήφισμα του 1983, δεν αρκούν προς απόδειξη της υπάρξεως πάγιας πρακτικής θεσμικού χαρακτήρα.

35

Με βάση αυτές τις σκέψεις, συνάγεται ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12 της Πράξεως του 1976.

36

Επομένως, αυτός ο λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του λόγου που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 6 της Πράξεως του 1976

37

Με τον δεύτερο λόγο τους, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, θεωρώντας ότι το άρθρο 6 της Πράξεως του 1976 παρέχει στο Κοινοβούλιο την αρμοδιότητα να εγγυάται την ελεύθερη άσκηση του κοινοβουλευτικού αξιώματος μόνο για τα εν ενεργεία μέλη του Κοινοβουλίου. Επομένως, η ελεύθερη άσκηση διασφαλίζεται μόνον έναντι των συμφωνιών που έχουν επίπτωση στην άσκηση του κοινοβουλευτικού αξιώματος, όχι όμως έναντι των συμφωνιών που εμποδίζουν πλήρως την άσκηση του αξιώματος κατά τη βούληση των εκλογέων.

38

Εκτιμώντας ότι, μολονότι το άρθρο 6 της Πράξεως του 1976 έχει ως αντικείμενο την προστασία της ελευθερίας δράσεως των μελών του Κοινοβουλίου, θα ήταν παράλογο να περιορισθεί το περιεχόμενό του μόνο στα εν ενεργεία μέλη του Κοινοβουλίου, οι αναιρεσείοντες τάσσονται υπέρ μιας τελολογικής ερμηνείας του εν λόγω άρθρου 6. Κατ’ αυτούς, ερμηνεία αυτής της διατάξεως υπό το φως του σκοπού της θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή της επίσης έναντι των υποψηφίων που περιλαμβάνονται επισήμως στη μετεκλογική σειρά κατατάξεως, δεδομένου ότι οι υποψήφιοι αυτοί συνθέτουν εν δυνάμει το Κοινοβούλιο.

39

Σ’ αυτή την αλληλουχία, το άρθρο 6 της Πράξεως του 1976, το οποίο απαιτεί την αυτοτέλεια των βουλευτών και εξαγγέλλει την απαγόρευση της επιτακτικής εντολής, συνιστά γενικώς ισχύουσα αρχή δεσμευτικού χαρακτήρα που σκοπεί στην εξασφάλιση της καλής λειτουργίας του Κοινοβουλίου. Επομένως, η παραπομπή στις «διατάξεις της παρούσας πράξεως», που περιέχει στο άρθρο 12 της Πράξεως του 1976, πρέπει κατ’ ανάγκη να αφορά τις γενικές αρχές που στηρίζουν αυτή την πράξη και είναι συμφυείς προς την καλή διενέργεια του ελέγχου της εντολής από το Κοινοβούλιο. Οι αρχές αυτές, που απορρέουν ιδίως από το άρθρο 6 αυτής της πράξεως, αποτελούν στην πραγματικότητα την αναγκαία συνέπεια της θεμελιώδους αρχής που θέτει το άρθρο 3 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ έχον επιτακτικό χαρακτήρα, κατά το οποίο τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεούνται να διενεργούν ελεύθερες εκλογές «υπό συνθήκες επιτρέπουσες την ελεύθερη έκφραση της λαϊκής [βουλήσεως] ως προς την εκλογή του νομοθετικού σώματος».

40

Προς στήριξη αυτής της ερμηνείας του άρθρου 6 της Πράξεως του 1976, οι αναιρεσείοντες επικαλούνται, αφενός, το άρθρο 2 του καθεστώτος των βουλευτών, το οποίο, μολονότι δεν έχει ακόμη αρχίσει να ισχύει, αποτελεί κωδικοποίηση του κανονιστικού περιεχομένου του εν λόγω άρθρου 6 και, κατά συνέπεια, του παρόντος σταδίου εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου σ’ αυτό το θέμα. Αφετέρου, αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 3, παράγραφος 5, και 4, παράγραφοι 3 και 9, του εσωτερικού κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, προβάλλοντας ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων όφειλε να λάβει υπόψη αυτές τις διατάξεις για να ερμηνεύσει το άρθρο 6 της Πράξεως του 1976, πράγμα που θα τον οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι οι αρχές που θέτει το εν λόγω άρθρο 6 έχουν ομοίως εφαρμογή σε καταστάσεις δυνάμενες να έχουν επίπτωση στη σύνθεση του Κοινοβουλίου.

