9.2.2008 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 37/12 |
Αναίρεση που άσκησε στις 27 Νοεμβρίου 2007 ο Philippe Combescot κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) στις 12 Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-249/04, Combescot κατά Επιτροπής
(Υπόθεση C-525/07 P)
(2008/C 37/15)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικοι
Αναιρεσείων: Philippe Combescot (εκπρόσωποι: A. Maritati και V. Messa, δικηγόροι)
Αντίδικος κατ' αναίρεση: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα του αναιρεσείοντος
Ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:
— |
να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-249/04 και να κρίνει παράνομη την έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας την οποία κατάρτισε ο Μ., παρά το απολύτως ασυμβίβαστο να ασκήσει, όπως πράγματι άσκησε, καθήκοντα προϊσταμένου του P. Combescot, επιφορτισμένου να αξιολογήσει τα επαγγελματικά προσόντα του, ασυμβίβαστο οφειλόμενο στη σοβαρή και αθεράπευτη εχθρότητα που υφίσταται μεταξύ του αναιρεσείοντος και του προϊσταμένου του, την οποία τελικά παραδέχθηκε ο ίδιος ο Μ· κατά συνέπεια, να αναγνωρίσει το δικαίωμα του P. Combescot στην αποκατάσταση των ζημιών τις οποίες υπέστη, τόσο από πλευράς ηθικής βλάβης και βλάβης της σωματικής και ψυχικής υγείας του όσο και από πλευράς βλάβης της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του, υπολογιζομένων σε ποσό που δεν θα πρέπει να είναι κατώτερο των 100 000 ευρώ· |
— |
να καταδικάσει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Η διαφορά αφορά την κατάρτιση της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας του αναιρεσείοντος για την περίοδο αξιολογήσεως από 1 Ιουλίου 2001 έως 31 Δεκεμβρίου 2002 (στο εξής: ΕΕΣ), την οποία το Πρωτοδικείο έκρινε νόμιμη. Ο αναιρεσείων αμφισβητεί το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου υποστηρίζοντας ότι η ΕΕΣ ήταν παράνομη καθόσον καταρτίστηκε από άτομο, τον Μ, το οποίο διακατεχόταν από βαθιά αποστροφή έναντι του P. Combescot, καθόσον ο τελευταίος είχε καταγγείλει τις σοβαρότατες διαχειριστικές ατασθαλίες τις οποίες είχε διαπράξει ο Μ στην Αντιπροσωπεία της Γουατεμάλας. Πράγματι, κατόπιν των καταγγελιών αυτών, το όργανο είχε αποστείλει επιθεωρητές στη Γουατεμάλα και, στη συνέχεια, μετά την καταγγελία του P. Combescot, στις 20 Σεπτεμβρίου 2004, η OLAF αποφάσισε να κινήσει διαδικασία έρευνας, κατά το πέρας της οποίας συντάχθηκε τελική έκθεση στις 30 Μαΐου 2006 (στο εξής: έκθεση της OLAF), που περιλαμβάνεται στη δικογραφία της παρούσας υποθέσεως, μαζί με την έκθεση που συνέταξε η επιτροπή επιθεωρήσεως που είχε αποσταλεί το 2002. Με την παρούσα αίτηση αναιρέσεως, οι δικηγόροι του P. Combescot ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο μέτρο που δεν δέχεται τον παράνομο χαρακτήρα της ΕΕΣ και, κατά συνέπεια, δεν αναγνωρίζει στον αναιρεσείοντα δικαίωμα αποζημιώσεως. Με την αίτηση αναιρέσεως, ζητείται, συνεπώς, από το Δικαστήριο να κρίνει ότι, λόγω της μεροληπτικής και, ως εκ τούτου εσφαλμένης, εν πάση δε περιπτώσει παράνομης καταρτίσεως της ΕΕΣ για την περίοδο 2001/2002, ο Philippe Combescot υπέστη προφανή βλάβη της σταδιοδρομίας και της επαγγελματικής υπολήψεώς του και ότι, εν πάση περιπτώσει, η αξιολογική κρίση που διατυπώνεται στην ΕΕΣ, εντασσόμενη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αυθαίρετων και ταπεινωτικών συμπεριφορών εκ μέρους των ιεραρχικώς ανωτέρων του, του προκάλεσε ταλαιπωρία και ψυχικό πόνο που τον οδήγησε σε σοβαρή κατάθλιψη, αποδεικνυόμενη με πιστοποιητικά και, κυρίως, διαπιστωθείσα από το όργανο μέσω των ιατρικών συμβούλων της εμπιστοσύνης του. Εν πάση περιπτώσει, ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο να εκτιμήσει συνολικά τα πραγματικά περιστατικά που χαρακτηρίζουν την υπόθεση, θεωρώντας τα όλα ικανά να επιβεβαιώσουν το παράνομο της ΕΕΣ, και να αναγνωρίσει, ως εκ τούτου, το δικαίωμά του να λάβει αποζημίωση για τη βλάβη την οποία υπέστη.