41

Συναφώς, πρέπει να υπενθυμισθεί ότι, όπως ορθώς διαπίστωσε ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, το κείμενο του άρθρου 6 της Πράξεως του 1976 αφορά ρητώς «τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου». Ακόμη περισσότερο, το εν λόγω άρθρο κάνει μνεία της σχετικής με την ψήφο προνομίας αυτών των μελών, προνομίας η οποία, ως εκ της φύσεώς της, δεν μπορεί να συνδέεται με την ιδιότητα του υποψηφίου που ανακηρύσσεται επισήμως εκλεγείς στη μετεκλογική σειρά κατατάξεως.

42

Βεβαίως, είναι αληθές ότι, κατά γενικό κανόνα, η ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου δεν μπορεί να συνίσταται σε μια αυστηρή προσήλωση στο γράμμα της, χωρίς ουδόλως να λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και ο σκοπός της. Εντούτοις, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η χρησιμοποίηση μιας τέτοιας ερμηνευτικής μεθόδου θα μπορούσε να έχει ως κατάληξη μια ερμηνεία contra legem στη συγκεκριμένη περίπτωση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα στοιχεία που επικαλούνται υπ’ αυτή την έννοια οι αναιρεσείοντες δεν είναι ικανά να αποδείξουν ότι η ερμηνεία του άρθρου 6 της Πράξεως του 1976 που επέλεξε ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων είναι προδήλως εσφαλμένη.

43

Πρώτον, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι το έρεισμα του άρθρου 6 της Πράξεως του 1976 βρίσκεται σε ορισμένες γενικές αρχές, ιδίως δε στο άρθρο 3 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, γεγονός παραμένει ότι συνιστά μια πολύ συγκεκριμένη έκφρασή τους. Κατά συνέπεια, το εν λόγω άρθρο 6 δεν μπορεί, από μόνο του, να αποτελεί θεμέλιο μιας γενικής αρμοδιότητας του Κοινοβουλίου να κρίνει τη νομιμότητα των εκλογικών διαδικασιών των κρατών μελών έναντι του συνόλου αυτών των αρχών και της ΕΣΔΑ.

44

Δεύτερον, όσον αφορά το άρθρο 2 του καθεστώτος των βουλευτών, έχει σημασία να τονισθεί ότι στην τέταρτη αιτιολογική του σκέψη εκτίθεται ότι «[η] ελευθερία και ανεξαρτησία του βουλευτή, την οποία προστατεύει το άρθρο 2 [αυτού του καθεστώτος], χρήζει ρυθμίσεως», διότι «δεν μνημονεύεται στα κείμενα του πρωτογενούς δικαίου». Επομένως, τα εκτιθέμενα σ’ αυτή τη σκέψη, θεωρούμενα σε συνδυασμό με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω καθεστώτος, η οποία διευκρινίζει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω καθεστώτος επαναλαμβάνει τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Πράξεως του 1976, συνιστούν prima facie σαφείς ενδείξεις του γεγονότος ότι το άρθρο 2 του καθεστώτος των βουλευτών δεν συνιστά κωδικοποίηση του εν λόγω άρθρου 6.

45

Τρίτον, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων ορθώς θεώρησε ότι, σύμφωνα με την αρχή περί ιεραρχήσεως της τυπικής ισχύος των κανόνων δικαίου, οι διατάξεις του εσωτερικού κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν μπορούν να επιτρέπουν την παρέκκλιση από τις διατάξεις της Πράξεως του 1976. Πράγματι, ο εσωτερικός κανονισμός αποτελεί πράξη εσωτερικής οργάνωσης που δεν μπορεί να απονέμει στο Κοινοβούλιο αρμοδιότητες που δεν του αναγνωρίζονται ρητά από νομοθετική πράξη, εν προκειμένω δηλαδή από την Πράξη του 1976 (βλ., με αυτό το πνεύμα, την απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2008, C-200/07 και C-201/07, Marra, Συλλογή 2008, σ. I-7929, σκέψη 38). Κατά συνέπεια, τουλάχιστον στο πλαίσιο εξετάσεως του fumus boni juris, οι διατάξεις του εσωτερικού κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου χρήζουν ερμηνείας υπό το φως του γράμματος και του πνεύματος των διατάξεων της Πράξεως του 1976, και όχι το αντίθετο.

46

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη δεν πάσχει πρόδηλη πλάνη περί το δίκαιο, όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6 της Πράξεως του 1976.

47

Επομένως, αυτός ο λόγος πρέπει ομοίως να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του λόγου που αντλείται από εσφαλμένη αιτιολογία ως προς την επίπτωση στη σχετική με τον έλεγχο της εντολής του B. Donnici απόφαση του Κοινοβουλίου της φερόμενης παρανομίας της αποφάσεως της ιταλικής επιτροπής εκλογικών διαδικασιών περί ανακηρύξεως του B. Donnici ως μέλους του Κοινοβουλίου

48

Όσον αφορά την εκτίμηση της επιπτώσεως στη σχετική με τον έλεγχο της εντολής του B. Donnici απόφαση του Κοινοβουλίου της φερόμενης παρανομίας της αποφάσεως της ιταλικής επιτροπής εκλογικών διαδικασιών περί ανακηρύξεώς του ως μέλους του Κοινοβουλίου, η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως είναι εσφαλμένη και αντιφατική. Ειδικότερα, το Κοινοβούλιο θεωρεί ότι, προκειμένου να απορρίψει την επιχειρηματολογία του, κατά την οποία η σχετική με τον έλεγχο της εντολής απόφασή του θα ήταν η ίδια παράνομη αν στηριζόταν σε παράνομη εθνική πράξη, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων στηρίχθηκε σε νομολογιακά προηγούμενα που δεν ασκούν εν προκειμένω επιρροή, ήτοι στην απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Δεκεμβρίου 1992, C-97/91, Oleificio Borelli κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I-6313, σκέψεις 10 έως 12), και στη διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της , T-18/07 R, Kronberger κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 2007, σ. II-50, σκέψεις 38 έως 40), αντί να λάβει υπόψη την απόφαση της , C-64/05 P, Σουηδία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-11389).

49

Με την επίδικη απόφαση, όπως εκθέτει το Κοινοβούλιο, δεν δέχθηκε την επικύρωση της εντολής ενός προσώπου καθορισθέντος από τις εθνικές αρχές, με την αιτιολογία ότι η απόφαση αυτή ήταν αντίθετη προς τη αρχή της ελεύθερης βουλευτικής εντολής, δεδομένου ότι πρόκειται για κανόνα ο οποίος, κατά το γράμμα του, απευθύνεται στο Κοινοβούλιο και του παρέχει εξουσία ελέγχου. Συγκεκριμένα, θα ήταν παράλογο να γίνεται δεκτό, αφενός, ότι οι εθνικές δικαστικές και διοικητικές αρχές έχουν την υποχρέωση να εφαρμόζουν το κοινοτικό δίκαιο, αγνοώντας ενδεχομένως τους αντίθετους προς αυτό εθνικούς κανόνες, και, αφετέρου, ότι το Κοινοβούλιο δεν έχει μια τέτοια εξουσία.