Ο αναιρεσείων επικαλείται την αντιφατικότητα της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, το οποίο, αφού επιβεβαιώνει ότι οι στόχοι της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας πρέπει να θεωρούνται δεσμευτικοί σε κάθε περίπτωση κατά την οποία ένας υπάλληλος οφείλει να εκφράσει κάποια άποψη επί ορισμένου ζητήματος και, ως εκ τούτου, ο υπάλληλος δεν πρέπει να τίθεται σε προσωπική κατάσταση η οποία, ανεξαρτήτως της νηφαλιότητας και της ορθότητας της αξιολογήσεώς του, τον εμφανίζει στα μάτια τρίτων ως ευρισκόμενο σε κατάσταση απώλειας της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του, καταλήγει, παρά ταύτα, στην περίπτωση του Μ, σε συμπεράσματα απολύτως ακατανόητα.Ο αναιρεσείων καταγγέλλει επίσης την αντιφατικότητα της αποφάσεως στο μέτρο που αναγνωρίζει ότι οι πρωτοβουλίες του P. Combescot, αφότου τοποθετήθηκε ως αποσπασμένος σύμβουλος στη Γουατεμάλα, είχαν προκαλέσει μεν μια κατάσταση τουλάχιστον ενοχλητική για τον Μ, θεωρεί, ωστόσο, ότι η κατάσταση αυτή δεν ήταν ικανή να δημιουργήσει για τον Μ απόλυτο ασυμβίβαστο προκειμένου να προβεί σε αξιολόγηση τηρώντας τις αρχές της αμεροληψίας και της ουδετερότητας. Ο αναιρεσείων υπογραμμίζει ότι η κατάρτιση της ΕΕΣ αποτελεί διατύπωση κρίσεως κατά διακριτική ευχέρεια, οπότε κάθε αξιολογική κρίση επί της ουσίας δεν έχει καμία καθοριστική αξία και δεν μπορεί να επιβεβαιώσει ούτε να αναιρέσει το βασικό πραγματικό γεγονός, δηλαδή του ότι ο Μ κατάρτισε την ΕΕΣ παρά το ότι βρισκόταν σε πρόδηλη και σοβαρή εχθρότητα έναντι του Combescot. Συναφώς, είναι πρόδηλο ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση, ως καθοριστικής περιστάσεως, του γεγονότος ότι παρενέβη, υπό την ιδιότητα του συμβαθμολογητή, ένα άτομο που αγνούσε πλήρως τις σχέσεις μεταξύ του P. Combescot και του Μ. Ο αναιρεσείων εξετάζει στη συνέχεια, σημείο προς σημείο, το περιεχόμενο της ΕΕΣ και εμμένει, τέλος, στη διεξαγωγή των αποδείξεων που είχε ζητήσει.