50

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι με την προπαρατεθείσα απόφαση Oleificio Borelli κατά Επιτροπής, η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων, την ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 355/77 του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 1977, περί κοινής δράσεως για τη βελτίωση των συνθηκών μεταποιήσεως και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/017, σ. 149), το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα σχέδιο τυγχάνει της συνδρομής του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων μόνον εφόσον έχει εγκριθεί από το κράτος στο έδαφος του οποίου πρόκειται να εκτελεστεί και, συνακόλουθα, σε περίπτωση αρνητικής γνωμοδοτήσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί ούτε να συνεχίσει τη διαδικασία εξετάσεως του σχεδίου, σύμφωνα με τους κανόνες που θέτει ο κανονισμός αυτός, ούτε κατά μείζονα λόγο να ελέγξει το νομότυπο της εκδοθείσας συναφώς γνωμοδοτήσεως. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι πλημμέλειες που πάσχει ενδεχομένως η οικεία γνωμοδότηση δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να θίξουν το κύρος της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή αρνείται να χορηγήσει την αιτηθείσα συνδρομή (προπαρατεθείσα απόφαση Oleificio Borelli κατά Επιτροπής, σκέψεις 11 και 12).

51

Στηριζόμενος σ’ αυτή την απόφαση, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων έκρινε ότι, οσάκις μια εθνική πράξη εντάσσεται στο πλαίσιο διαδικασίας λήψεως κοινοτικής αποφάσεως και, ως εκ της κατανομής των αρμοδιοτήτων στον συγκεκριμένο τομέα, δεσμεύει τη λαμβάνουσα την απόφαση κοινοτική αρχή κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η εθνική αυτή πράξη να καθορίζει τους όρους της εκδοθησομένης κοινοτικής αποφάσεως, οι πλημμέλειες που πάσχει ενδεχομένως η εν λόγω εθνική πράξη δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να θίξουν το κύρος της αποφάσεως της κοινοτικής αρχής. Το δίδαγμα αυτό απορρέει σαφώς από τις σκέψεις 10 έως 12 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Oleificio Borelli κατά Επιτροπής και έχει σημασία εν προκειμένω, αν ιδίως ληφθεί υπόψη η κατανομή αρμοδιοτήτων, όπως αυτή προκύπτει από το άρθρο 12 της Πράξεως του 1976.

52

Αντιστρόφως, με τη σκέψη 93 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Σουηδία κατά Επιτροπής, η οποία αφορούσε την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 δεν έχει ως αντικείμενο τον διαχωρισμό δύο αρμοδιοτήτων, της μιας εθνικής και της άλλης κοινοτικής, οι οποίες έχουν διακριτά αντικείμενα, αλλά προβλέπει διαδικασία λήψεως αποφάσεων, μοναδικό αντικείμενο της οποίας είναι ο καθορισμός αν η πρόσβαση σε έγγραφο πρέπει να μη γίνει δεκτή δυνάμει μιας των κατά το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του εν λόγω κανονισμού ουσιαστικής φύσεως εξαιρέσεων, διαδικασία λήψεως αποφάσεων στην οποία συμμετέχουν τόσο το κοινοτικό θεσμικό όργανο όσο και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

53

Επομένως, επικαλούμενο τη δεύτερη από αυτές τις αποφάσεις, το Κοινοβούλιο προβάλλει ότι το άρθρο 12 της Πράξεως του 1976 δεν προβλέπει κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών αρχών και του Κοινοβουλίου και άσκηση αυτών των αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο ξεχωριστών διαδικασιών, αλλά ενιαία μία διαδικασία λήψεως αποφάσεων, στην οποία συμμετέχουν τόσο το Κοινοβούλιο όσο και οι εθνικές αρχές. Λαμβανομένων όμως υπόψη των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 29 έως 34 αυτής της διατάξεως, αυτό, εκ πρώτης όψεως, δεν συμβαίνει.

54

Κατόπιν αυτών των σκέψεων, πρέπει να συναχθεί ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη δεν στηρίζεται σε εσφαλμένη αιτιολογία ως προς την επίπτωση της φερόμενης παρανομίας της αποφάσεως της ιταλικής επιτροπής εκλογικών διαδικασιών περί ανακηρύξεως του B. Donnici ως μέλους του Κοινοβουλίου στη σχετική με τον έλεγχο της εντολής του B. Donnici απόφαση του Κοινοβουλίου.

55

Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του λόγου που αντλείται από την εσφαλμένη εκτίμηση του επείγοντος της υποθέσεως

56

Το Κοινοβούλιο προβάλλει ότι η εκτίμηση του επείγοντος στην οποία προέβη ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων πάσχει πλάνη περί το δίκαιο, διότι αυτός στηρίχθηκε αποκλειστικώς στη ζημία που ενδεχομένως θα υφίστατο ο B. Donnici, χωρίς να λάβει υπόψη τη ζημία που ενδεχομένως θα προκαλούνταν στην πολιτική εκπροσώπηση. Κατά το Κοινοβούλιο, ελλείψει αναστολής εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως, την οικεία βουλευτική έδρα θα εξακολουθούσε να κατέχει ένα πρόσωπο του ίδιου πολιτικού προσανατολισμού με τον B. Donnici. Κατά συνέπεια, το συμφέρον του B. Donnici δεν μπορεί να δικαιολογεί διαταγή αναστολής εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως από απόψεως πολιτικής εκπροσωπήσεως.

57

Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ο σκοπός της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων είναι να κατοχυρωθεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της αποφάσεως επί της ουσίας. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, πρέπει τα ζητούμενα μέτρα να είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της κύριας δίκης [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 25ης Μαρτίου 1999, C-65/99 P(R), Willeme κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-1857, σκέψη 62].

58

Επομένως, για να εξετάσει το επείγον των ζητούμενων μέτρων, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων όφειλε να λάβει υπόψη μόνον τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος, ειδικότερα δε τον κίνδυνο προκλήσεως σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας σ’ αυτά τα συμφέροντα, χωρίς να συνεκτιμά άλλα στοιχεία γενικού χαρακτήρα, όπως, εν προκειμένω, η συνέχεια της πολιτικής εκπροσωπήσεως, στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να ληφθούν υπόψη μόνο στο πλαίσιο της σταθμίσεως των εμπλεκομένων συμφερόντων.

59

Κατά συνέπεια, ο λόγος του Κοινοβουλίου που αφορά την εκτίμηση του επείγοντος πρέπει ομοίως να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του λόγου που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση στο πλαίσιο της σταθμίσεως των εμπλεκομένων συμφερόντων

60

Με τον τελευταίο τους λόγο, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, προβαίνοντας στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Προς στήριξη αυτού του λόγου, διατυπώνουν τρεις αιτιάσεις.

61

Πρώτον, οι αναιρεσείοντες θεωρούν ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ότι τα συμφέροντα του B. Donnici και του A. Occhetto είναι ισότιμα. Κρίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρέλειψε να συναγάγει τις συνέπειες από το γεγονός ότι ο A. Occhetto έλαβε περισσότερες ψήφους προτιμήσεως και, επομένως, αποδεικνύει ότι έχει υπέρτερο συμφέρον σε σχέση με αυτό του B. Donnici όσον αφορά την άσκηση της κοινοβουλευτικής εντολής.

62

Δεύτερον, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν έλαβε υπόψη το δημόσιο συμφέρον για την εξασφάλιση του μέγιστου επιπέδου πολιτικής νομιμοποιήσεως του Κοινοβουλίου, νομιμοποιήσεως που στηρίζεται στη λαϊκή ψήφο. Η εν προκειμένω, όμως, λήψη υπόψη του δημοσίου συμφέροντος θα έπρεπε να ωθήσει τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να αρνηθεί να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως, εφόσον αυτό το μέτρο θα είχε ως συνέπεια να κατέχει έδρα στο Κοινοβούλιο το πρόσωπο που έλαβε τις λιγότερες ψήφους και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να μειώσει την πολιτική νομιμοποίηση του Κοινοβουλίου. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και στην περίπτωση ευνοϊκής για τον B. Donnici αποφάσεως επί της ουσίας, η άρνηση διαταγής αναστολής εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως δεν θα είχε προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στην πολιτική νομιμοποίηση του Κοινοβουλίου, διότι, κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος μεταξύ της αποφάσεως περί ασφαλιστικών μέτρων και της αποφάσεως επί της ουσίας, το Κοινοβούλιο θα αριθμούσε στα μέλη του ένα πρόσωπο με υπέρτερη νομιμοποίηση από τη λαϊκή ψήφο.

63

Τρίτον, οι αναιρεσείοντες θεωρούν ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη είναι πλημμελής λόγω πλάνης περί το δίκαιο, καθόσον ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων χρησιμοποίησε την έννοια του fumus boni juris για να εκτιμήσει την ύπαρξη επείγοντος και την υπεροχή των συμφερόντων του B. Donnici. Συγκεκριμένα, κατ’ αυτούς, μολονότι η νομολογία φαίνεται να δέχεται τη δυνατότητα κάποιας αμοιβαίας αντισταθμίσεως μεταξύ του στοιχείου του fumus boni juris και αυτού του επείγοντος, γεγονός παραμένει ότι δεν είναι δυνατό η ύπαρξη ενός από τα δύο αυτά στοιχεία να αρκεί για να αντισταθμίζεται η πλήρης έλλειψη του άλλου.

64

Κατά τους αναιρεσείοντες, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων όφειλε, στο πλαίσιο της σταθμίσεως των συμφερόντων, να δεχθεί την παντελή έλλειψη επείγοντος εν προκειμένω. Συναφώς, επικαλούνται τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 31ης Ιουλίου 2003, C-208/03 P-R, Le Pen κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 2003, σ. I-7939, σκέψη 106), από την οποία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της σταθμίσεως των συμφερόντων που έχουν σημασία, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εξετάσει αν, σε περίπτωση ακυρώσεως της επίδικης πράξης από τον δικαστή της ουσίας, θα είναι δυνατή η ανατροπή της καταστάσεως που θα έχει δημιουργηθεί από την άμεση εκτέλεση της πράξης αυτής και, αντιστρόφως, αν η αναστολή εκτελέσεως της εν λόγω πράξης μπορεί να παρεμποδίσει την παραγωγή όλων των αποτελεσμάτων της σε περίπτωση που απορριφθεί επί της ουσίας η κύρια προσφυγή. Αν εν προκειμένω ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων είχε προβεί στην κατά το δεύτερο μέρος αυτής της αξιολογήσεως εξέταση, θα είχε κατ’ ανάγκη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αναστολή εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως δεν μπορούσε παρά να παρεμβάλει εμπόδιο στην παραγωγή όλων των αποτελεσμάτων αυτής της αποφάσεως στην περίπτωση απορρίψεως της προσφυγής ακυρώσεως. Κατά συνέπεια, η ύπαρξη στοιχείου επείγοντος της υποθέσεως είναι απολύτως ανεπαρκής εν προκειμένω.

65

Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαπίστωσε, σε ένα πρώτο στάδιο, ότι σε περίπτωση ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως από τον δικαστή της ουσίας η ζημία που θα υποστεί ο B. Donnici, εφόσον δεν ανασταλεί η εκτέλεση αυτής της αποφάσεως, θα είναι ανεπανόρθωτη, κατόπιν δε προέβη στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων, υπογραμμίζοντας κατ’ αρχάς το συμφέρον του A. Occhetto στην εκτέλεση της επίδικης αποφάσεως, το οποίο συνεπάγεται τη διατήρησή του στο βουλευτικό αξίωμα. Κατά τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, μολονότι η εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως εγκυμονεί τον κίνδυνο προκλήσεως ανεπανόρθωτης ζημίας στον B. Donnici, ο ίδιος κίνδυνος, αντιστρόφως, υφίσταται για τον A. Occhetto σε περίπτωση κατά την οποία η αίτηση αναστολής εκτελέσεως αυτής της αποφάσεως γίνει δεκτή, λαμβανομένου υπόψη του ενδεχομένου να εκδοθεί απόφαση πιθανώς απορριπτική της προσφυγής επί της ουσίας μετά την πάροδο του μεγαλύτερου μέρους, αν όχι ολόκληρης, της εναπομένουσας θητείας του.

66

Καταλήγοντας έτσι ότι υφίσταται ισότητα μεταξύ των ειδικών και άμεσων συμφερόντων του B. Donnici και του A. Occhetto, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων συνέχισε τη συλλογιστική του λαμβάνοντας υπόψη τα γενικότερα συμφέροντα που, υπ’ αυτές τις περιστάσεις, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία. Συναφώς, εκτίμησε ότι, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι η Ιταλική Δημοκρατία έχει συμφέρον να γίνει σεβαστή από το Κοινοβούλιο η εκλογική νομοθεσία της, το Κοινοβούλιο έχει γενικό συμφέρον στη διατήρηση της ισχύος των αποφάσεών του. Πάντως, έκρινε ότι κανένα από αυτά τα συμφέροντα δεν μπορεί να υπερτερεί κατά τη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων.

67

Επομένως, μόνον αφού διαπίστωσε αυτή την ισότητα μεταξύ τόσο των ειδικών όσο και των άμεσων εμπλεκομένων συμφερόντων, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων έλαβε υπόψη τον σοβαρό χαρακτήρα των λόγων που επικαλέσθηκε ο B. Donnici και δέχθηκε την ύπαρξη fumus boni juris, στηριζόμενος, ως προς αυτό, σε πάγια νομολογία, ήτοι στις διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C-445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2001, σ. I-1461, σκέψη 110), της , C-481/01 P(R), NDC Health κατά IMS Health και Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-3401, σκέψη 63), καθώς και Le Pen κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα (σκέψη 110).

68

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες δεν είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση αυτή την ανάλυση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων.

69

Συναφώς, έχει σημασία να τονισθεί, αφενός, ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαπίστωσε τελικώς από τη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων, στην οποία προέβη, ότι υφίσταται ισότητα μεταξύ των ειδικών συμφερόντων του B. Donnici και του A. Occhetto. Αυτή η ισότητα συμφερόντων δεν μπορεί όμως να ισοδυναμεί με έλλειψη επείγοντος. Αντιθέτως, ο κίνδυνος ανεπανόρθωτης ζημίας, μοναδικό κριτήριο του επείγοντος, είναι κάλλιστα ενεστώς εν προκειμένω τόσο για τον B. Donnici όσο και, σε περίπτωση αποδοχής της αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως, για τον A. Occhetto.

70

Αφετέρου, σε αντίθεση προς τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προέβη σε εκτίμηση των γενικότερων συμφερόντων του Κοινοβουλίου, ιδίως δε του συμφέροντός του στη διατήρηση της ισχύος των αποφάσεών του. Πάντως, αντί να λάβει μεμονωμένως υπόψη αυτά τα συμφέροντα, ορθώς τα στάθμισε με το συμφέρον της Ιταλικής Δημοκρατίας να γίνει σεβαστή από το Κοινοβούλιο η εκλογική νομοθεσία της. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την πολιτική νομιμοποίηση του Κοινοβουλίου και το συμφέρον του να κατέχει βουλευτική έδρα ο υποψήφιος που έλαβε τις περισσότερες ψήφους. Μολονότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ύπαρξη αυτών των συμφερόντων, δεν μπορεί να αγνοηθεί ούτε αυτό της Ιταλικής Δημοκρατίας να κατέχουν έδρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οι Ιταλοί βουλευτές που εκλέγονται σύμφωνα με τις εθνικές εκλογικές διαδικασίες και ανακηρύσσονται από ένα από τα ανώτατα δικαστήρια αυτού του κράτους μέλους.

71

Κατά συνέπεια, ο λόγος των αναιρεσειόντων που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο στο πλαίσιο της σταθμίσεως των εμπλεκομένων συμφερόντων πρέπει ομοίως να απορριφθεί ως αβάσιμος.

72

Δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους αναιρέσεως δεν έγινε δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

73

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ο B. Donnici ζήτησε να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα και δεδομένου ότι αυτοί ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του B. Donnici.

 

Για τους λόγους αυτούς, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει τον A. Occhetto και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα του B. Donnici.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.